Κούρος…. Κούρος….Κούρος….

Koύρos…. Kouros….Koύρos….

Μία μικρή Ιστορία…

Από το βιβλίο μου, “… και ο Θεός έπλασε τον άντρα…”, Σύδνεϋ 2006

 

Χάραζε. Η ώρα είχε ξεπεράσει τις πέντε και μισή. Από το ανοιχτό παράθυρο του στούντιο, έμπαινε δροσερό το καλοκαιρινό αεράκι του Αυγούστου. Ο Κούρος είχε ξυπνήσει απότομα, πάνω στο όνειρο. Ένιωσε λέει να πέφτει… Τώρα, ύστερα από τον «γλυτωμό», κύτταζε με μάτια μισόκλειστα, θολά από τον ύπνο, τον ουρανό, που στο χάραμα ταίριαζε μέσα στη μαυριδερή ορθογώνια κορνίζα του παραθύρου.

«Πάει, χλώμιασε το φεγγάρι!» μουρμούρισε κι αμέσως μετά, σηκώθηκε αποφασιστικά, λες και με  την επόμενη κίνησή του θα εκτελούσε κάποια ηρωϊκή πράξη. Γυμνός, στο μικροσκοπικό του σλιπάκι, περπάτησε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, άνετα -από συνήθεια-, τα ελάχιστα βήματα που χρειαζόταν να φτάσει ως το παράθυρο, το μοναδικό μέσο επικοινωνίας του με τον αιθέρα και τη γειτονιά. Ακούμπησε τα χέρια του στο περβάζι. Η στεγνή πολιτεία ακόμη κοιμόταν. Λιγοστά τα αναμμένα φώτα στις κολόνες του δήμου, διέλυαν γύρω τους την υποψία του σκοταδιού. Μαυριδερά κουτιά οι σκοτεινοί όγκοι των πολυκατοικιών, έδιναν την εντύπωση άψυχης μακέτας, μέσα στην γενική απραξία της χαραυγής.  Οι άκρες κάποιων δέντρων, που είχαν φυτρώσει εδώ κι εκεί -παρά την επιθυμία των ανθρώπων «μα την αλήθεια»- κι ανάμεσα στα τσιμεντένια κατασκευάσματά τους, ανάδευαν στην  ελαφριά πνοή του ανέμου.

Ο Κούρος κύτταξε κάτω στον έρημο δρόμο κι ύστερα στον ουρανό κουνώντας το κεφάλι και μουρμουρίζοντας μια βρισιά. Ξαφνικά, σα να είχε ξεχάσει κάτι σπουδαίο, απομακρύνθηκε βιαστικά από το παράθυρο. Ήρθε στο κομοδίνο και με νευρικές κινήσεις πήρε το κουτί με τα τσιγάρα, τράβηξε βιαστικά  ένα και το κόλλησε στα στεγνά χείλια του.  Ήρθε η σειρά του αναπτήρα, που τον άρπαξε κυριολεκτικά κι άναψε το τσιγάρο του. Τα δάχτυλά του έτρεμαν. Τράβηξε μία βαθιά ρουφηξιά με απερίγραπτη ηδονή και αμέσως μετά, εκπνέοντας ταυτόχρονα ντουμάνι καπνού,  γύρισε πίσω στο παράθυρο. Ύστερα, μία νέα ρουφηξιά… με απελπισμένο πάθος, αυτή τη φορά. «Έναν καφέ, να φτιάξω έναν καφέ. Δηλητήριο είσαι χωρίς τον καφέ, ανάθεμά σε!» είπε δυνατά κυττάζοντας το τσιγάρο του που κόντευε κιόλας να γίνει γόπα.

Κύτταξε προς τη μεριά του κρεββατιού του. Το στούντιο ήταν σκοτεινό. Τράβηξε την κουρτίνα του παραθύρου του, λες και τον έβλεπαν, και κάνοντας πέντε βήματα, στάθηκε μπροστά στην κουζινούλα του. Άναψε το φως του απορροφητήρα. «Χρειάζομαι ένα δυνατό καφέ, για να ξυπνήσω. Καταραμένη νύχτα!  Όνειρα και κόντρα όνειρα! Τι περιμένεις ρε  Κούρο με τέτοια ζωή και τέτοιες σκέψεις;» μίλησε δυνατά στον εαυτό του.  Κύτταξε με αγωνία τα δύο-τρία βάζα πάνω στα ραφάκια, δίπλα στον αποροφητήρα. «Φτου σου ρε! Δεν έχει καφέ!» είπε φανερά απελπισμένος τώρα. Έσβησε το τσιγάρο του πάνω στο νεροχύτη. Προχώρησε ανόρεχτα στο σκοτεινό διαδρομάκι που οδηγούσε, αριστερά στο μπάνιο και κατ’ ευθείαν στην εξώπορτα. Η πόρτα του μπάνιου έμενε πάντα ανοιχτή και έκλεινε μόνο όταν κάποιος «αλλότριος» εισέβαλε στον χώρο του.  Η λέξη αυτή του άρεσε. Του θύμιζε «μικρόβιο… ή είδος ιού!» ξανασκέφτηκε, και παραπονέθηκε δυνατά με ύφος μάρτυρα: «Τι φρίκη Θεέ μου!» Ο χώρος του στούντιο, σπάνια έβλεπε ξένο άνθρωπο. Τον κρατούσε αποκλειστικά για τον εαυτό του, με έναν παθιασμένο ζήλο.

Στο μπάνιο άναψε το φως, το κολλημένο στο ντουλαπάκι με τον καθρέφτη, πάνω από τον νεροχύτη. Πλησίασε και κύτταξε το αξύριστο πρόσωπό του  στον καθρέφτη, με μία περιέργεια λες και πρωτόβλεπε τον εαυτό του.   Έσυρε τις παλάμες του στα μάγουλά του, κάνοντας μία γκριμάτσα δυσαρέσκειας. «Αν μπορούσα… θα έκανα αποτρίχωση με laser!  Καλύτερα σπανός αγόρι μου, παρά ετούτο το μαρτύριο. Αν δεν είχα να δω τον… θιασάρχη μου, μα τω Θεώ, δε θα ξυριζόμουν.  Και να θέλω να τ’ αφήσω… αγριεύω, με αγριεύουν ρε γα…ο! Και η φαγούρα τους; Φτου σου ρε! Ούτε τράγος να ήμουν!» είπε δυνατά και με περιφρόνηση, λες και τα λόγια του αφορούσαν κάποιον άλλον.  Παρά τη διάθεσή του, συγκεντρώθηκε στη διαδικασία του ξυρίσματος.  Όταν τελείωσε κυττάχτηκε προσεκτικά στον καθρέφτη. Πλύθηκε με χλιαρό νερό. Ξανακυττάχτηκε. Δεν ευχαριστήθηκε με την εικόνα του. «Δεν φτάνει αυτό! Χρειάζομαι ένα ντουζ… να ξυπνήσω καλά-καλά!»

Μπήκε βιαστικά στη ντουζιέρα και δεν άργησε να βγει. Το ορμητικό νερό του έκανε καλό.  ‘Ηταν άλλωστε το στοιχείο του.   «Μα τω Θεώ!» επεβεβαίωσε δυνατά τον εαυτό του. Το μυαλό του όμως έτρεχε αλλού. «Το ραντεβού μου στις 11 π.μ…» σκέφτηκε και το αγκάθι της αγωνίας τον αγκύλωσε.  Πώς την χρειαζόταν μία νέα δουλίτσα!  «Βροχούλα στην  ξηρασία!» σκέφτηκε.  Πριν δυο ή τρεις μέρες του είχε τηλεφωνήσει, αφήνοντάς τον άναυδο, ένας από τους παλιούς εργοδότες του.  Τον ήθελε είχε πει για κάποιον ρόλο στο εργάκι που θα ανέβαζαν.  Πριν τέσσερα χρόνια -στα εικοσιπέντε του τότε- τον είχε γνωρίσει αυτόν τον «ένα» -συνεταίρο ενός «άλλου»-, κάποιας κινηματογραφικής εταιρίας. Αυτός λοιπόν ο ένας -αν και παράξενος τύπος-, ενδιαφερόταν για την ποιότητα της παραγωγής και πλήρωνε χωρίς να δυσκολεύεται.  Ήταν «συμπαθής» κατά κάποιο τρόπο. Ο άλλος, ο συνεταίρος του, που τον γνώρισε αργότερα πάνω στη σκηνή -παραγωγός και σκηνοθέτης-  ήταν στριφνός  -«ένας μούργος και μισός»-, που συνέχεια μπερδευόταν στα πόδια των ηθοποιών, εκνευρίζοντάς τους. «Τα ήξερε όλα, αυτός. «Ξερόλας». Έτσι τον φώναζαν πίσω από την πλάτη του.  Δε δεχόταν κουβέντα ο τύπος.  Όπως τα ήξερε, έτσι τα ήθελε.  Λίγα λοιπόν με τον «ξερόλα», τον σκηνοθέτη, και αυτό, γιατί κάποια στιγμή έπρεπε να τελειώνουν.  Τελικά, εκείνη -η παλιά πλέον- παραγωγή είχε εντυπωσιάσει για την υπόθεση, την απόδοση των ρόλων, και την μουσική. Μετά από αυτόν τον ρολάκο, τον είχαν ξεχάσει τον Κούρο.  «Κρίμα βέβαια να χαραμίζεται τέτοιο ταλέντο!»  Είχε προσπαθήσει κι αλλού, για ψίχουλα όμως. Έκανε κάποιες διαφημίσεις, ασήμαντους ρόλους κομπάρσου, «ψωροδεκάρες», κυριολεκτικά τίποτα!  Ούτε τα τσιγάρα και τον καφέ πλήρωνες με δαύτα.  Ευτυχώς που η γιαγιά του, του είχε παραχωρήσει εκείνο το στούντιο, στον τρίτο όροφο πολυκατοικίας, σε καλούτσικο προάστιο, για να τον βοηθήσει να κάνει «καριέρα ηθοποιού».  Ευτυχώς για τον Κούρο -δύο φορές ευτυχώς- η γιαγιά αγαπούσε το θέατρο και πίστευε στο ταλέντο του. «Ποιο εργάκι ανεβάζετε τώρα Κούρε μου;» ρώταγε με λαχτάρα το νέο άντρα.  Κι εκείνος μασώντας τα λόγια του, έλεγε πως το έργο τους ήταν ακόμη στα σκαριά! Η γιαγιά ήταν όμορφη στα νιάτα της.  Κάτι του είχε πει  για το θέατρο, αλλά ο Κούρος δεν είχε καιρό να το ψάξει.  Άραγε… από την αγάπη της γιαγιάς για το θέατρο, ήταν που είχε πάρει και ο εγγονός; «Ίσως και να είναι έτσι, δεν το βρίσκω καθόλου παράξενο.  Έχει να κάνει με το DNA», είχε σκεφτεί ο Κούρος.

Είχε λοιπόν πέσει από τα σύννεφα με το κάλεσμα  του «ενός», του «συμπαθούς» παραγωγού. «Κούρο σε θέλω αγόρι μου!  Να είσαι αύριο στο θέατρο, στις 11 sharp. Understood?” Και βέβαια είχε καταλάβει. Δεν σου λένε τέτοια πράγματα δύο φορές!  Κι εσύ να πούμε χαίρεσαι, πετάς από χαρά… αλλά τελικά μαραίνεσαι, γιατί δεν ξέρεις τελικά γιατί ακριβώς σε θέλει αυτός ο δυνατός παραγωγός. «Έτσι ακριβώς! Ευτυχώς που μπορώ και διατηρώ τον ίδιο αριθμό τηλεφώνου, και έτσι… όταν με θυμούνται…» σκέφτηκε  ο Κούρος με ειρωνικό χαμόγελο. Πολλές φορές δεν ήταν βέβαιος, αν έπρεπε να εκτιμάει τον εαυτό του για την προσκόλλησή του στο… «ταλέντο» του.

Με την πετσέτα γύρω του, προχώρησε προς το παράθυρο. Έρριξε μια ματιά στο ρολόϊ του κομοδίνου: έξι και μισή. Είχε αρχίσει να φέγγει για τα καλά.  Τράβηξε την κουρτίνα. Το δροσερό αεράκι τον τύλιξε έντονα. Ανάπνευσε βαθιά τεντώνοντας τα μπράτσα του. «Να κάνω κάποιες ασκήσεις μήπως και ξεσκουριάσουν οι κλειδώσεις μου;» αναρωτήθηκε μέσα του, μη προχωρώντας ωστόσο στην πραγματοποίηση της σκέψης του. «Όχι», βαρυόταν αφάνταστα. «Λες να  φταίει  το…  πώς το λένε; my low esteem;  Όχι δεν είναι αυτό… η αγωνία της προσμονής, είναι!»

Στην απέναντι πολυκατοικία, μία-δύο νοικοκυρές είχαν αρχίσει κιόλας να τινάζουν. «Άει στο καλό! Δεν κοιμούνται ποτέ αυτές;» αναρωτήθηκε. Κύτταξε πέρα από τις πολυκατοικίες στον ορίζοντα όπου υψώνονταν δίδυμα τα βουνά που τα ένωνε ο κοινός, ο αλύγιστος αυχένας τους. «Ευτυχώς που οι άνθρωποι δεν θα τα καταφέρουν ποτέ, να ταπεινώσουν με τις πολυκατοικίες τους, ετούτο το δίδυμο!», σκέφτηκε ο Κούρος ευχαριστημένος.  Εκεί, όπως πάντα, είχε αρχίσει ο ουρανός να ροδίζει.  Έτσι προανήγγειλε την ανατολή του ήλιου. Ο «φίλος» πλησίαζε ν’ ανατείλει.  Πάντα έτσι: σηκωνόταν πίσω από τον αυχένα των δύο γκριζόχρωμων όγκων, αρχικά με εκείνο το προειδοποιητικό ρόδινο των ακτίνων του, σκόρπιο, να χαϊδεύει έναν κύκλο τον ουράνιο θόλο, ύστερα -και στα γρήγορα- γλυστρούσε  απάνω τους χρυσαφένιος ο δίσκος του που ανατέλοντας  για τα καλά -μεγαλοπρεπής πια- αμολούσε ατόφιο το εκτυφλωτικό χρυσάφι του. «Ο θρασύτατα τολμηρός, ο αδίστακτος κυρίαρχος του σύμπαντος, που διαφεντεύει τη ζωή «ημών» των γηΐνων σκουληκιών!.. Ε, ρε ήλιε, είσαι Ο.Κ!.» είπε ο Κούρος δυνατά απευθυνόμενος στο φωτεινό Αστέρι και κουνώντας με φανερή ικανοποίηση το κεφάλι του.  Το μυαλό του έτρεξε ύστερα στη θάλασσα του Αη-Γιάννη, «τη δική του» θάλασσα, με απέναντί της τις πεζούλες με τα κλίματα, την χρυσαφένια αμμουδιά και την απόμερη σπηλιά με το γλυφό νερό, από όπου έρχονταν αντίλαλοι πλέον οι παράξενες ιαχές του κύματος, καθώς ορμούσε πάνω της ερωτευμένο, και «έτρωγε τα μούτρα του» στους χαμηλούς βράχους της εισόδου της.  Αφροί και στεναγμοί ολημερίς.  Κάποτε το κύμα εκείνο θα την κατάφερνε να την κάνει δική του τη μικρή σπηλιά, καταβροχθίζοντάς την σα να ήταν εκείνο το ίδιο το θήλυ, είχε σκεφτεί ο Κούρος και είχε παρομοιάσει τη ζωή του με το κύμα που έτρωγε το στόμιο της σπηλιάς -δηλαδή εκείνου- με αμέριστη υπομονή ως τη μεγάλη, την αναπόφευκτη ΩΡΑ!  Αναστέναξε αγχωμένος.

Ο Κούρος έσκυψε και κύτταξε στον δρόμο.  Ένα αυτοκίνητο που πέρασε με πολύ θόρυβο, τον εκνεύρισε.  Άρχιζε η κίνηση. «Εντάξει! Κάποιοι πρέπει να πιάσουν δουλειά ενωρίς». Μία νεαρή είχε καβαλικέψει το παπάκι της και απομακρυνόταν μολύνοντας τη γειτονιά με θόρυβο και εξάτμηση. «Πανταλόνι, παπάκι… Φτού!» σκέφτηκε ενωχλημένος.  Θυμήθηκε την πρώην του.  Έτσι κι εκείνη ντυνόταν σαν αντράκι.  Έψαχνε για πολλά «η καλή σου» και ο εκείνος ήταν μπατήρης. «Κακομαθημένο το θήλυ!»  Χώρησαν ύστερα από μία φιλονικία. Δεν θυμόταν καν τα αίτιά της.  «Δε βαρυέσαι!» σκέφτηκε.  Πού να «σταύρωνε θηλυκό», με το άδειο πορτοφόλι του! «Η φτώχεια, κι αν θέλει καλοπέραση… δυστυχώς στις μέρες μας, σκοντάφτει στην έλλειψη του ευρώ!»

Κύτταξε ξανά προς τον αυχένα των Βουνών.

-Κούρε! Άκουσε μία φωνή.

Έσκυψε να δει.  «Βρε, βρε!…Ο Μιχάλης!»

-Μη φωνάζεις, ρε! Κοιμούνται!.. Είπε χαμηλόφωνα, βάζοντας το δεξιό του δείκτη στα χείλια του. Αμέσως ύστερα πάτησε το μηχανισμό για ν’ ανοίξει την είσοδο της πολυκατοικίας. «Έλα κι εσύ… Αν, δεν βρήκες την ώρα!» είπε και γελώντας, καθώς άθελά του είχε θυμηθεί ένα shocking αστείο, είπε μόνος του: «έλα κι εσύ, να γίνουμε πολλές! Δεν έχει καφέ σήμερα ρε μπαγάσα, δεν έχει αμάκα!» Έσυρε την πετσέτα από πάνω του, άνοιξε ένα συρτάρι της εντοιχισμένης ντουλάπας και τράβηξε ένα σλιπάκι. Το φόρεσε και ύστερα τράβηξε από την καρέκλα, δίπλα στο παράθυρο, το πεταμένο τζιν.  Πέρασε τα δάχτυλά του στα μισοβρεγμένα μαλλιά του και τα έστρωσε, ελευθερώντας το μέτωπό του.

Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Άνοιξε.

-Γεια! είπε ο Μιχάλης ζωηρά. Στεκόταν με το ένα χέρι πισάγκωνα και το άλλο στην τσέπη του παντελονιού του.

-Καλημέρα λέει ο κόσμος μεγάλε! είπε ο Κούρος με γκριμάτσα δυσαρέσκειας και παραμέρισε για να περάσει.

-Ταρά! έκανε ο Μιχάλης και πριν ακόμη περάσει το κατώφλι του Κούρου, παρουσίασε μια χάρτινη σακκούλα.

-Ρε μπαγάσα, έφερες καφέ;  είπε χαρούμενος, για πρώτη φορά εκείνο το πρωϊ, ο Κούρος.

-Ναι αμέ! Και δύο κρουασάν.  Τι λες γι αυτό, ε;

-Με εκπλήττεις  «σύντροφε», απάντησε ικανοποιημένος ο Κούρος.

-Τι με πέρασες ρε συ, για αμακατζή; Λέγε! επέμενε ο Μιχάλης.

-Έλα, έλα  τώρα, θα σου ετοιμάσω το πρωϊνό. Δε σου φτάνει;  Θα διαθέσω τη στέγη, το μπρίκι, ζάχαρι, ηλεκτρισμό… Α, ναι! Και θέα απέναντι: μία χήρα,  που όπου νά ‘ναι θα βγει στο μπαλκόνι της  για να πιει τον καφέ της, είπε και μία υποψία ενοχής χαρακτήριζε τη συμπεριφορά του έναντι του Μιχάλη.  Για μια στιγμή όμως, μόνο!

-Κατάλαβα!  Θα της κρατήσουμε συντροφιά πίνοντας το δικό μας.

-Γιατί όχι; Πού το ξέρεις; Μπορεί κάτι να γίνει στην τελική.

-Μάλιστα!

Γελώντας στάθηκαν μπροστά στην κουζινούλα και ο Κούρος άρχισε να ετοιμάζει τον καφέ.  Ο Μιχάλης έκανε να προχωρήσει προς το παράθυρο αλλά  μετάνιωσε και γύρισε πίσω στον Κούρο.

-Ρε συ Κούρο, δεν είναι πολύ σκοτεινό το σπίτι σου;  Είπε ήσυχα.

Ο Κούρος άναψε το φως του διαδρόμου.

-«Είπας φως και εγένετο!» είπε άκεφα και πρόσθεσε ζάχαρη στο μπρίκι του καφέ και αμέσως ύστερα είπε μαλακά:

-Έλα! Πιάσε δυο φλυτζάνια αριστερά.

-«Γεννηθήτω το θέλημά σου!» είπε ο Μιχάλης κάνοντας μία γρήγορη βαθιά υπόκλιση.

Αμέσως μετά κατέβασε δύο φλυτζάνια από το ντουλάπι.  Τα άφησε δίπλα στον νεροχύτη, που ήταν μάλλον καθαρός.

Τον κύτταξε με κάποιον θαυμασμό.

-Τι κυττάς ρε συ;  Δεν σου αρέσει;  ρώτησε ο Κούρος σχεδόν νευριασμένος.

-Σιγά ντε! Μη θυμώνεις! Όρεξη πού ‘χεις, πρωϊ-πρωϊ! Είπα κι εγώ να σε ξυπνήσω με τον καφέ «της χαράς!»  τόλμησε στεναχωρημένος ο Μιχάλης.

-Είπες! Ο καφές είναι έτοιμος.  Θα ησυχάσουμε επιτέλους! είπε εκνευρισμένα ο Κούρος.

Σιωπηλά ο Μιχάλης τράβηξε από την τσέπη του πουκαμίσου του ένα κουτί τσιγάρα.

-Μπα! Μπα! Εξηγείσαι και τσιγάρα βλέπω! θαύμασε ο Κούρος.

-Μάλλον! Και γιατί όχι; Έπιασα την καλή χτες βράδυ…

-Κατάλαβα… Εσένα αυτό θα σε φάει…

-Ενώ εσένα… ειρωνεύτηκε τώρα ο Μιχάλης.

-Ναι… σε μένα κολλήσαμε!

Ν’ ανοίξουμε και κανένα άλλο φως;  ρώτησε τώρα ο Μιχάλης.

-Τι έχεις ρε; Στραβός είσαι και δεν βλέπεις; Κοντεύει εφτά η ώρα, όχι πέντε!

Σα να μετάνιωσε πρόσθεσε:

-Εντάξει λοιπόν, ανοιξέ το να ησυχάσουμε. Δε λέω έφερες καφέ, κρουασάν, τσιγάρα… είπε εκνευρισμένος ο Κούρος.

-Τι έχεις εσύ; Γιατί δεν θέλεις φως;  Φοβάσαι μή μας δει η χήρα από το μπαλκόνι της; Γιατί, δεν είμαστε αξιοπρεπείς; Και πώς θα πιούμε τον καφέ επιτέλους; Στα σκότη;  Έπεσε πολύ ρομαντζάδα εδώ μέσα και κάπως δε μου πάει!

-Εντάξει, άναψέ το! Να φοβηθώ εγώ, ένας άνθρωπος του Θεάτρου, που γίνεται διάφανος στα φώτα της ράμπας;

Ο Μιχάλης δεν κουνήθηκε.

-Για πες, για πες… «Κάτι σε τρώει εσένα!» σκέφτηκε μέσα του, κυττάζοντας τον φίλο του.

Ο Κούρος προχώρησε στο παράθυρο.  Παραμέρισε  την κουρτίνα. Το φως της ημέρας, αρκούσε για να βλέπονται. Αγνάντεψε τον «θαυμαστό» αυχένα των βουνών και ήπιε μια γουλιά καφέ.  Ο Μιχάλης άναψε τσιγάρο και του το πρόσφερε. Περίμενε.  Κάτι πείραζε τον Κούρο εκείνο το πρωϊνό. Ήθελε να βοηθήσει. Η εξομολόγηση κατευνάζει το άγχος, το κομματιάζει, το μοιράζει… Τα ήξερε αυτά. Ο ίδιος -ένας νεαρός συγγραφέας- αδυνατούσε να ζήσει από το γράψιμό του.  Δούλευε σερβιτόρος και κάπου-κάπου, δοκίμαζε την τύχη του για το παραπανίσιο. «Να μάθεις γράμματα να σωθείς!»  Άκουγε  σε όλη  του τη ζωή, από τους ανθρώπους που τον αγαπούσαν και τώρα γραμματισμένος και χωρίς δουλειά, πνιγόταν.  Σα λογοτέχνης και σαν λάτρης  της καλλιτεχνίας, καταλάβαινε τον Κούρο. Ήταν «κουλτουριάρικη» φύση, θεατράνθρωπος «εν εκκολάψει, αν και κάπως μακροχρόνια», αν σκεφτεί κανείς πόσον καιρό πάλευε για να εξασφαλίσει τον τίτλο του ηθοποιού.

Ο Κούρος ανάπνευσε βαριά.  Μουρμούρισε κάποια λόγια, θαρρείς για τον εαυτό του μόνο:

-Άναψε το φως παιδί μου, δεν το φοβάμαι.  Δε ζω στα φώτα της σκηνής για να μεταλάβω την απόλαυση. Ζω, λούζομαι στη λάμψη τους για την αποκάλυψη της αλήθειας και μη νομίζεις πως είμαι η εξαίρεση. Και οι άλλοι… Ναι… θέλω να πω ότι κάποιοι άλλοι είναι τόσο πιο απομονωμένοι, που έχουν πάψει και να μιλάνε.  Τα λένε όλα με τα μάτια τους.  Ξέρεις, όταν είσαι ερημίτης, ξεσυνηθίζεις να μιλάς. Χαμογελάς μόνο, δε μιλάς.  Γλυτώνεις έτσι και την ακοή σου. Γιατί όταν μιλάς πολύ ή όταν ακούς τους άλλους πολύ, κουδουνίζει το φουκαριάρικο το κεφάλι σου. Ενώ έτσι –με την εσωστρέφεια, ναι έτσι θα την χαρακτηρίσω αυτή την τάση- διατηρείς τις δυνάμεις σου και χρησιμοποιείς τη λίγη διάθεση για… επιχειρηματολογία. Διατηρείς επίσης την κυριότητα επί του -εν σιγή- διαλόγου!

Ο Μιχάλης τον ακούει.  Ο Κούρος κυττάζει το ταβάνι.  Μιλάει κανονικά τώρα.

-Αναρωτιέμαι πώς τα κατάφερα κι έφτασα ως εδώ.  Γιατί αν δεν ήμουν ένας προστατευμένος σπόρος και ύστερα ένα προστατευμένο παιδί, σίγουρα δε θα τα κατάφερνα να είμαι εδώ.  Θα με είχαν κατασπαράξει τα αρπακτικά του κόσμου! Εγώ… εγώ όμως… να, θέλω να πω ότι είμαι ανίκανος για καννιβαλισμό.  Ξέρεις τι εννοώ. Δεν μπορώ να τρώω τους συνανθρώπους μου, ρε γαμ..ο! Με το κυνήγι  του ψιλού, αγριεύεις.  Το κυνήγι της δύναμης μπορεί τελικά να σου εξασφαλίσει τον τρόπο ν’ αγοράζεις, να εξαγοράζεις, να ξεπουλάς… το ήθος… την τιμιότητα… μπούρδες, φτου!

-Χμ! Χμ! Χμ!

-Δεν μπορώ, καταλαβαίνεις; Θ’ αναγκαστώ να αποδημήσω από ασφυξία. Νομίζεις πως έχω πρόβλημα; Σίγουρα, αν πρόβλημα είναι το γεγονός ότι δεν είμαι… οι άλλοι. Μου είπαν ότι είχα επιλογές και όταν τόλμησα να κινηθώ, μου επέβαλαν τις δικές τους. Αυτό ήταν! Τελείωσε η συνεργασία πριν καλά-καλά αρχίσει. Ήταν εξ αρχής ρημαγμένη. Προτιμάω την τέχνη της ζωής, τη δημιουργία της μοναξιάς, που είναι οτιδήποτε: κλάμα, γέλιο, το παιδί, ο πίνακας που ζωγραφίζει το μεράκι και η αγάπη για τη δημιουργία.  Είναι εκείνο που γράφεις από αδυναμία: πόνο, χαρά, μίσος, ζήλεια, πάθος, έρωτα… Τι με κυττάς έτσι ρε συ;  Νομίζεις ότι είμαι τομπαρισμένος;

-Επιστρέφω τη ματιά σου «σύντροφε»! είπε ο Μιχάλης.

-Δεν καταλαβαίνεις!  Και στον τοίχο να μιλούσα… επιμένει ο Κούρος.

-Μεγάλε, τα λες γιατί νομίζεις ότι με ξέρεις. Γιατί με βλέπεις απέναντί σου  που σ’ ακούω, και νομίζεις ότι είμαι αυτό που βλέπεις. Έτσι; ρώτησε ξαφνικά με θυμό ο Μιχάλης.

Ο Κούρος τον κύτταξε έκπληκτος.

-Τι με κυττάς έτσι σαν να μαρτυράς την Αποκάλυψη; Κι εγώ θέλω τη μοναξιά μου, αγαπάω την αλήθεια, αγαπάω την ελευθερία και σε όποιον αρέσω στην τελική. Αγαπάω τη μάνα μου τη φύση, τη  γη -και του κερατά- την αγκαλιάζω άφοβα.  Ζω όμως στο κλουβί της στέρησης και δεν μπορώ να βρω τον τρόπο να ελευθερωθώ.  Κατάλαβες;   Είμαι ανίκανος, εξακολούθησε νευριασμένος ο Μιχάλης.

Κυττάζονται επίμονα για λίγο και ξαφνικά ξεσπούν σε γέλια. Περιμένουν λιγάκι για να ηρεμήσουν. Έχουν χαλαρώσει αρκετά.

-Ρε συ! Μου κάνεις πλάκα έτσι;  ρώτησε χαμογελώντας ήσυχα ο Κούρος.

-Όχι βέβαια, σε μιμούμαι! Μου αρέσει να δημιουργώ γράφοντας, ενώ εσύ -φορώντας ρόλους…- δημιουργείς. Ζωντανεύοντας χαρακτήρες, παίζεις  θέατρο. Είμαστε κουλτουριάρηδες, special breed φίλε. «Αμφότεροι» είμαστε μέσα στο πετσί των ρόλων μας,  απάντησε ήρεμα και σε μαλακό τόνο ο Μιχάλης.

-Χμ, χμ, χμ!  Έτσι είναι, έτσι είναι… συμφώνησε ο Κούρος κι άπλωσε το μπράτσο του γιανα σφίξει το δικό του φιλικά.

 

Οι δυο τους κρέμονται τώρα πάνω από το παράθυρο. Κουβεντιάζουν σιγανά. Αγναντεύουν τα βουνά, όσα μπορούν τελοσπάντων από το σημείο στο οποίο βρίσκονται. Ο ήλιος είχε δρασκελίσει τον σκληρό ορεινό αυχένα απέναντι. Από κάπου, εκεί κοντά τους, ερχόταν μία βασιλικιά –βασιλικού- μυρωδιά, και ξαφνικά -σα να είχε περιμένει υπομονετικά αυτούς τους δύο να ηρεμήσουν-, ακούστηκε θαρρετή η φωνή κάποιου μερακλωμένου τραγουδιστή.  Ερχόταν εκ των κάτω, προς τα άνω…  από το παράθυρο του κάτω διαμερίσματος, «έτσι βρε παιδί μου… για ν’αναστήσει τους μαραζωμένους!» Τριγύρω όλα έδειχναν ότι οι άνθρωποι της απρόσωπης γειτονιάς, έχοντας ήδη ξυπνήσει, προσκυνούσαν πλέον τη ρουτίνα της καθημερινότητας.

-Σ’ ευχαριστώ για τον καφέ και το τσιγάρο φίλε! είπε ο Κούρος.

-Σ’ ευχαριστώ που με δέχτηκες στο δωματιό σου, και… τόσο νωρίς.  Όταν ήρθα, κουβάλαγα ένα τρομερό άγχος, αλλά τώρα αισθάνομαι καλύτερα.  Σήμερα, στις 12 το μεσημέρι, έχω ραντεβού με το «Όραμα» -τον εκδοτικό οίκο-, για ένα νέο μου χειρόγραφο.

-Τι σύμπτωση! Με κάλεσε ξέρεις ο γνωστός παραγωγός. Θέλει, λέει, να με δει στις 11 το πρωϊ…

Χαμογέλασαν ευχαριστημένοι και χωρίς να μιλούν, πήραν τα κρουασάν από το πιάτο και άρχισαν να μασουλάν ήσυχα. Κύτταξαν απέναντι. Η χήρα είχε προβάλλει στο μπαλκόνι της. Διακριτικά ένευσε καλημέρα στους δύο νέους που την ανταπόδωσαν με το ανάλογο τακτ.  Νέα μέρα είχε ανατείλει και μαζί της η αισιοδοξία για τις κάποιες, τις πιθανές εξελίξεις, στη βραδυκίνητη καριέρα τους.

 

 

 

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Εἰκόνα Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Twitter. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...