… και ο Θεός έπλασε τον άντρα! Νουβέλα -Ευχαριστώ Δημήτρη, αλλά δεν χρειάζεται να κατέβεις. Θα τρέξω στο σπίτι μου. Aλήθεια, δεν υπάρχει πρόβλημα. -Ένα λεπτό Μαρία, μη βιάζεσαι τόσο πολύ! παρακάλεσε ο Δημήτρης και πριν αποτελειώσει το λόγο του, την έπιασε από το μπράτσο για να τη σταματήσει. Η Μαρία ένιωσε την επιτακτική δύναμη της παλάμης του άντρα, τη θέλησή του της επιβολής και ξαφνιασμένη από τη στάση του, στάθηκε ακίνητη. Την επόμενη στιγμή κι εντελώς απροειδοποίητα, εκεί, δίπλα στο φτωχά φωτισμένο κεφαλόσκαλο του σπιτιού του ο ξαναμμένος Δημήτρης, άρπαξε στα στιβαρά του χέρια τη Μαρία, την τράβηξε πάνω στο στήθος του και τη φίλησε βίαια στα χείλια. Εκείνη σάστισε κυριολεκτικά, καθώς δεν είχε υποψιαστεί τις προθέσεις του. Ακόμη κι εκείνη τη στιγμή, που διαδραματίζονταν όλα αυτά, δεν μπορούσε να καταλάβει πώς και γιατί συνέβαινε «αυτό… αυτό… το «κακό πράγμα!» Τρομαγμένη και αντιδρώντας από καθαρό το ένστικτο, η άπειρη νέα επιχείρησε απεγνωσμένα να ελευθερώσει τα μπράτσα της από τη φυλακή των δικών του και να ξεφύγει από την αγκαλιά του. Γυρνώντας το κεφάλι της στα πλάγια προσπάθησε ν’ αποφύγει τα φλογισμένα χείλια του που τη φιλούσαν όπου και όπως τύχαινε. Το πρόσωπό της φλογιζόταν από ανάμεικτα συναισθήματα και η φωνή της πνιγόταν στην αγωνία για εκείνο «το φοβερό, το άπρεπο». Νόμιζε πως εκεί πάνω στο κεφαλόσκαλο, οι χτύποι της καρδιάς της ακούγονταν έξω και πέρα από το στήθος της, σαν τους χτύπους ενός ανισόρροπου εκκρεμές. «Τώρα θα βγουν όλοι οι ενοικιαστές από τα δωμάτια και θα γίνω ρεζίλι!» σκέφτηκε και τα μάτια της γέμισαν από δάκρυα. Ένιωσε να χάνεται. Έχασε στην κυριολεξία την αίσθηση του χρόνου και βυθίστηκε σ’ ένα απροσδιόριστο χάος από τον πρωτόγνωρο πανικό της, ασθμαίνοντας ταυτόχρονα σα να είχε διανύσει χιλιόμετρα. Ο Δημήτρης που κυριαρχούσε απάνω της με τη μυϊκή του δύναμη, συνέχισε να τη φιλά, με τον ίδιο πάντα τρόπο: όπως και όπου μπορούσε. Είχε χάσει τον έλεγχό του παρασυρμένος από τον χειμαρώδη πόθο που τον σάρωνε μέρες τώρα για τη νεαρή «γειτόνισσά τους», τη Μαρία. Εκείνη έκανε μία ύστατη προσπάθεια να τον ξεκολλήσει από πάνω της. -Άσε με σου λέω! Δεν μπορώ… να πάρω αναπνοή! ψιθύρισε ξέπνοα. Μάταια ικέτευσε. Ο Δημήτρης συνεπαρμένος από την έλξη που η νέα ασκούσε εν αγνοία της απάνω του και αλύγιστος στην ικεσία της, συνέχισε να την σφίγγει και να τη φιλά απεγνωσμένα, θαρρείς με ένα είδος ανεξήγητης απελπισίας. Ήταν σαν να επρόκειτο κάποια στιγμή, να του ξεφύγει για πάντα η πολύτιμη λεία του. Τα χείλια του λαίμαργα, ανικανοποίητα ρουφούσαν τη σάρκα της όπου την ακουμπούσαν, στο πρόσωπο, στο λαιμό, ενώ τα χέρια του την πόναγαν. Η Μαρία είχε βουλιάξει στον ίλιγγο του πάθους του. Κάποια στιγμή κουρασμένη από την άκαρπη προσπάθειά της ν’ απαλλαγεί από τον παθιασμένο νέο, έπαψε ν’ αντιδράει και κλείνοντας τα μάτια της, αφέθηκε στα χέρια του ηττημένη. Ο Δημήτρης νιώθοντας ξαφνικά την αλλαγή της στάσης της, το βάρος της μέσα στα χέρια του, σταμάτησε. Φοβήθηκε ότι η νέα είχε χάσει τις αισθήσεις της. Της ψέλλιζε τώρα ασυνάρτητα λόγια και έχοντας καταληφθεί ξαφνικά από τη λαχτάρα του φόβου, προσπαθούσε να υποστηρίξει το σώμα της, που ήταν κυριολεκτικά έτοιμο να καταρρεύσει. -Μαρία μου, γλυκειά μου, συγχώρεσέ με! Δεν ξέρω τι κάνω ο τρελός, είπε αγχομένος και βλέποντας τα μάτια της ν’ ανοιγοκλείνουν κατάλαβε ότι η Μαρία δεν είχε χάσει τις αισθήσεις της. -Μπορείς να σταθείς; ρώτησε με αγωνία και επεχείρησε να την αφήσει ελεύθερη. Η Μαρία επιστρατεύοντας όλη τη δύναμη που της είχε εναπομείνει, ανόρθωσε το σώμα της αργά και σιωπηλή χωρίς ούτε ένα βλέμμα προς το μέρος του, έστρεψε την πλάτη της, και με απλωμένο το αριστερό της μπράτσο κατόρθωσε μ’ ένα βήμα μπροστά να φτάσει και να πιαστεί τελικά από το προστατευτικό κιγκλίδωμα της σκάλας. Κρατώντας πάντα την πλάτη της γυρισμένη στο νέο άντρα που είχε μαρμαρώσει, άρχισε να κατεβαίνει στην αρχή αργά και με ασταθή βήματα, ύστερα όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Από το κεφαλόσκαλο ο Δημήτρης παρακολούθησε τη φιγούρα της, ν’ απομακρύνεται από κοντά του, να κατεβαίνει τα πολλά σκαλοπάτια, να σκουραίνει και να γίνεται σχεδόν ένα με το σκοτάδι του χώρου, να πατάει στο κατώφλι της εισόδου-εξόδου, να το δρασκελίζει τελικά και να χάνεται. Απόμεινε εκεί πάνω βουβός, κατειλημμένος από μία παράξενη θλίψη: η Μαρία δεν είχε στραφεί ούτε μια φορά να τον κυττάξει. Ξαφνικά, ένιωσε μόνος κι έρημος με μία ασυνήθιστη ενοχή να τον τυλίγει. Ήταν αναστατωμένος από την αντίδραση της Μαρίας στη δική του, τη σχεδόν επιθετική, ορμή. Έτριβε με την ιδρωμένη παλάμη του το μέτωπό του στεναχωρημένος ενώ οι σκέψεις διέσχιζαν το μυαλό του σαν αστραπές. Το είχε ταράξει βαθύτατα εκείνο που είχε συμβεί πριν από λίγο. «Την τρόμαξα ο ηλίθιος! Την τρόμαξα! Δεν έχει φιληθεί από άντρα. Το ένιωσα. Είναι άπειρη. Πώς τα κατάφερε και δεν έμπλεξε με κανέναν; Στην εποχή μας! Πολύ περίεργο μα την αλήθεια. Κι εγώ… την τρόμαξα! Να δούμε τι θα ακολουθήσει μετά από το αποψινό». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άνοιξε η πόρτα του δωματίου-διαμερίσματός τους. Ήταν ο αδερφός του ο Βασίλης. -Ρε σύ, τι κάνεις εκεί; Κόλλησες βλέπω! είπε με πειραχτικό τόνο στη φωνή του. -Με βλέπεις να κάνω κάτι; είπε σοβαρά ο Δημήτρης. -Τι έγινε λοιπόν με τη γειτόνισσα; επέμενε ο Βασίλης. -Τι εννοείς; ρώτησε ο Δημήτρης πειραγμένος. -Έλα τώρα! Με δουλεύεις; Όση ώρα ήταν εδώ, την έφαγες με τα μάτια σου, τον πείραξε ο Βασίλης. -Εντάξει εντάξει γιατρέ. Εσύ ξέρεις και τα ερμηνεύεις όλα. Έλα άσε τις ανοησίες! Σαν τι ήθελες επιτέλους να γίνει; Το κορίτσι πήγε στο σπίτι του και μάλιστα χωρίς συνοδεία… και ας είναι και βράδυ. -Ναι… και λοιπόν; Δεν πρόκειται να τη φάει κανείς! ΄Η μήπως πρόκειται; Και αν είναι έτσι… γιατί δεν τη συνόδεψες; ρώτησε και πάλι, πάντα πειραχτικά, ο Βασίλης -Δε φαίνεται να την πολυσυμπαθείς… αδερφέ μου, είπε ο Δημήτρης κουρασμένα. -Α! Κάνεις μεγάλο λάθος. Τη συμπαθώ και πολύ μάλιστα. Τι να σου κάνω όμως; Με πρόλαβες. Το κορίτσι φαίνεται να έχει μάτια μόνο για σένα. Ας προσέχει λοιπόν. Δεν κρύβονται αυτά τα πράγματα ξέρεις. Κι εσύ… κι εσύ αδερφέ μου δε μπορείς να κρυφτείς! Σ’ αρέσει μάγκα μου, φως, φανάρι! είπε σοβαρά αυτή τη φορά ο Βασίλης. Ο Δημήτρης δε μίλησε. Τι μπορούσε να πει; Ότι το κορίτσι έπαθε το σοκ της ζωής του με τη συμπεριφορά του; Συγχισμένος καθώς ήταν γύρισε απότομα και με γρήγορα βήματα μπήκε στο μεγάλο δωμάτιο, αφήνοντας το Βασίλη πίσω του να τον κυττάζει ειρωνικά, καθώς απομακρυνόταν. Τελικά τον ακολούθησε με αργά βήματα. Πίσω στο μεγάλο δωμάτιο ο Δημήτρης είχε καθίσει στο μοναδικό τραπέζι. Ο Βασίλης έκανε το ίδιο. Τον κύτταξε σοβαρός αυτή τη φορά. Δεν μίλησαν για λίγο. Όμως η σιωπή ανάμεσά τους δεν βάστηξε πολύ. -Νόμιζα ότι θα την πήγαινες στο σπίτι της. Τι έγινε; Λέγε λοιπόν! είπε ο Βασίλης νευρικά αυτή τη φορά. -Τίποτα δεν έγινε. Ανάκριση μου κάνεις ρε; ρώτησε με σκληρή φωνή ο Δημήτρης. -Όχι δε σου κάνω ανάκριση, αλλά νομίζω ότι έπρεπε να την πας στο σπίτι της. Κι αν δεν την πήγες, γιατί κάθησες στο κεφαλόσκαλο αντί να έρθεις μέσα. Τι κάνατε; Μιλούσατε; ρώτησε ο Βασίλης δείχνοντας ότι δεν είχε σκοπό να τον αφήσει ήσυχο. -Μιλούσαμε παιδί μου, ναι μιλούσαμε! «Άντε να μη πω τίποτα παραπάνω! Να μη σου ξεφύγει τίποτα!», μουρμούρισε ανάμεσα από τα δόντια του και ύστερα ρώτησε νευριασμένος: -Πού είναι το παράξενο επιτέλους; Ξεφορτώσου με! Ο Βασίλης δε συνέχισε. Από τις αντιδράσεις του Δημήτρη ήταν σίγουρος πλέον ότι κάτι είχε συμβεί ανάμεσα σ’ εκείνον και στη μικρή. «Αδιόρθωτος είναι!» σκέφτηκε θυμωμένος, βέβαιος για τη βιασύνη και την επιπολαιότητα του αδερφού του. Τον ήξερε. Ήταν πρόθυμος για κάτι τέτοια ο μικρότερος αδερφός του. Είχε τάσεις και ιδιότητες που τον διαφοροποιούσαν σα χαρακτήρα από εκείνον. Ξαφνικά εκεί που μιλούσαν άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκαν οι γονείς τους. Άλλαξαν αμέσως συζήτηση και ύφος, όμως εκείνοι, που είχαν δει τη γειτόνισσα να φεύγει από το σπιτικό τους με έναν ύποπτο τρόπο, είχαν αναρωτηθεί για τη συμπεριφορά της τόσο… ώστε να ρωτήσουν στη συνέχεια… Η Μαρία που με δυσκολία είχε κατεβεί τη μεγάλη σκάλα της οικίας Βασιλείου, έφτασε επιτέλους στην εξώπορτα και περνώντας το κατώφλι της βρέθηκε στο δρόμο. Από εκεί συνέχισε να περπατάει βιαστικά, αδιαφορώντας για το τι μπορούσε να συμβαίνει γύρω της ή πίσω της. Ήταν σα να είχαν περάσει ώρες εκεί πανω, σ’ εκείνο το παλιό κεφαλόσκαλο της κατοικίας Βασιλείου. Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. «Όσο πιο σκοτεινά τόσο πιο καλά!» σκέφτηκε στεναχωρημένη. Τουλάχιστον δεν ήταν εύκολο να την αναγνωρίσουν οι όποιοι γείτονες, αν επιβαλόταν να τους προσπεράσει στο διάβα της. Ένιωθε τη ντροπή να της καίει τα μάγουλα και τα μηνίγγια της να σφυροκοπούν στον ίδιο άτακτο ρυθμό όπως η καρδιά της. Είχε μία πικρή γεύση στο στόμα της και μία επιθυμία να βουτηχτεί σε μία μπανιέρα και να μουλιάσει σα λερωμένο ρούχο. Η χωρίς φεγγάρι ολοσκότεινη νύχτα, την ανακούφιζε. «Ο άντρας δεν είναι σαν τη γυναίκα. Ορμάει απάνω της να δρέψει του καρπούς της λες και δικαιωματικά. Είναι σαν τον πολεμιστή που θέλει να νικήσει. Ε, κι ύστερα; Δε θα ενδώσω στον πρώτο τυχόντα. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο!» σκέφτηκε θυμωμένη εκ των υστέρων η Μαρία. Μία άλλη όμως φωνή ρώτησε αν ο Δημήτρης ήταν ο πρώτος τυχόντας. Η Μαρία κοκκίνησε. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί τελικά. Το αρχικό ξάφνιασμά της το είχε αντικαταστήσει ο φόβος, ύστερα η ντροπή και τέλος ένα είδος οργής, για τον αιφνιδιασμό που δέχτηκε από έναν, «δήθεν πολιτισμένο, άνθρωπο!» ένιωσε κοντά σ’ όλα τα άλλα και ένα είδος περιφρόνησης για τον νέο άντρα. Δεν ήταν μαθημένη από τέτοιες συμπεριφορές, δεν ήξερε και δεν περίμενε να της συμβεί κάτι τέτοιο, όχι τουλάχιστον χωρίς τη συγκατάθεσή της. Αισθανόταν τόσο πολύ μόνη εκείνες τις στιγμές. Μέσα της εξακολουθούσε να επικρατεί μία ασυνήθιστη αναστάτωση, τόσο πια, που της ήταν αδύνατον να την κατατάξει. Δεκάδες σκέψεις διέσχιζαν κυριολεκτικά το νου της επηρεάζοντας τα χρώματα και τη θερμοκρασία του προσώπου της. Αργότερα κάποια στιγμή και όταν είχε επανακτήσει την αυτοκυριαρχία της, άρχισε να αξιολογεί το περιστατικό με κάποια επιείκια. Και επιτέλους γιατί ένιωθε έτσι; Δεν είχε συμβεί και τίποτα το τραγικό. Φιλιά ήταν και επομένως είχαν κιόλας σκορπίσει στον αέρα. Ή μήπως δεν ήταν έτσι; Μήπως πέρα από την εξωτερική επαφή είχε αγγίξει και τις συναισθηματικές της χορδές, της γυναίκας; «Όχι… όχι… δεν μπορεί… είναι αδύνατον κάτι τέτοιο!..» σκέφτηκε αστραπιαία, αμυνόμενη λες στο σκεπτικό της, και ενσυνείδητα γύρισε πίσω στις αρχικές σκέψεις της για τα «φιλιά… του Δημήτρη». Κύτταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. «Τα φιλιά δεν άφηναν σημάδια!» Όχι… τουλάχιστον στο δικό της δέρμα! Δεν έβλεπε οδυνηρά σημάδια… κάποια ελαφρά ίσως; Κυττάχτηκε και πάλι στον καθρέφτη πιο προσεκτικά. Τι παράξενο! Νόμισε ότι θα υπήρχαν «εμφανή σημάδια, είδους… κακώσεων». Ευτυχώς που δεν ήταν ακριβώς έτσι. «Ω! Εκτός από αυτό εδώ!..» το είδε ξαφνικά εκείνο το σημάδι και τρόμαξε. Ευτυχώς «αυτό» το ένα, για καλή της τύχη βρισκόταν στη βάση του λαιμού της και θα μπορούσε να τα καλύψει με λίγη πούδρα, μ’ ένα ελαφρύ make-up τέλος πάντων. Όμως ό,τι κι αν ήταν, θ’ αποτελούσε άραγε την αόρατη σημαδούρα, ένα είδος άγκυρας μιας, κάποιας συνέχειας; Άγνωστο; «Αχ! μακάρι και νά ‘ξερα! Ίσως ναι… ίσως όχι!..» σκέφτηκε και ξανακοκκίνησε. Αλλά μήπως και δεν εξηρτάτο επιτέλους από την ίδια; «Σίγουρα, έτσι είναι. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να με καταντήσει έρμαιο της θέλησής του!» σκέφτηκε και μια αστραπή πείσματος διαπέρασε τα μάτια της. Τίναξε το κεφάλι της με αποφασιστικότητα. Αλήθεια «πόσο μόνη, πόσο μόνη!» ένιωθε. Σε ποιον θα τολμούσε να μιλήσει για εκείνο το επεισόδιο; Ποιον θα μπορούσε να εμπιστευτεί, για ν’ ακούσει μία άποψη; Είχε μία καλή φίλη: την Κατερίνα. Αχ, αυτά ήταν τόσο προσωπικά… που μάλλον ντροπή της έφερναν! Ο Δημήτρης είχε πρόσφατα αποφοιτήσει από τη σχολή εφέρδων και είχε έλθει για να υπηρετήσει στην πόλη, όπου οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί πριν από πολλά χρόνια, έχοντας αφήσει πίσω τους το χωριό. Ο αδερφός του κι αυτός είχαν σπουδάσει στην Αθήνα. Ο Βασίλης, μεγαλύτερός του, είχε σπουδάσει ιατρική ενώ εκείνος είχε επιλέξει τη φιλολογία. Μέλλον επάγγελμα λοιπόν: καθηγητής, φιλόλογος. Αντίθετα, η αδερφή τους η Βάσω, ούτε το μυαλό αλλά ούτε και την όρεξη των αδερφών της, διέθετε. Στο Γυμνάσιο έσπρωχνε το χρόνο με τα ψέματα. Τα είχε καταφέρει να μείνει σε κάποια τάξη ή τάξεις -άγνωστο τι ακριβώς συνέβαινε με την εκπαίδευσή της, με την όλη παιδεία της γενικά- και επομένως δεν ήταν σαφής και η ηλικία της. Και τι πείραζε άλλωστε; Σιγά και να μην την ένοιαζε «τη χριστιανή». Οι γονείς της, αγράμματοι οι ίδιοι, αλλά έξυπνοι και συμφεροντολόγοι, θα της εύρισκαν έναν καθώς πρέπει γαμπρό. Άλλωστε και η προίκα υπήρχε και τ’ αδέρφια της, μορφωμένα καθώς ήταν, θα της εύρισκαν έναν της σειράς τους αργότερα, όπως και έγινε τελικά κάποια στιγμή στο μέλλον. Ο Δημήτρης που δεν ενδιαφερόταν να ξεγελάσει τον εαυτό του σχετικά με το IQ της αδερφής του, για να διασώσει την οικογενειακή τους υπόληψη –κάποτε μάλιστα την αποκαλούσε «κουτορνίθι»- και οπωσδήποτε εξ αιτίας αυτής της αντίληψης, είχε εκπλαγεί ακούγοντας ότι η γειτονοπούλα τους η Μαρία –τους χώριζε μόλις ένας χαμηλός πέτρινος τοίχος- έβγαινε κάποτε μαζί της. Είχε διαπιστώσει ότι το κοριτσάκι και μικρότερο από την χοντροκομμένη αδερφή του ήταν και μυαλά διέθετε και επιπλέον πίστευε πως κάπου τέλος πάντων «θα έφτανε», αφού είχε στο πρόγραμμά της να ακολουθήσει την πορεία των σπουδών και της μελέτης. Η Μαρία από την πλευρά της, είχε ενοχληθεί κάποια στιγμή από την συμπεριφορά του Δημήτρη, όταν μπροστά της, είχε αποκαλέσει την αδερφή του: «κουτορνίθι». Είχε προσποιηθεί ότι δεν είχε ακούσει και εκείνος που είχε προσέξει τη συμπεριφορά της, είχε εντυπωσιαστεί με τη σειρά του από «το τακτ της μικρής». Πολλά δεν ήξερε για «το κοριτσάκι», για την ανατροφή και την αγωγή που είχε λάβει, προπάντων όμως για τα όνειρά της. Σαν «άντρας», δεν είχε ούτε πρόθεση ούτε σκοπό να δείξει περισσότερη κατανόηση και ευαισθησία, ίσως γιατί δεν ήθελε μία σοβαρή σχέση με τη Μαρία, κι έτσι ακριβώς έγινε: η σχέση έμεινε επιφανειακή, καθώς εξαρχής ήταν κούφια και γυμνή από τις απαραίτητες προϋποθέσεις και επομένως φτωχή σε χυμώδεις σχέσεις, που οδηγούν κάποτε σε κάποιες θετικές μάλλον συνέπειες. Η οικογένεια της Μαρίας ήταν της μικροαστικής τάξης. Ο πατέρας της ο Γιώργος Πανεράκης, είχε μία μικρή επιχείρηση με είδη τροφίμων και η μητέρα της η Φρόσω, ήταν μία απλή και προκομμένη γυναίκα, που ήξερε πώς να προσέχει το σπίτι της, τα παιδιά της και την οικονομία της οικογένειάς της. Ήταν έξυπνη και αγαπούσε την εκπαίδευση. Η ίδια δεν είχε την ευκαιρία να αξιοποιήσει την ανάγκη της και το ζήλο της για τα γράμματα εξαιτίας έλλειψης χρημάτων αφενός και αφετέρου εξαιτίας του κοινωνικού-οικονομικού κατεστημένου την εποχή της εφηβικής της ηλικίας. Αυτό υπαγόρευε τον περιορισμό της γυναίκας. Το ελάχιστο αναμενόμενο ήταν να παντρεύεται αυτή και περαιτέρω να συγκεντρώνεται στις συζυγικές της υποχρεώσεις και σ’ εκείνες της μητέρας και της νοικοκυράς. «Σιγά τώρα μην βάλουμε τη γυναίκα πάνω στο κεφάλι μας για να μας διαφεντεύει», έλεγαν συχνά και με καμάρι οι αγράμματοι άντρες. Αλλά και οι γραμματισμένοι δεν έβλεπαν πάντα με καλό μάτι την προσπάθεια της γυναίκας να ελευθερώνεται μέσω της παιδείας. Τι άραγε; Ήθελαν έναν συνεχή συναγωνισμό-ανταγωνισμό με το άλλο φύλο; Όχι βέβαια. Τη γυναίκα την ήθελαν να τρέχει κοντά τους, στο ελάχιστο νεύμα τους. Έλα όμως που εκείνες οι εποχές είχαν ξεπεραστεί με τη σειρά τους, αν και όχι «απόλυτα». Γιατί ο όρος «απόλυτα», είναι ακραίος. Δεν ήταν δυνατόν η γυναίκα να θέλει να γίνει ισότιμη με τον άντρα! Ίσως όμως και να ήταν εφικτό τελικά, αν αποφάσιζε να συγκεντρωθεί στην καριέρα της και να ξεχάσει τα παντρολογήματα και την οικογένεια. Στα θέματα του γάμου και της οικογένειας, ο άντρας υπερτερούσε, καθώς η φύση από μόνη της του είχε δώσει το δικαίωμα και τον τρόπο να τακτοποιεί και την καριέρα του και το γάμο του και την οικογένειά του. Καθώς όμως ο χρόνος κυλούσε, πολλά, από τα άλλοτε μονομερή κοινωνικά κεκτημένα, είχαν επιτρέψει την διείσδυση του γυναικείου φύλου στα άλλοτε «αντρικά οικόππεδα», αν και «παρά φύσει». Το «περί εκπαίδευσης των γυναικών» προνόμιο, δεν ήταν πλέον συζητήσιμο. Και πού ήταν επιτέλους το άδικο; Θα μπορούσε και να ρωτήσει κανείς. Όταν λοιπόν η Φρόσω παντρεύτηκε κι απέκτησε τη Μαρία, προσπάθησε να της μεταδώσει τη δική της μεγάλη αγάπη για τα γράμματα διαθέτοντας όση υπομονή και επιμονή χρειαζόταν. Κατά συνέπεια τη βοηθούσε όταν και όπου εκείνη τη χρειαζόταν και αυτό είχε πάντα θετικά αποτελέσματα. Αφού μία ελάχιστη μερίδα της επιτυχίας της Μαρίας ανήκε στη Φρόσω, επόμενο ήταν ν’ ανησυχεί για την πρόοδο της θυγατέρας της, τα αποτελέσματά της στους διαγωνισμούς, ή τις επιτυχίες της. Η Μαρία που μόλις είχε τελειώσει το Γυμνάσιο εκείνη τη χρονιά, είχε ένα σπουδαίο όνειρο: να πάει στο Πανεπιστήμιο. Ο πατέρας της όμως εκτός από τις οικονομικές δυσκολίες του, είχε και συντηρητικές απόψεις στο θέμα της απομάκρυνσής της κόρης του από το σπίτι τους και την οικογένειά της. Ως εκ τούτου είχε λάβει αρνητική στάση σε ό,τι αφορούσε τις σπουδές της στην Πρωτεύουσα ή στη Θεσσαλονίκη. Η Μαρία είχε αποφασίσει να περιμένει για ένα μικρό διάστημα, ώσπου να σκεφτεί και να βρει τρόπους για την πραγματοποίηση των στόχων της. Αρχικά λοιπόν είχε επιχειρήσει να βρει μία «δουλίτσα», έλα όμως που δεν ήταν εύκολο. Και ενώ θα μπορούσε να τη βοηθήσει ο πατέρας της, της το είχε ξεκόψει: δεν ήθελε ν’ ανακατευτεί. Όλα εκείνα τα ακατανόητα καμώματα του πατέρα της οφείλονταν στο γεγονός ότι ήταν ένας «ψωροπερήφανος». Έτσι τον είχε χαρακτηρίσει η γιαγιά της από τη μεριά της Φρόσως, κάποια στιγμή, όταν συζητώντας μαζί του, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί επιτέλους αρνιόταν να βοηθήσει τη Μαρία ως προς το πιο σπουδαίο: το αγαθό της εργασίας. Άλλωστε επιβαλόταν, αφού σύμφωνα με το κοινωνικό-πολιτικό κατεστημένο της εποχής πετύχαινες ευκολότερα στον τομέα αυτόν, αν είχες κάποιον να σε βοηθήσει. Κι αφού ήταν έτσι, γιατί όχι; Στο μπάτο-μπάτο της γραφής, με τις γνωριμίες που είχε, μπορούσε να βρει και να «βάλει κάπου» τη Μαρία, να της βρει δηλαδή μία «δουλίτσα» σε κάποια κρατική υπηρεσία ή έστω και στο γραφείο ενός μεγαλο-επιχειρηματία ή κάποιου γιατρού ή δικηγόρου, μέχρι επιτέλους να δούνε τι θα έκανε το κορίτσι με τη ζωή του. Τόσοι μπαινόβγαιναν στο παντοπωλείο του. Ας ρώταγε και κανέναν από τους «νταβραντισμένους» πελάτες του. Θα του έπεφτε η υπόληψη; Σε εκείνες «τις αξιώσεις» -έτσι είχε αποκαλέσει ο Πανεράκης τις υποδείξεις- και σε όλα τα επιχειρήματα που είχαν προβληθεί από την άμεση και έμμεση οικογένεια, ο Πανεράκης είχε απαντήσει: «Είναι και η Ακαδημία! Γιατί την έχουμε δίπλα στην πόρτα μας; Ας διαβάσει και ας καθήσει για εξετάσεις, όπως και τόσα άλλα κορίτσια!..» και είχε βάλει τελεία και παύλα στην συζήτηση. Τη γνώμη της γιαγιάς της, σχετικά με την «ψωροϋπερηφάνεια του πατέρα της», τη μοιραζόταν και η μητέρα της Μαρίας. Η Φρόσω αγαπούσε και εκτιμούσε τον άντρα της «τον Πανεράκη!» -όπως τον αποκαλούσε πάνω στις απογοητεύσεις της-, όμως τα καμώματά του είχαν κοστίσει στην οικογένειά τους αρκετά προβλήματα και κυρίως οικονομικά. Γιατί ο άντρας της, καθώς είχε περισσότερο από όσο έπρεπε φιλότιμο, διέθετε το μικρό σπίτι τους όχι μόνο για τους συγγενείς από το χωριό, αλλά και για τους συγγενείς των συγγενών και κάποτε και για τους φίλους των. Αυτό βέβαια ήταν το ένα σκέλος της αδυναμίας του, το άλλο ήταν ότι συνέτρεχε τους συγχωριανούς του στους γιατρούς –κυρίως μεσήλικες- όταν κατέφθαναν στη πόλη τους σταλμένοι από τον «επιπόλαιο» πατέρα του που ζούσε στο χωριό. «Λες και ο Πανεράκης είναι εκατομμυριούχος! Αυτό πια δεν είναι φιλότιμο, είναι οικονομική αυτοκτονία!» είχε δηλώσει φίλος της οικογενείας, για τον Πανεράκη. Έχανε χρήματα, όχι μόνο γιατί άφηνε τη δουλειά του στα χέρια των υπαλλήλων του για να εξυπηρετήσει τους «αφιλότιμους συγγενείς», αλλά γιατί επί πλέον πλήρωνε και τα έξοδά τους. «Εκείνος πια θεωρεί το γιο του ή πολύ πλούσιο ή πολύ «βλάκα»! Άντρες!» είχε πει η γιαγιά της κάποια στιγμή, θεωρώντας υπεύθυνο για τα προβλήματα του γαμπρού της, τον πατέρα του. Η καϋμένη η γιαγιά που είχε προσπαθήσει για «χρόνια και ζαμάνια» να καταλάβει το γαμπρό της χωρίς επιτυχία τελικά, είχε καταλήξει σιωπηλά να τον θεωρεί «κομμάτι «αγαθόν» για τις αδιόρθωτες αδυναμίες του». Η Φρόσω, ήξερε τα ταλέντα της Μαρίας «της» και σπάραζε η καρδιά της να τη βλέπει να στεναχωριέται άδικα. Η κόρη της ήταν καλή μαθήτρια, από την πρώτη τάξη του Δημοτικού ως τις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου -από τις πρώτες μάλιστα- και οι καθηγητές της έλεγαν τα καλύτερα και έδιναν εγγυήσεις για την επιτυχία της στο Πανεπιστήμιο. Άλλα κορίτσια που δεν έφταναν τη Μαρία της «ούτε στο δαχτυλάκι της», και σπούδαζαν, και δουλειά εύρισκαν, και καλό γαμπρό θα πετύχαιναν στο τέλος, «σίγουρα πράγματα!» σκεφτόταν από μόνη της η Φρόσω και κούναγε το κεφάλι της στεναχωρημένη. Όσο για το κατεστημένο και το θέμα της εργασίας… μόνο με γνωριμίες και με «μέσα» θα μπορούσε ένα κοριτσάκι σαν τη «Μαρία της», να βρει μία καλή «δουλίτσα», σε περίπτωση που δε θα μπορούσε τελικά να σπουδάσει. Υπό την επίρρεια όλων αυτών των σκέψεων και εξαιτίας του άλυτου προβληματισμού της, η Φρόσω είχε αποφασίσει να πείσει την Μαρία να προσπαθήσει να βρει μία δουλειά όπουδήποτε, έστω και ως ταμίας σε κάποια μικροεπιχείρηση, με στόχο την εκμετάλλευση του χρόνου και την ελπίδα ότι κάτι θετικό θα συνέβαινε και τα πράγματα θ’ άλλαζαν στο εγγύς μέλλον. «Είναι άλλωστε μικρή η Μαρία μου. Δε χάθηκε ο κόσμος αν περιμένει έναν ακόμη χρόνο» σκεφτόταν όταν ήταν μόνη στο σπίτι, και ευχόταν για την πραγματοποίηση των επιθυμιών της έχοντας για στήριγμα κι ελπίδα την πίστη της στη μητέρα του Χριστού. Η Βάσω Βασιλείου, μεγαλύτερη από τη Μαρία -ίσως και κατά πέντε χρόνια- τα είχε καταφέρει στο Γυμνάσιο να επαναλαμβάνει τις τάξεις, σαν από χόμπι. Τελικά αφού είδε κι «απόϊδε» ότι δεν πήγαινε πουθενά, παρατώντας το Γυμνάσιο είχε βαλθεί να βρει γαμπρό. Βοηθούσε τη μάννα της στις δουλειές του σπιτιού, κεντούσε κάποια εργόχειρα και δεν είχε τίποτα άλλο στο μυαλό της από του να καταφέρει τον φίλο της, ένα νεαρό αξιωματικό, να την παντρευτεί. Το ότι ήταν άχρωμη -«ξεπλυσιάρα» την είχε αποκαλέσει άσπονδη φίλη της στο σχολείο- χοντροκομμένη, με αντρικά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, ασουλούπωτο σώμα και ένα βάδισμα «κρεμασμένο» και άχαρο -έσερνε σχεδόν τα πόδια της- θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από κάποιον τυχαίο: ως ένα ασήμαντο ατύχημα της φύσης. Εκείνο που έκανε τα πράγματα δυσκολότερα γι αυτήν και τους γύρω της, ήταν το καθυστερημένο -σε μεγάλη ποσοστό δυστυχώς- μυαλό της, η κακία και η ζήλεια της, που την απομόνωναν τελικά και της στερούσαν τη φιλία συνομηλίκων και άλλων. Πολλές φορές είχε επιδιώξει να μιλήσει στη Μαρία, από το φράχτη. Η Μαρία την απέφευγε συστηματικά για πολύν καιρό καθώς όλο και περισσότερο διαπίστωνε την απουσία ακόμη και του ελαχίστου κοινού ανάμεσά τους. Κάποια στιγμή όμως η Βάσω, έχοντας επιμείνει να κυνηγάει από επίμονα ως άγρια τη Μαρία, την είχε καταφέρει να ενδώσει στην επιμονή της και να μιλήσουν για μερικά λεπτά «πάνω από τον φράχτη». Τότε, καλώς ή κακώς, η Μαρία είχε εκμυστηρευτεί στη γειτόνισσά της ότι ενδιαφερόταν να δώσει εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο και ότι προσπαθούσε επίμονα εκείνο το διάστημα, να βρει τον καλύτερο τρόπο για να πετύχει στους στόχους της. Είχε επίσης ομολογήσει, πως μολονότι ο πατέρας της δυσκολευόταν οικονομικά να τη στείλει για σπουδές έξω από την πόλη τους, εκείνη εξακολουθούσε να μελετάει για να κρατήσει το μυαλό της ενεργό για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, όταν και αν το κατόρθωνε. Όταν η Βάσω την είχε ρωτήσει, γιατί δεν επιχειρεί να βρει έναν άνθρωπο να φτιάξει τη ζωή της, η Μαρία είχε απαντήσει ότι αλλού ήταν στραμμένα τα μάτια της και όχι στο γάμο. «Εγώ πάντως δεν ενδιαφέρομαι για καριέρα ή ό,τιδήποτε άλλο. Άλλωστε έχω και δύο μορφωμένους αδερφούς, έτσι δε θα αργήσω ν’ αποκατασταθώ, να… να παντρευτώ εννοώ…» είχε πει η Βάσω και η Μαρία είχε μείνει άναυδη με το σκεπτικό της και την έλλειψη αξιοπρέπειας. «Φυσικά όλα αυτά αποτελούν ατράνταχτη απόδειξη του χαμηλού διανοητικού της επιπέδου», είχε σκεφτεί η Μαρία για τη Βάσω και για μία στιγμή -άγνωστο το γιατί- ένιωσε λύπη και απογοήτευση για όλα όσα είχε ακούσει από το στόμα της. «Είμαστε που είμαστε γυναίκες, να μην έχουμε και σταλιά εγωϊσμό και αξιοπρέπεια… ε… πάει πολύ!» είχε σκεφτεί η Μαρία στη συνέχεια και τότε την κατάλαβε κάποιο αίσθημα αηδίας για το πεινασμένο για άντρα, θηλυκό. Εκείνη λοιπόν την περίοδο έρευνας για δουλειά και τρόπους που θα την βοηθούσαν να σπουδάσει, η Μαρία γνώρισε το Δημήτρη Βασιλείου. Ταυτόχρονα, ίσως και λίγο αργότερα, πληροφορήθηκε για κάποια από τα μυστικά της οικογενείας Βασιλείου εντελώς τυχαία, από «την απορριφθείσα, την «πικροχολιασμένη πρώην» του Βασίλη Βασιλείου», του μεγαλύτερου αδερφού του Δημήτρη. Σύμφωνα μ’ εκείνες τις πληροφορίες, ο Νάσσος Βασιλείου –«ο πατήρ»- υπήρξε ένας πολύ διορατικός «χωριάτης». Πριν από χρόνια, δύο από τα τρία αδέρφια του Ν.Βασιλείου είχαν φύγει στο εξωτερικό κι αυτός μαζί με τον εναπομείναντα στην πατρίδα αδερφό του, είχαν ιδιοποιηθεί όλη την πατρική περιουσία, αφήνοντας τους δύο ξενιτεμένους αδερφούς τους «στα κρύα του λουτρού». Βέβαιοι ότι το αδίκημά τους δε θα τιμωρούνταν, είχαν μοιραστεί την γονική περιουσία οι δυο τους και αργότερα αυτός με την οικογένειά του, είχε μετοικήσει στην κοντινή πόλη. Με τα λίγα χρήματα που είχε βάλει στην άκρη δουλεύοντας χρόνια στα χωράφια, αγόρασε ένα χαμηλόσπιτο στον τόπο της παραμονής τους, για μια «μπουκιά ψωμί». Καθώς τα παιδιά τους ήταν μικρά την περίοδο που η χώρα μόλις και επέπλεε από τα προβλήματα που της είχαν κληροδοτήσει οι πόλεμοι και ο χειρότερος απ’ όλους, ο εμφύλιος, τα έβγαζαν πέρα σχεδόν άνετα. Με τις «αιματηρές οικονομίες τους» -όπως έλεγε η «κυρά-Νάσαινα»-, είχαν πετύχει ν’ αποταμιεύσουν ένα χρηματικό ποσόν στην άκρη. Όταν με την πάροδο του χρόνου τα πράγματα άρχισαν να καλυτερεύουν πούλησαν το χαμόσπιτο που υπήρξε η πρώτη κατοικία τους. Με τα χρήματα από αυτή την πώληση, προσθέτοντας επιπλέον και τις οικονομίες τους, αγόρασαν το εβραίϊκο όπου έμεναν, το σχεδόν ετοιμόρροπο διώροφο, που τελικά αποδείχτηκε προσοδοφόρο, καθώς άντεχε να ενοικιάζεται ακόμη και παρά την εμφάνισή του, του εγκαταλελειμένου σπιτιού. Η βελτίωση της πορείας των οικονομικών της οικογενείας Βασιλείου, απόδειξε τρανταχτά ότι ο Νάσσος Βασιλείου «τα είχε τετρακόσια». Είχε ταλέντο ως προς την επαύξηση των οικονομικών πόρων τους. Με την αγορά του τεράστιου εβραίϊκου διώροφου σπιτιού με τα πολλά δωμάτια, απέδειξε το εμπορικό του δαιμόνιο, καθώς τα είχε νοικιάσει όλα σε φτωχές οικογένειες -δηλαδή οικογένεια και δωμάτιο- εκτός από ένα, εκείνο που το προόριζε για τη δική του οικογένεια. Και έτσι έγινε. Κράτησαν δηλαδή ένα τεράστιο δωμάτιο όπου κοιμόνταν, περνούσαν την ημέρα τους ή δέχονταν τους όποιους επισκέπτες τους. Εκεί μέσα συγκεντρώνονταν όλοι οι χώροι ενός σπιτιού: η κρεββατοκάμαρα, το καθιστικό και το σαλόνι. Εκεί μέσα στέγνωναν τα ρούχα τους το χειμώνα όταν ο καιρός ήταν άσχημος και όχι σπάνια η «πανέξυπνη» Βάσω έβαζε κάποια από τα εσώρουχά της στον φούρνο της «μασίνας» τους για να στεγνώνουν γρήγορα. Οι διάδρομοι χρησιμοποιούνταν για το μαγείρεμα και για να κρατάνε αποσκευές ή άλλα πράγματα, εκείνα που δε χωρούσαν τέλος πάντων, στο απέραντο, το λειτουργικό κατά τα άλλα, δωμάτιο. Ο «κυρ-Νάσσος» δεν στεναχωριόταν για τέτοια πράγματα. Ήταν επιχειρηματίας – κτηματίας. Λίγο ήταν; Νοίκιαζε δωμάτια και έβγαζε χρήματα. Με αυτόν το τρόπο σπούδασε τα παιδιά του και αυτά τα ενοίκιά του είχαν ξεπληρώσει τα όποια δάνεια. Θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς, αν μη τι άλλο, ότι ήταν ένας αξιέπαινος άντρας, αφού με τη στέρηση μιας περίσσιας πολυτέλειας, αυτός και η οικογένειά του -η οικογένεια Βασιλείου- είχαν πετύχει σε πολλαπλά επίπεδα. Αφού δεν είχαν εξ αρχής τα χρήματα με τη σέσουλα, για να πετύχουν και να τα αποκτήσουν στο μέλλον, έπαιξαν σωστά τα χαρτιά τους. Το σχέδιο ήταν να περιμένουν με υπομονή ώσπου οι μορφωμένοι πλέον γιοί τους θα τους ανακούφιζαν από τα όποιας φύσης οικονομικά τους βάρη και φυσικά η επιτυχία τους θα ολοκληρωνόταν αν εύρισκαν και έναν «ματσωμένο» άντρα, για να τους ελαφρώσει από την «άνοστη» μοναχοκόρη τους, τη Βάσω. Στο συνολικό σχέδιο επιτυχίας της οικογένειας Βασιλείου, βασικός παράγοντας ήταν τα ακίνητά τους που ήταν αδιάψευστα περιουσιακά στοιχεία. Και κάτι ακόμη, πολύ-πολύ σημαντικό: το σχέδιο προέβλεπε οι γιοι τους να πάρουν τρανή προίκα, αφού είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση, που με τη σειρά της εγγυόταν την καλοζωία και την αξιοπρέπεια στη μέλλουσα σύζυγό τους. Θα έφτιαχναν λεφτά όχι αστεία! Για όλα αυτά «τα σπουδαία και πραγματοποιήσιμα σχέδια» ο Νάσσος Βασιλείου και η γυναίκα του Όλγα, είχαν ένα ύφος γεμάτο υπεροψία και μία αταίριαστη ακαταδεξία. Ήταν φανερό ότι μέσα τους έδιναν συγχαρτήρια στον εαυτό τους για όλα όσα είχαν πετύχει και κυρίως με τα παιδιά τους, που δεν φαίνονταν να διαφέρουν στο συμφέρον και στον υπολογισμό από τους γονείς τους. Δεν μπορούσε να πει κανείς κάτι ενάντια σε όλα αυτά. Απεναντίας οι άνθρωποι ήταν αξιέπαινοι, εκτός βέβαια από το θέμα της αλλαζονείας τους και την επίδειξη των απαιτήσεών τους, σε ότι αφορούσε τα παιδιά τους. Λαλίστατοι λοιπόν γονείς και θυγατέρα, αποτελούσαν αδιάψευστη απόδειξη του γεγονότος ότι κατά βάθος ήταν ψυχροί υπολογιστές. Η Όλγα Βασιλείου, πολύ πριν εμφανιστούν στο προσκήνιο «οι σπουδαγμένοι γιοι τους» είχε πει ενώπιον της νεαρής Μαρία με μία επιδεικτική πεποίθηση και αδικαιολόγητη επιθετικότητα: «Τι στο καλο! Μορφωμένοι άντρες είναι. Τόσα λεφτά ξοδέψαμε για να τους δούμε να γίνονται άνθρωποι. Δε θα πάρουν καμιά ξεβράκωτη και πεινασμένη για να την ταΐζουν!» και είχε προσθέσει με ύφος μάρτυρα: «τόσα στερηθήκαμε για να δούμε μία άσπρη μέρα στη ζωή μας!» Τα ίδια περίπου είχε πει και ο Νάσσος Βασιλείου σε κάποιον θείο της Μαρίας -προφανώς για να μην της περάσει ούτε στιγμή κάποια αστεία ιδέα- ότι δηλαδή θα μπορούσε ποτέ να έχει κάτι με τους κανακάρηδές του αυτή ή οποιαδήποτε άλλη «γυναίκα» στην πολιτεία τους, αν δεν υπήρχαν οι απαραίτητες οικονομικές πρϋποθέσεις. Ποιος είπε ότι η πρόληψη δε βοηθάει! Σίγουρα στην περίπτωση της Μαρίας είχε γίνει, με περισσότερους από έναν τρόπο, κατανοητό ότι δεν θα ήταν έξυπνο να πάει στο σπίτι τους ιδιαίτερα ύστερα από την άφιξη των γιων τους. Γιατί με τις πεποιθήσεις που είχαν, το μόνο πιθανόν ήταν ότι θα την κατηγορούσαν ότι αποβλέπει στο να «διπλαρώσει» κάποιον από αυτούς. Μία ανοιξιάτικη μέρα η Μαρία είχε ξαφνικά πληροφορηθεί από τη Βάσω, ότι «κατέφθαναν τα αδέρφια» της. Η Βάσω έκανε πολλές χαρές. Πίστευε -έτσι έλεγε- ότι επιτέλους θα είχαν καβαλλιέρο η ίδια και η φίλη της Μαρία, λες και είχαν εξόδους, παρέα. «Έρχονται για να υπηρετήσουν τη θητεία τους. Ξέρεις ο Δημήτρης έγινε έφεδρος. Ο Βασίλης, αν και γιατρός, είναι απλός στρατιώτης, για να τελειώσει γρήγορα το στρατιωτικό του, όπως καταλαβαίνεις». Με «δικαιολογημένο» ενθουσιασμό είχε πει τα νέα και στην «κυρία Φρόσω», τη μητέρα της Μαρίας, που αφού κούνησε το κεφάλι της συμμεριζόμενη ειλικρινά τη χαρά της είπε: «να τους καλοδεχτείς Βάσω». Ο πατέρας της Μαρίας είχε κουνήσει δεξιά-αριστερά το κεφάλι του και είχε πει: «ο κυρ- Νάσσος έχει γερό μέσον, για να φέρει εδώ και τους δύο γιους του. Δεν γίνονται έτσι αυτά! Και δεν του φαίνεται του μπαγάσα του γέρου!» Δεν είχε όμως παραλείψει να προσθέσει με υπερβολική αυστηρότητα, ότι η Μαρία δε θα έπρεπε να πάει στο σπίτι τους, από τη στιγμή που θα πατούσαν πόδι εκεί μέσα τ’ αδέρφια της: «Δεν μου αρέσουν αυτά τα καμώματα γυναίκα. Θα πουν ότι η κόρη μας πάει να ριχτεί στους γιους του κυρ-Νάσσου. Να μου λείπει. Ούτως ή άλλως… δεν τον χωνεύω αυτόν τον παλιόγερο! Να χαίρεται τους γιους του, και… μακριά από την θυγατέρα μου. Ακούς;» είχε πει με μία θυμωμένη χειρονομία. Δεν του άρεσαν οι Βασιλείου ούτε κι «αυτή η σιγανοπαππαδιά η Βάσω». Απλά προσπαθούσε να δείχνει ότι ήταν αρκετά κοινωνικός προς τους γείτονές τους, σαν μικροεπιχειρηματίας που ήταν και φερνόταν με το απαιτούμενο τακτ όταν τους αντάμωνε στο δρόμο. «Αν οι γιοι τους είναι σαν αυτούς – και μάλλον θα πρέπει να είναι αφού το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά…- ποιος τους θέλει; Δεν τό ‘χουμε για πέταμα το κορίτσι μας!» είχε πει ολοκληρώνοντας το σκεπτικό του. Η Μαρία έτσι κι αλλιώς, δεν είχε πάει στο σπίτι τους παρά μόνο μία φορά κι εκείνοι: γονείς και θυγατέρα, είχαν προστρέξει τα πάντα ενώπιόν της: απόψεις και χαρακτήρα. Δεν είχε λοιπόν καμμία διάθεση ν’ αλλάξει τη συνήθειά της: να συνεχίσει δηλαδή ν’ αποφεύγει τη Βάσω στο μέλλον, όπως άλλωστε είχε κάνει και στο παρελθόν. «Άλλωστε, δεν υπήρχε ανάμεσά τους κάτι κοινό, ούτε για δείγμα». Όταν οι δυο γιοι του Νάσσου Βασιλείου αφίχθησαν τελικά, η αδερφή τους η Βάσω, που περισπούδαστα τους είχε μιλήσει για τη Μαρία, όταν ήταν μακριά από την πόλη τους, έσπευσε τώρα να προσθέσει και κάποια άλλα, λες και ξαφνικά όλο κάτι την ανησυχούσε σε σχέση με τη γειτόνισσα. Παρουσίασε λοιπόν «τη φίλη της» με τον πιο ύπουλο τρόπο. Ίσως και να την είχαν «ορμηνέψει» οι γονείς της. Άγνωστο. Είχε πει πως υπήρχε κάποιος άντρας στη ζωή της Μαρίας και ότι αλληλογραφούσε μαζί του, χωρίς όμως να μπορεί τελικά να πει ποιος ήταν κι από πού, και επομένως με αόριστα στοιχεία, προφανώς γιατί ήθελε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η φίλη της δεν ήταν μία άπειρη… νέα. Ίσως και να τους υπεδείκνυε με τον τρόπο της να μην είναι διστακτικοί απέναντί της, μια και ήδη είχε πάρε-δώσε με κάποιον άντρα. Η Μαρία που μόλις είχε πατήσει τα δεκαεννιά της χρόνια, δεν είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή, κάποιου είδους δεσμό, με εκπρόσωπο του άλλου φύλου. Η αυστηρότητα του οικογενειακού περιβάλλοντός της, οι πίστεις της και η συγκέντρωσή της στα μαθήματα, είχαν συντελέσει στην άψογη και συντηρητική -αν όχι ψυχρή κάποτε- συμπεριφορά της, παντού και πάντα. Ήταν όμορφη, έξυπνη, ευγενική και καλότροπη και όλοι είχαν να λένε για την παρουσία της. Όμως η Βάσω ερχόταν τώρα ν’ ανατρέψει και να σπηλώσει την εικόνα της, να την παρουσιάσει σα μία νέα που ναι μεν είχε κάποιον, δε δίσταζε όμως να θέλει να έχει και κάποιον άλλον, στην απουσία του. Τι συνέπειες όμως θα μπορούσαν να έχουν τέτοιου είδους δηλώσεις για την Μαρία; Εύλογες. Αρχικά παρουσιαζόταν ως εύκολη λεία! «Θα σας τη συστήσω, θα τη δείτε και μόνοι σας», είχε πει η Βάσω μ’ ένα αστείο ύφος υπεροψίας. Οι δύο άντρες που ήξεραν την αδερφή τους, δεν είχαν δώσει πολύ σημασία στα λόγια της. Ανυπομονούσαν όμως να γνωρίσουν την Μαρία από κοντά, καθώς από την πρώτη κιόλας ημέρα που την είχαν δει να μπαινο-βγαίνει από την πίσω πόρτα του σπιτιού της για μικροδουλειές βοηθώντας τη μητέρα της, το λιγότερο που είχαν διαπιστώσει ήταν η εξωτερική της εμφάνιση. Τα σπίτια τους που τα χώριζε ένας φράχτης, ήταν πολύ κοντά και από τα παράθυρα ή από την αυλή τους διαπίστωναν ξανά και πάλι ότι η «γειτόνισσα ήταν ένα πολύ όμορφο κορίτσι». «Να δούμε όμως και τι μυαλά κουβαλάει!» είχε πει με κάποια δόση ειρωνείας ο Βασίλης, ο γιατρός, κουνώντας το κεφάλι του καθώς η αδερφή του την προσφωνούσε «φιλενάδα». Επόμενο δεν ήταν; «πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι»! Η Μαρία, μολονότι δεν είχε αντιληφθεί τη διπλοπροσωπία της Βάσως απέναντί της και στην οικογένειά της, από μόνη της δεν σκόπευε ν’ αλλάξει συνήθειες και να πάει στο σπίτι της, ιδιαίτερα τώρα που είχαν καταφτάσει οι δύο αδερφοί της. Είχε ήδη πειστεί ότι οι γονείς τους «θα τους διαφύλατταν σαν κόρη οφθαλμού» από τις όποιες «υποχθόνιες θηλυκές υπάρξεις», για τις οποίες πίστευαν ότι παραμόνευαν την άφιξή τους στην πολιτεία τους για να τους κάνουν δικούς τους και να τους κατασπαράξουν σαν «λάμιες», καταστρέφοντας ταυτόχρονα τα όνειρα των γονέων: Βασιλείου. Επιπλέον ήταν και όλα τα άλλα, όσα είχε ακούσει κατά καιρούς η Μαρία από τους γονείς της, εκείνα που είχε πει ο πατέρας της στη μητέρα της στην παρουσία της, που την κράταγαν άσφαλτα μακριά από εκείνη την οικογένεια. Δεν υπήρχαν κοινά σημεία ανάμεσά τους. Αφού άλλωστε και η ίδια δε συμπαθούσε το αντρόγυνο Βασιλείου, τι καλό θα απόρρεε από την γνωριμία της με τους γους τους; «Κανένα, μα τω Θεώ! Επομένως… δε χρειάζεται!» έτσι σκεπτόταν η Μαρία και παρόμοια ήταν διατεθειμένη να πράξει. «Άλλες όμως οι βουλές των θεών και άλλες οι των θνητών», όπως αποδείχτηκε στην πορεία. Πέρασαν ημέρες από την άφιξη των δύο νέων αντρών. Μία-δύο φορές η Μαρία τους είχε δει άθελά της να φέρνουν βόλτα στην αυλή τους, όταν είχε ανοίξει τα παράθυρα του δωματίου της για να το αερίσει λιγάκι. Η Άνοιξη προμήνυε πως το καλοκαίρι πλησίαζε ολοταχώς. Τα λουλούδια στον κήπο τους είχαν ανθίσει, οι γραβανιές είχαν μπουμπουκιάσει και

και ο Θεός έπλασε τον άντρα

Νουβέλα

 

υχαριστώ Δημήτρη, αλλά δεν χρειάζεται να κατέβεις.  Θα τρέξω στο σπίτι μου. Aλήθεια, δεν υπάρχει πρόβλημα.

-Ένα λεπτό Μαρία, μη βιάζεσαι τόσο πολύ! παρακάλεσε ο Δημήτρης και πριν αποτελειώσει το λόγο του, την έπιασε από το μπράτσο για να τη σταματήσει.

Η Μαρία ένιωσε την επιτακτική δύναμη της παλάμης του άντρα, τη θέλησή του της επιβολής  και ξαφνιασμένη από τη  στάση του, στάθηκε ακίνητη. Την επόμενη στιγμή κι εντελώς απροειδοποίητα, εκεί, δίπλα στο φτωχά φωτισμένο κεφαλόσκαλο του σπιτιού του ο ξαναμμένος Δημήτρης, άρπαξε στα στιβαρά του χέρια τη Μαρία, την τράβηξε πάνω στο στήθος του και τη φίλησε βίαια στα χείλια.  Εκείνη σάστισε κυριολεκτικά, καθώς δεν είχε υποψιαστεί τις προθέσεις του. Ακόμη κι εκείνη τη στιγμή, που διαδραματίζονταν όλα αυτά, δεν μπορούσε να καταλάβει πώς και γιατί συνέβαινε «αυτό… αυτό… το «κακό πράγμα!» Τρομαγμένη και αντιδρώντας από καθαρό το ένστικτο, η άπειρη νέα επιχείρησε απεγνωσμένα να ελευθερώσει τα μπράτσα της από τη φυλακή των δικών του και να ξεφύγει από την αγκαλιά του.  Γυρνώντας το κεφάλι της στα πλάγια προσπάθησε ν’ αποφύγει τα φλογισμένα χείλια του που τη φιλούσαν όπου και όπως τύχαινε.  Το πρόσωπό της φλογιζόταν από ανάμεικτα συναισθήματα και η φωνή της πνιγόταν στην αγωνία για εκείνο «το φοβερό, το άπρεπο».  Νόμιζε πως εκεί πάνω στο κεφαλόσκαλο, οι χτύποι της καρδιάς της ακούγονταν έξω και πέρα από το στήθος της, σαν τους χτύπους ενός ανισόρροπου εκκρεμές.  «Τώρα θα βγουν όλοι οι ενοικιαστές από τα δωμάτια και θα γίνω ρεζίλι!» σκέφτηκε και  τα μάτια της γέμισαν από δάκρυα.  Ένιωσε να χάνεται. Έχασε στην κυριολεξία την αίσθηση του χρόνου και βυθίστηκε σ’ ένα απροσδιόριστο χάος από τον πρωτόγνωρο πανικό της, ασθμαίνοντας ταυτόχρονα σα να είχε διανύσει χιλιόμετρα.  Ο Δημήτρης που κυριαρχούσε απάνω της με τη μυϊκή του δύναμη, συνέχισε να τη φιλά, με τον ίδιο πάντα τρόπο: όπως και όπου μπορούσε.  Είχε χάσει τον έλεγχό του παρασυρμένος από τον χειμαρώδη πόθο που τον σάρωνε μέρες τώρα για τη νεαρή «γειτόνισσά τους», τη Μαρία. Εκείνη έκανε μία ύστατη προσπάθεια να τον ξεκολλήσει από πάνω της.

-Άσε με σου λέω!  Δεν μπορώ…  να πάρω αναπνοή! ψιθύρισε  ξέπνοα.

Μάταια ικέτευσε. Ο Δημήτρης συνεπαρμένος από την έλξη που η νέα ασκούσε εν αγνοία της απάνω του και  αλύγιστος στην ικεσία της, συνέχισε να την σφίγγει και να τη φιλά απεγνωσμένα, θαρρείς με ένα είδος ανεξήγητης απελπισίας. Ήταν σαν να επρόκειτο κάποια στιγμή, να του ξεφύγει για πάντα η πολύτιμη λεία του. Τα χείλια του λαίμαργα, ανικανοποίητα ρουφούσαν τη σάρκα της όπου την ακουμπούσαν, στο πρόσωπο, στο λαιμό,  ενώ τα χέρια του την πόναγαν.  Η Μαρία είχε βουλιάξει στον ίλιγγο του πάθους του.  Κάποια στιγμή κουρασμένη από την άκαρπη προσπάθειά της ν’ απαλλαγεί από τον παθιασμένο νέο, έπαψε ν’ αντιδράει και κλείνοντας τα μάτια της, αφέθηκε στα χέρια του ηττημένη.  Ο Δημήτρης νιώθοντας ξαφνικά την αλλαγή της στάσης της, το βάρος της μέσα στα χέρια του, σταμάτησε.  Φοβήθηκε ότι η νέα είχε χάσει τις αισθήσεις της.  Της ψέλλιζε τώρα ασυνάρτητα λόγια και έχοντας καταληφθεί ξαφνικά από τη λαχτάρα του φόβου,  προσπαθούσε να υποστηρίξει το σώμα της,  που ήταν κυριολεκτικά έτοιμο να καταρρεύσει.

-Μαρία μου, γλυκειά μου, συγχώρεσέ με! Δεν ξέρω τι κάνω ο τρελός, είπε αγχομένος και βλέποντας τα μάτια της ν’ ανοιγοκλείνουν κατάλαβε ότι η Μαρία δεν είχε χάσει τις αισθήσεις της.

-Μπορείς να σταθείς; ρώτησε με αγωνία και επεχείρησε να την αφήσει ελεύθερη.

Η Μαρία επιστρατεύοντας όλη τη δύναμη που της είχε εναπομείνει, ανόρθωσε το σώμα της αργά και  σιωπηλή χωρίς ούτε ένα βλέμμα προς το μέρος του, έστρεψε την πλάτη της, και με απλωμένο το αριστερό της μπράτσο κατόρθωσε μ’ ένα βήμα μπροστά να φτάσει και να πιαστεί τελικά από το προστατευτικό κιγκλίδωμα της σκάλας.  Κρατώντας πάντα την πλάτη της γυρισμένη στο νέο άντρα που είχε μαρμαρώσει,  άρχισε να κατεβαίνει στην αρχή αργά και με ασταθή βήματα, ύστερα όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Από το κεφαλόσκαλο ο Δημήτρης παρακολούθησε τη φιγούρα της, ν’ απομακρύνεται από κοντά του, να κατεβαίνει τα πολλά σκαλοπάτια, να σκουραίνει και να γίνεται σχεδόν ένα με το σκοτάδι του χώρου, να πατάει   στο κατώφλι της εισόδου-εξόδου, να το δρασκελίζει τελικά και να χάνεται.

Απόμεινε εκεί πάνω βουβός, κατειλημμένος από μία παράξενη θλίψη: η Μαρία δεν είχε στραφεί ούτε μια φορά να τον κυττάξει. Ξαφνικά, ένιωσε μόνος κι έρημος με μία ασυνήθιστη ενοχή να τον τυλίγει. Ήταν αναστατωμένος από την αντίδραση της Μαρίας στη δική του, τη σχεδόν επιθετική, ορμή.  Έτριβε με την ιδρωμένη παλάμη του το μέτωπό του στεναχωρημένος ενώ οι σκέψεις διέσχιζαν το μυαλό του σαν αστραπές. Το είχε ταράξει βαθύτατα εκείνο που είχε συμβεί πριν από λίγο. «Την τρόμαξα ο ηλίθιος! Την τρόμαξα! Δεν έχει φιληθεί από άντρα. Το ένιωσα.  Είναι άπειρη. Πώς τα κατάφερε και δεν έμπλεξε με κανέναν;  Στην  εποχή μας!  Πολύ περίεργο μα την αλήθεια.  Κι εγώ…  την τρόμαξα! Να δούμε τι θα ακολουθήσει μετά από το αποψινό».

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άνοιξε η πόρτα του δωματίου-διαμερίσματός τους.  Ήταν ο αδερφός του ο Βασίλης.

-Ρε σύ, τι κάνεις εκεί; Κόλλησες βλέπω! είπε με πειραχτικό τόνο στη φωνή του.

-Με βλέπεις να κάνω κάτι; είπε σοβαρά ο Δημήτρης.

-Τι έγινε λοιπόν με τη γειτόνισσα; επέμενε ο Βασίλης.

-Τι εννοείς; ρώτησε ο Δημήτρης πειραγμένος.

-Έλα τώρα! Με δουλεύεις; Όση ώρα ήταν εδώ, την έφαγες με τα μάτια σου, τον πείραξε ο Βασίλης.

-Εντάξει εντάξει γιατρέ. Εσύ ξέρεις και τα ερμηνεύεις όλα.  Έλα άσε τις ανοησίες! Σαν τι ήθελες επιτέλους  να γίνει; Το κορίτσι  πήγε στο σπίτι του και μάλιστα χωρίς συνοδεία… και ας είναι και βράδυ.

-Ναι… και λοιπόν; Δεν πρόκειται να τη φάει κανείς! ΄Η μήπως πρόκειται; Και αν είναι έτσι… γιατί δεν τη συνόδεψες; ρώτησε και πάλι, πάντα πειραχτικά, ο Βασίλης

-Δε φαίνεται να την πολυσυμπαθείς… αδερφέ μου, είπε ο Δημήτρης κουρασμένα.

-Α! Κάνεις μεγάλο λάθος. Τη συμπαθώ και πολύ μάλιστα. Τι να σου κάνω όμως;  Με πρόλαβες.  Το κορίτσι φαίνεται να έχει μάτια μόνο για σένα. Ας προσέχει λοιπόν. Δεν κρύβονται αυτά τα πράγματα ξέρεις. Κι εσύ… κι εσύ αδερφέ μου δε μπορείς να κρυφτείς! Σ’ αρέσει μάγκα μου, φως, φανάρι! είπε σοβαρά αυτή τη φορά ο Βασίλης.

Ο Δημήτρης δε μίλησε.  Τι μπορούσε να πει;  Ότι το κορίτσι έπαθε το σοκ της ζωής του με τη συμπεριφορά του; Συγχισμένος καθώς ήταν γύρισε απότομα και με γρήγορα βήματα μπήκε στο μεγάλο δωμάτιο, αφήνοντας το Βασίλη πίσω του να τον κυττάζει ειρωνικά, καθώς απομακρυνόταν. Τελικά  τον ακολούθησε με αργά βήματα.  Πίσω στο μεγάλο δωμάτιο ο Δημήτρης είχε καθίσει στο μοναδικό τραπέζι. Ο Βασίλης έκανε το ίδιο. Τον κύτταξε σοβαρός αυτή τη φορά.  Δεν μίλησαν για λίγο.  Όμως η σιωπή ανάμεσά τους δεν βάστηξε πολύ.

-Νόμιζα ότι θα την πήγαινες στο σπίτι της.  Τι έγινε; Λέγε λοιπόν! είπε ο Βασίλης νευρικά αυτή τη φορά.

-Τίποτα δεν έγινε.  Ανάκριση μου κάνεις ρε;  ρώτησε με σκληρή φωνή ο Δημήτρης.

-Όχι δε σου κάνω ανάκριση, αλλά νομίζω ότι έπρεπε να την πας στο σπίτι της.  Κι αν δεν την πήγες, γιατί κάθησες στο κεφαλόσκαλο αντί να έρθεις μέσα. Τι κάνατε; Μιλούσατε; ρώτησε ο Βασίλης δείχνοντας ότι δεν είχε σκοπό να τον αφήσει ήσυχο.

-Μιλούσαμε παιδί μου, ναι μιλούσαμε! «Άντε να μη πω τίποτα παραπάνω! Να μη σου ξεφύγει τίποτα!», μουρμούρισε ανάμεσα  από τα δόντια του και ύστερα ρώτησε νευριασμένος:

-Πού είναι το παράξενο επιτέλους;  Ξεφορτώσου με!

Ο Βασίλης δε συνέχισε.  Από τις αντιδράσεις  του Δημήτρη ήταν σίγουρος πλέον ότι  κάτι είχε συμβεί ανάμεσα σ’ εκείνον και στη μικρή.  «Αδιόρθωτος είναι!» σκέφτηκε θυμωμένος, βέβαιος για τη βιασύνη και την επιπολαιότητα του αδερφού του.  Τον ήξερε.  Ήταν πρόθυμος για κάτι τέτοια ο μικρότερος αδερφός του. Είχε τάσεις και ιδιότητες που τον  διαφοροποιούσαν σα χαρακτήρα από  εκείνον.

Ξαφνικά εκεί που μιλούσαν άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκαν οι γονείς τους.  Άλλαξαν αμέσως συζήτηση και ύφος, όμως εκείνοι,  που είχαν δει τη γειτόνισσα να φεύγει από το σπιτικό τους με έναν ύποπτο τρόπο, είχαν αναρωτηθεί για τη συμπεριφορά της τόσο… ώστε να ρωτήσουν στη συνέχεια…

 

Η Μαρία που με δυσκολία είχε κατεβεί τη μεγάλη σκάλα της οικίας Βασιλείου, έφτασε επιτέλους στην εξώπορτα και περνώντας το κατώφλι της βρέθηκε στο δρόμο. Από εκεί  συνέχισε να περπατάει βιαστικά, αδιαφορώντας για το τι μπορούσε να συμβαίνει γύρω της ή πίσω της.  Ήταν σα να είχαν περάσει ώρες εκεί πανω, σ’ εκείνο το παλιό κεφαλόσκαλο της κατοικίας Βασιλείου.  Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. «Όσο πιο σκοτεινά τόσο πιο καλά!» σκέφτηκε στεναχωρημένη. Τουλάχιστον δεν ήταν εύκολο να την αναγνωρίσουν οι όποιοι γείτονες, αν επιβαλόταν να τους προσπεράσει στο διάβα της.  Ένιωθε τη ντροπή να της καίει τα μάγουλα και τα μηνίγγια της να σφυροκοπούν στον ίδιο άτακτο ρυθμό όπως η καρδιά της.  Είχε μία πικρή γεύση στο στόμα της και μία επιθυμία να βουτηχτεί σε μία μπανιέρα και να μουλιάσει σα λερωμένο ρούχο.

Η χωρίς φεγγάρι ολοσκότεινη νύχτα, την ανακούφιζε. «Ο άντρας δεν είναι σαν τη γυναίκα.  Ορμάει απάνω της να δρέψει του καρπούς της λες και δικαιωματικά.  Είναι σαν τον πολεμιστή που θέλει να νικήσει. Ε, κι ύστερα; Δε θα ενδώσω στον πρώτο τυχόντα. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο!» σκέφτηκε θυμωμένη εκ των υστέρων η Μαρία. Μία άλλη όμως φωνή ρώτησε αν ο Δημήτρης ήταν ο πρώτος τυχόντας. Η Μαρία κοκκίνησε. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί τελικά. Το αρχικό ξάφνιασμά  της το είχε αντικαταστήσει ο φόβος, ύστερα η ντροπή και τέλος ένα είδος οργής,  για τον αιφνιδιασμό που δέχτηκε από έναν, «δήθεν πολιτισμένο, άνθρωπο!» ένιωσε κοντά σ’ όλα τα άλλα και ένα είδος περιφρόνησης για τον νέο άντρα. Δεν ήταν μαθημένη από τέτοιες συμπεριφορές, δεν ήξερε και δεν περίμενε να της συμβεί κάτι τέτοιο, όχι τουλάχιστον χωρίς τη συγκατάθεσή της.  Αισθανόταν τόσο πολύ μόνη εκείνες τις στιγμές. Μέσα της εξακολουθούσε να επικρατεί μία ασυνήθιστη αναστάτωση, τόσο πια, που της ήταν αδύνατον να την κατατάξει.  Δεκάδες σκέψεις διέσχιζαν κυριολεκτικά το νου της επηρεάζοντας  τα χρώματα και τη θερμοκρασία του προσώπου της.

Αργότερα κάποια στιγμή και όταν είχε επανακτήσει την αυτοκυριαρχία της, άρχισε να αξιολογεί το περιστατικό με κάποια επιείκια.  Και επιτέλους γιατί ένιωθε έτσι; Δεν είχε συμβεί και τίποτα το τραγικό. Φιλιά ήταν και επομένως είχαν κιόλας σκορπίσει στον αέρα. Ή μήπως δεν ήταν έτσι;  Μήπως πέρα από την εξωτερική επαφή είχε αγγίξει και τις συναισθηματικές της χορδές, της γυναίκας; «Όχι… όχι… δεν μπορεί… είναι αδύνατον κάτι τέτοιο!..» σκέφτηκε αστραπιαία, αμυνόμενη λες  στο σκεπτικό της, και ενσυνείδητα γύρισε πίσω στις αρχικές σκέψεις της για τα «φιλιά… του Δημήτρη». Κύτταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. «Τα φιλιά δεν άφηναν σημάδια!» Όχι… τουλάχιστον στο δικό της δέρμα!  Δεν έβλεπε οδυνηρά σημάδια… κάποια ελαφρά ίσως; Κυττάχτηκε και πάλι στον καθρέφτη πιο προσεκτικά. Τι παράξενο! Νόμισε ότι θα υπήρχαν «εμφανή σημάδια, είδους… κακώσεων».  Ευτυχώς που δεν ήταν ακριβώς έτσι.  «Ω! Εκτός από αυτό εδώ!..» το είδε ξαφνικά εκείνο το σημάδι και τρόμαξε.  Ευτυχώς «αυτό» το ένα, για καλή της τύχη βρισκόταν στη βάση του λαιμού της και θα μπορούσε να τα καλύψει με λίγη πούδρα, μ’ ένα ελαφρύ make-up τέλος πάντων.  Όμως ό,τι κι αν ήταν, θ’ αποτελούσε άραγε την αόρατη σημαδούρα, ένα είδος άγκυρας μιας, κάποιας συνέχειας; Άγνωστο; «Αχ! μακάρι και νά ‘ξερα! Ίσως ναι… ίσως όχι!..» σκέφτηκε και ξανακοκκίνησε. Αλλά μήπως και δεν εξηρτάτο επιτέλους από την ίδια; «Σίγουρα, έτσι είναι.  Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να με καταντήσει έρμαιο της θέλησής του!» σκέφτηκε και μια αστραπή πείσματος διαπέρασε τα μάτια της. Τίναξε το κεφάλι της με αποφασιστικότητα.  Αλήθεια «πόσο μόνη, πόσο μόνη!» ένιωθε.  Σε ποιον θα τολμούσε να μιλήσει για εκείνο το επεισόδιο; Ποιον θα μπορούσε να εμπιστευτεί, για ν’ ακούσει μία άποψη;  Είχε μία καλή φίλη: την Κατερίνα. Αχ, αυτά ήταν τόσο προσωπικά… που μάλλον ντροπή της έφερναν!

 

Ο Δημήτρης είχε πρόσφατα αποφοιτήσει από τη σχολή εφέρδων και είχε έλθει για να υπηρετήσει στην πόλη, όπου οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί πριν από πολλά χρόνια, έχοντας αφήσει πίσω τους το χωριό.  Ο αδερφός του κι αυτός είχαν  σπουδάσει στην Αθήνα.  Ο Βασίλης, μεγαλύτερός του, είχε σπουδάσει ιατρική ενώ  εκείνος είχε επιλέξει τη φιλολογία. Μέλλον επάγγελμα λοιπόν: καθηγητής, φιλόλογος. Αντίθετα,  η αδερφή τους η Βάσω, ούτε το μυαλό αλλά ούτε και την όρεξη των αδερφών της, διέθετε.  Στο Γυμνάσιο έσπρωχνε το χρόνο με τα ψέματα. Τα είχε καταφέρει να μείνει σε κάποια τάξη ή τάξεις -άγνωστο τι ακριβώς συνέβαινε με την εκπαίδευσή της, με  την όλη παιδεία της γενικά- και επομένως δεν ήταν σαφής και η ηλικία της.  Και τι πείραζε άλλωστε;  Σιγά και να μην την ένοιαζε «τη χριστιανή».  Οι γονείς της, αγράμματοι οι ίδιοι, αλλά έξυπνοι και συμφεροντολόγοι, θα της εύρισκαν έναν καθώς πρέπει γαμπρό.  Άλλωστε και η προίκα υπήρχε και τ’ αδέρφια της, μορφωμένα καθώς ήταν, θα της εύρισκαν έναν της σειράς τους αργότερα, όπως και έγινε τελικά κάποια στιγμή στο μέλλον.

Ο Δημήτρης που δεν ενδιαφερόταν να ξεγελάσει τον εαυτό του σχετικά με το IQ της αδερφής του, για να διασώσει την οικογενειακή τους υπόληψη –κάποτε μάλιστα την αποκαλούσε «κουτορνίθι»- και οπωσδήποτε εξ αιτίας αυτής της αντίληψης, είχε εκπλαγεί ακούγοντας ότι η γειτονοπούλα τους η Μαρία –τους χώριζε μόλις ένας χαμηλός πέτρινος τοίχος- έβγαινε κάποτε μαζί της. Είχε διαπιστώσει ότι το κοριτσάκι και μικρότερο από την χοντροκομμένη αδερφή του ήταν και μυαλά διέθετε και επιπλέον πίστευε πως κάπου τέλος πάντων «θα έφτανε», αφού είχε στο πρόγραμμά της να ακολουθήσει την πορεία των σπουδών και της μελέτης.

Η Μαρία από την πλευρά της, είχε ενοχληθεί κάποια στιγμή από την συμπεριφορά του Δημήτρη, όταν μπροστά της, είχε αποκαλέσει την αδερφή του: «κουτορνίθι».  Είχε προσποιηθεί ότι δεν είχε ακούσει και εκείνος που είχε προσέξει τη συμπεριφορά της, είχε εντυπωσιαστεί με τη σειρά του από «το τακτ της μικρής».  Πολλά δεν ήξερε για «το κοριτσάκι», για την ανατροφή  και την αγωγή που είχε λάβει, προπάντων όμως για τα όνειρά της.  Σαν «άντρας», δεν είχε ούτε πρόθεση ούτε σκοπό να δείξει περισσότερη κατανόηση και ευαισθησία, ίσως γιατί δεν ήθελε μία σοβαρή σχέση με τη Μαρία, κι έτσι ακριβώς έγινε: η σχέση έμεινε επιφανειακή, καθώς εξαρχής ήταν κούφια και γυμνή από τις απαραίτητες προϋποθέσεις και επομένως φτωχή σε χυμώδεις σχέσεις, που οδηγούν κάποτε  σε κάποιες θετικές μάλλον συνέπειες.

 

Η οικογένεια της Μαρίας ήταν της μικροαστικής τάξης.  Ο πατέρας της ο Γιώργος Πανεράκης, είχε μία μικρή επιχείρηση με είδη τροφίμων και η μητέρα της η Φρόσω, ήταν μία απλή και προκομμένη γυναίκα, που ήξερε πώς να προσέχει το σπίτι της, τα παιδιά της και την οικονομία της οικογένειάς της.  Ήταν έξυπνη και αγαπούσε την εκπαίδευση. Η ίδια δεν είχε την ευκαιρία να αξιοποιήσει την ανάγκη της και το ζήλο της για τα γράμματα εξαιτίας έλλειψης χρημάτων αφενός και αφετέρου εξαιτίας του κοινωνικού-οικονομικού κατεστημένου την εποχή της εφηβικής της ηλικίας. Αυτό υπαγόρευε τον περιορισμό της γυναίκας. Το ελάχιστο αναμενόμενο ήταν να παντρεύεται αυτή και περαιτέρω να συγκεντρώνεται στις συζυγικές της υποχρεώσεις και σ’ εκείνες της μητέρας και της νοικοκυράς. «Σιγά τώρα μην βάλουμε τη γυναίκα πάνω στο κεφάλι μας για να μας διαφεντεύει», έλεγαν συχνά και με καμάρι οι αγράμματοι άντρες. Αλλά και οι γραμματισμένοι δεν έβλεπαν πάντα με καλό μάτι την προσπάθεια της γυναίκας να ελευθερώνεται μέσω της παιδείας.  Τι άραγε; Ήθελαν έναν συνεχή συναγωνισμό-ανταγωνισμό με το άλλο φύλο;  Όχι βέβαια.  Τη γυναίκα την ήθελαν να τρέχει κοντά τους, στο ελάχιστο νεύμα τους.

Έλα όμως που εκείνες οι εποχές είχαν ξεπεραστεί με τη σειρά τους, αν και όχι «απόλυτα».  Γιατί ο όρος «απόλυτα», είναι ακραίος.  Δεν ήταν δυνατόν η γυναίκα να θέλει να γίνει ισότιμη με τον άντρα! Ίσως  όμως και να ήταν εφικτό τελικά, αν αποφάσιζε να συγκεντρωθεί στην καριέρα της και να ξεχάσει τα παντρολογήματα και την οικογένεια.  Στα θέματα του γάμου και της οικογένειας, ο άντρας υπερτερούσε, καθώς η φύση από μόνη της του είχε δώσει το δικαίωμα και τον τρόπο να τακτοποιεί και την καριέρα του και το γάμο του και την οικογένειά του. Καθώς όμως ο χρόνος κυλούσε, πολλά, από τα άλλοτε μονομερή κοινωνικά κεκτημένα, είχαν επιτρέψει την διείσδυση του γυναικείου φύλου στα άλλοτε «αντρικά οικόππεδα»,  αν και «παρά φύσει». Το «περί εκπαίδευσης των γυναικών»  προνόμιο, δεν ήταν πλέον συζητήσιμο.  Και πού ήταν επιτέλους το άδικο; Θα μπορούσε και να ρωτήσει κανείς.

Όταν λοιπόν η Φρόσω παντρεύτηκε κι απέκτησε τη Μαρία, προσπάθησε να της μεταδώσει τη δική της μεγάλη αγάπη για τα γράμματα διαθέτοντας όση υπομονή και επιμονή χρειαζόταν.  Κατά συνέπεια τη βοηθούσε όταν και όπου εκείνη τη χρειαζόταν και αυτό είχε πάντα θετικά αποτελέσματα. Αφού μία ελάχιστη μερίδα της επιτυχίας της Μαρίας ανήκε στη Φρόσω, επόμενο ήταν ν’  ανησυχεί για την πρόοδο της θυγατέρας της, τα αποτελέσματά της στους διαγωνισμούς, ή τις επιτυχίες της.

Η Μαρία που μόλις είχε τελειώσει το Γυμνάσιο εκείνη τη χρονιά, είχε ένα σπουδαίο όνειρο: να πάει στο Πανεπιστήμιο.  Ο πατέρας της όμως εκτός από τις οικονομικές δυσκολίες του, είχε και συντηρητικές απόψεις στο θέμα της απομάκρυνσής της κόρης του από το σπίτι τους και την οικογένειά της.  Ως εκ τούτου είχε λάβει αρνητική στάση σε ό,τι αφορούσε τις σπουδές της στην Πρωτεύουσα ή στη Θεσσαλονίκη.  Η Μαρία είχε αποφασίσει να περιμένει για ένα μικρό διάστημα, ώσπου να σκεφτεί και να βρει τρόπους για την πραγματοποίηση των στόχων της. Αρχικά λοιπόν είχε επιχειρήσει να βρει μία «δουλίτσα», έλα όμως που δεν ήταν εύκολο.  Και ενώ θα μπορούσε να τη βοηθήσει ο πατέρας της, της το είχε ξεκόψει: δεν ήθελε ν’ ανακατευτεί.  Όλα εκείνα τα ακατανόητα καμώματα του πατέρα της οφείλονταν στο γεγονός ότι ήταν ένας «ψωροπερήφανος».  Έτσι  τον είχε χαρακτηρίσει η γιαγιά της από τη μεριά της Φρόσως, κάποια στιγμή, όταν συζητώντας μαζί του, δεν μπορούσε να  καταλάβει  γιατί επιτέλους αρνιόταν να βοηθήσει τη Μαρία ως προς το πιο σπουδαίο: το αγαθό της εργασίας.  Άλλωστε επιβαλόταν, αφού σύμφωνα με το  κοινωνικό-πολιτικό κατεστημένο της εποχής πετύχαινες ευκολότερα στον τομέα αυτόν, αν είχες κάποιον να σε βοηθήσει. Κι αφού ήταν έτσι, γιατί όχι;  Στο μπάτο-μπάτο της γραφής,  με τις γνωριμίες που είχε, μπορούσε να βρει και να «βάλει κάπου» τη Μαρία, να της βρει δηλαδή μία «δουλίτσα» σε κάποια κρατική υπηρεσία ή έστω και στο γραφείο ενός μεγαλο-επιχειρηματία ή κάποιου γιατρού ή δικηγόρου, μέχρι επιτέλους να δούνε τι θα έκανε το κορίτσι με τη ζωή του. Τόσοι μπαινόβγαιναν στο παντοπωλείο του. Ας ρώταγε και κανέναν από τους «νταβραντισμένους» πελάτες του.  Θα του έπεφτε η υπόληψη;

Σε εκείνες «τις αξιώσεις» -έτσι είχε αποκαλέσει ο Πανεράκης τις υποδείξεις- και σε όλα τα επιχειρήματα που είχαν προβληθεί από την άμεση και έμμεση οικογένεια, ο Πανεράκης είχε απαντήσει: «Είναι και η Ακαδημία! Γιατί την έχουμε δίπλα στην πόρτα μας; Ας διαβάσει και ας καθήσει για εξετάσεις, όπως και τόσα άλλα κορίτσια!..» και είχε βάλει τελεία και παύλα στην συζήτηση.

Τη γνώμη της γιαγιάς της, σχετικά με την «ψωροϋπερηφάνεια του πατέρα της», τη μοιραζόταν και η μητέρα της Μαρίας.  Η Φρόσω αγαπούσε και εκτιμούσε τον άντρα της «τον Πανεράκη!» -όπως τον αποκαλούσε πάνω στις απογοητεύσεις της-, όμως τα καμώματά του είχαν κοστίσει στην οικογένειά τους αρκετά προβλήματα και κυρίως οικονομικά.  Γιατί ο άντρας της, καθώς είχε περισσότερο από όσο έπρεπε φιλότιμο, διέθετε το μικρό σπίτι τους όχι μόνο για τους συγγενείς από το χωριό, αλλά και για τους συγγενείς των συγγενών και κάποτε και για τους φίλους των.  Αυτό βέβαια ήταν το ένα σκέλος της  αδυναμίας του, το άλλο ήταν ότι συνέτρεχε τους συγχωριανούς του στους γιατρούς –κυρίως μεσήλικες- όταν κατέφθαναν στη πόλη τους σταλμένοι από τον «επιπόλαιο» πατέρα του που ζούσε στο χωριό. «Λες και ο Πανεράκης είναι εκατομμυριούχος! Αυτό πια δεν είναι φιλότιμο, είναι οικονομική αυτοκτονία!» είχε δηλώσει φίλος της οικογενείας, για τον   Πανεράκη.  Έχανε χρήματα, όχι μόνο γιατί άφηνε τη δουλειά του στα χέρια των υπαλλήλων του για να εξυπηρετήσει τους «αφιλότιμους συγγενείς», αλλά γιατί επί πλέον πλήρωνε και τα έξοδά τους. «Εκείνος πια θεωρεί το γιο του ή πολύ πλούσιο ή πολύ «βλάκα»! Άντρες!» είχε πει η γιαγιά της κάποια στιγμή, θεωρώντας υπεύθυνο για τα προβλήματα του γαμπρού της, τον πατέρα του. Η καϋμένη η γιαγιά που είχε προσπαθήσει για «χρόνια και ζαμάνια» να καταλάβει το γαμπρό της χωρίς επιτυχία τελικά, είχε καταλήξει σιωπηλά να τον θεωρεί «κομμάτι «αγαθόν» για τις αδιόρθωτες αδυναμίες του».

 

Η Φρόσω, ήξερε τα ταλέντα της Μαρίας «της» και σπάραζε η καρδιά της να τη βλέπει να στεναχωριέται άδικα.  Η κόρη της ήταν καλή μαθήτρια, από την πρώτη τάξη του Δημοτικού ως τις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου -από τις πρώτες μάλιστα- και οι καθηγητές της έλεγαν τα καλύτερα και έδιναν εγγυήσεις για την επιτυχία της στο Πανεπιστήμιο.  Άλλα κορίτσια που δεν έφταναν τη Μαρία της «ούτε στο δαχτυλάκι της», και σπούδαζαν, και δουλειά εύρισκαν, και καλό γαμπρό θα πετύχαιναν στο τέλος, «σίγουρα πράγματα!» σκεφτόταν από μόνη της η Φρόσω και κούναγε το κεφάλι της στεναχωρημένη.  Όσο για το κατεστημένο και το θέμα της εργασίας… μόνο με γνωριμίες και με «μέσα» θα μπορούσε ένα κοριτσάκι σαν τη «Μαρία της», να βρει μία καλή «δουλίτσα», σε περίπτωση που δε θα μπορούσε τελικά να σπουδάσει.

Υπό την επίρρεια  όλων αυτών των σκέψεων και εξαιτίας του  άλυτου προβληματισμού της, η Φρόσω είχε αποφασίσει να πείσει την Μαρία να προσπαθήσει να βρει μία δουλειά όπουδήποτε, έστω και ως ταμίας σε κάποια μικροεπιχείρηση, με στόχο την εκμετάλλευση του χρόνου και την ελπίδα ότι κάτι θετικό θα συνέβαινε και τα πράγματα θ’ άλλαζαν στο εγγύς μέλλον. «Είναι άλλωστε μικρή η Μαρία μου. Δε χάθηκε ο κόσμος αν  περιμένει έναν ακόμη χρόνο» σκεφτόταν όταν ήταν μόνη στο σπίτι, και ευχόταν για την πραγματοποίηση των επιθυμιών της έχοντας για στήριγμα κι ελπίδα την πίστη της στη μητέρα του Χριστού.

 

Η  Βάσω Βασιλείου, μεγαλύτερη από τη Μαρία -ίσως και κατά πέντε χρόνια- τα είχε καταφέρει στο Γυμνάσιο να επαναλαμβάνει τις τάξεις, σαν από χόμπι.  Τελικά αφού είδε κι «απόϊδε» ότι δεν πήγαινε πουθενά, παρατώντας το Γυμνάσιο είχε βαλθεί να βρει γαμπρό. Βοηθούσε τη μάννα της στις δουλειές του σπιτιού, κεντούσε κάποια εργόχειρα και δεν είχε τίποτα άλλο στο μυαλό της από του να καταφέρει τον φίλο της, ένα νεαρό αξιωματικό, να την παντρευτεί.  Το ότι ήταν άχρωμη -«ξεπλυσιάρα» την είχε αποκαλέσει άσπονδη φίλη της στο σχολείο- χοντροκομμένη, με αντρικά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, ασουλούπωτο σώμα και ένα βάδισμα «κρεμασμένο» και  άχαρο -έσερνε σχεδόν τα πόδια της- θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από κάποιον τυχαίο: ως ένα ασήμαντο ατύχημα της φύσης.  Εκείνο που έκανε τα πράγματα δυσκολότερα γι αυτήν και τους γύρω της, ήταν το καθυστερημένο -σε μεγάλη ποσοστό δυστυχώς- μυαλό της, η κακία και η ζήλεια της, που την απομόνωναν τελικά και της στερούσαν τη φιλία συνομηλίκων και άλλων.

Πολλές φορές είχε επιδιώξει να μιλήσει στη Μαρία, από το φράχτη.  Η Μαρία την απέφευγε συστηματικά για πολύν καιρό καθώς όλο και περισσότερο διαπίστωνε την απουσία ακόμη και του ελαχίστου κοινού ανάμεσά τους. Κάποια στιγμή όμως η Βάσω, έχοντας επιμείνει να  κυνηγάει από επίμονα ως  άγρια τη Μαρία, την είχε καταφέρει να ενδώσει στην επιμονή της και να μιλήσουν για μερικά λεπτά «πάνω από τον φράχτη». Τότε, καλώς ή κακώς, η Μαρία είχε εκμυστηρευτεί στη γειτόνισσά της ότι ενδιαφερόταν να δώσει εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο και ότι προσπαθούσε επίμονα εκείνο το διάστημα, να βρει τον καλύτερο τρόπο για να πετύχει στους στόχους της. Είχε επίσης ομολογήσει, πως μολονότι  ο πατέρας της δυσκολευόταν οικονομικά να τη στείλει για σπουδές έξω από την πόλη τους, εκείνη εξακολουθούσε να μελετάει για να κρατήσει το μυαλό της ενεργό για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, όταν και αν το κατόρθωνε.  Όταν η Βάσω την είχε ρωτήσει, γιατί δεν επιχειρεί να βρει έναν άνθρωπο να φτιάξει τη ζωή της, η Μαρία είχε απαντήσει ότι αλλού ήταν στραμμένα τα μάτια της και όχι στο γάμο. «Εγώ πάντως δεν ενδιαφέρομαι για καριέρα ή ό,τιδήποτε άλλο. Άλλωστε έχω και δύο μορφωμένους αδερφούς, έτσι δε θα αργήσω ν’ αποκατασταθώ, να… να παντρευτώ εννοώ…» είχε πει η Βάσω και η Μαρία είχε μείνει άναυδη με το σκεπτικό της και την έλλειψη αξιοπρέπειας. «Φυσικά όλα αυτά αποτελούν ατράνταχτη απόδειξη του χαμηλού διανοητικού της επιπέδου», είχε σκεφτεί η Μαρία για τη Βάσω και για μία στιγμή -άγνωστο το γιατί- ένιωσε λύπη και απογοήτευση για όλα όσα  είχε ακούσει από το στόμα της. «Είμαστε που είμαστε γυναίκες, να μην έχουμε και σταλιά εγωϊσμό και αξιοπρέπεια… ε… πάει πολύ!» είχε σκεφτεί η Μαρία στη συνέχεια και τότε την κατάλαβε κάποιο αίσθημα αηδίας για το πεινασμένο για άντρα, θηλυκό.

 

Εκείνη λοιπόν την περίοδο έρευνας για δουλειά και τρόπους που θα την βοηθούσαν να σπουδάσει, η Μαρία γνώρισε το Δημήτρη Βασιλείου.  Ταυτόχρονα, ίσως και λίγο αργότερα, πληροφορήθηκε για κάποια από τα μυστικά της οικογενείας Βασιλείου εντελώς τυχαία, από «την απορριφθείσα, την «πικροχολιασμένη πρώην» του Βασίλη Βασιλείου», του μεγαλύτερου αδερφού του Δημήτρη.  Σύμφωνα μ’ εκείνες τις πληροφορίες, ο Νάσσος Βασιλείου –«ο πατήρ»- υπήρξε ένας πολύ διορατικός «χωριάτης».

Πριν από χρόνια, δύο από τα τρία αδέρφια του Ν.Βασιλείου είχαν φύγει στο εξωτερικό κι αυτός μαζί με  τον εναπομείναντα στην πατρίδα αδερφό του, είχαν ιδιοποιηθεί όλη την πατρική περιουσία, αφήνοντας τους δύο ξενιτεμένους αδερφούς τους «στα κρύα του λουτρού».  Βέβαιοι ότι το αδίκημά τους δε θα τιμωρούνταν, είχαν μοιραστεί την γονική περιουσία οι δυο τους και αργότερα αυτός με την οικογένειά του, είχε μετοικήσει στην κοντινή πόλη.  Με τα λίγα χρήματα που είχε βάλει στην άκρη δουλεύοντας χρόνια στα χωράφια, αγόρασε ένα χαμηλόσπιτο στον τόπο της παραμονής τους, για μια «μπουκιά ψωμί».  Καθώς τα παιδιά τους ήταν μικρά την περίοδο που η χώρα μόλις και επέπλεε από τα προβλήματα που της είχαν κληροδοτήσει οι πόλεμοι και ο χειρότερος απ’ όλους, ο εμφύλιος, τα έβγαζαν πέρα σχεδόν άνετα.  Με τις «αιματηρές οικονομίες τους» -όπως έλεγε η «κυρά-Νάσαινα»-, είχαν πετύχει ν’ αποταμιεύσουν ένα χρηματικό ποσόν στην άκρη.  Όταν με την πάροδο του χρόνου τα πράγματα άρχισαν να καλυτερεύουν πούλησαν το χαμόσπιτο που υπήρξε η πρώτη κατοικία τους.  Με τα χρήματα από αυτή την πώληση, προσθέτοντας επιπλέον και τις οικονομίες τους, αγόρασαν το εβραίϊκο όπου έμεναν, το σχεδόν ετοιμόρροπο διώροφο, που τελικά αποδείχτηκε προσοδοφόρο, καθώς άντεχε να ενοικιάζεται ακόμη και παρά την εμφάνισή του, του εγκαταλελειμένου σπιτιού.

 

Η βελτίωση της πορείας των οικονομικών της οικογενείας Βασιλείου, απόδειξε τρανταχτά ότι ο Νάσσος Βασιλείου «τα είχε τετρακόσια». Είχε ταλέντο ως προς την επαύξηση των οικονομικών πόρων τους.  Με την αγορά του τεράστιου εβραίϊκου διώροφου σπιτιού με τα πολλά δωμάτια, απέδειξε το εμπορικό του δαιμόνιο, καθώς  τα είχε νοικιάσει όλα σε φτωχές οικογένειες -δηλαδή οικογένεια και δωμάτιο- εκτός από ένα, εκείνο που το προόριζε για τη δική του οικογένεια. Και έτσι έγινε. Κράτησαν δηλαδή ένα τεράστιο δωμάτιο όπου κοιμόνταν, περνούσαν την ημέρα τους ή δέχονταν τους όποιους επισκέπτες τους.  Εκεί μέσα συγκεντρώνονταν όλοι οι χώροι ενός σπιτιού: η κρεββατοκάμαρα, το καθιστικό και το σαλόνι. Εκεί μέσα στέγνωναν τα ρούχα τους το χειμώνα όταν ο καιρός ήταν άσχημος και όχι σπάνια η «πανέξυπνη» Βάσω έβαζε κάποια από τα εσώρουχά της στον φούρνο της «μασίνας» τους για να στεγνώνουν γρήγορα.

Οι διάδρομοι χρησιμοποιούνταν για το μαγείρεμα και για να κρατάνε αποσκευές ή άλλα πράγματα, εκείνα που δε χωρούσαν τέλος πάντων, στο απέραντο, το λειτουργικό κατά τα άλλα, δωμάτιο. Ο «κυρ-Νάσσος» δεν στεναχωριόταν για τέτοια πράγματα.  Ήταν επιχειρηματίας – κτηματίας. Λίγο ήταν;  Νοίκιαζε δωμάτια και έβγαζε χρήματα.  Με αυτόν το τρόπο σπούδασε τα παιδιά του και αυτά τα ενοίκιά του είχαν ξεπληρώσει τα όποια δάνεια.

Θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς, αν μη τι άλλο, ότι ήταν ένας αξιέπαινος άντρας, αφού με τη στέρηση μιας περίσσιας πολυτέλειας, αυτός και η οικογένειά του -η οικογένεια Βασιλείου- είχαν πετύχει σε πολλαπλά επίπεδα.  Αφού δεν είχαν εξ αρχής τα χρήματα με τη σέσουλα, για να πετύχουν και να τα αποκτήσουν στο μέλλον, έπαιξαν σωστά τα χαρτιά τους.  Το σχέδιο ήταν να  περιμένουν με υπομονή ώσπου οι μορφωμένοι πλέον γιοί τους θα τους ανακούφιζαν από τα όποιας φύσης οικονομικά τους βάρη και φυσικά η επιτυχία τους θα ολοκληρωνόταν αν εύρισκαν και έναν «ματσωμένο» άντρα, για να τους ελαφρώσει από την «άνοστη»   μοναχοκόρη τους, τη Βάσω.  Στο συνολικό σχέδιο επιτυχίας της οικογένειας Βασιλείου, βασικός παράγοντας ήταν τα ακίνητά τους που ήταν αδιάψευστα περιουσιακά στοιχεία.  Και κάτι ακόμη, πολύ-πολύ σημαντικό:  το σχέδιο προέβλεπε οι γιοι τους να πάρουν τρανή προίκα, αφού είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση, που με τη σειρά της εγγυόταν την καλοζωία και την αξιοπρέπεια στη μέλλουσα σύζυγό τους.   Θα έφτιαχναν λεφτά όχι αστεία!

Για όλα αυτά «τα σπουδαία και πραγματοποιήσιμα σχέδια» ο Νάσσος Βασιλείου και η γυναίκα του Όλγα, είχαν ένα ύφος γεμάτο υπεροψία και μία αταίριαστη ακαταδεξία.  Ήταν φανερό ότι μέσα τους έδιναν συγχαρτήρια στον εαυτό τους για όλα όσα είχαν πετύχει και κυρίως με τα παιδιά τους, που δεν φαίνονταν να διαφέρουν στο συμφέρον και στον υπολογισμό από τους γονείς τους.  Δεν μπορούσε να πει κανείς κάτι ενάντια σε όλα αυτά.  Απεναντίας οι άνθρωποι ήταν αξιέπαινοι, εκτός βέβαια από το θέμα της αλλαζονείας τους και την επίδειξη των απαιτήσεών τους, σε ότι αφορούσε τα παιδιά τους.

Λαλίστατοι λοιπόν γονείς και θυγατέρα, αποτελούσαν αδιάψευστη απόδειξη του γεγονότος ότι κατά βάθος ήταν  ψυχροί υπολογιστές. Η Όλγα Βασιλείου, πολύ πριν  εμφανιστούν στο προσκήνιο «οι σπουδαγμένοι γιοι τους» είχε πει  ενώπιον της νεαρής Μαρία με μία επιδεικτική πεποίθηση και αδικαιολόγητη επιθετικότητα: «Τι στο καλο! Μορφωμένοι άντρες είναι.  Τόσα λεφτά ξοδέψαμε για να τους δούμε να γίνονται άνθρωποι.  Δε θα πάρουν καμιά ξεβράκωτη και πεινασμένη για να την ταΐζουν!» και είχε προσθέσει με ύφος μάρτυρα: «τόσα στερηθήκαμε για να δούμε μία άσπρη μέρα στη ζωή μας!» Τα ίδια περίπου είχε πει και ο Νάσσος Βασιλείου σε κάποιον θείο της Μαρίας -προφανώς για να μην της περάσει ούτε στιγμή κάποια αστεία ιδέα- ότι δηλαδή θα μπορούσε ποτέ να έχει κάτι με τους κανακάρηδές του αυτή ή οποιαδήποτε άλλη «γυναίκα» στην πολιτεία τους, αν δεν υπήρχαν οι απαραίτητες οικονομικές πρϋποθέσεις.  Ποιος είπε ότι η πρόληψη δε βοηθάει! Σίγουρα στην περίπτωση της Μαρίας είχε γίνει, με περισσότερους από έναν τρόπο, κατανοητό ότι δεν θα ήταν έξυπνο να πάει στο σπίτι τους ιδιαίτερα ύστερα από την άφιξη των γιων τους. Γιατί με τις πεποιθήσεις που είχαν, το μόνο  πιθανόν ήταν ότι θα την κατηγορούσαν ότι αποβλέπει στο να «διπλαρώσει» κάποιον από αυτούς.

 

Μία ανοιξιάτικη μέρα η Μαρία είχε ξαφνικά πληροφορηθεί από τη Βάσω, ότι «κατέφθαναν τα αδέρφια» της. Η Βάσω έκανε πολλές χαρές.  Πίστευε  -έτσι έλεγε- ότι επιτέλους θα είχαν καβαλλιέρο η ίδια και η φίλη της Μαρία, λες και είχαν εξόδους, παρέα.  «Έρχονται για να υπηρετήσουν τη θητεία τους.  Ξέρεις ο Δημήτρης έγινε έφεδρος.  Ο Βασίλης, αν και γιατρός,  είναι απλός στρατιώτης, για να τελειώσει γρήγορα το στρατιωτικό του, όπως καταλαβαίνεις». Με «δικαιολογημένο» ενθουσιασμό είχε πει τα νέα και στην «κυρία Φρόσω», τη μητέρα της Μαρίας, που αφού κούνησε το κεφάλι της συμμεριζόμενη ειλικρινά τη χαρά της είπε: «να τους καλοδεχτείς Βάσω».  Ο πατέρας της Μαρίας είχε κουνήσει δεξιά-αριστερά το κεφάλι του και είχε πει: «ο κυρ- Νάσσος έχει γερό μέσον, για να φέρει εδώ και τους δύο γιους του.  Δεν γίνονται έτσι αυτά! Και δεν του φαίνεται του μπαγάσα του γέρου!» Δεν είχε όμως παραλείψει να προσθέσει με υπερβολική αυστηρότητα, ότι η Μαρία δε θα έπρεπε να πάει στο σπίτι τους, από τη στιγμή που θα πατούσαν πόδι εκεί μέσα τ’ αδέρφια της:  «Δεν μου αρέσουν αυτά τα καμώματα γυναίκα.  Θα πουν ότι η κόρη μας πάει να ριχτεί στους γιους του κυρ-Νάσσου.  Να μου λείπει.  Ούτως ή άλλως… δεν τον χωνεύω αυτόν τον παλιόγερο! Να χαίρεται τους γιους του, και… μακριά από την θυγατέρα μου.  Ακούς;» είχε πει με μία θυμωμένη χειρονομία.  Δεν του άρεσαν οι Βασιλείου ούτε κι  «αυτή η σιγανοπαππαδιά η Βάσω». Απλά προσπαθούσε να δείχνει ότι ήταν αρκετά κοινωνικός προς τους γείτονές τους, σαν μικροεπιχειρηματίας που ήταν και φερνόταν με το απαιτούμενο τακτ όταν τους αντάμωνε στο δρόμο.  «Αν οι γιοι τους είναι σαν αυτούς – και μάλλον θα πρέπει να είναι αφού το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά…- ποιος τους θέλει; Δεν τό ‘χουμε για πέταμα το κορίτσι μας!» είχε πει ολοκληρώνοντας το σκεπτικό του.  Η Μαρία έτσι κι αλλιώς, δεν είχε πάει στο σπίτι τους παρά μόνο μία φορά κι εκείνοι: γονείς και θυγατέρα, είχαν προστρέξει τα πάντα ενώπιόν της: απόψεις και χαρακτήρα.  Δεν είχε λοιπόν καμμία διάθεση ν’ αλλάξει τη συνήθειά της:  να συνεχίσει δηλαδή ν’ αποφεύγει τη Βάσω στο μέλλον, όπως άλλωστε είχε κάνει και στο παρελθόν. «Άλλωστε, δεν υπήρχε ανάμεσά τους κάτι κοινό, ούτε για δείγμα».

 

Όταν οι δυο γιοι του Νάσσου Βασιλείου αφίχθησαν τελικά, η αδερφή τους η Βάσω, που περισπούδαστα τους είχε μιλήσει για τη Μαρία, όταν ήταν μακριά από την πόλη τους,  έσπευσε τώρα να προσθέσει και κάποια άλλα, λες και ξαφνικά όλο κάτι την ανησυχούσε σε σχέση με τη γειτόνισσα.  Παρουσίασε λοιπόν «τη φίλη της» με τον πιο ύπουλο τρόπο.  Ίσως και να την είχαν «ορμηνέψει» οι γονείς της.  Άγνωστο. Είχε πει πως υπήρχε κάποιος άντρας στη ζωή της Μαρίας και ότι αλληλογραφούσε μαζί του, χωρίς όμως να μπορεί τελικά να πει ποιος ήταν κι από πού, και επομένως με αόριστα στοιχεία, προφανώς γιατί ήθελε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η φίλη της δεν ήταν μία άπειρη… νέα. Ίσως και να τους υπεδείκνυε με τον τρόπο της να μην είναι διστακτικοί απέναντί της, μια και ήδη είχε  πάρε-δώσε με  κάποιον άντρα.

Η Μαρία που μόλις είχε πατήσει τα δεκαεννιά της χρόνια, δεν είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή, κάποιου είδους δεσμό, με εκπρόσωπο του άλλου φύλου. Η αυστηρότητα του οικογενειακού περιβάλλοντός της, οι πίστεις της και η συγκέντρωσή της στα μαθήματα, είχαν συντελέσει στην άψογη και συντηρητική -αν όχι ψυχρή κάποτε- συμπεριφορά της, παντού και πάντα. Ήταν όμορφη, έξυπνη, ευγενική και καλότροπη και όλοι είχαν να λένε για την παρουσία της.   Όμως η Βάσω ερχόταν τώρα ν’ ανατρέψει και  να σπηλώσει την εικόνα της, να την παρουσιάσει σα μία νέα που ναι μεν είχε κάποιον, δε δίσταζε όμως να θέλει να έχει και κάποιον άλλον, στην απουσία του.

Τι συνέπειες όμως θα μπορούσαν να έχουν  τέτοιου είδους δηλώσεις για  την Μαρία; Εύλογες. Αρχικά παρουσιαζόταν ως εύκολη λεία! «Θα σας τη συστήσω, θα τη δείτε και μόνοι σας», είχε πει η Βάσω μ’ ένα αστείο ύφος υπεροψίας.  Οι δύο άντρες που ήξεραν την αδερφή τους, δεν είχαν δώσει πολύ σημασία στα λόγια της.  Ανυπομονούσαν όμως να γνωρίσουν την Μαρία από κοντά, καθώς από την πρώτη κιόλας ημέρα που την είχαν δει να μπαινο-βγαίνει από την πίσω πόρτα του σπιτιού της για μικροδουλειές βοηθώντας τη μητέρα της, το λιγότερο που είχαν διαπιστώσει ήταν η εξωτερική της εμφάνιση.  Τα σπίτια τους που τα χώριζε ένας φράχτης, ήταν πολύ κοντά και από τα παράθυρα ή από την αυλή τους διαπίστωναν ξανά και πάλι ότι η «γειτόνισσα ήταν ένα πολύ όμορφο κορίτσι». «Να δούμε όμως και τι μυαλά κουβαλάει!» είχε πει με κάποια δόση ειρωνείας ο Βασίλης, ο γιατρός, κουνώντας το κεφάλι του καθώς η αδερφή του την προσφωνούσε «φιλενάδα». Επόμενο δεν ήταν; «πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι»!

 

Η Μαρία, μολονότι δεν είχε αντιληφθεί τη διπλοπροσωπία της Βάσως απέναντί της και στην οικογένειά της, από μόνη της δεν σκόπευε ν’ αλλάξει συνήθειες και να πάει στο σπίτι της, ιδιαίτερα τώρα που είχαν καταφτάσει οι δύο αδερφοί της.  Είχε ήδη πειστεί ότι οι γονείς τους «θα τους διαφύλατταν σαν κόρη οφθαλμού» από τις όποιες «υποχθόνιες θηλυκές υπάρξεις», για τις οποίες πίστευαν ότι παραμόνευαν την άφιξή τους στην πολιτεία τους για να τους κάνουν δικούς τους και να τους κατασπαράξουν σαν «λάμιες», καταστρέφοντας ταυτόχρονα τα όνειρα των γονέων: Βασιλείου.

Επιπλέον ήταν και όλα τα άλλα, όσα είχε ακούσει κατά καιρούς η Μαρία από τους γονείς της, εκείνα που είχε πει ο πατέρας της στη μητέρα της στην παρουσία της, που την κράταγαν άσφαλτα μακριά από εκείνη την οικογένεια. Δεν υπήρχαν κοινά σημεία ανάμεσά τους. Αφού άλλωστε και η ίδια δε συμπαθούσε το αντρόγυνο Βασιλείου, τι καλό θα απόρρεε από την γνωριμία της με τους γους τους; «Κανένα, μα τω Θεώ! Επομένως… δε χρειάζεται!» έτσι σκεπτόταν η Μαρία και παρόμοια ήταν διατεθειμένη να πράξει.

«Άλλες όμως οι βουλές των θεών και άλλες οι των θνητών», όπως αποδείχτηκε στην πορεία.

 

Πέρασαν ημέρες από την άφιξη των δύο νέων αντρών.  Μία-δύο φορές η Μαρία τους είχε δει άθελά της να φέρνουν βόλτα στην αυλή τους, όταν  είχε ανοίξει τα παράθυρα του δωματίου της για να το αερίσει λιγάκι.  Η Άνοιξη προμήνυε πως το καλοκαίρι πλησίαζε ολοταχώς. Τα λουλούδια στον κήπο τους είχαν ανθίσει, οι γραβανιές είχαν μπουμπουκιάσει και οι γλάστρες με το βασιλικό στο παράθυρο της, είχαν αρχίσει να γεμίζουν από τη μυρωδάτη πρασινάδα. Της άρεσε λοιπόν «εκείνη η γλυκειά ανοιξιάτικη πνοή να γλυστράει πάνω από το περβάζι του μεγάλου παραθύρου» μέσα στο όμορφο δωμάτιό της -λες και επρόκειτο για μαγική πεμπτουσία και όχι για άρωμα που αναδυόταν από τον φυτόκοσμο και σκορπιζόταν στον αέρα.

Η αυλή των Βασιλείου ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο  από εκείνο του σπιτιού τους.  Πέρα  από μία συκιά σε μία από τις γωνίες της, η υπόλοιπη ήταν γυμνή από δέντρα ή άνθη και ένα δυο λουλουδάκια απεριποίητα σε γλάστρες ανήκαν σε κάποιον από τους ενοικιαστές τους.  Έτσι εντελώς τυχαία, η οικογένεια της Μαρίας, τους έβλεπαν να κυκλοφορούν εδώ κι εκεί στη στεγνή αυλή τους, πότε με τις ρόμπες τους πάνω από τις πυτζάμες τους και πότε με τη φανελίτσα τους σε ζεστότερες ημέρες.  Η Μαρία τραβούσε γρήγορα την κουρτίνα του παραθύρου της και κατέφευγε στην τραπεζαρία τους, όπου άκουγε το ραδιόφωνο ή έκανε κάτι χρήσιμο για την ώρα της, αν ήταν μόνη στο σπίτι τους.

Ο πατέρας της που δεν ανεχόταν τέτοιου είδους συμπεριφορές από άντρες, τους κατηγορούσε για απρέπεια και καθώς   ένιωθε ότι τα μάτια τους ήταν πάνω στην θυγατέρα του οργιζόταν ακόμη περισσότερο. «Φτου σας παλιοχωριάτες! Γυρνάν λες και είναι στη θάλασσα. Έχουμε και κορίτσια βρε χαϊβάνια! Αλλά και τι να πεις; κάνουν τους πρωτευουσιάνους.  Μην τους κυττάτε μωρέ τους παλιοχωριάτες. Αυτά θέλουν γι αυτό και ξεμπλετσώνουνται μπροστά στο άλλον κόσμο!» είχε πει κάποια φορά που τους είχε «τσακώσει» να κυττάζουν προς το σπίτι τους.

Η Μαρία κοκκίνιζε από τη στάση του πατέρα της.  «Δεν ήταν όμως και ολωσδιόλου άδικος!» σκεφτόταν.  Δεν του έδινε λοιπόν αφορμές για ν’ ανησυχεί με τη συμπεριφορά της απέναντι σ’ εκείνους τους «παλιο-χωριάτες», όπως τους είχε αποκαλέσει θυμωμένος.

 

Δεν πέρασαν μέρες και κάποια στιγμή, όπως ήταν φυσικό, η Μαρία έπεσε επάνω στη Βάσω και τους αδερφούς της. Σάστισε, αλλά προσπάθησε να ηρεμήσει και μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο φρόντισε να κρατήσει με την τυπικότητά της, την απόστασή της από εκείνους.  Έγιναν οι συστάσεις από τη Βάσω και τα παράπονα ότι δεν πάταγε στο σπίτι τους, ενώ άλλοτε έκαναν τόσα σχέδια να βγαίνουν έξω όλοι μαζί…  ότι την απέφευγε και τα παρόμοια.  Οι δύο άντρες ήταν αρκετά ευγενικοί με τη Μαρία κι εκείνης τα μάτια, άθελά της, στάθηκαν περισσότερο στο Δημήτρη για το ψηλό παρουσιαστικό του και τη διάθεσή του. Ο Βασίλης, κοντότερος και «παχουλούλης», ήταν πιο συγκρατημένος, «ίσως γιατί η επιστήμη του τον είχε κάνει σοβαρότερο, από ότι η φιλολογία το νεότερο αδερφό του», είχε σκεφτεί η Μαρία κάνοντας μία γρήγορη σύγκριση των δύο.

-Λοιπόν Μαρία, θα τα καταφέρουμε να σε πείσουμε να πάμε μαζί για καφέ;  είχε ρωτήσει ο Δημήτρης, βάζοντας τα δυνατά του να τη γοητεύσει.

-Συγγνώμη αλλά δε θα μπορέσω, δικαιολογήθηκε η νέα.

-Ίσως μια άλλη ημέρα; επέμενε εκείνος.

-Δεν μπορώ να σας απαντήσω, είπε η Μαρία, όσο πιο ευγενικά μπορούσε.

Χώρησαν, χωρίς τα τρία αδέρφια να πείσουν τη Μαρία ν’ αποδεχτεί την πρόσκλησή τους.

-Αλλιώς μας τά ‘πες, είπε ο Βασίλης κυττάζοντας αυστηρά τη Βάσω.

-Ε, άν έχει φίλο… ξέρεις πώς είναι, είπε εκείνη πικρόχολα.

-Φαίνεται καλό κορίτσι, είπε ξανά ο Βασίλης και κύτταξε επίμονα τη Βάσω.

Εκείνη απέφυγε το βλέμμα του, μη ξέροντας τι να πει.

-Εντάξει, εντάξει, σ’ ακούσαμε, είπε ξαφνικά με πείσμα.

-Την ζηλεύεις; τη ρώτησε ο Βασίλης κυττώντάς την προσεκτικά.

-Γιατί να τη ζηλέψω;  Τι έχει αυτή που δεν το έχω εγώ; ρώτησε νευριασμένη η Βάσω.

-Έχετε μόνο ένα κοινό: ότι είστε και οι δύο γένους θηλυκού, απάντησε αυστηρά ο Βασίλης.

-Παράτα με! Ακόμη ούτε που τη γνωρίζεις, και μιλάς, είπε η Βάσω και προχώρησε μόνη της, ως το σπίτι τους.

Την επόμενη ημέρα, νά ‘σου πάλι η Βάσω επιδεικνύοντας την ίδια αφελή συμπεριφορά: «το βιολί βιολάκι», σα να μην είχε ποτέ συμβεί τίποτα. Πλησιάζοντας τον φράχτη, καλημέρισε την μητέρα της Μαρίας.

-Καλημέρα κυρία Φρόσω…

Η Φρόσω που τίναζε έναν διάδρομο στην πίσω βεράντα, ανταπόδωσε τον χαιρετισμό της.

-Καλημέρα παιδί μου.  Τι κάνεις;

-Καλά είμαι κυρία Φρόσω μου. Ήθελα να σας παρακαλέσω για κάτι.  Είδαμε την Μαρία εχτές και νομίζω ότι δεν θέλει να βγούμε όλοι μαζί, γιατί δεν την αφήνετε.

-Ποιος το είπε αυτό; είπε η Φρόσω, ντροπιασμένη.

-Λέω κυρία Φρόσω μήπως δεν την αφήνετε, ξέρω κι εγώ;  είπε, προσπαθώντας να διορθώσει το προηγούμενο ψέμα της

-Φρόσω! Ακούστηκε η φωνή του άντρα της καθώς ερχόταν να την βρει.

-Εδώ, έξω στη βεράντα, απάντησε εκείνη.

-Α, μπα, η Βάσω! Τι κάνεις παιδί μου; ρώτησε ο Πανεράκης βλέποντας πως η γυναίκα του προφανώς μίλαγε με τη γειτόνισσα και τους είχε διακόψει.

-Καλά είμαι, κύρ-Γιώργο… ήρθα να σας ζητήσω μια χάρη, είπε αδίστακτα εκείνη.

-Ναι; σε ακούω, απάντησε ο Πανεράκης με φανερή περιέργεια.

Τι θα μπορούσε να του ζητήσει η γειτόνισσά τους.

-Να… θα ήθελα να σας ρωτήσω αν αφήνετε τη Μαρία να έρθει μαζί μας για καφέ.

-Πού; ρώτησε με υποψία ο Πανεράκης.

-Πού αλλού κυρ-Γιώργο; Στην πλατεία.  Θα βγούμε παρέα με τα αδέρφια μου, χαμογέλασε εκείνη, εντελώς κυρία του εαυτού της.

Ο Πανεράκης μπερδεύτηκε για μία στιγμή, αλλά ύστερα είπε με αυστηρό ύφος:

-Ε, αφού μου το ζητάς εσύ… Μην αργήσετε όμως, εντάξει; Δεν θέλω την κόρη μου να γυρνάει έξω, πέρα από τις εννιά το βράδυ.

-Ευχαριστώ πολύ κυρ-Γιώργο, είπε εκείνη και χαμογέλασε με μία ελαφρή ειρωνία στη φωνή της, που δεν διέφυγε την προσοχή της Φρόσως.

Ωστόσο, φώναξε την κόρη της:

-Μαρία… σε θέλει η Βάσω….

Δεν άργησε να φανεί η Μαρία.

-Καλημέρα Βάσω, είπε παραξενεμένη.  Με θέλεις για κάτι;

-Γεια σου Μαρία! Ξέρεις, ρώτησα  τον πατέρα σου και είπε ότι μπορείς να έρθεις μαζί μας για καφέ.  Θα έρθεις λοιπόν;

Η Μαρία κύτταξε τη μάνα της.  Η ματιά της ήταν πολύ αυστηρή.

-Να σου πω… δεν μπορώ σήμερα, ίσως μία άλλη φορά.

Η Φρόσω που μπήκε ξαφνικά μέσα, δεν μπόρεσε να κρύψει την ικανοποίησή της.

Η Μαρία, παρόμοια με τους γονείς της, μυριζόταν κάτι ύποπτο σ’ όλα αυτά.  Κάποια πράγματα δεν της φαίνονταν σωστά.  Και πρώτα από όλα δεν καταλάβαινε την επιμονή της Βάσως.  Μήπως τ’ αδέρφια της Βάσως την είχαν ανάγκη; Μάλλον όχι.  Αυτό απαντούσε η λογική της.  «Ύστερα δεν μπορεί, θα πρέπει να ανήκουν σε κάποιους συγκεκριμένους κύκλους…  λόγω σπουδών και τα παρόμοια» είχε συλλογιστεί. Αυτή που θα χωρούσε;  Εκτός του ότι δεν είχε χρήματα για να κυκλοφορεί ελεύθερα, ο πατέρας της και η μάνα της το είχαν τονίσει: Όφειλε να κρατήσει τη θέση της όσο πιο ψηλά μπορούσε κι αυτό σίγουρα δε θα γινόταν με το να βγαίνει με δύο αγνώστους ανθρώπους, και μάλιστα από μία οικογένεια, που θεωρούσαν το χρήμα, ως το πιο σπουδαίο κριτήριο για την επιτυχία, αλλά και για την ευτυχία των δύο «μορφωμένων» γιών της. «Όχι δεν θα το κάνω!» ξανασκέφτηκε και ξαναείπε:

-Συγγνώμη! Ίσως κάποια άλλη φορά. Δεν θα χαθούμε δα! Γείτονες είμαστε.

 

Πέρασαν μερικές ημέρες από εκείνη την τελευταία φορά που μίλησε με τη Βάσω. Η Μαρία αισθανόταν πολύ καλά, πολύ ελεύθερη.  Όλοι της έλεγαν όχι μόνο πόσο  μυαλωμένη ήταν, αλλά και πόσο όμορφη και ταπεινή και ένιωθε περήφανη που δεν είχε υποκύψει στις αγενείς πιέσεις της γειτόνισσας. Η Μαρία από πολύ ενωρίς είχε αναπτύξει έναν ιδιόμορφα δυνατό χαρακτήρα και μία ασυνήθιστη για την ηλικία της ωριμότητα. Ήταν αξιοπρεπής, περήφανη, ήθελε να είναι καλή και όχι απλά να φαίνεται, κι είχε πάντα καλούς τρόπους.  Ήξερε πώς να αντιμετωπίζει πολλές καταστάσεις: τη συνομιλία σε οποιοδήποτε θέμα, να μπορεί να καθήσει στο τραπέζι με τους πιο απαιτητικούς κανόνες του σαβουάρ-βιβρ.  Η αλήθεια είναι ότι ποτέ της δεν είχε περιοριστεί στα μαθήματα του Γυμνασίου. Είχε μάθει να ράβει κάποια από τα ρούχα της -μία φούστα ή ένα εύκολο ενσάμπλ- της άρεσε το κέντημα, το μαγείρεμα, η καθαριότητα, η κηπουρική και τόσα άλλα.  Το καλύτερό της χόμπι ήταν το διάβασμα κι ύστερα η μουσική.  Πέρα  από τις ασχολίες αυτού του είδους, φρόντιζε να γυμνάζεται -έστω και είκοσι λεπτά- τέσσερις ή πέντε φορές την εβδομάδα, «για να μη σκουριάζουν οι κλειδώσεις» της, όπως έλεγε, χαμογελώντας ευχαριστημένη με τον εαυτό της.

Τα ενδιαφέροντά της την είχαν απομακρύνει από τα φτηνά περιοδικά, και την είχαν ωθήσει στις εφημερίδες για την καθημερινή ενημέρωσή της, σε μελέτες σχετικές με την επιστήμη που ονειρευόταν να ακολουθήσει, καθώς και στη μελέτη έργων κλασσικών ή αναγνωρισμένων συγγραφέων της εποχής τους.  Τα δώρα της ήταν πάντα βιβλία και πολύ λιγότερο την ενδιέφεραν πράγματα όπως η πολυτέλεια ή οι έξοδοι με παρέες ή τα πάρτυ, που ήταν δικαιολογία για να γνωρίζονται και να «τα φτιάχνουν μεταξύ τους οι νέοι για χάρη του έρωτα και μόνο».  Αυτά τα τελευταία ούτως ή άλλως, ήταν απαγορευμένος καρπός.  Δεν την ένοιαζε όμως γιατί δεν τα είχε ανάγκη.  Είχε όμως μία καλή φίλη την Κατερίνα -φίλες από παλιά από τα χρόνια του Δημοτικού και ύστερα στο Γυμνάσιο- και δύο-τρεις άλλες, που κάνανε παρέα.  Όταν αντάμωναν όλες μαζί το τι αστείο και γέλιο έπεφτε… δεν περιγράφεται. Τ’ ανέκδοτά τους ήταν ατέλειωτα και το καλαμπούρι τους ανεξάντλητο.  Ήταν όλες «μονές»,  δεν τις πείραζε που δεν είχαν φίλο κι ούτε που σκέφτονταν κάτι τέτοιο,  για το άμεσο μέλλον. Τα προβλήματα των σχέσεων με το άλλο φύλο τους ήταν γνωστά και ο πονοκέφαλός τους… μεγάλος.  Τα κοριτσόπουλα καλοπερνούσαν με τα δικά τους: την βολτίτσα τους, τις μικροεκδρομούλες τους, τον κινηματογράφο και τα μικροφλερτάκια τους ή τους πλατωνικούς τους έρωτες.  Όταν μαζεύονταν στα σπίτια της μιας ή της άλλης φίλης -πάντα μεταξύ τους- άκουγαν μουσική, έλεγαν πολλά ανέκδοτα, μιλούσαν για τη μόδα ή για τα αγόρια και τη σχέση τους με το φύλο τους και συχνά κριτικάριζαν κάποια νουβέλα ή κάποιο σχόλιο στις εφημερίδες.  Στην πραγματικότητα τα πολιτικά δεν ήταν και πολύ της αρεσκείας τους. Άλλωστε δε συνηθιζόταν στους κοριτσίστικους κύκλους ν’ ασχολούνται με τέτοια σοβαρά πράγματα για τα οποία τα κοριτσόπουλα δεν ήταν αρκετά ενημερωμένα. Αυτά ήταν θέματα κατοπινά… εκεί… στο Πανεπιστήμιο ίσως να αποκτούσαν τη συνείδηση του τι εστίν πολιτική: συλλαλητήρια απεργίες και τα συναφή, και πόσο σκληροί ήταν οι καρποί της. Όλες ονειρεύονταν «μία θέση στον ήλιο» που θα τους την εξασφάλιζε η οικονομική ανεξαρτησία μέσω σπουδών. Δύο απο τις φίλες τους  ετοιμάζονταν για την Παιδαγωγική Ακαδημία.  Η στενή της φίλη η Κατερίνα είχε διαλέξει την Μαθηματική Σχολή  και ετοιμαζόταν για τις εξετάσεις εκείνο το χρόνο.

 

Δύσκολοι οι καιροί. Και πότε δεν ήταν; Η χώρα σύσσωμη αγωνιζόταν να ξεπεράσει τα αιώνια προβλήματά της: το θέμα της οικονομίας ήταν παντοτινό. Οι υπηρεσίες ήταν μετρημένες και οι θέσεις λιγοστές. Τα μέσα και το ρουσφέτι πήγαιναν καπνός, η γραφειοκρατία που ταλάνιζε τους μη έχοντας τα μέσα, απασχολούσε κάποιους υπαλλήλους, ενώ οι λοιποί μόλις φυτοζωούσαν! Τα οικομικά–κοινωνικά προβλήματα, χειροπιασμένα, ταλαιπωρούσαν τη χώρα που μόνο χώρα των ζητιάνων δεν είχε καταντήσει. Αυτό το διαπίστωνε κανείς στους δρόμους και στις εκκλησίες.    Είχαν ανοίξει οι δρόμοι στο άγνωστο «με βάρκα την ελπίδα!» στην κυριολεξία! Καταβρόχθιζαν τους νέους ανθρώπους που μετανάστευαν και ερήμωναν την ελληνική επαρχία. Η ζωή ποτέ δεν ήταν εύκολη.  Όμως οι ξένες πατρίδες ήταν ανέκαθεν το μεγαλύτερο και το πιο απάνθρωπο τίμημα για την εξασφάλιση του επιούσιου.

Ήταν η σπουδαία δεκαετία του 1960.

 

Είχε καλοκαιριάσει για τα καλά. Εκείνο το απόγευμα η Μαρία είχε ραντεβού με την φίλη της, την Κατερίνα. Είχε  ντυθεί πολύ όμορφα.  Ένα μονοκόμματο φόρεμα από όμορφη άσπρη ποπλίνα, με κάθετα κεντίδια σε απαλά χρώματα -πορτοκαλί και πράσινο- εφαρμοστό στη μέση και ίσιο στη φούστα –μόλις κάτω από το γόνατο-, «ξεμανίκωτο» και με «λαιμόκοψη», άφηνε τους λεπτούς, κομψούς, στρογγυλούς ώμους της να διαγράφονται και τα λεπτά μπράτσα της να χύνονται όμορφα, διατεθειμένα να αποδεχτούν τη μελαχροινάδα που προσφέρει ο ήλιος.  Τα άσπρα αξεσουάρ -γοβίτσες και τσάντα- συμπλήρωναν το απλό και κομψό ντύσιμό της.  Καθώς άφηνε το σπίτι και πριν ακόμη ανοίξει την εξώπορτα άκουσε τη μητέρα της να φωνάζει:

-Μαρία, να προσέχεις παιδί μου και μακριά… ξέρεις εσύ.

Εννοούσε βέβαια τους Βασιλείου. Ύστερα μόνη της και ενώ η Μαρία είχε σταθεί στην πόρτα για να ακούσει την μητέρα της, βάλθηκε να μιλάει στον εαυτόν της: «Βάλανε την αδερφή τους να σε ψαρέψει. Καλά το λένε: οι φίλοι βγάζουν μάτια!» Εμείς δε διαθέτουμε προίκες, την τιμή μας έχουμε μόνο, μ’ ακούς;»  ρώτησε πιο έντονα αυτή τη φορά.

-Ναι μαμά… Μπορώ να κάνω και αλλιώς; Έτσι που φωνάζεις… θα σ’ ακούσουν και οι «καλοί» μας γείτονες! Αλλά προσπάθησε να θυμάσαι πως ακόμη καλά-καλά δεν τους είδα, επομένως ούτε που τους  ξέρω. Μην ανησυχείς σε παρακαλώ, δεν είμαι κανένας βλάκας. Ξέρω τι να κάνω αν βρεθούν μπροστά μου, απάντησε εκείνη.

Η Μαρία όλα αυτά δεν τα έλεγε έτσι απλά, τα πίστευε κιόλας.  Παρόλο που δεν είχε συμπληρώσει τα δεκαεννιά της χρόνια, ήξερε πολύ καλά πώς να φερθεί στις πιο πολλές περιπτώσεις τέλος πάντων και να βγάζει ασπροπρόσωπους τους γονείς της.

Η ώρα είχε κιόλας περάσει.  Χαιρετώντας την μητέρα της άνοιξε τελικά την εξώπορτα κι αποχώρησε βιαστικά.  Πήρε την αστική συγκοινωνία, γιατί αλλιώς δε θα τα κατάφερνε να είναι στην ώρα της στο ραντεβού της με την Κατερίνα.  Κατέβηκε στην Πλατεία τελικά και προχώρησε προς το café όπου είχαν συννενοηθεί να συναντηθούν.  Στο μυαλό της ήρθαν τα λόγια της μάννας της.  Χαμογέλασε στη σκέψη της.  «Πες ότι τους συναντάω κάποια στιγμή. Εντάξει, θα τους γνωρίσω -ίσως ναι, ίσως όχι- λίγο καλύτερα κι αυτό θα είναι το τέλος.  Η Βάσω θα το πάρει απόφαση ότι δε μ’ ενδιαφέρουν οι δύο αδερφοί της και θ’ αρχίσει να βγαίνει μόνη μαζί τους, μέχρι να «τακτοποιηθούν» κι έτσι θα ησυχάσω από δαύτη».

-Μπα… μπα!   Η Μαρία μας! άκουσε ξαφνικά την αντιπαθητική φωνή της Βάσως.

«Ο Χριστός και η Παναγία! Κατά φωνή και…» σκέφτηκε η Μαρία σαστισμένη από το απρόοπτο.  Δεν μπορούσε να καταλάβει από πού είχαν ξεφυτρώσει και ήταν εκεί μπροστά της αυτή, «ο κοντούλης-παχουλούλης Βασίλης και ο ψηλός Δημήτρης… Ω, εκείνη… κι αν δεν καμάρωνε σα γύφτικο σκεπάρι ανάμεσά τους!»  Τους έβλεπε λίγο καλύτερα από εκείνη την πρώτη φορά.  Α, ναι βέβαια!  Ήταν κι αυτοί ξανθοί και με γαλανά μάτια, σαν τη Βάσω. «Βρε… βρε… τα τζιμάνια!» σκέφτηκε μέσα της και χαμογέλασε στη σκέψη της ειρωνικά. Όμως αυτό άλλαξε και απότομα ένιωσε να θυμώνει, λες και εκείνοι δεν είχαν δικαίωμα να παρουσιαστούν μπροστά της.

-Καλησπέρα, είπε προσπαθώντας να φανεί αδιάφορη χωρίς επιτυχία.

Οι δύο άντρες την καλησπέρισαν ευγενικά και περίμεναν με αρκετό τακτ για τη Βάσω, που με ύφος γεμάτο υπεροψία είπε:

-Να σου συστήσω ξανά τ’ αδέρφια μου Μαρία! Γιατί έτσι που σε είδαμε την τελευταία φορά… θέλω να πω, έτσι που βιαζόσουν… δε νομίζω να τους θυμάσαι!

-Ο Δημήτρης και ο Βασίλης.  Δε χρειάζεται να μου θυμίσεις ονόματα, έχω αρκετά καλή μνήμη, φοβάμαι!  Είπε ειρωνικά χωρίς καμμία επιφύλαξη αυτή τη φορά.

-Βουνό με βουνό μόνο δε σμίγει αγαπητή μου! είπε ο Δημήτρης και περίμενε τη Μαρία ν’ ανταποκριθεί.

Εκείνη χαμογέλασε αφήνοντας μία σειρά διαμαντένια δόντια ν’ αστράψουν κι έτεινε το χέρι της προς τον Δημήτρη. «Τουλάχιστον ξέρει τους κανόνες του σαβουάρ βιβρ!» σκέφτηκε μέσα της.  Ο Βασίλης την κύτταζε χωρίς να κρύβει το θαυμασμό του.  Η Μαρία τραβώντας επιδεικτικά το χέρι της από την παλάμη του Δημήτρη, μια κι εκείνος δεν εννοούσε να τ’ αφήσει, το έτεινε στη συνέχεια στο Βασίλη,  χαμογελώντας ευγενικά.  Δεν είχε σκοπό να τους αποκαλύψει τη δυσαρέσκειά της, όχι εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον.

-Τι κάνετε; Χαίρομαι που σας ξανα-γνωρίζω! είπε και γέλασε χαριτωμένα, λες και επρόκειτο για κάποιο παιχνίδι.

Μα ναι, της άρεσε ξαφνικά αυτό… το παιχνίδι! Ο Βασίλης έτεινε το χέρι του κρατώντας τα μάτια του μέσα στα δικά της. «Κούκλα είναι!» σκέφτηκε μέσα του και με κωμικό τρόπο που έκανε την ομήγυρι να γελάσουν είπε:

-Εγώ να δεις!

Δεν ήταν όμως αστείο. Ο Βασίλης είχε ερωτευτεί τη νέα από την πρώτη φορά που την είχε γνωρίσει. Ήταν ο αποκαλούμενος κεραυνοβόλος και ξεχάστε το, αν σας λένε ότι δεν υφίσταται. «Να μια γυναίκα που θα έκανε και τον δυσκολότερο άντρα ευτυχισμένο!» είχε σκεφτεί στα ενδόμυχα του νου του, χωρίς να κυττάξει τίποτ’ άλλο.  Η Μαρία τον είχε κιόλας στεναχωρήσει.  Το έβλεπε.  Το κοριτσάκι ήταν σοβαρό, έξυπνο και καλοβαλμένο. Από πού τα ήξερε όλα αυτά;  Ύστερα μάλιστα από την πρώτη-γρήγορη συνάντησή τους ο Βασίλης είχε στεναχωρηθεί από τις κατηγορίες της κακεντρεχούς Βάσως, για το «κοριτσάκι».  Ήταν ακριβώς το αντίθετο από ότι έλεγε «η κακίστρω η Βάσω».  Απλή, υπερήφανη, ευγενική, η Μαρία ήταν αναμφίβολα μία γλυκειά ύπαρξη.  Έπαιρνε όρκο γι αυτό. Τι  να έκανε όμως; Έβλεπε ότι ο Δημήτρης κέρδιζε.   «Τα μάτια της είχαν δείξει την προτίμησή τους», είχε σκεφτεί ο Βασίλης, έστω κι αν αυτό δεν ήταν, παρά μόνο μία εντύπωση.

-Μπορούμε να σας κεράσουμε έναν καφέ; ρώτησε ευγενικά ο Δημήτρης.

-Ευχαριστώ αλλά δε θα μπορέσω…  Έχω ραντεβού με τη φίλη μου, την Κατερίνα. Την ξέρεις Βάσω! είπε η Μαρία απευθυνόμενη προς την αδερφή τους.

-Ίσως θα μπορούσαμε να το κάνουμε κάποια άλλη μέρα,  πρόσθεσε ο Βασίλης.

-Ίσως! έκανε η Μαρία και ζητώντας συγγνώμη έκανε ν’ αποχωρήσει.

-Τώρα έχουμε το «ίσως» της Μαρίας για να πιαστούμε από κάπου, ψιθύρισε ο Βασίλης με παράπονο.

-Συγγνώμη, δεν κατάλαβα τι είπατε, είπε η Μαρία απευθυνόμενη στον Βασίλη.

-Θα χαρούμε πολύ αγαπητή να πιούμε έναν καφέ, ένα ποτό, κάτι τέλος πάντων!  επέμενε τώρα ο Βασίλης.

-Ναι βέβαια, κάποια άλλη στιγμή, ευχαρίστως! είπε η Μαρία κι αφού τους χαιρέτησε προχώρησε προς το ζαχαροπλαστείο όπου την περίμενε η Κατερίνα.

Η  Μαρία  ένιωθε  μία ανεξήγητη, αδικαιολόγητη αναστάτωση. «Κακός οιωνός, ετούτο» σκέφτηκε. Στην απουσία τους προσπάθησε να επανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. «Σα θηρία έτοιμα να κατασπαράξουν το θύμα τους ήταν αυτοί οι δύο!» σκέφτηκε ερμηνεύοντας τη λάμψη των ματιών τους όταν την κυττούσαν κι ένας φόβος φώλιασε μέσα της ξαφνικά.  Όχι δε θα πήγαινε για καφέ μαζί τους.  Δεν τους εμπιστευόταν.  Το ένστικτό της της υπαγόρευε να κρατήσει την απόστασή της από τη συντροφιά τους. Όταν λοιπόν συνάντησε την Κατερίνα, ήταν ασυνήθιστα σοβαρή.

-Τι σου συμβαίνει φιλενάδα; ρώτησε η Κατερίνα.

-Τίποτε στην ουσία. Θα γελάσεις αν σου πω…

-Δοκίμασέ με!

-Μόλις συναντήθηκα με «το τρίο Βασιλείου». Δύο αδερφοί και η αδερφή.  Αλατιέρα σου λέω! είπε η Μαρία κουνώντας το κεφάλι της.

-Ενδιαφέρον! Πώς σου φαίνονται τέλος πάντων αυτοί οι δύο; Οπωσδήποτε  εξυπνότεροι από τη Βάσω. Τελείωσαν Πανεπιστήμιο οι χριστιανοί! είπε η Κατερίνα κυττάζοντας πλάγια τη φίλη της.

-Χμ! Ίσως! Δεν ξέρω γιατί ανησυχώ! είπε πάλι η Μαρία.

-Έλα καϋμένη, που βλέπεις φαντάσματα εκεί που δεν υπάρχουν! επέμενε η Κατερίνα.

-Τι παρήγγειλες; ρώτησε η Μαρία λες και ήθελε ν’ αποφύγει περεταίρω συζήτηση με τη φίλη της για τα τρία αδέρφια Βασιλείου.

-Έναν ελληνικό σκέτο, είπε η Κατερίνα με σοβαρότητα.

-Πώς τον πίνεις αυτόν τον καφέ παιδί μου; είπε η Μαρία κάνοντας μία γκριμάτσα.

-Α! Περί γούστου… είπε αστειευόμενη η Κατερίνα.

-Σωστά… σωστά… Ε, τότε και εγώ έναν ελληνικό σκέτο, για νά ‘μαστε… ασσορτί! γέλασε με τη σειρά της η Μαρία.

Ήρθε μία σερβιτόρα και παρήγγειλαν  τον καφέ της Μαρίας.

-Οι γονείς μου τρέμουν, λες και πρόκειται για κάποιον μπαμπούλα, είπε σκεφτική η Μαρία.

-Αν εννοείς το τρίο… Δεν έχουν και άδικο.  Η οικογένεια Βασιλείου, τρέχει από πίσω σου, από ότι καταλαβαίνω.  Οικογενειακή εφόρμηση! Τι τους συμβαίνει;

-Καλή η ερώτηση, αλλά εγώ, τι θα πρέπει να κάνω; Ποια είναι η γνώμη σου; ρώτησε η Μαρία.

-Τίποτα να μην κάνεις. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει… έστω κι αν προσπαθείς ν’ αποφύγεις κάποια πράγματα.  Εξάλλου δε σε φοβάμαι εσένα. Δεν είναι λίγοι αυτοί που έσπασαν τα μούτρα τους μαζί σου, είπε χαριτολογώντας η Κατερίνα.

-Υπερβάλλεις τώρα, αλλά εντάξει δε λέω τίποτα. Θα προσπαθήσω ν’ αποφύγω τις κακοτοπιές, είπε ξανά η Μαρία καθώς ήθελε ν’ αφήσουν αυτή τη συζήτηση στην άκρη.

 

Τρίτη απόγευμα, και η Μαρία είχε αποφασίσει να καθήσει μέσα και να διαβάσει, όπως έκανε τα περισσότερα απογεύματα.

-Μαρία… Μαρία!

Ήταν η Βάσω, Τριτιάτικα.

-Μαμά, δεν είμαι εδώ, μ’ ακούς;  είπε η Μαρία σε χαμηλό τόνο στη μάνα της, όταν ήρθε μέσα να της πει, ότι τη φώναζε η γειτόνισσα.

Η Φρόσω δεν είπε κουβέντα.  Μόνο βγήκε στην πίσω βεράντα.

-Καλησπέρα παιδί μου.  Η Μαρία δεν είναι εδώ!  Θέλεις να της πω κάτι;

-Κυρία Φρόσω, θα είμαι στο σπίτι μου… όταν θα έρθει, αν θέλει ας περάσει, να πιούμε έναν καφέ.

-Εντάξει θα της  το πω.  Γεια σου τώρα, είπε η Φρόσω και μπήκε μέσα.

Ήταν θυμωμένη.  Διαισθανόταν την κακία της Βάσως.

-Βρωμοκόριτσο, πάει να μπλέξει τη Μαρία μου! Ευτυχώς το παιδί μου δεν είναι τέτοιο.

Η Φρόσω, δεν είπε τίποτε άλλο στη Μαρία.  Ετοιμάστηκε να βγει.  Ήθελε να επισκεφτεί τη μητέρα της, που ζούσε χρόνια τώρα με  την αδερφή της.  Δεν έμεναν και τόσο μακριά απ’ αυτούς, αλήθεια.

-Μαρία, εγώ θα πάω στη γιαγιά.  Αν θες να έρθεις αργότερα, θα γυρίσουμε μαζί.

-Δεν ξέρω μαμά. Ίσως! είπε η Μαρία χωρίς να έχει κάτι συγκεκριμένο κατά νου.

Είχαν περάσει κανα -δυο ώρες αφότου είχε φύγει η μητέρα της.  Πλησίαζε οχτώ απογευματινή.  Ήταν αλήθεια ωραίο εκείνο το απόγευμα.  Το καλοκαίρι είχε καταφθάσει και οι μυρωδιές του μικρού τους κήπου εξελίσσονταν σε αισθησιακό παράγοντα μέσα σ’ εκείνη την ησυχασμένη ατμόσφαιρα.  Ήταν όμορφα.  Όχι όμως για πολύ, γιατί έτσι ξαφνικά ακούστηκε να καλεί ποιος άλλος από την ενοχλητική γειτόνισσά της!

-Μαρία!.. Μαρία!.. άκουσε τη Βάσω για δεύτερη φορά εκείνο το απόγευμα.

«Διάβολε! Δεν το βάζει κάτω.  Πρέπει να μπορώ να την αντιμετωπίζω!» σκέφτηκε παίρνοντας βαθιά αναπνοή.

Σηκώθηκε αργά και προχώρησε προς την πίσω πόρτα. Άνοιξε και βγήκε στη βεράντα.  Ο ήλιος βάδιζε σταθερά προς τη δύση του.  Την είδε να κάθεται δίπλα στο φράχτη. «Μια τέτοια ώρα;» αναρωτήθηκε η Μαρία.

-Τι κάνεις τέτοια ώρα δίπλα στο φράχτη, παιδί μου; ρώτησε περίεργη.

-Γεια σου Μαρία… Ξέρεις τα παιδιά κι εγώ σκεφτήκαμε να σε καλέσουμε να πιούμε έναν καφέ, δε σου είπε η μάνα σου; ρώτησε χωρίς να έχει απαντήσει στην ερώτηση της Μαρίας.

-Όχι, γιατί δεν την είδα. Έλειπε όταν γύρισα πίσω. Τέτοια ώραόμως για καφέ;  Είναι κάπως αργά.  Λείπουν  και οι γονείς μου.  Δεν μπορώ να βγω, απάντησε η Μαρία ήσυχα.

-Γιατί μωρέ;  Ένας τοίχος μας χωρίζει. Δε θα πας μακριά! είπε θιγμένη δήθεν, η Βάσω.

-Αυτό είναι αλήθεια! είπε η Μαρία κι απόρησε που της ξέφυγε κάτι τέτοιο.

-Λοιπόν; επέμενε η Βάσω.

-Καλά, καλά… Ν’ αφήσω ένα σημείωμα στη μάννα μου τουλάχιστον, είπε ράθυμα η Μαρία.

-Έλα από εδώ.  Θα σε περιμένω, επέμενε εκείνη.

-Δεν μπορώ να έρθω από το φράχτη! Συγγνώμη, δεν κάνω τέτοια πράγματα, απάντησε η Μαρία και η φωνή της έκρυβε ακαταδεξία και περιφρόνηση.

-Εγώ πώς το κάνω; ρώτησε εντελώς ανόητα η Βάσω, που δεν ήξερε πού να τραβήξει τη γραμμή μεταξύ του χυδαίου και της καλής συμπεριφοράς.

-Έλα, άσε τώρα. Εντάξει, θα έρθω… κι από το δρόμο.  Αν θες περίμενέ με έξω από την εξώπορτά σου, αλλιώς… καλύτερα να έρθω μία άλλη μέρα, πρότεινε η Μαρία σε τόνο που δε σήκωνε άλλα λόγια.

-Εντάξει μωρέ!  είπε η Βάσω φανερά εκνευρισμένη.

Η Μαρία την άφησε, μπήκε μέσα, φόρεσε ένα άλλο μπλουζάκι, μία ίσια κομμένη φούστα, τα καφέ της πέδιλα και αφήνοντας ένα σημείωμα στη μητέρα της, πήρε μία ελαφριά πλεχτή ζακέτα απάνω της και βγήκε στο δρόμο του σπιτιού της.  Ήταν  περασμένες οχτώ και μισή.  Στο δειλινό  ο τόπος είχε πάρει να σκιάζεται αν και οι τελευταίες λιγοστές λάμψεις του ήλιου στη δύση έγλυφαν κάποια ψηλά μέρη του. Δεν άργησε να βγει στον κεντρικό δρόμο. Δεν υπήρχε πολύ κίνηση. Τα φώτα του Δήμου  είχαν αρχίσει να  ανάβουν και κάποιοι που περπατούσαν βιαστικά γυρνώντας από τις δουλειές τους, της φάνηκαν ότι την κύτταζαν.  Αυτά είχαν οι γειτονιές και οι γείτονες.  Ωστόσο η Μαρία δεν είχε και πολλούς γνωστούς τριγύρω. Με τη μελέτη και τα λίγα πάρε-δώσε των γονέων της με τους γείτονες, δεν γνώριζε την πλειοψηφία τους.

Σε λίγα λεπτά είχε φτάσει στο σπίτι των Βασιλείου.  Δεν την περίμενε όμως η Βάσω όπως είχαν συμφωνήσει, αλλά ο Δημήτρης. Προσποιήθηκε ότι δεν τον είδε κι ετοιμάστηκε να κάνει στροφή και να φύγει, όταν άκουσε τη φωνή του:

-Μαρία! Μαρία, μη φεύγεις!  Ο Δημήτρης είμαι.

Η Μαρία και πάλι προσποιήθηκε ότι δεν τον είχε δει και τον καλησπέρισε.

-Καλησπέρα σας!

-Καλησπέρα σου! Στον ενικό Μαρία! Μη με κάνεις να νιώθω εκατό χρονών με τον πληθυντικό σου!

Η Μαρία δεν γέλασε όπως ίσως και να ήταν φυσικό εκείνη τη στιγμή. Απεναντίας τον κύτταξε φανερά πεισμωμένη. Δεν πίστευε ότι ο νέος μπορούσε να τη βλέπει τόσο καλά στο λιγοστό φως του Δήμου, κοντά στην σκοτεινή σχεδόν αυλόπορτα του σπιτιού τους.  Εκείνος όμως ένιωσε τις αντιδράσεις της και επέμενε.

-Μη φεύγεις σε παρακαλώ. Βλέπεις η Βάσω ετοιμάζει τον καφέ… και για να μην τον αφήσει στη μέση, πρότεινα  να σε περιμένω εγώ, δικαιολογήθκε.

-Συγγνώμη αλλά αλλιώς είχαμε συμφωνήσει με τη Βάσω… είπε ψύχραιμα η Μαρία και μέσα της είχε φουντώσει για τη συμπεριφορά της γειτόνισσας, που όλο και περισσότερο την υποψιαζόταν ότι την έσπρωχνε να «τα φτιάξει» με τον ένα από τους δύο νέους, για τους δικούς της προφανώς λόγους.  «Παλιοθήλυκο!» σκέφτηκε ξανά και στ’ αλήθεια είχε πεισματώσει τόσο, που σκεφτόταν τι μπορούσε να κάνει για να της δώσει ένα καλό μάθημα.

Ο Δημήτρης προχώρησε πίσω από τη Μαρία.  Εκείνη όμως του ζήτησε να προηγείται καθώς, όπως είπε, δεν ήξερε καλά τα κατατόπια του σπιτιού τους. Ο Δημήτρης  υπάκουσε μ’ ένα μικρό χαμόγελο. Η Μαρία ήταν ένα έξυπνο κοριτσάκι και όχι καμμία κουτή όπως κάποιες – κάποιες!

Γύρω στις εννιά και το σπίτι με τα μικρά παράθυρα ήταν τώρα ένας σκοτεινός όγκος. Η είσοδος φωτιζόταν ελάχιστα, τόσο που στο εσωτερικό του μικρού διαδρόμου, καλά που έβλεπες μπροστά σου. Προχώρησαν αργά. Ένας ηλεκτρικός γλόμπος ελαχίστων κηρίων, μόλις και έδειχνε τα σκαλοπάτια της απότομης και ατέλειωτης σκάλας που ξετυλιγόταν μπροστά τους. Την ανέβηκαν. Έτριζε σε κάθε σκαλοπάτι.  Η Μαρία περιεργάστηκε το άθλιο περιβάλλον.  Είχε περάσει καιρός από εκείνη τη μοναδική φορά που είχε επισκεφτεί αυτό το «παλιόσπιτο». «Έτσι έκαναν τα χρήματά τους ετούτοι εδώ! Ζώντας σ’ ένα περιβάλλον άθλιο, χωρίς καμμία άνεση, χωρίς τα απαραίτητα. Πενήντα-εκατό χρόνια πίσω! Εντάξει υπάρχει ηλεκτρικό και νερό». Ανατρίχιασε.  «Αυτή είναι η τελευταία φορά που μπαίνω εδώ μέσα», σκέφτηκε με κάποιο συναίσθημα που πλησίαζε εκείνο της σιχασιάς. Επιτέλους έφτασαν στην πόρτα του χώρου όπου έμενε η οικογένεια Βασιλείου.

«Λιττότητα» είναι βέβαια ένας καλός και αξιοπρεπής όρος.  Εδώ, μέσα σε αυτό το δωμάτιο που υπήρχαν όλοι οι χώροι ενός συνηθισμένου σπιτιού -εκτός από κουζίνα και τουαλέττα- επικρατούσε και μία αδικαιολόγητη ακαταστασία, παρόμοια μ’ εκείνη στο δωμάτιο της φίλης της Βάνας, όταν η μητέρα της και ο πατέρας της βρίσκονταν στα πρόθυρα του διαζυγίου τους.  Η Βάνα, το «έσκαγε» κυριολεκτικά από εκείνο το περιβάλλον -σχεδόν ανελλιπώς- ώσπου  έχασε τη χρονιά της «το καϋμένο», κι έφυγε από την  πολιτεία τους, για να συνεχίσει σε γυμνάσιο κωμόπολης κι από εκεί στην πρωτεύουσα, στο Αρσάκειο… “for better for worse!” Αλήθεια, έτσι ήταν.  Η Μαρία κούνησε το κεφάλι της. Τι στο καλό της συνέβαινε;  Θα έπρεπε να είχε φύγει, αφού αισθανόταν έτσι για όλους ετούτους «τους Βασιλείου -τους κάθε άλλο παρά βασιλικούς!-» και για τα πράγματά τους.  «Τι γύφτοι, θεέ μου!» σκέφτηκε ξανά και ντράπηκε για τη δική της κατάντια να έχει γνωριμίες με τέτοια «άθλια υποκείμενα» σαν τη Βάσω. Είχε ξεχάσει ότι οι δύο άντρες ήταν μορφωμένοι και ότι αργά ή γρήγορα θα είχαν το δικό τους, το σίγουρα πολιτισμένο σπιτικό, που δε θα είχε καμμία σχέση μ’ εκείνο το δωμάτιο των γονέων τους.

-Έλα Μαρία!   ακούστηκε η φωνή της Βάσως.

-Καλησπέρα σας! είπε η Μαρία πολύ σοβαρή.

-Καλησπέρα Μαρία, είπε ο Βασίλης, που είχε κιόλας σηκωθεί από το κάθισμά του μπροστά στο μικρό -ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογενείας τους- τραπέζι, για να την χαιρετήσει, κάνοντας ταυτόχρονα μία ανεπαίσθητη υπόκλιση, που όμως δε διέφυγε το μάτι της Μαρίας. Αυτό της άρεσε.  Την κολάκευε.  Στον μπάτο-μπάτο της γραφής ο άνθρωπος ήταν γιατρός!  Αν τίποτα άλλο… είχε τουλάχιστον μυαλό! Το σπουδαιότερο ίσως προτέρημα, σύμφωνα με την δική της αντίληψή της.

-Θα πιούμε τον καφέ μας και μετά… είπε ο Δημήτρης άστοχα, ενώ η Βάσω είχε μόλις καθήσει γύρω από το τραπέζι.

-Συγγνώμη που ήρθε ο Δημήτρης να σε περιμένει κάτω στην πόρτα αντί για την αφεντιά μου. Είπα ξέρεις να ετοιμάσω τον καφέ, για νά ‘ναι έτοιμος μόλις θ’ ανέβαινες.

-Καταλαβαίνω, είπε άχρωμα η Μαρία και χωρίς να κυττάζει κάπου συγκεκριμένα.

-Φαίνεσαι ανήσυχη. Συμβαίνει κάτι; ρώτησε ξανά η Βάσω ενώ έβαζε τα φλυτζάνια με τον καφέ πάνω στο τραπέζι.

-Όχι κι ανήσυχη! Είναι αργά. Είμαι λίγο κουρασμένη.

-Δουλεύεις κάπου; ρώτησε ο Βασίλης.

-Όχι ακόμα.  Δεν βιάζομαι, γιατί δεν είμαι βέβαια για κάποια πράγματα ακόμη.  Σηκώνομαι όμως πρωί. Μελετώ, είπε η Μαρία ήσυχα.

-Μελετάς; Τότε πώς και δεν έδωσες εξετάσεις σε κάποια σχολή; ρώτησε ξαφνικά ο Δημήτρης.

-Ναι δεν έδωσα… Είναι αλήθεια ότι υπήρχαν κάποια προβλήματα… με τον πατέρα μου.  Έχει κάποιες στερεότυπες ιδέες στο θέμα αυτό… Δε θέλει να φύγω από το σπίτι.

 

-Δηλαδή; ρώτησε αδιάκριτα ο Δημήτρης ενώ ο Βασίλης τον κύτταξε με διφορούμενο ύφος.

-Α, αν δεν σας πειράζει, δε θέλω να μιλήσω γι αυτό το θέμα τώρα, είπε η Μαρία κοφτά και ο Βασίλης χαμογέλασε μάλλον ενθαρρυντικά, κυττώντας την.

«Έχει χαρακτήρα, η μικρή!» σκέφτηκε χωρίς να φροντίσει να κρύψει το θαυμασμό του προς εκείνη. Ο Δημήτρης γέλασε χοντρά, θέλοντας να της δείξει ότι ήταν δικαίωμά της να μιλήσει ή όχι.

Η Μαρία πήρε το ποτήρι της και λέγοντας «στην υγειά σας», ήπιε λίγο νερό. Άφησε το ποτήρι της κάτω χωρίς να πει τίποτε και περίμενε.

-Πότε τελείωσες το Γυμνάσιο τελικά; ρώτησε ο Βασίλης.

-Πέρυσι, αποκρίθηκε η Μαρία.

-Και η βαθμολογία σου; ξαναρώτησε ο Βασίλης.

-Η βαθμολογία μου; Γιατί ρωτάτε αν επιτρέπεται; Από περιέργεια ή από ενδιαφέρον;

Ο Βασίλης γέλασε και κούνησε το κεφάλι του.

-Συγγνώμη.  Έχεις δίκιο. Υπήρξα αδιάκριτος.

-Μάλλον! είπε η Μαρία ασυνήθιστα σκληρή.

Ο Δημήτρης δεν μπορούσε να κρύψει το ενδιαφέρον του τώρα.  Η Μαρία του είχε κινήσει την περιέργεια.  Αρχικά ήταν η εμφάνισή της, τώρα όμως ήταν κι άλλα, εκείνα που βγαίνουν σιγά-σιγά από το εσωτερικό ενός χαρακτήρα όταν έχεις την ευκαιρία να τον ανακαλύπτεις, με τη δική του άδεια όμως.   Η νέα ένιωθε τη ματιά του και δεν της άρεσε αυτό που αισθανόταν. «Βγήκε για το κυνήγι του θηλυκού» σκέφτηκε για τον άντρα που άκουγε στο όνομα Δημήτρης, και ξαφνικά ένιωσε άσχημα.  Ο Βασίλης φαινόταν πιο ήρεμος και πιο σοβαρός.  «Μοιάζουν και οι τρεις τους σε κάτι… σ’ εκείνο του κυνηγού που θηρεύει για κάτι… ό,τι κι αν είναι αυτό» σκέφτηκε ξανά.  «Ο Βασίλης είναι ίσως ο πιο άνθρωπος από τα τρία αδέρφια», ξανασκέφτηκε μετανιωμένη που είχε γενικολογήσει.

-Οι γονείς σας;  ρώτησε η Μαρία, έτσι για να πει κάτι.

-Βγήκαν για μία επίσκεψη.  Ήρθε κάποιος συγχωριανός τους, απάντησε η Βάσω.

-Ωραία…  ωραία! είπε σα μεγάλη γυναίκα.

-Δεν έβαλες καθόλου ζάχαρη Βάσω. Για φέρε λίγη, μήπως θέλει και κάποιος άλλος, είπε ο Βασίλης και πρόσθεσε:

-Πώς σου φαίνεται ο καφές Μαρία; Τον δοκίμασες; ρώτησε ο Βασίλης.

-Όχι ακόμα, περιμένω να κρυώσει, είπε η Μαρία.

-Πικρός είναι, έχει δίκιο ο Βασίλης είπε ο Δημήτρης για να πει κάτι και αυτός.

Η Μαρία δεν είπε τίποτε για λίγο. Η Βάσω που είχε σηκωθεί, γύρισε κρατώντας τη ζάχαρη σε ένα «παλιοκούτι», τέτοιο το χαρακτήρισε η Μαρία μόλις το είδε.  ‘Ηθελε να φύγει από εκεί μέσα.  Το περιβάλλον και τα τρία αδέρφια, της φαίνονταν σαν ένα κακό, φτηνό θέατρο με άπειρους ηθοποιούς.  Δεν μπορούσε να εξηγήσει, γιατί τα πόδια της δεν την έπαιρναν από εκεί, γιατί την κρατούσαν καρφωμένη.

-Πιείτε τον καφέ σας να πούμε το φλυτζάνι, είπε η Βάσω και η Μαρία έκανε άθελά της μία γκριμάτσα αποδοκιμασίας.

Ο Δημήτρης την είδε και του έκανε εντύπωση.  Ήπιε μία γουλιά από το μικρό φλυτζάνι και την κύτταξε σα να τη γύμνωνε.

-Δεν… ενδιαφέρεσαι να μάθεις για την τύχη σου Μαρία;

Η Μαρία τον κύτταξε σοβαρή.

-Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς.  Την τύχη του τη φτιάχνει ο άνθρωπος μόνος του, έτσι ξέρω εγώ, είπε και ήπιε για πρώτη φορά από τον καφέ της.

-Μην το λες! Βγαίνουν να ξέρεις! είπε η Βάσω ανοίγοντας διάπλατα τα κοιμισμένα θαρρείς μάτια της και υψώνοντας τα ξεπλυμένα ξανθά φρύδια της, που σα να μην έφτανε αυτό, ήταν και καταμαδημένα.

-Βγαίνουν, αν ίσως πεις όλα όσα ξέρεις για τον ενδιαφερόμενο. Μόνον έτσι, γέλασε ειρωνικά η Μαρία και πρόσθεσε σοβαρά και με εμφανή δόση περιφρόνησης αυτή τη φορά.

-Ίσως και να είναι όπως λες τελικά!  Εγώ πάντως δεν χάνω τον καιρό μου με τέτοιου είδους ενασχολήσεις.

«Αυτή τη μικρή που τα ξέρει όλα… αυτήν… »

-Δημήτρη, τι θα έλεγες να πάμε για μία μερίδα πόκερ… ρώτησε ο Βασίλης ξαφνικά μη βρίσκοντας κανένα ενδιαφέρον σε εκείνη την ανόητη συζήτηση.

-Μαρία ξέρεις πόκερ; ρώτησε ο Βασίλης.

-Όχι, δεν παίζω καθόλου χαρτιά.

-Για καλαμπούρι ξέρεις, είπε ο Βασίλης.

-Όχι ευχαριστώ! Δεν ενδιαφέρομαι να παίξω.  Μπορώ όμως να χαζέψω μερικά λεπτά κυττάζοντάς σας, πριν να φύγω.

Ήπιε μία δύο γουλιές από τον καφέ της πολύ ήσυχα.

-Τι, κιόλας; ρώτησε απογοητευμένος ο Δημήτρης.

Η Μαρία γέλασε.  Κύτταξε τον καφέ της, είχε μείνει ο μπάτος.

-Για έναν καφέ ήρθα, όχι για να ξημερωθώ! Και ξέρετε κάτι; Δεν έπρεπε καν να είμαι εδώ. Έφυγα από το σπίτι, χωρίς να το ξέρουν.  Έλειπαν όλοι και τους άφησα ένα σημείωμα.

-Εντάξει, δεν είμαστε μακριά. Θα σε πάμε εμείς είπε ο Δημήτρης.

-Ευχαριστώ, αλλά δε θέλω να σας βάλω σε κόπο.

-Δεν είναι κόπος αυτό, κάθε άλλο, πρόσθεσε ο Βασίλης ήσυχα.

-Όχι παρακαλώ. Εσείς να παίξετε το πόκερ σας και εγώ να φύγω, πριν ν’ αρχίσετε και σας διακόψω το παιγνίδι.

Ο Δημήτρης σηκώθηκε πρώτος. Η Μαρία δεν είχε σηκωθεί ακόμα.  Ο Βασίλης τη ρώτησε ευγενικά.

-Θα σε ξαναδούμε Μαρία;

-Τι να σας πω; Ας αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη. Δεν είναι πιο ενδιαφέρον αυτό;

Ο Δημήτρης έδειξε ανησυχία για μία στιγμή. Ο Βασίλης… ενδιαφερόταν κι αυτός για τη Μαρία! Δεν είχαν ανταλλάξει μία κουβέντα ως τότε γι αυτό το κορίτσι. Ήταν τόσο πεπεισμένος ότι η Μαρία θα ήταν «η δική του»!  Επομένως δεν ήξερε πώς σκεφτόταν, αλλά από την πρώτη κιόλας στιγμή- υποψιαζόταν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον πίσω από την προσεκτική του συμπεριφορά.  Ήταν αλήθεια ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Βασίλης που έτρεμε στη σκέψη ότι ίσως κάποια στιγμή και να μπορούσε να κρατήσει στην αγκαλιά του εκείνο «το μωράκι», δεν είχε αποκαλύψει κάποια σημάδια ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τη νεαρή γειτόνισσα, πέρα από την ευγενική του συμπεριφορά που ήταν κατά κάποιο τρόπο και χαρακτηριστικό της όλης συμπεριφοράς του στον όποιον απέναντί του. Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι είχε αφήσει το πεδίο δράσης στην αποκλειστικότητα του Δημήτρη. «Και τώρα ξαφνικά… ρίχνει τον κύβο;» αναρωτήθηκε ο Δημήτρης προσέχοντας την συμπεριφορά του.

-Ε, καλά τώρα… δεν είπαμε ότι έχουμε δύο καβαλλιέρους  να βγαίνουμε έξω;  η ρητορική ερώτηση της Βάσως είχε γίνει με έναν τρόπο απαράδεκτο για την προσωπικότητα της Μαρίας.

-Εσύ έχεις δύο καβαλλιέρους αγαπητή μου.  Εγώ… «από πού κι ως πού»; ρώτησε η Μαρία χαμογελώντας.

Σηκώθηκε αργά και αφού καληνύχτησε, κίνησε για την πόρτα.  Ο Δημήτρης πρόλαβε και την άνοιξε για να περάσει. Η Μαρία τον ευχαρίστησε, ενώ ο Βασίλης παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις κινήσεις και τις αντιδράσεις των δύο νέων.  Η Βάσω έριξε ένα  βλοσυρό βλέμμα στη Μαρία καθώς εκείνη διάβαινε το κατώφλι της πόρτας του δωματίου-διαμερίσματος.

-Καληνύχτα Μαρία. Θα σε δω αύριο, είπε η Βάσω καθυστερημένα, λες και μιλούσε στον τοίχο.

Δεν ήταν βέβαιο αν η Μαρία την είχε ακούσει, εκείνη την ύστατη στιγμή.  Ο Βασίλης στεκόταν όρθιος μέχρι να κλείσει η πόρτα πίσω τους.  Η Μαρία βγήκε πρώτη και ο Δημήτρης την ακολούθησε έχοντας κλείσει την πόρτα πίσω του.  Στον κακοφωτισμένο διάδρομο, οι πόρτες ήταν κλειστές και φωνή ή κουβέντα, πουθενά.  Γύρισε και κύτταξε το Δημήτρη.  Τα μάτια του γυάλιζαν στο λιγοστό φως και τα μαλλιά του καθώς ήταν ξανθά, φώτιζαν τα χαρακτηριστικά του που ήταν αρκετά δυνατά……

 

«υχαριστώ Δημήτρη, αλλά δεν χρειάζεται να κατέβεις.  Θα τρέξω στο σπίτι μου. Aλήθεια, δεν υπάρχει πρόβλημα.

-Ένα  λεπτό Μαρία, μη βιάζεσαι τόσο πολύ! είπε ο Δημήτρης και πριν αποτελειώσει το λόγο του, την έπιασε από το μπράτσο για να τη σταματήσει.

Η Μαρία ένιωσε τη βιαιότητα της παλάμης του άντρα, τη θέλησή του της επιβολής  και ξαφνιασμένη από τη  στάση του, στάθηκε ακίνητη. Την επόμενη στιγμή, κι εντελώς απροειδοποίητα, εκεί δίπλα στο φτωχά φωτισμένο κεφαλόσκαλο του σπιτιού του, ο ξαναμμένος Δημήτρης, άρπαξε στα στιβαρά του χέρια τη Μαρία, την τράβηξε πάνω στο στήθος του και τη φίλησε βίαια στα χείλια.»

Η Μαρία δεν είχε καιρό να τον αποφύγει.  Εξάλλου εκείνη η απότομη σκάλα δεν ήταν και το καλύτερο για την όποια έκπληξη, πόσο μάλλον για την απρόβλεπτη αυτή κίνηση του νέου άντρα.

Στη σκάλα έτρεξε σαν να την κυνηγούσαν. Έτσι προσπέρασε και τους Βασιλείου που δεν τους αντιλήφθηκε καθόλου πάνω στη σαστιμάρα της.  Εκείνοι με τη σειρά τους απόρησαν.

-Δεν ήταν η γειτόνισσα αυτή, μωρή γυναίκα; ρώτησε ο χοντροκομμένος Ν. Βασιλείου τη μαραζωμένη γυναίκα του.

-Ναι αυτή ήταν. Σα νά ‘βγαινε από το σπίτι μας. Έτσι φάνηκε.

-Χμ!.. γρύλισε κυριολεκτικά εκείνος και δεν ξαναμίλησε μέχρι που μπήκαν στο δωμάτιό τους.

Τα τρία παιδιά τους ήταν όλα εκεί.  Έπαιζαν χαρτιά.  Ο νους του κ. Βασιλείου πήγε στη θέση του.

-Σα να πήρε το μάτι μου τη… γειτονοπούλα, είπε ξαφνικά πριν ακόμα τους χαιρετήσει.

-Ήταν εδώ πατέρα, την είχα καλέσει εγώ για καφέ, είπε η Βάσω λες κι ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.

-Έτρεχε μωρές σαν να την κυνηγούσαν! είπε η κ. Βασιλείου και κάθησε σε μία καρέκλα.

Ο Βασίλης κύτταξε ερευνητικά τον αδερφό του, ενώ εκείνος είπε αδιάφορα.

-Βιαζόταν να πάει στο σπίτι της.  Είπε ότι άργησε κι αντί να περιμένει να την πάμε, το έβαλε στα πόδια.

-Χμ! είπε πάλι ο κ. Βασιλείου ανικανοποίητος.

Το αντρόγυνο βγήκε ξανά στο διάδρομο για να ζεστάνουν λίγη σούπα, για βραδυνό.

 

Η Μαρία έτρεμε.  Ευτυχώς που δεν είχαν έρθει ακόμα οι δικοί της στο σπίτι. Μπήκε μέσα και κλείστηκε στο δωμάτιό της.  Την είχε σοκάρει η συμπεριφορά του Δημήτρη.  Την είχε αφήσει έτσι, ξαφνικά, όπως ακριβώς όπως της είχε επιτεθεί.  «Εκτός από εμένα που είχα μείνει ξερή στα χέρια του, φαίνεται να αντιλήφθηκε κάποιον ή κάποιους άλλους, γι αυτό και μ’ ελευθέρωσε από τις λαβίδες των χεριών του. Δε λες καλά που δεν μ’ έσπρωξε κι από τις σκάλες πάνω στη βιασύνη του!» σκέφτηκε η Μαρία κάπως ησυχασμένη και ήρεμη από μία άποψη, αλλά γενικά αρκετά θυμωμένη για όλα όσα είχαν συμβεί εκείνο το απόγευμα κι ακόμη περισσότερο με τον εαυτό της και την υποχώρησή της στα «θέλω» των γειτόνων της. «Από πού κι ως πού παιδί μου; Α, είμαι εντελώς ηλίθια!» Ήταν τόσο θυμωμένη  μ’ εκείνους και με τον εαυτό της που δεν είχε σκεφτεί ούτε στιγμή ότι ο Δημήτρης, ίσως και να ήταν ερωτευμένος  μαζί της.

«Αυτοί είναι τόσο πεινασμένοι για γυναίκα, όσο πεινασμένη είναι για άντρα η αδερφή τους» είχε πει μία νηπιαγωγός, η Άρτεμη, «άσπονδη φίλη» της Βάσως, που γνώριζε την οικογένεια Βασιλείου για πολλά χρόνια.  Η Μαρία την είχε συναντήσει μία μέρα στο αστικό λεωφορείο κι ανοίγοντας συζήτηση για τη Βάσω και τους νεοαφιχθέντες αδερφούς της, είχε πετάξει πικρόχολα λόγια εναντίον τους, σαν οικογένεια. «Τον Βασίλη τον γνωρίζω από χρόνια.  Κάτι πήγε να γίνει ανάμεσά μας, αλλά βλέπεις δεν τους έφτανε που ήμουν μία σκέτη νηπιαγωγός.  Ήθελαν περισσότερα. Βλέπεις ο γιος τους σπούδαζε στην ιατρική.  Κι εγώ που νόμιζα ότι τους άρεσα, ότι άρεσα στο Βασίλη τέλος πάντων.  Αλλά δεν είχα την προίκα που απαιτείτο για να τον αγοράσω!»

-Σκασίλα μου μωρέ! Είπε δυνατά η Μαρία λες κι  ήταν αυτή η Άρτεμη.   Κι ύστερα ξανασκέφτηκε ανατριχιάζοντας… «Μωρέ να μη λέω πολλά και δε θέλω να βρεθώ σε μία τέτοια θέση με τους παλιοχωριάτες». Η έκφραση: «παλιοχωριάτες» δεν ήταν δική της,  όμως χωρίς να το θέλει είχε χρησιμοποιήσει την ίδια έκφραση με τον πατέρα της για τους Βασιλείου και δεν ήταν η μόνη φορά.  Εντελώς αιφνιδιαστικά είχε δοκιμάσει και διαπιστώσει  τη μυϊκή δύναμη του άντρα, αλλά και την πρακτικότητα με την οποία το ένστινκτο τον οδηγούσε να ικανοποιήσει μία ανάγκη του αν και με πολύ φτωχά αποτελέσματα σ’ εκείνη ειδικά την περίπτωση, τέλος πάντων.  «Καλά τον κατάλαβα εγώ… όσο πίναμε τον καφέ είχε τα μάτια του καρφωμένα απάνω μου ο αυθάδης, αδιαφορώντας για τον αδερφό του ή την αδερφή του.  Τι άραγε να σήμαινε αυτό; μήπως και οι άλλοι ήξεραν τι είχε στο νου του ο Δημήτρης κι έκαναν «τα στραβά μάτια;» Τίναξε το κεφάλι της.  Οπωσδήποτε αυτές οι σκέψεις της τη στεναχωρούσαν.  Ένιωθε ένα παράξενο αίσθημα ντροπής σα να έφταιγε για το ενδιαφέρον του νέου.  Δεν ήταν όμως ούτε κουτή, ούτε εύκολη.  Δεν είχε καμμία διάθεση να μπλεχτεί σε οποιαδήποτε περιπέτεια, με οποιονδήποτε άντρα.  Αυτή είχε άλλο σκοπό:  να κάνει αυτό το κάτι στη ζωή της για ν’ ανεξαρτητοποιηθεί οικονομικά.  Αυτό ήθελε. Δεν μπορούσε να παραμείνει «υπό εξάρτησιν» για πολύν καιρό. Το πώς θα το πετύχαινε; αυτό αναμφίβολα χρειαζόταν πολλή σκέψη, τόλμη, δουλειά κι αποφασιστηκότητα. Όλα αυτά ήταν προσωπικά της ζητήματα και πέρα από τα σχέδια του πατέρα της, που είχε κιόλας αρχίσει ν’ αδημονεί γιατί η Μαρία δεν ενδιαφερόταν να δώσει εξετάσεις στο Διδασκαλείο της Ακαδημίας ή στη Σχολή Νηπιαγωγών. «Μεσ’ την πόρτα μας… και δε θέλει!» σκεφτόταν και θύμωνε άθελά του με τη Μαρία αλλά ακόμη περισσότερο με τον εαυτό του που δεν μπορούσε να της προσφέρει εκείνο που επιθυμούσε.

 

Ο Δημήτρης δεν μπορούσε πλέον να κρυφτεί.  Το πώς και το γιατί αυτό το κορίτσι «του είχε ανάψει τα αίματα», δεν μπορούσαν να απαντηθούν.  Η Μαρία του είχε κλέψει τη σκέψη από την πρώτη κιόλας στιγμή, τότε που την είχε συναντήσει στο δρόμο.  Ο Βασίλης το ήξερε –δεν ήταν κάτι που μπορούσε να κρατηθεί μυστικό από εκείνον- και παρόλο που κι ο ίδιος είχε εντυπωσιαστεί από τη Μαρία, αποφάσισε να υποχωρήσει, αφήνοντας εντελώς  ελεύθερο το πεδίο δράσης για τον Δημήτρη, που έχοντας αντιληφθεί το ενδιαφέρον του Βασίλη, είχε πέσει κυριολεκτικά με τα μούτρα στην κατάκτηση της Μαρίας.

-Ξέρω, ξέρω τι έχεις στο νου σου.  Όμως πρόσεχε.  Η μικρή είναι άβγαλτη κι άσε την αδερφή μας να λέει βλακείες. Και κάτι άλλο: μην επαναλαμβάνεις τα σκάνδαλα της πρωτεύουσας… του είχε πει κάποια στιγμή ο Βασίλης.

-Πώς μου μιλάς έτσι; Κι εσύ… πώς τα ξέρεις όλα αυτά;  Από πού; Ποιους ρώτησες;  Είσαι γιατρός, γι αυτό; είχε ρωτήσει θυμωμένος ο Δημήτρης.

-Τα γνωρίζω γιατί έχω μιλήσει μ’ έναν-δυο γνωστούς. Για τη «σεμνότυφη αδερφή» μας άκουσα κάτι… που δεν την κολακεύει καθώς παριστάνει την «αϊ-παρθένα!»  είπε πάλι ο Βασίλης σοβαρός.

-Σιγά τώρα! Εγώ δε βλέπω να τρέχει τίποτα με δαύτη… Τέτοιο κουτορνίθι που είναι! είπε ο Δημήτρης κάνοντας το Βασίλη να τον κυττάξει με κάποια περιφρόνηση.

-Το παράκανες με τα διακοσμητικά σου. Το ξέρεις; Φιλόλογος κι εσύ μια φορά! Να μη σ’ ακούσουν ο Νάσσος και η Όλγα. Να θυμάσαι όμως κάτι φίλε μου: κάτι τέτοια «κουτορνίθια» σαν την…  –να μη λέμε ονόματα- για κάτι τέτοια είναι ξύπνια. Και ξέρεις γιατί; Γιατί είναι περισσότερο ενστικτώδη όντα από ότι ένας μορφωμένος άνθρωπος.

-Καλά μωρέ, εντάξει. Άλλο είναι το θέμα μας. Σ’ αρέσει η Μαρία; τον στραβοκύταξε έτοιμος «για πόλεμο».

Ο Βασίλης τον κύτταξε με τα μάτια καρφωμένα στα δικά του.

-Μπορεί και να μου αρέσει.  Είναι όμως δεκαεννιά χρονών κι εγώ κοντεύω τα τριάντα… Δε θέλω σχέσεις με κοριτσάκια.  Αν συμβεί κάτι, είμαι ένας υπεύθυνος άντρας…

-Ενώ εγώ… είμαι ανεύθυνος. Αυτό δεν εννοείς; είπε νευρικά ο Δημήτρης.

-Δεν είπα κάτι τέτοιο. Αν και το ιστορικό σου δεν σου απονέμει θετική βαθμολογία… Αντίθετα. Εντάξει. Αυτή τη φορά ίσως και να είσαι αληθινά «τσιμπημένος» -και πού ξέρεις;- μπορεί και να ταιριάζεις με τη… Και γιατί όχι; Είσαι νεότερος από εμένα.  Γνωρίζουμε ότι το κορίτσι θέλει να σπουδάσει, επομένως έχει πολύν καιρό μπροστά του.  Και κάτι ακόμα, μην ξεχνάς ότι οι γονείς μας θα επαναστατήσουν αν μυριστούν κάτι.  Θα πουν ότι ξοδεύτηκαν!  Το να πάρεις μία μικρή δεν τους φτάνει. Ατυχώς δεν τους ενδιαφέρουν οι ποιότητες. Θα πρέπει η νέα που θα πάρεις… -ή θα πάρω τέλος πάντων- να έχει και τρανταχτή προίκα.  Και  νομίζω ότι η Μαρία δεν έχει!  Επομένως, να προσέχεις  να μην μπλέξεις, να μην μπλέξετε, θα έπρεπε να πω.

-Όπως πάντα λοιπόν «γιατρέ μου», καλύτερη είναι η πρόληψη! Αυτό δε συστήνεις; ρώτησε ειρωνικά ο Δημήτρης.

-Γιατί όχι; Και πάλι όμως δεν είμαι πολυπράγμων, γι αυτό και δεν ξέρω! Μία βόλτα να κάνεις στην πλατεία και να συναντήσεις ένα-δύο γνωστούς, θα σου πουν ότι το συγκεκριμένο κοριτσάκι δεν είναι περπατημένο.  Άλλωστε και η οικογένειά της είναι γνωστή στην πιάτσα.  Οι γείτονές μας τους γνωρίζουν καλά.  Αν η μικρή είχε κάτι, όλοι θα το ήξεραν.  Στο Γυμνάσιο ήταν άψογη.  Μόλις τελείωσε.  Ούτε τα δεκαεννιά της δεν έχει συμπληρώσει μου είπε κάποιος. Πρόσεχε λοιπόν τι πας να κάνεις, είπε και πάλι σοβαρά ο Βασίλης.

-Καλά, καλά, δεν θα της κλέψω την τιμή, είπε αγχομένος από τα λόγια του αδερφού του ο Δημήτρης.

-Αυτό σίγουρα, είναι το μόνο που δεν μπορείς να κάνεις.  Αλοίμονό σου.  Σου το ξαναλέω: ο πατέρας της είναι γνωστός στην πιάτσα και από ότι άκουσα, δεν αστειεύεται.  Εξάλλου το λέει και το όνομα… κρητική η καταγωγή! Προστατεύει λοιπόν το κορίτσι του σαν κόρη οφθαλμού.  Αυτό να το θυμάσαι!  επέστησε και πάλι την προσοχή του Δημήτρη ο αδερφός του Βασίλης.

Η συζήτηση των δύο αδερφών είχε γίνει δύο μέρες αργότερα  από το βράδυ της  επίσκεψης της Μαρίας στο σπίτι τους για τον «καφέ». Με την κατεύθυνση που είχε πάρει, είχε εκνευρίσει τα δύο αδέρφια. Αλλά και οι γονείς τους ύστερα από εκείνο το βράδυ του «καφέ», παρακολουθούσαν τις κινήσεις τους και προσπαθούσαν να μάθουν κάτι περισσότερο για τη σχέση των γιων τους  με την γειτόνισσα.  Κάτι είχε αλλάξει στο σπίτι τους από εκείνο το βράδυ. Οι Βασιλείου ανησυχούσαν καθώς υποπτεύονταν ότι δεν μπορούσαν να μάθουν την απόλυτη αλήθεια γύρω από τις σχέσεις των νέων. Στην ουσία όμως όλες οι ανησυχίες τους ήταν αβάσιμες, τουλάχιστον ως εκείνη τη στιγμή.

-Κάτι έγινε με την γειτόνισσα εκείνο το βράδυ. Αυτά κάνουν οι ξεβράκωτες.  Ματιάζουν τα σπουδαγμένα παιδιά και προχωράνι, είπε «χολιασμένη» η Όλγα Βασιλείου.

-Λες νά ‘ναι έτσι βρε γυναίκα, ή τρέχεις, κατά πως πράττεις όλο ένα,  είπε ο Νάσσος Βασιλείου.

-Μωρέ τσι ξέρω εγώ τσι ξετσίπουτις, κι αυτή εδώ… θαρρείς είναι λιγότερη;  επέμενε η γυναίκα του.

Η Όλγα δε θα δεχόταν ποτέ να δημιουργηθεί οποιαδήποτε «παραξήγηση». Τόσα λεφτά είχαν ξοδέψει για «τα βλαστάρια τους, και θάρχουνταν τώρα μία π…..α να τα πάρει έτοιμα; Αμ όχ’ κι έτσ’!»

Η Μαρία είχε μία καλή ιδέα περί των αντιλήψεων της ΄Ολγας Βασιλείου.  Εκείνη η ίδια τα είχε πει μία φορά μπροστά της, στην παππαδιά που έμενε σε ένα από τα δωμάτια που νοίκιαζαν, για κάποια άλλη, και η Μαρία είχε υποθέσει ότι επρόκειτο για την Άρτεμη και τον Βασίλη.  «Τι σου είναι ετούτα τα θηλυκά!» είχε πει με κακία λες και η ίδια δεν ήταν γυναίκα και λες και δεν είχε θυγατέρα. Αλλά βέβαια μιλούσε με προσδοκίες, γιατί είχε έτοιμη την προίκα για την κόρη της.  Προίκα έδινε… προίκα έπρεπε να λάβει. Τι έτσι θα ξεχνιούνταν όλα όσα είχαν κάνει για τα παιδιά τους;

Καϋμένη «κυρά  Νάσαινα»! Δεν είχε γνωρίσει ποτέ τίποτα περισσότερο από τη γεννετήσια πράξη, που από τη φύση της αποβλέπει στο ξέδοσμα και την ανάπαυση του εργάτη από τη μία πλευρά, στο φτιάξιμο της οικογένειας από την άλλη.  Τι ήταν έρωτας, ερωτική λαχτάρα και πόθος για το σύντροφο,  ίσως δεν είχαν έρθει ποτέ, με έναν χοντροκομμένο άντρα σαν το δικό της.  Πού νά ‘ξερε αυτή από λεπτότητες και τα υπόλοιπα!  Η γέννηση, η ζωή και ο θάνατος ήταν εκεί, έρχονταν κι έφευγαν κι εκείνη ήταν ένας θεατής της καθημερινότητας, χωρίς την παραμικρή ευαισθησία, με μία γλώσσα τραχιά που άγγιζε το βρώμικο, γιατί έτσι είχε μάθει, απαίδευτη καθώς ήταν και πολύ περισσότερο στα κοινωνικά.  Για τα παιδιά της είχε απαιτήσεις.  Ήταν όμως από αγάπη ή από καπρίτσιο και για το συμφέρον;  Μάλλον ίσχυε το δεύτερο σκέλος της ερώτησης.  Άλλωστε αποδείχτηκε κι αυτό με τον καιρό.

 

Ο Δημήτρης καιγόταν τώρα από τον πόθο του για τη Μαρία, που εντελώς ανύποπτη για τις σκέψεις του, εξακολουθούσε να τον αποφεύγει και μαζί  του και την υπόλοιπη οικογένεια.  Δεν έπαιρνε όμως έπαινο για τη στάση της.  Η «καϋμένη» η Όλγα Βασιλείου είχε χάσει τον ύπνο της.  Ρώταγε τη θυγατέρα της, τη Βάσω που δεν ήξερε τίποτα και φυσικά δεν τολμούσε να μιλήσει στους γιους της για τους φόβους της. Η Μαρία  άνοιγε το παράθυρο της κρεββατοκάμαράς της και τράβαγε την κουρτίνα για να εμποδίζει τη θέα τους απ’ έξω.   Το έκανε έχοντας πάντα υπόψη της τους απέναντι.  Δεν έβγαινε στην πίσω βεράντα κι απέφευγε συστηματικά τη χρήση του δρόμου που ήξερε ότι έπαιρναν εκείνοι.  Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της, από καθαρό φόβο για κάποια εξέλιξη που ίσως και να της κόστιζε πολύ περισσότερο από ότι πίστευε.

Στο μεταξύ, έχοντας περιμένει πολύν καιρό ψάχνοντας στις τοπικές εφημερίδες η Μαρία,  επιτέλους βρήκε κι έπιασε δουλειά ως ταμίας, σ’ ένα εμπορικό κατάστημα.  Άρχισε σχεδόν αμέσως.  Αν και ο μισθός ήταν ο συνηθισμένος για τέτοιες δουλειές, έβγαζε το χαρτζιλίκι της τέλος πάντων.

Ξεκίναγε στις εφτάμιση το πρωΐ, γιατί σύμφωνα με το καλοκαιρινό ωράριο, άρχιζε στις οχτώ. Το μαγαζί άνοιγε ενωρίτερα από άλλα, καθώς οι πελάτισσές του που ήταν επαγγελματίες, άρχιζαν τα ψώνια τους από ενωρίς.

Είχε δεν είχε πέντε ημέρες που είχε αρχίσει, η Μαρία.  Πήγαινε με τα πόδια καθώς ήταν καλός ο καιρός.  Είχε αποφασίσει  ότι αν βαρυόταν ή αργούσε μερικά λεπτά θα έπιανε την αστική συγκοινωνία. Αργότερα βέβαια, προς το τέλος του καλοκαιριού, θ’ άρχιζαν μισή ώρα αργότερα.

Εκείνο το συγκεκριμένο πρώτο Σάββατο αφότου είχε αρχίσει σε εκείνη τη «δουλίτσα» η Μαρία, αποφάσισε για μία αλλαγή, να πάρει την αστική συγκοινωνία. Τα χρειάστηκε όμως όταν είδε τον Βασίλη ντυμένο στη στολή του απλού στρατιώτη να περιμένει στη στάση.  Αυτό δεν το περίμενε, καθώς ο Βασίλης έπαιρνε το λεωφορείο από άλλη στάση.  Έτσι τουλάχιστον είχε ακούσει εκείνο το βράδυ «του καφέ» από το ίδιο του το στόμα, ανάμεσα στα άλλα διάφορα ασήμαντα που είχαν πει.  Τι δουλειά είχε λοιπόν σε εκείνη τη στάση;  Η Μαρία έκανε να φύγει αλλά δεν γινόταν πια, έπρεπε να πάει στη δουλειά και δεν προλάβαινε να αλλάξει σχέδια και να περπατήσει. Ο Βασίλης την είδε που ερχόταν και την παρακολουθούσε με φιλικό μειδίαμα.  Όταν έφτασε στη στάση η Μαρία τον χαιρέτησε πολύ ευγενικά, σα να μην τον ήξερε σχεδόν καθόλου.

-Καλημέρα σας κ. Βασιλείου.

-Καλημέρα σας δεσποινίς! ανταπόδωσε την ευχή εκείνος και χαμογέλασε με ύφος αστείο.

Την πλησίασε και τη ρώτησε εμπιστευτικά.

-Γνωριζόμαστε δεσποινίς;

Η Μαρία για μία στιγμή δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να μείνει σοβαρή απέναντί του.  Παραμέρισε όμως κάθε άλλη σκέψη και απάντησε.

-Συγγνώμη αλλά δεν ήξερα τι στάση να κρατήσω.

-Τη φιλική… αγαπητή μου, τη φιλική! είπε ο Βασίλης και ρώτησε δήθεν αδιάφορα.

-Πώς και τέτοια ώρα για την αγορά;

-Έπιασα μία δουλειά προσωρινά. Έχω τα μικροέξοδά μου. Χρειάζομαι λοιπόν χαρτζιλίκι. Δεν μπορώ να επιβαρύνω τον πατέρα μου για τα προσωπικά μου.

-Πολύ ωραία! Μπράβο σου, είπε με φανερή ικανοποίηση ο Βασίλης.

Η Μαρία χαμογέλασε μελαγχολικά.

-Για φαντάσου να εισπράττω και μπράβο για κάτι που είναι εντελώς φυσικό, κοινό για όλους τους ανθρώπους τέλος πάντων.

Ο Βασίλης πραγματικά ντροπιασμένος,  βιάστηκε να προσθέσει:

-Συγγνώμη, το είπα μάλλον χωρίς να σκεφτώ.  Πάντως είναι πολύ καλό αυτό που κάνεις. Θέλω να πω δεν τεμπελιάζεις.

-Και πάλι ευχαριστώ. Κάνω κάτι που είναι αξιέπαινο μην «τεμπελιάζοντας» υποθέτω, είπε με ελαφριά ειρωνεία η Μαρία.

Ο Βασίλης την κύτταξε ντροπιασμένος, και δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει ύστερα από δύο αποτυχημένες παρατηρήσεις του προς την νέα.  Η Μαρία δεν περίμενε ν’ ακούσει κάτι άλλο από τον Βασίλη και πρόσθεσε:

-Τέλος πάντων, μην νομίζεις ότι παρεξηγήθηκα από τα λόγια σου.  Καταλαβαίνω τι εννοούσες με τις παρατηρήσεις σου και συμφωνώ, μόνο που εγώ ήθελα να κάνω άλλα πράγματα και όχι αυτό που άρχισα να κάνω.  Αλλά τι κάθομαι και σου τα λέω αυτά;  Είναι δικό μου το πρόβλημα και κανενός αλλουνού.

Η Μαρία σιώπησε και κύτταξε μακριά.  Δεν ήθελε άλλες κουβέντες μαζί του.  Είχαν μαζευτεί και κάποιοι άλλοι γνωστοί και άγνωστοι.  Το λεωφορείο φάνηκε στη γωνία του δρόμου και όλοι  πήραν την αναμενόμενη στάση για να ανέβουν πριν καλά-καλά φτάσει μπροστά τους. Κάποιοι μάλιστα με ανείπωτη αναίδεια μπήκαν μπροστά από άλλους, λες και αυτό δεν ήταν παρά κάτι εντελώς φυσικό.   Φοβόταν να καθήσουν όρθιοι -στο χειρότερο σενάριο-  για πέντε-δέκα λεπτά.

-Δεν μου είπες πού δουλεύεις.

-Πρέπει; ρώτησε η Μαρία.

-Όχι!

Η Μαρία δεν ξαναμίλησε.  Μπήκε στο λεωφορείο και προχώρησε μπροστά.  Βρήκε μία θέση δίπλα σε μία γιαγιά και κάθησε. Δεν της άρεσε τελικά εκείνη η συνάντηση με τον Βασίλη.  Αλλά τι μπορούσε να κάνει; Σε μία μικρή πολιτεία σαν τη δική τους, τέτοια πράγματα δεν μένουν μυστικά.

 

Όταν έφτασε στο εμπορικό, η συνάδελφός της, που ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερη της, την υποδέχτηκε χαμογελαστά.

-Έλα κορίτσι μου και  θέλω παρέα!

Η Ευγενία, έτσι την έλεγαν τη «συνάδελφο» είχε συμπαθήσει τη Μαρία από την πρώτη στιγμή.  Είχε τελειώσει το Γυμνάσιο πριν μία δεκαετία περίπου και δούλευε στο εμπορικό ισάριθμα χρόνια.  Ήταν συγγενής του ιδιοκτήτη και τα λόγια της είχαν πέραση. Ο ιδιοκτήτης μόλο που ήταν ένα γνωστός, σοβαρός επιχειρηματίας είχε και τα αστεία του και τα σοκαριστικά -συχνά «χοντρά»- ανέκδοτά του, και δεν τον πείραζε καθόλου που η νέα υπάλληλός του άκουγε.  Η Ευγενία του θύμιζε ότι η Μαρία ήταν μικρή και ότι δεν χρειαζόταν να υπερβάλλει μπροστά της, αλλά εκείνος «το χαβά» του. Έτσι η Μαρία από τη  στιγμή που έπιασε δουλειά, ένιωθε κοντά τους, «σα στο σπίτι της».

Είχε κίνηση εκείνο το Σάββατο το εμπορικό.  Όσο για το απόγευμα… ποιος ήξερε;

Το μεσημέρι η Μαρία έφυγε βιαστικά.  Δεν περίμενε το λεωφορείο. Χρειαζόταν να περπατήσει. Ήταν θέμα εξάσκησης άλλωστε και της έκανε καλό.   Το απόγευμα άρχιζε στις 3.30 κι ήταν αλήθεια ότι ήθελε να ξεκουραστεί λιγάκι και να βάλει τις σκέψεις της σε μία σειρά.  Αισθανόταν ότι πρόδινε  τα όνειρά της με τη δουλειά που είχε πιάσει.  Η κοινωνία τους δε χώραγε πολλά ανεβοκατεβάσματα στον τομέα της προόδου. Ένιωθε ολομόναχη στον ανήφορό της.  Έβλεπε τους ορίζοντές της να στενεύουν, χωρίς τις διεξόδους που όφειλε να ψάξει και να βρει για να ξεφύγει από την κατάσταση στην οποία την είχε σπρώξει η ανάγκη και οι δηλώσεις του πατέρα της: «Να σου πω Φρόσω, αν η κόρη μας ήθελε να κάνει προκοπή, θα πήγαινε στην Ακαδημία για δασκάλα, άντε και στη Σχολή… πώς την είπαμε; των  Νηπιαγωγών ντε, όπως κάνουν τα άλλα παιδιά που δεν μπορούν να φύγουν από τον τόπο τους για διαφόρους λόγους. Πού είναι το κακό; Μου λες; Νομίζω ότι δεν της αρέσει να κάνει τίποτα.  Ούτε για δουλειά κυττάζει!..» Η Μαρία που είχε ακούσει κατά λάθος αυτή τη συγκεκριμένη συζήτηση των γονέων της, είχε καταστεναχωρηθεί με τα λόγια του πατέρα της.  Δεν πίστευε στα αυτιά της.  Αυτή ήταν λοιπόν η γνώμη του πατέρα της για τη θυγατέρα του, που μέχρι που τελείωσε ήταν περήφανος για την πρόοδό της και την σειρά της ανάμεσα σε τόσο μεγάλο αριθμό μαθητριών;     Δεν ήταν αυτή που είχε ξεκινήσει να ψάχνει για δουλειά κυρίως όταν ο πατέρας της είχε  πει πως δεν πρόκειται  να ψάξει να της βρει κάτι ο ίδιος, αλλά ότι μόνη της έπρεπε να το κάνει;

Στα δεκαεννιά της η Μαρία αισθανόταν ότι δεχόταν πολλά χαστούκια στην επαρχιακή πόλη τους, καθώς οι δουλειές ήταν δύσκολες. Αφενός οι κρατικές υπηρεσίες ήταν μικράς κλίμακας και αφετέρου οι ανάγκες στον ιδιωτικό τομέα ήταν αρκετά περιορισμένες. Άλλωστε τα περιθώρια εκλογής σπουδών ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτα. «Έχει ο Θεός!» σκεφτόταν το κοριτσάκι.

 

Το απόγευμα του ιδίου Σαββάτου, κατά τις έξι, νά ‘σου και μπαίνει στο μαγαζί η Βάσω.  Ευτυχώς που έλειπε εκείνη την ώρα το αφεντικό. Χαρές κι αγκαλιές και φιλιά κι ένα μεγάλο ερωτηματικό εκ μέρους της Μαρίας ως προς το πού επιτέλους οφείλονταν αυτά τα παράξενα ξεσπάσματα της «αγαπητής γειτόνισσας».

-Πώς το ήξερες ότι είμαι εδώ; ρώτησε η Μαρία περίεργη.

Είχε πιστέψει ότι ο Βασίλης είχε πει κάτι… Αλλά και πάλι, δεν του είχε πει ποιο ήταν το εμπορικό όπου δούλευε.

-Η μάνα σου, μου το είπε,  απάντησε η Βάσω με έντεχνη αφέλεια.

Η Μαρία έγινε έξω φρενών, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει. Το κορίτσι αυτό είχε διάβολο μέσα του.  Γιατί; Τι ήθελε επιτέλους από αυτήν;  Ή μήπως κρυβόταν κάποιος άλλος πίσω από την Βάσω;   Ο Δημήτρης για παράδειγμα!

-Να σου συστήσω τη συνάδελφό μου Ευγενία, είπε η Μαρία χωρίς να την κυττάξει.

-Βάσω, είπε εκείνη και έδωσε το χέρι της στην Ευγενία.

«Άθλιο υποκείμενο!» Σκέφτηκε μέσα της η Μαρία κι ένιωσε κυνηγημένη, ξαφνικά.  Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει τη σκέψη της και να ο αδερφός της Βάσως, ο Δημήτρης στο κατώφλι του μαγαζιού.  Η Μαρία έμεινε άφωνη.  Τι ήταν πάλι ετούτο; Οικογενειακή επίσκεψη μέσα στο ξένο το μαγαζί; Μα τι ήθελαν επιτέλους να χάσει τη δουλειά που μόλις είχε πιάσει;

-Ξέχασα να σου πω ότι ο Δημήτρης ήταν απ’ έξω. Μιλούσε μ’ έναν γνωστό του.

-Γεια σας κορίτσια! είπε εκείνος λες και τις γνώριζε από χρόνια.

Η Ευγενία κύτταξε ειρωνικά τη Βάσω και το Δημήτρη, έτσι που ήταν μαζί δίπλα-δίπλα.

-Σε ζηλεύω Μαρία μου. Μακάρι να έρχονταν και οι δικοί μου φίλοι έτσι να με δούνε στο μαγαζί που δουλεύω, είπε με τέτοιο τόνο ώστε να την ακούσουν καλά τα δύο αδέρφια.

Ο Δημήτρης χωρίς να τηρήσει τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς έτεινε το χέρι του στην Ευγενία, αγνοώντας παντελώς τα λόγια που εκείνη είχε μόλις ξεστομίσει.

-Δημήτρης Βασιλείου κυρία μου! είπε χαμογελώντας.

«Λίγο έλειψε να  της φιλήσει το χέρι!» σκέφτηκε η Μαρία κι ένιωσε μία αντιπάθεια για τα δύο αδέρφια και την υποκριτικότητά τους, αν κι αυτή ξεκινούσε από διαφορετικά κίνητρα  στον καθένα τους.

Η Ευγενία τον κύτταξε καλά και ρώτησε:

-Τι κάνετε κύριε Βασιλείου;

-Γιατί τόση τυπικότητα κυρία μου;  Δημήτρη με λένε…

-Εντάξει λοιπόν Δημήτρη! Στον μπάτο –μπάτο της γραφής οι φίλοι της Μαρίας είναι και δικοί μου, είπε εκείνη ανέμελα αυτή τη φορά.

Η Μαρία την κύτταξε με αγωνία.  Κάποιοι πελάτες μπήκαν μέσα και έτρεξε να τους εξυπηρετήσει, όμως η Ευγενία την πλησίασε αμέσως και της είπε:

-Μίλα εσύ με τα παιδιά και θα τους σερβίρω εγώ τους κυρίους.

Η Μαρία φάνηκε ότι ήταν σε αδιέξοδο και η Ευγενία το αντιλήφθηκε.

-Μαρία, φέρε μου σε παρακαλώ τον νέο τιμοκατάλογο για τις κρέμες!  Διάταξε με ύφος, μόνο και μόνο για να βοηθήσει τη Μαρία.

Η Μαρία είπε «αμέσως Ευγενία!» και χάθηκε πίσω από το μαγαζί στην αποθήκη.  Η Ευγενία ήρθε από πίσω της

-Συμβαίνει κάτι; τη ρώτησε.

-Πολλά! Θέλω να φύγουν από εδώ, τώρα! είπε η Μαρία κουρασμένη.

-Εντάξει, είπε εκείνη απλά.

Βγήκε λοιπόν αμέσως έξω κρατώντας ένα πακέτο και αμέσως ύστερα η Μαρία κρατώντας ένα βιβλίο.

Η Ευγενία έψαξε και η Μαρία κύτταζε.

-Πεντακόσιες τριάντα δύο δραχμές…. είναι και κάποια πενηνταράκια… αλλά εντάξει δεν πειράζει, είπε και περίμενε να πάρει τα χρήματα από τους δύο πελάτες τους, ενώ η Μαρία τα τύλιγε και τα τοποθετούσε σε μία σακκουλίτσα χάρτινη.

Ο Δημήτρης και η Βάσω χάζευαν με κάποια πράγματα στη βιτρίνα του μαγαζιού, όταν οι δύο πελάτες αποχώρησαν. Τότε ο Δημήτρης πλησίασε την Ευγενία και τη Μαρία που τακτοποιούσαν πίσω στη θέση τους, κάποια από τα πράγματα που είχαν δει και από τα οποία είχαν διαλέξει οι δύο πελάτες τους.

-Λοιπόν κυρίες μου, για να μην ενοχλούμε άλλο, κι αφού σας είδαμε έστω και για λίγο, σας αφήνουμε με την ελπίδα να σας δούμε κάποια στιγμή… αργότερα, είπε αόριστα και πρότεινε το χέρι του στην Ευγενία.

-Ναι, βέβαια, έχει δίκιο ο Δημήτρης.  Γεια σας  κορίτσια, γειά σας, είπε και η Βάσω και προχώρησε έξω από το μαγαζί πρώτη.

Ο Δημήτρης βρήκε τότε την ευκαιρία να πετάξει σκύβοντας προς το μέρος της Μαρίας.

-Θα σε περιμένω απ’ έξω όταν τελειώσεις.

Χωρίς να περιμένει απάντηση έφυγε γρήγορα προς τα έξω.  Η Ευγενία άρχισε να γελάει βλέποντας τον φόβο και το άγχος στο πρόσωπο της Μαρίας.

-Τι έχεις επιτέλους κοριτσάκι μου; Σε κορτάρει ο Δημήτρης; Ε, και λοιπόν; Δε χαίρεσαι; Δε θα σε φάει. Άλλωστε «… και ο Θεός έπλασε τον άντρα!..» γι αυτή τη δουλειά!   Αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Να σου πω και κάτι ακόμη Μαρία μου;  Διασκέδασε και λιγάκι με τα καραγκιοζλίκια των άλλων.  Μην τα παίρνεις στα σοβαρά. Πίστεψέ με ξέρω.  Είσαι καλό παιδί γι αυτό κι ανησυχείς.  Όμως μην αφήνεις να σε δυσαρεστούν τέτοια πράγματα.  Η ζωή είναι πολύ πιο μεγάλη από αυτού του είδους τις συμπεριφορές. Περίμενε και θα καταλάβεις τι εννοώ.

Όμως τα πράγματα που ακούγονταν τόσο απλά από την Ευγενία, εξελίχτηκαν μάλλον άταχτα για τη Μαρία.  Εκείνο το βράδυ διαπίστωσε ότι ο Δημήτρης πιστός στα λόγια του την περίμενε έξω από το μαγαζί. Αν και προσποιήθηκε ότι δεν τον είδε, αντιλήφθηκε γρήγορα πως αυτού του είδους οι τακτικές  δεν ωφελούσαν σε τίποτα. Ο Δημήτρης την άρπαξε από το μπράτσο τρομάζοντάς την και σκύβοντας στο αυτί της ψιθύρισε:

-Επιτέλους Μαράκι μου, γιατί κάνεις πως δεν υπάρχω; Τι φοβάσαι λοιπόν; Δεν θα σε φάω!

Η Μαρία δεν του απάντησε.  Προσπάθησε μόνο να χαμογελάσει για να μην καταλάβουν οι περαστικοί τίποτα.  Όμως όλων τα μάτια καρφώνονταν επάνω τους.  Κάποιος πέταξε σε μουσικό τόνο: «Ο Ωραίος και η ωραία!» Ήταν αναμφίβολα ένα ελκυστικό ζευγάρι νέων. Η παρουσία τους έδειχνε κάτι το ασυνήθιστα ρομαντικό.  Εκείνη πολύ νέα και ομορφούλα, λεπτή, με σκούρα μαλλιά και σκούρα μπλε μάτια, εκείνος ψηλός, κομψός, ξανθός με γαλανά μάτια. Εξακολούθησε να της μιλάει λες και γνωρίζονταν για πολύν καιρό, ενώ η Μαρία ήταν φαινομενικά ήρεμη, αλλά για να το πετύχει αυτό κατέβαλλε  συνεχή προσπάθεια.  Ο φόβος της είχε εξελιχτεί σε πανικό.  Αγωνιούσε να μη τη δούνε γνωστοί της με το  νέο αυτόν άντρα και την κουτσομπολέψουν στους δικούς της.

-Τι θέλεις επιτέλους Δημήτρη; ρώτησε σιγανά.

-Εσένα! είπε εκείνος χαμογελώντας.

-Μα είναι ντροπή, γνωρίζω την οικογένειά σου.  Δεν μπορώ να σχετιστώ μαζί σου πίσω από την πλάτη τους. Είμαι βέβαια ότι δεν εγκρίνουν.

-Ποιος το λέει αυτό; Νομίζεις ότι ενδιαφέρονται για τέτοια πράγματα; Δεν παντρευόμαστε, μία γνωριμία είναι ετούτη η δική μας.  Να γνωριστούμε λοιπόν λίγο καλύτερα… Μ’ αρέσεις, είπε εκείνος.

Η Μαρία χαμογέλασε ανόρεχτα.

-Νομίζεις ότι αυτό φτάνει; Δε θα πρέπει να με ρωτήσεις κι εμένα τι σκέφτομαι για όλα αυτά;

-Ναι αμέ!  Τα σκέφτηκα αυτά που λες… αλλά είμαι βέβαιος ότι εγκρίνεις, είπε ξένοιαστα λες κι ήταν μικρό παιδάκι.

Η Μαρία σοβαρεύτηκε ακόμη περισσότερο.

-Λυπάμαι αλλά κάνεις λάθος.  Δεν «εγκρίνω», κι ακόμη περισσότερο δε μου αρέσουν αυτού του είδους οι σχέσεις.

-Προηγούνται των επομένων, είπε εκείνος πονηρά.

Ποια ήταν τα επόμενα; Τι εννοούσε άραγε; Η Μαρία τον κύτταξε.  Πώς ήταν δυνατόν ο άντρας να είναι τόσο ευθύς στην κυνικότητά του: «Μ’ αρέσεις… Προηγούνται των επομένων…» ο Δημήτρης είχε αποφασίσει  να αγνοήσει τι επιτέλους  άρεσε και σ’ εκείνη. Η στάση του εξέφραζε τη δύναμη και το θράσος του απόλυτου άρρενα.

-Όχι δεν μπορώ να σε βλέπω, αν αυτό είναι τελικά εκείνο που επιδιώκεις.   Θα το μάθουν οι δικοί μου και δεν θέλω να τους ντροπιάσω. Μία τέτοια πράξη μου θα ήταν τιμωρητέα σύμφωνα με τα πιστεύω των γονιών μου. Άλλωστε δεν ταυτίζονται η ανάγκη σου και η δική μου κι αυτό θα πρέπει να το αποδεχτείς.

-Μα πού πάει το μυαλό σου.  Μία βόλτα μαζί, ένας καφές ή ένας κινηματογράφος, ποιον θα βλάψουν επιτέλους; Μου αρέσει η παρέα σου, αυτό είναι.

-Μάλιστα! Τότε γιατί να βλεπόμαστε μόνοι;  Μου λες;  Εδώ δεν είναι η πρωτεύουσα.  Είναι πόλη της επαρχίας, ο κόσμος είναι λίγος, οι γλώσσες μεγάλες και τα στόματα δεν χάσκουν.  Δεν τα έζησες πριν να φύγεις;  Δεν μπορεί να ξέχασες κάποιες νοοτροπίες, τον τρόπο ζωής του τόπου. Είσαι άντρας και είμαι ένα κορίτσι!

-Σε φίλησα και θέλω να το ξανακάνω, είπε ο Δημήτρης χαμογελώντας κι ένιωσε το σώμα της Μαρίας να προσπαθεί ν’ απομακρυνθεί από κοντά του.  Δεν άφηνε όμως το μπράτσο της, γεγονός που προκαλούσε τα βλέμματα των άλλων.

-Ωραίο ζευγαράκι, ποιοι είναι; Ακούστηκε να ρωτάει κάποια, όταν περνούσαν μπροστά από ένα καφενείο…

Η Μαρία είχε αρχίσει να τρέμει. Δεν ήταν βέβαια για τα συναισθήματά της.  Ήταν θυμός, ήταν κάτι άλλο; Της ήταν άγνωστο.

-Πάμε να πιούμε ένα ποτό;  ρώτησε ο Δημήτρης.

-Όχι, θέλω να πάω στο σπίτι μου, επέμενε τώρα η Μαρία.

Ο Δημήτρης την σταμάτησε και την κύτταξε στα μάτια.

-Έλα Μαράκι, κάνε μου τη χάρη!

-Δε μ’ αρέσει να μ’ αποκαλείς έτσι. Δεν είμαι το Μαράκι σου! είπε  εκείνη θυμωμένη.

Δεν ήθελε να τον ακούει. Όμως εκείνος  προχώρησε μαζί της.  Περπάτησαν αρκετή ώρα με κατεύθυνση τελικά τα σπίτια τους. Καθώς περνούσαν έξω από το παρκάκι της γειτονιάς την οδήγησε αποφασιστικά προς ένα κάθισμα.

-Άκουσέ με! Δεν είμαι παλιάνθρωπος.  Μ’ αρέσεις. Αν δε σου αρέσω για κάποιον λόγο, αν δε θες να μιλάμε καθόλου, εντάξει, θα το δεχτώ.  Όμως αισθάνομαι ότι δεν είναι έτσι.

Η Μαρία σιώπησε.  Κάτι συνέβαινε μέσα της, κάτι  που ήταν ασύμφωνο με τη λογική της, άσχετο προς τους κανόνες της ηθικής, κάτι το πρωτόγνωρο ως εκείνη τη στιγμή.  Ο αιφνιδιασμός και το σοκ του απροσδόκητου πρώτου φιλιού, είχε γίνει μία παράξενη ανάμνηση θαρρείς και το γεγονός δεν αφορούσε εκείνη. Η τωρινή επίθεσή του Δημήτρη ευθέως στο θυμοειδές της, είχε επιπτώσεις στη θέλησή της. Παιζόταν ένα επικίνδυνο παιχνίδι.  Το ένιωθε βαθιά μέσα της. Τι θα έπρεπε να κάνει; Γιατί δεν τον έβριζε, δεν τον χαστούκιζε, δεν αντιδρούσε τώρα πια, αλλά καθόταν παθητικά λες και περίμενε κι άλλα επιχειρήματα για να πειστεί.  Αφού το έβλεπε: ήθελε μία φίλη, κάτι το προσωρινό, δεν ήταν γι’ αυτόν η γνωριμία «του καλού σκοπού».

Ξαφνικά ένιωσε αδύνατη δίπλα του. Γιατί; Δεν καταλάβαινε.  Ήταν αλήθεια μπερδεμένη.  Ήταν εκείνη η επιμονή του που είχε αρχίσει να την επηρεάζει; Διαπίστωνε τελικά ότι το ενδιαφέρον του άντρα την κολάκευε. Ανακάλυπτε φοβισμένη ότι δεν ήθελε να τον απομακρύνει.

Το πρόβλημά της πολλαπλασιαζόταν ξαφνικά.  Δεν αντιμετώπιζε μόνο τα θέλω του Δημήτρη αλλά και τη δική της αδυναμία, που αντίθετη προς τη λογική της ως εκείνη τη στιγμή, τη «δάγκωσε».  Δε μίλησε, σκέφτηκε ξανά και ξανά ώσπου βαρέθηκε. Και όπως συνήθως συμβαίνει, η καθυστέρηση της όποιας απάντησης από την Μαρία, θεωρήθηκε από τον Δημήτρη ως  θετική μαρτυρία, και η στάση της συγκαταβατική απέναντί του.  Έσκυψε και άπλωσε απάνω της τα χέρια του, και γύρω από το σώμα της.  Η Μαρία δεν αντέδρασε καθόλου. Τη σήκωσε μαλακά και την οδήγησε μέσα στο πάρκο σ’ ένα άλλο κάθισμα  κρυμμένο από τους πεζούς.  Το αδύνατο φως μόλις που τους επέτρεπε να βλέπονται. Ο Δημήτρης κάθησε δίπλα της και τυλίγοντας με το μπράτσο του τους ώμους της, άρχισε να της μιλάει σιγανά.

-Ξέρεις Μαρία εκείνο το βράδυ στη σκάλα.  Είχα πεισματώσει τόσο πολύ μαζί σου.  Με την αγέρωχη στάση σου, με την αδιαφορία σου στα λόγια μας. Νόμισα πως θα τρελαινόμουν αν δε σ’ αγκάλιαζα και δε σε φιλούσα. Τι μου κάνεις κοριτσάκι μου, τι μου κάνεις!  Είμαι τρελά ερωτευμένος μαζί σου.  Μ’ αρέσεις, μ’ αρέσεις τόσο πολύ. Αρχικά ήθελα να παίξω μαζί σου, αλλά όσο περνούν οι μέρες τρελαίνομαι, παθαίνω όταν δε σε βλέπω.

Ο νέος με πνιγμένη φωνή  μέσα από το παραλλήρημά του έσκυψε με δύναμη απάνω της τη φίλησε με πάθος, δαγκώνοντας σχεδόν τα χείλια της Μαρίας.  Ένα πρωτόγνωρο αίσθημα την κατέκλυσε.  Ήταν σα να μην ήταν αυτή, η Μαρία!

Ο Δημήτρης κάποια στιγμή σταμάτησε, έκανε πίσω την κύτταξε στο αμυδρό φως και χάϊδεψε τα μαλλιά της. Η Μαρία γεμάτη ντροπή χαμήλωσε τα μάτια της.  Προσπάθησε να πει κάτι.

-Μα μόλις που γνωριζόμαστε, ψιθύρισε ενώ εκείνος έσκυψε και πάλι απάνω της για να τη φιλήσει στα μάτια.

Η Μαρία τραβήχτηκε από κοντά τους και σφάλισε σφιχτά τα μάτια της. Χαμήλωσε το κεφάλι της ντροπιασμένη.  Η εξυπνάδα της είχε εκμηδενιστεί εκείνη τη στιγμή.  Ο νους της δεν κατέβαζε έξυπνες ερωτήσεις ή απαντήσεις. Είχε μουδιάσει ξαφνικά όπως εκείνο το βράδυ εκεί πάνω στο κεφαλόσκαλο  του σπιτιού του.   Ο Δημήτρης δεν την άφησε. Άπλωσε το χέρι του και πιάνοντας το πηγούνι της νέας  σήκωσε το κεφάλι της και τη φίλησε ξανά στα χείλια, στα μάγουλα, στα μάτια, στα μαλλιά, στο λαιμό… απαλά λες και προσπαθούσε να εντοπίσει κάτι απάνω της, που θα του έδινε την ευκαιρία να χορτάσει τον πόθο του.  Όμως αυτό δε γινόταν και η Μαρία το ένιωθε.  Μία στιγμή που η Μαρία τόλμησε ν’ ανοίξει τα μάτια της αντίκρυσε το βλέμμα του,  στα ορθάνοιχτα μάτια του, που γυάλιζαν μέσα στο σούρωπο σωστές «γυαλυνόρες», τρόμαξε.

«Θεέ μου, πόσο ντρέπομαι!» σκέφτηκε η Μαρία και εντελώς απότομα, ακουμπώντας αποφασιστικά τις παλάμες της στο στήθος του, τον έσπρωξε. Ύστερα καταβάλλοντας κόπο  δήλωσε αποφασιστικά  με παράξενα βραχνιασμένη φωνή.

-Θέλω να πάω στο σπίτι μου! Τώρα αμέσως!

Ο Δημήτρης σηκώθηκε με αργές, κουρασμένες, κινήσεις. Σιωπούσε.  Άφησε τη νέα να σηκωθεί μόνη της, χωρίς καθόλου να την ακουμπάει.  Φαινόταν λυπημένος και η Μαρία ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά της, αλλά δεν το έδειξε. Προχώρησαν δίπλα-δίπλα, προς την έξοδο του πάρκου.  Ο Δημήτρης γύριζε και την κύτταζε διαρκώς.   Θαύμαζε το τέλειο προφίλ της μέσα στο λιγοστό φως και πίστευε ότι δεν είχε δει πιο χαριτωμένο γυναικείο κεφάλι.  Αναστέναξε.  Η Μαρία κρατούσε το κεφάλι της μπροστά, γιατί δεν τολμούσε να τον κυττάξει.  Ντρεπόταν λες και είχε κάνει κάτι φοβερό. Ήταν όμως εκείνο το βλέμμα του που την είχε τρομάξει.

-Πότε θα σε δω; ρώτησε με σιγανή φωνή παλλόμενη από συγκίνηση.

-Δεν ξέρω, απάντησε η Μαρία με βραχνή φωνή.

Προχώρησαν βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Χώρισαν κοντά στο σπίτι της.  Η Μαρία τον καληνύχτησε κι εκείνος ανταποκρίθηκε λέγοντας:

-Θα σε ονειρεύομαι απόψε όπως κι όλα τ’ άλλα βράδυα.

Η Μαρία δεν είπε τίποτα. Απομακρύνθηκε με γρήγορα βήματα από κοντά του.  Τι συνέβαινε επιτέλους; Πώς είχαν φτάσει έτσι ξαφνικά και σ’ ετούτο το σημείο τα πράγματα με τον άγνωστο αυτόν άντρα;  Τα μάγουλά της φλέγονταν και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.  Φτάνοντας έξω από το σπίτι της σκέφτηκε πώς θα ήταν η ζωή της αν ο Δημήτρης  έφευγε ξαφνικά, όπως είχε έρθει.  ‘Ενιωσε το γνώριμο τσίμπημα στην καρδιά.  «Δε θέλω να φύγει!» ομολόγησε στον εαυτό της, παραξενεμένη κι η ίδια από την ανακάλυψή της.  «Πώς είναι δυνατόν;  Μέχρι πριν λίγες ώρες τον απεχθανόμουν. Ή μήπως αυτό ερχόταν μέσα μου εξαιτίας των γονιών του και της αδερφής του;  Κι εκείνο το βλέμμα του όταν με φιλούσε;  Μου φάνηκε τόσο κυνικό! Θε μου βοήθησέ με! Μήπως κάνω λάθος με όλα; »

Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού τους.  Όλοι έλειπαν. «Καλύτερα!» σκέφτηκε και προχώρησε στην τουαλέττα. Κύτταξε ερευνητικά το πρόσωπό της. Ύστερα πλύθηκε καλά και ήρθε στην κουζίνα.  Πήρε ένα μήλο και αφού το καθάρισε, άρχισε να το αργομασάει.  Δεν ήθελε φαγητό.  «Κι αυτό πολύ είναι!» σκέφτηκε ξανά.  Στην κρεββατοκάμαρά της οι γρίλλιες ήταν κλειστές.  Τις άφησε έτσι.  Δεν ήθελε ν’ αντικρύζει το σπίτι των Βασιλείου, απέναντι.  Δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει μέσα της αν ήθελε να συναντηθεί άλλη φορά με το Δημήτρη, έστω και ύστερα από αυτή την τρομερή ανακάλυψη, ή αν θα έπρεπε να τον ξεχάσει και να μάσει το μυαλό της. «Αχ, πατέρα μου τι μου κάνεις; Αν σπούδαζα όμως θα είχα το μυαλό μου στη μελέτη κι όχι σ’ αυτά και ο κάθε Δημήτρης θα δυσκολευόταν να κάνει καμάκι. Ποιον; εμένα!» Μετά από αυτή τη σκέψη επαναστάτησε μέσα της: «Αηδίες και δικαιολογίες! Αν δε τα θέλεις, δεν τα παθαίνεις!..» σκέφτηκε θυμωμένη με τον εαυτό της.  Σίγουρα πολλά πράγματα δεν πήγαιναν καλά μέσα της.  Ακόμη κι εκείνη τη στιγμή και ύστερα από εκείνη την επικοινωνία με τον άντρα, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει μέσα της αν τα συναισθήματά της σε σχέση με όλη αυτή την ιστορία, ήταν μία πρόκληση για μία γεύση του έρωτα ή αν ήταν απλά επιθυμία για φλερτ. «Θα δείξει!» σκέφτηκε και συγκεντρώθηκε στη ανάγνωση ενός τομίδιου μεσαιωνικής ιστορίας.

 

Ο Δημήτρης αισθανόταν πολύ κουρασμένος.  Είχε απογοητευτεί από τη συμπεριφορά της Μαρίας.

-Τι συμβαίνει ρε συ; τον ρώτησε ο Βασίλης.

-Τίποτα! απάντησε εκείνος κουρασμένα.

-Σιγά τώρα. Ποιον κοροϊδεύεις; Η Μαρία είναι… Έτσι; τον ξαναρώτησε.

Ο Δημήτρης ρώτησε ξαφνικά:

-Πού είναι οι υπόλοιποι;

-Στης παππαδιάς. Δεν κατάλαβες; Κουτσομπόληδες, παππάς και παππαδιά. Σε κυττάζουν λες και μπορούν να μαντέψουν τα πάθη σου για να πλάσουν εκείνες τις πικάντικες ιστορίες, βρώμικες τις πιο πολλές φορές. Ιερωμένος σου λέει ο άλλος!

-Άστους, καλά είναι εκεί που είναι, όλοι μαζί αγράμματοι και παθιασμένοι! είπε ο Δημήτρης μάλλον θυμωμένος αυτή τη φορά.

-Λοιπόν; ρώτησε ο Βασίλης λες και δεν είχε ακούσει την παρατήρηση του αδερφού του για τον παππά, την παππαδιά και τους γονείς τους.

Ο Δημήτρης ξάπλωσε στο κρεββάτι του.

-Να πάρω τα δύο τελευταία μαθήματα και να κάνω κανένα φροντιστήριο.  Είναι και η θητεία πάνω από χρόνο, είπε σα να μονολογούσε.

-Εντάξει, κι ύστερα;  ρώτησε ο Βασίλης με ενδιαφέρον.

-Υστερα… ποιος ξέρει τι θα γίνει ύστερα! Έχω και την πρωτευουσιάνα, που με περιμένει, απάντησε ο Δημήτρης.

-Τι θα κάνεις τελικά μ’ αυτήν;

-Έχει ψιλά και μπορεί να με υποστηρίξει, το ξέρεις αυτό.  Όπως ονειρεύονται οι Βασιλείου τέλος πάντων, είπε βαρυεστημένα.

-Στο μεταξύ… ψάχνεις για γκόμενα! Ελπίζω να μη στοχεύεις στη Μαρία, είπε ο Βασίλης φανερά ανήσυχος, λες και συνεχώς προσπαθούσε να ξυπνήσει στον αδερφό του τις ευθύνες του, του αξιόπιστου μέλους της κοινωνίας και όχι του άντρα που κυνηγάει χωρίς πυξίδα και κατεύθυνση, καθοδηγούμενος μόνο  από το ένστικτο.

Ο Δημήτρης πιάνει το μέτωπό του…

-Δεν ξέρω τι έπαθα μαζί της ρε γα….ο! Νιώθω να καίγομαι. Τη θέλω.  Στην υπηρεσία τη βλέπω μπροστά μου. Στα όνειρά μου ή όταν πίνω καφέ ή μιλάω με κάποιον. Τι μου συμβαίνει;

-Στο είπα και πριν. Δεν μπορείς να παίξεις μαζί της.  Είναι καλό κοριτσάκι.

-Το λες και το ξαναλές! Κι εγώ σε ξαναρωτάω: μήπως τη θέλεις για πάρτυ σου;

-Δε νομίζω αδερφέ. Σου έχω μιλήσει για αυτό. Απλά το εκτιμώ το κοριτσάκι.  Είναι από καλή πάστα και τόσο πολιτισμένο που ούτε οι πρωτευουσιάνες κλάσεως, δεν τη  φτάνουν.

-Από πού το κατάλαβες;

-Από τον τρόπο που κάθεται, που πίνει τον καφέ της, από τις κινήσεις του σώματός της, από το πνεύμα της και από την υπέροχη ελαφριά ειρωνεία της.  Δεν είναι πεινασμένη για τίποτα, το κατάλαβες; Έχει αγωγή και παιδεία, σπάνια χαρίσματα, που τα οφείλει στην οικογένειά της, αλλά και στο προσωπικό της ενδιαφέρον και την ευαισθησία της.  Θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στον όποιονδήποτε. Το μόνο πρόβλημά της είναι ότι δεν έχει μία γερή προίκα. Όποιος όμως μπορεί κι έχει τα κότσια να την πάρει για δική του, είμαι βέβαιος ότι θα ζήσει ευτυχισμένος κοντά της και θα την κάνει διπλή την προίκα που δε θα πάρει, χάρι στην αγάπη της.

-Τι μαλ…ες κάθεσαι και λες; Με ποιον είσαι επιτέλους; Ξεχνάς και τους γονείς μας;

-Ξέρω τι λέω και να το θυμάσαι αυτό.  Θα βρεθεί αυτός ο ένας και για την Μαρία.

-Μήπως είσαι εσύ, αυτός ο ένας; ρώτησε ο Δημήτρης κυττώντας τις άκρες από τα πόδια του.

-΄Οχι, δεν είμαι αυτός.  Πάψε επιτέλους να υποψιάζεσαι τα ανύπαρκτα από τη ζήλεια σου.  Η Μαρία δε θέλει εμένα, το νιώθω.  Αν με ήθελε, μπορεί και να δοκίμαζα.  Άλλωστε ήσουν κι εσύ, σε είδα πώς την κύτταγες από την πρώτη στιγμή κι ας μην είπες τίποτα, είπε αυστηρά ο Βασίλης.

Ο Βασίλης το ένιωθε.  Η Μαρία αντιστεκόταν στον Δημήτρη κι εκείνος είχε αγγίξει τα όρια της υπομονής του,  τόσο πολύ που σκεφτόταν ξαφνικά τις σπουδές του και την «πρωτευουσιάνα» με την προίκα. Κατά βάθος χάρηκε. Γιατί ήθελε να βοηθήσει και τους δύο νέους στην πραγματικότητα.  Δεν ήξερε όμως τι μπορούσε να κάνει ώστε ούτε η Μαρία  να πληγωθεί, αλλά ούτε και  εναντίον του αδερφού του να έρθει. Αντίθετα από τον Δημήτρη την έπαιρνε στα σοβαρά τη Μαρία. Οι γονείς τους με τις απαιτήσεις τους ασκούσαν μία ανυπόφορη πίεση σ’ αυτόν και στ’ αδέρφια του. Ήταν τόσο απόλυτοι στις απόψεις τους για το μέλλον των παιδιών τους!

 

Ο Δημήτρης έκλεισε τα μάτια του.  Η Μαρία ήρθε μπροστά του με τα σκούρα μπλε μάτια της –μπλε  ουρανοί- που ξεκούραζαν, με  τα  όμορφα, πυκνά  μαύρα μαλλιά της, με το καλογραμμένο μικρό, κόκκινο στόμα και το όμορφο δέρμα.  Σκέφτηκε την κορμοστασιά της, τη λεπτή φιγούρα της, το απλό κι όμορφο ντύσιμό της το γλυκό της άρωμα,  το χαριτωμένο προσωπάκι της το χωρίς βαψίματα και φτιασίδια.  Η Μαρία δεν τα χρειαζόταν αυτά. Έφερε στο νου του την πρωτευουσιάνα. Καμμία σχέση ανάμεσα στις δύο. «Μία κουκλίτσα είναι… ετούτη εδώ… μία κουκλίτσα!» αναστέναξε κι άφησε να τον παρασύρει η κόπωση.

Ο Βασίλης τον είδε να βυθίζεται στον ύπνο.  Κούνησε το κεφάλι του. Ξανασκέφτηκε σκληρά.  Δεν είχε το δικαίωμα να πει στην Μαρία να φύγει μακριά από τον Δημήτρη.  Ότι αν σχετίζονταν οι δυο τους στενά, δε θα κατέληγαν πουθενά.   Πώς να της έλεγε τέτοια πράγματα;  Μπορεί και να μη γινόταν πιστευτός. Άλλωστε η Μαρία ίσως από μόνη της τελικά, χάριν της εξυπνάδας της, να τα κατάφερνε ν’ αποκρούσει το Δημήτρη.  Αν είχε εκείνη την πέμπτη αίσθηση, όπως λένε για τις γυναίκες.  Πέρασε το χέρι του βαριά πάνω στο μέτωπό του. Βασανιζόταν.  Δεν ήταν ασυνείδητοι οι δύο τους, ο Δημήτρης κι αυτός, το ζήτημα ήταν ότι δεν είχαν τη δύναμη ν’ αντιπαλέψουν με τους γονείς τους.  Υπήρχε μία άγραπτη συμφωνία ανάμεσά τους: η στέρηση χρόνων για να τους σπουδάσουν. Όφειλαν να κάνουν εκείνο που επιβαλόταν.

Τώρα εξελίσσονταν όλα με μία αβεβαιότητα.  Δεν ήταν δυνατόν να πληγωθεί εκείνο το κορίτσι από μία αδυναμία του Δημήτρη.  Και όμως, εκείνος επέμενε και ίσως να μη σκεφτόταν το κόστος.  Ποιος ήξερε πού θα κατέληγε αυτή η υπόθεση που καλά-καλά δεν είχε αρχίσει. Οι δύο νέοι αντιπάλευαν ο ένας τον άλλον.  Σίγουρα όμως η Μαρία ήταν το πιο ευαίσθητο και ευάλωτο πλάσμα από τους δύο.

 

«Μου αρέσει λοιπόν. Είναι ένας πειρασμός το ενδιαφέρον του. Όμως οι γονείς του; Δεν ταιριάζουμε σε τίποτα σαν οικογένειες.  Έχουν λίγα χρήματα, αλλά είναι άξεστοι, αμόρφωτοι, ακοινώνητοι, απαιτητικοί. Φοβούνται, για τα παιδιά τους «να μην μπλέξουν».  Αν η όποια  ιστορία που αρχίζει είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη, πρέπει να πεθαίνει στην αρχή της.  Δεν μπορεί το οικονομικό να προσδιορίζει τη σχέση.  Πρέπει να τελειώνω λοιπόν με αυτό το ανόητο παιχνίδι.  Δε θα με ήθελαν ποτέ στην οικογένειά τους το ίδιο και οι δικοί μου, το γιο τους. Αυτό επιβάλλεται να κάνω.  Ίσως πάλι ο Δημήτρης δεν ενδιαφέρεται πέρα από του να περνάει καλά τον καιρό του!» Αυτή η τελευταία σκέψη της υπογραμμίστηκε από μόνη της.   Η Μαρία δε θα άφηνε ποτέ να φτάσουν οι όποιες σχέσεις της σε απροχώρητο σημείο. Η αγωγή της μπλοκάριζε τη φύση της, το ένστικτό της…  Επομένως δε θα γινόταν ποτέ το χατίρι του.  Ήταν όλα προγεγραμμένα!

 

Ήταν Σάββατο. Είχε ταλαιπωρήσει τη σκέψη της εκείνη την ημέρα μέχρι πονοκεφάλου.  Το βράδυ τελειώνοντας είχε ραντεβού με τη φίλη της Κατερίνα.  Ήθελε να μιλήσουν να μοιραστεί τις σκέψεις της μαζί της.  Κάτι καλό θα έβγαινε από αυτήν τη συνάντηση.  Είχαν λίγες ημέρες να συναντηθούν, και η τελευταία τους συνάντηση ήταν πριν από εκείνη με τον Δημήτρη.  Η Μαρία που απέφευγε να τον συναντήσει, είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί περισσότερο για τον εαυτό της και την εικόνα που θα παρουσίαζε στους γύρω της, βγαίνοντας μαζί του.  Ήταν βέβαια ότι πολλοί δεν τον γνώριζαν τον Δημήτρη, καθώς έλειπε για μεγάλο διάστημα  από την πολιτεία τους με κάποια διαλείμματα σε αυτήν, τις διακοπές του, μέχρι που άρχισε να υπηρετεί τη θητεία του. Δεν ήξερε τους ακριβείς λόγους για τις αραιές επισκέψεις του στην πολιτεία τους, ήταν όμως φανερό ότι όλα σχετίζονταν με τα οικονομικά της οικογενείας του.

Η Κατερίνα συνεπής όπως πάντα την περίμενε έξω από το μαγαζί χαζεύοντας για μερικά λεπτά στην βιτρίνα του.  Δίπλα της περίμενε για κάποιον και ένας νέος άντρας ψηλός ξανθός, που δεν ήταν άλλος από τον Δημήτρη.  Η Κατερίνα, κύτταξε αδιάφορα προς το μέρος του και ύστερα ένευσε στην Μαρία.  Εκείνη της χαμογέλασε και της έδειξε με το χέρι της «πέντε λεπτά».  Η Κατερίνα κύτταξε γύρω της άλλη μία φορά και ύστερα γύρισε την πλάτη της στη βιτρίνα και περίμενε να περάσουν τα πέντε λεπτά.  Η Μαρία στο μεταξύ είχε βγάλει την  πουκαμίσα του εμπορικού κι αρπάζοντας την τσάντα της και την ζακέτα της καληνύχτησε την Ευγενία. Κυττάχτηκε μία στιγμή στον καθρέφτη κι αμέσως μετά βγήκε έξω.  Εκεί την περίμενε μία έκπληξη που δεν μπορούσε να καθορίσει τελικά, αν της ήταν ευχάριστη. Πρώτα-πρώτα, η Κατερίνα -εκείνη τη στιγμή γύριζε για να κυττάξει αν ερχόταν η Μαρία- χαμογελώντας την πλησίασε με ένα βήμα και ταυτόχρονα η έκπληξη-εμφάνιση, ο Δημήτρης, που απλώνοντας το χέρι του άρπαξε με δύναμη το μπράτσο της.

-Μαρία μου! είπε έκπληκτη η Κατερίνα και η Μαρία κατακόκκινη από την ντροπή της είπε μασώντας τα λόγια της.

-Γλυκειά μου, να σου συστήσω το Δημήτρη, που δεν ξέρω από πού ξεφύτρωσε τέλος πάντων.

-Χαίρομαι δεσποινίς! είπε ο Δημήτρης που κατάλαβε ότι τα είχε κάνει θάλασσα για την Μαρία.

-Πώς είστε; ρώτησε η Κατερίνα μ’ ένα πειραχτικό χαμόγελο.

-Να πω ότι είμαι καλά… θα ήταν άτοπο… Το σωστότερο είναι να σας ζητήσω συγγνώμη και αν μου επιτρέπετε τελικά κυρίες μου, μια που ήρθαν έτσι τα πράγματα,  θα σας πρότεινα έναν καφέ, είπε ο Δημήτρης προσπαθώντας να καλύψει το ολοφάνερο:  ότι μάλλον δεν βρισκόταν τυχαία εκεί…

-Δεν νομίζω ότι είναι σωστό να συμφωνήσω ή να διαφωνήσω μαζί σου, αγαπητέ μου! Η Κατερίνα κι εγώ είχαμε μέρες να συναντηθούμε, οπότε κρίνε από μόνος σου τι θα πρέπει να κάνεις, είπε η Μαρία.

Η Κατερίνα βιάστηκε να μαλακώσει την οξύτητα ανάμεσα στους δύο, χαμογελώντας φιλικά και προτείνοντας,:

-Γιατί όχι; Θα μου δοθεί έτσι η ευκαιρία να γνωρίσω και εγώ έναν «γνωστό!» της Μαρίας, τον πρώτο, από ό,τι τουλάχιστον μπορώ να θυμηθώ, είπε τονίζοντας τις  λέξεις.

Τελικά οι τρεις τους, με τον Δημήτρη στη μέσης της τριάδας τους, αποχώρησαν από εκείνο το σημείο και κατέληξαν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, κάπου σε μία από τις κεντρικές οδούς της πολιτείας τους.   Παρήγγειλαν καφέ και το έριξαν στην συζήτηση για την επικαιρότητα, από την οποία όμως η Μαρία αποτραβιόταν και μάλλον  συχνά, αν όχι εσκεμμένα.  Όσο περνούσε η ώρα και ενόσω ο Δημήτρης και η Κατερίνα συνέχιζαν να κουβεντιάζουν, η Μαρία όλο και περισσότερο κλεινόταν στον εαυτό της.  Ήταν φανερό ότι κάτι την ανησυχούσε.  Δεν παρακολουθούσε τη συζήτησή τους ώς τη στιγμή που η Κατερίνα ρώτησε το Δημήτρη πονηρά:

-Τόσα χρόνια στην πρωτεύουσα και να μην υπάρχει «σπλάχνο»; αυτό Δημήτρη μου, δύσκολα μπορώ να το πιστέψω…

-Ε… ξέρεις φλερτάκια και ψιλοπράγματα, είπε εκείνος παρακολουθώντας αδιάκοπα με την άκρη του ματιού του τις αντιδράσεις της Μαρίας.

-Εσείς οι άντρες ξέρετε και τα κρύβετε… ποιος σας ξέρει, προπάντων όταν σπουδάζετε στην πρωτεύουσα, επέμενε η Κατερίνα.

-Δε μου λες κοριτσάκι μου, βαλτή είσαι; είπε χαμογελώντας ο Δημήτρης μέσα του όμως «έβραζε». «μουσίτσα που είσαι, αλλά το καταλαβαίνω… η Μαρία είναι φίλη σου», σιγομουρμούρισε και οι δυο νέες τον κύτταξαν ερωτηματικά.

-Α, μη δίνετε σημασία! Κάτι σκέφτηκα, είπε αμήχανα αυτή τη φορά, ερευνώντας τα πρόσωπα των κοριτσιών για ίχνη δυσαρέσκειας.

Τα κορίτσια είχαν χάσει κάπως το ενδιαφέρον τους. Η Μαρία φαινόταν πολύ κουρασμένη. Αποφάσισαν να «το διαλύσουν».  Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι η βραδυά είχε τελειώσει άδοξα.  Η Μαρία είχε δικαιολογηθεί για την συμπεριφορά της, λέγοντας ότι είχε πονοκέφαλο.  Ο Δημήτρης προθυμοποιήθηκε να τη συνοδέψει στο σπίτι της. Η νέα αρνήθηκε έντονα λέγοντας ότι προτιμούσε να πάρει ένα ταξί. Έτσι αφήνοντας την Κατερίνα με το Δημήτρη, έκανε αυτό ακριβώς που είχε πει και με τον τρόπο της κατάφερε τελικά ν’ απαλλαγεί από «την επικίνδυνη», συντροφιά του Δημήτρη.  Ανακουφισμένη έφτασε σπίτι της σ’ ελάχιστες στιγμές και κατέληξε στο κρεββάτι της πολύ ενωρίτερα από ότι είχε υπολογίσει, όταν έκλεινε ραντεβού με την Κατερίνα.

 

Ο Δημήτρης κυνηγούσε τη Μαρία άγρια. Ήταν ολοφάνερη η επιμονή του.  Ήθελε να πετύχει στις επιδιώξεις του.  Αυτό όμως δεν άρεσε στη νέα.  Ο άντρας δεν της άφηνε περιθώρια ν’ ανασάνει, να νιώσει ότι μπορεί ν’ αποφασίσει και εκείνη για ένα ραντεβού της.  Έτσι που την πίεζε αφόρητα την ωθούσε ν’ αντιδράει με το μοναδικά ανώδυνο τρόπο που γνώριζε: εκείνον της φυγής.  Δεν άντεχε σε τέτοιου είδους πιέσεις. Και γιατί θα έπρεπε να ενδίνει στις επιθυμίες του άντρα; Δεν ήθελε να κερδίσει τίποτα απ’ αυτόν. Ίσως να έψαχνε για λίγη τρυφερότητα, σα ρομαντική φύση που ήταν, αλλά δεν της άρεσε να  υποκύπτει στα εγωϊστικά θέλω του άντρα. Είχε πολύν καιρό μπροστά της. Το σκεφτόταν ξανά τώρα, στο κρεββάτι της και αγανακτούσε.  Ήταν βέβαιο ότι  είχαν αλλάξει οι καιροί.  Η γυναίκα της εποχής της επεδίωκε όλο και περισσότερο μέσα στην κοινωνία της τη χειραφέτησή της και την εξάλειψη της διάκρισης των φύλων. Είχαν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται οι καρποί αυτής της προσπάθειας. Μία νέα γυναίκα μπορούσε πλέον να ξεφύγει από τα παραδοσιακά δεδομένα και να κάνει κάτι διαφορετικό για τον εαυτό της. Ήταν βέβαιο ότι η Μαρία ανήκε σε αυτή την ομάδα των γυναικών τουλάχιστον στην ηλικία της των δεκαεννέα χρόνων. Αυτή απ’ όλες τις συνομήλικές της, δεν ήταν δυνατόν να «πισωπερπατήσει στη στασιμότητα της εποχής της μητέρας της». Είχαν περάσει εκείνα και δεν μπορούσαν να ξαναγυρίσουν. Από τις συνομήλικές της, όσες είχαν εκπαίδευση,  επεδίωκαν να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στην εκλογή του τρόπου της ζωής που θ’ ακολουθούσαν, καθώς και στην εκλογή του συντρόφου τους.  Η Μαρία μίλαγε με φίλες του δικού της μορφωτικού επιπέδου και γνώριζε ότι όλες συμφωνούσαν με τις απόψεις αυτές.  Δεν ήταν καθόλου υποφερτό να υποκύπτουν σε συμπεριφορές  παρελθόντων  εποχών.  Η απασχόληση ήταν θέμα αξιοπρέπειας και εφόσον υπήρχε οικονομική απεξάρτηση τότε και ο τρόπος ζωής ήταν θέμα επιλογής.

 

Την Κυριακή -κοντά μεσημέρι- και εντελώς απροειδοποίητα, η Κατερίνα επισκέφτηκε την Μαρία.  Η κυρία Φρόσω την υποδέχτηκε με ευχαρίστηση όπως συνήθως και οι δυο νέες κλείστηκαν στο δωμάτιο της Μαρίας για λίγο.  Ύστερα από αρκετή ώρα εμφανίστηκαν και η Μαρία ανήγγειλε στην μητέρα της ότι θα πήγαιναν για έναν περίπατο  στη λίμνη, καθώς  το καλούσε η καλοκαιριάτικη μέρα. Θα γυρνούσαν ενωρίς πριν τις δύο για το μεσημβρινό τραπέζι.  Η Φρόσω πρότεινε στην Κατερίνα να γυρίσει πίσω με τη Μαρία και να φάνε όλοι μαζί.  Η Κατερίνα όμως, αφού την ευχαρίστησε πολύ για την πρόσκληση αρνήθηκε  εξίσου  ευγενικά.  Άλλα την είχαν φέρει στο σπίτι τους.

-Μαρία μου… μου τα είπε όλα…

-Τι σου είπε και ποιος; Ρώτησε η Μαρία απότομα.

-Ο Δημήτρης βέβαια! Σ’ αγαπάει το παιδί, είναι τρελό για σένα.

-Κατερίνα μου!  Σιγά, σιγά, δεν ξέρεις εσύ. Δεν γνωρίζεις την  οικογένεια Βασιλείου.   Και να μ’ αγαπάει όπως λες και να τον αγαπάω… -ευτυχώς δε συμβαίνει κάτι τέτοιο και δεν πρέπει να συμβεί τέλος πάντων- δεν πρόκειται να βγει τίποτα από αυτή την ιστορία.  Είναι καταδικασμένη από την αρχή της. Οι γονείς του αποβλέπουν σε προίκες και οικονομικά συμφέροντα, γι αυτόν και τον άλλο τους γιο, το Βασίλη.  Εγώ τι έχω  να δώσω;  Προπαγάνδα για τον εαυτούλη του έκανε, για να σε κερδίσει με το μέρος του, για να κάνεις αυτό που ακριβώς κάνεις αυτή τη στιγμή, είπε πεισμωμένη η Μαρία.

Η Κατερίνα  μπήκε στο νόημα αμέσως.  Η Μαρία της εξήγησε ότι το περασμένο βράδυ ήθελε να μιλήσουν μεταξύ τους για όλα αυτά και ότι ο Δημήτρης βγήκε στο δρόμο τους και τα χάλασε.

-Μα ακόμα καλύτερα Μαρία μου, γιατί έτσι μπόρεσα και τον άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά.  Μήπως λοιπόν κάνεις λάθος;  Μήπως όλα όσα σκέφτεσαι είναι μία παρεξήγηση;

Η Μαρία δεν είπε τίποτα. Σιώπησε και όταν ξαναμίλησε έπιασε άλλο εντελώς θέμα.  Η Κατερίνα κατάλαβε ότι εκείνη η συζήτηση είχε κλείσει.   Κάθησαν τελικά σ’ ένα από τα μαγαζιά της παραλιακής.   Ήταν μία θαυμάσια ημέρα.

-Σκέφτομαι να μάσω κάποια χρήματα και να πάω στην πρωτεύουσα Κατερίνα.  Πρέπει κάτι να κάνω, γιατί αλλιώς θα μου στρίψει.  Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου έρμαιο της τσιγκούνας της τύχης μου.  Δεν μπορώ να δουλεύω σε μαγαζιά τη στιγμή που έχω την ικανότητα να σπουδάσω -όχι δασκάλα όπως μου έφαγε το κεφάλι ο πατέρας μου, αλλά κάτι μεγαλύτερο.  Πρέπει λοιπόν να ετοιμάσω το έδαφος προς αυτή την κατεύθυνση, και όχι να υποκύψω στις πιέσεις του πατέρα μου, επειδή ο αδερφός του του έγραψε  ότι όλα τα κοριτσόπουλα από την επαρχία που καταφθάνουν στην πρωτεύουσα για να σπουδάσουν, γίνονται που…ες.  Βέβαια… άλλο φοβόταν ο μπάρμπας μου: μήπως του φορτωθώ, και της γυναίκας του. Καταλαβαίνεις. Όρεξη είχα, να πάω στον μπάρμπα μου και ν’ αντιμετωπίζω την «ξυνή» γυναίκα του!

Η Κατερίνα την κύτταξε προσεκτικά.  Την καταλάβαινε, και πολύ καλά μάλιστα.  Με τη Μαρία ήταν φίλες για χρόνια και ήξερε τις ικανότητές της.  Η δική της  μητέρα ήταν εκείνη που είχε προτρέψει τη Μαρία να επιμείνει στο θέμα των σπουδών της.  Κατά τη γνώμη της, ήταν άδικη η απόφαση του πατέρα της να μην την αφήσει, ενώ είχε την ικανότητα να δώσει εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο με καλές προοπτικές επιτυχίας.   Πόσο θ’ άλλαζε η ζωή της, αλήθεια!

-Όχι δε θα με θάψει ο πατέρας μου με τις ιδέες του, Κατερίνα μου!

Η Μαρία διψούσε για μία άλλη ζωή κι αυτό  ήταν ολοφάνερο.  Και ο Δημήτρης;  Θα είχε ποτέ θέση στη ζωή της;

-Ρωτάς;  Εγώ πίστευα ότι είναι ολοφάνερο.  Όχι, αυτό δεν το βλέπω, είπε με βεβαιότητα.

Γύρισαν από τον περίπατό τους.  Αφού κάθησε για λίγο μαζί της, η Κατερίνα έφυγε τελικά.  Η Φρόσω φαινόταν ότι είχε να πει κάτι στην κόρη της τη Μαρία, αλλά δυσκολευόταν.

-Ήρθε η γειτόνισσα και σε ζητούσε… για να πάτε βόλτα στη λίμνη, έτσι είπε.  Της είπα ότι ήσουν με τη φίλη σου την Κατερίνα, είπε η Φρόσω, κατσουφιασμένη.

-Εντάξει μαμά, μην ανησυχείς.  Γιατί ανησυχείς;  Την κύτταξε ερωτηματικά.

-Είπε… αν θέλεις να βγείτε το βράδυ, για να πάτε σινεμά, είπε κατσουφιασμένη η Φρόσω.

-Καλά μαμά, θα το σκεφτώ.  Είπε πάλι η Μαρία και την βοήθησε να στρώσουν το τραπέζι.

Ο πατέρας της έλειπε.   Δε θ’ αργούσε βέβαια.  Κάπου θα είχε σκαλώσει με κανέναν φίλο του.  Τι να έκανε κι εκείνος; «Όλο δουλειά-δουλειά και τίποτα άλλο!» είχε πει η μητέρα της.

Όταν τελικά ήρθε ο Γιώργος Πανεράκης και απόφαγαν, η Μαρία βγήκε στην πίσω βεράντα όπως συνηθιζόταν στο σπιτικό τους, για να τινάξει το τραπεζομάντηλο.  Ο Δημήτρης ήταν στην αυλή εκείνη τη στιγμή και της έγνεψε. Η Μαρία ανταποκρίθηκε στο γνέψιμό του με μία ελαφριά κίνηση του κεφαλιού της.

Το απόγευμα κατά τις πεντέμιση η Βάσω άρχισε να τη φωνάζει.  Η Μαρία βγήκε από την πίσω πόρτα και την καλησπέρισε.

-Μαρία, σου είπε η μητέρα σου για το απόγευμα;

-Ναι.

-Και λοιπόν;

-Δεν ξέρω, τι να σου πω.

-Έλα τώρα κι εσύ! Από τότε που ήρθαν τ’ αδέρφια μου, σε χάσαμε, είπε και η φωνή της ακουγόταν μάλλον ειρωνική στις τελευταίες λέξεις.

-Τι ώρα είπες θα πάτε;  ρώτησε η Μαρία ήσυχα.

-Κατά τις εφτά, είπε η Βάσω.

-Καλά λοιπόν.  Φώναξέ με όταν θα είστε έτοιμοι, είπε η Μαρία και γύρισε στο δωμάτιό της.

Κατά τις έξη ήταν έτοιμη και παίρνοντας ένα βιβλίο κάθησε να διαβάσει ώσπου να τη φωνάξει η γειτόνισσά της.

Στις εξη και μισή περίπου, ακούστηκε η Βάσω.  Η Μαρία σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα.  Η Βάσω ήταν εκεί.

-Μαρία είσαι έτοιμη;

-Ναι…

-Ωραία! Αν ξεκινήσεις τώρα, θα σε δούμε στη στάση του λεωφορείου.   Εντάξει;

-Ναι, είπε η Μαρία και χαιρετώντας τους γονείς της που έπιναν καφέ ξεκίνησε.

Δεν άργησε να φτάσει στη στάση. Την περίμεναν η Βάσω και οι αδερφοί της.  Χαιρετήθηκαν κι άρχισαν δήθεν να συζητούν για το πιο έργο θα έβλεπαν.  Στην πραγματικότητα όμως είχαν συγκεντρωθεί στην Μαρία. Την κύτταζαν με τα μάτια ορθάνοιχτα από το θαυμασμό.  «Τι κορίτσι είν’ ετούτο; Μία κουκλίτσα κι όχι… με κούφιο κεφάλι, σίγουρα!» σκέφτηκε για πολλοστή φορά ο Βασίλης.  Η Βάσω εντελώς αδιάκριτα την εξέτασε από την κορφή ως τα νύχια.

-Ωραία τα παπούτσια σου Μαρία! Από πού τα πήρες; Ρώτησε εκπλήσσοντας όλους τους άλλους με την ανόητη ερώτησή της.

Η Μαρία είπε ένα όνομα ανόρεχτα.

-Λες να έχουν νούμερο σαράντα; ρώτησε ξανά την Μαρία, λες και το έκανε  επίτηδες.

-Πού να ξέρω; απάντησε εκείνη, εκνευρισμένη.

Ο Βασίλης για να σώσει την κατάσταση και το ρεζίλεμά τους από τις ανοησίες της Βάσως, απευθύνθηκε στην Μαρία:

-Μαρία είσαι η καλεσμένη μας και επομένως έχει σημασία η γνώμη σου, για το έργο που θα δούμε.

-Ευχαριστώ Βασίλη, αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν πειράζει και πολύ. Αν όλοι εσείς συμφωνείτε, θα σας ακολουθήσω.

Το λεωφορείο που είχε φανεί στη γωνία είχε αρχίσει κιόλας να πλησιάζει. Σε λίγο είχαν επιβιβαστεί και οι τέσσερίς τους.  Ο Βασίλης τράβηξε τη «μουτρωμένη» Βάσω μαζί του και αναγκαστικά η Μαρία κάθησε με τον Δημήτρη, που την παρέσυρε και κάθησαν δύο τρία καθίσματα πίσω από τη Βάσω και το Βασίλη.  Καθώς το λεωφορείο δεν είχε κόσμο εκείνη τη στιγμή, ο Δημήτρης άρπαξε την ευκαιρία να πάρει το χέρι της Μαρίας στην παλάμη του και να το σφίξει.  Εκείνη επεχείρησε αμέσως να το τραβήξει, αλλά ο Δημήτρης τη σταμάτησε με τα λόγια του που αν και ήσυχα μέσα στ’ αυτί της την αναστάτωσαν στο έπακρο:

-Είσαι μία κούκλα, το ξέρεις;  Και με τρελαίνεις.  Μα τον Θεό, με τρελαίνεις.  Μου λείπει η παρέα σου, αλλά εσύ μου κρύβεσαι και το ξέρω.  Γιατί μου το κάνεις αυτό Μαράκι μου;

Η Μαρία γύρισε και τον κύτταξε για πρώτη φορά με μία ασυνήθιστη τόλμη.  Τα μάτια του ήταν παρακλητικά και ένιωσε μέσα της κάτι να λυώνει.  «Δεν ήταν κακός, απλά έτυχε να είναι ένας Βασιλείου! Ορίστε που κατήντησα. Να λυπάμαι τον Δημήτρη, ενώ, μα την  αλήθεια, εγώ είμαι για λύπηση!» σκέφτηκε μέσα της και χαμογέλασε με οίκτο για το άτομό της.  «Πανάθεμα στο μητρικό μου ένστικτο!» ξανασκέφτηκε μέσα της  κι ένιωσε να ζεσταίνεται η καρδιά της για τον άγνωστο αυτόν άντρα.

 

 

-Πιστεύεις ότι μπορούμε να βγαίνουμε κρυφά από τους γονείς σου και τη Βάσω;  Τι θα σκεφτούν για μένα;  Για μας; ρώτησε σιγανά με παράπονο για τα λόγια του που τα είχε θεωρήσει ως απερισκεψία του.

-Δεν είμαστε μωρά!  Αν δεν τους αρέσει… είπε εκείνος.

-Δε σε πιστεύω, δεν πιστεύω ότι αυτά που λες, τα πιστεύεις…  Ξέρω τις απόψεις των γονιών σου και δε με γελάς.

-Μη μου μιλάς για κανέναν άλλον, παρά μόνο για μάς, είπε νευρικά ο Δημήτρης κι άφησε το χέρι της.  Η Μαρία λυπόταν τον άντρα, τον εαυτό της, λυπόταν για το τείχος που ορθώνανε ανάμεσά τους οι κοινωνικές αντιλήψεις-πίστεις και τα οικονομικά συμφέροντα.  Δε μίλησε άλλο, αλλά γύρισε το κεφάλι της στο παράθυρο του λεωφορείου.  Όλα έτρεχαν με ρυθμό «ζαλιστικό!»  ‘Η μήπως ζαλιζόταν απ’ όλα εκείνα τα όμορφα, τα δύστυχα, τα απελπιστικά κεντρίσματα των αντιπαραθέσεών της με τον άντρα;

Κάποια στιγμή έφτασαν στην πλατεία κι εκεί κατέβηκαν.  Είχαν χωριστεί και πάλι σε δύο παρέες, όπως στο λεωφορείο.

-Τι τρέχει αδερφέ μου; ρώτησε η Βάσω το Βασίλη, καχύποπτη.

-Τι εννοείς; ρώτησε εκείνος, δήθεν ανήξερα.

-Δε μου λες, γι αυτό είχατε φαγωθεί να βγούμε όλοι μαζί, για να γίνουν αυτοί οι δύο ζευγαράκι και να μην φαίνονται;

-Τι θέλεις παιδί μου επιτέλους;  ρώτησε θυμωμένος ο Βασίλης.

-Άκουσέ τον τι ρωτάει!  Όλα είναι φως φανάρι! είπε εκείνη πεισμωμένη και προχώρησε σοβαρή.

-Άκου να σου πω Βάσω.  Μην πονηρεύεσαι.  Η Μαρία είναι ένα καλό κοριτσάκι και ο Δημήτρης ένα νέο παιδί.  Τι να σου κάνει στα εικοσιπέντε του;  Δείξε λίγη κατανόηση και μην παρεξηγείς τη συμπεριφορά τους.  Μόνη σου το είπες τόσες φορές ότι το κορίτσι αποφεύγει την παρέα μας.

-Τά ‘μαθα εγώ, έννοια σου!  Μου τά ‘πε η Άρτεμη…

-Τώρα μάλιστα… άλλη κουτσομπόλα κι εκείνη!

-Ναι, πες εσύ ό,τι θες. Την είδε να πηγαίνει με τον Δημήτρη σ’ ένα  ζαχαροπλαστείο.

-Α! Αυτό είναι ψέμα.  Ήταν μαζί η φίλη της, η Κατερίνα, μου το είπε ο Δημήτρης.

Η Βάσω δεν ξαναμίλησε.  Ήταν γνωστό ότι πάντα ζήλευε, απλά κι αυτή τη φορά δε μπόρεσε να κρυφτεί η ζήλεια της.  Ο Βασίλης ήθελε να γνωρίσει λίγο καλύτερα τη Βάσω.  Δεν είχαν πολύν καιρό για επικοινωνία, τα τελευταία οχτώ χρόνια.  Αυτή ήταν μικρότερή του, αυτός σπούδαζε. Όταν αντάμωναν, αυτός απομονωνόταν για λίγη μελέτη, κ.τ.λ.

-Δεν χαίρεσαι για τη φίλη σου τη Μαρία και για τον αδερφό σου;

-Σιγά μωρέ την παρθένα!

-Τι θες να πεις;

-Αυτή μόνη της μου είπε ότι αλληλογραφούσε με κάποιον…

-Αυτό δεν την κάνει ούτε λιγότερο παρθένα, ούτε πρόστυχη.   Για τ’ όνομα του Θεού αδερφή μου!  Κάτι τέτοια λες και φαίνεσαι τελείως καθυστερημένη! Και οφείλω να σου πω και κάτι άλλο: είναι ολοφάνερο ότι ζηλεύεις.

-Σιγά να μην ζηλεύω! Ποια μωρέ; αυτήν την ξεβράκωτη;

-Μπράβο Βάσω!  Και πού να το ήξερε η Μαρία αυτό που μόλις είπες.

-Εσύ θα πας να της τα φτάσεις;  Πολύ που με νοιάζει! Λες και δε βλέπεις πώς κόλλησε του Δημήτρη.

-Α, τώρα μάλιστα!  Δεν ντρέπεσαι να μιλάς έτσι, τη στιγμή που ξέρεις ότι εμείς την κυνηγούμε για να τη δούμε, για να της μιλήσουμε και όχι αυτή εμάς;

-Σιγά ντε!   Είναι αυτή μια σιγανοπαππαδιά!

-Δεν ξέρω γιατί χάνω τον καιρό μου μαζί σου.  Άντε γεια σου, φεύγω! Δεν μπορώ ν’ ακούω άλλο τα φτηνά κουτσομπολιά σου!

Ο Βασίλης απομακρύνθηκε κουνώντας το κεφάλι του με θυμό.  Η Μαρία και ο Δημήτρης επιτάχυναν το βήμα τους.  Η Μαρία κατευθύνθηκε προς τη Βάσω και ο Δημήτρης προς το Βασίλη.  Κάτι θα πρέπει να είχε συμβεί ανάμεσά τους γιατί από τα πρόσωπά τους και από τις κινήσεις του σώματός τους διαπιστωνόταν ότι για κάποιο λόγο είχαν οξυνθεί τα πνεύματά τους.  Αυτό τουλάχιστον εξακριβώθηκε όταν η Μαρία και ο Δημήτρης τους πλησίασαν.  Η Βάσω δεν ήθελε να μιλήσει με τη Μαρία και εκείνη περπατούσε δίπλα της σιωπηλή.  Η νέα αισθανόταν ένοχη.  Είχαν άραγε μαλλώσει για χατίρι της αυτή και ο Βασίλης;  Τώρα ένιωθε ότι ο καθένας μπορούσε να μαντέψει ότι ο Δημήτρης «την ήθελε».  Τι άραγε σήμαινε αυτό;  Δεν την ήθελε βέβαια για συντρόφισσά του σε κάποιον χορό ή κάποιο παρτυ, σε έναν περίπατο ή για παρέα στον κινηματογράφο.  Όχι… την ήθελε να γίνει το κορίτσι του, να γίνει η φίλη του… ή καλύτερα ακόμη η ντόμπρα έκφραση: «η φιλενάδα του».  Όχι δεν της άρεσε της Μαρίας αυτός ο τίτλος.  Όμως ήταν γεγονός ότι τα πράγματα εξελίσσονταν αργά, προς μία δύσκολη κατάσταση και χωρίς ενθάρρυνση από κανέναν. Ούτε ήταν δυνατόν να ξεκαθαριστούν τα όποια ερωτηματικά είχαν γεννηθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή.  Εξάλλου έλειπαν οι ουσιαστικές λέξεις: «σ’ αγαπώ!» Αυτό και μόνο μπέρδευε τα πάντα.  Η Μαρία ήξερε βέβαια πως αυτά δεν γίνονταν στο «άψε-σβήσε».  Όμως δεν έπρεπε να γνωρίζει κάποια πράγματα; Δεν ήταν δυνατόν να αεροβατεί μαζί του.  Τι θα του ήταν… «η γκόμενα»;  Η Μαρία δαγκώθηκε ντροπιασμένη στην τελευταία της σκέψη.

 

Έφτασαν επιτέλους κάτω από τον κινηματογράφο.  Ανέβηκαν μπροστά οι άντρες πίσω τα δύο κορίτσια σιωπηλά μαζί με άλλους.  Ο Δημήτρης έκοψε τα εισητήρια και ήρθε πίσω στους άλλους.

-Αρχίζει σε είκοσι λεπτά, είπε.

-Να καθήσουμε εδώ έξω για λίγο και να μπούμε μέσα σε δέκα λεπτά, ώστε να βρούμε καλές θέσεις, πρότεινε ο Βασίλης.

-Ναι βέβαια για να καθήσουμε όλοι μαζί είπε η Βάσω.

-Σαν τους χωριάτες! Μη τυχόν και χαθούμε! Α ρε Βάσω! είπε ο Δημήτρης…

-Καλά κάθησε όπου σ’ αρέσει, είπε η Βάσω και χαμήλωσε το βλέμμα της αναψοκοκκινισμένη.  Κατάλαβε ότι είχε προδοθεί η επιθυμία της.

-Να καθήσουμε οι δυο μας και τα παιδιά μπορούν να καθίσουν μαζί, πρότεινε η Μαρία στη Βάσω.

Ο Δημήτρης έβραζε από το θυμό του, ενώ ο Βασίλης πήγε κοντά στη Μαρία και έπιασε τη συζήτηση μαζί της.  Πραγματικά του άρεσε να μιλάει με τη Μαρία.  Κολακευόταν «μα την αλήθεια» να μιλάει με μία τόσο χαριτωμένη νέα.  Εκείνη έδειχνε μία ιδιαίτερη εκτίμηση στο πρόσωπό του.  Φαινόταν σωστός και ήταν πάντα ευγενικός απέναντί της. Ήταν συμπαθητικός και απέφευγε τώρα πια να κάνει ασυνήθιστες ή αδιάκριτες ερωτήσεις, όπως θα έκανε ίσως κάποιος άλλος με τη δική του θέση και αξία. Αυτό της άρεσε της Μαρίας, την κολάκευε.  Ο Βασίλης ήταν παχουλούλης αλλά πιο γλυκός από το Δημήτρη.  Ήταν ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, πιθανόν και εξαιτίας της  επίδρασης της επιστήμης του στην προσωπικότητά του, ίσως όμως να ήταν έτσι κι από γεννησιμιού του.  Η Μαρία τον άκουγε με ενδιαφέρον και κάποια στιγμή χαμογέλασε με κάτι που της είπε.  Η Βάσω έβραζε από τη ζήλεια της και ο Δημήτρης ένιωθε ότι ο Βασίλης προσπαθούσε να την κατακτήσει.

-Βασίλη, να σου πω, είπε ξαφνικά και αφήνοντας τη Βάσω μόνη προχώρησε και διέκοψε τη συζήτησή του με τη Μαρία.

Ο Βασίλης σταμάτησε και γυρνώντας είπε πειραχτικά:

-Ναι ξέρω, ξέρω, αγαπητέ…

Άφησε λοιπόν το Δημήτρη να πάρει τη θέση του δίπλα στη Μαρία, κι εκείνος περίμενε τη Βάσω που οικειοθελώς αργούσε. Όταν επιτέλους έφτασε δίπλα του του δήλωσε έξω φρενών ότι αυτή ήταν η τελευταία  φορά που έβγαινε μαζί τους, γιατί απλά περίσσευε.

-Αν θες να ξέρεις αγαπητή μου αδερφή… περισσεύουμε και ο δύο, είπε ο Βασίλης ειρωνικά και η Βάσω αποφάσισε να μη συνεχίσει.

Ήξερε απολύτως τι θ’ ακολουθούσε.  Ο Δημήτρης θα καθόταν με τη Μαρία και αυτή με το Βασίλη. «Τι δουλειά έχω εγώ μαζί τους;  έπρεπε να είμαι με τον Κώστα… και όχι με τα αδέρφια μου, που ο ένας γκομενίζει κι ο άλλος του κρατάει φανάρι!» σκέφτηκε «σκασμένη» στην κυριολεξία.

Ο Δημήτρης κάθησε με τη Μαρία πίσω από το Βασίλη και την ανταριασμένη Βάσω.  Η Μαρία ένιωθε την καταιγίδα να πλησιάζει.  «Αν όχι αργότερα, σήμερα, οπωσδήποτε μία από τις επόμενες ημέρες θα δούμε τις συνέπειές της. Αυτό είναι στα «χαρτιά!» σκέφτηκε ξανά και ξανά η Μαρία, επιτρέποντας στο σκεπτικό της να διασπάει την προσοχή της προς τα λόγια του καβαλιέρου της.  Κι εκείνος το πρόσεξε κάποια στιγμή και παραπονέθηκε: «Τι με θωρρείς ακίνητη… πού τρέχει ολογισμός σου!» Η Μαρία που βρήκε αστείο τον τρόπο με τον οποίο ο Δημήτρης απήγγειλε τους στίχους και γέλασε, καθιστώντας ακόμη μία φορά, ευκολότερο το πλησίασμα του Δημήτρη κοντά της.

Η Μαρία -όπως και οι άντρες της παρέας- είχε αντιληφθεί την ασυνήθιστα «ασυμμάζευτη» συμπεριφορά της Βάσως και την κακή της διάθεση και ήταν βέβαια, για τους λόγους αυτής της συμπεριφοράς.  Δεν ηθελε όμως να φανεί ότι τα έπαιρνε όλα στα σοβαρά, γιατί έτσι ακριβώς όφειλε να πράττει στην παρουσία των άλλων, έστω και αν αυτοί οι άλλοι ήταν τ’ αδέρφια της.  Στο μπάτο-μπάτο της γραφής, αυτή δεν είχε κάνει ούτε μία απρέπεια απέναντί τους.  Ένιωθε τη συνείδησή της απόλυτα ήσυχη και κυρίως είχε πετύχει να φρενάρει κάπως τη γεμάτη ανυπομονησία συμπεριφορά του Δημήτρη, απέναντί της. Ήταν εντυπωσιακή η ισορροπία που είχε πετύχει η Μαρία στην παρέα τους, έστω και υπό την παρουσία της ασυνήθιστης συμπεριφοράς της Βάσως, προς το άτομό της.

Άρχισε το έργο.  Τα φώτα έσβησαν και ο Δημήτρης έγειρε ελαφρά προς το μέρος της Μαρίας.  Πέρασε αργά το μπράτσο του γύρω στους ώμους της και την τράβηξε κοντά του.  Η Μαρία μαζεύτηκε στεναχωρημένη, παρόλο που το περίμενε.  Ήταν  βέβαια  κι η καλή τύχη του Δημήτρη που τα καθίσματα πίσω τους, ήταν άδεια.  Με το χέρι του γύρισε το πρόσωπό της προς το δικό του και σκύβοντας τη φίλησε μ’ έναν τρόπο που της έκοψε την αναπνοή. Η Μαρία δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα αισθήματά της εκείνη τη στγμή. Η γυναικεία της φιλαρέσκεια ικανοποιείτο, όμως τα δικά της συναισθήματα – και κατά παράδοξο τρόπο-, δε σχετίζονταν παρά ελάχιστα μ’ εκείνα που αισθανόταν ο Δημήτρης.  Ο νέος είχε φουντώσει ολόκληρος  και τραβώντάς την προς τα κάτω, λίγο έλειψε να την τραβήξει από το κάθισμά της.  Τρόμαξε…  Αν τους παρακολουθούσαν κάποιοι που τους  είχαν δει, αν την αναγνώριζαν, αν ήταν γνωστοί του πατέρα της ή άλλων συγγενών της; Ο Δημήτρης κατάλαβε πως η Μαρία δεν αντιδρούσε θετικά και σταμάτησε.

-Συμβαίνει κάτι;  τη ρώτησε μαλακά.

-Ναι, συμβαίνει ότι είμαστε σε δημόσιο χώρο και ότι μπορεί κάποιοι τέλος πάντων να μας κυττάζουν, είπε εκείνη φοβησμένη.

-Έλα ηρέμησε, θα προσπαθήσω να συγκρατηθώ,  στο υπόσχομαι.  Μου φτάνει να κρατάω το χέρι σου, είπε εκείνος.

Αναστέναξε.

-Αχ! Τι κουκλίτσα πού είσαι! είπε και φίλησε τα μαλλιά της αναστενάζοντας και πάλι.

Ο Δημήτρης είχε αναστατωθεί. Δεν ήταν βέβαια ο κατάλληλος χώρος για ερωτικές περιπτύξεις. «Ένα δωμάτιο κάπου, αυτό είναι, αλλά πού;» Σκέφτηκε το σπίτι του, «μπα όχι! Η Μαρία δε θα το δεχόταν ποτέ.  Και σωστά βέβαια! Κάποιου φίλου ίσως. Θα τον ρωτούσε η Μαρία, γιατί και για ποιο λόγο. Αλλά κι αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο.» Πέρασαν τρία τέταρτα αφότου είχε αρχίσει το έργο. Άλλες σκηνές τις παρακολούθησαν και άλλες απλά τις άφηναν να παρέρχονται. Δεν ήταν εύκολο να συγκεντρωθούν, έτσι καθισμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον: «το δαυλί και το μπαρούτι»…

-Πάμε στο σπίτι ενός φίλου μου, μετά από το έργο; Ρώτησε ξαφνικά ο Δημήτρης κάνοντας τη Μαρία να τιναχτεί από τη θέση της.

-Γιατί; Για ποιο λόγο.

-Έχει παρτάκι, ένα παρτάκι γενεθλίων, είπε εκείνος αναπνέοντας δίπλα στο αριστερό αυτί της, και προκαλώντάς της μία ασυνήθιστη θέρμη.

-Α, δεν μπορώ, δεν το γνωρίζουν οι γονείς μου. Ξέρεις…  θ’ αναρωτηθούν, θ’ ανησυχήσουν… Δεν αργώ ποτέ, ξέρεις. Άλλωστε και να τό ‘θελα δε θα μου έκαναν ποτέ το χατίρι. Στενοχωριούνται για μένα, κι έτσι… δε μ’ αφήνουν.

-Δε θ’ αργήσουμε, αλήθεια σου λέω.

-Και τ’ αδέρφια σου; Χωρίς τ’ αδέρφια σου θα πάμε; Ρώτησε η Μαρία περίεργη.

-Ναι, γιατί όχι; απάντησε εκείνος αδιάφορα.

-Και η αδερφή σου;  Θα πάει κατευθείαν να τα πει στους γονείς σου και δεν αποκλείεται ν’ ακουστούν πράγματα, που θα φτάσουν στα αυτιά των γονέων μου. Α, όχι, δεν μπορώ.  Φοβάμαι, τρέμω για τα λόγια του κόσμου! είπε πάλι η Μαρία.

Άρχισαν ν’ ανάβουν τα χαμηλά φώτα. Ήταν διάλειμμα. Ο Βασίλης γύρισε πίσω, τους κύτταξε και χαμογέλασε. «Δε βαρυέσαι, παιδιά είναι!» σκέφτηκε και γύρισε μπροστά του.  Η Βάσω δεν καταδέχτηκε να κυττάξει.  Ο Δημήτρης σηκώθηκε όμως και όπως είπε στην Μαρία θα πήγαινε στο μπαρ για  ν’αγοράσει μερικούς ξηρούς καρπούς. Σταμάτησε λοιπόν  μπροστά από τη Βάσω και τον Βασίλη και τους ρώτησε αν ήθελαν κάτι από το μπαρ.  Η Βάσω έκανε πως δεν άκουσε και ο Βασίλης είπε πως ήθελε μία λεμονάδα. Ο Δημήτρης αφανίστηκε στο μπαρ, για να εμφανιστεί πάλι σε μερικά  λεπτά. Βιάστηκε πρώτα πίσω στον Βασίλη για να του δώσει τη δροσερή λεμονάδα του και αμέσως μετά πίσω στην Μαρία.  Η Βάσω έβραζε από το κακό της.  Την έτρωγε το γεγονός ότι ο αδερφός της κέρναγε τη Μαρία, αφού πρώτα είχε πληρώσει το εισητήριό της για τον κινηματογράφο.  Δεν μπορούσε να καταπιεί το γεγονός ότι τα πράγματα πήραν μία τέτοια εξέλιξη ανάμεσα στην Μαρία και στο Δημήτρη.  Δεν περίμενε να συνδεθούν μ’ αυτόν τον τρόπο και μάλιστα από την πρώτη κιόλας στιγμή. Τι ήταν άραγε ήταν αυτό που κατάφερε τον αετονύχη Δημήτρη να ενδώσει στην Μαρία; Τι του είχε πει, τι του είχε κάνει, αλλά κυρίως πότε, πού και πως και μάλιστα πίσω από την πλάτη τους, τη δική της και των γονέων της; «Σιγανοπαππαδιά! Αυτό είναι.  Εγώ φταίω που την φώναζα.  Ήθελα να κάνουμε παρέα όλοι μας, δεν είπαμε να τα φτιάξει κιόλας με το Δημήτρη!» σκέφτηκε μνησίκακα.

Η Μαρία είχε μαζευτεί στο κάθισμά της.  Ήθελε να φύγει από εκεί και να εξαφανιστεί, αλλά δεν τόλμησε να κουνηθεί, από φόβο μήπως αντιδράσουν ο Βασίλης και η Βάσω.  Ανησυχούσε περισσότερο για τη Βάσω και τους γονείς της.  Ήξερε ότι μετά από εκείνο το απόγευμα, οι έστω και χωρίς υπόβαθρο σχέσεις τους θ’ άλλαζαν προς το χειρότερο.  Η Βάσω θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είχε αποδείξεις της ενοχής της: είχε επιτρέψει στον εαυτό της και στο Δημήτρη να καθήσουν χώρια κι επομένως ήταν υπεύθυνη για την εξέλιξη των σχέσεών τους.  Αυτό που πείραζε τη Μαρία ήταν ότι οι επιφυλάξεις της έναντι της Βάσως και της οικογενείας της καθώς και αντιδράσεις της και οι αρνήσεις της στις προσκλήσεις της, είχαν σβηστεί αυτόματα μ’ εκείνη την «ολοφάνερα καταδικαστέα προκλητική στάση της, τουλάχιστον στο μυαλό της Βάσως». Γιατί ένα ήταν βέβαιο: ότι ποτέ δε θα θεωρούσαν υπεύθυνο τον άντρα, παρά τη γυναίκα που τόλμησε ν’ ανταποκριθεί στις προκλήσεις του. Η Μαρία φανταζόταν ότι από εκείνο το απόγευμα και στο εξής η γλωσσοκοπάνα Βάσω και η μίζερη μάνα της, θα την ανεβοκατέβαζαν με διάφορα ευτελή-χυδαία επίθετα κι αυτό την έκανε να τρέμει.  Τι θα έκανε αν το στόμα τους έφτανε τις φαντασιώσεις τους γι αυτήν και τον Δημήτρη στους δικούς της;

Και μη νομίζετε ότι είχε άδικο. Γιατί κάποια στιγμή και μάλιστα γρηγορότερα από ότι φανταζόταν η Μαρία, συνέβη κι αυτό.  Η Όλγα Βασιλείου βρήκε τη θεία της Μαρίας  και της δήλωσε ότι ο γιος της ο Δημήτρης, δε θα παντρευόταν ποτέ μία «ξεβράκωτη» σαν τη Μαρία.  Και η θεία της σοκαρισμένη από την παράξενη εκείνη δήλωση –«η γυναίκα δεν είχε ιδέα περί τίνος επρόκειτο»- κι επειδή η ίδια είχε παντρευτεί από αγάπη και  φανερά χωρίς προίκα, αντιδρώντας είχε πει πως αυτά τα πράγματα δεν τα ξέρει κανείς, γιατί είναι τυχερά.  Η κυρία Βασιλείου είχε αποχωρήσει από τη συζήτηση με τη θεία της, εκσφενδονίζοντας  απειλές κι εξορκισμούς, συμπεριφορά που είχε προσβάλλει τη συνομιλήτριά της. «Τι κακίστρω είναι ετούτη η χωριάτα!» είχε πει η θεία της Μαρίας θυμωμένη από την άσχημη συμπεριφορά της κ. Βασιλείου και μάλιστα καταμεσίς στο δρόμο. Ευτυχώς που δεν τα «έφτασε» και στους λοιπούς της οικογενείας. Τα είπε μόνο στη Μαρία με τη συμβουλή να προσέχει, γιατί μάννα, πατέρας και θυγατέρα Βασιλείου, ήταν «τσαγούλια». Απ’ όλα αυτά όμως είχε καταλάβει ότι κάτι έτρεχε ανάμεσα σ’ αυτή και στο Δημήτρη.

 

Στο τέλος του έργου ο Δημήτρης παρέσυρε τη Μαρία μακριά από τη Βάσω και τον Βασίλη.

-Γιατί το κάνεις αυτό; είχε ρωτήσει  Μαρία στεναχωρημένη.

-Το ξέρουν κιόλας, τους το είπα.

-Διαφωνώ μαζί σου, είπε η Μαρία.  Θα τους περιμένουμε εδώ έξω και θα φύγουμε μαζί, όπως ήρθαμε.

Όμως ο Βασίλης και η Βάσω είχαν εξαφανιστεί.  Δεν ήταν πουθενά.  Ο Δημήτρης χαμογέλασε πονηρά.

-Δεν βλέπεις ότι έχουν φύγει κιόλας;

Η Μαρία κατάλαβε ότι τα δύο αδέρφια είχαν βγει από την μπροστινή έξοδο και ήταν ήδη εκτός του χώρου του κινηματογράφου.  Αυτό λοιπόν το ασήμαντο γεγονός απέβη η εστία  αλλεπαλλήλων  δεινών. Η Βάσω έπαψε να τη φωνάζει από το φράχτη και η κ. Βασιλείου είχε γυρίσει το κεφάλι της από την άλλη πλευρά όταν την είχε συναντήσει κάποια στιγμή, στο δρόμο.  Η Φρόσω  άρχισε κι αυτή με τη σειρά της ν’ αναρωτιέται γιατί η γειτόνισσα είχε αποτραβηχτεί εντελώς από τη συνήθειά της «του φράχτη», και όπως ήταν επόμενο, κάποια στιγμή έθεσε τα ερωτηματικά της στην Μαρία.  Εκείνη με τη σειρά της -όπως ήταν φυσικό-, δεν τόλμησε να πει τίποτα στη μητέρα της.  Ευτυχώς που η θεία της -η μόνη, που «εκ των πραγμάτων» είχε πληροφορηθεί για την υποτυπώδη έως  «πλατωνική» σχέση της Μαρίας  με το Δημήτρη-, δεν είχε  πει τίποτα σε κανέναν πέρα από την αφεντιά της.  Ήταν όμως βέβαιο ότι   δε θ’ αργούσε να μαθευτεί το πράγμα από τα εδώ και τα εκεί σχόλια, όχι μόνο της οικογένειας Βασιλείου, αλλά κι από άλλους, γνωστούς κυρίως της Μαρίας, καθώς θα την έβλεπαν κάποια στιγμή, αν συνέχιζε να κυκλοφορεί με το Δημήτρη Βασιλείου, έστω και πολύ προσεκτικά. «Καπνός χωρίς φωτιά δεν γεννιέται!»

-Έλα επιτέλους, πάμε μία βολτίτσα οι δυο μας! είπε ο Δημήτρης παρακλητικά και συγχρόμως ένιωθε πολύ ευτυχισμένος που είχαν απομείνει οι δυο τους.

-Πού να πάμε; ρώτησε η Μαρία με απορία, και συνέχισε.

-Μαζί δεν είμαστε; Ας περπατήσουμε λιγάκι για να ξεμουδιάσουμε μετά από τόση ώρα στα καθίσματα.

-Πού εδώ στην πλατεία;  επέμενε ο Δημήτρης προσπαθώντας να της πει πλαγίως ότι ο ίδιος επιθυμούσε να μείνουν κάπου εντελώς μόνοι, κρυμμένοι από τα βέβηλα, ξένα μάτια.

-Ναι, γιατί όχι; Τι κάνουμε; ρώτησε η Μαρία ενώ ήξερε πολύ καλά τι επεδίωκε ο Δημήτρης.

Η Μαρία τις έτρεμε τις μοναξιές αυτού του είδους.  Πολλά και ασυγχώρετα μπορούσαν να συμβούν σε μία τέτοια περίπτωση.  Είχε ακούσει και είχε διαβάσει για δεκάδες περιπτώσεις  τέτοιου είδους -αρχικά αθώων-  τετ-α-τετ και τις συνέπειές τους.

-Δε θα μας δούνε; ρώτησε εντελώς ανόητα.

-Και σαν μας δούνε;  Τι φοβάσαι; τη μάλωσε ο Δημήτρης προσπαθώντας να την καταφέρει.

-Δε φοβάμαι αλλά… κόμπιασε εκείνη.

-Θέλω να είμαστε μακριά από όλους! επέμενε ο Δημήτρης βέβαιος για την ικανότητά του να πείσει τη Μαρία.

-Εννοείς κάπου μόνοι μας, είπε πάλι λες και δεν καταλάβαινε η νέα αλλά τελικά ξέσπασε:

-Γιατί τα μασάς τα λόγια σου Δημήτρη;  Δεν είσαι ειλικρινής μαζί μου.  Εγώ δεν μπορώ να κρύβομαι από τον κόσμο σα να είμαι ένοχη για κάτι.  Το κατάλαβες;  Ούτε και μου λείπει κάτι.  Ξέρεις; Φοβάμαι πως δεν είμαι το κατάλληλο πρόσωπο για σένα.  Εσύ χρειάζεσαι ένα κορίτσι να σου κάνει τα χατήρια. Εγώ δε μπορώ. Μου αρέσει… η παρέα σου, αλλά ως εκεί.  Κατάλαβες;

Δεν μίλησαν άλλο. Ο Δημήτρης  είχε  θυμώσει ξαφνικά.

-Θα σε πάω στο σπίτι σου! είπε νευριασμένος.

-Δεν χρειάζεται. Ξέρω το δρόμο  και μπορώ να πάω και  μόνη μου,  κι ακόμη περισσότερο…

Δημήτρης δεν  την άφησε να αποτελειώσει την φράση της και αρπάζοντάς την με βία  από το μπράτσο την παρέσυρε μαζί του.

-Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις! Παίζεις μαζί μου. Τι προσπαθείς να πετύχεις;  Θέλεις να με κάνεις να υποφέρω;  Εντάξει τα καταφέρνεις μια χαρά. Όχι ρε γ….ο, εγώ θα σε πάω στο σπίτι σου, αλλιώς θα δημιουργήσω σκηνή.

Η Μαρία δε μίλησε.  Ένιωθε ξανά την πίεση του άντρα, ώστε αναγκάστηκε να υποχωρήσει στα θέλω του.  Προχώρησαν αμίλητοι, σχεδόν γρήγορα, η Μαρία με σκυμμένο το κεφάλι και ο Δημήτρης έχοντας ένα σκληρό βλέμμα στα μάτια του. Αργότερα όταν είχαν μπει  σε απόκεντρο ήσυχο δρόμο, ο Δημήτρης χαλάρωσε το σφίξιμο στο μπράτσο της Μαρίας. Η Μαρία τον κύτταξε για πρώτη φορά ικετευτικά.  Από μέσα της μίλαγε στη δική του συνείδηση και παρακαλούσε να την καταλάβει.  Ήθελε να του φωνάξει να την αφήσει μόνη.  Να της επιτρέψει κι εκείνης να έχει μεράδι στην όποια πορεία των πραγμάτων ανάμεσά τους κι όχι να την πιέζει με τον τρόπο του.  Δεν έβλεπε λοιπόν πόσο την έκανε να υποφέρει;  Κάποια στιγμή κάτω από την επίρρεια των δικών της σκέψεων επαναστάτησε:

-Με ποιο δικαίωμα επιτέλους με πιέζετε όλοι σας Δημήτρη;

-Εγώ… εγώ…  Με το δικαίωμα της αγάπης μου το κάνω… Δεν ξέρω για τους άλλους! είπε εκείνος ξαφνιασμένος.

-Αγάπης; Πρώτη φορά τ’ ακούω αυτό… και μάλλον δεν ακούγεται… αυτό δε λέγεται αγάπη. Λέγεται αντρικός εγωϊσμός!  είπε με παράπονο τώρα η Μαρία.

-Πες το  όπως θες.  Εγώ σε θέλω  κοντά μου, κάθε στιγμή, είπε εκείνος με πάθος.

-Μόνο που αυτό ούτε γίνεται, ούτε και θα γίνει ποτέ! είπε λυπημένη αυτή τη φορά η Μαρία.

-Πώς το ξέρεις αυτό; Είπε ο Δημήτρης πεισμωμένος.  Όλα τα ξέρεις εσύ.  Στην πραγματικότητα όμως δεν έχεις ιδέα τι μου συμβαίνει.

Τα μάτια του υγράνθηκαν.  Γύρισε το πρόσωπό του από την άλλη μεριά.

-Σ’ αγαπάω!  Ό,τι κι αν γίνει να ξέρεις πως σε αγαπάω… είπε σιγανά.

Σταμάτησε μία στιγμή.

Η Μαρία τον κύτταξε στα μάτια.  Δεν ήταν άραγε εκείνο που περίμενε ν’ ακούσει; Δεν καταλάβαινε τι ακριβώς συνέβαινε μέσα της αλλά η ομολογία της αγάπης του που την περίμενε για να νιώσει δίκαια την ανταπόκρισή της στη φωνή του, την είχε αγγίξει βαθιά. Το παράξενο συναίσθημα στοργής και υποχώρησης έναντι του άντρα κυριάρχησε μέσα της  πολύ δυνατό αυτή τη φορά.  Άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το δικό του.

-Δημήτρη, συγχώρεσέ με, αλλά φοβάμαι την όποια σχέση μαζί σου.  Ξέρω ότι θα μου κοστήσει αν προχωρήσω  μαζί σου, αν ενδώσω στις επιθυμίες σου. Αν μ’ αγαπούσες αρκετά δεν θα έσπρωχνες έτσι τα πράγματα.  Ξέρεις ότι υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσά μας.  Δεν είμαι ούτε κουτή ούτε ανίδεη.  Το ξέρω ότι οι δρόμοι μας θα χωρίσουν κάποια στιγμή κι  αυτό δεν είναι  προειδοποίηση, γιατί το ξέρεις καλύτερα από εμένα.  Έτσι θα γίνει, και το λέω γιατί δε μ’ αρέσει αυτή η στασιμότητα, αυτή η αδράνεια στην οποία βρίσκομαι.  Ούτε μ’ αρέσουν τα κουτσομπολιά του ενός και του άλλου, αν υποχωρήσω και συνδεθούμε όπως εσύ θέλεις.  Μ’ αρέσεις ίσως περισσότερο απ’ ότι θέλω να το παραδεχτώ,  όμως  έχω και μία οικογένεια, κι ένα όνομα που δε μπορώ να τα ντροπιάσω, με μια σχέση, σαν τη δική μας, που δε θα οδηγήσει πουθενά.  Κι αν ακόμη άλλαξαν τα αισθήματά σου απέναντί μου όπως ομολογείς… και πάλι…  Όχι Δημήτρη… Δεν είμαι καλή για σένα, γιατί δεν θα υποχωρήσω στις θελήσεις σου και θέλω να ξέρεις την αιτία.

-Τι είναι αυτά που λες;  Μιλάς λες και διαβάζεις κάποια ρομαντική νουβέλα.  Σύνελθε κορίτσι μου! Ποιος τα λέει όλα αυτά;

-Δημήτρη, σε παρακαλώ! Δεν έχουμε μέλλον μαζί. Δε θα μπορέσω να ζήσω με τον εαυτό μου όταν εσύ θα έχεις πετάξει μακριά μου, έτσι γιατί το έχουν υπαγορεύσει τα συμφέροντά σου;

Ο Δημήτρης έκλεισε τα μάτια του μόνο για μία στιγμή.  Ύστερα γύρισε το κεφάλι του και έσκυψε για να τη φιλήσει.  Τότε ήταν που ένιωσε τα μάγουλά της υγρά.

-Μωρό μου, μην κλαις σε παρακαλώ! Νά ‘ξερες  πόσο σ’ αγαπάω!  Πόσο σε θέλω κοντά μου, δική μου για πάντα!

Η Μαρία δε μίλησε. Εκείνος τράβηξε το μαντήλι του.  Σκούπισε τα μάτια της και την ξαναφίλησε.

-Έλα, γλυκειά μου! Είσαι το πιο γλυκό μωρό! Το πιο όμορφο και σ΄αγαπάω.

 

Προχώρησαν στο πάρκο δίπλα τους.  Το φως ήταν λιγοστό και πιο μέσα σ’ αυτό επικρατούσε το σκοτάδι.  Κάθησαν σ’ ένα μισοφωτισμένο παγκάκι.  Η Μαρία καθόταν με το κεφάλι σκυφτό.  Ο Δημήτρης κρατούσε «το χεράκι της» και την κύτταζε.  Ένιωθε τόσο περίεργα.  Ήταν λύπη, άγχος, χαρά. Όλα ξεκινούσαν από την παρουσία εκείνης της μικρής.  Μία «σεπτή, ιερή παρουσία»… να πώς είχε αρχίσει να τη βλέπει τη Μαρία. Τη θαύμαζε.  Ήξερε τώρα πια ότι ήταν ένα ασυνήθιστο, ένα καλό κορίτσι και φοβόταν τη δική του ορμή. Δεν ήθελε να την πληγώσει, όμως καιγόταν.  Άπλωσε το μπράτσο του γύρω της.  Την αγκάλιασε και την έσφιξε απάνω του.  Τη φίλησε στα μαλλιά και στα χέρια, στα ματόκλαδα και στα μάγουλα.  Την κύτταξε μέσα στα μάτια  που γυάλιζαν μέσα στο θαμπό φως και την έσφιξε ακόμη περισσότερο απάνω του.  Το αγαπούσε αυτό το πλάσμα, όμως ήξερε όπως εκείνη, ότι τα πράγματα ανάμεσά τους, δε θα κατέληγαν σε κάποιο θετικό αποτέλεσμα κάτω από εκείνες τις συνθήκες.  Ήθελε να χτυπήσει το κεφάλι του κάποια στιγμή, αλλά ύστερα ένιωθε ότι «μα την αλήθεια» δεν ήταν γεννημένος για τέτοιες θυσίες. Γνώριζε ότι η Μαρία δε θα υποχωρούσε στην καρδιά της, δεν θα επέτρεπε την αξιοπρέπειά της να κουρελιαστεί, να γίνει θύμα μιας καταδικασμένης αγάπης.  Το γνώριζε βαθιά μέσα του πως η αγάπη του για εκείνη ήταν καταδικασμένη. Και η Μαρία όχι μόνο το ήξερε αλλά και με θάρρος και τόλμη είχε δηλώσει ότι η αγάπη εκείνη δεν έπρεπε να απογειωθεί, αλλά να σβήσει  εκεί που είχε πάρει να φουντώσει.

Ο Δημήτρης τη φίλησε ξανά και ξανά και η Μαρία τον άφηνε να τη χαϊδεύει όλο και περισσότερο. Ένιωσε τον άντρα να τρέμει και να σείεται πάνω στο πάθος του και το μόνο που αποκόμιζε ήταν η ευχαρίστηση ότι του άρεσε, ότι την ήθελε και ότι αυτό αποδεικνυόταν με τη συμπεριφορά του.  Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, αυτό της έφτανε. Εκείνος όμως έγινε τολμηρότερος έσυρε την παλάμη του στους μηρούς της καθώς το φόρεμά της είχε ανασηκωθεί με τις τόσες κινήσεις τους. Ένιωσε την παλάμη του να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά και να σφίγγει τον μηρό της τόσο, που σίγουρα θα το είχε μωλωπίσει. Η Μαρία με τη σειρά της είχε αναστατωθεί από την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Δημήτρης. Αυτή η στάση του την έκανε να βρει τη δική της αυτοκυριαρχία. Σοβαρεύτηκε και συμμαζεύτηκε. «Εντάξει η αλήθεια είναι ότι δεν έτρεχε και τίποτα το σοβαρό… ήταν όλα κάπως παιδιακίστικα». Χάδια και φιλιά. Για το Δημήτρη όμως; Δεν είχαν περάσει παρά ελάχιστες στιγμές όταν τον ένιωσε να χαλαρώνει και τραβώντας το χέρι του από τους μηρούς της, άλλαξε συμπεριφορά.  Τη φίλησε με τρυφερότητα και γέλασε με ένα πονηρό γελάκι:

-Αν ήξερες τι μου συνέβη, μόλις πριν μία-δυο στιγμές! Χάθηκαν μερικές δεκάδες χιλιάδες ανθρωπάκια για χάρη σου!..

Η Μαρία δεν καταλάβαινε τι ακριβώς εννοούσε, έτσι δεν είπε τίποτα.  Ο Δημήτρης που αντίθετα νόμισε ότι είχε γίνει κατανοητός, δεν καταλάβαινε γιατί η Μαρία δεν έλεγε κάτι σχετικά μ’ ένα τόσο σπουδαίο γεγονός. Αυτό ήταν μία κάποια απόδειξη τέλος πάντων…  Δεν του πέρασε στιγμή από το μυαλό ότι η Μαρία μπορεί να μην υποψιαζόταν καθόλου μα καθόλου, τι ακριβώς εννοούσε με τη δήλωσή του: «Χάθηκαν μερικές δεκάδες χιλιάδες ανθρωπάκια για χάρη σου!» Ω, Μαρία, Μαρία! Ανήκε στον κύκλο των μη «μυημένων στο σεξ» νεαρών γυναικών, που ωστόσο πίστευαν ότι  θεωρητικά τουλάχιστον γνώριζαν τα κοινά και καθημερινά φαινόμενα που συνεπάγονταν οι σχέσεις των δύο φύλων.  Κι αν ακόμη ήταν έτσι ο Δημήτρης δεν είχε πειστεί γι’ αυτό. Απλά πίστευε ότι η Μαρία ήταν υπόδειγμα αυτοκυριαρχίας  στον τομέα των σχέσεων των φύλων.

Η Μαρία σηκώθηκε ξαφνικά.  Κρύωνε.

-Είναι αργά, πάμε… είπε σιγανά.

-Ναι πάμε, συμφώνησε εκείνος.

Βγήκαν από το πάρκο.  Προχώρησαν.  Ο Δημήτρης την κρατούσε αγκαζέ, της μιλούσε ψιθυριστά και κάπου-κάπου έσκυβε για να τη  φιλήσει.

-Να φανταστεί κανείς ότι με λίγη αγκαλιά και λίγα φιλιά, με κατάφερες… είπε πάλι χαμογελώντας.  Λες και ήθελε να επικοινωνήσει μαζί της τη δική του έκπληξη.

Η Μαρία όμως αν και πάλι δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο άντρας, δε ρώτησε, γιατί εκτός του ότι ντρεπόταν  για το πονηρό ύφος του, ανησυχούσε μήπως με τις κουβέντες αργήσει να φτάσει στο σπίτι της. Αυτές ήταν οι μόνες ίσως ευτυχισμένες στιγμές ανάμεσά τους. Ο Δημήτρης δεν εννοούσε να καταλάβει επιτέλους, ότι αυτά που έλεγε, δε βοηθούσαν τη σχέση του με τη Μαρία. Εκείνη άλλα χρειαζόταν, άλλου είδους δηλώσεις, μία ζεστασιά και ένα ειλικρινές ενδιαφέρον για τα καθημερινά της προβλήματα, για τις έγνοιες της… για τις επιθυμίες της, για το μέλλον της, για τα όνειρά της.  Για κάποιο λόγο ένιωθε, πως ο Δημήτρης παρά το γεγονός ότι της είχε πει πως την αγαπούσε, στην ουσία δεν ήταν εκεί, μαζί της.

Η έλξη που ασκούσε η Μαρία στον Δημήτρη, αν και είχε ξεπεράσει τα όρια που είχε θέσει ο ίδιος στον εαυτό του, όταν είχε ριχτεί σ’ αυτή την περιπέτεια, εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό τον έλεγχό του. Πίεζε μέσα του το αίσθημα που είχε φουντώσει για τη Μαρία.  Μα όλοι πια μέσα στην οικογένειά του ζούσαν υπό την πίεση των συμφερόντων τους;  Από τι τάχα ήταν πλασμένοι; Από πέτρα; Δεν υπήρχε εκείνος ο όμορφος αυθορμητισμός που ζεσταίνει τον έρωτα. Διαφαινόταν ατόφιο και υπολογισμένο, το φυσικό μέρος της σχέσης.  Ήταν μία καταδικασμένη σχέση, και εξελισσόταν λίγο-πολύ όπως την είχε προγραμματίσει.  Η Μαρία ένιωθε ότι η σχέση τους ήταν ένα σενάριο και αυτοί οι ηθοποιοί που το ζωντάνευαν στο σανίδι.  Ήταν στ’ αλήθεια δύο μαριονέττες που στην ουσία κατευθύνονταν περιστασιακά μέσα στο σκηνικό της ζωής.  Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο!

Καθώς βάδιζαν οι δυο τους σιωπηλοί, η Μαρία δε σκεφτόταν παρά ότι σε λίγο θα έπρεπε να χωρίσουν και ότι θα προχωρούσε μόνη της. «Μόνη μου και στη ζωή κάποια στιγμή, χωρίς αυτόν δίπλα μου»   σκέφτηκε.  Αυτό ήταν.  Ήταν λοιπόν ανόητο  κάτω κάτω από τις συνθήκες που επικρατούσαν στο περιβάλλον τους, να επιτρέπουν στους γείτονες να τους σχολιάζουν.  Κι αναμφίβολα οι γείτονές τους κυκλοφορούσαν παρόμοια, όπως κι εκείνοι. «Προς τι ο πόνος; Αυτή η υπόθεση θα τελειώσει ούτως ή άλλως άδοξα!» σκέφτηκε μέσα της η Μαρία με  πίκρα.

 

Ακολούθησαν αρκετά παρόμοια ραντεβού της Μαρίας με το Δημήτρη εδώ κι εκεί στον χώρο της πολιτείας τους.  Η νέα αν και ερωτευμένη δεν επέτρεπε υπερβολές, αλλά και ο Δημήτρης είχε διαρκώς υπόψη του ότι δεν του επιτρεπόταν να υπερβεί τα όρια. Γνώριζε καλύτερα από όλους την εξέλιξη αυτής της ιστορίας.  Είχε διαπιστώσει τελικά ότι δεν τα είχε καταφέρει να κρατηθεί στα όρια που είχε θέσει για τον εαυτό του αρχικά. Δεν είχε κατορθώσει να μείνει ανεπηρέαστος από τη σχέση του μ’ εκείνο το κορίτσι. Την είχε ερωτευτεί τρελά και πόναγε στη σκέψη του χωρισμού τους. Παρά το δικό του μαρτύριο, για να κάνει τη Μαρία να μην ελπίζει, της «πέταγε» συχνά κάποια ασυνάρτητα στην ουσία πράγματα. Συχνά μασούσε τα λόγια του. Στα καλά καθούμενα αναφερόταν σε κάποια γυναίκα -που δεν ήταν «φάντασμα»-, κάποια συμφοιτήτριά του, στην ηλικία του όπως έλεγε, που μάλιστα  είχε κάνει λέει, έκτρωση για χατήρι του! Αυτό το τελευταίο αδιάψευστο στοιχείο κυνισμού εκ μέρους του, είχε ακουστεί εντελώς άτοπο. «Δε συζητάει κανείς τα κρυφά του με τέτοια αδιαντροπιά!» είχε σκεφτεί η Μαρία και είχε κοκκινήσει.  Κάποια στιγμή μάλιστα, σε σχέση με την παραπάνω υπόθεση, ο Δημήτρης είχε φτάσει στο σημείο να παριστάνει το θύμα λέγοντας ότι για το λόγο αυτόν όφειλε να την παντρευτεί. Ότι όφειλε να την αποκαταστήσει και τα παρόμοια.  Ύστερα από το τελευταίο που  είχε πει ο Δημήτρης, η Μαρία χωρίς να πει τίποτα, είχε αποφασίσει μέσα της ότι ναι ο Δημήτρης περνούσε την ώρα του μαζί της, κάνοντας όσο καλύτερα μπορούσε το κέφι του, αν και όχι ολοκληρωτικά.  Είχε τώρα λόγους να υποψιάζεται όλο και περισσότερο ότι ο νέος ή ότι ήθελε να την καταφέρει να ολοκληρώσει τη σχέση της μαζί του ή ότι κάποια στιγμή θα της μιλούσε για το πόση προίκα διέθετε αν ήθελαν η σχέση τους να καταλήξει σ’ ένα θετικό αποτέλεσμα.

Το γεγονός ότι ο άνθρωπος είχε αφήσει να φανεί ότι είχε έτοιμη  μία άλλη γυναίκα, στην πρωτεύουσα -προφανώς με την κατάλληλη προίκα- ήταν ο καταλυτικός διακόπτης της σχέσης τους για τη Μαρία.  Είχε χάσει κι εκείνη τη λίγη εμπιστοσύνη που του είχε δώσει, όταν της είχε πει ότι την αγαπούσε. Όχι, ο Δημήτρης περνούσε τον καιρό του, αυτό ήταν όλο. Χωρίς λοιπόν να πει τίποτα από όλα όσα είχαν απασχολήσει μέχρι δακρύων τη σκέψη της και είχαν ταλανίσει τα συναισθήματά της η Μαρία,  είχε αποφασίσει να ξεκόψει εντελώς από τον Δημήτρη.  Είχε χάσει πολύ χρόνο μαζί του παρασυρμένη από εκείνη «την συνταρακτική εξομολόγηση της αγάπης του».  Ήταν αρκετό όλο αυτό που είχε ήδη συμβεί. Ούτε ραντεβού λοιπόν, ούτε φιλιά, ούτε αγκαλιές. Ήταν  ευτύχημα το ότι οι σχέσεις τους είχαν παραμείνει σ’ εκείνο ακριβώς το στάδιο όπου βρίσκονταν, καθώς και οι δύο προσπαθούσαν να είναι «επιφυλακτικοί μέχρι… αηδίας!»   Με το που είχε πει ο Δημήτρης εκείνα τα λόγια «περί εκτρώσεως» για χατίρι του από μία συμφοιτήτριά του «φάντασμα»,  η Μαρία  άρχισε να τον αποφεύγει συστηματικά.  Κάποια στιγμή μάλιστα, που εκείνος, σχεδόν εξαγριωμένος, την είχε κυνηγήσει επίμονα για μέρες, η Μαρία αποφάσισε ότι θα κυκλοφορούσε μόνο πρωϊ και μεσημέρι, πηγαίνοντας στη δουλειά της και γυρνώντας από αυτήν.  Το βράδυ ερχόταν και την έπαιρνε η μητέρα της Φρόσω, ή ο πατέρας της ο Γιώργος Πανεράκης, όπως τους το είχε ζητήσει. Είχε αποφασίσει να τον απομακρύνει οριστικά από κοντά της και να λυτρωθεί από αυτή την άρρωστη σχέση την προγραμματισμένη εκ των προτέρων από τον ίδιο.

 

Ύστερα από δέκα μήνες εργασίας στο εμπορικό, και έχοντας συγκεντρώσει αρκετά χρήματα για το ταξίδι της στην πρωτεύουσα, άφησε τη δουλειά της στο εμπορικό.   Κανείς δεν ήξερε από τους Βασιλείου για τα σχέδια της Μαρίας. Είχαν μάθει για τη συμπεριφορά της Μαρίας προς τον Δημήτρη και έτριβαν τα χέρια με μία νοσηρή χαρά.  Δεν ένιωθαν κανέναν οίκτο για την «αρρώστια» του γιού τους: τον έρωτά του για την Μαρία. Μόνο ο Βασίλης αναρωτήθηκε πώς άραγε να αισθανόταν το κοριτσάκι μετά από αυτή την κατάληξη.  Ήταν βέβαιος ότι η Μαρία είχε αποφασίσει για τον χωρισμό τους.  Ο Δημήτρης δεν ήθελε καν να μιλήσει για το θέμα αυτό.  Σίγουρα είχε χάσει την αυτοπεποίθησή του ως προς του να κερδίζει όλες τις ερωτικές μάχες.

Η Μαρία επισκέφτηκε  τελικά την πρωτεύουσα, όπου απευθύνθηκε σε κάποιες σχολές κι έμαθε αρκετά για κάποια πράγματα που θα μπορούσε να κάνει, χωρίς μεγάλη δυσκολία ή μεγάλο κόστος. Είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε ίσως να σπουδάσει σε κάποια σχολή Αισθητικών και ταυτόχρονα να εργάζεται και να συντηρεί τον εαυτό της.  Επιστρέφοντας πίσω στην πολιτεία τους, την περίμενε μία ανέλπιστα υπέροχη είδηση: είχε αποφασιστεί η ίδρυση νέων Πανεπιστημίων στη χώρα και είχε μνημονευτεί ως υποψήφια ανάμεσα στις άλλες πολιτείες και η δική τους.  Πολλές ελπίδες είχαν εγερθεί ξαφνικά για το μέλλον της νέας, με τις θετικές αυτές προϋποθέσεις. Έκανε μία μικρή έρευνα και βεβαιώθηκε για όλα όσα είχαν δημοσιευτεί. Αναγνώριζε ότι εξηρτάτο  τελικά από την ίδια να δει τ’ όνειρό της να πραγματοποιείται, αρκεί να μελετούσε μεθοδικά και όσο περισσότερο μπορούσε, εκείνο το μοναδικό καλοκαίρι.

Έτσι και έγινε.  Η Μαρία αφήνοντας τη δουλειά που είχε για λίγους μήνες, κλείστηκε στο σπίτι της  και μελετούσε… και μελετούσε… από το πρωΐ ως το βράδυ ώσπου γέμιζε το κεφάλι της και δε χώραγε ούτε ένα απειροελάχιστο κόκκο γνώσης πλέον μέσα του.  Τίποτα  άλλο δεν ήταν αρκετά ενδιαφέρον ώστε ν’ αποσπάσει την προσοχή της από τους στόχους της.  Και βέβαια ούτε ο Δημήτρης που…  και μάλλον ευτυχώς, έλειπε στην πρωτεύουσα εκείνο το καλοκαίρι και έτσι εντελώς φυσικά πλέον η Μαρία δεν πιεζόταν από κανέναν και για τίποτα.

Ο έρωτάς της γι αυτόν είχε εξελιχτεί σε μία ανάμνηση που την έκανε ν’ αναστενάζει, χωρίς όμως να την πονάει ή να την ταλαιπωρεί.  Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ από τη μελέτη της, που όταν εργαζόταν πάνω στην εξεταστέα ύλη, στο μακρύ διάστημα της ημέρας, δεν φύτρωνε ο άντρας καθόλου στις σκέψεις της, όπως συνέβαινε άλλοτε, στις αρχές  τουλάχιστον.  Καλό σημάδι.  Θα μπορούσε ίσως και να  ξεχάσει εντελώς εκείνο τον έρωτα, αν ήταν έρωτας επιτέλους.  Κάποιες φορές συζητώντας με τη φίλη της την Κατερίνα, είχε πει ότι η σχέση της με το Δημήτρη ήταν μία πολύ άρρωστη σχέση.  Από την πρώτη της στιγμή ήταν καταδικασμένη. Εκείνη η επιφυλακτικότητα, που οφειλόταν στην έλλειψη εμπιστοσύνης, μια και δεν υπήρχαν προοπτικές ή μέλλον, ήταν αφύσικη, άρρωστη. Προς τι τα φιλιά και τα χάδια; «Ρεζιλίκια. Όπως άρχισε άτσαλα έτσι και θα τελειώσει», είχε πει στην Κατερίνα.  Έπαιρνε βαθιά αναπνοή και κλείνοντας τα μάτια της ανακουφισμένη, έλεγε ότι ευχαριστούσε το Θεό που της δόθηκε η ευκαιρία ν’ ασχοληθεί μ’ εκείνο που επθυμούσε πάνω απ’ όλα: τη μελέτη με στόχους.

Η Κατερίνα είχε συζητήσει κάποια στιγμή με την αδερφή της Καλλιρόη, το άδοξο τέλος της λιγόμηνης πλατωνικής σχέσης της Μαρίας με τον Δημήτρη: «Και το άλλο που είχε πει της Μαρίας πριν να φύγει για την Πρωτεύουσα, όπου έλειπε για κανά εξάμηνο; Καθώς είχε αποθρασυνθεί προς το τέλος εκείνης της περιόδου, και  χωρίς κανείς να του ζητήσει να απολογηθεί, είχε πετάξει «την κοτσάνα του» στη Μαρία με πρωτοφανή κακία, λες κι ήθελε να την εκδικηθεί για τη συμπεριφορά της:  «Στο μπάτο-μπάτο της γραφής δε σ’ άγγιξα, δεν έπαθες ποτέ τίποτα! Είσαι όπως σε γέννησε η μάννα σου!» Λόγια από άντρα που αγαπάει, είναι ετούτα;» Ευτυχώς που η Μαρία ήταν κορίτσι αρχών. Μπορείς να φανταστείς αν ήταν καμμία  χαζοχαρούμενη τι θα γινόταν;  Θα την αγόραζε και θα την πούλαγε ο κερατάς και δε θα λογοδοτούσε  σε κανέναν.  Ευτυχώς που η φίλη μου είναι κορίτσι με τα όλα της, όχι αστεία.  Να είχα εγώ αδερφό, θα σού ’λεγα αν άφηνα κανέναν να την πλησιάσει. Θα την έκανα νύφη μου και ας μας την έδιναν όπως τη γέννησε η μάννα της!» είχε πει θυμωμένη.

Η Καλλιρόη είχε καταλάβει πολύ περισσότερα. «Ο Δημήτρης φαίνεται ότι είναι  ένας κακομαθημένος, μίζερος και κοντόφθαλμος νέος, ανάξιος να μεγαλώσει με μία καλή γυναίκα στο πλάϊ του και να δεις που μία μέρα θα κλαίει μετανιωμένος για την Μαρία.  Ν’ ακούμε τους γονείς μας, δε λέω όχι, με μέτρο όμως. Και ξέρεις ίσως είναι τυχερή η Μαρία που ξέφυγε από αυτή τη δυσοίωνη, ούτως ή άλλως σχέση», είχε πει προσπαθώντας να κατευνάσει την εκνευρισμένη Κατερίνα.

 

‘Ενα πρωϊνό του Ιουλίου η Μαρία έδωσε εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο.  Δεν είχε «καθόλου αγωνία… μα καθόλου».

Τα αποτελέσματα  που βγήκαν το Σεπτέμβριο, ήταν το πιο ωραίο δώρο της ζωής της.   Είχε περάσει στο Πανεπιστήμιο της πολιτείας τους και με καλή σειρά. Ήταν μία φοβερή επιτυχία για το κοριτσόπουλο «που λίγο έλειψε να χάσει το τραίνο της μόρφωσης», όπως έλεγε η ίδια η Μαρία. Η οικογένεια έκανε μεγάλες χαρές.  Περιττό να μιλήσει κανείς για το ανέβασμα των μετοχών της Μαρίας μέσα σε λίγες ώρες.  Ακόμα και ο καθηγητής της, στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών -ένας κλάουν που τη φλερτάριζε- «έμασε τα βρεγμένα του ο κοντοπίθαμος» και  κοκκινίζοντας αναγκάστηκε να τη συγχαρεί. Τότε της φάνηκε ακόμη πιο μικρός και πιο ασήμαντος, καθώς το ηθικό της είχε ανεβεί.  Ο άντρας την είχε πληγώσει στο τέλος  μίας από τις παραδόσεις του.  Για να την εκδικηθεί επειδή δεν του έδινε τη σημασία που απαιτούσε, της είχε πετάξει με αλλαζονικό ύφος: «Τι τις θέλεις τις σπουδές εσύ;  Πες του πατέρα σου να σου ετοιμάσει προίκα και να σε παντρέψει». Δεν είναι μικρό πράγμα να αποδεικνύεις σε κάποιους ανίδεους, ότι αξίζεις πολλά περισσότερα από εκείνα που σου αποδίδουν.

Καϋμένη Μαρία! Είχε περάσει πολλά εκείνη την τελευταία χρονιά, αλλά τελικά απέδειξε πως ήταν παλικάρι.

 

Αργότερα, κάποια στιγμή, επέστρεψε στην πολιτεία τους και ο Δημήτρης.  Μια μέρα, εντελώς τυχαία, η Κατερίνα τον συνάντησε στην Πλατεία. Είχαν μήνες να συναντηθούν. Ο Δημήτρης τη  χαιρέτησε με γελαστό ύφος θεωρώντας ότι ήταν δικός του άνθρωπος, αφού ήταν φίλη της «αγαπημένης του Μαρίας».  Η Κατερίνα τον αντιμετώπισε ευγενικά «τον κερατά, τον προικοθήρα», αλλά και με ύφος που μαρτύραγε την περιφρόνησή της στο πρόσωπό του.  «Ξεδιάντροπο» τον ανέβαζε και «ξεδιάντροπο» τον κατέβαζε μπροστά στην Μαρία, καθώς την έβλεπε να στεναχωριέται κάποτε «για τα μούτρα του».  Η Κατερίνα ένιωθε ότι την είχε ταπεινώσει τη φίλη της με τα καμώματά του. Για τον λόγο αυτό και τον απόφευγε.  «Ή θέλεις μία κοπέλα ή δεν τη θέλεις.  Τι διάβολο την παιδεύεις και την κυνηγάς.  Πού είχε βρει τους νόμους και τους κανόνες για να βολέψει τον εαυτό του, αυτός ο κύριος; Άντρας σου λέει… το μάλλον μικρανθρωπάκι. Να κυνηγάει την Μαρία από τη μια και από την άλλη να της λέει για… «τη δική του» στην Πρωτεύουσα! Άντε πήγαινε με δαύτην και άσε το δικό μας κορίτσι ήσυχο.  Μην τα θέλεις όλα δικά σου βρε κερατά! Και την πίττα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο! Άμε στο διάβολο αναθεματισμένο και γυρισμό μην έχεις!»

 

-Τα έμαθες; ρώτησε η Κατερίνα προσπαθώντας να μη παραβλέψει ούτε μία από τις αντιδράσεις του Δημήτρη.

-Τι να μάθω; τη ρώτησε εκείνος.

-Πέρασε το κοριτσάκι μας στο Πανεπιστήμιο παιδί μου, πώς σου ξέφυγε; Δεν διαβάζεις εφημερίδες κοτζάμ καθηγητής; τον ειρωνεύτηκε η Κατερίνα.

-Εννοείς τη Μαρία;

-Γιατί ξέρεις και καμμία άλλη και μου διέφυγε, ρώτησε με καυστικό ύφος η Κατερίνα.

-Σου έκανα κάτι και δεν το ξέρω;  απάντησε ο Δημήτρης ενοχλημένος από το θράσος της μικρής.

-Α μπα! Έτσι είμαι εγώ, όταν ρίχνουν την Μαρία… είπε η Κατερίνα και αφήνοντάς τον σύξυλον, απομακρύνθηκε.

«Μούτρο, «σκυλογέτημον», ελπίζω να μη σε ξαναδώ μπροστά μου!» σκέφτηκε μέσα της ευχαριστημένη που του πέταξε στα μούτρα την επιτυχία της «μικρής του αγαπημένης».

 

Εκείνη την ημέρα ο Δημήτρης παρακολουθούσε το δρόμο όσο ποτέ άλλοτε.  Όπως και πριν, έφαγε τον κόσμο να συναντήσει τη Μαρία. Δεν γνώριζε ότι έλειπε.  Εκείνη είχε φύγει για ένα τριήμερο στην εξοχή.  Η Κατερίνα βέβαια του το είχε κρύψει.  Ήθελε να νιώσει κι εκείνος λίγη από την αλλοτινή αγωνία της φίλης της.

«Αυτό το παιδί δε θέλει να καταλάβει τι θα πει απόρριψη. Ή έχει μυαλό κοκκόρου ή έχει την ακράδαντη πίστη του Δον Ζουάν… κρίμα στη μόρφωσή του!» είχε πει η Κατερίνα, κουνώντας το κεφάλι της.

Ο Δημήτρης δεν ήξερε τι να κάνει.  Αισθανόταν σα να τσουρουφλιζόταν.  Δεν μπορούσε να ηρεμήσει.

-Ησύχασε ρε συ! Σαν ανήσυχο τσοπανόσκυλο γρυλλίζεις!  Παρατήρησε ο Βασίλης.  Δεν πας καλύτερα καμμία βόλτα έξω να ξεσκάσεις;

-Τι να την κάνω τη βόλτα; απάντησε εκείνος εκνευρισμένος.

-Δεν ξέρω.  Με νευρίασες με τα πάνω-κάτω σου. Δεν ρωτάς κι εμάς πώς είμαστε.  Μόνο το τομάρι σου σ’ ενδιαφέρει. είπε νευριαμένος ο Βασίλης.

Ο Δημήτρης άρπαξε το σακκάκι του και βγήκε.  Και νάτη απάνω στο δρόμο με μία ταξιδιωτική τσάντα, η Μαρία.

-Μαρία! αναφώνησε και τα μάτια του γυάλισαν λες κι από δάκρυα που μόλις τα συγκρατούσε.

-Γεια σου Δημήτρη;  Τι κάνεις;

-Καλά, καλά.  Κι εσύ;

-Κι εγώ… είμαι καλά.

-Τα έμαθα, τα έμαθα όλα, συγχαρτήρια για το Πανεπιστήμιο…

-Α! Ναι… Ευχαριστώ.

-Μπορώ να σε δω αργότερα;

-Δεν νομίζω, είμαι πολύ κουρασμένη.

-Πρέπει να μιλήσουμε για κάτι…

-Όχι Δημήτρη, δεν έχουμε να πούμε τίποτα.

-Τώρα που πέρασες στο πανεπιστήμιο… ξέρεις…

Η Μαρία περιμένει ν’ ακούσει.

-Όχι δεν ξέρω, τι εννοείς; ρωτάει τελικά καθώς ο Δημήτρης αργούσε να απαντήσει.

-Ε… Να… τώρα που πέρασες, ξέρεις… μπορούμε ν’ αλλάξουμε κάποια πράγματα… τη σχέση μας… ξέρεις κάτι μπορεί να γίνει μεταξύ μας.

Η Μαρία χαμογέλασε με πικρία.

-Όχι Δημήτρη για σένα και για μένα, τέρμα! Η καλή μέρα φαίνεται από το πρωΐ.  Γειά σου λοιπόν.

-Μαρία…περίμενε! πρόλαβε να πει ο νέος.

Περισσότερο σοβαρή από ποτέ και κρατώντας πάντα την τσάντα της, του γύρισε την πλάτη κι έστριψε στη γωνία του δρόμου κι αυτό ήταν.

Ύστερα από μέρες κάποια Κυριακή που  η Μαρία με την Κατερίνα ανέβαιναν στην Πλατεία, ένα καινούργιο αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα τους.  «Βρε, βρε… Ο Βασίλης! Ο μπαμπάς του του αγόρασε ένα καινούργιο παιχνίδι!» είπε στην Κατερίνα, μέσα από τα σφιγμένα χείλια της η Μαρία.

-Κορίτσια για πού το βάλατε;  Να σας πάω όπου θέλετε!

-Ευχαριστούμε πολύ, αλλά φτάσαμε στον προορισμό μας… Γεια σου λοιπόν, είπε η Μαρία με μία κάποια ασυνήθιστη υπεροψία, αφήνοντας το Βασίλη να αναρωτιέται.

-Ε όχι να γίνω και «πάσα», βρε Κατερίνα μου, όχι ρε του κερατά! Πόσα θα δω ακόμα από αυτή την οικογένεια; είπε η Μαρία γυρίζοντας την πλάτη της στον γιατρό Βασιλείου που ίσως «με τη σειρά του ήθελε να δοκιμάσει την τύχη του μαζί της», αυτό τουλάχιστον σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή η Μαρία, ανύποπτη για τα αισθήματά του.

«Το έλεγα ότι έχει περηφάνεια αυτό το πλάσμα… και στην τελική δεν μπορώ να κάνω τίποτα… Ο Δημήτρης θα λυσσάξει στην κυριολεξία, αν κάνω κάτι με το κορίτσι τώρα ύστερα από όλα αυτά ανάμεσά τους. Και η Μαρία… Θα φαινόμουν στα μάτια της… Έπρεπε τότε που την γνώρισα να είχα κάνει κάτι εγώ πρώτος, αφήνοντας τον Δημήτρη και τα θέλω του στην άκρη.  Είχα τις ευκαιρίες.   Όσο για τους γονείς μου… είχα τους τρόπους να τους καταφέρω  εγώ!  Είναι πολύ αργά για οτιδήποτε! Δεν μπορώ να τινάξω στον αέρα όλη την οικογένεια.  Θα μας πάθει και η Όλγα!..» Σκέφτηκε ο Βασίλης και απομακρύνθηκε αργά από το σημείο εκείνο.  Είχε αλήθεια στεναχωρηθεί πολύ με την άρνηση της Μαρίας.

 

Αυτό ήταν το τέλος για εκείνη τουλάχιστον την περίοδο.  Γιατί ύστερα από πολλά-πολλά χρόνια ο Δημήτρης αφυπνισμένος και στα εξήντα τόσα του… επανήλθε… δριμύς όπως άλλοτε!..

 

Η Μαρία τελείωσε τη φοίτησή της, πήρε το πτυχίο της και παντρεύτηκε.  Ο άντρας της και εκείνη έφυγαν στο εξωτερικό, όπου έμειναν για αρκετά χρόνια. Στο διάστημα αυτό  απέκτησαν δύο παιδιά.  Επισκέπτονταν τη πατρίδα συχνά, για ν’ ανταμώνουν με τους συγγενείς και τους φίλους. Ευτύχησαν σαν οικογένεια και κάποια «τυχερή»  στιγμή αποφάσισαν και γύρισαν στην πατρίδα, καθώς είτε «έξω» είτε στην πατρίδα κι όπως κι αν έρχονταν τα πράγματα, όφειλαν να υποστηρίξουν τις όποιες κινήσεις των παιδιών τους.

Μία μέρα η παντοτινή φίλη της η Κατερίνα, είπε στη Μαρία ότι είχε λάβει ένα παράξενο  τηλεφώνημα από κάποιον παλιό συμφοιτητή της.  Είχε ρωτήσει για τη Μαρία, τι κάνει και πού βρίσκεται. Είχε ζητήσει μάλιστα το τηλέφωνό της, όμως η Κατερίνα δεν του το είχε δώσει, λέγοντας ότι δεν μπορούσε να το κάνει, χωρίς την άδεια της Μαρίας.

-Σιγά τώρα! Με δουλεύεις! είχε πει γελώντας η Μαρία.

-Αλήθεια σου λέω.  Είπε ένα όνομα… να δεις πώς τον λέγανε… Σπυρόπουλο… Σπυρο… κάτι…

-Άστο δε με νοιάζει να μάθω χρυσή μου.  Αν ξαναπάρει να μην του δώσεις το τηλέφωνό μου.  Δεν ενδιαφέρομαι να δω ή να μιλήσω σε κανένα από τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Όμως ο τύπος… ξανατηλεφώνησε! Αυτή τη φορά άλλαξε και τη φωνή του και το όνομά του.  Είπε στην Κατερίνα πως επρόκειτο για μία συνάντηση των φοιτητών του έτους των και ότι κάποιος συμφοιτητής του έδωσε το τηλέφωνό της, που το είχε βρει στον κατάλογο και είχε πάρει το θάρρος να τηλεφωνήσει και να ρωτήσει για το τηλέφωνο της Μαρίας, αν το είχε φυσικά, γνωρίζοντας ότι ήταν παλιά φίλη της, μια και ο ίδιος δεν ήξερε το επίθετό της.

Η Κατερίνα πέφτοντας στην παγίδα, του έδωσε το τηλέφωνο της Μαρίας. Την επόμενη η Μαρία έλαβε ένα τηλεφώνημα.

-Γεια σου Μαρία…

-Ποιος είναι; ρώτησε η Μαρία τον άγνωστο.

-Είμαι ο…  Θάνος, ο… συμφοιτητής σου! Βρε Μαρία δεν με θυμάσαι;

-Όχι… λυπάμαι!

-Έλα, ένα ψεματάκι σου είπα.  Ο Δημήτρης είμαι Μαρία μου.

-Ποιος Δημήτρης;  Δεν θυμάμαι κανένα συμφοιτητή μου Δημήτρη, είπε με περιέργεια η Μαρία για την οικειότητα του αγνώστου στο τηλέφωνο.

-Ο Δημήτρης Βασιλείου.

-Ο Δημήτρης Βασιλείου! Μάλιστα!…  Γεια σου λοιπόν Δημήτρη.  Τι κάνεις;

-Τι να κάνω; Έτσι ψυχρά που μου λες το γεια σου και το τι κάνεις κτλ;

-………………………………. Τσιμουδιά η Μαρία.  Περιμένει.

-Καλά είμαι. Έφαγα όλον τον κόσμο για να σε βρω, χρόνια τώρα, είπε με παράπονο.

-Δεν κατάλαβα;  ρώτησε η Μαρία παραξενεμένη.

Είχε ακούσει καλά, αλλά  δεν καταλάβαινε τίποτα: μήτε το παράπονό του, ούτε την απαίτησή του.  Από πού είχε ξεφυτρώσει ετούτο το φάντασμα του παρελθόντος φορτωμένο με αιτήματα και αξιώσεις;  Τώρα που τον άκουγε με τ’ αυτιά της όλο και περισσότερο δεν μπορούσε να το πιστέψει πώς ήταν δυνατόν να της συμβαίνει κάτι τέτοιο.

-Θέλω να σε δω, θέλω να συναντηθούμε, παιδί μου!

Η Μαρία σοκαρισμένη προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της.

-Ο Δημήτρης, είπες… Ο Δημήτρης, ο Βασιλείου…

-Ναι Μαρία μου!

-Αστειεύεσαι βέβαια… έτσι δεν είναι; Αστειεύεσαι!  είπε η Μαρία με νεύρο.

-Όχι… εγώ είμαι και θέλω τόσο πολύ να σε δω! παρακάλεσε η φωνή.

-Ύστερα από τριάντα πέντε σχεδόν χρόνια έρχεσαι και μου ζητάς να συναντηθούμε… Αλλά τον λόγο…  δεν κατάλαβα τον λόγο αγαπητέ!.. είπε η Μαρία προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή που πήρε να φουντώσει ξαφνικά μέσα της, για το θράσος εκείνου του ανθρώπου.

-Να σε δω λιγάκι… ικέτευσε πάλι εκείνος.

-Ναι αλλά… Θα πρέπει να θέλω και εγώ… είπε εκείνη με παγερή ψυχραιμία.

-Έλα τώρα… πες πως θέλεις!.. την παρακάλεσε ξανά.

-Όχι δε θέλω.  Σίγουρα όχι!  Μα πώς τολμάς να λες ψέματα για ν’ αποσπάσεις τον αριθμό του τηλεφώνου μου και ύστερα ζητάς να με δεις;  Δεν είμαστε πλέον παιδιά…  ξέσπασε φουρτουνιασμένη η Μαρία.

-Έχω ένα γράμμα σου από τότε ξέρεις… πέταξε εντελώς απερίσκεπτα ο Δημήτρης.

-Ε, και;  Με απειλείς κιόλας;   τον ειρωνεύτηκε η Μαρία.

-Όχι δε σε απειλώ… σε παρακαλώ… Ναι σε παρακαλώ πολύ, κάνε μου αυτή τη χάρη, Μαρία.

-Όχι δε μπορώ να σου κάνω αυτή ή οποιαδήποτε άλλη χάρη.  Πώς τολμάς τώρα πια;  Είμαστε μεγάλοι άνθρωποι, έχουμε οικογένεια… ή μήπως εσύ δεν έχεις; ρώτησε πιο μαλακά τώρα η Μαρία.

-Έχω… τρία παιδιά. Δύο θυγατέρες κι έναν γιο,  είναι μεγάλα, καταλαβαίνεις, εκμυστηρεύτηκε εκείνος ήσυχα.

-Ωραία λοιπόν να σου ζήσουν! Κι εγώ έχω έναν αξιολάτρευτο σύζυγο και δύο παιδιά… είπε η Μαρία με κάποια ελπίδα να τον διώξει από εκείνο το ακουστικό.

-Μα τι σημασία έχουν όλ’ αυτά; εγώ δεν θέλω τίποτ’ άλλο, παρά να σε δω, την παρακάλεσε με φωνή ταπεινή.

-Όχι, δε γίνεται… και σε παρακαλώ να μην ξανατηλεφωνήσεις γιατί δε θα οδηγήσει πουθενά… υπαγόρεψε αυστηρά η Μαρία.

-Ξέρεις, δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό. Πήγα σήμερα κάτω στην παραλιακή και έκλαψα καθώς θυμήθηκα τις συναντήσεις μας εκεί. Αγάπη μου… αχ αγάπη, αγάπη!.. ικέτευσε συντετριμμένος εκείνος.

Η Μαρία ένιωσε να ντρέπεται με τα λόγια του ανθρώπου, που ερχόταν ύστερα από τριάντα και πλέον χρόνια -πραγματικό φάντασμα- για να τη βρει λέει… και για να την αναστατώσει αναμφίβολα «με το άτοπο, το παράλογο, το ανόσιο αίτημά του!»

-Μην τραγικοποιείς τα πράγματα.  Δεν είχαμε καν σχέσεις. Ήμουν δεκαεννιά χρονών κι ερωτευμένη με τον έρωτα. Δεν ξέρω τι ήμουν. Ξέχασα εντελώς πώς αισθανόμουν, αν αισθανόμουν κάτι τέλος πάντων.  Ίσως να ήμουν απλά κολακευμένη από το ενδιαφέρον σου.  Κοριτσάκι δεκαεννιά χρονών ήμουν. Τώρα μετά από τριάντα τόσα χρόνια έρχεσαι και μου λες ότι μ’ αγαπάς ακόμα. Λες!.. Μα δεν μπορεί να με είχες αγαπήσει ποτέ σου.  Δεν μπορεί! Αναρωτιέμαι αλήθεια, γιατί τόση δραματικότητα. Πώς είναι δυνατόν εσύ, ένας μορφωμένος άνθρωπος, ένας καθηγητής, να κάθεσαι και να λες τέτοια πράγματα;  Και η γυναίκα σου;  Τα παιδιά σου;  Τι θα σκέφτονταν αν μάθαιναν τα τερτίπια σου. Δεν λυπάσαι που επιχειρείς να τους προδώσεις; επέμενε η Μαρία.

-Πρέπει να σε δω, σ’ ορκίζομαι μόνο αυτό, τίποτα άλλο!

-Μα είναι παράλογο, δεν το βλέπεις; Αγαπάω τον άντρα μου, τον σέβομαι.  Είναι ο άνθρωπός μου, εκείνος που μ’ έκανε γυναίκα, που μου φύτεψε την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Με τίμησε χωρίς ποταπές απαιτήσεις και παράλογα αιτήματα. Μ’ έχει ελευθερώσει σα θηλυκό άνθρωπο.  Αλλά τι κάθομαι και λέω; Πού να καταλάβεις εσύ, ένας άνθρωπος που απατάει τη γυναίκα του έστω και νοερά! θύμωσε η Μαρία.

-Μη μιλάς έτσι, σε παρακαλώ.  Ήμουν νέος τότε, έκανα λάθη, το ξέρω, όμως μη μου στερείς την ευτυχία να σε δω, έστω και λίγο, να πιούμε έναν καφέ και να θυμηθούμε, παρακάλεσε με φωνή ραγισμένη από την ανάγκη του.

-Όχι! Λυπάμαι πολύ αλλά εγώ δε θέλω να σε δώ. Είναι αδύνατον. Δε θα το επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου κάτι τέτοιο. Σέβομαι και αγαπάω πολύ τον άντρα μου και τα παιδιά μου.  Ανήκεις στο μακρυνό παρελθόν, δεν το βλέπεις;  Τόσα χρόνια έχουν περάσει κι εσύ!  Θε μου, πώς τολμάς; απόρησε.

-Σε παρακαλώ Μαρία, μην είσαι τόσο σκληρή απέναντί μου. Έχουμε μεγαλώσει, είμαστε ώριμοι άνθρωποι, ποιος θα παρεξηγούσε μία τέτοια συνάντηση χάριν της νοσταλγίας,  χάριν ενός παλιού αισθήματος, προσπάθησε πάλι εκείνος.

Η Μαρία γέλασε και με τη γνωστή σ’ εκείνον ελαφρά  ειρωνεία στον τόνο της φωνής της είπε:

-Εγώ, εγώ η ίδια θα την παρεξηγούσα μία τέτοια συνάντηση κι αυτό νομίζω ότι θα πρέπει να φτάνει αγαπητέ. Λοιπόν, αλήθεια δεν έχω να πω τίποτα άλλο. Λυπάμαι.  Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο.  Γεια σου, είπε η Μαρία ψυχρά.

Καθώς ακόμη εκείνος δεν είχε ανταποκριθεί στις τελευταίες φράσεις της, η Μαρία, αν και ήθελε να κλείσει τη γραμμή, νιώθοντας ότι εκείνος ήταν ακόμη στην άλλη άκρη της γραμμής, περίμενε. Άκουγε τη βαριά αναπνοή του και δεν αισθάνθηκε παρά  ένα είδος δυσαρέσκειας. Με το πέρασμα του χρόνου η Μαρία είχε σκληρύνει.  Εκείνη η σχέση την είχε αλλάξει.  Της είχε δώσει το σπουδαιότερο μάθημα της ζωής της: Τι κακό μπορεί να κάνει το οικονομικό συμφέρον! Σκοτώνει τα πιο όμορφα συναισθήματα του ανθρώπου.  Όχι μόνο δεν πίστευε τον Δημήτρη, αλλά είχε θυμώσει κιόλας για την ανεύθυνη συμπεριφορά του.  Ένιωθε προσβεβλημένη, ένιωθε ότι ο άντρας αυτός ερχόταν για να της κάνει κακό, άλλη μια φορά. Ίσως επρόκειτο για απερισκεψία. Ίσως και να μην είχε σκεφτεί  ότι θα μπορούσε να την εκθέσει ή ότι αυτή η συνάντηση θα μπορούσε να προκαλέσει τους δικούς της. Είχε βουτήξει στο παρελθόν του για τους δικούς του λόγους και με ανείπωτο εγωϊσμό, ήθελε να το ανασύρει  έστω και για λίγο. Ίσως κι από έλλειψη ικανοποίησης στη ζωή του. Αυτό όμως αφορούσε αποκλειστικά αυτόν και όχι τη Μαρία, που ήταν βέβαια για τον εαυτό της και για τη στάση της απέναντί του.  Όχι, δεν  είχε καμία υποχρέωση στο Δημήτρη. Η «γλυκειά» Μαρία είχε δοθεί ολοκληρωτικά στον άντρα της και στην οικογένειά τους, τα δύο πολύτιμα δώρα της ζωής, που τα φυλούσε με ζήλο και τα λάτρευε.

Αυτό ήταν ένα σπουδαίο θέμα, αλλά σπουδαιότερο κι από αυτό, πίστευε η Μαρία πως θα πρέπει να ήταν κάτι άλλο.  «Μα είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοια ασυνειδησία και μάλιστα σε μία τέτοια ηλικία;  Εξήντα-εξηνταπέντε ετών;  Πώς γίνεται αυτό;  Οπωσδήποτε είναι γεροντίστικα καμώματα… ΄Η μήπως ήρθε από την πρωτεύουσα να ταχτοποιήσει τη σύνταξή του και σκέφτηκε πώς θα μπορούσε να συνδυάσει το τερπνόν μετά του ωφελίμου! Και οι πονηριές του για να με βρει;  Χειρότερα κι από εικοσιπεντάχρονο.  Σίγουρα πρόκειται γι’ ατυχία!»

Ερεθισμένη τώρα από τις αστραπιαίες σκέψεις της ξέχασε για μία στιγμή ότι ο συνομιλητής της περίμενε, όταν ξαφνικά άκούγοντας και πάλι τη φωνή του να τη ρωτάει αν ακόμα είναι στην άλλη άκρη του τηλεφώνου, τον θυμήθηκε και πρόσθεσε ταραγμένη:

-Ναι, αλλά κλείνω.  Είπαμε περισσότερα από αρκετά.

-Μη… μην κλείνεις! Άσε με να σ’ ακούω έστω για λίγο.

-Άκουσε, θα πρέπει να κλείσουμε.  Έλα τώρα αγαπητέ… σοβαρέψου κι άκουσέ με λίγο.  Θέλω να σου ευχηθώ τα καλύτερα και  στην οικογένειά σου, κι ελπίζω ότι αυτό το συμβάν ήταν το αποτέλεσμα μίας αισθηματικής -αν και μάλλον επιπόλαιας-  σκέψης και τίποτα περισσότερο.  Συγγνώμη αλλά πρέπει να κλείσω, τόλμησε η Μαρία.

-Όχι, δεν μπορεί να μου το κάνεις αυτό! σπάραξε εκείνος.

-Γεια σου λοιπόν Δημήτρη! «Άκου δεν μπορώ να το κάνω! Βάζεις στοίχημα;» σκέφτηκε πολύ θυμωμένη ξαφνικά η Μαρία, έχοντας ήδη κλείσει τη γραμμή.

Σκέφτηκε μια στιγμή κι ύστερα σήκωσε το τηλέφωνο και το άφησε εκτός της συσκευής. Η υπομονή της είχε εξαντληθεί. Κάθησε βαριά στην πολυθρόνα, δίπλα.  Ο άντρας της έλειπε και ευτυχώς. Δε χρειαζόταν ν’ ανησυχήσει ο άνθρωπος με την τρέλα ενός άλλου.  Γιατί αν αυτό που έκανε ο Δημήτρης δεν ήταν τρέλα, τι άλλο μπορούσε να είναι;  Η Μαρία πίστευε ότι ο άνθρωπος δεν είχε αλλάξει.  Μα ποιος μπορεί ν’ αλλάξει;

Η Μαρία αγαπούσε τον Ζήση, τον άντρα της, περισσότερο ίσως κι από τον  ίδιο τον εαυτό της.  Ήταν ο Ζήσης «η ζήση της», ένα διαμάντι και θεωρούσε ότι ήταν από τις πιο τυχερές γυναίκες, χωρίς αμφιβολία. Δεν θα ρισκάριζε ποτέ την ευτυχία της αυτή, ιδιαίτερα στην ηλικία των πενήντα-κάτι, για κάποια νοσταλγική αναζήτηση του Δημήτρη. «Αυτά συμβαίνουν στα μυθιστορήματα και στις κινηματογραφικές ταινίες.  Έκανα καλά, πολύ καλά, που έδωσα ένα τέλος σε αυτή την ανοησία!» σκέφτηκε με σχετική ανακούφιση η Μαρία.

 

Ο Δημήτρης ένιωθε φοβερά ταπεινωμένος και τον αντρικό του εγωϊσμό κουρελιασμένο, όσο ποτέ άλλοτε.  Δεν μπορούσε να καταλάβει.  Πώς ήταν δυνατόν «η Μαρία του» να έχει αλλάξει, να έχει γίνει μία τόσο σκληρή γυναίκα. «Κι αν δεν αλλάζει ο άνθρωπος, «η Μαρία του» πώς άλλαξε τόσο;  Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς μπορούσε ν’ αποκρούει με τέτοια σκληρότητα την ανάγκη της νοσταλγίας του.  Ήταν δυνατόν να είχε αλήθεια αλλάξει τόσο, ώστε να μην  την λυγίζει η μνήμη της παλιάς της συμπάθειας έστω, αν όχι της αγάπης;  «Χριστέ και Παναγία! Δεν το πιστεύω αυτό… » ψιθύρισε. Τα μάτια του είχαν θολώσει από τα  δάκρυα. Τον πονούσε αφάνταστα  η μνήμη εκείνων των καιρών.  Την είχε αγαπήσει τη Μαρία.  Στην ανάγκη του όμως είχε πιστέψει πως η άλλη θα μπορούσε ν’ αναπληρώσει τη θέση της, αν όχι τέλεια… έστω και μερικώς.  Το κενό όμως που είχε αφήσει «η γλυκειά Μαρία» μέσα του, έμεινε ανεκπλήρωτο και τον μαράζωνε όλο και περισσότερο συναισθηματικά.  Έτσι ύστερα από τρεις και πλέον δεκαετίες αποφάσισε να κάνει κάτι για να μαλακώσει εκείνον τον πόνο που δεν εννοούσε να σιγάσει.  Είχε πιστέψει ότι το κοριτσάκι που είχε αγαπήσει τόσο πολύ, θα ενέδινε σ’ ετούτη τουλάχιστον τη μικρή επιθυμία του: να ιδωθούν μία φορά σα φίλοι και να πιουν έναν καφέ, για χατίρι εκείνου του «καλού παλιού καιρού».  Τώρα διαπίστωνε  με μεγάλη απογοήτευση, ότι η γυναίκα του σήμερα, δεν είχε καμμία σχέση με τη Μαρία εκείνων των χρόνων. «Μα ήταν δυνατόν ν’ αγαπούσε τον άντρα της τόσο ολοκληρωτικά ώστε να μην μπορεί να δώσει ένα ψίχουλο στον άνθρωπο που την είχε αγαπήσει στα νιάτα της;  Άλλωστε εγώ δε θέλω τίποτα παρά μόνο μια-δυο κουβεντούλες μαζί της. Άλλη θα το έκανε, αν όχι κολακευμένη, μόνο και μόνο από κάποια περιέργεια. Δε λέω, δεν ήταν μία συνηθισμένη νέα… Ήταν η Μαρία!»   Σκέφτηκε ξανά μέσα του, και η καρδιά του σφίχτηκε άλλη μια φορά.  Η Μαρία, συντηρητική όπως και τότε και δοσμένη πλέον στην οικογένειά της, ίσως δε θα γυρνούσε να κυτττάξει ποτέ πίσω της.   Δεν είχε την ανάγκη του, όπως είχε εκείνος τη δική της. Ένιωσε να γερνάει απότομα, την πλάτη του να καμπουριάζει, το σώμα του να κονταίνει.

«Μα όχι!» δεν  ήταν δυνατόν να ηττηθεί. Όχι έτσι!  Ο Δημήτρης αναστήλωσε ενσυνείδητα το σώμα του επηρεασμένος από τις νέες σκέψεις του. Θα προσπαθούσε ως το τέλος. «Δεν ξέρεις καμιά φορά.  Θαύματα γίνονται. Δε θ’ αντέξω σ’ αυτή την άρνηση!  Είναι τ’ όνειρό μου για χρόνια.  Ήθελα ν’ ανταμώσουμε άλλη μια φορά και να κυτταχτούμε ειρηνικά στα μάτια.  Της είχα κάνει κακό, την είχα προσβάλλει και δεν το άξιζε.  Όμως τι μπορούσα να κάνω;  Η ανάγκη και το συμφέρον είχαν θολώσει τα μάτια της ψυχής μου.  Ω Μαρία… γλυκειά μου Μαρία! Άκουσε την καρδιά μου και άνοιξέ μου τη δική σου για μια, τελευταία φορά, τη φορά της συγγνώμης σου και την ανάγκη της εξιλέωσής μου απέναντί σου και απέναντι στο τίμιο μέρος του παλιοχαρακτήρα μου!»   Ο Δημήτρης σπάραζε μέσα του κι ακόμη περισσότερο γιατί σκεφτόταν ότι η Μαρία τον είχε μισήσει και γι αυτό δεν ήθελε ούτε έναν καφέ να πιει μαζί του.  Ο χρόνος είχε φανεί αδυσώπητος μαζί του.  Δεν τον είχε αφήσει να ξεχάσει εκείνο το γλυκό πλάσμα, εκείνο το έξυπνο παιδί με τη συμμαζεμένη συμπεριφορά και την περίσσια περηφάνεια. Θυμήθηκε τα λόγια του Βασίλη για τη Μαρία: «Θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στον όποιονδήποτε.  Το μόνο πρόβλημά της είναι ότι δεν έχει μία γερή προίκα… όποιος όμως μπορεί και έχει τα κότσια να την πάρει για δική του, είμαι βέβαιος ότι θα ζήσει ευτυχισμένος κοντά της και θα την κάνει διπλή την προίκα που δε θα πάρει, χάρι στην αγάπη της». «Είχες δίκιο γιατρέ, αυτός ο τυχερός είναι ο σημερινός άντρας της, που με περίσσια περηφάνεια και ζήλο τον κρατάει τόσο ψηλά, που της είναι αδύνατον να θυσιάσει για την αφεντιά μου, έστω και μία ώρα από την ευτυχισμένη, την αξιοπρεπή ζωή της!»

 

Η Μαρία είχε κάνει λάθος όταν είχε πιστέψει ότι ο Δημήτρης δε θα επέμενε. Τα τηλεφωνήματά του συνεχίστηκαν και τις επόμενες μέρες και ήταν καλή τύχη που ο Ζήσης και τα παιδιά τους απουσίαζαν από το σπίτι.  Δεν υπήρχε λόγος να δημιουργηθεί μία κατάσταση στην οικογένειά της χωρίς «σοβαρό λόγο». Η Μαρία  είχε πάντα την υποστήριξη της  Κατερίνας που συμφωνούσε ότι τον Δημήτρη τον είχε «αποκουτιάσει το γήρας». «Μα χρυσή μου… γιατί δεν το θεωρείς κομπλιμέντο αυτό το ενδιαφέρον του άντρα; Αν ήταν κάποια άλλη θα πηδούσε… από ικανοποίηση.  Ύστερα από τρεις και πλέον δεκαετίες… Τι κάθεσαι και μου λες;  Θα έτρεχε λοιπόν να τον δει, να χαρεί για τη μιζέρια του… και για τον  θρίαμβό της.  Θα ήταν μία εκδίκηση επιτέλους! Αλλά ξέρω τι θα μου πεις… και πιστεύω ότι είναι τυχερός που είσαι αυτή που είσαι, γιατί κάποια άλλη ίσως και ν’ άρπαζε την ευκαιρεία να τον πληρώσει για τα καλά που της έκανε», είχε πει η Κατερίνα.

Η Μαρία την είχε ακούσει λυπημένη.  Δεν είχε να πει τίποτα. Κατά τη γνώμη της είχε δημιουργηθεί από το πουθενά, μια λυπηρή κατάσταση.

Ένα πρωΐ της είχε τηλεφωνήσει γεμάτος έξαψη:  «Θα έρθω με το αυτοκίνητό μου να σε πάρω, αν μου δώσεις τη διευθυνσή σου» και η Μαρία μάλλον φοβισμένη από τον τόνο της φωνής του, όπως ήταν φυσικό, αρνήθηκε όσο πιο ευγενικά μπορούσε. Είχε ήδη αρχίσει να σκέφτεται και ν’ ανησυχεί για την ψυχική υγεία του Δημήτρη και τις συνέπειές της.  «Ας είναι… τότε θα σε περιμένω στην Πλατεία έξω από τον κινηματογράφο.  Περπατάω πολλές φορές εκεί το πρωΐ ως τις έντεκα με δώδεκα και μετά πηγαίνω στο ζαχαροπλαστείο του Κερκυραίου για καφέ.  Έλα σε ικετεύω, θα σε περιμένω. Θα φύγω αύριο αν το επιτρέψει ο καιρός.  Θα σου δώσω και το τηλέφωνό μου στην πρωτεύουσα για να μου τηλεφωνήσεις!» είχε πει. Το ένα ήταν περισσότερο παράλογο από το άλλο, και η Μαρία είχε αρνηθεί άλλη μία φορά πολύ ευγενικά. Δεν ήθελε να τον εκνευρίσει. Του ευχήθηκε καλό ταξίδι.  Επέμενε να της κάνει παράπονα: «Να μη μπορούμε να πιούμε έναν καφέ μαζί;  Μία ξένη γυναίκα στο δρόμο να ήταν…  αν της έπεφτε το πορτοφόλι της, κι εγώ το σήκωνα  και της το έδινα, δε θα αρνιόταν έναν καφέ μαζί μου, εσύ όμως…» Η Μαρία τόλμησε και είχε αντισταθεί: «Εγώ δεν είμαι η τυχαία ξένη γυναίκα. Εγώ… είμ’ εγώ  και ας τ’ αφήσουμε αυτά σε παρακαλώ» και γελώντας ελαφρά είχε προσπαθήσει να σπάσει τη βαρύτητα των λέξεών της. Εκείνος όμως επέμενε μ’ έναν ανεξέλεγκτα ταπεινό τρόπο, που έδειχνε ότι είχε χάσει τον έλεγχο της συμπεριφοράς του. Ως τη στιγμή που είχε κλείσει το τηλέφωνο, πίστευε ότι η Μαρία θα υπέκυπτε στις παρακλήσεις του.  Τελικά η Μαρία δεν πήγε όπως της το είχε ζητήσει ο Δημήτρης. Έκλαψε όμως από αγανάκτηση καθώς είχε νιώσει ταπεινωμένη που ο Δημήτρης είχε το θράσος να την κυνηγήσει με τον ίδιο αυθαίρετο τρόπο και παρόμοια πίεση όπως είχε κάνει δεκάδες χρόνια πριν, με την πεποίθηση ότι θα πετύχαινε.  Δε είχε σεβαστεί τη γυναίκα και φυσικά ούτε τον άντρα της και τα παιδιά της, πίσω από αυτήν.  «Είναι θρασύς κι αδιάντροπος.  Ω, πόσο τον μισώ!» αποφάσισε μέσα της.

 

Την επομένη, έχοντας υπολογίσει ότι εκείνος θα είχε αφήσει την πόλη τους, όπως είχε πει, πέρασε μπροστά από τον κινηματογράφο. Εκεί ήρθε σχεδόν αντιμέτωπη μ’ έναν τύπο που έμοιαζε καταπληκτικά του μακαρίτη Ν. Βασιλείου, του πατέρα του Δημήτρη, όπως τον θυμόταν η Μαρία. Ερχόταν προς το μέρος της, συνοδευόμενος από κάποιον άγνωστο.  Αναμφίβολα ήταν εκείνος, ο Δημήτρης.  Είχε αλλάξει φοβερά. Σε αυτή την ηλικία των εξηνταένα-εξηνταδύο χρόνων είχε παχύνει κι έμοιαζε καταπληκτικά του πατέρα του. Η Μαρία αναρωτήθηκε πώς της είχε ζητήσει να συναντηθούν χωρίς να φέρουν κάποιο στοιχείο αναγνώρισης. Ήταν δυνατόν ποτέ ο άνθρωπος αυτός να είναι βέβαιος ότι θα αναγνώριζαν ο ένας τον άλλον;  Πού άραγε βασιζόταν;  Στο ένστικτο; Η Μαρία προσπέρασε δίπλα του άνετα, χωρίς να βιάζεται.  Καθώς περνούσε δίπλα του τον άκουσε να μιλάει δυνατά κι αυταρχικά στο συνοδό του για κάποιο διαμέρισμα και βεβαιώθηκε από τη φωνή του που αν και βαρύτερη της αλλοτινής, ήταν αυτή του τηλεφώνου.  Ήταν εκείνος.

Η Μαρία φορούσε σκούρα γυαλιά και ήταν όμορφα ντυμένη.  Το  όμορφο βυσσινί παλτό, και τα σκούρα μαλλιά της κομμένα στο ύψος των ώμων την έκαναν να φαίνεται νεότατη στα πενηνταπέντε της.  Τα σκούρα γυαλιά της έκρυβαν το σπουδαιότερο ίσως στοιχείο αναγνώρισης για τους παλιούς γνωστούς της:  «τα αξέχαστα, τα γοητευτικά μπλε μάτια της», όπως τα χαρακτήριζαν όλοι. Το σταθερό και γρήγορο βήμα της, η λεπτή και νεανική κορμοστασιά της μπορούσαν να ξεγελάσουν πολλούς, ακόμη και νέους άντρες.  Η Μαρία  προσπέρασε.  Ο Δημήτρης γύρισε και την κύτταξε, αλλά η Μαρία είχε κρατήσει το κεφάλι της μπροστά, και δεν είχε γυρίσει στιγμή για να δει περισσότερα.  Όχι, δεν την είχε αναγνωρίσει. Ήταν βέβαια. Η Μαρία αναστέναξε ευχαριστημένη.  Ο άντρας της ήταν αδιάφορος. Δεν ένιωσε τίποτα περνώντας δίπλα του και το χειρότερο ήταν,  ότι της θύμιζε τον αντιπαθέστατο πατέρα του. «Χριστός και Παναγιά, μακριά από μένα!» σκέφτηκε κι αναρωτήθηκε πώς μπορούσε να  μη δει τότε, πως ο άντρας κάποια μέρα στο μέλλον, θα ήταν ολόφτιστος ο αντιπαθητικός κ. Νάσσος Βασιλείου. «Like father, like son!» ψιθύρισε κι αναστέναξε με ανακούφιση.

 

Εκείνο το απόγευμα ο Ζήσης βρήκε τη Μαρία να λάμπει.

-Έχεις κάποια καλά νέα γλυκειά μου;  ρώτησε έκθαμβος.

-Ναι!  Σκέφτομαι να σε πάω μία βόλτα, να σου κάνω ερωτική εξομολόγηση με τη συνοδεία ενός καφέ και του αγαπημένου μας γλυκού, είπε κυττάζοντάς τον στα μάτια.

-Α! πολύ ωραία! Σου χάλασα ποτέ χατήρι;  Όχι όμως με καφέ και γλυκό, παρά δείπνο και… δε θα σου πω, θα σε εκπλήξω εγώ αυτή τη φορά… είπε ο Ζήσης γελώντας.

-Ευχαριστώ καλέ μου! είπε η Μαρία με κέφι.

Το ίδιο βράδυ, η Μαρία και ο Ζήσης χόρεψαν λες και για πρώτη φορά. Ο άντρας κύτταζε μαγεμένος τη Μαρία που λες και την κυβερνούσαν μία ορμή, ένα νέο, άγνωστο πάθος.  Εκείνη τον κυττούσε στα μάτια σα να μην ήθελε να χάσει ούτε στιγμή, εκείνο που έβλεπε μέσα τους και γοητευόταν. Όταν πια κουράστηκαν, κατέληξαν σε ένα όμορφο εξοχικό, όπου ήπιαν τον καφέ τους και έφαγαν το αγαπημένο γλυκό τους.  Είχαν μάθει στη μακρά κοινή τους συμβίωση να γιορτάζουν την αγάπη τους συχνά και να ανανεώνουν τον έρωτά τους, που δεν έλεγε να γεράσει. Ετούτη τη φορά είχε συμβεί κάτι το διαφορετικό, το συναρπαστικό ανάμεσά τους, που ο Ζήσης το έβλεπε και το ένιωθε,  δεν ήθελε όμως να ερευνήσει τα αίτιά του.  Άλλωστε θα ήταν ιεροσυλία να θέλει να εισχωρήσει στα τρίπτυχα του κρυφού της εαυτού.  Γιατί αν ήταν κάτι που η Μαρία θα ήθελε να το ξέρει κι εκείνος θα του το έλεγε.  Ίσως και να ήταν κάποια μυστική σκέψη της, κάποια ανάμνησή της… Όχι… δεν ήθελε να το ψάξει… Γιατί άλλωστε; Του έφτανε που η Μαρία του, φαινόταν τόσο ανανεωμένη, ότι ήταν πάντα δική του. «Στιγμές ορόσημα» τις ονόμαζε ο Ζήσης, ακόμη και όταν γιόρταζαν τον ερωτά τους, την αγάπη τους και τη βαθιά φιλία που τους έδεναν άρρηκτα.

Οι δυο τους είχαν ανακαλύψει όχι απλά το μυστικό της ευτυχίας, αλλά και πώς να τη διατηρούν, που ήταν και το σημαντικότερο!

Τέλος…

A novella from my book in Greek language… “…και ο Θεός έπλασε τον άντρα…” Sydney 2006

 

 

 

 

 

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Εἰκόνα Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Twitter. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...