Από το βιβλίο μου ποίησης, Οι στίχοι του άρτου, Σύδνεϋ 2008
- I. Σβήσε το φως…
ο δρόμος με τα μαγαζιά
που υποθάλπουν
τη θανάσιμη τρέλα,
καταλήγει στη θάλασσα
δίπλα στον ‘τουριστικό’ πλακόστρωτο δρομίσκο.
Pataya! Pataya! Pataya
Τα κόκκινα φανάρια του
και σβηστά ακόμη,
λάμπουν ανάμεσα
στα πεζούλια,
δίπλα στο πλακόστρωτο
των δρομίσκων,
στ’ αγαλματάκια
αθώων παιδιών,
στους μικροσκοπικούς
ναΐσκους του Βούδα
τους φορτωμένους
μ’ εξωτικά φρούτα…
γι’ αλαφροΐσκιωτους monks…
Η πύρινη λάμψη τους
τορπιλίζει πάθη,
μεταμορφώνεται
σε γλώσσες δαίμονα
φωλιάζει στις ματιές
των πεινασμένων κοριτσιών…
γλύφει την υπόληψη,
την περηφάνεια
γεννά χαμηλά ένστικτα…
για την τροφή, το νοίκι,
το στολίδι, το φτιασίδι…
Στη δύση του κάματου,
στην παραλιακή ζώνη
εκεί, όπου λήγει ο δρόμος
με τα κόκκινα φανάρια,
τ’ απόκρυφα γίνονται φανερά.
Ξέχνα τον παράδεισο…
έναν παράδεισο
που τρέφει τους τουρίστες
με φαγητά αμφίβολης
θρεπτικής αξίας,
τους φτωχούς με coconuts,
και το ισχνό πορτοφόλι
των κοριτσιών
με τα δολλάρια
Ευρωπαίων γερόντων
αγοραίων εραστών
των διακοπών!
Pataya! Pataya!
Ω, Pataya!
………………………………………….
- II. Το νησί το φτάσαμε επιτέλους…
Το πλοιάριο διαλυόταν
κάθε πού ‘γδερνε τον αφρό
ή ο αφρός εκείνο
κι αντιστεκόταν λυσσαλέο.
Το νησί το φτάσαμε…
Και η άμμος αλλιώτικη
λες κι άρρωστη.
Το νησί το φτάσαμε
και πολυθρόνες
αραδιασμένες,
βρώμικες, τιμωρημένες
από τα στοιχειά της φύσης
κι από τ’ ατέλειωτα
γυμνά σώματα
ξαλμυρισμένα από τον ίδρωτα
και τ’ αντιηλιακά…
Κι απάνωθέ τους
-για να προστατεύονται-
τεράστιες ομπρέλες
ν’ αντιστέκονται
εξίσου δαρμένες
απ’ την αρμύρα ανέμων,
που αέναα γλύφουν τον αφρό
της ανατολίτικης θάλασσας.
‘Φτάσαμε!’ ιδού το νησί
ανάμεσα στα άλλα…
μια ανταριά, μια ερημιά,
ένα ρέμπελο πράσινο καπέλο
στην χαμηλή κορφή του
και μια κορδέλα άμμου
δίπλα σ’ απρόσωπα
ξενοδοχεία του…
Απέναντι…
κοντά-μακρυά…
κι αόρατο πια…
το Pataya!
…………………………………..
- III. Το πλεούμενο, ξεκίνησε
χωρίς κανένα φως,
τη στιγμή που ο ήλιος
μας καληνύχτιζε
κι εμείς εκείνο,
και το νησί το έρημο,
το φαινομενικά γεμάτο…
Tρέχαμε με την ίδια μανία
όπως στον ερχομό μας…
αυτή τη φορά
για να συναντήσουμε
το σκοτάδι.
Μόνο που τώρα μας πέδευε
αλλιώτικη, αγωνιώδης
μια προσδοκία
ή μήπως κι ήταν προσευχή
στους κύρηδες που φούσκωναν
το κύμα της αφέγγαρης ώρας.
Πώς και πώς
θα την πιάσουμε,
αχ, τη στεριά,
πώς και πώς
θα προσαράξουμε
το δαρμένο σκάφος
στον φιλόξενο
-σίγουρα πια-
όρμο της Pataya;
Τέλος…