Από το βιβλίο μου ποίησης, Οι στίχοι του άρτου, Σύδνεϋ 2008
Ι. Το στάχυ ήταν δυνατό
θαλερό, πλούσιο…
κι η ακαρποφόρητη η γη
το είχε παραθρέψει.
Ήρθαν και γέμισαν
οι αποθήκες
δούλεψαν τ’ άλογα
τα κάρα και οι ανθρώποι
κι ο ουρανός χάρηκε
να βλέπει το μυρμηγκολόϊ
να σημειώνει
τεράστια επιτυχία
κάτω από τη μύτη του.
………………………………
ΙΙ. Ταΐστηκαν οι γέφυρες
και η πέτρα, ξανθιά
στόλισε το διάβα
των ανθρώπων.
Και σκόρπισαν τα πράσινα
στο καφετί τον φόντο
και οι άνθρωποι θαυμάσανε
που το ξανθό σπυρί,
έκρυβε τόση δύναμη…
μπορούσε τέτοια δώρα…
………………………………
ΙΙΙ. Ο άνθρωπος με τα γυαλιά
γέλασε.
Μα βέβαια ο καρπός
τους είχε δώσει πολλά…
Όμως πέρα από το χορταμό
του στομαχιού
το χορταμό του λαίμαργου
ματιού
στο μεγαλείο του πλούτου,
τη ρημάδα την ψυχή
την είχαν πεθάνει
στη νηστεία!