Η Οδηγήτρα και το εναντίον της
έγκλημα!
Σε μια πεζούλα κάθησα
Ήμουν αποσταμένη
κι ήταν αργά το δειλινό
και η λίμνη μαυρισμένη
κι απάνω μου μουρμούριζαν
τα φύλλα του πλατάνου…
Και το φεγγάρι
ολόγιωμο, γλυκούτσικο, ερωτιάρικο
γλύστρησε τον αυχένα
και τώρα άσεμνο, γυμνό
μέσα στο κρύο δείλι
παίρνει την τσάρκα του αργό
κι από κοντά το πονηρό
να δει
να σπάσει πλάκα
να κάνει το κουτσομπολιό
και να τα πει με τ’ άστρα.
Το χάρηκα το πονηρό,
και το χαμογελό του
και με τη λίμνη χάζευα
τα μαύρα κύματά της
που μια μερίδα της μικρή
καθρέφτιζε φεγγάρι…
Και τα βουνά κατάμαυρα
πήραν να δείχνουν κάτι τις
στο λιγοστό το φως…
Νιώθω πως είναι τα
στεφανωμένα ωδύνη
σα γράφουν στον ορίζοντα
γυμνό το όριό τους…
Πλανεύοντας το βλέμμα μου
εδώ κι εκεί αργά
γράφοντας καταγράφοντας
τις σκοτεινές, τις ημισκοτεινές
μορφές της φύσης…
επίπονα τη μνήμη μου
χάϊδευα
κι ανασκάλευα…
………………………………..
Στη σκοτεινή γαλήνη
στην απουσία της φωνής
άκουστηκε μαύρος στεναγμός
βαρύς και κούφιος παφλασμός
και κοχλαστός αναβρασμός
τη δίνη ν’ ανασαίνει
και φρίκιασα και σάστισα,
κι απόρησα!
Το κρύο έγινε έντονο
η τρίχα μου ορθώθηκε
και τρομαγμένη σούρωσα
τα μάτια μου, να δω.
Κι είδα!
Κι ήταν πανώρια μια σκιά!
Με τύλιξε νέος πανικός,
έψαξα για κρυψώνα.
Ήταν:
εγώ, η λίμνη, τα βουνά,
ο δρόμος ο γυμνός,
τα μαύρα, τα αειθαλή,
θεόρατα, τα τείχη
και η κοιμησμένη
Κυρά μας.
Την είδα με τα μάτια μου
τη… Μαύρη κι Άραχνη
Αφροδίτη,
-την Οδηγήτρα
απόντων παρουσιών
του Πάθους, του Ολέθρου-
ν’ αναδύεται…
Πάγωσα!
Πού να σταθώ,
που να κρυφτώ
που ανίκητη δύναμη
με είχε καρφωμένη πλέον
μάρτυρα ανήκουστου
δράματος.
Το φεγγαράκι σούφρωσε
έψαξε να κρυφτεί.
Το συννεφάκι άρπαξε,
που βιαστικό αρμένιζε
μην και ακούσει…
και μη μάρτυρας γενεί…
………………………………………..
Νάτη… αργά κινείται
η άθλια, η ά – σχημη μορφή
γεμίζοντας το σύμπαν…
Έσταζαν το ‘γλυκόνερο’
-μαύρα μαργαριτάρια,
των χρόνων δηλητήριο-
πλερέζες οι φυκένιες
που ανάδευαν
-προέκταση
ανύπαρκτης ύπαρξής,
άλλοτε είχαν απομυζήσει
τους χυμούς της νιότης της-
που αρνιόνταν
να την αποχωριστούν
-κούφια – αδειασμένη,
μία σκιά, πια.
Την είχαν αλήθεια
λατρέψει!
Η άμορφη, η ά-σχημη Οδηγήτρα γλυστρούσε ακόμα απειλητική
απ’ την υγρή καταπακτή της και
κι από κοντά παράδερναν
άλλες δεκαεφτά…
ακολουθώντάς
την βαριόμοιρη…
βαριόμοιρες.
Ασφυκτιούσε
η λεκάνη της Κυράς
απ’ την πληθωρική
φαντασμική εκείνη παρουσία.
………………………………………………
‘Κύριε ελέησόν με!…
Κύριε αφες τα ανομήματα ημών…
Κύριε… ελέησόν μας!’
……………………………………………….
Τα μπράτσα απλωμένα
τα ρούχα γλυνιασμένα
τα στρείδια στολισμένα
στη μονοτονία
της πλερέζας τους…
βύζαιναν αέναα
τη μνήμη της νιότης τους.
………………………………………..
Άθλιες των αθλιοτέρων!..
………………………………………..
Μετέωρη στο άφωτο
στέκεται η Οδηγήτρα!
Και η παγωνιά μαραίνεται
μέσα από την δική της.
Νιώθουν την τα περίχωρα,
βουνά, πλαγιές, ραχούλες,
ακούγεται αγερικό
φυσσομανά, σφυρίζοντας
στις στέγες της Κυράς μας…
Παντζούρια, γρύλιες
σειώνται, κουνιώνται
κι οι κόρες οι χλωμές
του φεγγαριού
σκιάζονται
κρύβονται με λαχτάρα
στο φύλλωμα
της άμοιρης φηγού…
Το είχαν άραγε προείπει
του Δωδωναίου οι Πλειάδες;
Τι τάχα να ονειρεύονται
με τέτοιους εφιάλτες
να παραδέρνουν κύματα
νερά ν’ αναστατώνουν
στην όμορφη νεράϊδα τους
οι βέροι Ιωαννίτες;
……………………………
Γογγύζει η άθλια, θρηνεί…
κι έχει δεκαεφτά αμαρτίες,
κρεμασμένες στο λαιμό της.
Πόνος μαχαίρι κόβει,
Η αμαρτία βυζαίνει τη γαλήνη
Και οι δεκαεφτά βαριά-φάλτσα
κρατάν τον ίσο…
Συγχώριο βγήκαν
να διακονέψουν,
να λιτανέψουν
τα ανόσια του κρίματος,
τη μνήμη ν’ αναδέψουν
τη σκόνη να φυσήξουν!
Τα μπράτσα της η ά – σχημη Οδηγήτρα
απλώνει…
απελπισίας κράζει προσευχή
διεκδικώντας τ’ αζήτητα!
«Το δαχτυλίδι… παρακαλώ σας…
το δαχτυλίδι… μου ανήκει!
Τύραννε…
μαγάρισες τη φήμη, την τιμή,
στέρησες τα παιδιά μου…
Χωρίς τιμή… αχ! μ’ έθαψες
μέσ’ σε υγρό κιβούρι…
Τύραννε τρισκατάρατε
Απ’ το Θεό να τό ‘βρεις!»
Οι Εριννύες κατά πόδα
ακολουθούν…
επιμένουν ν’ ακολουθούν…
Η Μνήμη επιζεί
η Μνήμη καταδικάζει
η Μνήμη αθωώνει…
Μα είναι αργά!
Ασώματες υπάρξεις
κι αν θρηνούν,
απούσες παρουσίες
κι αν καλούν,
προσκαλούν, παρακαλούν
παιδιά και άντρα και λαό
για τον τελευταίο ασπασμό,
και τον φευγάτο
τον εναγκαλισμό!..
Καλούν, προσκαλούν,
παρακαλούν τους…
να τις θερμάνουν μια σταλιά…
τα ρέστα χρόνων
να εισπράξουν
οι υγροθαμμένες,
στ’ ανήλιο το νερό…
……………………………….
Εναγκαλίζονται
σε δέηση…
Μα είναι αργά,
πολύ αργά!
…………………
Νιώθω το μούδιασμα
της απαλλοτρίωσης!
Κλαίω,
νιώθω ασήκωτο το βάρος
κι αναρωτιέμαι
εις μάτην!
Μέσα μου βράζει
μια άλλη ωδύνη,
για τη δίνη που αιώνες
συνεπαίρνει τον πλανήτη…
Για τις πληγές που ταλανίσανε
τη γη μου στη Χερσόνησο,
τη γη μου της Ανατόλιας!
Για τη μνήμη
πού ‘σπειρε μέσα μου
η πρόσφυγα γιαγιά μου!..
Πώς να ξεχνώ τα δάκρυα της
για τα παιδιά που άφησε πίσω της,
για τους παππούδες μου
π’ αρνήθηκαν να ξερριζωθούν
που το μνημούρι τους βοσκά
στη γη της Αφροδίτης;
Ανασκουμπώνω τα μανίκια
Έχω αγανακτήσει.
Έχω οργιστεί.
Έχω πηγή
κι αντλώ τη δύναμή μου…
και ναι, μπορώ
να κρίνω στα αμίλητα
στ’ ασώματα κορμιά…
στις παρουσίες
κι ας είναι φαντασμικές…
-στην Κυρά… στις Κυρές… –
Καταθέτω παραμυθίας
προσφορά.
«Σσσς!
Σώπα Κυρά μου να χαρείς…
Και άλλο πια να μην κλαίγεις!..
Φευγάτοι εκείνοι…
Στη νήσο μπαταρίστηκε
ο Αρναούτης-Τούρκος,
γλύκες καθώς γευότανε
στην αγκαλιά της Βάσως…
Δικοί ορίζουνε τη γης…
Πάνε κυρά μου να χαρείς
Κοιμήσου στη γαλήνη!»
Είπα με μιαν αναπνοή
είπα τα μ’ άγνωστη φωνή.
Τι θαύμα ήταν να συμβεί!
Γύρισε και με έψαξε…
Ένιωσά την,
την ψυχή μου να ενορά
μέσα βαθιά…
Ένιωσά την να μου νεύει…
τα δάκρυ να κυλά
από κόχες αβύσσου…
Κατέβασε
τα νοητά μπράτσα αργά
κουνώντας την κορφή
πένθιμη κυπάρισσος
της Λίμνης, το γυναίκειο
το στοιχειό.
Ήσυχα, κλαψουρίζοντας
τα δίπλωσε
στο στήθος τ’ αδειανό,
δίπλωσε, σούρωσε
βυθίστηκε αργά
στη φρικιασμένη
την υδάτινη τη μάζα,
στους αιώνες…
αδειάζοντας
τον φορτισμένο ουρανό,
καταλαγιάζοντας
το αντάριασμα
της Νεράϊδας
κι από κοντά
δεκαεπτά οι συντρόφισσες
κλαψουρίζοντας
τον ήσυχο πόνο της ήττας
κι αντιλαλούσαν
ένα γύρω,
μ’ ασύλληπτη απόγνωση,
σκιαγμένα τα βουνά!
Σβήσανε έτσι αργά
Ξαναπνιγήκαν στα βαθιά
και σφαλιστήκανε γερά
με την υγρή ταφόπετρα.
Πήρε αιώνες…
Στο τέλος νέκρα και σιωπή!
Μόνο η ανατριχίλα του εφιάλτη
δεν εννοούσε να σβήσει
-είχε πετρώσει ο χρόνος!
Τα πλατανόφυλλα κουσκούριζαν
αλλαλιασμένα
την εμφάνιση-εξαφάνιση
των στοιχειών της Παμβώτιδας…
Και τα γηρασμένα τείχη…
που φρίττουν
στις τέτοιες μαρτυρίες…
-είχανε δει αμέτρητα οικτρά-
συμφώνησαν για μυριοστή φορά:
το κρίμα του πνιγμού των δεκαεφτά
και της Ευφρόσυνης,
στον αιώνα
τη λίμνη είχε μιάνει!
Ακούρμαζα… βουβή
κι ο πανικός ο γαντζωμένος
στου είναι τις πτυχές
επέμενε.
Τόλμησα… κύτταξα
αντίκρυ τα βουνά
κι ο πόνος της πέτρας
με διαπέρασε.
Έριξα τα μάτια στο νησί
και πείστηκα
πως ‘τούτα τα σκιώματα
λαχτάρισαν και άλλους.
Και τι να πει ο άνθρωπος
γι’ αυτή τη μνήμη την ιστορική!
Την κατάπιε
μαυροπράσινο το βρίθος,
-η αδηφάγα δίνη-
που τα πάντα καταπίνει
για να τα «ξεράσει»
κάθε… που την πιάνει
«βαρυστομαχιά»;
Μία βρωμιά που δε λέει
να καθαρίσει
γιατί έτσι το θέλει ο Θεός;
Γιατί έτσι τα φτιάχνει
και τα καθορίζει
ανελέητος ο άνθρωπος;
Πολλούς αδικοκατάπιαν
οι κρημνοί ή τα ρουμάνια,
κι άλλους αφήκαν
ζωντανούς-νεκρούς
φορτωμένους
θρήνο… και κοπετό!
Πόσοι βρυκολακιάσανε
γυρίζουν πέρα-δώθε
να γαληνέψουν δε μπορούν
-σκόρπια τα λείψανά τους!
Τι Γιάννινα, τι Πόντος…
τι Κύπρος… Ανατόλια…
και τι Μακεδονία;
Ο άδικος θάνατος
ενός συμπατριώτη,
-και όποιου συνάνθρωπου-
συγκλονίζει,
όταν άδικα, βιασμένα
στερείται
του δώρου της ζωής
ορφανεύει της μάνας
της αγαπημένης, του παιδιού…
κι εκείνοι από εκείνον!
Στη θυσία στον ένδοξο αγώνα
παρηγορεί η δάφνη.
Αν σε λίμνη αδικοπνιγεί
ατιμαστεί σ’ αγχόνη
ανόσια κατακρεουργηθεί
σε φυλακή αμπαρωθεί
συχνά
για λόγους… ‘μυθικούς’…
τι να πει κανείς;
Ατέλειωτο το πάθος,
το ανθρώπινο
άκρως μιαρό…
το αμάρτημα
και κρίμα ασυγχώρετο
η ατιμωρησία των ενόχων!