Βιασμός στο Πάρκο

Βιασμός στο Πάρκο

(Από το βιβλίο μου:  Η στοιχειωμένη λεωφόρος (μυθιστόρημα), Βιασμός στο Πάρκο (νουβέλα), Η σχέση (νουβέλα), Σύδνεϋ 2006)

Ξημέρωσε μία υπέροχη ανοιξιάτικη ημέρα του Σεπτέμβρη, από εκείνες, που μόνο στο Σύδνεϋ μπορεί να απολαμβάνει κανείς. Γαλάζιοι ουρανοί, καταπράσινα δέντρα σε μία οργιώδη παραλλαγή του πράσινου, αζάλεες κατάφορτες στο πλουμίδι, μυρουδιές που καταφθάνουν από έναν απροσδόκητα ποικιλόμορφο λουλουδόκοσμο που ξαφνιάζει τον αμύητο. Το Σύδνεϋ σε τέτοιες φυσικές ομορφιές, είναι μία αξιολάτρευτη, μία ζηλευτή πολιτεία, που θαρρείς και ξυπνάει αμέριμνη, τόσο ανύποπτη και αθώα τελικά, ώστε να παραβλέπει, να αδιαφορεί για το γείτονα, το παιδί, το νέο ή το γέρο, τον γυιή ή τον ασθενή. Αδιαφορεί τόσο αδιάκριτα και τόσο κυνικά, που θα μπορούσε να πει κανείς ότι η καταπληκτικά όμορφη προσωπίδα του, αποκρύπτει τελικά ένα απάνθρωπο πρόσωπο.

Είναι λοιπόν και η σημερινή, μία θαυμάσια ημέρα, που αν παραμερίσει και παραβλέψει την ωμή ρεαλιστικότητα των πραγμάτων, ο όποιος Συδνεάτης και πολύ λιγότερο σίγουρα ο επισκέπτης, αισθάνεται χαρούμενος που ζει σε ένα τέτοιο πανέμορφο και ολοζώντανο περιβάλλον. Παρακινείται από τα χρώματα που ο εκτυφλωτικός ήλιος απαστράπτει, κατέχεται την επιθυμία να αφήσει το σκοτεινό σπίτι του για να περπατήσει στα πάρκα, να χαζέψει, να κυττάξει,  να απολαύσει το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας… με μία φράση να δοθεί στη φύση, που μάνα του κι αν είναι, τον καλεί με τον μόνο τρόπο που γνωρίζει καλύτερα: με τα μαγευτικά της θέλγητρα.

 

Στο πάρκο της Πέμπτης Λεωφόρου οι κλαίουσες ιτιές κατάφορτες με το φρέσκο, το νιόγεννο, το τρυφερό φύλλωμά τους, στα μακρυά λυγερά κλαριά τους, έχουν γίνει οι φιλόξενοι οικοδεσπότες ποικίλων φτερωτών επισκεπτών και έξω από αυτό, στα πεζοδρόμια που το περιτριγυρίζουν, τα καλίστεμα με τα ζωηρόχρωμα άνθη τους σε μπουκέτα σα βούρτσες μπουκαλιού,  έχουν μεθύσει τα πολύχρωμα παπαγαλάκια που μακελλεύοντας τα κόκκινα, κίτρινα ή λευκά άνθη τους ρουφούν το νέκταρ τους.  Κάποια κοπάδια εντόμων ζαλισμένα γυροφέρνουν στα περισσότερο υγρά στρώματα του πράσινου στο έδαφος μέσα και έξω από το πάρκο και στο ρυάκι με τα ξύλινα γεφυράκια του, ένας βάτραχος κροάζει ακούραστα το ταίρι του.

Σε αυτό το ξεφάντωμα της φύσης δεν ήταν δυνατόν να μείνουν αμέτοχοι οι περιπατητές που ή γυμνάζονται με βιαστικό βηματισμό ή με την ησυχία τους ικανοποιούν τη βιολογική ανάγκη του σκύλου τους να μυρίζει και να μαρκάρει κάθε κορμό η κολώνα, που βρίσκεται στο διάβα τους.

Κατά το μεσημεράκι η ζέστη έγινε υπερβολική και να και τα πρώτα συννεφάκια για να την καλμάρουν.  Νωρίς το απόγευμα είχε πια συννεφιάσει για τα καλά.   Αυτή η αλλαγή του καιρού, δεν αποτελούσε πλέον φαινόμενο για την πόλη του Σύδνεϋ.  Τα τελευταία χρόνια οι κάτοικοί της είχαν συνηθίσει και είχαν υιοθετήσει  τα καμώματα του καιρού, που σημαίνει ότι είχαν προσαρμοστεί στην αλλαγή της θερμοκρασίας, συχνά στη διάρκεια της ίδιας ημέρας.

 

Σε ετούτη λοιπόν την ατέλειωτη πολιτεία του Νότου, όπου οι ημέρες με ήλιο ή με βροχή, ρέουν πάντα φωτεινές, οι διαφορετικής εθνικής προέλευσης οικογένειες μοιράζονται τις γειτονιές και η μία δίπλα στη άλλη προσπαθούν να βιοπορήσουν, να ζήσουν, με την υψηλή φιλοδοξία να ευδοκιμήσουν -έστω ιδροκοπώντας-, να αναστήσουν τα παιδιά τους, να τα δουν να αποβούν καλυτερά τους, ακολουθώντας όμως λίγο-πολύ τα δικά τους αχνάρια. Πάνω απ’ όλα βέβαια, δεν ξεχνούν ότι είναι όλοι παιδιά ενός Θεού έστω και αν αυτή η αλήθεια κρύβεται κάτω από ανομολόγητες ασχήμιες συχνά-πυκνά. Το χρώμα του δέρματός τους, το σχήμα των ματιών τους τα ήθη και έθιμά τους, η πολιτιστική τους κληρονομιά  και η θρησκεία τους πολλές φορές εξωθούν τις σχέσεις ανάμεσά τους σε αδιέξοδα, που όμως η έξυπνη πολιτική επαγρύπνηση του τόπου, κατορθώνει να τα επιλύνει με ποικίλους τρόπους και κυρίως μοιράζοντας ψίχουλα σε εκείνους που γυροφέρνουν ανίκανοι ίσως όχι, αλλά τόσο αδύναμοι από την αρχή, κοινωνικά και οικονομικά, ώστε να να μη μπορούν να στέκονται στα πόδια τους και να εργάζονται, που αναμφίβολα είναι και ο καλύτερος τρόπος για να διατηρείται η ειρήνη και η ασφάλεια του τόπου.

Και αν οι άνθρωποι που έφθασαν ως εδώ, δεν κατόρθωσαν να απαλείψουν τις διαφορές μεταξύ τους λόγω μιας παλιάς έχθρας που τους κληροδότησαν οι λαοί τους, εκεί από όπου είχαν ξεκινήσει -τα μίση εθνικοτήτων- τα παιδιά τους, η πρώτη δηλαδή γενιά, προχώρησαν ένα βήμα μπροστά και ακόμη περισσότερο η δεύτερη γενιά, με τάσεις μάλιστα συγχώνευσης με την πρωτοπορειακή ομάδα των μεταναστών, την αγγλοαυστραλιανή, που  εξ’ αρχής επιβληθείσα επί των αυτοχθόνων, τους αμπορίτζινις, κατόρθωσε να κρατάει μέχρι των ημερών μας καλά τα γκέμια της εξουσίας, θυμίζοντας πάντα στις άλλες εθνικότητες την από ανέκαθεν δύναμή τους και τις τάσεις της επιβολής της ακόμη από την εποχή της αποικιοκρατίας.

Και αν όλα αυτά σας φαίνονται απόμακρα και πολύ «αυστραλέζικα» θα δείτε ότι οι άνθρωποι κατά βάθος δεν αλλάζουν και πολύ και παρά τις διαφορές τους, ούτε με τη μετανάστευση, ούτε με το χρόνο.

Σ’ αυτή την απίθανη λοιπόν πολιτεία, την πολιτεία του Σύδνεϋ, όπου ουρανοί και θάλασσες φαίνονται να εξουσιάζουν τη ζωή των κατοίκων της, ζουν και οι ήρωες της ιστορίας μας.

 

Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Έξω από τον Άγιο Αντρέα ο Πέτρος περίμενε για τη Λουίζα.  Απέναντί του το αγαπημένο πάρκο των κατοίκων της περιοχής, είχε βουλιάξει από ενωρίς στις σκιές του βαριά συννεφιασμένου δειλινού. Το ραντεβού τους ήταν στις έξι το απόγευμα.

Ο Πέτρος  είχε τελειώσει ενωρίτερα σήμερα. Στο μαγαζί δεν είχε πολύ δουλειά. Βιάστηκε λοιπόν να πάει στο σπίτι του να πλυθεί και να αλλάξει. Νά ‘τος τώρα που περίμενε κάπου δέκα λεπτά κιόλας, για το λεωφορείο που θα έφερνε την αγαπημένη του.  Συνήθως περνούσε με το  αυτοκίνητό του  από το γραφείο όπου εργαζόταν και την έπαιρνε, όταν είχαν προγραμματισμένη έξοδο. Οι αποστάσεις από τις δουλειές στα σπίτια τους ευτυχώς δεν ήταν μεγάλες.  Σήμερα όμως η Λουίζα του είχε τηλεφωνήσει στο μαγαζί και του παρήγγειλε ότι ύστερα από το γραφείο, θα έκανε μία βόλτα στα μαγαζιά για να αγοράσει μία-δύο κούκλες μαλλί για το πλεχτό της μητέρας της. Αφού θα τελείωνε τα ψώνια της θα έπαιρνε το λεωφορείο και θα τον συναντούσε στη γνωστή στάση. «Κάτι διαφορετικό…» είχε πει και τον είχε ρωτήσει αν συμφωνούσε.  Δεν υπήρχε λόγος να διαφωνήσει.   Η Λουίζα δε θ’ αργούσε. Θα συναντιόνταν στις έξι ακριβώς.

 

Ο Πέτρος κύτταξε τον ουρανό ανήσυχος. «Παλιόκαιρος κι ετούτος, μα την αλήθεια! Εκεί που νομίζεις ότι καλοκαίριασε νά ‘τες πάλι οι κρυάδες του χειμώνα!» σκέφτηκε.  Κύτταξε το ωρολόγι του αυτή τη φορά ανυπόμονος. Ήταν έξι ακριβώς κι εκείνη τη στιγμή κατέφθασε το αστικό λεωφορείο με λιγοστούς επιβάτες. Όχι όμως και η Λουίζα.  Κατέβηκαν δύο άντρες. Ο Πέτρος άρχισε ν’ ανησυχεί. Χωρίς να το θέλει σκέφτηκε κάπως πεισμωμένος ότι η Λουίζα τον «είχε στήσει».  Σε μερικά όμως λεπτά και καθώς πλησίαζε η ώρα να καταφτάσει το επόμενο λεωφορείο, την είχε κιόλας συγχωρέσει και σκέφτηκε ότι το κορίτσι του θα ερχόταν αναμφίβολα με αυτό. «Αυτά συμβαίνουν… μπορεί να μην το πρόλαβε το προηγούμενο… Οταν οι γυναίκες μπλέκονται με ψώνια… άντε να βρεις άκρη!» Χαμογέλασε.  Η Λουίζα δεν ήταν η συνηθισμένη γυναίκα, για το λόγο αυτόν άλλωστε την είχε αγαπήσει.

Είχε σκοτεινιάσει ενωρίτερα από ότι συνήθως. Χωρίς άλλο είχε να κάνει με ετούτο η βαριά συννεφιά. Άθελά του πρόσεξε το πάρκο που είχε κυριολεκτικά βουτηχτεί στο σκοτάδι.  Ένα-δύο αδύνατα φώτα σε κάποια σημεία του, μετά δυσκολίας φώτιζαν.   Και τα φώτα του δρόμου κι αυτά θαρρείς και ήταν καντηλάκια. Άρχισε να βηματίζει αργά.  Ανατρίχιασε.  Δεν του άρεσε καθόλου αυτή η ερημιά του δρόμου και ακόμη περισσότερο γιατί η Λουίζα είχε αργήσει.  Η υγρασία είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή και η χωρίς φεγγάρι βραδυά, προμήνυε κάποια υγρή εξέλιξη, αργότερα  ίσως, καθώς τα σύννεφα είχαν συρρικνωθεί για τα καλά στον ήδη μαυριδερό ουράνιο θόλο. Σήκωσε το γιακά του σακακιού του. Κύτταξε στην άλλη άκρη του δρόμου.  Είχαν περάσει είκοσιπέντε λεπτά. Κύτταξε πάλι γύρω του, ενώ εξακολούθησε να βαδίζει πιο γρήγορα πάνω-κάτω. «Όπου νά ‘ναι θα έρθει το λεωφορείο των εξίμιση» σκέφτηκε και με τη βεβαιότητα ότι η Λουίζα θα κατέφθανε με αυτό,  ανακουφίστηκε κάπως.  Θα έπαιρνε τη Λουίζα του μαζί του και όλη αυτή η αναμονή που άθελά του εξελισσόταν σε «εναγώνια», θα ξεχνιόταν.  Δυστυχώς όμως ούτε το επόμενο λεωφορείο έφερε τη Λουίζα. Στεναχωρημένος ο Πέτρος κίνησε για το σπίτι του. Θα τηλεφωνούσε από εκεί στης Λουίζας.  Ίσως να είχε ξεχάσει για το ραντεβού τους, ίσως και να μην τον είχε συναντήσει για κάποιον άλλο λόγο. Και αν δεν ήταν στο σπίτι της;  Τότε τι μπορεί να σήμαινε αυτό; «Α, όχι και να γίνω και παρανοϊκός τώρα!» σκέφτηκε θυμωμένος με τον εαυτό του, που ανησυχούσε. «Μπορεί και να το έκανε επίτηδες!» σκέφτηκε ο πονηρός εαυτός του.  Μα και αυτό δε στεκόταν.  Η Λουίζα ήταν πάντα συνεπής μαζί του. Αυτή η τελευταία σκέψη του του δάγκωσε την καρδιά.  «Ελπίζω να είναι καλά!» σκέφτηκε και επιτάχυνε το βήμα του.  Ο Πέτρος δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοια πράγματα.  Η Λουίζα ήταν κυρία μαζί του, τον αγαπούσε και σεβόταν την προσωπικότητά του. Ανησυχούσε λοιπόν πολύ και δικαίως, δεν ήθελε όμως να το παραδεχτεί. Περνώντας μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Αντρέα σκέφτηκε άθελά του: «Λες νά ’παθε τίποτα; Μην είσαι ανόητος αδερφέ!» μάλλωσε τον εαυτό του. «Τόσα που διαβάζουμε καθημερινά… τι περιμένεις;  Η φαντασία μας, αρχίζει κι αυτή με τη σειρά της και οργιάζει!» Θυμήθηκε ξαφνικά τα νέα της ημέρας σε πρωτοσέλιδο εφημερίδας: «… σεσημασμένος κακοποιός δραπέτευσε… έκτιε ποινή… για διπλό βιασμό… κακοποίηση…   Άει στο καλό σου Πέτρο! Σύνελθε! Βρε τι στο καλό μ’ έπιασε βραδυάτικα;»

 

Εκείνο το απόγευμα, η Λουίζα κατέβηκε από το γραφείο στις πέντε και είκοσι, πολύ πιο αργότερα από ότι πίστευε.  Έτρεξε κυριολεκτικά στο μαγαζί ψιλικών για ν’ αγοράσει το μαλλί που είχε υποσχεθεί στη μητέρα της,  για το πουλόβερ του πατέρα της, και έχοντας τελικά ψωνίσει ό,τι χρειαζόταν, βιάστηκε για τη στάση του λεωφορείου, ακριβώς απέναντι από τα μαγαζιά.  Βλέποντας όμως ότι είχε δεκαπέντε λεπτά μπροστά της μέχρι τις έξι παρά δέκα που θα περνούσε το λεωφορείο, σκέφτηκε ξαφνικά μήπως θα ήταν καλύτερα να διασχίσει το πάρκο, μια και χρειαζόταν την εξάσκηση ύστερα από τόσες ώρες στο γραφείο.

Πέρασε το δρόμο αποφασιστικά και κατευθύνθηκε προς την είσοδο του πάρκου.  Κύτταξε μια στιγμή τον ουρανό. Ναι, ήταν βαριά η συννεφιά και η μέρα σκοτεινή, όμως δε χρειαζόταν πάνω από δέκα λεπτά να διασχίσει το πάρκο και να βγει στο δρόμο και από εκεί δύο τρία λεπτά, στη στάση του ραντεβού τους.  Ήταν ο πιο σύντομος δρόμος, μια και το λεωφορείο έκανε ένα μεγάλο κύκλο δεκαπέντε λεπτών για να πάει στην ίδια ακριβώς στάση όπου θα την περίμενε ο Πέτρος.  Θα ήταν στο ραντεβού τους δέκα ή έστω δεκαπέντε λεπτά ενωρίτερα και ίσως και να έπρεπε να περιμένει για τον Πέτρο, αν αυτός αργούσε μερικά λεπτά.  Χαμογέλασε.  Της άρεσε η ιδέα να είναι εκείνη πρώτη στο ραντεβού τους και να τον εκπλήξει περιμένοντάς τον.

Έξω όμως από το πάρκο συνέβη κάτι που δεν το είχε προβλέψει: έπεσε πάνω στον κύριο Άθα, τον ιδιόρυθμο ηλικιωμένο γείτονά της. Εκείνος λες και είχε ξεπεταχτεί από «κάπου», ήταν τώρα εκεί μπροστά της.  Εντυπωσιάστηκε. «Τι σύμπτωση!» σκέφτηκε άθελά της.  Ο δρόμος όπως συνήθως, είχε αρκετή κίνηση: αυτοκίνητα πεζούς…  Δεν ήθελε ν’αργήσει βέβαια, ωστόσο βράδυνε κάπως το βήμα της για να μη φανεί αγενής προς τον ηλικιωμένο γείτονά της.

-Καλησπέρα κύριε Άθα, είπε και ετοιμάστηκε να προχωρήσει μέσα στο πάρκο.

Εκείνος την καλησπέρισε μ’ ένα μουρμουρητό μάλλον, που ίσως και να ήταν κάτι άλλο.

Η Λουίζα πρόσεξε πως ο γείτονας κρατούσε μία πλαστική σακκούλα με πράγματα στο ένα χέρι, και στο άλλο ένα ντόνατ.

-Ψωνίσατε κύριε Άθα! είπε ξανά ευγενικά η Λουίζα.

Ο ηλικιωμένος, όπως συνήθιζε άλλωστε, είχε παραμάσχαλα το μπαστούνι του, γιατί στην πραγματικότητα ο κύριος Άθας δεν χρειαζόταν μπαστούνι, απλά το είχε μαζί του, ίσως και για συντροφιά.  Ποιος ήξερε;  Η αλήθεια ήταν ότι ο μοναχός ηλικιωμένος άντρας περπατούσε σχεδόν σα νέος άνθρωπος. «Έχει κληρονομήσει τα χούγια των προπατόρων του των… λόρδων! Μπορεί να κάνει χωρίς μπαστούνι;» είχε πει κάποτε ειρωνικά ο αδερφός της που για κάποιο λόγο, ανεξήγητο στην ουσία, δεν πολυσυμπαθούσε τον ηλικιωμένο γείτονά τους. «Κι εκείνο το μούσι του, το κοκκινότριχο… ή το μαλλί του! Κοκκινοτρίχης… μέχρι αηδίας.  Δεν ξέρω αν τα βάφει ο τύπος!  Πάντως… δεν τον πάω, δεν τον πάω παιδί μου!»  είχε πει φτύνοντας σαν από συχασιά.  Η Λουίζα απορούσε με τις ίδιες τις σκέψεις της  τώρα,  ενώ ο κύριος Άθας  λες και ήθελε να την καλοπιάσει, της απάντησε φιλικά:

-Είπα να πάρω ένα-δύο πράγματα.  Είχα ξεμείνει από ψωμί και γάλα. Ένας λόγος παραπάνω, είναι και το περπάτημα.  Να ξεμουδιάσουν λίγο τα πόδια μου.  Αλλά εσύ Λουίζα… πώς και με τα πόδια τέτοια ώρα;  Για πού τό ‘βαλες;

Περπατούσε ξαφνικά δίπλα της.  Της πρόσφερε ντόνατς  με το χάρτινο σακκουλάκι που τράβηξε από την πλαστική τσάντα του.  Η Λουίζα αρνήθηκε ευγενικά κι έκανε να απομακρυνθεί απαντώντάς του.

-Έχω ραντεβού με τον Πέτρο, τον αρραβωνιαστικό μου, στη στάση, στον απάνω δρόμο -έξω από το πάρκο- κι αποφάσισα να περπατήσω, καθώς είχα λίγη ώρα μπροστά μου.  Είπα να κόψω μέσα από το πάρκο.  Τώρα όμως το σκέφτομαι. Δες που σκοτείνιασε κιόλας!  είπε στεναχωρημένη σα να μιλούσε στον εαυτό της και σταμάτησε ξαφνικά.

Σκέφτηκε μία στιγμούλα, κυττάζοντας πίσω, προς το μέρος της στάσης του λεωφορείου.

-Ίσως είναι καλύτερα να γυρίσω πίσω και να περιμένω το λεωφορείο, είπε ξανά σα να μιλούσε στον εαυτό της.

-Α! Μη στεναχωριέσαι γι’ αυτό τώρα. Είναι νωρίς ακόμα. Αλήθεια! Θα περπατήσουμε μαζί μέσα από το πάρκο.  Αυτό ακριβώς είχα στο μυαλό μου όταν συναντηθήκαμε, γι’ αυτό κι είχα έρθει ως εδώ.  Σε λιγότερο από είκοσι λεπτά θα είμαστε στον απάνω δρόμο και στη στάση του λεωφορείου. Δεν πιστεύω ν’ ανησυχείς και μαζί μου; ρώτησε ταπεινά.

Η Λουίζα δεν απάντησε.  Σκεφτόταν.  Στάθηκε και πάλι αναποφάσιστη.  Κάτι την έκανε να διστάζει μέσα της.  Δεν είχε τέτοιο θάρρος με τον ξένο άνθρωπο.  Εκείνος σα να κατάλαβε τις σκέψεις της,  είπε φιλικά:

-Έλα, έλα λοιπόν! Μην κάνεις τον Πέτρο να περιμένει.  Πού να πας τώρα πίσω στη στάση; Μπορεί και ν’ αργήσει το λεωφορείο, είπε με μία φωνή σχεδόν παρακλητική και η Λουίζα από ευγένεια απόβαλε τους τελευταίους δισταγμούς της  και συμφώνησε.

-Εντάξει λοιπόν κύριε Άθα, πάμε!

Προχώρησαν τελικά μαζί και μάλλον γρήγορα, και κυρίως η Λουίζα, λες και βιάζονταν.  Ο ηλικιωμένος άντρας δεν έλεγε τίποτα αλλά περπατούσε εξίσου γρήγορα δίπλα της.  Ήταν φανερό ότι η σκέψη της Λουίζας ήταν κατειλημμένη.

 

Η Λουίζα γνώριζε το γείτονά της εδώ και αρκετά χρόνια.  Ήταν ένας άντρας γύρω στα εξηνταπέντε, ίσως και μεγαλύτερος, ήταν ένας «παππούς» σαν όλους τους άλλους. Μόνο που ήταν μοναχός, ολομόναχος και ίσως αρκετά παράξενος στην απομόνωσή του, και ξεχώριζε ανάμεσα τους άλλους γείτονες, γιατί περνούσε πολλές ώρες ασχολούμενος με τα άνθη του, τα φρούτα του και τα ζαρζαβατικά του. Μάλλον συχνά, είχε μοιράσει στη γειτονιά τους καρπούς των κόπων του, χτυπώντας τις πόρτες τους και οι γείτονες το εκτιμούσαν αυτό. Άλλωστε τι τους ένοιαζε η ιδιωτική του ζωή;  Το γεγονός ότι δε δεχόταν επισκέπτες, δεν άνοιγε την πόρτα του σε κανέναν και απέφευγε ευγενικά κάθε πρόσκληση  που του γινόταν, από τους ίδιους τους γείτονες που φίλευε, είχε πάψει να παραξενεύει.  Ήταν δική του λοιπόν η εκλογή της επιφύλαξης και οι γείτονες είχαν μάθει να τη σέβονται.  Κάποιοι μάλιστα από αυτούς τον συμπαθούσαν «τον καϋμένο το γέροντα», και τον υποστήριζαν.  Αφού δεν πείραζε κανέναν ο άνθρωπος; Δικαίωμά του ήταν…  «και τι πείραζε στο μπάτο της γραφής αν έβαφε τα μαλλιά του  ή το μούσι του;  Τόσοι άλλοι γέροντες έκαναν το ίδιο!» σκέφτηκε η Λουΐζα χωρίς καθόλου να τον κυττάξει, καθώς διέσχιζαν το πάρκο, όλο και πιο βιαστικά.

Στην πραγματικότητα όμως κανένας δε γνώριζε για το παρελθόν του κυρίου Άθα.  Από πού βάσταγε η σκούφια του ή από πού είχε μετακομίσει στη γειτονιά τους, μια μικρή φιλική γειτονιά που κυκλική καθώς ήταν με το κουλντεσάκ της, τους έφερνε όλους πολύ κοντά. «Αλλά έτσι είναι σ’ ετούτη τη μεγάλη πολιτεία, την… πολυεθνική. Δεν είναι καθόλου εύκολο να γνωρίζει κανείς το παρελθόν των γειτόνων του, και το παρόν το αντιλαμβάνεται και το πιστοποιεί, μονάχα  από τη γενική συμπεριφορά τους, μέσα στο πλαίσιο της μικρής γειτονιάς τους αν είναι βέβαια τυχερό να ζουν σε μία παρόμοια με τη δική μας γειτονιά, secluded so to speak», σκέφτηκε και πάλι η Λουίζα και εκνευρίστηκε με τον εαυτό της που άφηνε και περνούσαν αυτές οι παράξενες σκέψεις στο μυαλό της,  έτσι καθώς περπατούσε δίπλα στον αμίλητο, τώρα πια,  κύριο Άθα.  «Άγγλος είναι», έλεγαν οι γείτονες, καθώς η προφορά του δεν έμοιαζε με των άλλων Αγγλοαυστραλών.  Η Λουίζα προσπάθησε να απομακρυνθεί από εκείνο το σκεπτικό και να συγκεντρωθεί σε κάτι άλλο.

Η Λουίζα, ήταν εικοσιτεσσάρων χρονών. Πριν ακόμη τελειώσει καλά-καλά το κολλέγιο, είχε προσληφθεί στο γραφείο ενός από τους πολιτικούς μηχανικούς της διεθνούς εταιρείας «Μανασής και Υιός», ως σχεδιάστρια. Ήταν πρόσχαρη, ευγενική και είχε κερδίσει τη συμπάθεια όλων εκεί μέσα, όπως άλλωστε και στη γειτονιά της.  Καστανή, μετρίου αναστήματος, λεπτούλα και πάντα κομψή, μπορούσε να θεωρηθεί όμορφη.

Με τον Πέτρο γνωρίζονταν από τα παιδικά τους χρόνια.  Μαζί στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο είχαν δεθεί αρχικά σα φίλοι και αργότερα διαπίστωσαν ότι αυτή η παιδική φιλία τους, είχε εξελιχτεί σε βαθύ αίσθημα αλληλοεκτίμησης, που τελικά είχε εμπλουτιστεί με την ερωτική έλξη.  Δεν ήταν αυτό ό,τι πιο ιδανικό μπορεί να φανταστεί κανείς, για ένα ζευγάρι νέων ανθρώπων. Οι γονείς των νέων -γνωστοί από χρόνια-, ήταν ενθουσιασμένοι με το δεσμό των παιδιών τους που σκέφτονταν να αρραβωνιαστούν και επίσημα στο εγγύς μέλλον και να ετοιμαστούν για το γάμο τους τελικά,  καθώς και οι δυο τους εργάζονταν με στόχο τη συγκέντρωση προκαταβολής για την αγορά του σπιτιού τους.

Ο Πέτρος ήταν προκομένο παλικάρι.  Εργαζόταν με τον πατέρα του στη μικρή οικογενειακή τους επιχείρηση «Hardware», σε κοντινό προάστειο. Είχε σπουδάσει διακοσμητής και με τις ικανότητες και το ταλέντο του είχε βοηθήσει πολλούς από τους πελάτες τους για τη σωστή εκλογή χρωμάτων και ταπετσαρίας.  Πληρωνόταν επιπλέον γι αυτή του την ικανότητα και έτσι δε θ’ αργούσε να συμβάλει τα μέγιστα προς αυτή την κατεύθυνση.  

 

Η Λουίζα και ο κύριος Άθας συνέχισαν να  προχωρούν ενώ το σκοτάδι που έπεφτε πολύ βιαστικό, μετέτρεπε ακόμη  και αυτά τα ηχηρά βήματά τους στο πλακόστρωτο διάδρομο του πάρκου, ανάμεσα από τους πυκνούς θάμνους, σε αβέβαια.  Ξαφνικά ο ηλικιωμένος άντρας ρώτησε, τη Λουίζα, σαστίζοντάς την,για τη δουλειά της.  Ενδιαφερόταν πολύ για τις οικοδομές, είπε.

-Είναι πολλοί οι συντελεστές για την επιτυχία ενός οικοδομήματος πέρα από το καλό σχέδιο κύριε Άθα, είπε ευγενικά η νέα.

-Ναι δεν αμφιβάλλω. Ξέρεις Λουίζα, όταν ήμουν νέος ήθελα να γίνω εκτιμητής οικοδομών.  Αλλά δεν μπόρεσα να πραγματοποιήσω  αυτό το όνειρό μου, είπε εντελώς τυπικά.

«Δεν μου φαίνεται και τόσο παράξενος, όπως ισχυρίζεται ο Αντώνης» σκέφτηκε η Λουίζα παίρνοντας μία βαθιά αναπνοή. Βλέποντας όμως ότι δε χρησιμοποιούσε καθόλου το μπαστούνι του, αλλά το έπαιζε στον αέρα είτε σαν παιχνίδι για να περνάει την ώρα του, είτε για να παραμερίσει κάποιο ατίθασο κλωνάρι μπροστά του, συμφώνησε αυτή τη φορά, με τον Αντώνη: «Έχει δίκιο ο Αντώνης, που λέει ότι δεν του χρειάζεται το μπαστούνι…»

«Μονόχνωτος άνθρωπος αυτός ο κύριος… Άθας. Δε μου γεμίζει το μάτι πανάθεμά τον!» είχε δηλώσει η μητέρα της κάποια στιγμή που συζητούσαν για τους γείτονες, και ο πατέρας της, την είχε συμβουλέψει να μην ασχολείται «με δαύτον», αλλά να κυττάζει τη δουλειά της.  Ο πατέρας της Λουίζας, ο κυρ-Αργύρης, συχαινόταν παντός είδους κουτσομπολιά.  Εκνευριζόταν ιδιαίτερα όταν η Νίτσα, η γυναίκα του προέβαινε σε τέτοιου ειδους δηλώσεις.  Εκείνη όμως «δεν πολυσκοτιζόταν» με το «χούγι» του άντρα της. Αν είχε κάτι στο νου της το έλεγε κι ας γκρίνιαζε ο Αργύρης. Ήταν όμως πάντα αγαπημένοι. Ήταν θαυμαστό πώς αυτή η διαφορά τους ήταν το αλατοπίπερο στην κατά τα άλλα αρμονική τους συμβίωση.

 

Ο «κύριος» Άθας και η Λουίζα είχαν ήδη διανύσει μέσα στο πάρκο τα δύο τρίτα της απόστασης για το δρόμο,  όπου περίμενε ο Πέτρος.  Και ενώ πλησίαζαν στον προορισμό τους η Λουίζα ένιωθε μία ασυνήθιστη ανησυχία να την αγκυλώνει. «Μα τόση πια ερημιά! Κι ετούτο το ασυνήθιστο σκοτάδι!.. Λες και είναι μεσάνυχτα! Μα πού πήγαν όλα τα φώτα; Φοβάμαι!» παραδέχτηκε και έσφιξε την τσάντα της πάνω της. Τα θεόρατα κυπαρίσσια και οι πυκνοί θάμνοι είχαν αποβεί μικροί ή θεόρατοι σκοτεινοί όγκοι. Υπήρχε ένα αμυδρό φως προς της έξοδο από το πάρκο που δε βοηθούσε.  Πήρε μία βαθιά αναπνοή, καθώς σκέφτηκε ότι σε λίγο θα συναντούσε τον Πέτρο και όλα αυτά θα τα ξεχνούσε αμέσως.  Υποσχέθηκε όμως στον εαυτό της πως δε θα διέσχιζε το πάρκο άλλη φορά, μόνη ή με ξένη συντροφιά, τέτοια ώρα και με τέτοια συννεφιά. Το χειρότερο από όλα ήταν, ότι βρισκόταν με έναν άνθρωπο τον οποίο μόλις που γνώριζε.  Ξαφνικά αισθάνθηκε σαν ηλίθια. Αλήθεια γιατί είχε ακούσει αυτόν τον ηλικιωμένο άνθρωπο; Γιατί δεν είχε ακολουθήσει τη δική της θέληση; Αναρωτήθηκε, δεν ήξερε όμως τι να απαντήσει στον εαυτό της.

Πλησίαζαν τώρα σε μία καμπή του διαδρόμου, που η Λουίζα νόμισε πως μάλλον την είχε διαισθανθεί παρά την είχε ξεχωρίσει.  Από όσο της ήταν δυνατόν να δακρίνει, θεώρησε ότι εκείνο το μέρος του λιθόστρωτου δρομίσκου του πάρκου, ήταν στενό. Ξαφνικά άκουσε τον ηλικιωμένο άντρα. Της πρότεινε κάτι και το έκανε  πολύ ευγενικά:

-Πρώτα οι κυρίες!

Η Λουίζα ακούγοντάς τον και εντελώς μηχανικά το επεχείρησε, αλλά δεν είχε ολοκληρώσει το βήμα της όταν κάτι βαρύ την χτύπησε στο κεφάλι της και μετά τίποτα. Ήταν σχεδόν έξι απογευματινή. Τη στιγμή που σωριαζόταν στο λιθόστρωτο ένα στιβαρό χέρι την άρπαξε και την έσυρε στην άκρη του. Και την ίδια στιγμή μία φωνή πόνου ακούστηκε από τον κύριο Άθα.

 

Εφτά και μισή το βράδυ και το φως στο σπίτι του Άθα ήταν αναμμένο.  Δεν είχε φανεί να κυκλοφορεί στη γειτονιά εκείνο το βαριά συννεφιασμένο απόγευμα, ενωρίς ή και αργότερα, τότε που είχε μαυρίσει στην κυριολεξία ο τόπος.  Στη  μικρή πάροδο της Πέμπτης Λεωφόρου όλοι ήταν πολύ απασχολημένοι με τα δικά τους.

Πολύ ενωρίτερα, στις έξι και πενήντα, η κυρά Νίτσα απάντησε το τηλέφωνο που χτύπαγε δαιμονισμένα.  Το σήκωσε  εκνευρισμένη.

-Αλλό! είπε ξερά.

-Κυρά Νίτσα ο Πέτρος στο τηλέφωνο. Μπορώ να μιλήσω λίγο στη Λουίζα; ρώτησε ο Πέτρος όσο πιο ήρεμα μπορούσε.

-Τι λες Πέτρο; Δεν είναι μαζί σου η Λουίζα; Μα το κορίτσι με πήρε τηλέφωνο το απόγευμα και μου είπε ότι θ’ ανταμώνατε στις εξι, ρώτησε και δήλωσε απανωτά η κυρά-Νίτσα με αγωνία που αλλοίωνε δραματικά τη φωνή της, καθώς αδυνατούσε να ελέγξει τον εαυτό της.

-Ναι κυρά-Νίτσα, έτσι είναι όπως τα λες. Όμως, δεν ήρθε στο ραντεβού μας. Την περίμενα να έρθει με το λεωφορείο, έτσι μου είχε πει στο τηλέφωνο.  Περίμενα μέχρι τις έξι και μισή.  Ήρθαν τρία λεωφορεία, όχι όμως η Λουίζα. Ήρθα λοιπόν στο σπίτι και τηλεφωνώ, να δω αν ξέρετε κάτι.

-Αργύρη… Αργύρη!

Ακούστηκε η κυρά-Νίτσα να καλεί απεγνωσμένα, υστερικά.

Ο Πέτρος ένιωσε εκείνη τη στιγμή τη δική του αγωνία να κορυφώνεται. Ήταν αδιανόητο αυτό που συνέβαινε. «Τρελό… απόλυτα τρελό!» σκέφτηκε εκείνες τις στιγμές που με το τηλέφωνο στο χέρι και το ακουστικό του στο αυτί, ένιωθε την αναστάτωση της κυρά-Νίτσας.  Το χειρότερο όμως από όλα αυτά ήταν η διαπίστωση πως τελικά «η Λουίζα του», δεν ήταν στο σπίτι της.

-Πέτρο τι συμβαίνει;  Πού είναι η Λουίζα; ακούστηκε να ερωτά η βαριά φωνή του πατέρα της Λουίζας.

-Τι να σας πω κύριε Αργύρη; Είχαμε ραντεβού στις έξι στη στάση του Πάρκου, στη 5η Λεωφόρο. Περίμενα μέχρι τις έξι και μισή, αλλά δεν ήρθε. Σκέφτηκα λοιπόν μήπως είχε έρθει στο σπίτι για κάποιο λόγο. Μήπως σας είχε τηλεφωνήσει. Ούτε η μάννα μου άκουσε τίποτα από τη Λουίζα. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ τώρα.  Ανησυχώ μα το Θεό! είπε καταστεναχωρημένος τώρα ο Πέτρος.

-Περίμενε στο σπίτι σου Πέτρο. Θα έρθω με τον Αντώνη. Θ’ αφήσω τη Νίτσα με το Νίκο, μήπως τηλεφωνήσει η Λουίζα, ή… κάποιος άλλος κι εμείς οι τρεις μας, θα πάμε μία βόλτα γύρω από τους δρόμους και τα μαγαζιά κι ύστερα… θα δούμε τι θα κάνουμε, είπε ζωηρά προσπαθώντας να καλύψει την αγωνία του.

-Εντάξει! απάντησε μονολεκτικά ο Πέτρος καθώς ο σύντομος σχετικά διάλογος, είχε  επιμηκύνει την αγωνία του, σε αλλοπρόσαλλες παραμέτρους.

Ο κυρ-Αργύρης και ο Αντώνης χωρίς να μιλάνε μεταξύ τους, βιάστηκαν στην έξοδο του σπιτιού, ενώ η κυρά-Νίτσα φώναζε ξωπίσω τους να μη ξεχάσουν να της τηλεφωνήσουν αν είχαν νέα.  Η δύστυχη γυναίκα έτρεμε από το άγχος της.  Ο Νίκος που είχε μείνει πίσω για το χατίρι της,  την είχε αγκαλιάσει από τους ώμους και προσπαθούσε να την καθησυχάσει.  Ήξερε ότι αυτό που συνέβαινε με τη Λουίζα δεν είχε λογική εξήγηση. Η αδερφή του δεν ήταν  καμία ζαμανφουτίστρια. Θα τηλεφωνούσε αμέσως αν είχε καθυστερήσει κάπου.  Αυτή η κατάσταση σήμαινε κάτι άλλο, πολύ ανησυχητικό αναμφίβολα.  Τι όμως μπορούσε να της είχε συμβεί;

Καθώς ο Αργύρης και ο Αντώνης βιάζονταν στο αυτοκίνητο, εκ των πραγμάτων, πρόσεξαν απέναντι τα φώτα στο σπίτι του «Άγγλου», έτσι φώναζε συχνά ο Αντώνης τον κύριο Άθα.

Αυτή τη φορά, και εντελώς φυσικά παρατήρησε με βλοσυρό ύφος:

-Τον είδα στις πέντε το απόγευμα στα μαγαζιά τον κοκκινοτρίχη.  Πού νά ‘ξερα πανάθεμά με να περιμένω για τη Λουίζα;  Του μίλησα, αλλά εκείνος ούτε που με είδε.  Δεν τον χωνεύω τον τύπο ούτε με την πιο δυνατή σόδα. Δεν τον χώνεψα ποτέ μου μα την αλήθεια… Κάτι κρύβει αυτός.  Δεν μ’ αρέσει το βλέμμα του, leave alone το ύφος του!

-Κύττα τη δουλειά σου! Έχουμε πιο σοβαρά προβλήματα από του αν μας αρέσει ο Άθας ή όχι, είπε ο κυρ-Αργύρης με νεύρα.

Αντί όμως ν’ αρχίσει το αυτοκίνητο, είχε σταματήσει και είχε ακούσει τον Αντώνη. Έτσι, την επόμενη στιγμή και έχοντας πει εκείνα τα λόγια στο γιο του, εντελώς ξαφνικά και απρόβλεπτα, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκε.

-Εσύ, περίμενε εδώ, είπε εκνευρισμένος.

Ο Αντώνης τον κύτταξε παραξενεμένος και ακόμη περισσότερο όταν τον είδε να περνάει απέναντι και να χτυπάει την πόρτα του κύριου Άθα.  Ακούστηκε να φωνάζει.

-Κύρ’ Άθα, είσαι μέσα;

-Έρχομαι… έρχομαι! άκουσε τη φωνή του ο κυρ-Αργύρης.

Άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε ο γείτονας, ντυμένος στις πυτζάμες του και τη ρόμπα του λες και μόλις είχε σηκωθεί από το κρεββάτι του.  Είχε  ένα τσιρότο στο μάγουλο, που δεν κάλυπτε ωστόσο το μακρύ τραύμα.

-Αργύρη! Πώς κι απ’ εδώ;  Πέρασε! τα είχε πει όλα αυτά με μία αναπνοή.

-Όχι δε μπορώ. Βιάζομαι. Πάμε να κυττάξουμε για τη Λουίζα, κάτι συμβαίνει.  Είχε ραντεβού με τον Πέτρο στις έξι σήμερα το απόγευμα και όχι μόνο δεν πήγε στο ραντεβού τους, αλλά δεν ήρθε και στο σπίτι.  Δεν τηλεφώνησε σε κανέναν για να πει κάτι.  Δεν ξέρουμε τι της συνέβη.  Σκέφτηκα μήπως την είδες καθόλου, σήμερα.

Ο Άθας τον κύτταξε άφωνος θαρρείς και δεν καταλάβαινε τι άκουγε.

-Άθα… σε είδα στην αγορά,  σήμερα στις πέντε το απόγευμα λίγο πριν βγει από το γραφείο η Λουίζα.  Σου μίλησα και δεν είπες τίποτα, σα να μην είχες δει ή ακούσει.  Δε θυμάμαι να είχες τσιρότο στο πρόσωπό σου, όταν σε είδα το απόγευμα. Τι έπαθες; είπε θυμωμένος ο Αντώνης, που έχοντας αφήσει το αυτοκίνητο είχε ακολουθήσει σιωπηλά και σε μικρή απόσταση, τον πατέρα του και είχε φτάσει εκεί τη στιγμή που ο Κυρ- Αργύρης περίμενε την απάντηση του Άθα στο ερώτημά του.

-Α, ναι αυτό… γρατσουνίστηκα στον κήπο από ένα κλωνάρι, ύστερα που γύρισα από τα μαγαζιά.  Από απροσεξία μου. Όσο για τη Λουίζα… Όχι, όχι! Πού να τη δω; Εγώ… ψώνισα κι ήρθα στο σπίτι μου. Τ’ αρθριτικά μου παίζουν, ξέρετε.  Γιατί όμως ανησυχείτε;  Μπορεί και να πήγε κάπου.

-Ναι μπορεί, είπε ο κυρ-Αργύρης απογοητευμένος, λες και ο γείτονάς τους  όφειλε  να  έχει την απάντηση στην ερώτησή του.

Τον καληνύχτησε μονάχα αυτός, ενώ ο Αντώνης είχε βυθιστεί στη σκέψη του για τον ηλικιωμένο άντρα: «να πάρει ο διάβολος! αυτός ο κοκκινοτρίχης μου γυρίζει το στομάχι. Δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν ξέρει! Κι εκείνο το τσιρότο στο μούτρο του! Τι τό ‘θελε;» δεν είπε όμως τίποτα παραπάνω, για να μην ερεθίσει τον ήδη προβληματισμένο πατέρα του.

Οι δύο άντρες μπήκαν στο αυτοκίνητο και βιάστηκαν στο δρόμο.  Σε λίγα λεπτά ήταν στου Πέτρου. Τους άνοιξε.  Το πρόσωπό του έδειχνε φοβερή κούραση και άγχος.

 

ίποτα νέα; ρώτησε ο Αργύρης.

-Όχι, τίποτα! Φοβάμαι… μα το Θεό φοβάμαι!  Πρέπει να ειδοποιήσουμε την αστυνομία.

Οι τρεις άντρες είχαν κιόλας βεβαιωθεί ότι αυτή η παράξενη σιωπή εκ μέρους της Λουίζας δεν ήταν κάτι το ενθαρρυντικό.  Θα κύτταζαν και θα έψαχναν και αυτοί αλλά όφειλαν να ειδοποιήσουν και την αστυνομία.  Ειδικά στην περίπτωση της Λουίζας, της οποίας η συμπεριφορά ήταν  σε γενικές γραμμές, άψογη.

Δεν γινόταν τίποτα με τη συζήτηση και την ανησυχία.  Άφησαν το σπίτι του Πέτρου και συνοδευόμενοι και από εκείνον μπήκαν στο αυτοκίνητο. Θα οδηγούσε ο Αντώνης καθώς στο πρόσωπό του Αργύρη ήταν  καθαρά ζωγραφισμένα τα συμπτώματα της κόπωσης και του άγχους.  Οι ανησυχίες του Πέτρου και οι δικές του είχαν συσσωρευτεί μέσα του σα βουνό.  Σκεφτόταν το κοριτσάκι του, τη Νίτσα και τη συμφορά τους, αν είχε συμβεί κάτι το τρομερό. Σκεφτόταν το τέλος της ευτυχίας τους, την ωδύνη και το βάρος της ζωής, επάνω τους…

Κατευθύνθηκαν προς την Πέμπτη Λεωφόρο, και όταν μπήκαν σε αυτήν ταξίδευαν αργά παρατηρώντας σπιθαμή προς σπιθαμή τις δύο πλευρές της. Μπήκαν αριστερά στη Λεωφόρο του Πάρκου και από εκεί έχοντας κάνει το ίδιο όπως πριν, γύρισαν δεξιά, και ύστερα στο δρόμο  με τα μαγαζιά και τα γραφεία απέναντι από το πάρκο, έχοντας ολοκληρώσει έτσι τον περίγυρο του πάρκου κατά τα τρία τέταρτά του.

Αρκετά από τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά: το Liquor store, το Super-Market και το ένα από τα τρία  Take aways.  Δυστυχώς το Haberdashery, το μαγαζί με τα είδη πλεκτικής και τα άλλα ψιλικά υλικά, δεν ήταν ανοιχτό για να ρωτήσουν για τη Λουίζα, καθώς γνώριζαν ότι θα το επισκεπτόταν. Υπήρχε αρκετή κίνηση, παρόλο που η ώρα είχε περάσει. Η μαυρίλα του ουρανού ειδοποιούσε θαρρείς, πως εγκυμονούσα, ήταν επιτέλους έτοιμη να ξεφορτωθεί το αβάσταχτο βάρος της.  Περίμεναν λίγο προσέχοντας  τον κόσμο και την κίνηση, όμως τίποτα δεν φώτιζε την εξαφάνιση της Λουίζας. Έτσι ο Αντώνης οδήγησε στην πάροδο αριστερά της οδού με τα μαγαζιά, στο αστυνομικό Τμήμα της περιοχής.

Καθώς πλησίαζε η εννάτη βραδυνή, πίσω στα σπίτια των δύο οικογενειών ο νεότερος από τα τρία αδέρφια, ο Νίκος προσπαθούσε να καλμάρει τη μάνα του την κυρά-Νίτσα, που της είχε ανεβεί η πίεση από το άγχος και την αγωνία,  ενώ η κυρά-Καίτη η μάνα του Πέτρου, που είχε μείνει με το μικρό της γιο το Γιώργο, είχε κρεμαστεί πάνω από το τηλέφωνο, περιμένοντας να ακούσει για το θαύμα. Ο Αλέκος, ο άντρας της, έλειπε στο εξωτερικό και δεν ήθελε να τον συγχίσει σχετικά με τη Λουίζα.  Άλλωστε… μήπως ήξερε και τι να του πει;  Η περίεργη αυτή ιστορία ίσως και να διαλευκαινόταν εκείνη κιόλας τη στιγμή, που η ίδια έκανε εκείνες τις σκέψεις.

 

Στο αστυνομικό τμήμα μίλησαν με τον ντετέκτιβ Κηθ, έναν αυστηρό πενηντάρη που έμοιαζε για σαράντα.  Είχε καθήσει στο κάθισμά του πίσω από ένα παλιό γραφείο και είχε πάρει τη στάση του ανθρώπου που ετοιμάζεται ν’ αρχίσει κάποια δουλειά: την καταγραφή εκείνων που θα του μετέδιδαν οι πελάτες του.

-Ακούω! είπε και κύτταξε τους τρεις άντρες με αυστηρή ματιά.

Δεν είχε ανάγκη από χασομέρηδες, ήταν ολοφάνερο. Ο Πέτρος άρχισε να μιλάει λέγοντας για την αρραβωνιαστικιά του, το ραντεβού τους και την αναμονή του στη στάση λεωφορείου στην  Πέμπτη Λεωφόρο για μισή ώρα, «εις μάτην».  Ύστερα ήρθε η σειρά του Αργύρη που συνέχισε μιλώντας για το χαρακτήρα της θυγατέρας του ενώ ο Αντώνης συμπλήρωσε ότι είχαν κακά προαισθήματα για το γεγονός, καθώς η Λουίζα δεν ήταν ο τύπος της νέας που θα πήγαινε κάπου ή θα αφανιζόταν, χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν και κυρίως τους γονείς της.

-Δώστε μου διευθύνσεις, τηλέφωνα, και… μη στεναχωριέστε. Θα επιστήσουμε την προσοχή μας  σε ό,τι ανακοινώνεται από τα περιπολικά.  Μπορεί και να μη συμβαίνει τίποτα.  Ίσως η Λουίζα να μην σας  ειδοποίησε, ίσως ν’ άλλαξε τα σχέδιά της.  Ίσως και ν’ αποφάσισε να κάνει κάτι διαφορετικό. Μην πανικοβάλεστε λοιπόν!

Οι τρεις άντρες τον στραβοκύτταξαν.  «Τι διάολο κάθεται και λέει ετούτος; Δεν άκουσε τίποτα απ’ όλα, όσα του είπαμε; Το κορίτσι μας είναι από οικογένεια, από σπίτι, έχει αρχές, εκπαίδευση… και δε θα έκανε ποτέ κάτι, έτσι από καπρίτσιο ή ιδιοτροπία.  Πώς τολμάει να μιλάει έτσι, χωρίς να τη γνωρίζει; Έχει κιόλας πλάσει με το μυαλό του μία επιπόλαια Λουίζα! Αλλά τι διάβολο ξέρει αυτός; Αστυνομικός δεν είναι;  Βλέπει τα πράγματα ή άσπρα ή μαύρα!» σκέφτηκε ο Πέτρος και είπε απογοητευμένος, αν όχι προσβεβλημένος δίπλα στη στεναχώρια του:

-Θα μας επιτρέψεις να μη συμφωνήσουμε κύριε Αστυνόμε. Η Λουίζα ήταν,  είναι και θα είναι τύπος και υπογραμμός…

-Α, ναι βέβαια!  Και μία φωτογραφία της… έχετε; ρώτησε εκείνος τελείως επαγγελματικά, αδιαφορώντας για την  παρατήρηση του Πέτρου.

Ο Πέτρος τράβηξε νευρικά μία φωτογραφία της Λουίζας με τον Πεπίτο το σκυλάκι της, από το πορτοφόλι του. Την είχε τραβήξει ο ίδιος πρόσφατα.

-Να κι η φωτογραφία της, είπε συνοφρυωμένος.

-Χμ! Είσαι τυχερός που έχεις τέτοιο κορίτσι, Πέτρο.

Ύστερα κυττώντας τους τρεις μαζί, με εκείνη τη συνοπτική θαρρείς ματιά του, είπε πιο φιλικά αυτή τη φορά:

-Καταλαβαίνω την αγωνία σας, αλλά Πέτρο, πίστεψέ με έχω περισσότερα από αρκετά στοιχεία για τη Λουίζα, είπε και τώρα είχε γυρίσει αποκλειστικά προς τον Πέτρο και του μίλαγε.

Ο Πέτρος όμως ένιωθε ξαφνικά ασφυξία. Δεν είχε ποτέ του φανταστεί ότι θα μπορούσε να αισθανθεί έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο για τη Λουίζα.  Μέσα του επικρατούσε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα συμφοράς, όταν σκεφτόταν τι θα μπορούσε να είχε συμβεί στο κορίτσι του.  Σε μία γωνιά της ψυχής του είχε φωλιάσει απρόσκλητη μία κατακλυσμική βεβαιότητα ότι κάτι φοβερό, σκοτεινό και απροσδιόριστο  είχε συμβεί «στη Λουίζα του». «Κι αν δεν την ξαναδώ;» αναρωτήθηκε κι ένιωσε μία φλόγα να σαρώνει τα μηνύγγια του κι ύστερα μία παγωνιά λες και του είχαν κάνει αφαίμαξη. Θύμωνε με τον εαυτό του που είχε ακούσει τη Λουίζα και δεν είχε πάει να την πάρει από τη δουλειά της όταν είχε τελειώσει, όπως συνήθιζε.  Ένιωθε υπεύθυνος για εκείνο το «κάτι» που μπορεί να της είχε τύχει, εκείνο το άγνωστο, το εντελώς απροσδιόριστο.  Τα μάτια του θόλωσαν.  Έσκυψε το κεφάλι και έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες του.  Κανείς δεν το πρόσεξε παρά ο ντετέκτιβ Κηθ, που βιάστηκε να προσθέσει, για να ενθαρρύνει τον Πέτρο, τον πατέρα και τον αδερφό της αγνοούμενης νέας.

-Δε λέω ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι ασυνήθιστο, για μία νέα σαν τη Λουίζα, αλλά μη σκέφτεστε τα χειρότερα κι απελπίζεστε. Ίσως σε λίγο και να γελάτε μ’ όλες τις υποψίες σας.

 

Ο Πωλ και η Νικόλ περπατούσαν σφιχταγκαλιασμένοι διασχίζοντας το μεγάλο Πάρκο της περιοχής, το πάρκο της Πέμπτης Λεωφόρου.  Περπατούσαν αργά, γελώντας και μιλώντας σιγανά, λες και κάποιος κοιμόταν. Κάποτε σταματούσαν και φιλιόνταν άφηναν τους αναστεναγμούς τους σε χαμηλούς τόνους και ψιθύριζαν όρκους αγάπης.

-Πολύ σκοτάδι βρε παιδί μου! Μόλις και σε βλέπω και μάλλον τα μάτια σου που πάντα λάμπουν. Για ν’ ανάψω το φακό μου γιατί πολύ φοβάμαι  πως κάπου μπορεί να φάμε τα μούτρα μας, έτσι όπως πάμε, είπε κάποια στιγμή, μαλακά, ο Πωλ στη Νικόλ, σφίγγοντάς την απάνω του.

-Τι να σου πω, Πωλ! Αρχίζω να φοβάμαι κάπως… εδώ πέρα. Να… Λες να βγει κανένας Δράκος απ’ εκείνους που παραμονεύουν σε τέτοια μέρη για ζευγάρια σαν του λόγου μας; είπε με τη σειρά της η Νικόλ, με φωνή που μόλις ακουγόταν.

-Έλα, μη λες τέτοια φοβερά πράγματα! είπε ο Πωλ.

Λίγο πιο ύστερα, και καθώς είχε μεσολαβήσει η σιωπή ανάμεσά τους, πρόσθεσε σκεφτικός:

-Μα την αλήθεια έχεις κάποιο δίκιο! Είναι παράξενα ασυνήθιστη αυτή η νύχτα. Υγρή, σκοτεινή, ψυχρή, ασέληνη και το σύννεφο… δε λέει να ρίξει επιτέλους το νεράκι που κουβαλάει, να ξαλαφρώσει.

-Τώρα μόλις το προσέχω. Δεν είναι καθόλου ευχάριστο απόψε το Πάρκο μας! είπε πάλι η Νικόλ και λες και δεν είχε ακούσει τον Πωλ, στάθηκε για μία στιγμή και κύτταξε με ρίγος γύρω της.

Έσφιξε το μπράτσο του Πωλ και είπε αποφασιστικά:

-Ας βιαστούμε αγάπη μου! Δε μ’ αρέσει εδώ…

Ένας ψυχρός  άνεμος ανάδευε τα μαύρα φυλλώματα, στέλνοντας ανατριχίλα σε όλα τα μικρά ζωντανά που ζούσαν μέσα στη «σιγουριά» του Πάρκου.  Οι δύο νέοι είχαν διασχίσει μικρό μέρος της διαδρομής μέσα από το πάρκο και τώρα πλησίαζαν βιαστικά το δεύτερο τρίτο του, καθώς είχαν μπει από τον απάνω δρόμο, την Πέμπτη Λεωφόρο, από όπου προερχόταν και η ονομασία του. Δεν ήταν οι μόνοι που το έκαναν για συντομία και γιατί ήταν ευχάριστη η διαδρομή ανάμεσα στο πλούσιο πράσινο των θάμνων και των δέντρων του.  Όμως τα βράδυα και κυρίως βράδυα σαν το αποψινό, όλοι απέφευγαν το πάρκο, γιατί φοβόνταν το σκοτάδι του. Ο ελάχιστος φωτισμός εξουδετερωνόταν από το παχύ φύλλωμα των δέντρων.  «Ναί κάπως έτσι!»

-Μη φοβάσαι παιδί μου όταν είμαι δίπλα σου! Όποιος θέλει να τολμήσει… ας κοπιάσει, ψιθύρισε ο Πωλ, νιώθοντας τη ζεστή παρουσία της Νικόλ να τον αντρειεύει.

Έγειρε για να τη φιλήσει.  Με την κίνησή του αυτή, ξέφυγε ο αναμμένος φακός από τα χέρια του, κι έπεσε με θόρυβο στο πλακοστρωμένο δρομίσκο. Έσκυψε και τον σήκωσε.

-Καλά που δεν έπαθε τίποτα, είπε και τον γύρισε για να τον εξετάσει, ενώ το ήξερε ότι δεν ήταν δυνατόν να δει πολλά πράγματα με την κατεύθυνση του φωτός προς την αντίθετη κατεύθυνση από το σώμα του φακού.

Και των δύο τα μάτια  ακολούθησαν άθελά τους τη δέσμη του φωτός του φακού,  που έπεφτε τώρα μερικά μέτρα μπροστά τους, στην ελαφρά καμπή του δρομίσκου, όπου οι θάμνοι είχαν μεγαλώσει τόσο ώστε να μικραίνουν κάπως το πέρασμα.  Τότε ήταν που αντίκρυσαν ένα είδος όγκου, αμέσως πριν από το στένωμα της ελαφράς καμπής. Μπροστά ο Πωλ και πίσω η Νικόλ πλησίασαν αργά και προσεκτικά, φωτίζοντας διαρκώς τον όγκο που τελικά είχε πάρει το σχήμα ανθρώπινου σώματος. Ναι, ήταν βέβαιοι. Επρόκειτο για ένα γυναικείο σώμα, ακίνητο και με το κεφάλι γυρισμένο στο δρομίσκο.

-Λες να είναι παγίδα;  ρώτησε ψιθυριστά η φοβισμένη Νικόλ.

-Σσσς!.. όρισε ο Πωλ.

Φώτισε το γυναικείο πρόσωπο.

-Είναι ένα κορίτσι, είπε ο Πωλ.

Η νέα γυναίκα φαινόταν κατάχλωμη σαν πεθαμένη.  Ο Πωλ ακούμπησε το χέρι της. Ήταν παγωμένο.  Από το μέτωπό της εκεί στη ρίζα των μαλλιών της είχε τρέξει αίμα που είχε στεγνώσει. Ο Πωλ έβαλε τα δύο δάχτυλά του στο λαιμό της. Υπήρχε σφιγμός αν και ασθενικός.  Έβγαλε το μπουφάν του και τη σκέπασε.

-Είναι χτυπημένη αλλά ευτυχώς ζωντανή, είπε σα χαμένος.

Φώτισε το σώμα της νέας και εντυπωσιάστηκε από τον τρόπο που τα ρούχα της ήταν ισιωμένα στα πόδια της, ενώ έλειπε το ένα παπούτσι της. Πρόσεξε αίμα επάνω στο φόρεμά της, κοντά στον αριστερό της ώμο.  Ανησύχησε αλλά δεν είπε τίποτα. Αμέσως μετά τράβηξε από την τσέπη του το κινητό του και πληκτρολόγησε.

-Πρώτων Βοηθειών; Σας παρακαλώ βιαστείτε στο Πάρκο της Πέμπτης Λεωφόρου. Περπατούσα με το κορίτσι μου όταν πέσαμε πάνω στο σώμα άγνωστης.  Φαίνεται ζωντανή.  Ναι, ναι, τι να σας πω; Βιαστείτε σας παρακαλώ! Όχι, όχι! Βέβαια δεν πειράξαμε τίποτα, και κυρίως, το σώμα.  Δε θα τολμούσαμε κάτι τέτοιο.

Η  Νικόλ έτρεμε τώρα για τη ζωή της νέας γυναίκας που σωριασμένη στο κρύο δάπεδο του διαδρόμου, εκεί στα πόδια τους, έμοιαζε με άψυχη κούκλα.  Είχε γονατίσει δίπλα της και την κύτταζε. Την άκουγε να αναπνέει αργά, ελάχιστα, με δυσκολία και να κρατά επίμονα τα μάτια της κλειστά.  Ούτε μία κίνηση. Ούτε ένας σπασμός. Πόση ώρα άραγε ήταν εκεί; Τι της είχε συμβεί; Γιατί ήταν εκεί, έτσι εγκαταλελειμένη; Ήταν ατύχημα;  Ήταν εγκληματική πράξη;  Τόσα πολλά ερωτήματα!

-Βρωμοδουλειά…  Ετούτη εδώ, είναι βρωμοδουλειά,  είπε φωτίζοντας γύρω τους θάμνους, ο Πώλ φανερά αναστατωμένος.

Ούτε ψυχή πουθενά πέρα από τη Νικόλ, αυτόν και την άγνωστη νέα γυναίκα.   «Κάποιος ήξερε τι έκανε.  Είχε βρει έτοιμο το κατάλληλο σκηνικό για το έγκλημά του!» σκέφτηκε πάλι ο Πωλ στεναχωρημένος και κύτταξε τη Νικόλ. «Ποιος ξέρει τίνος κορίτσι είναι;» σκέφτηκε ξανά έχοντας πάντα στο νου του την αγαπημένη του Νικόλ, που τώρα έτρεμε σα φύλλο. Την αγκάλιασε λες και κάποιος θα μπορούσε να της έκανε κι εκείνης κακό.

 

Το τηλέφωνο στο γραφείο του ντεντέκτιβ Κηθ χτύπησε ξαφνικά. Εκείνος το σήκωσε χωρίς βιασύνη και αφού άκουσε απάντησε:

-Ναι… ναι… χμ! καλά, καλά έρχομαι… ναι…

Πήρε τη φωτογραφία της Λουίζας από το γραφείο του. Την έβαλε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του και σηκώθηκε από το κάθισμά του ήσυχα. Δεν ήθελε να τραβήξει την προσοχή των τριών αντρών που ακόμη ήταν εκεί μπροστά του.

-Περιμένετε λίγο αν μπορείτε, δε θ’ αργήσω.  Τζίμμυ φτιάξε έναν καφέ για τους κυρίους,  είπε ήσυχα λες και δε συνέβαινε απολύτως τίποτα.

Ο γραμματέας του Ντετέκτιβ Κηθ φάνηκε να σηκώνεται από το γραφείο του.  Ο Κηθ που είχε κιόλας βγει από το δικό του πρόσθεσε ήσυχα για να μην ακουστεί:

-Φερ’ τους έξω και φτιάξε τους έναν καφέ. Έτσι; Δε θ’ αργήσω,  θα είμαι εδώ κοντά.

 

Ο Τζον και ο Τιμ δύο νέοι αστυνομικοί περίμεναν τον Κηθ στο αστυνομικό βαν, με τον γυμνασμένο Σπάρκη πίσω, στην κλούβα του.

-Φύγαμε, όρισε ο Κηθ τον Τιμ που καθόταν στο τιμόνι.

Σε μερικά λεπτά είχαν φτάσει στο Πάρκο, πάντα από τη μεριά της Πέμπτης Λεωφόρου, όπου υπήρχε άνετη είσοδος για τα αυτοκίνητα και για  το παρκάρισμά τους.  Μπήκαν μέσα γρήγορα και στάθμευσαν. Αφήνοντας αναμένους τους προβολείς του αστυνομικού βαν, βιάστηκαν έξω από αυτό και  πήραν μαζί τους τον ορεξάτο πάντα, Σπάρκη.  Κρατώντας επιπλέον τεράστιους φακούς και ακολουθώντας το λιθόστρωτο δρομίσκο, πλησίασαν το σημείο όπου φαινόταν καθαρά η νέα στο δάπεδο και δίπλα της γονατισμένη η Νικόλ, ενώ ο Πωλ στεκόταν όρθιος κυττώντας προς το μέρος των τριών ανδρών της αστυνομίας, που πλησίαζαν. Ο σκύλος πάντα στα χέρια του Τζον, πλησίασε και μύρισε τη Λουΐζα και ύστερα τον Πωλ και τη Νικόλ με φιλική διάθεση. Ύστερα ο αστυνόμος τον άφησε να τον τραβήξει προς τους θάμνους. Τους ακολούθησε ο Τιμ.  Ο Σπάρκη δεν άργησε ν’ ανακαλύψει πολύ κοντά στο σώμα, κάποια πράγματα. Με τα γαντοφορεμένα χέρια του ο Τιμ τοποθέτησε τα αντικείμενα σε πλαστικές σακκούλες.  Ο Τιμ μίλησε από εκεί που στεκόταν με τον Κήθ.  Ο Σπάρκη στο μεταξύ τραβώντας τον Τζον με μανία, τον υποχρέωσε κι έφερε τελικά ένα γύρω την περιοχή μαζί του, χωρίς όμως ν’ ανακαλύψει τίποτ’ άλλο.

Στο μεταξύ και κάποιοι άλλοι αστυνομικοί κατέφθασαν ταυτόχρονα με το Πρώτων Βοηθειών, που καβαλικεύοντας το πεζοδρόμιο στη βιασύνη του, κατάφερε τελικά και μπήκε στο πάρκο χωρίς συνέπειες. Όπως το προηγούμενο και το νεοαφιχθέν αστυνομικό βαν αλλά και το Πρώτων Βοηθειών  άφησε τους προβολείς του αναμμένους και πάντα στραμμένους προς το διάδρομο του Πάρκου.  Το πάρκο είχε πλημμυρίσει τώρα πια από φως.

Δύο νοσοκόμοι βγήκαν στα γρήγορα και έχοντας τραβήξει από το πίσω μέρος του αυτοκινήτου τους το φορείο, έτρεξαν, κυλώντάς το πάνω στο λιθοστρωμένο διάδρομο του πάρκου.  Δεν άργησαν να φτάσουν στο σημείο που βρισκόταν το άτυχο κορίτσι και δίπλα του γονατισμένη η Νικόλ. Όρθιοι από πάνω τους ήταν ο Πωλ και ο ντετέκτιβ Κήθ.  Ο Τιμ παράμερα συζητούσε με τους συναδέλφους του δίνοντας οδηγίες για το φράξιμο του χώρου. Κάποιοι είχαν αναλάβει να μεταφέρουν τα ευρήματα που περιέχονταν στις πλαστικές σακκούλες.

Η Νικόλ συγκλονισμένη, εξακολουθούσε να κρατάει επίμονα το χέρι της άτυχης νέας, που φαινόταν να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση όπως πριν μισή περίπου ώρα, τότε δηλαδή που οι δυο τους ο Πωλ κι εκείνη, την είχαν βρει κατάκοιτη.  Ο Πωλ είχε πετύχει να κρατήσει την ψυχραιμία του περισσότερο, για το χατίρι της Νικόλ. Αφού είχαν προηγηθεί οι συστάσεις ανάμεσα στο ζευγάρι των νέων και τους αστυνομικούς, ο Κηθ είπε πάντα πολύ σοβαρός ρίχνοντας το φως του φακού του στο πρόσωπο της κατάκοιτης νέας:

-Δεν πειράξατε τίποτα βέβαια…

Την ίδια στιγμή τραβούσε  από το εσωτερικό του σακακιού του τη φωτογραφία της Λουΐζας. Την κύτταξε προσεκτικά έχοντας τώρα στρέψει πάνω σ’ αυτήν τη δέσμη του φωτός του φακού του.

-Όχι βέβαια! δήλωσε σε  εξίσου σοβαρό τόνο ο Πωλ, που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις αντιδράσεις και τις κινήσεις του Κηθ.

-Είναι το κορίτσι της φωτογραφίας, είπε ο Κηθ, σφίγγοντας τα χείλια του και βάζοντας τη φωτογραφία της Λουίζας, πίσω στην εσωτερική θήκη του σακακιού του, μη δίνοντας σημασία στα λόγια του Πωλ, φαινομενικά τουλάχιστον.  «Τον μπάσταρδο… αν είναι αυτός ο δράστης… θα τον γδάρω πριν ακόμη τον ταχτοποιήσει ο δικαστής!» ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του τόσο σιγά που δεν μπορούσε κανείς να τον καταλάβει.  Το μυαλό του   πήγε στον Γουώλτερ και ο σάρτζεντ Τζον το υποψιάστηκε.

-Υποψιάζεσαι αυτόν που υποψιάζομαι κι εγώ; ρώτησε σιγανά.

-Μα το λόγο μου, έχω κάθε αιτία να το κάνω! Την τελευταία φορά, που τον συνέλαβα μου πέταξε κατάμουτρα τις απειλές του: ότι δε θα ξεχάσει τους «άσπονδους φίλους του»  της αστυνομίας, όταν βγει από τη φυλακή.  Μόνο που το θηρίο δεν άντεξε να περιμένει και τό ‘σκασε. Ποιος ξέρει τι σκαρώνει ο δαίμονας. Μπορεί και νά ‘ναι δική του δουλειά ετούτο το κακούργημα, είπε ερεθισμένος.

Οι νοσοκόμοι που είχαν σκύψει πάνω από τη Λουΐζα, έχοντας ήδη πάρει το σφιγμό της, όσο πιο γρήγορα επιτρεπόταν, την κάλυψαν με ένα ασημένιο κάλυμμα-κουβέρτα, τοποθέτησαν μία μάσκα οξυγόνου στο πρόσωπό της και έναν ορό στο μπράτσο της. «Υποθερμία…. χτύπημα στο κεφάλι… είχε υποστεί διάσειση εγκεφάλου; υπήρχε εσωτερική αιμορραγία;»… Καθώς όλα αυτά τα εξακριβωμένα και μη έρχονταν απανωτά, με κάποια αβεβαιότητα αναστάτωναν τους παρόντες.  Σήκωσαν τη νέα προσεκτικά, την έδεσαν πάνω στο φορείο που ήταν χαμηλωμένο ως το έδαφος. Ύστερα, αφού είχαν λάβει όλα τα επιτρεπτά μέτρα και είχαν κάνει όλες τις  απαραίτητες κινήσεις, ανυψώνοντας τα πόδια του φορείου άρχισαν να το κυλάν στο διάδρομο όσο γινόταν πιο γρήγορα, για να επιταχύνουν την προσκόμιση της άτυχης νέας αρχικά στο ασθενοφόρο και στη συνέχεια στο Νοσοκομείο για τις υπόλοιπες εξετάσεις. Αυτές τελικά θα καθόριζαν την κατάστασή της και θα επέβαλαν την κατάλληλη θεραπεία.

 

Ο ντετέκτιβ Κηθ και ο σάρτζεντ Τζον πήραν τον Πωλ και τη Νικόλ μαζί τους στο τμήμα, για να καταθέσουν σχετικά.  Οδηγήθηκαν μέσα, από άλλη είσοδο και βρέθηκαν σε άλλο γραφείο, εσκεμμένα βέβαια για να μην «πέσουν πάνω» στους ανθρώπους της Λουίζας.  Η κατάθεση έγινε στα γρήγορα καθώς οι δύο νέοι είχαν καθαρότητα σκέψης και άρτια διατύπωση αυτής.  Σημείωσαν την ώρα που την βρήκαν καθώς και όλο το διάστημα κατά το οποίο  ήταν κοντά της, πριν ακόμη καταφτάσουν η Αστυνομία και το Πρώτων Βοηθειών.  Κάτι ανάμεσα στις 9.30 με 9. 55 βραδυνή.  Ο Κηθ ευχαρίστησε τους νέους και τους γνωστοποίησε ότι κάποια στιγμή θα τους χρειαζόταν η Δικαιοσύνη και θα τους καλούσε στο δικαστήριο όταν και όπου αυτό θα προέκυπτε, για να καταθέσουν τις μαρτυρίες τους.  Οι νέοι είχαν επίγνωση των καθηκόντων τους και επιπλέον διατύπωσαν την επιθυμία να επισκεφτούν κάποια στιγμή τη Λουίζα.  Ο Κηθ σταυρώνοντας τα δάχτυλά του σε σημείο ευχής, τους βεβαίωσε ότι θα τους ειδοποιούσε μόλις θα είχε καλά νέα για τη νέα και θα  επιτρέπονταν οι επισκέψεις.

Μόλις αποχώρησαν οι δύο νέοι ο Κηθ πήρε μία βαθιά αναπνοή.  Η δουλειά του συνεχιζόταν και όπως συνήθως είχε απομείνει με το δύσκολο καθήκον να μιλήσει και να εξηγήσει στους ανθρώπους της Λουίζας για το τραγικό συμβάν.

Η στιγμή της αυτοσυγκέντρωσης διεκόπη καθώς  έλαβε μία είδηση που ανέτρεπε τα πάντα: Ο πρώτος ύποπτος της υπόθεσης «Λουίζα», ο κακοποιός Γουώλτερ, είχε συλληφθεί πριν τρεις περίπου ώρες κοντά στο Πόρτ Μακουώρυ. Επομένως ήταν εκτός υποψίας για το συγκεκριμένο έγκλημα.  Έπιασε το μέτωπό του σφίγγοντάς το δυνατά. Διαπίστωνε τώρα πως δε μπορούσε καν να ισχυρισθεί ότι κρατούσε στα χέρια του  την άκρη του μίτου της υπόθεσης.  Τώρα ξαφνικά εξελισσόταν σε μυστηριώδη υπόθεση.

 

Το ίδιο βράδυ η Αστυνομία σφράγισε το Πάρκο και ένα περιπολικό βάλθηκε να κυκλοφορεί ήσυχα στην περιοχή.  Η πίστη ότι ο εγκληματίας γυρίζει στον τόπο του εγκλήματος ήταν μία υπολογίσημη υπόθεση. Μόνο που δεν τον περίμεναν εκείνο το βράδυ. Τα γεγονόταν ήταν ακόμη «φρέσκα». Μέσα στο πάρκο όμως  μπορούσε να παρατηρήσει κανείς την ολοφάνερη κινητικότητα της αστυνομίας και πάντα σε σχέση με το ανησυχητικό περιστατικό. Ειδικοί είχαν σημειώσει με κιμωλία πάνω στο δρομίσκο και εκτός αυτού, τον ακριβή χώρο στον οποίο είχε βρεθεί αναίσθητη η Λουίΐζα και είχε φωτογραφηθεί. Όλο το βράδυ έψαχαν για σημάδια που θα οδηγούσαν στη σύλληψη του κακούργου.  Χτενίζοντας πιθαμή προς πιθαμή το πάρκο είχαν κιόλας προχωρήσει στην έρευνά τους που είχε αναληφθεί από την πρώτη κιόλας στιγμή της αποχώρησης της Λουίζας και των άλλων. Σε μικρή μόλις απόσταση από το σημείο του εγκλήματος, ο Σπάρκη είχε ορμήσει πάνω στους θάμνους και ο αστυνομικός που μόλις τον συγκρατούσε, είχε διακρίνει με το φακό του ένα γυναικείο καλτσόν σκαλωμένο στα χαμηλά κλαριά θάμνου. Αμέσως ύστερα ένα κομμάτι εσώρουχου κάτω από μία πέτρα και το χαμένο παπούτσι της νέας, γεμισμένο με χώμα και σκουπίδια του πάρκου. “Good boy, Sparky!”  είπε ο αστυνομικός ευχαριστημένος καθώς με τα γαντοφορεμένα χέρια του  ψάρευε με ειδική τσιμπίδα όλα τα ευρύματα και στη συνέχεια τα τοποθετούσε σε πλαστικές σακκούλες.

Η Αστυνομία εκείνο το βράδυ, προσπάθησε να παρουσιάσει όσο το δυνατόν λιγότερο οδυνηρή την κατάσταση της νέας, αλλά η ιατροδικαστική εξέταση επαλήθευσε τους φόβους όλων: η Λουίζα υπήρξε θύμα βιασμού και η εγκατάλειψή της σε άθλια και τραυματική κατάσταση, λίγο έλειψε να της κοστίσει τη ζωή της.  Ο Πωλ και η Νικόλ, νέοι δυνατοί και ηρωϊκοί, υπήρξαν οι αληθινοί σωτήρες της, μια και κανείς δεν είχε σκεφτεί να ψάξει μέσα στο Πάρκο για να δει μήπως βρει σημάδια που θα αποκάλυπταν ότι η Λουίζα είχε περάσει από εκεί.  Ήταν επίσης πιθανόν να είχε προκύψει το μοιραίο, αν είχε παραμείνει κατάκοιτη σε εκείνο το σημείο ως το πρωΐ.  Αιτία το γεγονός ότι  «πιθανολογείτο πτώση βροχής» κάτι που ως εκ θαύματος δεν προκύψει μέχρι το πρωΐ.  Μόνο αφού είχαν ολοκληρωθεί οι έρευνες της αστυνομίας, άνοιξε ο ουρανός και έρριξε βροχή με το τουλούμι.  «Θέλημα Θεού ήταν, να βρεθούν πρώτα τα κατάλοιπα του εγκλήματος και ύστερα να επέλθει η κάθαρση του μυάσματος… εξ ουρανών!» είχε σκεφτεί ο  Κηθ κουνώντας το κεφάλι του με δέος.

 

Τώρα… ο ντετέκτιβ Κήθ πίστευε ότι υπήρχαν δύο εκδοχές: ή ότι ο δράστης παραμόνευε στο πάρκο για το θύμα του…. οπότε σύμφωνα με αυτήν -την πρώτη εκδοχή- όταν η Λουίζα πέρασε μέσα από το πάρκο ο δράστης που παραμόνευε τη χτύπησε στο κεφάλι εκ των όπισθεν, με αντικείμενο που έφερε μικρή και σκληρή επιφάνεια -κάτι σαν ρόπαλο ή μπαστούνι  με βαριά χειρολαβή-, όπως έδειξε το μικρό εξόγκωμα-αιμάτωμα στο κεφάλι της νέας στο πίσω κι επάνω μέρος του, ή κι αυτή ήταν η δεύτερη εκδοχή- ότι είχε δυανίσει την απόσταση αυτή από την είσοδο του Πάρκου και από τη μεριά των μαγαζιών με κάποιο γνωστό πρόσωπο, που ίσως δεν είχε λόγους να υποψιαστεί. Αυτό το τελευταίο σημείο,  αποδεικνυόταν και από τη στάση στην οποία βρέθηκε το σώμα της νέας.  Το έγκλημα θα πρέπει να είχε εκτελεστεί πριν από τις έξι το απόγευμα.  Καθώς η νέα ζαλίστηκε από το δυνατό χτύπημα στο κεφάλι, έχασε την ισορροπία της κι έπεσε μπρούμητα χτυπώντας το μέτωπό της στα πλακάκια του δρομίσκου του πάρκου. Αυτό το πέσιμο της είχε προκαλέσει τη μικρή ροή αίματος, που ήταν πλέον στεγνή όταν είχε βρεθεί από τον Πωλ και τη Νικόλ.  Το αίμα μπροστά και προς το μέρος του αριστερού ώμου της Λουίζας φαινόταν περίεργο, καθώς δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ανήκε στην ίδια. Πιθανόν να είχε προέλθει  από τραυματισμό του δράστη, ο οποίος στη συνέχεια, ασυγκίνητος από το διπλό τραυματισμό της νέας, τη γύρισε ανάσκελα και προέβη σ’ εκείνο που επεδίωκε, αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα. Αφού βίασε τη νέα, στη συνέχεια της φόρεσε το ένα παπούτσι -το άλλο καθώς φαίνετια δεν μπορούσε να το βρει στο σκοτάδι, αν και ήταν σχεδόν δίπλα του- και ίσιωσε το φόρεμά της όσο μπορούσε καλύτερα. Αργότερα φεύγοντας θα πρέπει να σκόνταψε απάνω στο δεύτερο παπούτσι, αλλά μη τολμώντας να γυρίσει πίσω και να το φορέσει στο πόδι της νέας, το γέμισε -άγνωστο γιατί- με χώμα και συνηθισμένα σκουπίδια από τα δέντρα, που βρίσκονταν δίπλα στο δρομίσκο, και ύστερα το έκρυψε μέσα στους θαμνους.

Δεν υπήρχαν ίχνη πάλης, καθώς η νέα ζαλισμένη από το χτύπημα που είχε δεχτεί, έχασε στη συνέχεια τις αισθήσεις της από το πέσιμό της και από τον τραυματισμό στο μέτωπό της, πάνω στο λίθινο δάπεδο του δρομίσκου του πάρκου. Αυτές οι πρώτες εικασίες θα διευκρινίζονταν αναμφίβολα με την ιατροδικαστική εξέταση.

Στο ερώτημα πώς η Λουίζα είχε αποτολμήσει να περάσει μέσα από το ανεπαρκώς φωτισμένο πάρκο, με τέτοιες καιρικές συνθήκες,  η πιο πιθανή εξήγηση ήταν ότι η νέα συνοδευόταν από πρόσωπο που της ενέπνεε κάποια τελοσπάντων εμπιστοσύνη-και έτσι από τις δύο εκδοχές που είχε κάνει ο Κηθ,  προέκυπτε ως πιθανότερη η δεύτερη…  Και αν λοιπόν υπέθετε κανείς ότι η δεύτερη εκδοχή ήταν η σωστή, τότε ποιο πρόσωπο μπορούσε αλήθεια να είναι αυτό;

Όσο πιπίλαγε στο μυαλό του τη δεύτερη εκδοχή ο ντετέκτιβ Κηθ, τόσο  περισσότερο πειθόταν, ότι η Λουίζα είχε διασχίσει το Πάρκο με κάποιον γνωστό της και επομένως δεν είχε υποστεί την επίθεση και το βιασμό από έναν άγνωστο, αλλά από εκείνο το γνωστό, το μάλλον εμπιστευτικό πρόσωπο που τη συνόδεψε εξαρχής, μέσα στο Πάρκο. Αυτή η άποψη ενισχύθηκε και από τις  πληροφορίες που συγκέντρωσε, κάνοντας μία βόλτα στο γραφείο της Λουίζας και ύστερα στα μαγαζιά του πάρκου, όπου γνώριζαν τη νέα, αφού ψώνιζε σε αρκετά από αυτά, και κυρίως στο μαγαζί από όπου είχε αγοράσει εκείνη τη μοιραία ημέρα μαλλί για το πλεχτό της μητέρας της.  Το συγκεκριμένο μαγαζί είχε  προσδιορίσει ακόμη και την ώρα, που το είχε επισκεφτεί για τα ψώνια της  η Λουίζα.

 

Η νέα  είχε κυττάξει το ρολόγι της και είχε πει στην ιδιοκτήτρια ότι ο αρραβωνιαστικός της την περίμενε στην Πέμπτη Λεωφόρο, στις έξι μ.μ. και ότι έπρεπε να πιάσει το λεωφορείο των παρά δέκα, οπότε… είχε αρκετό χρόνο μπροστά της. «Τότε άθελά μου κύτταξα το ρολόγι του μαγαζιού και είδα πως πλησίαζε 5.30 μ.μ.» είπε η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού.

Αυτό επεβεβαίωνε επίσης και το άλλο συμπέρασμα: ότι δηλαδή αποκλειόταν ο σκασιάρχης των φυλακών, Γουώλτερ.  Ο παράνομος άντρας είχε δραπετεύσει και είχε συλληφθεί στο σπίτι της άλλοτε ερωμένης του, όπου είχε κρυφτεί για μερικές ώρες, ύστερα από την απόδρασή του από φυλακές στο Σύδνεϋ, την ίδια περίπου ώρα, που ο βιαστής της Λουίζας διέπραττε το έγκλημά του στο Πάρκο της πέμπτης Λεωφόρου.

«Βρώμικη δουλειά, από γνωστό άτομο. Μήπως ήταν ο ίδιος ο αρραβωνιαστικός της; Όχι βέβαια, αυτό αποκλείεται. Άλλωστε δε φαίνεται κακό παιδί. Ύστερα γιατί να τη βίαζε; Αφού και ερωτευμένοι ήταν, και αρραβωνιασμένοι. Αυτό λοιπόν είναι άτοπο. Όχι, αλλού θα πρέπει να ψάξουμε. Ανάμεσα στους γνωστούς της, στους γείτονές της… Πού καταντήσαμε! Να πρέπει να κυκλοφορεί η γυναίκα με σωματοφύλακα για να είναι ασφαλής.  Κι ύστερα σου λέει: μην οπλοφορείς!»

Ο Κηθ είχε γυναίκα και παιδιά που μεγάλωναν μέσα σε μία κοινωνία -την κοινωνία τους- που μέλη της διέπρατταν βδελυρά εγκλήματα σαν ετούτο. «Ναρκωτικά, βιασμοί, ληστείες, έγκλημα, ανυπαρξία ήθους! Δεν υπάρχει γλυτωμός!  Η κοινωνία μας πήρε για καλά την κατηφόρα. Μα το λόγο μου, βρίσκεται σε ολισθηρή κατιούσα.  Έχει διαδοθεί η κολλητική αρρώστια που μεταδίδει πλουσιοπάροχα η τηλεόραση με τα αμερικάνικα φιλμ, τα πορνό από τις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, την επίδειξη της χρήσης ναρκωτικών… όλα  αυτά τα ανόσια προγράμματα που δημιουργούν ένα συχαμερό συνονθύλευμα στο εθνικό κανάλι. Τι ξετσιπωσιά! Κι άλλη τόση στα βρωμοβιβλία. Διεστραμμένοι έρωτες, παιδεραστία, παιδικό έγκλημα, μαγεία, σατανισμός, αμέτρητοι οι θησαυροί της κόλασης ενός αλλόκοτου κόσμου, που άλλοτε δεν τους υποπτευόσουν, ενώ τώρα μπαίνουν μέσα στο σπίτι  σου με την άνεσή τους και τη νομιμότητα που τους παρέχει η βιομηχανία των ανεύθυνων: της τηλεόρασης, του κινηματογράφου, της έκδοσης, του κράτους! Βάλε και το κομπιούτερ! Αλλόκοτος κόσμος, ξεκουτιασμένος, τρελός που σαν εξωγήϊνο θηρίο κατασπαράσσει τη νεολαία μας για να χορτάσει την ακόλαστη δίψα του για σάρκα και αίμα αλλά πάνω απ’ όλα for the mighty dollar! Το φαντάζεσαι;  Δε χρειάζεται να είμαστε μάρτυρες μιας τέτοιας εικόνας. Και όμως!»  Αυτά είχε γράψει στο ημερολόγιό του εκείνο το βράδυ καθισμένος στο μικρό γραφείο του με μία κούπα καφέ μπροστά του, καθώς δεν του «κόλλαγε ο ύπνος».

Πολλές φορές τον άκουγαν και οι συνάδελφοί του με ανοιχτό το στόμα.  Είχε «άποψη» ο Κηθ, είχε «τόλμη και στόμα» και «κρατούσε ημερολόγιο σίγουρα με ύφος λογοτέχνη», αν έκριναν από τα λόγια που πέταγε…  Κάποτε έστριβε τα δάχτυλά του, τα έκανε να «κροταλίζουν» όπως έκαναν οι μερακλωμένοι άνθρωποι όταν χόρευαν και έλεγε: «Που είμασταν λοιπόν;» Κι όσοι ήταν δίπλα του αφυπνίζονταν μονομιάς και συγκεντρώνονταν στη δουλειά τους, μια και ο Κηθ δεν άφηνε κανέναν να καταληφθεί από ανία…  Είχε πάντα μία νέα δουλειά στο ράφι γι αυτούς.

 

Η Λουίζα δεν έλεγε να ξυπνήσει.  Ξαπλωμένη για δύο ημέρες τώρα, ήσυχη μέσα στον άρρωστο ύπνο της,  έμοιαζε με κοιμισμένη πριγκίπισσα.  Το πρόσωπό της παρόλο που δεν είχε βρει ακόμη το φυσικό του χρώμα, δεν ήταν άσχημο.  Βρισκόταν σε αφασία από τη στιγμή που την είχαν βρει.  Οι εξετάσεις βεβαίωναν ότι επρόκειτο μάλλον για σιοκ, ενώ οι φόβοι για άλλα προβλήματα, είχαν εκκαθαριστεί.

Το δωμάτιό της στο νοσοκομείο είχε πλημμυρίσει από λουλούδια που τα έστελναν φίλοι και γνωστοί, αλλά και άγνωστοι και ομοιοπαθείς και ακόμη κάποιοι οργανισμοί, δικαιωμάτων της γυναίκας.  Είχαν όλοι προφτάσει να δείξουν ότι συμμερίζονται το δυστύχημα της νέας και έδειχναν συμπάθεια, κατανόηση και προθυμία να βοηθήσουν. Τα νέα είχαν κάνει το γύρω της πολιτείας αστραπιαία και δεν ήταν λιγότερο από μία προειδοποίηση προς το ασθενές φύλο για συναγερμό.

Η κυρά Νίτσα είχε φέρει ένα όμορφο γαλάζιο νυχτικό και το είχε φορέσει στη Λουίζα με τη βοήθεια των νοσοκόμων. Ύστερα μάνα και νοσοκόμες  είχαν χτενίσει απαλά και προσεκτικά τα μαλλιά της. Η δυστυχής μητέρα καθόταν ολημερίς στο δίπλα της θυγατέρας της και δεν έπαυε να προσεύχεται. Την κύτταζε με μάτια γεμάτα ελπίδα και λαχτάρα, της χάϊδευε το μέτωπο, της «έσιαζε τα μαλλάκια της», της φιλούσε «το χεράκι της».  Άλλοτε πάλι έκλαιγε κι έκρυβε όσο μπορούσε τα δάκρυά της, γιατί δεν ήθελε αν ξυπνούσε το κορίτσι της ξαφνικά, να τη δει «σ’ εκείνα τα μαύρα χάλια!»

-Θε μου, λυπήσου το παιδί μου κι εμένα… όλους μας! Τι τό ‘θε λα πανάθεμά με το μαλλί; Δεν πήγαινα να το πάρω μονάχη μου; Αχ! τι κακοτυχία ήταν ετούτη θε μου; τον κακούργο, τον άτιμο, τον άκαρδο!  έλεγε και έκλαιγε σκεπάζοντας  με το μαντήλι το πρόσωπό της.

Ο καϋμένος ο κυρ-Αργύρης δεν άντεχε να κάθεται διαρκώς δίπλα στη θυγατέρα του και στη γυναίκα του. Μόλις κύτταζε το χλωμό προσωπάκι της Λουίζας δάκρυζε αμίλητος.  Έβγαινε τότε στο διάδρομο για να ξεχαστεί και να παρηγορηθεί, βλέποντας ότι και άλλοι άνθρωποι είχαν  βάσανα.  Όμως όχι.  Δεν υπήρχε παρηγοριά γιατί το κοριτσάκι του ήταν ένας άγγελος. Αυτό το παιδί τους, που δεν είχε λυπήσει ποτέ κανέναν μέσα στο σπίτι τους, που ήταν το καμάρι όλων, τώρα τους έδινε το συναίσθημα της απύθμενης απελπισίας. Δεν μπορούσε να το πιστέψει.  «Τι μπορώ να κάνω θε μου; Αν είχα μπροστά μου τον άτιμο τον άντρα που την πλήγωσε, θα τον έγδερνα και δε θαμετάνιωνα ποτέ μου… ποτέ μου μα τον θεό!»

Οι γιατροί τους είχαν συστήσει υπομονή και ελπίδα.  Ίσως και να συνερχόταν ξαφνικά καθώς επικρατούσε η γνώμη ότι εκείνο που την κρατούσε σε αυτή την κατάσταση  ήταν μάλλον το σιοκ του χτυπήματος, παρά μία οδυνηρή οργανική κατάσταση. Είχε ξεπεράσει την υποθερμία σχετικά χωρίς συνέπειες και η υποψία για εσωτερικό πρόβλημα, είχε εκμηδενιστεί. Υπολόγιζαν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που επρόκειτο να αντιμετωπίσουν όταν από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνούσε, θα ήταν αισθηματικής-ψυχολογικής φύσης, καθώς θα θυμόταν κάποια πράγματα -αν θυμόταν  κάτι τελικά.  Γιατί αν πραγματικά ήταν αναίσθητη τη χρονική  περίοδο του βιασμού της, δε θα μπορούσε να θυμηθεί τα σχετικά και ίσως αυτό να ήταν και το καλύτερο για τον ψυχισμό της εν γένει.

 

Όπως ήταν φυσικό, η είδηση του βιασμού της Λουίζας, είχε αναστατώσει το μικρό κύκλο της γειτονιάς τους.  Οι εφημερίδες είχαν γράψει λεπτομέρειες για το γεγονός και φυσικά οι ειδήσεις στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση δεν ήταν φειδωλές.  Το πρόσωπο της Λουίζας  φιγουράρισε αρκετές φορές στη μικρή οθόνη, αποβαίνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο γνωστό.  Μιλούσαν για τη σύλληψη υπόπτου και την επίλυση του παζλ, σε βραχύ χρόνο.  Ο Δήμος είχε προχωρήσει στο κλάδεμα των δέντρων και στον καλύτερο φωτισμό του Πάρκου της Πέμπτης Λεωφόρου, ενώ ταυτόχρονα η αστυνομική περίπολος, που είχε τοποθετηθεί για να κάνει το γύρω του Πάρκου, επέμενε να κάνει βόλτες όλο το εικοσιτετράωρο κάποτε συνέχεια κάποτε χωρίς συγκεκριμένο ωράριο. «Έπρεπε να γίνει το κακό για να συμμορφωθούν οι τοπικές αρχές.  Τόσον καιρό που φωνάζαμε να φτιάξουν λιγάκι το Πάρκο για να το χαιρόμαστε… έκλειναν τ’ αυτιά τους, πανάθεμά τους!» είχαν συμπεράνει κάποιοι μεταξύ τους, και είχε γίνει παρόμοιο σχόλιο και στην τοπική εφημερίδα.      Μία υπηρεσία της αστυνομίας διαφήμισε τη διάθεση ποσού, σ’ εκείνον ή εκείνους -αν βέβαια υπήρχαν- που είχαν δει τη Λουίζα μεταξύ της 5ης και 6ης απογευματινής, εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα, την Τετάρτη…  την ογδόη του μηνός Σεπτεμβρίου…  να μιλάει ή να περπατάει με την παρέα κάποιου, στον δευτερεύοντα κάτω δρόμο του Πάρκου, με τη μικρή αγορά.  Είχε γίνει γνωστό ότι η νέα είχε χτυπηθεί με είδος ρόπαλου ή με μπαστούνι που έφεραν μεταλικό άκρο.  Ο κίνδυνος επιστατούσε αν ο ένοχος δε συλλαμβανόταν…

 

Στις δώδεκα του Σεπτέμβρη, την Κυριακή -εντελώς ανορθόδοξα- ο Κηθ επισκέφτηκε τη Λουίζα. Το είχε κάνει καθώς είχε δουλειά στο νοσοκομείο. Είχε πληροφορηθεί για τα αποτελέσματα της ιατροδικαστικής εξέτασης.  Το περιστατικό τοποθετείτο μεταξύ της 5ης και 6ης απογευματινής στις 8 Σεπτεμβρίου.  Είχαν δείγμα του σπέρματος που βρέθηκε στο σώμα της νέας καθώς και δαχτυλικά αποτυπώματα στο παπούτσι που είχε βρεθεί λίγο πιο πέρα από το σημείο που είχε βρεθεί την ημέρα του  κακουργήματος. Ήταν βέβαιο ότι το αντικείμενο με το οποίο χτυπήθηκε ή ήταν μεταλλικό αντικείμενο, ή είχε μεταλλικό άκρο μικρής μάλλον περιμέτρου, πιθανόν μπαστουνιού. Αν βρισκόταν το πιο βέβαιο ήταν ότι θα οδηγούσε κατευθείαν στη σύλληψη του βιαστή…

Στο διάδρομο του νοσοκομείου ο Κηθ συνάντησε τον Πέτρο και τ’ αδέρφια της Λουίζας.  Συζητούσαν για το γείτονά τους τον ΄Αθα.  Σταμάτησε και ρώτησε δήθεν αδιάφορα.

-Ποιος είναι πάλι ο κύριος Άθας;

Του εξήγησαν ερεθισμένοι, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, με λίγα λόγια.

-Τι ξέρει αυτός ο γέρος; ρώτησε ο Κηθ.

-Αν ρωτήσεις εμένα, δεν ξέρει τι του γίνεται.  Με ρώτησε τι κάνω,  και του απάντησα ότι στεναχωριέμαι για τη Λουίζα μας… κι αυτός με ρώτησε σα να μην ήξερε: « Τι έχει η Λουίζα;»

-Τι να πω… τις τελευταίες μέρες κάτι συμβαίνει με αυτόν τον κοκκινοτρίχη.  Η Βίβιαν η σπιτονοικοκυρά του, είπε στη μάνα μου ότι έγινε πολύ απρόσεκτος.  Γρατσουνίστηκε στον κήπο στο πρόσωπό του λέει -το είδα κι εγώ το ίδιο βράδυ που τον ρωτήσαμε αν είχε δει τη Λουΐζα, ενώ ενωρίτερα όταν τον είδα στα μαγαζιά δεν είχε τίποτα στο προσωπό του. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Λέει επίσης  ότι έχασε το μπαστούνι του μέσα στο ίδιο το σπίτι του.  Δε θυμόταν λέει πού το είχε βάλει! Είπε επίσης ότι εχτές αγόρασε ένα καινούργιο, γιατί χωρίς μπαστούνι δεν μπορεί, κι ας μην το χρειάζεται. Σας είπα ότι εκείνη την καταραμένη ημέρα τον είδα στα μαγαζιά του Πάρκου και του μίλησα. Έκανε πως δεν με κατάλαβε. Δε με είδε καν ο γεροπαράξενος!

Ο Αντώνης τα είχε πει όλα αυτά με μιαν αναπνοή και πολύ ερεθισμένος.

-Ναι, ναι, το θυμάμαι αυτό, είπε ο Κηθ.

-Η Βίβιαν είπε και κάτι άλλο… ότι ο Άθας την περασμένη εβδομάδα, δήλωσε ότι ‘πεθύμησε να επισκεφτεί την Αγγλία,  για να δει λέει τα γερόντια του, ενώ εδώ και μερικά χρόνια, όταν είχε πρωτονοικιάσει το σπίτι της, είχε πει ότι δεν είχε κανέναν στον κόσμο, είπε με τη σειρά του, ο Νίκος.

Ο Κηθ άκουγε προσεκτικά.  Δεν τον ήξερε το «γερο-παράξενο».  Έφυγε όμως ξαφνικά, έτσι όπως είχε εμφανιστεί, χωρίς να έχει πει τίποτα ουσιαστικά.  Είπε μόνο σα να μιλούσε στον εαυτό του:

-Γεια σας. Θα σας δω μία άλλη στιγμή.

Λίγο πριν φτάσει στην έξοδο του του νοσοκομείου συνάντησε τον καθηγητή Βάγκνερ, που παρακολουθούσε τη Λουίζα.  Είχε έρθει για ένα έκτακτο περιστατικό και  εκείνη τη στιγμή ετοιμαζόταν να φύγει από το νοσοκομείο.  Ο Κηθ τον ρώτησε για νέα.

-Πιστεύουμε ότι από στιγμή σε στιγμή θα συνέλθει. Τίποτα τα οργανικό μέχρι στιγμής,  είπε εκείνος εξίσου λακωνικά.

Σα να θυμήθηκε όμως κάτι, πρόσθεσε:

-Ελπίζω να βρεθεί το αντικείμενο με το οποίο τη χτύπησε ο δράστης. Αν είμαστε τυχεροί και το βρούμε, τότε μάλλον θα μπορέσουμε να βρούμε τον άνθρωπο πίσω απ’ αυτό.  Με το σπέρμα εξασφαλίσαμε το DNA του δράστη, έχουμε και τα δακτυλικά του αποτυπώματα… Τώρα πρέπει να τα συνταιριάσουμε. Να βρούμε το άτομο στο οποίο ανήκουν.  Ναι!

Ο Κηθ δεν απάντησε, περίμενε κι άλλα. Ο καθηγητής Βάγκνερ λες και κατάλαβε, πρόσθεσε:

-Δουλεύουμε… πάνω σ’ αυτό…  υπάρχει αίμα στο φόρεμα της νέας στο αριστερό της μέρος κάτω από τον ώμο, που όμως δεν της ανήκει… Πιθανόν να προέρχεται από τον δράστη, από κάποιο τραύμα του. Θα δούμε αν το αίμα αυτό, ταυτίζεται με το σπέρμα…  εξετάζεται κι αυτή η περίπτωση αυτή τη στιγμή που μιλάμε…

-Πολύ ωραία κύριε καθηγητά… πολύ ωραία… είπε ο Κηθ σα να επρόκειτο για άνθρωπο-μηχανή.

Δεν το εννοούσε αυτό που μόλις είχε πει. Το μυαλό του ταξίδευε. Τον χαιρέτησε όμως με σεβασμό που κατάφερε να τον τραβήξει εντελώς μηχανικά μέσα από την πολυκύμαντη σκέψη του, κι έφυγε. Στο δρόμο του για το αυτοκίνητο θυμήθηκε την ερώτηση του Πέτρου,  την απάντηση, και στη συνέχεια το διάλογο ανάμεσα σ’ αυτόν και στον Αντώνη. «Πόσων χρονων είναι ο γέρος;» «Ποιος το ξέρει;  Μπορεί κι εβδομήντα…» «Ε για να ξεχνάει για το μπαστούνι του, μπορεί να έχει Αλζάϊμερς». «Σιγά τώρα. Αυτός είναι παλικαράκι.  Δε χρειάζεται μπαστούνι σας λέω.  Απλά κάνει το Λόρδο!» «και το τσιρότο στο μούτρο του; Άλλο κι ετούτο!»

Ξαφνικά το πρόσωπο του Κηθ φωτίστηκε.  Χαμογέλασε ικανοποιημένος. Είχε στο μυαλό του μία αλυσίδα πληροφοριών γι αυτόν τον «κύριο Άθα». Του είχαν φυτρώσει ξαφνικά περιέργειες που τον παρακινούσαν να ψάξει κάπως αυτόν τον «γέροντα», «το παλικαράκι που κάνει το Λόρδο» όπως είχε πει και ο Αντώνης θυμωμένος.  Πάντα θύμωνε κάθε φορά που μιλούσε για τον Άθα ο νέος. «Θέλω να το γνωρίσω αυτό το παλικαράκι με το μπαστούνι κι εγώ, my word!» μουρμούρισε με όρεξη. «Έχει σημασία σε ποιο μάγουλο γρατσουνίστηκε!.. Ίσως όμως και να μην έχει… Από τη στιγμή όμως που θα συγκριθεί το DNA της κηλίδας μ’ εκείνο του σπέρματος…» Χάρηκε με τις σκέψεις του. «Πού το ξέρεις;  μπορεί να έχουμε το κλειδί του μυστηρίου!»  Αποφάσισε ότι θα πρέπει να είναι αισιόδοξος και να φτάσει στο μπάτο αυτής της «βρώμικης ιστορίας».

 

Την επομένη ο Νετέκτιβ Κηθ και ο σάρτζεντ Τζον, ντυμένοι στα πολιτικά, κρατώντας ένα ωραίο μπαστούνι με κεφάλι μπρούτζινο, τυλιγμένο μερικά, επιβιβάστηκαν σ’ ένα άσπρο Φορντ  και σε λίγο βρίσκονταν στη γειτονιά της Λουίζας. Χτύπησαν μία πόρτα «στην τύχη» για να μη κινήσουν υποψίες και ρώτησαν για τον «κύριο Άθα».

-Εδώ δίπλα…  Είμαι ξέρετε η σπιτονοικοκυρά του σπιτιού που νοικιάζει ο κύριος Άθας, είπε η άγνωστη μ’ ενδιαφέρον κι έδειξε το σπίτι δίπλα στο δικό της.

Ο Κηθ κατάλαβε ότι επρόκειτο για  τη «Βίβιαν», για την οποία είχε μιλήσει ο Αντώνης.  Η  Βίβιαν ξαναρώτησε:

-Θέλετε να πάμε μαζί;

-Δεν πειράζει Βίβιαν.  Ευχαριστούμε, είπε ευγενικά ο Κηθ.

Εκείνη τους παρακολούθησε για λίγο.  Την έτρωγε η περιέργεια, τώρα. «Ποιοι να ‘ναι άραγε;  Δεν τους έχω ξαναδεί εδώ γύρω. Και πώς τάχατις ξέρουν το όνομά μου; Δεν τους το είπα… ή μήπως το είπα και δε θυμάμαι; Α! Δε με νοιάζει επιτέλους. Άλλον θέλουν, όχι την αφεντιά μου!»

Ο Τζον χτύπησε την πόρτα του Άθα με το μπαστούνι. Ακούστηκε μία φωνή:

-Εμπρος! Ποιος είναι;

-Είμαστε υπάλληλοι  από… από την αστυνομία.  Έχουμε κάτι για σας να σας το παραδώσουμε, είπε ο Τζον.

Άνοιξε η πόρτα κι ένα ανήσυχο ηλικιωμένο πρόσωπο πρόβαλε μπροστά τους.  Είχε ένα τσιρότο στο δεξί του μάγουλο που όμως άφηνε ακάλυπτο μέρος του τραύματός του. «Θαύμα κι ετούτο!» σκέφτηκε ο Κηθ καταχαρούμενος.  Ο ηλικιωμένος άντρας φορούσε γάντια κηπουρικής. «Μάλιστα! Εσύ είσαι η αφεντιά σου, ο «κύριος» Άθας!» σκέφτηκε ο Κηθ και τον κύτταξε μ’ εκείνη την αετίσια ματιά του, που ξεγύμνωνε.  Ο Άθας κάτω από τα εξεταστικά μάτια του Κηθ, τα έχασε.

-Γεια σας! είπε αβέβαιος.

-Κύριε Άθα, ακούσαμε από τους καλούς σου γείτονες ότι τελευταία έχεις μερικά προβλήματα με τη μνήμη σου,  κι αποφασίσαμε να σ’ επισκεφτούμε για να δούμε μήπως χρειάζεσαι κάποια βοήθεια! Μπορεί να μην είναι τίποτα το σπουδαίο, όμως -ίσως και να το γνωρίζεις αυτό- το ίδρυμα της Πρόνοιας… συνεργάζεται με την αστυνομία… και μάλλον  θα ήταν φρόνιμο να δεις τους γιατρούς, να κάνεις μιά γενική εξέταση… Καταλαβαίνεις;

-Έκανες καμία εξέταση τώρα τελευταία;   ρώτησε ο Κηθ που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε πει σχεδόν τίποτε.

Ο Άθας κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

-Κύττα να δεις, μπορεί οι εξετάσεις να δείξουν ότι είσαι μια χαρά. Ότι δεν χρειάζεσαι γιατρούς για να βοηθηθείς, είπε ο Τζον με ύφος αδιάφορο.

-Είσαι κι ολομόναχος… και λίγο απρόσεχτος έτσι; Τι έπαθες στο πρόσωπό σου; τον ρώτησε ξαφνικά ο Κηθ.

-Γρατσουνίστηκα στον κήπο μου! είπε εκείνος  αδίστακτα σα να περίμενε να του γίνει εκείνη η ερώτηση, φέρνοντας την παλάμη του στο δεξί του μάγουλο.

Ο Κηθ προσποιήθηκε πως δεν τον είχε ακούσει.

-Α! Βέβαια… Σου φέραμε κι ένα μπαστούνι… Οι καλοί γείτονές σου μας είπαν ότι έχασες εκείνο που είχες, είπε ο Κηθ προτείνοντάς του το μπαστούνι με το μπρούτζινο κεφάλι.

Ο Άθας σάστισε κυριολεκτικά τώρα. Ήταν  ολοφάνερο ότι αυτό το τελευταίο, ιδιαίτερα, δεν το περίμενε.  Πήρε το μισοτυλιγμένο μπαστούνι και το εξέτασε έτσι όπως ήταν, με φανερή αμηχανία.

-Δεν το χρειάζομαι.  Αγόρασα ένα άλλο, είπε συγχισμένος από την όλη υπόθεση και τους πρότεινε το μπαστούνι που του είχαν φέρει, πίσω.

-Κράτησέ το κι αυτό· τι πειράζει αν έχεις δύο αντί για ένα –αν και όταν βρεις το δικό σου, εννοείται. Το έχασες και ώσπου να το βρεις –αν το βρεις τελικά όπως είπαμε- χρησιμοποίησε ετούτο το νέο. Είπες πως δεν θυμάσαι πού τοέβαλες.  «Νά ‘ταν βελόνι… θα έλεγα… ένα μπαστούνι όμως…» μουρμούρισε ο Κηθ.

Ο Άθας τον κύτταξε.

-Είπες τίποτα;

-Δε νομίζω… Σ’ ακούω λοιπόν…

Το έβαλα κάπου εδώ… κάπου πρέπει να μου ξέπεσε·  θα ψάξω και θα το βρω… είπε όλο και περισσότερο εκνευρισμένος ο Άθας.

-Κράτησέ το, κράτησέ το! Άλλωστε… για σένα τ’ αγοράσαμε. Αν δεν το θέλεις την επόμενη φορά που θα είμαστε εδώ τριγύρω… μας το επιστρέφεις, επέμενε τώρα ο Τζον.

-Ευχαριστώ είπε εκείνος και παρά τη δυσαρέσκειά του, τους πρότεινε να μείνουν και να πάρουν ένα τσάϊ μαζί του.

Δεν ήθελε να κινήσει περισσότερες υποψίες με τη συμπεριφορά του. Οι δύο αστυνομικοί ευχαριστήθηκαν για την ευκαιρία που τους δινόταν. Πέρασαν λοιπόν μέσα και ο Άθας τους οδήγησε στην πίσω βεράντα του σπιτιού, που κύτταζε στον κήπο της αυλής. Ο κήπος του σπιτιού του Άθα και της κατοικίας της Βίβιαν ήταν ενιαίος.

-Έφτιαχνα λίγο τον κήπο, ξέρετε,  είπε ο Άθας

-Ωραίος κήπος! ’Εχεις αλήθεια «πράσινα δάχτυλα», Άθα.

-Είναι η εποχή που ξεπετιούνται, είναι άνοιξη, είπε πάλι, με ανησυχία που δεν μπορούσε να την κρύψει.

Ξαφνικά άλλαξε κι άρχισε να μιλάει σε διαφορετικό τόνο σα να επρόκειτο για άλλο πρόσωπο. Ήταν αλήθεια αξιολύπητος.

-Τι να κάνω; Περνάω την ώρα μου.  Μοναχός είμαι… μεγάλος είμαι… άλλα χόμπυ δεν έχω.

-Είδες τι έπαθε η γειτόνισσά σου; ρώτησε ξαφνικά ο Κηθ, δήθεν αδιάφορα.

-Ποια; Ποια γειτόνισσα είπατε; ρώτησε, κάνοντας τον κακομοίρη.

-Η Λουίζα Νικηταρά, του κυρίου Αργύρη η θυγατέρα, απέναντί σου.

-Α! Ναι, κάτι άκουσα, είπε ο Άθας πάλι.

-Περίεργο αυτό Άθα.  Ένας άνθρωπος μοναχός σαν την αφεντιά σου να μην ακούς τα νέα από την τηλεόραση, από το ραδιόφωνο, από τις εφημερίδες, από τη Βίβιαν! Βράζει ο κόσμος με το τραγικό αυτό συμβάν.

-Δεν μπόρεσα να βγω έξω, ξέρετε.

-Την περασμένη  Τετάρτη όμως βγήκες.  Μας το είπε ο Αντώνης Νικηταράς που σε είδε στα μαγαζιά του Πάρκου.  Ήταν στις πέντε το απόγευμα.  Ύστερα μία άλλη φορά -πιστεύω μετά από την Τετάρτη- ξαναβγήκες για ν’ αγοράσεις το νέο μπαστούνι σου.  Εσύ ο ίδιος μας το είπες, επέμενε ο Κηθ, παρατηρώντας με τα αεικίνητα μάτια του τις αντιδράσεις του Άθα.

-Πού να θυμηθώ γιε μου;  Ναι, μπορεί να είναι κι έτσι. Πού να θυμάμαι ο κακομοίρης;  είπε κάνοντας τον άθλιο γέροντα, αλλά τώρα τον είχε κατακυριέψει μία ακατάσχετη νευρικότητα.

Ο Κήθ δε συνέχισε.  Σιώπησε για λίγο.  Ξαφνικά όμως είπε:

-Θα σε ξαναδούμε Άθα, για ‘κείνο που είπαμε.  Ευχαριστούμε!

-Βέβαια, βέβαια, όποτε θέλετε, είμαι πάντα εδώ,  είπε εκείνος καταβάλλοντας προσπάθεια να φανεί  ευδιάθετος μέσα στην αθλιότητά του.

«Λες να το παράκανα;» σκέφτηκε ο Άθας όταν είχε κλείσει την πόρτα πίσω τους.  Άρχισε να περπατάει πάνω κάτω κάνοντας απολογισμό της επίδρασης που είχαν τα λόγια του στη Βίβιαν.  Είχε πει εκείνα τα πράγματα για το μπαστούνι του στη Βίβιαν και αυτή, όπως τα είχε υπολογίσει, τα είχε μεταφέρει στη γειτονιά.  Τώρα όμως αναρωτιόταν αν ήταν καλή αυτή η κίνησή του. Πώς είχαν φτάσει στ’ αυτιά των αστυνομικών; Ήθελε να καθήσει και να σκεφτεί.  Έπρεπε να καταστρώσει ένα σχέδιο.  «Γέρασες Άθα και κάνεις λάθη!» σκέφτηκε ανήσυχος.  Σκέφτηκε να βγει να περπατήσει. «Ίσως να πρέπει να εξαφανιστώ!» ξανασκέφτηκε. «Δεν πιστεύω να έρθουν κι άλλη φορά σήμερα.  Αυτό θα μου δώσει καιρό να σκεφτώ χωρίς να παρακινήσω υποψίες σε κανέναν, να ξεσκάσω, να κατεβάσω καμία νέα ιδέα!» σκέφτηκε  πάλι με άγχος. Σα να μη συνέβαινε τίποτα φώναξε τη Βίβιαν από την βεράντα του κήπου:

-Βίβιαν πάω έξω για λίγο.

-Εντάξει Άθα, ανταποκρίθηκε εκείνη από το πλυσταριό της.

 

Δεν είχαν περάσει δύο ώρες από την τελευταία τους επίσκεψη στου Άθα και να ‘τοι πάλι ο Κηθ και ο Τζον, πίσω εκεί στη γειτονιά των Νικηταραίων. Κατέφθασαν λοιπόν ενωρίς το απόγευμα και πρώτα-πρώτα σταμάτησαν στης Βίβιαν.  Έκπληκτη εκείνη δεν ήξερε τι να πει πέρα από το συνηθισμένο:  “Hello!”.   Ο Κηθ όμως της μιλάει ήσυχα:

-Ο κυριος Άθας είναι μέσα;

-Δεν ξέρω! Χμ! Περίμενε… Νομίζω ότι έχει βγει…  Ναι… ναι… Δεν πιστεύω να γύρισε ακόμη.

-Εντάξει. Το βλέπω… Δεν είσαι σχεδόν βέβαια για τίποτα.  Μπορούμε να περάσουμε στον κήπο;  ρώτησε ο Κηθ.

Η Βίβιαν φάνηκε διστακτική, αναγκάζοντας έτσι τον Κηθ να βγάλει μία κάρτα με τη φωτογραφία του και την ιδιότητά του. Ύστερα έβγαλε ένα άλλο χαρτί από τον εισαγγελέα, για έρευνα-ψάξιμο.  Η Βίβιαν κατάλαβε.  Δεν ωφελούσε λοιπόν να πει κάτι. Ήταν η αστυνομία και είχαν εγγράφως το δικαίωμα να κυττάξουν στον κήπο ή όπου αλλού στο σπίτι του Άθα, αν ήθελαν.

Την Βίβιαν την έτρωγαν η ανησυχία και η περιέργεια τώρα.  Τόλμησε ωστόσο, για να ξεκαθαρίσει το τοπίο για την αφεντιά της:

-Τι συμβαίνει κύριε ντετέκτιβ;

-Εξέταση ρουτίνας κυρία μου! είπε ο Κηθ ήσυχα.

Παρά τη δήλωση του Κηθ η Βίβιαν είχε αρχίσει να αναρωτιέται τι αλήθεια μπορούσε να συμβαίνει; «Ψάχνουν χωρίς να είναι εδώ ο κυρ-Άθας;  Λες να έκανε κάτι ο γέρος και δεν ξέρουμε;»  Η φαντασία της είχε αρχίσει να καλπάζει τώρα. Δεν ήξερε γεγονότα κι έτσι οι όποιες υποψίες της ή φαντασίες της παρέμειναν στο στάδιο εκείνο.

Οι δύο αστυνομικοί έφεραν μία βόλτα στον κήπο, χωρίς να μιλούν.  Γνώριζαν ότι η Βίβιαν τους παρακολουθούσε από το πλυσταριό της. Αυτό δεν τους στενοχωρούσε.  Η γυναίκα  δεν ήξερε ούτε και έβλαπτε κανέναν με το να κυττάζει.  Χτύπησαν την πόρτα του Άθα από τη μεριά του κήπου, για να βεβαιωθούν και πάλι αν ήταν μέσα.  Αν και δεν ήταν βέβαιοι για την απουσία του, πίστευαν ότι αν ήταν εκεί, θα τους άνοιγε.  Φαινόταν αρκετά έξυπνος για να αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορούσε ν’ αποφύγει την αστυνομία.  Είχε κάτι απάνω του που μίλαγε για την προσωπικότητά του: σκοτεινή, ύπουλη, γεμάτη υπεκφυγές… αλλόκοτη γενικά. Ο Κηθ τον είχε κιόλας συνδέσει με την παρανομία, «ακόμη…  και με το έγκλημα του βιασμού στο πάρκο!»  Ο Κήθ ένιωθε μέσα του ότι ο «κύριος Άθας» ήξερε καλύτερα, από του να προβάλει αντίσταση και να ενισχύει με τέτοιου είδους συμπεριφορές τις υποψίες των αστυνομικών. Αφού ήταν τόσο έξυπνος, υπήρχε και ο κίνδυνος να μην αφανιστεί ξαφνικά.  Στη σκέψη αυτή ο Κηθ ανησύχησε κάπως. Όφειλε να το προσέξει πολύ αυτό. Έπρεπε να καρφώσει τα μάτια του πάνω στον Άθα… ο ίδιος και οι αντικαταστάτες του όταν αυτός έλειπε. Ήταν βέβαια ηλικιωμένος ο Άθας και εγκατεστημένος για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα σ’ εκείνη τη γειτονιά. Ίσως και να μην σκεφτόταν ν’ αφανιστεί με μία και μόνο επίσκεψη των αστυνομικών.  Ήλπιζε τέλος πάντων να μη συμβεί κάτι τέτοιο.

 

Στον μεγάλο κήπο ο Κήθ και ο Τζον περπάτησαν κάτω από μία πέργολα φορτωμένη από τα κάποια πρώιμα μάλλον τσαμπιά των μπλε λουλουδιών γουστέριας. Έφτασαν πίσω στην αλουμινένια παράγκα του κήπου. Φόρεσαν από ένα ζευγάρι χοντρά πλαστικά γάντια, κι αφού άνοιξαν την πόρτα της, άρχισαν να ερευνούν πιθαμή προς πιθαμή το χώρο. Μετακίνησαν μακρυά ξύλα με πολλές αγκίδες για το στήριγμα των ζαρζαβατικών, διάφορα εργαλεία, έσυραν ένα ράφι με φάρμακα για τον κήπο, κύτταξαν και ξανακύτταξαν όλο το χώρο.  Σ’ ένα δεμάτι από τα ίδια λεπτά ξύλα του κήπου, ο Τζον πρόσεξε και τράβηξε ένα στρογγυλό ξύλο, καλυμμμένο με στεγνή λάσπη. Ήταν κοντό και οι δύο άκρες του ήταν σπασμένες.  Το εξέτασε και το πρότεινε στον Κηθ.

-Τι λες;

-Τι να δεις… δεν φαίνεται να έχει κάποιο μεταλικό κεφάλι. Μπορείς και να το πλύνεις βέβαια. Προς το παρόν βάλε το στην άκρη μήπως και μας χρειαστεί.

Γυρίσανε στα κηπάκια με τα λαχανικά κύτταξαν και ξανακύτταξαν.

-Μήπως κρύβει κάτι στο σπίτι του; Κάτι ανάφερε σχετικό, είπε πάλι ο Τζον.

-Κι εσύ τον πιστεύεις;  Περίμενε… ίσως και να εκπλαγείς αν μάθεις γι αυτόν κάποια πράγματα.  Κι αυτό θα γίνει, υπομονή!

-Ίσως και να μην είναι τόσο έξυπνος!

-Ίσως! είπε ο Κηθ. Πάντως μπορεί και να το εξαφάνισε.  Γιατί θα κρατούσε την επικίνδυνη μαρτυρία μέσα στο σπίτι του;  θα ρωτήσει κανείς.  Γιατί απλά δεν περιμένει κανείς να το κρύβει στο σπίτι του.  Καλό σκεπτικό… λογικό…  Θα δούμε όμως, θα δούμε.  Όλα πρέπει να γίνουν με το μαλακό, με το γάντι μην παρακινήσουμε το παλικαράκι ν’ αποδράσει, κατάλαβες;

Ο Κηθ μίλαγε χωρίς να παύει να επεξεργάζεται ξανά και ξανά τα διάφορα σημεία του κήπου που πίστευε ότι μπορεί να είχαν κάτι να προσφέρουν στην έρευνά τους.  Εξέταζε με μάτι διαπεραστικό τις σιδηρένιες σωληνώσεις που είχαν τοποθετηθεί στην πέργολα που ήταν παρόμοιες μ’ εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι τσιμεντοποιοί στις οικοδομές, για την στήριξη των καλουπωμάτων.  Ήταν ολοφάνερο ότι είχαν μπει στην πέργολα για να την ενισχύσουν, ώστε να σηκώνει το βάρος της κατάφορτης γουστέριας.

Ξαφνικά έψαξε για μία καρέκλα ή ένα σκαμνί.  Βρήκε τελικά μία σιδηρένια παλιά καρέκλα με ξύλινο κάθισμα και την έφερε κάτω από την πέργολα. Τη δοκίμασε.  Φαίνεται ότι άντεχε το βάρος του. Τη μετακίνησε πολλές φορές με μεθοδικότητα, καλύπτοντας κάθε πιθαμή της γης κάτω από την πέργολα, και χρησιμοποιώντας τον φακό του στο σκιερό εκείνο χώρο. Τίποτα… Ήταν έτοιμος να κατέβει και να σταματήσει το ψάξιμο, όταν ξαφνικά σταμάτησε για να διακρίνει, να ξεχωρίσει κάτι.  Κάτω από το πυκνό ολοπράσινο φύλλωμα της γουστέριας, είδε κάποια σύρματα να γυαλίζουν αλλιώτικα στο φως. Ήταν νεότερα από τα υπόλοιπα στην πέργολα, γεγονός που παρακινούσε στην υπόθεση ότι ίσως και να είχαν το ποθετηθεί πρόσφατα.  Παρακολουθώντας μάλιστα το χώρο της πέργολας γύρω από από αυτά, διαπίστωσε ότι παρόμοια καινούργια σύρματα  ήταν δεμένα σε δύο ακόμη μεριές, σχηματίζοντας  μαζί μ’ εκείνο που πρωτοείδε, τρία  συρμάτινα δεσίματα στη σειρά. Τράβηξε την καρέκλα ακριβώς κάτω από  εκείνο το σημείο. «Πώς δεν τα είχα προσέξει πριν;» αναρωτήθηκε. Λυγίζοντας «πέρα-δώθε» το σώμα του, περιεργάστηκε με προσοχή, τι τέλος πάντων είχε φρεσκοδεθεί εκεί πάνω με τόση επιμέλεια.  Έβλεπε καθαρά πλέον  ότι πάνω από τη σωλήνωση και δίπλα στο χοντρό κλωνάρι της γουστέριας που στηριζόταν σ’ αυτή, ήταν δεμένο με τα σύρματα αυτά, ένα ξύλινο κομμάτι, στρογγυλό, επεξεργασμένο από χέρι. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει εύκολα το κάθε σημείο του, καθώς «κάποιος» είχε φέρει τα ευλύγιστα πράσινα κλωνάρια της αναρριχώμενης γουστέριας, με μαστοριά γύρω από τη σωλήνωση όπου είχε τοποθετηθεί το μακρύ, στρογγυλό, σα μπαστούνι, ξύλο. Κάποια λοιπόν από τα φύλλα της γουστέριας το σκέπαζαν που και που. Αν αφήνονταν έτσι, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι δε θ’ αργούσαν να καλύψουν εκείνο το στρογγυλό κομμάτι ξύλου και να το κάνουν μέρος του φυτού.  Ο Κηθ μετακίνησε και πάλι τη σιδερένια καρέκλα.  Παραμέρισε τα φύλλα του φυτού αρχικά στο ένα άκρο του. Το στρογγυλό ξύλο τελείωνε σε λαστιχένιο καπάκι εφαρμοσμένο επάνω του. Μετακίνησε και πάλι την καρέκλα στην οποία ανέβαινε και παραμερίζοντας προσεκτικά τα φύλλα της γουστέριας,  κύτταξε  κατά μήκος του στρογγυλού ξύλου για το  άλλο άκρο του.  Διαπίστωσε πως σε εκείνο το σημείο, γυάλιζε για τα καλά: το άλλο άκρο του ήταν  ολοφάνερα μεταλλικό.

-Τζον! φέρε την πένσα παιδί μου, φώναξε νευρικά.

Ο Τζον αναγνωρίζοντας από τον τόνο του Κηθ ότι κάτι είχε βρει, έτρεξε με την πένσα στα χέρια του.

-Τι είδες; ρώτησε με άγχος και βάλθηκε να παρακολουθεί, τον σιωπηλό, τον συγκεντρωμένο στη δουλειά του, Κηθ.

Εκείνος δεν απάντησε παρά μονάχα τη στιγμή, που έχοντας κόψει –αν και με κάποια δυσκολία- όλα τα σύρματα, ελευθέρωσε ένα μπαστούνι.

-Αυτό! είπε κουρασμένος  και φανερά ανακουφισμένος, δείχνοντας ένα μπαστούνι με μεταλλική χειρολαβή: μία λιονταρίσια κεφαλή.

Έβγαλε μία πλαστική σακκούλα από την τσέπη του και ένα λάστιχο.  Κάλυψε με αυτήν το μπρούτζινο κεφαλάκι και έβαλε το λαστιχένιο κρίκο γύρω του. Το πρότεινε στον Τζον.

-Φύγαμε! είπε σιγανά.

Ο Τζον αναστατωμένος όπως και ο Κηθ, χωρίς κουβέντα τράβηξε από την τσέπη του παντελονιού του μία πλαστική αδιαφανή σακκούλα, που μόνο όταν την άνοιξε άφησε να φανεί το μέγεθός της, και έβαλε μέσα το μερικά καλυμένο μπαστούνι. Το έκλεισε με λαστιχένιο δακτύλιο.  Δεν μιλούσαν, σκέφτονταν μόνο.

Φεύγοντας ο Κηθ χτύπησε το παράθυρο από το πλυσταριό της Βίβιαν και φώναξε:

-Ευχαριστούμε Βίβιαν!

Δεν ακούστηκε τίποτα. Εκείνη τα είχε δει όλα και τα είχε χαμένα… Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η τόση φασαρία για το μπαστούνι του Άθα… και γιατί ο ευλογημένος Άθας είχε δέσει το μπαστούνι του στην πέργολα… και γιατί έκανε πως δε θυμόταν που το είχε βάλει… Αλήθεια είχε μπερδευτεί πολύ με τον Άθα, το μπαστούνι του και τους δύο άντρες της αστυνομίας.   Και η αστυνομία πώς ήξερε επιτέλους για το μπαστούνι του και γιατί το πήραν μαζί τους, ενώ του είχαν φέρει την προηγούμενη ένα ωραίο γυαλιστερο καλής ποιότητας μπαστούνι; «παράξενα πράγματα μα την αλήθεια… Τι είχε κάνει επιτέλους ο κύριος Άθας;»

Την είχε φάει η περιέργεια τη Βίβιαν και δεν είχε άδικο.  Όλα αυτά συνέβαιναν κάτω από τη μύτη της μέσα στα σπίτια της. Σίγουρα είχε κι αυτή «κάποια δικαιώματα σα σπιτονοικοκυρά!».  Ίσως και να έπρεπε ν’ ανησυχεί τελικά για όλα αυτά.

Κυττάζοντας γύρω της προσεκτικά, κατέβηκε στην πόρτα του κήπου και την κλείδωσε.  Ασφάλισε καλά την πίσω πόρτα του σπιτιού, κλείδωσε την είσοδο από τη μεριά του δρόμου, κλείδωσε όλα τα παράθυρα και ύστερα κάθησε στο παράθυρο του σαλονιού της από τη μεριά του δρόμου, από όπου, χωρίς να τη βλέπουν, και μέσα από το μισοσκότεινο δωμάτιο, μπορούσε να παρακολουθεί την κίνηση της γειτονιάς.  Και τότε είδε ή μάλλον πρόσεξε, ότι το αυτοκίνητο των αστυνομικών ήταν ακόμη εκεί μπροστά της, στην απέναντι πλευρά του δρόμου.  Δεν είχαν φύγει λοιπόν, περίμεναν.  Ή μήπως είχαν φύγει και είχαν επιστρέψει;  «Κάτι τρέχει, κάτι τρέχει! Τι όμως;» Το αυτοκίνητο ωστόσο της αστυνομίας της φάνηκε ξαφνικά ότι ήταν διαφορετικό από το πρώτο. «Σίγουρα ήταν!» σκέφτηκε.  Καϋμένη Βίβιαν! Είχε αλήθεια συγχιστεί τόσο πολύ, που τώρα πια είχε μπερδέψει και τα χρώματα.  Είχε χάσει ακόμη και το μέτρημα του χρόνου! Και το χειρότερο: φοβόταν να βγει στη γειτονιά… αν και ήθελε τόσο πολύ να μιλήσει με κάποιον, για να ηρεμήσει.

Η αλήθεια ήταν ότι ο Κηθ είχε επιστρέψει στη διεύθυνση του Άθα για να παρακολουθήσει την κίνηση παρέα μαζί με άλλους αστυνομικούς,   έχοντας καταθέσει αρχικά το μπαστούνι μέσω του Τζον, στην ειδική υπηρεσία.  Ολοφάνερα πλέον περίμεναν για τον Άθα.  Και η ώρα πλησίαζε τέσσερις το απόγευμα.

Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο «κύριος» Άθας, με μία σακκούλα ψώνια στο χέρι του. Δεν είχε προσέξει το αυτοκίνητο, που εντελώς διαφορετικό, δεν έφερε κάτι, μία ένδειξη τέλος πάντων, που να θυμίζει την αστυνομία. Προχώρησε λοιπόν κρατώντας το μπαστούνι του παραμάσκαλα.  Στάθηκε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του έτοιμος ν’ ανοίξει. Στο μεσοδιάστημα ο Κηθ και ένας νέος αστυνομικός, ο Σπένσερ, είχαν πλησιάσει αθόρυβα και τη στιγμή που ο Άθας γύριζε με προσοχή το κλειδί στην κλειδωνιά τον  καλησπέρισαν ξαφνικά.  Ο Άθας τα έχασε στην κυριολεξία.  Τους καλησπέρισε με  φωνή που έδειχνε οργή.

-Ξέρεις Άθα, κανόνισα να μπεις σήμερα κιόλας στο νοσοκομείο. Θα σου δώσω μία ώρα να ετοιμαστείς,  είπε αυστηρά ο Κηθ, περιμένοντας αντιδράσεις.

-Δεν έρχομαι! Επιτέλους είμαι ελεύθερος πολίτης και δε δέχομαι η αστυνομία ή οποιοσδήποτε άλλος να μου επιβάλουν κάτι τέτοιο. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σας κάλεσα; Ζήτησα τη βοήθεια σας; ρώτησε   θυμωμένος εκείνος.

-Για το δικό σου καλό Άθα, σε συμβουλεύω να μας ακολουθήσεις χωρίς αντίσταση, διαφορετικά θ’ αναγκαστώ να χρησιμοποίησω την ιδιότητά μου και εν ονόματι του νόμου να…  είπε ο Κηθ συννεφιασμένος από τις υποψίες του.

Βγάζει από την τσέπη του ένα έγγραφο.  Του το δείχνει.  Είναι το ένταλμα της σύλληψής του.

-Με συλλαμβάνεις; Γιατί; Για πιο λόγο; Έκανα κάτι και δεν το ξέρω; είπε ο Άθας τρέμοντας από θυμό.

-Θα διαπιστώσεις ότι είναι για το καλό σου Άθα, να υποβληθείς στις απαραίτητες εξετάσεις. Ξεχνάς· δε θυμάσαι ακόμη και τους γείτονές σου με τους οποίους ζεις, τόσα χρόνια.  Επικίνδυνα πράγματα φίλε, επικίνδυνα! Κι επειδή είσαι και μόνος σου, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα! επέμενε ο Κηθ.

Ο Άθας κατάλαβε ότι ήταν μάταιο ν’ αντιδράσει στους δύο άντρες. Κατάλαβε ότι ήταν υπό κράτηση, ότι ήταν ύποπτος για κάτι.  Μάζεψε λοιπόν δύο πράγματα, πάντα υπό την επίβλεψή τους και τους ακολούθησε.

Μπήκε στο αυτοκίνητο ενώ η Βίβιαν που είχε κολλήσει κυριολεκτικά στο παράθυρο, όση ώρα οι αστυνομικοί ήταν με τον Άθα, είχε πάψει πλέον να προσπαθεί να συναρμολογήσει τα κομμάτια του παζλ που ήταν σκόρπια στο μυαλό της, και βασιζόταν τώρα μόνο σ’ εκείνα που ολοφάνερα, διάβαζαν  τα μάτια της.

Η Βίβιαν ένιωσε ασφαλής με την απομάκρυνση του Άθα.  «Τώρα πια… δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος! Κίνδυνος; Από πού το έβγαλα ετούτο το συμπέρασμα; Δεν έκανε και τίποτα ο ταλαίπωρος ο «κύριος» Άθας! Ή μήπως… έκανε… μήπως είναι…» σκέφτηκε και πάλι μπερδεμένη η Βίβιαν.  Τελικά και με τη «βοήθειά» της, τα «περί του κυρίου Άθα νέα» διαδόθηκαν στη γειτονιά. «Ο κύριος Άθας οδηγήθηκε από δύο αστυνομικούς, στο Τμήμα υποθέτω» είπε, καθώς δεν ήξερε και τίποτα παραπάνω.  Κάποιος Αγγλοαυστραλός ρώτησε: «Και γιατί αυτό; Τι έκανε επιτέλους;» Η Βίβιαν είχε σκεφτεί και είχε πει ξαφνικά σαν να την είχε φωτίσει μία υπερδύναμη: «Μωρέ μήπως τον πήγανε σε κανένα ίδρυμα;  Τώρα τελευταία σα να πολυξεχνάει! Λέτε να έχει Αλζάϊμερς;»

Τα νέα έφεραν στο προσκήνιο υποθέσεις, εικασίες, συμπεράσματα! Η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει  και πάλι στην γειτονιά τους. Οι γείτονες δεν είχαν προλάβει να συνέλθουν από το δυστύχημα της Λουίζας, και αντιμετώπιζαν ένα άλλο παράξενο γεγονός που δεν το είχαν καθόλου προβλέψει: τη σύλληψη του «κυρίου» Άθα. Γιατί είχε επιβεβαιωθεί τελικά ότι επρόκειτο για σύλληψη. Υπήρχε ένταλμα σύλληψης, το είχε δει η Βίβιαν…  «Αλλά η αστυνομία μαζεύει μόνο τους παραβάτες του νόμου και πολύ σπανιότερα τους σχιζοφρενείς, που βλάπτουν άθελά τους το συνάνθρωπο.  ΄Οσο για σύλληψη ανθρώπου που υποφέρει από Αλζάϊμερς… δε γνωρίζω…» «Ναι, είναι μάλλον ασυνήθιστο, κυριολεκτικά πρωτάκουστο!» «Αν όμως τα πράγματα είναι όπως τα λέει η Βίβιαν;» «Τότε;» Τελικά οι γείτονες έπαψαν να υποθέτουν, αφού ήταν άγνωστο σε ποια επιτέλους κατηγορία ανήκε ο «κύριος» Άθας.  Ίσως σε καμμία από αυτές, ίσως σε μία άλλη κατηγορία, άγνωστη μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η φαντασία παράτολμη όπως πάντα δούλευε και όργωνε στη σκέψη των γειτόνων. Ο «κύριος» Άθας είχε πάρει τις πιο δυσανάλογες διαστάσεις σαν χαρακτήρας: από τέρας… μέχρι αγαθό γεροντάκι… Τα ενδιάμεσα μπορεί να τα φανταστεί οποιοσδήποτε ανάλογα με τις φοβίες του και τις αντιλήψεις του.

 

Η οικογένεια της Λουίζας είχε πληροφορηθεί για τα νέα της σύλληψης του κύριου Άθα, αλλά από όλους μόνο ο Αντώνης είχε ενδιαφερθεί ιδιαίτερα, καθώς μέσα του και όλως περιέργως είχε συνδέσει τον αφανισμό της Λουίζας με την παρουσία του «κοκκινοτρίχη» στην αγορά του Πάρκου.  Βέβαια αυτό το συναίσθημά του δεν μπορούσε να γίνει βεβαιότητα και να αποδώσει ευθύνες στον «κύριο Άθα».  Ήταν ένα συναίσθημα υποψίας και αντιπάθειας μαζί, σε υπέρτατο βαθμό.  «Αυτό όμως από την εξακρίβωση της ενοχής… απέχει παρασάγγεις!»

Το μπαστούνι του Άθα είχε κιόλας προσφέρει μαρτυρία καταπέλτη καθώς είχε γίνει ανάλυση της ανύποπτης ύλης στην μπρούτζινη κεφαλή του. Επίσης είχαν διευκρινιστεί τα υπολείματα ζάχαρης στην λεόντινη κεφαλή, που είχε ενεργήσει σαν κόλλα μορίων από ξένο σώμα, που βρέθηκαν εκεί.

Ο Άθας είχε υποβληθεί σε εξετάσεις και είχε διαπιστωθεί το  DNA του.  Ήταν δίδυμο με εκείνο του σπέρματος που βρέθηκε στο σώμα της Λουίζας, και του αίματος στο αριστερό μέρος του φορέματός της, κοντά στο μέρος του ώμου. Διαπιστώθηκε επίσης η ταυτότητα του Άθα και αναζητήθηκε μέσω της Ίντερπολ στα αρχεία της αστυνομίας του Λονδίνου.  Είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια από την άφιξή του στην Αυστραλία, όμως τα δακτυλικά του αποτυπώματα καθώς και οι φωτογραφίες του υπήρχαν πάντα στα αρχεία της και αποδείκνυαν  ότι επρόκειτο για τον Άθα Μπρόμγουελλ ή άλλως Πάτρικ Κέλλυ.

Φημισμένος ο σεσημασμένος Πάτρικ Κέλλυ, είχε συλληφθεί και είχε καταδικαστεί για βιασμούς και κακοποίηση γυναικών. Η καριέρα του, του κακοποιού, είχε αρχίσει ενωρίς. Στη διάρκεια της τελευταίας φυλακίσεώς του είχε εξεταστεί επανειλημμένα από ψυχιάτρους.  Ο λόγος ήταν ότι η συμπεριφορά του είχε αλλοιωθεί.  Περνούσε περιόδους αμηχανίας και κατάθλιψης κι άλλαζε συχνά τη συμπεριφορά του προς τους άλλους φυλακισμένους:  Bipolar with psychotic features boarderline personality features, έτσι είχε χαρακτηριστεί ως προς την αρρώστειά του, που ερμηνεύεται: διπολική συναισθηματική διαταραχή, με ψυχωτικά στοιχεία και επιπλέον μεταιχμιακή διαταραχή. Αυτές οι επισημάνσεις είχαν κατατεθεί στις σημειώσεις των ψυχιάτρων. Είχαν συσταθεί φάρμακα για την κατάστασή του, που αποδείχτηκε ότι τον  είχαν επηρεάσει θετικά για ένα μεγάλο διάστημα.

Ο Κήθ είχε διαβάσει για να καταλάβει καλύτερα την κατάσταση του ανθρώπου εκείνου: «διπολική συναισθηματική διαταραχή, με ψυχωτικά στοιχεία και επιπλέον μεταιχμιακή διαταραχή». Είχε δανιστεί και είχε μελετήσει κάποια λεξικά ψυχιατρικών όρων. Βρήκε σχετικά για τις παραπάνω καταστάσεις τα ακόλουθα: «Μία πολύπλοκη αλήθεια κατάσταση ασθενείας, όπου ο ασθενής παρουσιάζει μανιακά και οπωσδήποτε καταθληπτικά επεισόδια καθώς και σύμφωνα ή ασύμφωνα με τη συναισθηματική του διάθεση, ψυχωτικά στοιχεία.  Στο φαινόμενο αυτό ο ασθενής μπορεί να είναι το ένα ή το άλλο, και πότε να γέρνει περισσότερο προς το μανιακό μέρος της ασθένειάς του ή άλλοτε να γίνεται περισσότερο καταθληπτικός, ή να κατέχεται ταυτόχρονα  και από τις δύο καταστάσεις  και επιπλέον να είναι ψυχωτικός.  Επιπλέον λόγω της μεταιχμιακής διαταραχής, υπάρχει αστάθεια σε διάφορες περιοχές, όπως είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις, συμπεριφορά, συναίσθημα και εικόνα του εαυτού. Οι σχέσεις είναι έντονες και ασταθείς. Υπάρχει παρορμητική και απρόβλεπτη συμπεριφορά με συχνές αυτοκαταστροφικές τάσεις, έντονες διακυμάνσεις της διάθεσης από το φυσιολογικό στο καταθλιπτικό ή σε έντονα ξεσπάσματα θυμού, βαθιά αναταραχή της ταυτότητας και των αξιών και σκοπών του ατόμου, χρόνια αισθήματα κενού ή ανίας ή βραχέα επεισόδια ψύχωσης.  Ο ασθενής τείνει να αποφεύγει τα φάρμακά του και να καταφεύγει σε πράξεις εντυπωσιασμού».

Ο Κηθ όταν είχε διαβάσει τα παραπάνω, είχε χαμογελάσει αινιγματικά.  Κάτι του είχε πει να μην πείθεται από τα φαινόμενα! «Ο Άθας… έπαιζε παιχνίδια!..» Η συμπεριφορά και το ύφος του είχαν παροτρύνει τον Κηθ  να θεωρεί «τον Άθα «σκέτο μούτρο»!

 

Ο «κύριος» Άθας έχοντας απολυθεί από την τελευταία έκτιση φυλακής του, είχε εργαστεί σε πλοία, σε δουλειές ανιδείκευτες, που δεν ασκούσαν πίεση απάνω του. Είχε κατορθώσει να μην παρανομήσει και έτσι όταν κάποια τυχερή στιγμή είχε βρεθεί στην Αυστραλία -υπηρετώντας αγγλικό φορτηγό πλοίο-  δοθείσης της ευκαιρίας να κατεβεί, κατέβηκε από αυτό και δεν ξαναγύρισε… πίσω σ’ αυτό!  Ήταν μόνο πενήντα χρονών. Απεδείχθη ότι είχε προετοιμαστεί για αυτού του είδους «την κάθαρση»… με την αποβίβασή του από εκείνα που τον έδεναν με το «κακό παρελθόν του»… και την εμβάπτισή του με το όνομα Άθας Μπρόμγουελ… που εξυπηρετούσε την παραμονή του με καινούργια ταυτότητα στην χώρα… που άλλοτε είχε δεχτεί παρομοίους -αν και πολύ καλύτερους χαρακτήρες από την αφεντιά του- όπως λέει η ιστορία των πρώτων κατοίκων καταδίκων από την Αγγλία στην Αυστραλία.

Είχε αποκτήσει κάποια πλαστά χαρτιά που έφεραν το όνομα Άθας Μπρόμγουελ, που τα είχαν «παραχαράξει»  για χάρη του πρώην “inmates”, σύντροφοί του στη φυλακή.  Αυτοί όταν τελικά είχαν αποφυλακιστεί, επιδίδονταν σε τέτοιου είδους «επιχειρήσεις», παραβαίνοντας εκ συστήματος το νόμο, βοηθώντας αχρείους της σειράς τους και τηρώντας αυτό που λέει ο λαός: «και το βιολί βιολάκι», για την εξασφάλιση πόρων προς το ζην!

Ο Άθας λοιπόν είχε πετύχει να μείνει στην Αυστραλία, παράνομα κατ’ αρχήν. Αργότερα όμως και καθώς είχε εργαστεί  για μεγάλο διάστημα σε ένα εργοστάσιο, άρπαξε την ευκαιρεία  κάποιας αμνηστείας προς όλους τους παράνομους εργάτες, και υπέβαλε τα χαρτιά του για υπηκοότητα.  Η τύχη ήταν με το μέρος του αφότου πάτησε πόδι σ’ ετούτη τη χώρα, που είχε συνηθίσει να απονέμει συγχωροχάρτια ακόμη και σε βρώμικα χέρια, για την εξυπηρέτησή της.

Στα εξήντα του χρόνια και ύστερα από έναν τραυματισμό, έπαιρνε ένα κρατικό βοηθητικό επίδομα   και αργότερα όταν είχε γίνει καλά, καθώς δεν εύρισκε εργασία, ζούσε με το επίδομα ανεργείας.  Τώρα και στα εξηνταέξι του, έπαιρνε πλέον την κανονική σύνταξη ηλικίας.  Ήταν άγνωστο αν κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος είχε συνεχίσει να παίρνει τακτικά, τα απαραίτητα για τη νευροψύχωσή του, φάρμακα.

 

Τα είχε καταφέρει καλά ο Άθας για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.  Στη γειτονιά ο «κύριος» Άθας, ο ήσυχος, ο λιγόλογος, ο συντηρητικός, ο γενναιόδωρος, δεν είχε δώσει την παραμικρή αφορμή για υποψίες.  Ήταν φιλικός με τα παιδιά, και διακριτικός  με τους μεγάλους.  Έκανε τον κήπο του, κυττούσε τη δουλειά του και φίλευε τους γείτονες με τα greens του.  Δεν είχε φίλους αλλά ούτε και εχθρούς και δεν είχε ποτέ επισκέπτες.  Ετούτον τον τρόπο σχέσεων τον είχε επιδιώξει ο ίδιος ο Άθας.  Αρκετοί τον είχαν καλέσει στο σπίτι τους για να τον ευχαριστήσουν για τα λαχανικά που τους μοίραζε κάπου-κάπου, αλλά εκείνος απέφευγε συστηματικά τέτοιου είδους σχέσεις.  Κάποιοι γείτονες τον λυπόνταν για τη μοναξιά του και πίστευαν πως κατά βάθος ήταν ντροπαλός, εσωστρεφής, μονόχνωτος.

Ίσως όμως η όλη συμπεριφορά του Άθα να οφειλόταν στα φάρμακα που έπαιρνε ή δεν έπαιρνε.  Ο Κήθ το έψαξε κι αυτό.  Τηλεφώνησε στο νοσοκομείο της περιοχής.  Κλείνοντας ένα κατεπείγον ραντεβού, διαπίστωσε ότι ο Άθας είχε κάνει τις επισκέψεις του όταν δεν ήταν καλά, αν όχι τακτικά ή ανελλιπώς.  Τους τρεις τελευταίους μήνες είχε πάρει συνταγές για τα φάρμακά του.  Είχε σημειωθεί, όπως πάντα.  Το νοσοκομείο όμως δεν κυνηγάει τους ασθενείς του ούτως ή άλλως. Αν ένας ψυχιατρικός ασθενής αποβεί ενοχλητικός ή στην χειρότερη περίπτωση  επικίνδυνος για τον εαυτό του ή για τους άλλους, τότε τον συλλαμβάνει η αστυνομία και τον οδηγεί στο νοσοκομείο. Από εκεί απολύεται τελικά,  μόνο εφόσον κριθεί ασφαλής έχοντας παρακολουθηθεί για κάποια περίοδο.  Ο Άθας μπορούσε επίσης να προμηθεύεται τα φάρμακά του μέσω του γιατρού του ή αν βρισκόταν  εκτός της πόλης στην οποία ζούσε, να επισκεφτεί έναν άλλο γιατρό ή  νοσοκομείο.  Στην όποια, από τις παραπάνω, περίπτωση οι επισκέψεις, η κατάσταση και τα φάρμακα ενός ασθενούς όπως ο Άθας, καταγράφονται στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές του κρατικού συστήματος υγείας και καταχωρούνται στο ιστορικό του.

 

Η ανάλυση αίματος απέδειξε ότι ο Άθας δεν είχε πάρει τα φάρμακά του τις δυο-τρεις τελευταίες ημέρες και ας τα είχε προμηθευτεί κανονικά από το φαρμακείο του νοσοκομείου που τον παρακολουθούσε. «Γιατί όμως;  Πότε ακριβώς τα είχε σταματήσει; Τα είχε πάρει μέχρι την ημέρα του βιασμού; Τα χρειαζόταν ή δεν τα χρειαζόταν τελικά; Ή κι αν ακόμα τα χρειαζόταν και δεν τα είχε πάρει ήταν πράξη εθεληματική, πράξη εντυπωσιασμού τελικά; Τόσα ερωτήματα!» σκέφτηκε ο Κηθ στεναχωρημένος.

Το «θηρίο» δεν είχε αφήσει ποτέ τον Άθα, απλά βρισκόταν σε μακροχρόνια νάρκη. «Εκτός κι αν το «θηρίο»-Άθας είχε άλλους τρόπους, μυστικούς, σατανικούς για να το ικανοποιεί», είχε σκεφτεί ο Κηθ μ’ ένα έντονο αίσθημα ανατριχιαστικής αηδίας.  Έχοντας περάσει προ πολλού τα εξηνταπέντε του, αποδεικνυόταν ότι τα πάθη του δεν μπορούσαν να σιγάσουν, χωρίς ή και με τη βοήθεια των φαρμάκων.  Πριν πατήσει το πόδι του στην Αυστραλία σα μέλος πληρώματος στην εμπορική ναυτιλία κατάφερνε πιθανόν να ικανοποιεί τα διαστρεβλωμένα πάθη του στα διάφορα λιμάνια-σταθμούς.  Τελικά όμως άρπαξε την ευκαιρία είτε συνειδητά, είτε ασυνείδητα  κι αποκάλυψε εκείνο που είχε κατορθώσει να κρύψει τόσο καλά και για πολλά χρόνια, στη χώρα που τον αγκάλιασε σαν πολίτη της και του είχε δώσει όλα τα δικαιώματα που μόνο ένας Αυστραλός πολίτης δικαιούται, όχι όμως αυτός ο παράνομος, τώρα πια, ακόμη κι αν ήταν άρρωστος!

 

Ο Άθας προσπάθησε να πείσει την αστυνομία ότι ο βιασμός αυτός δεν ήταν πράξη προμελετημένη.  Είχε πει «σα δαρμένο σκυλί με την ουρά στα σκέλια»: «Ήταν η κακή στιγμή, μία πράξη που δεν ήθελα να την κάνω, ήταν ένα τρομερό ατύχημα και για τους δυο μας» και ο Κηθ ήθελε να του κλείσει το στόμα με το μπαλλάκι που του το είχε χαρίσει ο γιος του, ύστερα από μία νίκη του στο τέννις  και από τότε το κρατούσε πάνω στο γραφείο του.

Κάτω από τις πιέσεις του Κηθ, ο Άθας είχε μπει σε ένα διάλογο που οδηγούσε στην κατεύθυνση μιας ομολογίας για όλα εκείνα που ο αστυνόμος υποπτευόταν και που είχαν ενισχυθεί από τις αναφορές της  ‘Ιντερπολ για εκείνον. «Γιατί δεν έπαιρνες τα φάρμακά σου λοιπόν;» ρώτησε ο Κηθ.  «Γιατί το ξέχασα!» είχε απαντήσει εκείνος κλαψουρίζοντας. «Δεν τα έπαιρνες για μέρες…» «Δε φταίω… δε φταίω…» έκλαιγε και κλαψούριζε ο Άθας και ο Κηθ ένιωσε κάποια στιγμή πως είχε μπερδευτεί με εκείνον τον ψυχασθενή εγκληματία. «Ακούς και φωνές;» τον ρώτησε ήσυχα. «όχι… τέτοια πράγματα δεν τα έχω!» Με αυτό το τελευταίο άναψε και κόρωσε ο Κηθ.  «You are… an old bastard! Βέβαια δεν τις έχεις, γιατί τα έπαιρνες τα φαρμακά σου μέχρι πριν από λίγο… από το…  κι άστα αυτά που ξέρεις· αλλά είσαι γερο-αλεπού…  τι να πω! Ήθελες να δοκιμάσεις πόσο ικανός είσαι.  Ήθελες να εντυπωσιάσεις, έτσι δεν είναι;» Ο Άθας δικαιολογήθηκε: «Τι να πω επιτέλους; Ό,τι κι αν πω θα είναι εις βάρος μου.  Θέλω να δω το δικηγόρο μου!» «Να τον δεις το δικηγόρο σου! Νομίζεις ότι αυτό θα σε βοηθήσει,  έτσι;» Ο Κηθ είχε απαντήσει φαινομενικά  ήρεμος: «Γέρος άνθρωπος είμαι.  Ήταν η κακιά ώρα!» «Για ποιον; Πες μας λοιπόν: για σένα ή για το κορίτσι «κύριε Άθα;» είχε ρωτήσει με μεγάλη δόση ειρωνείας ο Κηθ. Ύστερα φανερά οργισμένος τον είχε κυττάξει στα μάτια με εκείνο το φοβερό βλέμμα του του αετού και σφύριξε στ’ αυτί του: «Γέρος, ξεγέρος άρρωστος-ξάρρωστος, το βίασες το κορίτσι… Άκου εκεί…. είναι γέρος άνθρωπος λέει!  Αν ήταν όλοι οι γερόντοι σαν την αφεντιά σου ρε καθίκι, αλοίμονο στην κοινωνία μας! Και πού ‘σαι; Ο γιατρός σου στο νοσοκομείο και το medicare αποδεικνύουν ότι τα φάρμακά σου τα έπαιρνες… Άκουσες; Τα  έ-παιρ-νες! Εν ψυχρώ το διέπραξες το βιασμό, και με σώας τας φρένας! Το αν τα πήρες ή δεν τα πήρες δυο-τρεις μέρες, για να δικαιολογηθείς ότι δεν ήξερες τι έκανες, δε  μου λέει τίποτα! Η επίδραση των φαρμάκων δεν εξαλείφεται στο άψε-σβήσε!»

Τέλος, ύστερα από απανωτές ερωτήσεις και τη φοβερή πίεση των εναντίον του αποδείξεων, ο Άθας ομολόγησε: «Εντάξει… εντάξει… ναι, το είχα σκεφτεί από καιρό.  Προσπάθησα να μην το σκέφτομαι, να μην κάνω κακό στη Λουίζα.  Μου άρεσε το κοριτσόπουλο.  Είχε ξυπνήσει μέσα μου το δαίμονα.  Την παρακολουθούσα καθημερινά πίσω από την κουρτίνα.  Ήξερα πότε έφευγε και πότε γύριζε.  Ήξερα τα πάντα γι αυτήν.  Ήξερα ότι ήταν αρραβωνιασμένη κι αυτό μου άνοιγε την όρεξη.  Σκεφτόμουν ότι ήταν μπασμένη στα…  ξέρεις…  Εκείνη τη μέρα ο καιρός λες και είχε συνωμοτήσει μαζί μου. Δεν είχα πάρει τα φάρμακά μου την προηγούμενη.  Δεν ήθελα να τα πάρω. Ήθελα να… σιωπά. Κυττάζει τον Κηθ που τον κυττάζει λες και είναι έτοιμος να του πάρει το κεφάλι. Ύστερα συνεχίζει με ερεθισμένη φωνή.

«Ήταν κοντά πεντέμιση κι είχε πλακώσει μια σκοτεινιά πρόωρη.  Την είδα να βγαίνει από το γραφείο της και την παρακολούθησα. Την είδα να μπαίνει στο συγκεκριμένο μαγαζί.  Σκεφτόμουν πώς θα μπορούσα να την πλησιάσω και να της προτείνω κάτι, χωρίς να ξέρω ακόμα, τι.  Αγόρασα ντόνατς να καθησυχάσω το άγχος μου. Βγαίνοντας από το μαγαζί με τα κέϊκς και τα ντόνατς, τότε ακριβώς την είδα να διασταυρώνει το δρόμο και να κατευθύνεται προς το Πάρκο. Έτρεξα μέσα στον κόσμο και βρέθηκα πριν από αυτήν στην είσοδο του Πάρκου και την παρακολουθούσα προσεκτικά.  Ήρθε ακριβώς εκεί, δίπλα μου, μπροστά στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην είσοδο και στάθηκε.  Σκεφτόταν  το ένιωσα… και τότε πήδηξα εγώ μπροστά της.  Άρπαξα την ευκαιρία, της πρόσφερα ντόνατς… φρέσκα ζαχαρωμένα… αρνήθηκε… και… τελικά την έπεισα να περπατήσουμε μαζί στο Πάρκο».

 

Τα υπόλοιπα… «όλα τα άλλα»… ήταν πλέον γνωστά… Το αντρικό σπέρμα που είχε βρεθεί στο σώμα της νέας ήταν του Άθα, το αίμα προερχόταν από τη γρατσουνιά θάμνου τη στιγμή που  έπεφτε για να ασελγήσει πάνω στο αναίσθητο σώμα της Λουίζας. Μία δύο τριχούλες -σχεδόν αόρατες στα μάτια του Άθα- είχαν κολλήσει στη χειρολαβή του μπαστουνιού του από τη ζάχαρι που είχε λυώσει στα χέρια του καθώς έτρωγε ντόνατς, ανήκαν στη Λουίζα. Είχαν κολλήσει απάνω στη λονταρίσια χειρολαβή του μπαστουνιού του, έτσι «ζαχαρωμένη» όπως ήταν, από τα χέρια του «γέρου». Επιπλέον υπήρχαν και τα δακτυλικά του αποτυπώματα πάνω σ’ αυτήν. Τα δακτυλικά αποτυπώματά του διαπιστώθηκαν και στο παπούτσι της Λουίζας, καθώς όταν εξετάστηκαν ταίριαζαν  μ’ εκείνα που είχαν δοθεί στους ιατροδικαστές από την Ίντερπολ.  Η ομολογία του Άθα  επισφράγισε την υπόθεση: τελεία και παύλα!..

Tα παιχνίδια του με τη μνήμη του τα είχε αρχίσει με τη Βίβιαν για ν’  απομακρύνει κάποιες μελλοντικές υποψίες.  Το άρρωστο μυαλό του ενεργούσε σα ρολόϊ σε σχέση με το κρίμα που ετοιμαζόταν να κάνει. Έπρεπε να δείξει ότι κάποια πράγματα που θ’ ακολουθούσαν και είχαν σχέση με τη συμπεριφορά του, είχαν τα αίτιά τους.  Η Βίβιαν τα είχε διαδόσει στη γειτονιά.  Οι γείτονες σκέφτηκαν πως ο καϋμένος ο κύριος Άθας υπέφερε από Αλζάϊμερς…  Αυτό που είχε παρακινήσει τις υποψίες του  Κηθ, ήταν ο ζήλος του Άθα να πείσει ότι ξέχναγε σε βαθμό ώστε να μη θυμάται ακόμη πού είχε αφήσει και το μπαστούνι του.

Ο κύκλος που είχε ανοίξει με την πληγή του βιασμού πήρε να κλείσει με την εισαγωγή του Άθα στο ψυχιατρείο. Ίσως να μην έμενε στην Αυστραλία  τελικά.  Ίσως και να τον απέλαζαν στην Αγγλία.  Ο Κηθ δεν ήθελε να φιλοξενείται «ο γέρο-μπάσταρδος σε μία φυλακή πολυτελείας, όπως ήταν η ψυχιατρική κλινική, αλλά σε κελί της φυλακής ανάμεσα σε ανθρωποειδή τέρατα σαν την αφεντιά του. Εκεί σίγουρα θα «καλοπερνούσε» όταν μάθαιναν οι σύντροφοί του τι κουμάσι ήταν». «Τι να σου κάνω; Είσαι λέει άρρωστος.  Who knows? You are a bloody bastard! That’s what you are! Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει! »

 

Η γειτονιά που είχε αρχικά αναστατωθεί για το δυστύχημα της Λουίζας, είχε σοκαριστεί με την διαπίστωση της ενοχής αυτού του άγνωστου τώρα πια, «παλιανθρώπου» που στην ουσία ήταν ένα αρρωστημένο μυαλό.  Δέκα χρόνια ήταν σα να τρέφει κανείς ένα φίδι στον κόρφο του και να μην το ξέρει! «Τον παλιάνθρωπο! Και δεν του φαινόταν!..» είχε πει η Βίβιαν στη γειτόνισσά της τη Λίζ, κι ευχαριστούσε το Θεό και την τύχη της που δεν είχε πάθει κάτι η ίδια. «Θα μπορούσε και να πεθάνει η φτωχή Λουίζα, δε νομίζεις Λιζ;» είχε ρωτήσει τη γειτόνισσά της δυο σπίτια πέρα από το δικό της, ανατριχιάζοντας και σφίγγοντας τη ζακέτα της απάνω της. «Τον λυπόμασταν… αισθανόμουν ευγνωμοσύνη για το κοινωνικό πρόγραμμα της χώρας μας… έλεγα πως θα μπορούσε κάποια στιγμή να φιλοξενηθεί σε κάποιο αξιοπρεπές οίκημα καθώς δεν είχε απολύτως κανένα… Ε, ναι, όπως  καταλαβαίνεις είχα πιστέψει στο παραμύθι του ότι δηλαδή  υπέφερε από «Αλζάϊμερς»! Θε μου τι μπορεί να συμβαίνει δίπλα σου και να μην το ξέρεις.  Είναι φοβερό μα την αλήθεια! Ευτυχώς τον πιάσανε τον κακούργο, και θα μπορούμε τώρα πια, να κοιμόμαστε ήσυχα!» είπε η Βίβιαν ευτυχισμένη που ο Άθας είχε συλληφθεί.

Η οικογένεια της Λουίζας και ο Πέτρος, καθώς και ο ντετέκτιβ Κηθ είχαν ασκήσει μηνύσεις εναντίον του Πάτρικ Κέλλυ ή Άθα Μπρόμγουελ για βιασμό και ανθρωποκτονία.  Δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να νοσηλευτεί σε ψυχιατρείο, με ελαφρυντικά την ψυχασθένεια και την ηλικία του.  Ο Πάτρικ Κέλλυ βρήκε τελικά την τιμωρία που του άξιζε.  Οι καταγγελίες πήγαιναν πίσω, την ημέρα που είχε απατήσει τη χώρα της ακούσιας υποδοχής του, την Αυστραλία, με τα πλαστά χαρτιά του:  την παράνομη παραμονή του, την εκμετάλλευση του κοινωνικού της συστήματος και τελικά το βιασμού εκ προμελέτης και την απόπειρα ανθρωποκτονίας, έχοντας εγκαταλείψει το θύμα του στην τύχη του.  Η αστυνομία πέτυχε όχι μόνο να καταδικαστεί, αλλά και να εξαχθεί πίσω στη χώρα από όπου είχε προέλθει, την Αγγλία.  Εκεί θα έκτιε την ισόβια κάθειρξή του, μόνιμος οικότροφος σε ψυχιατρικό τμήμα φυλακής. Ήταν επικίνδυνος βιαστής κι ανεύθυνος έναντι της ανθρώπινης ζωής.

Η ιδέα και μόνο ότι ο άρρωστος κακοποιός θα εγκατέλειπε ετούτη τη γη, ήταν για την οικογένεια της Λουίζας και για τον Πέτρο, μία μεγάλη ικανοποίηση.  Όλη αυτή η τραγική υπόθεση είχε ασυζητητί φοβερό αντίκτυπο στη Λουίζα.  Κατόρθωσε με την υποστήριξη όλων να συνέλθει και να αντιμετωπίσει ακόμη και τις καταθέσεις που είχε να κάνει σχετικά με την όλη ιστορία.  Προσπαθούσε να ξεπεράσει τα ψυχολογικά τραύματα που είχαν ανοιχτεί στο άκουσμα και μόνο του ιστορικού του βιασμού της, τα συναισθήματα εντροπής και κατωτερότητας. Ήταν αλήθεια ότι δε θυμόταν τίποτα από εκείνον τον βιασμό.  Κι αυτό την είχε βοηθήσει θετικά, ως ένα βαθμό.  Ήταν ένα έγκλημα εναντίον της και όφειλε να είναι ευγνώμων που είχε επιζήσει. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν ότι είχε προχωρήσει μπροστά από τον Άθα στο στένωμα του δρομίσκου, και ύστερα θα πρέπει να έγινε εκείνο το κάτι, το φοβερό που δεν πρόλαβε να το αντιληφθεί επομένως τι θα μπορούσε να θυμηθεί! Όταν ξύπνησε στο  νοσοκομείο μέρες αργότερα… δεν θυμόταν παρά ελάχιστα πράγματα, και όλα, πριν από το τραγικό γεγονός.

 

Όταν πια είχε αφήσει το νοσοκομείο η Λουίζα, ένιωθε ότι η ζωή της είχε αλλάξει ανεπανόρθωτα, και προς το χειρότερο. Ακολούθησαν ημέρες αβεβαιότητας για την καθαρότητα του σώματός της, για την υγεία της, για το έγκλημα στο οποίο είχε υποστεί ενώ ήταν αναίσθητη. Οι γιατροί είχαν βεβαιώσει ότι ήταν καθαρή από προβλήματα υγείας.  Η τελευταία εξέταση αίματος που είχε γίνει όταν άφηνε το νοσοκομείο, δέκα ημέρες αργότερα, δεν έδειξε κάτι ο ανησυχητικό. Θα συνεχίζονταν αυτές οι εξετάσεις ακόμη δύο φορές, μία πάνω στο εξάμηνο κι άλλη μία πάνω στο χρόνο, και αργότερα στο δεύτερο χρόνο, για την πιστοποίηση της συνεχούς καλής υγείας της.

Με τον Πέτρο περνούσαν δύσκολες στιγμές. Η Λουίζα επέμενε να διαλύσουν τον αρραβώνα τους.  Δεν ήθελε να τον δει, καθώς ένιωθε ότι η μίανση την είχε «λερώσει» κι ένιωθε ανάξιά του. Η ψυχολόγος είχε εξηγήσει στον Πέτρο και σ’ όλη την οικογένεια ότι η κατάσταση της Λουίζας δεν ήταν ούτε παράξενη, ούτε ασυνήθιστη.  Έπρεπε να περιμένουν να ηρεμήσει, να μάθει να μη ντρέπεται, να μη φοβάται, να μάθει από την αρχή ν’ αγαπάει τον εαυτό της και να μην αισθάνεται περιφρόνηση γι αυτόν, λες και έφταιγε η ίδια για το βιασμό της.

Ο Πέτρος αν και πληγωμένος από αυτή την άθλια ιστορία, έμαθε να εκτιμά τη ζωή όπως είχε εξελιχθεί κι ακόμη να  μη μισεί τον άνθρωπο που τους είχε κάνει τόσο κακό. Πεισμωμένος και πληγωμένος ο άτυχος νέος, είχε ορκιστεί ότι η «Λουίζα του» θα γινόταν γυναίκα του και παρά τις αντιδράσεις της.  Θα περίμενε με υπομονή.  Θα ξανάρχιζε μαζί της, και θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη της, καθώς όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι και το ήξερε και η ίδια.  Είχε βάλει στοίχημα με τον εαυτό του να την κάνει να συμβιβαστεί με τη νέα πραγματικότητα και ν’ αποδεχτεί την αγάπη του, που όχι μόνο δεν είχε αλλάξει, αλλά είχε γίνει δυνατότερη και πιο ανθρώπινη.

Όμως το μυαλό του ανθρώπου παίρνει αποφάσεις που για άλλους δεν είναι ούτε σωστές ούτε λογικές, και όμως επιμένουν σ΄αυτές. Η Λουίζα, το όμορφο, απλό κορίτσι, το κορίτσι του Πέτρου,  δεν έγινε ποτέ καλά ύστερα απ’ αυτό που της είχε συμβεί. «Fixation!» είχε πει ο γιατρός  έχοντας μιλήσει με την ψυχολόγο της. Υπομονή και πολύς χρόνος… κι αν!

 

Poor Louise!” Αυτό το  πολυσήμαντο «αν!», με το πέρασμα του χρόνου, πήρε να παγώνει!.. 

 

 

 

2 σκέψεις πάνω στὸ “Βιασμός στο Πάρκο

  1. Διάβασα με αγωνία για το τέλος όλη την ιστορία σας ,ομολογώ ότι απορροφήθηκα τόσο πολύ!
    Θαυμάσια η περιγραφή των χαρακτήρων, οι εικόνες σας με ταξίδεψαν στην όμορφη πόλη,στο πάρκο
    στην γειτονιά της Λουίζας ,έζησα τίς δραματικές σκηνές με λύπη,θαύμασα την αγάπη του Πέτρου αλλά έμεινε το “Αν” για την ψυχική υγεία της Λουίζας. Κυρία Πιπίνα μου σας ευχαριστώ για αυτά τα σαράντα υπέροχα λεπτά ανάγνωσης που μου χαρίσατε!

    ΑΝΝΑ ΜΟΝΟΓΥΙΟΥ

    Μοῦ ἀρέσει

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Εἰκόνα Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Twitter. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...