Τζούλη Τζένκινς
Κελί 333 [J(ulie) J(enkins)Cell 333]
Μυθιστόρημα [Novel (Fiction)]
Σύδνεϋ 2013
Σελίδες (pages): 380
Copyright: Pipina D. Elles
(Πιπίνα Δέσποινα Ιωσηφίδου – Έλλη)
*****************************************
Ο άνθρωπος είναι μείγμα αγαθού και κακού.
Όταν υπερισχύει το αγαθό μέρισμα του εαυτού του,
είναι «άνθρωπος».
Το αντίθετο του προηγούμενου, τον μεταμορφώνει
σε «τετράποδο»!
Π.Ε.
*******************************************
Τζούλη Τζένκινς
Κελί 333
(Απόσπασμα μόνο)
«Ούουου!.. Ούουου!.. Ούουου!.. Ούουου!..» Οι φωνές αντηχούσαν δυνατές και αναμειγνύονταν με τους αντίλαλους που δημιουργούσαν, έτσι όπως δέρνονταν ανάμεσα στους τεράστιους γυμνούς τοίχους των τσιμεντένιων διαδρόμων του συγκεκριμένου ορόφου. Βρίσκανε θαρρείς διέξοδο μέσα από τα κάγκελα των κελιών που παρατάσσονταν με γεωμετρική ακρίβεια στις πλευρές του ορόφου, για να πλημμυρήσουν τελικά και τους υπόλοιπους ορόφους του κρατητηρίου γυναικών. Οι τεράστιες τσιμεντένιες σκάλες ξεκινούσαν από το ισόγειο και έφταναν και ως τον τέταρτο όροφο, σχηματίζοντας ένα τεράστιο τετράγωνο κενό, μέσω του οποίου, οι φύλακες μπορούσαν να παρακολουθούν άνετα την κίνηση των συναδέλφων τους στις σκάλες ή στους στενούς διαδρόμους των ορόφων και να ακούν τους περισσότερους θορύβους ή ήχους, σαν μέσα από χοάνη μεγαφώνου. Η επιτυχία ως προς την εξασφάλιση της ακροαματικότητας του κτηρίου, αποτελούσε είδος εφιάλτη για τις ήσυχες κρατούμενες, καθώς όταν κάποιες από αυτές έκαναν φασαρία, τιμωρούνταν εξίσου και εκείνες που δε συμμετείχαν.
Η Τζούλη Τζένκινς στο κελί 333, αν και νέα τρόφιμος ετούτων των γυναικείων φυλακών, είχε ήδη μία ιστορία, ένα παρελθόν με περιστατικά παράβασης του νόμου, σύλληψης, προσαγωγής ενώπιον του εισαγγελέα, και κράτηση σε αναμορφωτήριο ή σε φυλακή… Έτσι λοιπόν από τις πρώτες κιόλας ώρες, δε δίστασε να πρωτοστατήσει στις αντιδράσεις κατά των φυλάκων της, κυρίως όταν εκείνοι επιθεωρούσαν το κελί της ή τα άλλα κελιά και τις συμπεριφορές της ή τις συμπεριφορές των άλλων κρατούμενων. Έδειχνε τη δυσαρέσκειά της εναντίον του συστήματος του ‘δικαίου’, τσιρίζοντας και σέρνοντας κυριολεκτικά με μανία, ένα αλουμινένιο κύπελλο πάνω στα κάγκελα της βαριάς εισόδου, στο κελί της. Με τη συμπεριφορά της ξεσήκωνε και άλλες κρατούμενες, που ερεθισμένες από την φασαρία, ακολουθούσαν το παράδειγμά της. Άλλες πάλι, περίμεναν στωικά να τελειώσει εκείνο το εκκωφαντικό «πανηγύρι», που μόνο τη θέση τους χειροτέρευε. Έρχονταν ωστόσο και οι ώρες της μεγάλης κατάθλιψης και της σιωπής και τότε η Τζούλη δεν ενδιαφερόταν να δημιουργήσει επεισόδια, να βγει για να περπατήσει ή να ασκηθεί με τις άλλες γυναίκες στον αυλόγυρο των φυλακών, ούτε και ενδιαφερόταν να βάλει μπουκιά στο στόμα της. Οι άλλες γυναίκες που γνώριζαν το θλιβερό και πολύπλοκο παρελθόν της Τζούλη, υποστήριζαν ότι δεν έπρεπε να βρίσκεται ανάμεσά τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορούσαν να επαναστατούν εναντίον των αρχών του τόπου για την τιμωρία της στη φυλακή και κατ’ επέκταση και της δικής τους τιμωρίας ή φυλάκισης.
……………………………………………………………
«Μαμά… μαμά, πού είσαι;» φώναξε από το διάδρομο, η οκτάχρονη Τζούλη Τζένκινς, τραβώντας ταυτόχρονα από τους ώμους της τον σχολικό σάκο και αφήνοντάς τον στη συνέχεια, σε πολυθρόνα του χώρου υποδοχής, του σπιτιού. Όπως συνήθως είχε ανοίξει την είσοδο με το κλειδί της, όμως κάτι έλειπε από τη συνήθη φιλόξενη ατμόσφαιρά του. Σταμάτησε λοιπόν για μία στιγμούλα, λες και ήθελε να ακροαστεί κάτι. Περίμενε για κάποιες κινήσεις όπως συνήθως, κάποιες θετικές αντιδράσεις από τα οικεία της πρόσωπα. Τέτοια ώρα, την όποια συνηθισμένη ημέρα της εβδομάδας, η Ρουθ, η μητέρα της, είχε ήδη πάει στο σχολείο, είχε παραλάβει τον μικρότερό της αδερφό, Ντέιβιντ –τον φώναζαν και Ντέιβ- από το νηπιαγωγείο και ήταν εκεί, στο σπίτι τους, παρέα οι δυο τους, για να την υποδεχτούν. «Μαμά!» φώναξε ξανά η μικρή, κάπως άγρια αυτή τη φορά, κατειλημμένη από μία ανεξήγητη ανησυχία. Σώπασε ξανά και αφουγκράστηκε με χτυποκάρδι αυτή τη φορά. Νόμισε ότι άκουσε κάτι. Τρομαγμένη στάθηκε ακίνητη, και τότε έφτασε στ’ αυτιά της ένα σιγανό βογγητό. Παρά τον πανικό της, αφουγκράστηκε ξανά λες και για να βεβαιωθεί ακόμα μια φορά, και αμέσως ύστερα, βιάστηκε με κομμένη αναπνοή, στην κρεβατοκάμαρα της μητέρας της, από όπου ερχόταν το ασυνήθιστο βογγητό. Με το που πάτησε το πόδι της στο κατώφλι της, αντίκρισε τη μητέρα της πάνω στο μεγάλο κρεβάτι, σε μία παράξενη στάση σύμπτυξης, με τα ρούχα της ακατάστατα, αλλού τραβηγμένα κι αλλού βγαλμένα και ανήμπορη να αρθρώσει λέξη ή να κινηθεί, πέρα από εκείνο το βογγητό ανθρώπου, σοβαρά πληγωμένου. Σοκαρισμένο από το θέαμα το κοριτσάκι, πλησίασε μηχανικά θαρρείς το κρεβάτι της μητέρας της. Κοίταξε τη μητέρα της με ορθάνοικτα μάτια και με κομμένη αναπνοή κατάλαβε ότι ήταν τραυματισμένη. Το μωλωπισμένο πρόσωπό της Ρουθ το ράντιζαν ασταμάτητα τα δάκρυά της. Η Τζούλη που είχε πάψει τώρα πια να ακούει και να βλέπει οτιδήποτε άλλο, πέρα από εκείνη την απίστευτα τραγική εικόνα, της πολυαγαπημένης μητέρας της, τεντώθηκε και έσκυψε πάνω της ενώ τα δάκρυά της ράντιζαν το πρόσωπό της. Χλωμή σα νεκρή και με σφιγμένα τα χείλια, την κοίταζε για λίγες στιγμές, σα να προσπαθούσε να συλλάβει το μέγεθος της πραγματικότητας που μαρτυρούσε. Τρέμοντας άπλωσε την μικρή παλάμη της και χάιδεψε το ιδρωμένο μέτωπό της. Εκείνη τη στιγμή η Ρουθ άφησε ένα νέο βογγητό. Η Τζούλη, ακίνητη, λες και είχε παγώσει έτσι με το χεράκι της αφημένο πάνω στο μέτωπο τη μητέρας της, δεν μπορούσε καν να κινηθεί. Τι μπορούσε να είχε συμβεί; Σα στον ύπνο της, άκουσε ένα νέο βογγητό της Ρουθ, και λες και ξυπνούσε από έναν λήθαργο, πετάχτηκε σαν ελατήριο, έτρεξε στην εξώπορτα, την άνοιξε βίαια και στη συνέχεια έτρεξε στο διπλανό σπίτι, του Μπεν Μπεργκ και της συζύγου του, Τζην, οικογενειακών τους φίλων. Επιπλέον η Τζην ήταν η μητέρα της καλύτερης της φίλης, της Λίας. Χτύπησε με μανία την προστατευτική πόρτα της εισόδου. Όταν η Τζην άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της αντίκρισε τη μικρή της Ρουθ, που έκλαιγε με αναφιλητά. Το σουφρωμένο ύφος της μαλάκωσε στο αντίκρισμα της ταραγμένης μικρής και μία βαθιά ανησυχία πήρε τη θέση της. Η εικόνα της οχτάχρονης Τζούλη, έκανε την καρδιά της να βουλιάξει στο στήθος της. Αγκάλιασε τη Τζούλη που έτρεμε από σοκ, τρομαγμένη. «Τι συμβαίνει κορίτσι μου;» τη ρώτησε αναστατωμένη. «Η μαμά, η μαμά, η μαμά!..» μπόρεσε κι άρθρωσε μονάχα ανάμεσα στους λυγμούς της η Τζούλη δείχνοντας με το χέρι της το σπίτι της. Η Τζην φοβισμένη από τα χάλια της μικρής, την αγκάλιασε με λαχτάρα. Το μικρό σώμα της Τζούλη σπαραζόταν μέσα στην αγκαλιά της, ενώ δεν μπορούσε να σταματήσει εκείνο το γοερό ξέσπασμα λυγμών κι αναφιλητών. Η Τζην σηκώθηκε αποφασιστικά ξαφνικά και πιάνοντας το χέρι της Τζούλη φώναξε με ένα είδος οργής: «Λίο! πρόσεχε τα αδέρφια σου για λίγο. Πάω δίπλα… στης Ρουθ, μ’ ακούς;» «Ναι μαμά… Ο.Κ.» φώναξε εκείνος. Η Τζην τράβηξε τη Τζούλη και μαζί βιάστηκαν στο σπίτι της. Η Τζην μπήκε τρέχοντας μέσα και φώναξε με αγωνία: «Ρουθ… Ρούθη!» ενώ η Τζούλη κλαίγοντας σιωπηλά τώρα, την τράβηξε με δύναμη προς την κρεβατοκάμαρα της μητέρας της. Η Τζην εκεί μπροστά στο κατώφλι της πόρτας της κρεβατοκάμαρας της Ρουθ, κοκάλωσε. Έφραξε το στόμα της με τις παλάμες της, ενώ τα μάτια της είχαν πεταχτεί από τις κόγχες τους, από την ανείπωτη φρίκη. Ένας βρόγχος ερχόταν από τη μεριά της Ρουθ. Η Τζούλη είχε πέσει γονατιστή δίπλα στο κρεβάτι της μητέρας της και βαστώντας το ματωμένο της χέρι, έκλαιγε σιγανά, λες και δεν ήθελε να την ενοχλήσει. «Θεέ μου, Θεέ μου! Ποιος σου το έκανε αυτό κορίτσι μου;» σπάραξε η Τζην κλαίγοντας και διάταξε τη Τζούλη να φέρει γρήγορα, ένα ποτήρι με νερό. «Ποιος κακούργος σε μακέλεψε, παιδί μου;» ξαναφώναξε, χάνοντας την αυτοκυριαρχία της, η φίλη της Ρουθ. Η Τζούλη έτρεξε με το νερό στο χέρι της και το έδωσε στην Τζην που με πάθος ράντισε το πρόσωπο της Ρουθ, λες και θα την έκανε καλά. Όμως η Ρουθ τώρα πια, είχε σιωπήσει εντελώς. Τότε η Τζην λες έχοντας συνέλθει από το πρώτο της σοκ, όρμησε σαν τρελή στο τηλέφωνο, στο Χωλ του σπιτιού. Σχημάτισε τρία μηδενικά και κάλεσε με την ανείπωτη αδεξιότητα της αγωνίας. «Γρήγορα, γρήγορα, ελάτε αμέσως… σας ικετεύω… μια νέα γυναίκα… την κατασπάραξαν… Χρειαζόμαστε ασθενοφόρο…» Στην κατάσταση που βρισκόταν και η ίδια τώρα πια, έδωσε με χίλια ζόρια στην αστυνομία τη διεύθυνση και είπε ότι θα τους περίμενε εκεί προσωπικά. Ο άνθρωπος στην άλλη άκρη της γραμμής, της ζήτησε να ηρεμήσει αν πραγματικά ήθελε να τους βοηθήσει, για να τη βοηθήσουν. Η Τζην χαμήλωσε τον τόνο της απελπισίας της, με μεγάλη προσπάθεια. Έδωσε ξανά τη διεύθυνση μπερδεύοντας κάποια στιγμή και τους αριθμούς του σπιτιού της Ρούθ με το δικό της και έχοντας συναίσθηση του πανικού της, ικέτευσε και πάλι, αυτή τη φορά για τη συγγνώμη της υπηρεσίας με την οποία επικοινωνούσε. Αφήνοντας το τηλέφωνο στη βάση του, έτρεξε πίσω στη Ρουθ. Της έβρεξε ξανά και πάλι το πρόσωπο, χωρίς να πειράζει τίποτα απολύτως, όπως είχε κάνει εξ αρχής και όπως την είχαν συμβουλέψει από το τηλέφωνο. Με τη σειρά της συμβούλεψε και τη Τζούλη να κάνει το ίδιο. Ύστερα σα να θυμήθηκε ρώτησε τη Τζούλη: «Ο Ντέιβ, πού είναι ο Ντέιβ;» Αγχωμένη έτρεξε σαν τρελή στο δωμάτιο του μικρού αγοριού της φίλης της. Φώναξε κλαίγοντας: «Ντέιβ… Ντέιβ! Πού είσαι αγόρι μου;» Τρελή από αγωνία μπήκε μέσα κι άρχισε να ψάχνει με μάτια, με χέρια, μ’ αυτιά, θαρρείς στα τυφλά, ασυνείδητα. Ξαφνικά σταμάτησε για ν’ ακούσει. Ένας ελάχιστος θόρυβος έφτασε, λες και κατευθείαν στην ψυχή της. Ξανακοίταξε τριγύρω σαν χαμένη. Έσκυψε αναψοκοκκινισμένη και κοίταξε κάτω από το κρεβάτι του παιδιού, ανασηκώνοντας με αργές κινήσεις τα καλύμματα. Το είδε να την κοιτάζει με ορθάνοιχτα, τα φοβισμένα μάτια του. «Έλα αγόρι μου, έλα, λοιπόν!» είπε απλώνοντας τα χέρια της και προσπαθώντας να χαμογελάσει στο αγοράκι των τεσσάρων χρόνων. «Όλα θα γίνουν και πάλι όπως και πριν! Η μαμά θα γίνει καλά, μη φοβάσαι, παιδί μου!» Το παιδί την κοίταζε χωρίς να κουνιέται. Είχε παγώσει θαρρείς. «Έλα ψυχή μου, βγες από εκεί. Έλα να δεις τη Τζούλη σου! Σε περιμένει αγόρι μου. Έλα να χαρείς!» Η Τζούλη είχε αφήσει τη μητέρα της και παρακολουθούσε παγωμένη την προσπάθεια της Τζην. Είχε ξεχάσει εντελώς τον Ντέιβιντ. Αισθανόταν διπλά ένοχη τώρα.
Κάποια στιγμή, κατέφθασε και το ασθενοφόρο. Η πόρτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή όταν αφίχθησαν ασθενοφόρο και η αστυνομία, αμέσως πίσω του. Μη βλέποντας όμως κανέναν, φώναξαν και ταυτόχρονα χτύπησαν. «Είναι κανείς εδώ;» Η Τζήν πετάχτηκε σαν ελατήριο. «Περάστε, από εδώ, φωνάζοντας και τρέχοντας προς την είσοδο όπου περίμεναν οι άνθρωποι Πρώτων Βοηθειών και η αστυνομία. Τους άνοιξε βιαστικά, και στη συνέχεια τους κατεύθυνε προς την κρεβατοκάμαρα της Ρουθ, δείχνοντας ταυτόχρονα με το χέρι της. Οι άντρες των Πρώτων Βοηθειών και της αστυνομίας μοιράστηκαν. Και ενώ οι πρώτοι έτρεξαν με το οξυγόνο και το βαλιτσάκι με τα απαραίτητα για τις πρώτες βοήθειες στο δωμάτιο της σοβαρά τραυματισμένης Ρουθ, η Τζην προσπαθούσε να κρατηθεί για να μην καταρρεύσει κι εκείνη τελικά από το φριχτό πλήγμα. Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί, να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της για να βοηθήσει τα κατατρομαγμένα παιδιά της αναίσθητης φίλης της. Είχε ξεχάσει τα δικά της παιδιά που τα είχε αφήσει στο σπίτι στην φροντίδα του γιου της, Λέων. Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να πάρουν κάποιες πληροφορίες από τη μικρή Τζούλη και από την Τζην. Βασικά και η Τζούλη και η Τζην δεν είχαν δει ή ακούσει τίποτα, ως τη στιγμή που βρέθηκαν μπροστά στο ημιθανές σώμα της Ρουθ. Ο τετράχρονος Ντέιβιντ ήταν πιθανόν ο μόνος μάρτυρας του κακουργήματος, εναντίον της μητέρας του! Προς το παρόν όμως, ετούτη η εκδοχή, ως εικασία, έπεφτε στο κενό. Όσο για το διάστημα που θα απαιτούσε η διαλεύκανση των συνταρακτικών γεγονότων της κακοποίησης της Ρουθ, εκ των πραγμάτων, φυσικά, ήταν άγνωστο. Βασικός λόγος για τις επερχόμενες απαντήσεις στα τιθέμενα ερωτηματικά και εκείνα που θα προέκυπταν στη πορεία, υπήρξε και οδυνηρή διαπίστωση, αμέσως σχεδόν μετά από την ανακάλυψη του μικρού Ντέιβιντ, ότι είχε χάσει τη φωνή του, ίσως ακόμη και τη μνήμη του, προφανώς από το σοκ που του προκάλεσαν ο τρόμος και ο φόβος. «Αμυντικός μηχανισμός… για την αυτοπροστασία του» είχαν συμφωνήσει ως προς τη διάγνωσή τους, ο ψυχίατρος και η ψυχολόγος, ύστερα από αλλεπάλληλες προσπάθειες να κάνουν το μικρό παιδί να αντιδράσει στις ερωτήσεις τους ή στα πειράματά τους, τις ημέρες που ακολούθησαν το δυστύχημα.
Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, οι δύο νοσηλευτές, είχαν προσφέρει επί τόπου, τις απαραίτητες βοήθειες. Είχαν σηκώσει την αναίσθητη Ρουθ, και την είχαν τοποθετήσει προσεκτικά, στο φορείο αφού πρώτα είχαν προσαρτήσει μάσκα οξυγόνου στο πρόσωπό της και ενδοφλέβιο ορό στο αριστερό της χέρι. Στη συνέχεια την ανέβασαν στο ασθενοφόρο. Κάποιοι γείτονες που παρακολουθούσαν έντρομοι το φορείο της, ρωτούσαν ο ένας τον άλλον, τι είχε άραγε συμβεί. «Τα πράγματα δεν φαίνονται καλά για τη φτωχή Ρουθ!» είπε κάποιος με τρεμουλιαστή φωνή. «Και τα δυο παιδάκια της; Τα κακόμοιρα! Ευτυχώς που η Τζην βρίσκεται πολύ κοντά τους και μπορεί να τα βοηθήσει, έστω και μέχρι να ειδοποιηθούν οι άλλοι συγγενείς και ιδιαίτερα η Κάρολ, η αδερφή της Ρουθ!» είχε πει κάποια γειτόνισσα. Επικρατούσε ταραχή, λύπη και ανησυχία. Δεν θυμόνταν παρόμοια περιστατικά στη γειτονιά τους. «Φοβερό! Πρέπει να μάθουμε, τι και πώς έγινε, ώστε να μπορούμε να φυλαχτούμε! Λες να ήταν κακοποιοί αυτοί που προκάλεσαν ετούτη την τραγωδία; Πιθανόν κάποιος που προσπάθησε να κλέψει; Να ρωτήσουμε την αστυνομία;» «Η αστυνομία έχει δουλειά! Αλλά τελικά κάτι θα μάθουμε από τις ειδήσεις στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο ή στις εφημερίδες». Λέγανε και ξελέγανε, αλλά ήταν ανίκανοι να διαφωτίσουν αλλήλους και κυρίως τους απόμακρους περίεργους και ανήσυχους γείτονες, εκείνες τις στιγμές της σύγχυσης.
Η Τζην, αφού συμβούλεψε ακόμη μια φορά τα παιδιά της που στέκονταν απέναντί της και παρακολουθούσαν με περιέργεια την κίνηση και την εξέλιξη των γεγονότων σε σχέση με τη ‘θεία Ρουθ’, άρπαξε τον φοβισμένο Ντέιβιντ στα χέρια της και με τη Τζούλη, που κλαίγοντας αρνιόταν να μείνει μακριά από τη μητέρα της, δίπλα της, οδήγησε το αυτοκίνητό της, ακολουθώντας το ασθενοφόρο που είχε κιόλας αποχωρήσει, ενεργοποιώντας τη σειρήνα του.
……………………………………………………………………………….
Η Ρουθ άνοιξε την εξωτερική πόρτα. Ο Γκάρυ Τζένκινς, ο πρώην σύζυγός της, και πατέρας των δύο παιδιών της, στεκόταν μπροστά της ψηλός, με το πιο παράξενο ύφος. Τους χώριζε η συρμάτινη πόρτα. «Δε θ’ ανοίξεις λοιπόν;» τη ρώτησε παρακλητικά. «Τι θέλεις Γκάρυ;» ρώτησε ήσυχα, η Ρουθ. «Τι εννοείς τι θέλω; Ήρθα να πάρω τα παιδιά!» απάντησε εκείνος ερεθισμένος. «Όχι σήμερα Γκάρυ, αύριο, που είναι Τετάρτη!» είπε η Ρουθ όσο μπορούσε πιο ήρεμα. «Καλά, εντάξει! Μπορώ να δω λιγάκι τα παιδιά μια κι είμαι εδώ και ύστερα να φύγω;» επέμενε ανήσυχος εκείνος. «Η Τζούλη δεν ήρθε ακόμα και ο μικρός κοιμάται», αποκρίθηκε η Ρουθ πάντα ήσυχα. «Εντάξει. Ούτε ένα νερό, δεν μπορώ να σου ζητήσω;» ρώτησε αρκετά εκνευρισμένος τώρα πια, ο Γκάρυ. «Μα… έχω δουλειές, ετοιμάζω δείπνο!» δικαιολογήθηκε η Ρουθ και εξακολούθησε να κρατά κλειστή την συρμάτινη προστατευτική πόρτα του σπιτιού. Ο Γκάρυ δεν απάντησε. Φαινόταν κουρασμένος. Η Ρουθ ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά της. Τον είχε αγαπήσει πολύ αυτόν τον άντρα, και τώρα… Δεν απάντησε. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα σκέψης και σιωπής άνοιξε αργά την εξωτερική συρμάτινη πόρτα. Ο Γκάρυ μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα, πίσω του και ακολούθησε τη Ρουθ. Δε φαινόταν καλά. Η Ρουθ βεβαιώθηκε ότι ο Γκάρυ είχε πιει. Σταμάτησε μπροστά στο νεροχύτη της κουζινοτραπεζαρίας, πήρε ένα ποτήρι από τα πλυμένα που ήταν τοποθετημένα στην πλαστική στεγνώστρα, το γέμισε με νερό και το πρόσφερε στον Γκάρυ. Εκείνος πήρε το ποτήρι, το σήκωσε στον αέρα λες και ήθελε να δει καλά το περιεχόμενό του και γέλασε. Ύστερα τα μάτια του θαρρείς και μεγάλωσαν ενώ στο πρόσωπό του απλώθηκε μία άσχημη έκφραση. Χαμήλωσε το χέρι που κρατούσε το ποτήρι με το νερό και εντελώς απροειδοποίητα, εκτόξευσε το περιεχόμενό του στο πρόσωπο της Ρουθ, φωνάζοντας: «Σκύλα, που μου στερείς, τα παιδιά μου!» Η Ρουθ τρέμοντας από το φόβο και αδιαφορώντας για τα νερά που έσταζαν από το πρόσωπό της, τόλμησε να παρακαλέσει: «Γκάρυ, σε παρακαλώ, μη φωνάζεις! Τα βλέπεις δύο φορές την εβδομάδα, γιατί εργάζεσαι και δεν έχεις πολύν καιρό στη διάθεσή σου! Όταν το δικαστήριο το είχε αποφασίσει κι εσύ ο ίδιος το είχες βρει λογικό. Είχες συμφωνήσει!» «Ναι; Αλήθεια; Τι μας λες; Εσύ… εσύ τα είχες κανονίσει έτσι! Τι επιλογές είχα; Χα;» Λέγοντας αυτά είχε πλησιάσει τη Ρουθ με καθαρά απειλητικές διαθέσεις. Και αυτή τη φορά, η Ρουθ δεν υποχώρησε, αλλά ύψωσε το ανάστημά της, άφοβα. Φαινόταν αγέρωχη και δυνατή και ο μεθυσμένος Γκάρυ σάστισε για μια στιγμή. Η Ρουθ μίλησε αυστηρά: «Όχι Γκάρυ. Τα λες όλα αυτά γιατί ήπιες! Φύγε λοιπόν τώρα πριν να σε δει η θυγατέρα σου έτσι και φοβηθεί!» Ο Γκάρυ όμως είχε αγριέψει για τα καλά, τώρα. «Βούλωσέ το, είπα! Μια ζωή… με φούσκωσες με τις συμβουλές σου! Στο διάβολο λοιπόν!» Ερχόταν πάλι προς το μέρος της, ενώ εκείνη υποχωρούσε με οργή τώρα και με την πλάτη της γυρισμένη στα ντουλάπια της κουζίνας. Δεν τον φοβόταν αλλά έπρεπε να τον καθησυχάσει και να τον κάνει να φύγει πριν να ξυπνήσει ο τετράχρονος Ντέιβιντ, και κυρίως πριν να έρθει η Τζούλη της από το σχολείο. Τον παρακάλεσε και πάλι σιγανά: «Σε παρακαλώ Γκάρυ, το παιδί μας κοιμάται. Είναι μωρό ακόμα, δεν το λυπάσαι;» «Σκάσε, είπα! Μ’ εκνευρίζεις… ξέρε το!» Είχε έρθει πολύ κοντά της τώρα. Η γεμάτη αλκοόλ αναπνοή του, έφτανε στα ρουθούνια της Ρουθ και την έκαναν να προαισθάνεται ότι δε θ’ αργούσε να σηκώσει απάνω της και το βαρύ χέρι του. Έκλεισε λοιπόν τα μάτια της για να μην τον βλέπει. Τον άκουσε να γελά σαν τρελός: «Σιγά τώρα..! θέλεις να πιστέψω ότι με φοβάσαι; Αν με φοβόσουν, δε θα έτρεχες στα δικαστήρια για διαζύγιο… και τα ρέστα! Εγώ… θα καθίσω… εδώ… και θα περιμένω… Έτσι… για να δω… τα παιδιά μου… θες δε θες!… Άκου λέει… σε μένα μόνο τα κάνεις αυτά. Σε κάποιον άλλον δεν θα τα έκανες βέβαια. Δε θα τον έδιωχνες αν ερχόταν». Κάποιες στιγμές ο Γκάρυ μιλούσε με διακοπές λες και είχε δυσκολία να συγκεντρωθεί. «Μα τι λες; Τρελάθηκες; Α, όχι, δε θα τα δεχτώ τα κόλπα σου! Αυτό, δεν μπορείς να το κάνεις. Ορίστε: θα φωνάξω την αστυνομία!» είπε αποφασιστικά η Ρουθ και κάνοντας ένα-δύο βήματα. άπλωσε το χέρι της. «Τόλμησε!» είπε ο Γκάρυ και κινήθηκε και πάλι προς το μέρος της απειλητικός. Η Ρουθ γυρνώντας πλάγια πήρε το τηλέφωνο του τοίχου, αλλά ο Γκάρυ το άρπαξε από το χέρι της το άφησε να κρεμαστεί από το καλώδιό του, και έσφιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό της. Η Ρουθ έκλεισε τα μάτια της, ενώ δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό της. Ο Γκάρυ αφήνοντας το λαιμό της, την άρπαξε από τη μέση και τραβώντας την με το ζόρι, την έσυρε προς την κλειστή κρεβατοκάμαρα που άλλοτε ήταν και δική του. Άνοιξε βίαια την πόρτα και την έσυρε στο διπλό κρεβάτι. Άρχισε να την χτυπά όπου έφτανε το χέρι του, ενώ η Ρουθ πάλευε να προστατευτεί από την επίθεσή του. Κάποια στιγμή έχασε τις αισθήσεις της. Ο Γκάρυ όμως που είχε χάσει εντελώς τον έλεγχο των πράξεων του, δεν είχε ακόμα αντιληφθεί την κατάσταση στην οποία είχε φέρει, τη Ρουθ. Όταν τελικά την άφησε, εκείνη εξακολούθησε να κείτεται πονεμένη, ημιαναίσθητη τώρα, πάνω στο μεγάλο κρεβάτι!
……………………………………………………………………………….
Κάποια στιγμή η μακροχρόνια φίλη της Ρουθ, η Τζην, έφτασε στο Νοσοκομείο. Οι δύο γυναίκες συνδέονταν οικογενειακά. Οι άντρες τους Γκάρυ Τζένκινς και Μπεν Μπεργκ, αντίστοιχα, είχαν μία καλή σχέση. Έκαναν παρέα συχνά, πήγαιναν εκδρομές μαζί και κάποια βράδια αντάμωναν και έπιναν και καμιά μπύρα στο σπίτι του ενός ή του άλλου. Δυστυχώς για τα δύο ζευγάρια, κάποιο παράξενο συμβάν ανάμεσα στη Ρουθ και στον Μπεν, τον άντρα της Τζην, είχε ταράξει τη γαλήνη του Γκάρυ. Αν και ο τελευταίος είχε πειστεί ότι επρόκειτο για μια κακή στιγμή μόνο, καθώς ο Μπεν ήταν φανερά μεθυσμένος, δεν είχε ωστόσο επιδιώξει μία κουβέντα με τον Μπεν, ώστε να δοθεί μία εξήγηση για την συμπεριφορά του τελευταίου έναντι της γυναίκας του. Αντίθετα, ο Γκάρυ, ακολούθησε τη συμβουλή της Ρουθ, να μην κάνει δηλαδή οτιδήποτε, αλλά να αφήσει τον χρόνο να ξεχαστεί εκείνο το άτυχο περιστατικό ανάμεσα σε εκείνη και τον Μπεν. Όμως ετούτη η πίστη δεν ευδοκίμησε και αποδείχτηκε ότι από εκείνο το συμβάν και εξής, κάποια πράγματα είχαν αλλάξει στις σχέσεις της Ρουθ και του Γκάρυ. Τα πράγματα οξύνθηκαν ανάμεσά τους, κυρίως κατά την περίοδο που ακολούθησε και κατά την οποία ο Γκάρυ έχασε τη δουλειά του. Ετούτο ως γεγονός-ορόσημο στη ζωή του Γκάρυ, τον ώθησε στο ποτό και τις σχέσεις του με την αγαπημένη του Ρούθ, στον κατήφορο. Ο γάμος τους βούλιαξε και η δυστυχία τους παίρνοντας τη μορφή ρίζας, εξελίχτηκε σε σάβανο που αγκάλιασε όχι μόνο τη δύστυχη Ρουθ, αλλά και όλα τα μέλη της οικογενείας τους. Τώρα πια μόνο ο αγαθός θεός ήταν δυνατόν να απαλλάξει την οικογένειά τους από την καταστροφική δίνη που την είχε παρασύρει. Το μίασμα που είχε αρχίσει από ένα ασήμαντο περιστατικό, είχε κιόλας αρπάξει τη ζωή της Ρουθ και είχε γκρεμίσει την όποια ευτυχία που υπήρχε, σε εκείνη την μειωμένη από την έλλειψη του συζύγου-πατέρα, οικογένεια!
Μία ημέρα -αργά το απόγευμα-, που ο Γκάρυ είχε πιει αρκετά ώστε να χάσει τον έλεγχό του, σήκωσε το χέρι του και χτύπησε τη Ρουθ. Η αστυνομία που είχε καταφθάσει, ύστερα από ένα απελπισμένο τηλεφώνημα της Ρουθ, τον υποχρέωσε να μείνει στο κρατητήριο εκείνη τη νύχτα. Μακριά από το σπίτι του, ένιωσε ότι δικαίως τον είχαν συλλάβει. Μοιραία όμως είχε σημειωθεί η αρχή της κατιούσας στη ζωή του και ταυτόχρονα διαπιστώθηκε η έλλειψη επιβολής στον εαυτό του, ώστε να βάλει φρένο σε αυτού του είδους τις συμπεριφορές. Τελικά και κυρίως εξαιτίας των παιδιών τους, η Ρουθ, αποφάσισε να ζητήσει διαζύγιο. Ανησυχούσε μήπως γίνουν και άλλα χειρότερα. Τον φοβόταν τώρα πια. Ακούγονταν τόσα απαίσια πράγματα σε περιπτώσεις παρόμοιες με τη δική τους. Το δικαστήριο επέτρεψε στον Γκάρυ να έχει τα παιδιά τους δύο μέρες την εβδομάδα, με τον όρο ότι δε θα βάζει σταγόνα στο λαρύγγι του από την προηγούμενη της επισκέψεως του στο σπίτι της Ρουθ.
Η Ρουθ που εργαζόταν ως κομμώτρια πριν παντρευτεί, ύστερα από το γάμο της με τον Γκάρυ, δεν είχε αφήσει τη δουλειά της. Εργαζόταν κανονικά μέχρι που απέκτησε την Τζούλη. Ύστερα και ως μικρομάνα, επιστρέφοντας στη δουλειά της, εργαζόταν λίγες μόνο ώρες, την ημέρα. Η Τζούλη πήγαινε σε παιδικό σταθμό ενόσω η Ρουθ έλειπε στο κομμωτήριο. Αργότερα, όταν είχε αποκτήσει τον Ντέιβιντ, έκανε το ίδιο. Τις διακοπές της τις έπαιρνε, όταν έκλειναν τα σχολεία, για να βρίσκεται κοντά στα παιδιά της. Κάποτε τα άφηνε στη γειτόνισσά της και φίλη της Τζην, καθώς τα παιδιά της παίζανε καλά με τα δικά της. Από τα τρία παιδιά της Τζην, ο Λίο ήταν ο πρωτότοκος και ακολουθούσαν η Λία που ήταν οχτώ χρονών, όπως η Τζούλη της Ρουθ, και ο Πωλ που ήταν τεσσάρων, όπως ο Ντέιβιντ. Η Ρουθ που πήγαινε και έφερνε τα παιδιά στο σχολείο, αισθανόταν ότι όλα είχαν πάρει κάποια σειρά στη ζωή τους, παρά το γεγονός ότι κάποτε την έπιανε ένα είδος πανικού ώσπου να φτάσουνε όλοι μαζί στο σπίτι. Ήταν ολοφάνερη η ακεφιά των παιδιών που δεν έβλεπαν καθημερινά τον πατέρα τους και κυρίως της Τζούλη, που καταλάβαινε περισσότερα από τον μικρό Ντέιβιντ. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι η Τζούλη δεν τολμούσε να ρωτήσει τη Ρουθ για οτιδήποτε σε σχέση με τον πατέρα της. Ενεργούσε με κάποια επιφυλακτικότητα που φανερά είχε υπόβαθρο την ντροπή ή τον φόβο. Όσο για την Ρουθ αισθανόταν καλύτερα στη διάρκεια των σχολικών περιόδων παρά στη διάρκεια των διακοπών τους. Ένιωθε να παρακολουθείται διαρκώς από τα οργισμένα μάτια του Γκάρυ και φοβόταν να προβεί σε οποιαδήποτε κίνηση στην προσωπική της ζωή. Ένα χρόνο μετά από το διαζύγιό τους η Ρουθ είχε γνωρίσει τον Σάιμον έναν ώριμο και καλό άνθρωπο, που είχε μια μικρή επιχείρηση, δύο τρία μαγαζιά πιο κάτω από το κομμωτήριο όπου εργαζόταν. Όπως είχαν τα πράγματα, δεν υπήρχε ο χρόνος που απαιτούσε μια τέτοια γνωριμία. Ύστερα όμως από πολλές σκέψεις, συλλογισμούς και υπολογισμούς, αποφάσισε να συναντά τον Σάιμον τις ημέρες που ο Γκάρυ είχε μαζί του τα παιδιά τους. Η Τζούλη και ο Ντέιβιντ είχαν γνωρίσει τον ήσυχο, τον πράο Σάιμον και τον αποκαλούσαν θείο. Ο άντρας είχε στο ιστορικό του έναν αποτυχημένο γάμο και δύο γιους, έφηβους. Η ζωή υπήρξε δύσκολη και για τους δύο και εκείνο που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα τους, ήταν πρωτίστως μια ειλικρινής φιλία. Σε λίγο διάστημα είχαν κατορθώσει να βρουν ο ένας στον άλλον, την αισθηματική υποστήριξη που αποζητούσαν. Δεν μπορούσαν να προβλέψουν το μέλλον, ούτε αγχώνονταν με προσδοκίες που δεν βασίζονταν στην πραγματικότητα. Ήταν ικανοποιημένοι γι’ αυτό που είχε αναπτυχθεί ανάμεσά τους: μια αισθηματική σύνδεση που στηριζόταν στην κατανόηση και στην αλληλοεκτίμηση, χωρίς υποσχέσεις ή δεσμεύσεις που καταπιέζουν το ένα μέρος ή και τα δύο, όταν δεν πραγματοποιούνται. Οι περίοδοι των ερώτων ή των ερωτικών εκπλήξεων, είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα. Οι εμπειρίες τους επέβαλαν τη μετριοπάθεια και τη λογική. Το όποιο αίσθημα μπορούσε να περιμένει και να αξιολογηθεί την όποια κατάλληλη στιγμή.
Ο Γκάρυ αγαπούσε τα παιδιά του με πάθος και το γεγονός ότι δεν τα έβλεπε όσο θα ήθελε, τον έκαναν να χάνει τον έλεγχό του και να στρέφεται στο μόνο καταφύγιο που πίστευε ότι είχε, το ποτό. Ήταν βέβαιο ότι ένιωθε ανασφαλής και απαισιόδοξος όμως αντί να κοντρολάρει την αδυναμία του και τα πάθη του, τα είχε αφήσει να τον κυριεύσουν. Κάποια στιγμή -καθόλα φυσικό- τα παιδιά είχαν αρχίσει να αισθάνονται ότι ο πατέρας τους είχε αλλάξει και ότι δεν ήταν ο παλιός, καλός ‘πατερούλης τους’! Ο Γκάρυ χωρίς το ελάχιστο ποσοστό συναίσθησης, είχε υποσκάψει τη σχέση του και με τα παιδιά του. Κατηγορούσε μάλιστα τη Ρουθ γι’ αυτή τη σακατεμένη σχέση του «με τα σπλάχνα του». «Επηρεάζει τα μωρά μας εναντίον μου!» σκεφτόταν και ο θυμός του εναντίον της Ρουθ, θέριευε. Αντίθετα η Ρουθ που ήθελε να είναι αισιόδοξη είχε πειστεί ότι όλα είχαν πάρει την πορεία τους, ως τη στιγμή που ο Γκάρυ άρχισε να κάνει λάθος σε σχέση με τις ημέρες που όφειλε να έρθει στο σπίτι της για τα παιδιά…
Έτσι λοιπόν είχαν τα πράγματα όταν ο Γκάρυ, έχοντας μπερδέψει άλλη μια φορά τις ημέρες και αντί για την Τετάρτη, είχε έρθει στο σπίτι της Ρουθ, εκείνη τη μοιραία Τρίτη!..
……………………………………………………………
Ο μικρός Ντέιβιντ δεν είχε αρθρώσει λέξη από τη στιγμή που είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει την κρυψώνα του. Η Τζην ήταν πολύ στεναχωρημένη, και με τον άντρα της, Μπεν, προσπαθούσαν να κάνουν τα παιδιά της Ρουθ να αισθάνονται όσο το δυνατό πιο άνετα. Η Τζην είχε επισκεφτεί ξανά το νοσοκομείο με τα δύο παιδιά αλλά δεν είχε μπορέσει να δει τη Ρουθ, καθώς είχε τραυματιστεί η σπλήνα της και είχε εγχειριστεί. Προφανώς ήταν σε άσχημη κατάσταση. Αμέσως μετά από το φοβερό αυτό γεγονός, μάταια είχαν προσπαθήσει να επικοινωνήσουν με τον Γκάρυ. Στάθηκε αδύνατον να τον εντοπίσουν. Την επόμενη διαπίστωσαν ότι δεν είχε φανεί στην μάντρα αυτοκινήτων όπου εργαζόταν για λίγες ώρες, εδώ κι εκεί.
Τη δεύτερη ημέρα της παραμονής της Ρουθ στο Νοσοκομείο, την επισκέφτηκαν ο Σάιμον μαζί με δύο κομμώτριες από το κομμωτήριο όπου εργαζόταν. Ήταν σκληρό να βλέπεις μία νέα γυναίκα χλωμή, με μωλωπισμένο πρόσωπο και μπράτσα. Ήταν ένα οικτρό θέαμα, μία απόδειξη, της εναντίον της μανίας, εκείνου που τα είχε προξενήσει. Η Ρουθ υπήρξε για τον Σάιμον και τις δύο συναδέλφους της, υπόδειγμα καρτερίας και αισιοδοξίας. Ήξεραν όλοι πόσο αγαπούσε τα παιδιά της, πόσο έτρεμε για την ασφάλειά τους και φυσικά είχαν υπόψη τους τη συμπεριφορά του πρώην συζύγου της, Γκάρυ.
Οι συνάδελφοί της και ο Σάιμον ένιωσαν την κατάθλιψη να τους συντρίβει. «Ποιο είναι άραγε το θεριό που μπόρεσε να κάνει τόσο κακό, στη φτωχή Ρουθ;» ρώτησε ο Σάιμον σκουπίζοντας τα μάτια του. Αν και δεν είχαν αποδείξεις, όλοι λίγο-πολύ σκέφτονταν το ίδιο πρόσωπο με την αστυνομία: «Ο Γκάρυ!..» αυτός θεωρείτο ο κύριος ύποπτος, άσχετα με εκείνα που έλεγαν μεταξύ τους, χωρίς να τολμούν να ενοχοποιήσουν τελικά κανέναν, αφού όχι μόνο δεν είχαν δει κάτι, αλλά δεν υπήρχαν και αποδείξεις. Οι υποψίες εναντίον του Γκάρυ στηρίζονταν στα επεισόδια που είχαν διαδραματιστεί στο παρελθόν, ανάμεσα στη Ρουθ και σε αυτόν και που είχαν γνωστοποιηθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Υπήρχαν κλίσεις και περιγραφές οικογενειακής βίας στο αρχείο της αστυνομίας, που ήταν και το πρώτο πράγμα που εξέτασαν ξανά, ψάχνοντας για ομοιότητες του εγκλήματος, με τα αλλοτινά καταγεγραμμένα γεγονότα.
Πέρα από την κακοποίηση και το βιασμό της Ρουθ ήταν γεγονός ότι υπήρχαν και άλλα δύο θύματα: ο τετράχρονος Ντέιβιντ και η οχτάχρονη Τζούλη. Και ενώ η Τζούλη, παρά τους φόβους και την θλίψη της που φώναζαν από μακριά για βοήθεια, φαινόταν ότι μπορούσε να επικοινωνήσει με το περιβάλλον της, το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί με τον μικρό Ντέιβιντ ήταν ένα ατέλειωτο δράμα: ο μικρός είχε χάσει τη μιλιά του, προφανώς από το σοκ που είχε υποστεί. Ήταν βέβαιο ότι είχε δει αρκετά για να τρομάξει και να κρυφτεί, όπου τον ανακάλυψε ψάχνοντας, την ημέρα του δυστυχήματος, η Τζην. Όλοι πίστευαν ότι, όταν κάποια στιγμή, σήμερα αύριο ή και στο μακρύτερο μέλλον, κάποιο γεγονός θα προκαλούσε την έντονη αντίδρασή του και θα πυροδοτούσε το γλωσσικό εργαλείο να λειτουργήσει, να μιλήσει, και να επικοινωνήσει οτιδήποτε γνώριζε για το δράστη και τα γεγονότα, που σχετίζονταν με την απάνθρωπη κακοποίηση της Ρουθ. Αλλά μήπως υπήρξε και κάτι περισσότερο εκτός από το χάσιμο του εργαλείου της γλώσσας που εμπόδιζε την ίαση του μικρού Ντέιβιντ; Και βέβαια… Η ηλικία του -της ταύτισης με τον πατέρα- ήταν από τις ηλικίες κλειδιά για την σωστή αισθηματική ανάπτυξη του αγοριού. Αυτό όχι μόνο δεν έλειπε, αλλά επιπλέον η εμπειρία που είχε αποκομίσει ως μάρτυρας της κακοποίησης της μητέρας του, είχε σπάσει την συνέχιση της ανάπτυξης της συναισθηματικής του πορείας προς την ωρίμανσή της.
Η Ρουθ άφησε την τελευταία πνοή της, ύστερα από τέσσερις ημέρες, αρχίζοντας από την ημέρα που είχε πέσει σε κώμα. Μάταια είχαν προσπαθήσει οι γιατροί να την συνεφέρουν. «Σοβαρό τραύμα της σπλήνας… και εσωτερική αιμορραγία» αποφάνθηκαν τελικά οι ειδικοί. Η ‘γλυκιά’ Ρουθ, στα τριάντα μόλις χρόνια της, είχε χάσει τη ζωή της και είχε αφήσει δύο ανήλικα ορφανά. Η αδερφή της Κάρολ που ήταν περίπου δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τη Ρουθ και είχε τρία παιδιά ένα σε εφηβική ηλικία και δίδυμα αγόρια στην ηλικία του Ντέιβιντ, ανέλαβε εντελώς φυσικά και με μεγάλη προθυμία την ανατροφή των δύο ορφανών, καθώς ο Γκάρυ είχε κυριολεκτικά αφανιστεί. Η αστυνομία είχε εξαπολύσει εναντίον του άγριο κυνηγητό, όμως εκείνος είχε γίνει άφαντος. Δεν τον είχε δει κανείς πριν ή μετά από το έγκλημα, που διαπράχθηκε εναντίον της Ρουθ.
Αφού ταχτοποιήθηκε η διαθήκη της Ρουθ με εκτελεστή την Κάρολ όπως το είχε υπαγορεύσει στη Διαθήκη της (όριζε δύο προτάσεις σε περίπτωση θανάτου της: 1. ανάληψη του ρόλου κηδεμόνα των παιδιών της, από την αδερφή της Κάρολ, και 2. την ενοικίαση, ανάληψη και κατάθεση των ενοικίων σε κοινό λογαριασμό στο όνομα των ανηλίκων παιδιών της (πάντα με trustee την Κάρολ) για την κάλυψη των καθημερινών τους εξόδων και για την αγωγή τους, μέχρι την ενηλικίωσή τους), η Κάρολ ανέλαβε τις ευθύνες της όχι απλά σαν καλή αδερφή, αλλά σαν άνθρωπος που πίστευε στο καθήκον της απέναντι στα ορφανά της πολυαγαπημένης της Ρουθ.
Έτσι ακριβώς έγινε, μόνο που εκείνα τα χρήματα των ενοικίων δεν πειράζονταν. Η Κάρολ είχε αποφασίσει να μεγαλώσει τα ορφανά ανίψια της όμοια με τα δικά της παιδιά. «Θα μοιραζόμαστε το ίδιο φαγητό, τις χαρές και τις λύπες…» είχε πει αγκαλιάζοντας τα παιδιά της Ρουθ. Η θεία Κάρολ και ο εξίσου καλός και γενναιόδωρος άντρας της, Μαρκ, είχαν αποφασίσει εξ αρχής να υιοθετήσουν τα δύο ορφανά και μετά από κάποιες μάλλον χρονοβόρες διαδικασίες, κατόρθωσαν και το πέτυχαν. Ο Μαρκ δεν κωλύονταν από το εισόδημά του. Η κτηματομεσιτική τον είχε κάνει ευκατάστατο και η καρδιά του, τον ενθάρρυνε να αναλάβει να προσέχει και να υποστηρίζει τα «πέντε, τώρα πια, παιδιά τους».
Η Κάρολ συχνά έφερνε τα δύο παιδιά της Ρουθ στην Τζην, αλλά μάλλον καλό δεν τους έκανε, παρά το γεγονός ότι τους άρεσε η Τζην και τα παιδιά της. Ο μικρός Ντέιβιντ εξακολουθούσε να μη μιλά. Οι ψυχολόγοι που τον είχαν εξετάσει είχαν αποφανθεί ότι μόνο ένα παρόμοιο σοκ με εκείνο που είχε συντείνει στο να χάσει κυριολεκτικά τη φωνή του, θα θεράπευε πιθανόν αυτή την απόλυτη σιωπή του.
Η μικρή Τζούλη είχε χάσει εντελώς τη διάθεσή της, όταν είχε χάσει ξαφνικά και με τον πιο απαίσιο τρόπο και το δεύτερο γονιό της. Επιπλέον ήταν παρόν και το πρόβλημα του αδερφούλη της. «Αχ, Ντέιβ γιατί δεν μπορείς να μου μιλήσεις; Εμένα μόνο!» έλεγε κλαψουρίζοντας και παρακαλώντας το μικρό αγόρι που την κοιτούσε με ανέκφραστα μάτια. Ήταν πολλά τα αίτια που συνετέλεσαν ώστε η μικρή Τζούλη να εξελιχθεί σε ένα μελαγχολικό κοριτσάκι. Παρά τις προσπάθειες όλων εντός της νέας της οικογένειας, να τη βοηθήσουν, ήταν αδύνατον να ξεπεράσει τη κατάσταση στην οποία είχε περιπέσει, έτσι στα γρήγορα. Η πληγή μέσα της θα έπαιρνε χρόνια να επουλωθεί. Και κάθε φορά που ξανάνοιγε, πάντα για κάποιο φοβερό λόγο, και ήταν σα να πέθαινε, μία περίεργη δύναμη την έσπρωχνε να αναστηθεί και να συνεχίσει να σηκώνει το σταυρό της σε ένα Γολγοθά, που η δύναμη της ηλικίας της και η αγαπημένη ανάμνηση της Ρουθ, τον έσπερναν εδώ κι εκεί με άνθη ελπίδας.
Ο Ντέιβιντ ξυπνούσε τα βράδια και έκλαιγε βουβά. Ήταν ένα πολύ δυστυχισμένο αγοράκι. Όλοι ήταν βέβαιοι ότι αυτό που είχε αντικρύσει δεν ήταν απλά τρομακτικό. Είχε πάρει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις στο μυαλό του, του νήπιου που ήταν. Η Κάρολ και ο Μαρκ προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν με ένα πρόγραμμα υποστήριξης παιδιών που είχαν κακοποιηθεί ή είχαν γίνει μάρτυρες κακοποίησης μελών της οικογενείας τους. Δυστυχώς δεν υπήρχε φως στην άλλη άκρη… Είχαν απελπιστεί. Υπήρχε ωστόσο μία ελάχιστη ελπίδα, εκείνη που είχαν φυτέψει μέσα τους οι ειδικοί, ότι κάποια στιγμή μπροστά σε κάτι εξίσου συνταρακτικό, έστω και αν αυτό δεν τον αφορούσε άμεσα ή απόλυτα, και που θα συντελούσε στην επαναφορά έστω και μέρους της μνήμης του, θα έλυνε ταυτόχρονα ίσως και τη γλώσσα του. Και ετούτη η πιθανότητα οδηγούσε σε ένα άλλο σημαντικό ερώτημα. Και τι θα ακολουθούσε τότε; Τι ήταν τόσο τρομακτικό που το παιδάκι είχε χάσει τη μνήμη του… τη φωνή του και κυρίως τη γαλήνη του. Ο Ντέιβιντ αποτελούσε αίνιγμα, ήταν μία ασυνήθιστη περίπτωση, τέτοια που ο ψυχίατρός του και η ψυχολόγος του τον παρακολουθούσαν με αμέριστο ενδιαφέρον και από πολύ κοντά. Οι επισκέψεις του Ντέιβιντ, και στους δύο ειδικούς, κάθε δεκαπενθήμερο, δεν έδιναν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Μολονότι εξακολουθούσαν να παραμένουν πενιχρά όλοι περίμεναν για εκείνο το ένα θαύμα!..
Συχνά η Κάρολ ξύπναγε ταραγμένη από τα όνειρά της. Η πανέμορφη Ρουθ εμφανιζόταν στον ύπνο της παραμορφωμένη και παραπονιόταν για το πόσο άδικα και βάναυσα είχε τυραννιστεί, μέχρι θανάτου. Δίπλα της εμφανιζόταν ένα απρόσωπο άτομο… Η Κάρολ δεν το καταλάβαινε αυτό. Δεν έβλεπε τον Γκάρυ… έβλεπε κάποιον άγνωστο, απρόσωπο άντρα. Τι σήμαιναν όλα αυτά; Ξύπναγε ταραγμένη και συχνά έκλαιγε βουβά μέσα στο σκοτάδι. Προσπαθούσε να μην ενοχλεί τον Μαρκ, αλλά ήταν πολύ βαρύ το πλήγμα που είχε δεχτεί και γινόταν ακόμη βαρύτερο βλέποντας τα δύο δυστυχισμένα παιδιά της Ρουθ. Όλη η αγάπη του κόσμου, δεν φαινόταν να ενεργεί καταλυτικά επάνω τους. Δεν ήθελε τίποτα άλλο παρά να τα δει να γελούν και να είναι χαρούμενα, όπως τότε, εκείνες τις μακρινές όμορφες ημέρες στο παρελθόν… τότε που η Ρουθ και ο Γκάρυ και η μικρή τους θυγατέρα Τζούλη, χαίρονταν την ευτυχία τους και περίμεναν να γεννηθεί ο μικρός Ντέιβιντ. Ήταν πολύ σκληρό… Όμως ελάχιστα χρόνια αργότερα, ο Γκάρυ, είχε αλλάξει τόσο πολύ που δεν ήταν δυνατή η όποια συνεργασία μαζί του. Ως κτηματομεσίτης ο Μαρκ είχε προτείνει στον Γκάρυ να κάνει ένα μικρό δίπλωμα του πωλητή σπιτιών και μαγαζιών και να εργαστεί στο κτηματομεσιτικό γραφείο του, αλλά εκείνος είχε αρνηθεί λέγοντας: «Δεν είμαι εγώ για τέτοια δουλειά! Άλλο να πουλάς αυτοκίνητα και άλλο σπίτια!» είχε πει. Του το πρότεινε ξανά όταν είχε χάσει τη δουλειά του… αλλά εκείνος προτίμησε να έχει μερική απασχόληση και με πολύ λίγα χρήματα σε μια ασήμαντη, μικρή μάντρα μεταχειρισμένων αυτοκινήτων.
Ο χρόνος κυλούσε αργά και ήταν βέβαιο ότι εκείνη η συμφορά δεν επρόκειτο να ξεθωριάσει ή να ιαθεί γρήγορα. Ο Ντέιβιντ μεγάλωνε στον κόσμο του. Βάδιζε στα δώδεκα και ήταν ένας καλός μαθητής που δεν μιλούσε. Η Τζούλη πλησίαζε τα δεκαέξι της και δεν είχε αλλάξει, παρά ελάχιστα. Εξακολουθούσε να είναι σιωπηλή, λιγόλογη και συντηρητική νεαρή παρουσία, που σπάνια ενδιαφερόταν για τον όποιο συνομιλητή της. Η Κάρολ που είχε πολύ καλή σχέση με τα δύο ανίψια της, δεν μπορούσε να υιοθετήσει την άποψη ότι τα δύο αυτά «παιδιά της», είχαν κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Ήλπιζε πάντα για ένα καλύτερο αύριο. Στεναχωριόταν κάποτε, αλλά προσπαθούσε διαρκώς να βρει λύσεις, ώστε να απλοποιείται η καθημερινότητα της ζωής τους. Κατέθετε πλήθος ιδεών στο τραπέζι συζητήσεων, με τη Τζούλη, με στόχο να την βοηθήσει να βγει από το ‘καβούκι’ της αλλά δεν φαινόταν να σημειώνεται κάποια πρόοδος στην συμπεριφορά της ανιψιάς της. Όσο για τον γαμπρό της τον Γκάρυ, εκείνος είχε αφανιστεί. Δεν είχαν ακούσει γι’ αυτόν από εκείνη την τραγική ημέρα! Το μόνο βέβαιο όμως ήταν ήταν, ότι οι αστυνομικές αρχές δεν θα είχαν σταματήσει την προσπάθειά τους να τον εντοπίσουν, αν ο καταζητούμενος άνθρωπος δεν είχε παρουσιαστεί εθελοντικά στα γραφεία τους, ύστερα από ένα μικρό σχετικά διάστημα, δεν είχε ανακριθεί και δεν είχε διαπιστωθεί το DNA του. Καθώς αυτά είχαν περάσει στα ψηλά γράμματα των εφημερίδων, οι θείοι της Τζούλη μέσα στην πιεστική από πολλές πλευρές καθημερινότητα τους, δεν είχαν αντιληφθεί τι συνέβαινε. Η ειδησιογραφία, κυρίως η πολιτική, ήταν εκείνη που κάλυπτε κατά κόρον τις πρώτες σελίδες. Τα τραγικά συμβάντα έρχονταν και έφευγαν με τρομερή ταχύτητα, που θα έλεγε κανείς ότι πνίγονταν μέσα στη λήθη της ποσότητας και όχι της υφής.
Απόσπασμα μόνο από το βιβλίο μου
Τζούλη Τζένκινς
Κελί 333 [J(ulie) J(enkins)Cell 333]
Μυθιστόρημα [Novel (Fiction)], Σύδνεϋ 2013
Σελίδες (pages): 380
Copyright: Pipina D. Elles
(Πιπίνα Δέσποινα Ιωσηφίδου – Έλλη)
Κυρία Πιπίνα μου,διάβασα με ζήλο το απόσπασμα απο το μυθιστόρημά σας “Τζούλη Τζένκινς κελί 333”
Είναι πολύ ενδιαφερον με συγκλονιστικές εικόνες και συναισθήματα. Καταλαβαίνω ότι η συνέχεια θα είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα.
Σας θαυμάζω!
ΑΝΝΑ ΜΟΝΟΓΥΙΟΥ
Μοῦ ἀρέσειΜοῦ ἀρέσει
Ετούτο είναι ένα φοβερό μυθιστόρημα, σύμφωνα τουλάχιστον με εκείνους που το διάβασαν. Εγώ αγαπώ όλα “τα παιδιά μου” και εννοώ τα έργα μου… Κάποια στιγμή θα προσπαθώ να δημοσιεύσω στο blog μου κάποια από αυτά! Η βιβλιογραφία μου συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον 39 βιβλία…. Από τον κατάλογο στο περιοδικό Ανagnostis e.magazine, λείο τα τέσσερα τελευταία έργα μου.
Μοῦ ἀρέσειΜοῦ ἀρέσει