Πιπίνα Δ. Ιωσηφίδου – Έλλη (Pipina D. Iosifidou – Elles)
Περιμένοντας τους Αγώνες (Awaiting for the Games)
«Καταραμένοι… αλήτες σπουργίτες!» (Cursed… Trumps Sparrows!)
Μυθιστόρημα (Novel)
Copyright: Πιπίνα Δ. Ιωσηφίδου-Έλλη (Pipina-Despina Iosifidou-Elles)
Publisher: Π. Δ. Ιωσηφίδου-Έλλη (P. D. Iosifidou-Elles)
Book Cover
by the author: Π. Δ. Ιωσηφίδου-Έλλη (P.D. Iosifidou-Elles)
Pages: 478
Το μυθιστόρημα ετούτο μπήκε στα ‘σκαριά’ το 2002-2003. Μέρος του γράφτηκε στα Γιάννινα στο διάστημα μεταξύ Απριλίου και Οκτωβρίου, 2004.Περάστηκε στον υπολογιστή την περίοδο 2006-2007. Μέρος του διορθώθηκε το 2008, και συνεχίστηκε να δουλεύεται, ώσπου φτάσαμε αισίως, στο 2012!
Εδώ παραθέτω (‘ως γεύση’) την αρχή και το τέλος του μυθιστορήματος…
*******************************
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ
«ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ… ΑΛΗΤΕΣ ΣΠΟΥΡΓΙΤΕΣ!»
Έτος 2070, σε πολιτεία μακρινής χώρας…
Η μαύρη κλούβα σταματά στην έρημη Πλατεία Δημαρχείου, λίγο πιο πέρα από το πανέμορφο πάρκο της, με τα κομψά σε σχήμα, μεταλλικά παγκάκια, που παρά τη βραδινή ώρα και το φτωχό φωτισμό του, εξακολουθεί να φαίνεται ελκυστικό και φιλόξενο. Βραδυά ανοιξιάτικη, φρέσκια και στα ανθισμένα παρτέρια του, τα νιόγεννα ζουμπούλια και οι ποικιλόχρωμοι θύσανοι υακίνθων, μοσχομυρίζουν ακόμη περισσότερο ετούτη την περασμένη ώρα. Πρόκειται για ένα θαύμα τελικά, αφού κάποια από τα άνθη στα παρτέρια του μεγάλου κήπου, μοσχοβολούν, απλά γιατί δεν είναι μεταλλαγμένα!.. Αυτό επιβεβαιώνεται και από αυτή καθαυτή, την αναπνοή του ανθρώπου: ναι, αλήθεια ξεχωρίζει το άρωμά τους! Ένα ευλογημένο άρωμα και μία εξίσου ευλογημένη γύρη, προκειμένου ότι την τελευταία πεντηκονταετία, η γύρη των λουλουδιών της Κενόπολης, ήταν εν γένει, στείρα. Ετούτη η σπάνια γνησιότητα των λουλουδιών του πάρκου της Πλατείας Δημαρχείου του Wetlands, της Κενόπολης, στη διάρκεια της ημέρας, είλκυε στην περιοχή τις καταπληκτικές μέλισσες, που είχε επίσης διαπιστωθεί ότι οι αριθμοί τους όλο και περισσότερο αφανίζονταν, κυρίως από τα πάρκα πολλών περιοχών της Κενόπολης. Κατ’ εξαίρεση λοιπόν, στο πάρκο της Πλατείας Δημαρχείου, όπως παραπάνω, εκτυλισσόταν ένα υπέροχο θαύμα!
Και μιλώντας για ‘υπέροχο θαύμα’, ένα άλλο φαινόμενο, εξ ολοκλήρου διαφορετικής φύσης, και όχι και τόσο θαυμάσιο ή μάλλον καθόλου θαυμάσιο, μολονότι εξίσου περίεργο, εξελίσσεται ετούτη τη δοθείσα στιγμή, στην ίδια πλατεία και στο αυτό πάρκο της!.. Και έχοντας πει όλα αυτά, ιδού, ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας, με μαύρη στολή και μαύρο κράνος με σκουρόχρωμο πέρσπεξ. Μοιάζει περισσότερο με μοτοσικλετιστή, που εντελώς παράδοξα, τουλάχιστον στην προκειμένη περίπτωση, προστατεύοντας το πρόσωπό του, προστατεύει παράλληλα και την ταυτότητά του. Αναρωτιέται κανείς πόσο καλά μπορεί να βλέπει κάποιος, με τέτοιο σκουρόχρωμο πέρσπεξ μπροστά στα μάτια του, σε μία τέτοια και μάλλον, ρομαντικά, φωτισμένη περιοχή. Εκτός αν πρόκειται για προσωπίδα που έχει τη δύναμη να διαλύει το σκοτάδι και να επιτρέπει σε εκείνον που τη φέρει, να βλέπει όσο χρειάζεται, στο φτωχό ή και ανύπαρκτο φωτισμό.
Ο άντρας ανοίγει τη βαριά πόρτα του επιβάτη, του μεγάλου μαύρου αυτοκινήτου, ενός βαν που έμοιαζε περισσότερο με κλούβα μεταφοράς ατόμων-, που έχει σταματήσει δίπλα στο πάρκο της Πλατείας Δημαρχείου και αφού πρώτα εξετάζει το χώρο στον οποίο βρίσκεται, κατεβαίνει ήσυχα. Είναι βέβαιο ότι αποφεύγει να δημιουργήσει οποιοδήποτε θόρυβο. Ο οδηγός του αυτοκινήτου, με την ίδια αμφίεση όπως ο συνεπιβάτης του -αν και δε φορά το κράνος του εκείνη τη στιγμή, όπως ο συνεργάτης του-, παραμένει στη θέση του, μπροστά στο τιμόνι και αδιάφορα, δήθεν, παρακολουθεί τη γύρω κίνηση.
Στο γενικό σκοτάδι της ανοιξιάτικης νύχτας και από πολύ κοντά ακόμη, θα ήταν αδύνατον για τον περαστικό να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά του μαυροντυμένου άντρα. Εκτός από το προστατευτικό κράνος του, δε βοηθούσε και ο χαμηλός φωτισμός της περιοχής, εκείνη τη συγκεκριμένη ώρα, δηλαδή δυο-τρεις ώρες πριν από τα μεσάνυχτα! Πατώντας πλέον στο δάπεδο του πάρκου της Πλατείας Δημαρχείου, και έχοντας βεβαιωθεί για την απουσία περαστικών, απομακρύνεται σβέλτα, από το αυτοκίνητο-βαν, με κατεύθυνση τα παγκάκια του πάρκου.
Αλλά ακόμη και αν ήταν δυνατόν να αντιστραφούν οι παραπάνω αρνητικοί όροι σε σχέση με το φωτισμό, πάλι δε θα είχε τόση σημασία, καθώς εκεί και συνήθως τέτοιες ώρες, δεν κυκλοφορούσε ψυχή, πέρα από τους νυσταγμένους θαμώνες, που είχαν ήδη κουρνιάσει στα παγκάκια του Πάρκου, για να πάρουν τον βραδινό ύπνο τους, και που δε μετρούσαν καν, ως άτομα, επομένως ούτε και η όποια άποψή τους και πολύ περισσότερο η όποια σχετική κατάθεσή τους! Ποιος λοιπόν θα μπορούσε να μαρτυρήσει σχετικά με το περιστατικό που θα ακολουθούσε, ή για την περαιτέρω εξέλιξή του, μέσα σε ετούτο το περίφημο πάρκο της Πλατείας Δημαρχείου, της φημισμένης πολιτείας της Κενόπολης; Δίχως μάρτυρες είναι δυνατόν να τεθεί οποιοδήποτε ερώτημα, όπως, ‘ποιοι είναι ετούτοι οι μαυροντυμένοι άντρες, είναι μήπως είδος ‘αγγελιοφόρων’ ή ειδικοί φύλακες, στρατευμένοι σε κάποιο νεοσύστατο σώμα δημόσιας υπηρεσίας, και σε ρόλο παρόμοιο με εκείνο των αντρών της αστυνομίας της πολιτείας; Μήπως ανήκουν σε κάποια ιδιωτική επιχείρηση ασφάλειας και προστασίας, δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας; Όμως, κι έτσι ακόμη, μέχρι πού έφτανε η δικαιοδοσία τους, ώστε να τους υπαγορεύει ή να τους επιτρέπει τις συγκεκριμένες κινήσεις τους;’ κτλ. κτλ. Οι απαντήσεις στις ρητορικές -προσωρινά τουλάχιστον- ερωτήσεις, δεν είναι εφικτές. Πρόκειται πιθανόν για νεωτερισμό, στο πρόγραμμα της πολιτείας και ακόμη, ίσως-ίσως, σε πειραματικό στάδιο. Και εφόσον δοκιμαζόταν και διαπιστωνόταν η επιτυχία και η ωφελιμότητα των δραστηριοτήτων ενός τέτοιου ‘σώματος ειδικών’, πιθανόν στη συνέχεια, να ακολουθούσε και η δημοσιοποίηση του συγκεκριμένου προγράμματος. Θα αιτιολογούταν η γέννηση του συγκεκριμένου σχήματος και οι ενέργειές του, έναντι συγκεκριμένου κομματιού του πληθυσμού της! Και πάλι όμως, μια τέτοια διαδικασία, φαινόταν ολωσδιόλου άτοπη! Τελικά υπήρχε άραγε υπεύθυνος, που γνώριζε για τη συγκεκριμένη υπηρεσία, ώστε να είναι σε θέση να εξηγήσει στους άμεσα ενδιαφερόμενους, τις κινήσεις αυτών των αντρών και ποια ήταν τελικά η νεοσύστατη κατά τα φαινόμενα, υπηρεσία, στην οποία ήταν στρατευμένοι;
Συλλήβδην…
Ο μαυροντυμένος άντρας προχωρεί προσεκτικά. Είναι βέβαιο ότι γνωρίζει καλά τι έχει να κάνει, ότι ακολουθεί συγκεκριμένες οδηγίες και σχέδιο. Κινείται καταγράφοντας κάθε κίνηση γύρω του, και υπολογίζοντας τις δικές του, την εκάστοτε στιγμή. Είναι έτοιμος να δράσει σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει, και πάντα σε σχέση με την οποιαδήποτε παρουσία ή κινητικότητα, την πιθανόν επιζήμια προς τα συμφέροντα τα οποία εξυπηρετεί. Κατευθύνεται τώρα προς τα καθίσματα με τους καλοσχηματισμένους, ανοξείδωτους σκελετούς, που κάτω από τη σκιά των θεόρατων δέντρων, λες και έχουν γίνει ένα με το σκοτάδι της νύχτας και με τα κορμιά, που με ζήλο φιλοξενούν. Πλησιάζει, σταματά μπροστά σε ένα από τα καθίσματα του πάρκου, ζυγίζεται σαν αρπακτικό πάνω από τη λεία του, και μιλά επιτακτικά: «Ε… εσύ! Ξύπνα… αν κοιμάσαι!» Η φωνή του ακούγεται παράφωνα σε εκείνη την ήρεμη, ως ειδυλλιακή, ατμόσφαιρα, εκείνης της συγκεκριμένης ώρας. Ο ανθρώπινος όγκος κινείται πάνω στο παγκάκι μουρμουρίζοντας. Ο άντρας βγάζει το κλαμπ από τη θήκη του και τον σκουντά επίμονα: «Σήκω είπα!» λέει ερεθισμένος από την αντίδραση του κοιμισμένου θαμώνα του πάρκου. Αυτή τη φορά ο άντρας γυρίζει, αναδιπλώνεται και μουρμουρίζοντας ανακάθεται στο παγκάκι. «Τι… τι… θέλεις κυρ’ αστυνόμε μου; Δεν… δεν… έκανα τίποτα! Τα… τα… πόδια μου ξεκούραζα μόνο!» κλαψούρισε, κάνοντας τον μαυροντυμένο άντρα να απαιτεί την υπακοή του, πολύ πιο έντονα αυτή τη φορά: «Είπα σήκω, σήκω απάνω, τώρα! Δεν έχω καιρό για χάσιμο! Έλα λοιπόν, σήκω!..» «Μα κυρ’ αστυνόμε μου δεν έκλεψα, δεν έβρισα, δεν ενόχλησα κανέναν, σου λέω!» κλαψούρισε πάλι ο άνθρωπος, που από τη γλώσσα των κινήσεών του ήταν κατανοητό ότι επρόκειτο περί ηλικιωμένου ατόμου. «Είπα, σήκω. Για το καλό σου είναι!» επαναλαμβάνει φανερά εκνευρισμένος.
Ο ‘φιλοξενούμενος’ του πάρκου σηκώνεται αργά και μην καταφέρνοντας να σταθεί ολόισιος, στέκεται απέναντι από τον μαυροφορεμένο άντρα, έτσι κυρτός. Εκείνος τον κοιτάζει μία στιγμή και ύστερα τον διατάζει με φανερή περιφρόνηση στη φωνή του: «Προχώρα λοιπόν, αλήτη!» Ο ‘αλήτης’, υπακούει και κινείται σέρνοντας τα πόδια του προς την κατεύθυνση που του υποδεικνύει ο άνθρωπος της ‘εξουσίας’. Αργοκίνητος, μόλις που σέρνει τα πόδια του, συντελεί ώστε ο μαυροντυμένος άντρας να περάσει την μεγάλη, γαντοφορεμένη παλάμη του γύρω από το μπράτσο του, και στη συνέχεια να τον τραβολογά προς την κλούβα. Ο ‘αλήτης’ όμως του Πάρκου, θυμώνει ξαφνικά.
«Άντε γα…ου, μπάτσε! Τι θες; Γιατί με βιάζεις; Δεν μπορώ να περπατήσω, αλλά δεν μου χρειάζεται και η δική σου δήθεν, βοήθεια. Παράτα με λοιπόν!», φωνάζει οργισμένος σφυρίζοντας τις λέξεις μέσα από τα δόντια του, χωρίς ωστόσο να μπορεί να επηρεάσει αποτελεσματικά τον άντρα, ώστε να απαλλαγεί τελικά από τη ‘χειρολαβίδα’ του, που σφίγγεται ακόμη περισσότερο ύστερα από την ‘χυδαία’ μάλλον αντίδρασή του. Ο ‘μπάτσος’, όπως τον είχε αποκαλέσει ο άνθρωπος του πάρκου, συνεχίζει να τον τραβάει χωρίς καθόλου να λαβαίνει υπόψη του τα αίτηματά του. Ύστερα από λίγα λεπτά, ο μαυροντυμένος άντρας και ο ‘αλήτης’, έχουν φτάσει στο μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο ή μαύρο βαν ή απλά βαν, που περιμένει. Ο οδηγός του, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε μετακινηθεί καθόλου, από τη θέση του, αλλά παρακολουθούσε όσο του το επέτρεπε το φως της πλατείας, την κίνησή της αφενός, και τις ενέργειες του συναδέλφου του, αφετέρου, μόλις βλέπει τους δύο άντρες να πλησιάζουν, κατεβαίνει γρήγορα και ανοίγει την πίσω πόρτα του μαύρου βαν. Μία κοντή σκάλα ξεδιπλώνεται αυτόματα και ακουμπά στο έδαφος. Ανεβαίνει σβέλτα απάνω στο πάτωμα της κλούβας και περιμένει. Όταν ο συνάδελφός του και ο άγνωστος εμφανίζονται μπροστά του, φωνάζει: «Έλα γέροντα, δος μου το χέρι σου!» Χωρίς καμμία αντίδραση ο ηλικιωμένος του πάρκου ανεβαίνει με πολλή προσπάθεια, ένα-δύο σκαλοπάτια, απλώνει το χέρι του και πιάνει το γαντοφορεμένο χέρι που του προτείνεται από τον δεύτερο άντρα του μαύρου βαν, τον οδηγό του. Καθώς προσπαθεί να ανεβεί τα υπόλοιπα δύο-τρία, ο άντρας του βαν τον τραβά επάνω με δύναμη. Ο ηλικιωμένος κρατούμενος προσπαθώντας να ανταποκριθεί, σκοντάφτει ξαφνικά και χάνει την ισορροπία του. Ο άντρας στην καρότσα ελευθερώνει το χέρι του και ο συλληφθείς πέφτει πισώπλατα. «Στο διάβολο πια!» έβρισε εκείνος νιώθοντας έναν ασυνήθιστα δυνατό πόνο να διαπερνά την σπονδυλική του στήλη. Κάνει να σηκωθεί, αλλά δυσκολεύεται. «Άντε γέροντα, κουνήσου! Μου σπας τα νεύρα, το ξέρεις;» σφύριξε ο άντρας που τον είχε ξυπνήσει και τον είχε οδηγήσει με το ζόρι, ως εκεί. Δεν κινείται όμως καθόλου για να τον βοηθήσει, να σηκωθεί. Όρθιος εκεί δίπλα στη σκάλα, ολοφάνερα χάνει την ψυχραιμία του με τον ηλικιωμένο άνθρωπο, που φαίνεται να δυσκολεύεται να ανεβεί τα ελάχιστα εκείνα σκαλοπάτια του βαν. Ο ηλικιωμένος άντρας αμίλητος αυτή τη φορά και πάντα μόνος, ανασηκώνεται και προσπαθεί και πάλι να ανεβεί, πιάνοντας και σκαρφαλώνοντας με όση δύναμη του είχε εναπομείνει, ένα-ένα τα λιγοστά σκαλιά του βαν. Αρκετά λεπτά αργότερα κατορθώνει να βρεθεί τελικά πάνω στην καρότσα του.
Ο ηλικιωμένος αντιλαμβάνεται ότι το μαύρο βαν είναι μάλλον μία ‘κλούβα’ μεταφοράς ατόμων και μάλλον συλληφθέντων –όπως ήταν ο ίδιος- από ετούτους τους μαυροντυμένους άντρες! Ο οδηγός του βαν που τον περίμενε με σχετική υπομονή στο δάπεδο της καρότσας, είπε ένα απλό: «ακολούθησέ με», και τον οδήγησε στην αριστερή πλευρά της καρότσας, ώστε να καθίσει τελικά στον φιξαρισμένο μεταλλικό πάγκο, που άρχιζε ή και τελείωνε δίπλα στην πόρτα της καρότσας του μαύρου βαν. Ο ηλικιωμένος και πολύ ταλαιπωρημένος άντρας, σωριάστηκε αρχικά πάνω στον πάγκο, ύστερα ανακάθισε και έγειρε πίσω, ακουμπώντας την πονεμένη πλάτη του, στο σκληρό και κρύο μεταλλικό ‘τοιχίο’ της πλευράς του βαν. Τώρα πια συγκεντρώνεται, και με το βλέμμα του να συνηθίζει κάπως σε εκείνη τη μαυρίλα, κοιτάζει γύρω του. Δεν φαίνεται να μπορεί να ξεχωρίσει κάτι. Αργότερα όταν πια τα μάτια του είχαν αρχίσει να προσαρμόζονται σε εκείνο το μαύρο, διαπιστώνει ότι έχει παρέα. Μια σιωπηλή παρέα που προφανώς μοιράζονταν την ίδια τύχη με τη δική του.
Στο μεταξύ ο οδηγός έχοντας κατευθυνθεί προς τη μικρή σκάλα του βαν, αφού την κατέβηκε, πάτησε ένα κουμπί δίπλα στην μεγάλη και βαριά μεταλλική πόρτα του και η μικρή σκάλα αναδιπλώθηκε στο εσωτερικό της σκοτεινής κλούβας. Καθώς δεν υπήρχε παραθυράκι μεταξύ καρότσας και καμπίνας οδηγού-, όταν η πόρτα έκλεισε ο ηλικιωμένος άντρας ένιωσε λες και είχε ταφεί ολομόναχος σε ένα μεταλλικό κουτί, και ας είχε και παρέα. Στο πέρασμα μερικών λεπτών ένιωσε να τον παρακολουθούν επίμονα αρκετά ζευγάρια μάτια. «Εντάξει, το κατάλαβα από την αρχή ότι είναι κι άλλοι τυχεροί εδώ μέσα», σκέφτηκε. Περίμενε λοιπόν σιωπηλά, να τον καλωσορίσει κάποιος. Όμως τίποτα. «Ξέρω. Περιμένουν από μένα να πω κάτι, να ρωτήσω ίσως. Δεν έχω όμως όρεξη», σκέφτηκε πάλι. Έχοντας οικειοποιηθεί τελικά με το σκοτάδι της κλούβας του οχήματος, ξεχώρισε απέναντί του ακόμη δύο άτομα, καθισμένα προφανώς σε μεταλλικό πάγκο, παρόμοιο με εκείνον όπου ο ίδιος καθόταν. Ξαφνικά ακούει μια σιγανή φωνή που προφανώς ερχόταν από κοντά -σχεδόν δίπλα του-, να τον καλωσορίζει ειρωνικά: «Καλώς ήρθες στη μαύρη λιμουζίνα, σύντροφε. Μας προορίζουν για ξενοδοχείο πέντε αστέρων, ξέρεις!» Ο ηλικιωμένος άντρας, δεν απαντά. Τι να έλεγε άλλωστε; Δεν είχε μήτε τη δύναμη, ούτε το κουράγιο να σκεφτεί κάτι ανάλογο, για να του απαντήσει. Ξαφνιάστηκε ωστόσο από τα λόγια του. Διαπίστωνε με ανησυχία ότι μόλις που μπορούσε να δει τον άνθρωπο που ήταν εκεί κοντά του, σχεδόν δίπλα του. «Τυφλώθηκα μέσα σε ετούτο το σκοτάδι!» σκέφτηκε θυμωμένος για την ακούσια απαγωγή του, από το πάρκο της Πλατείας Δημαρχείου. Ύστερα από αρκετές στιγμές έχοντας συγκεντρωθεί κάπως στον εαυτό του, βρήκε τη δύναμη να τον ρωτήσει ήσυχα: «Λέτε να μας ακούνε;» «Α, μπα! Τι να μας ακούνε; Ποιοι είμαστε εμείς, για να ενδιαφέρονται τι λέμε και για ποιους λέμε, τέλος πάντων;» απαντά ο άλλος με έναν ιδιόρρυθμο κυνισμό. Ο ηλικιωμένος άντρας ρωτά και πάλι χαμηλόφωνα: «Ξέρεις λοιπόν που μας πηγαίνουν;» «Ναι, αμέ! Είπαμε πως πρόκειται για κάτι εξαιρετικό… ένα ξενοδοχείο πέντε αστέρων ή ίσως ακόμη-ακόμη μία παραθαλάσσια έπαυλη!.. Αυτό… αυτό… είναι στα σίγουρα!» απαντά πάλι ο διπλανός του, πάντα χαμηλόφωνα, και πάντα στον ίδιο τόνο. Ο ηλικιωμένος μιλά τώρα σε ήρεμο και πάντα χαμηλό τόνο: «Ξέρεις φίλε, πριν λίγες ημέρες άκουσα πως μία κλούβα… –πιστεύω ότι εννοούσαν ετούτη εδώ- μαζεύει τους άστεγους, όποιοι κι αν είναι αυτοί: τους γέροντες, τους ανήμπορους ή τους ανισόρροπους. Σκέφτομαι λοιπόν τώρα πια, ότι ίσως και να είναι αλήθεια αυτό… ότι δηλαδή κάποιοι, ‘καλή ώρα’ (γελάει ειρωνικά) σαν ετούτους εδώ, τους μαυροφορεμένους, περιοδεύουν στα πάρκα της Κενόπολης, ψάχνουν γι’ ανθρώπους σαν την αφεντιά μας και τους μαζεύουν. Το είπε ένας άλλος σαν κι εμένα, εκεί, ξέρεις; στο πάρκο… της Πλατείας Δημαρχείου! Δεν τον πίστεψα. Δεν είναι και λίγοι οι δοσμένοι στον κόσμο της φαντασίας… μιας απαίσιας φαντασίας, αυτό εννοώ. Μετά από αυτή την πρώτη αυτή επικοινωνία -ας την ονομάσουμε ‘επισήμανση’- νομίζω ότι ίσως και να είναι αλήθεια. Μια φριχτή αλήθεια! Το υπαγορεύει και η κοινή λογική βέβαια… ότι δηλαδή μετά από το ψάξιμο, ακολουθεί το μάζεμα. Δηλαδή… το μάζεμα ανθρώπων της σειράς μας, αυτό εννοώ». Ο ηλικιωμένος μιλώντας αργά συνεχίζει: «Ο ίδιος άνθρωπος είπε ακόμα, ότι η κλούβα –μάλλον πρόκειται για ετούτη εδώ ή και παρόμοια- οδηγεί σε ιδρύματα που μοιάζουν με εκείνα όπου συγκεντρώνονται αδέσποτα ζώα: σκυλιά και άλλα… Αυτά βέβαια όχι μόνο τα μαζεύουν, αλλά και τα ξεφορτώνονται αν δε βρεθεί άνθρωπος να τα πάρει στο σπίτι του. Ξέρεις τι θέλω να πω… να… όπως γίνεται με το R. S. P. C. A. Έτσι είπε. Μεταχειρίζονται δηλαδή τους ανθρώπους, όπως τα ζωντανά ή… όπως είχε κάνει ο Χίτλερ τον 20ό αι… -θα τα ξέρεις αυτά. Άκου, εγώ το λέω αυτό το τελευταίο, έχοντας ακούσει κι αυτή την ανατριχιαστική υπόνοια τέλος πάντων… Άκουσα να λένε κάποιοι ότι δεν είναι υποψία, παρά αληθινή πληροφορία, κι ακόμη ότι κάποιος θα βρεθεί που θα το αποδείξει… σύντομα. Νομίζεις ότι μπορεί να υπάρξει κάποιος που να πονά τον ηλικιωμένο, τον γέροντα άνθρωπο; Ξέρεις γι’ αυτόν… τον Χίτλερ… έτσι δεν είναι;» ξαναρώτησε τον διπλανό του με μία ασυνήθιστη αγωνία, αυτή τη φορά. Εκείνος όμως είχε καταπιεί ξαφνικά τη γλώσσα του και σιωπούσε τώρα πια. Μόνο άκουγε. Ακούραστα ο ηλικιωμένος άντρας συνέχισε να σιγομουρμουρίζει λες και με κάποιο φόβο. Είχε καταλάβει ότι ο διπλανός του σιωπούσε εσκεμμένα. Ήξερε μήπως κάτι; Τι άραγε; Μα όλοι είχαν την ίδια μοίρα, αφού όλοι μαζί, τέσσερις-πέντε, όσοι ήταν στην ίδια κλούβα, τέλος πάντων!
Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί τώρα πια. Ήθελε να μιλήσει, να συνομιλήσει. Ήταν εκείνη η παράξενη αίσθησή του που του έλεγε, ότι επικρατούσε μεγάλο άγχος μέσα σ’ εκείνη την θεοσκότεινη καρότσα. Είπε λοιπόν κάτι που έκανε τους συνταξιδιώτες του να πεταχτούν νευρικά από το κάθισμά τους: «Άκουσα… να λένε… ότι… αν δηλαδή δεν επισημαίνεται η απουσία τους από συγγενείς τους, δεν τους αναζητάει ή τους υιοθετεί κανείς… χρτς!» είπε βιαστικά λες και για να μη μετανιώσει για εκείνα που επρόκειτο να ‘αποκαλύψει’. Η φωνή του είχε ακουστεί σα σφύριγμα αερικού στη σιωπηλή, ως εκείνη τη στιγμή, ομήγυρη της κλούβας. Είχε καταφέρει να σκορπίσει τον πανικό και την ανατριχίλα, σκίζοντας τη σιωπή. Είχαν αντιληφθεί τη χειρονομία που συνόδευε τα λόγια του: είχε φέρει την παλάμη του στο λαιμό του, μιμούμενος λεπίδα που… αποκεφαλίζει.
«Ε, και; Έστω κι αν είναι έτσι γέροντα, τι διάβολο περιμένεις από μια ζωή σαν τη δική σου ή σαν τη δική μου; Καλά θα ήταν να μην είχαμε φτάσει στον πάτο του βαρελιού που λέγεται κοινωνία… όπου και κολλήσαμε, γιατί λασπώσαμε, κατάλαβες; Τι νομίζετε ότι κάνουμε όλοι εμείς, ε; Δεν είναι σκυλίσια ζωή, αυτό που κάνουμε; Η πολιτεία έχει τους νόμους της, έτσι;» επέμενε με μία περίεργη σοβαρότητα τώρα πια, ο πρώην είρων συνεπιβάτης, που καθόταν δίπλα στο νεοφερμένο άντρα. Ο ηλικιωμένος άντρας γύρισε και τον κοίταξε κατάπληκτος και με μια ασυνήθιστη οργή αυτή τη φορά αντέδρασε: «Βαλτός είσαι φίλε; Πώς μιλάς έτσι; Δεν είμαστε δα και ζώα… Άνθρωποι είμαστε. Κι αν βρεθήκαμε εδώ, άλλοι βοήθησαν στο γλίστρημα. Έτσι; Μέσα μου το ξέρω πως θα μπορούσαμε όλοι εμείς οι καταραμένοι… οι ‘αλήτες σπουργίτες’, οι ‘καταραμένοι’, άντε, αυτής της κοινωνίας –όπως θέλετε αποκαλέστε τους εαυτούς σας!- να κάνουμε κάποια πράγματα διαφορετικά, αν μας δινόταν μία ακόμη ευκαιρία. Δεν βοηθάει όμως το σύστημα. Ποτέ δεν μας βοήθησε! Τι λέω; Δεν βοηθάει κανέναν, κυρίως όταν αυτός ο ‘κανένας’ ξεπέφτει στην ανάγκη, στην όποια ανάγκη, άκου με που σου λέω! Ή καλύτερα… αν έχεις τύχη, μπορείς ν’ αρπάξεις μία καλή ευκαιρία για προκοπή! Πρέπει όμως να έχεις πάντα μία ασφάλεια… Παλαιότερα, αν κάποιος δεν είχε ασφάλεια για οποιοδήποτε λόγο, είτε γιατί δεν πίστευε στην ανάγκη της, είτε γιατί δεν ήταν της μόδας, αλλοίμονό του! Ήταν δυνατόν να διαπιστώσει, περισσότερο από γρήγορα, πόσο εύκολα μπορούσε να κτυπήσει ο κώδων κινδύνου. ‘Προσοχή, κίνδυνος – θάνατος!’ ήταν το μήνυμα. Ούτε νάρκη να ήταν! Βέβαια, πάντα ξεφυτρώνουν οι επιτήδειοι που σε οδηγούν στο τελευταίο σκαλοπάτι της μιζέριας, στο πάτο του βαρελιού, στην λάσπη του! Από εδώ και μετά… ακολουθούν τα χείριστα! Τώρα που δεν μπορούμε ολωσδιόλου, να αντιδράσουμε -με σθένος λέει!- μας πάνε σε κάποιο στρατόπεδο συγκεντρώσεως για να μας ‘γκαζάρουν’; Μήπως πρόκειται για ‘λύση τελικά’; ‘The final solution’; Θα ξέρεις, ότι ο ‘μέγας και τρανός Χίτλερ’ δεν είναι το πρωτότυπο του είδους του, έτσι; Προηγήθηκαν κι άλλοι, εκεί στην Ανατόλια. Εκείνοι κάνανε γενοκτονία με πατέντα περιωπής. Μου τα είπε απόγονος τρίτης γενιάς παθόντος, μετανάστη, τότε τον εικοστό αιώνα ντε, από το 1914… 1917, ως το 1922. Και στη δεκαετία του 1950 τελικά, δεν έπαψαν τους διωγμούς στη Θλιμμένη του Πέραν, με κάτι κόλπα, να σου φύγει το μυαλό! Με την υπεραύξηση της εφορίας, έτσι είπε. Είχε, λέει, κάποια βιβλία ιστορίας, σπάνια πράγματα τώρα πια -ανάθεμα στα ηλεκτρονικά που μας κατάστρεψαν τελικά! Πρώτο χέρι σχεδόν, ο άνθρωπος, έτσι; Αυτοί είχαν έναν πολύ σημαντικό λόγο, μία πολύ σοβαρή δικαιολογία. Έτσι επέλεξαν ετούτη την φρικώδη, την απάνθρωπη πορεία, την εκκαθάριση του πληθυσμού τους -η χώρα τους προοριζόταν για εκείνους μονάχα. Αυτό ήταν το σύνθημά τους. Έπρεπε να απαλλαγούν από τους παρείσακτους, τους ‘γκιαούρηδες’ -έτσι τους αποκαλούσαν. Ήταν επιτακτικό να ξεφορτωθούν τους χριστιανούς, τους ‘άπιστους’, τους μη μουσουλμάνους, φανατίζοντας εναντίον τους, ακόμη περισσότερο τους πολίτες τους, που αμόρφωτοι, ήταν παθητικά προσκολλημένοι στο θρήσκευμά τους και στο λόγο των ευρωπαϊκά εκπαιδευμένων αρχηγών τους. Άσχετα αν τα ιερά βιβλία τους δεν υπαγόρευαν –και δεν υπαγορεύουν- τα παρόμοια… Όσο για τους ‘άπιστους’ της άλλης θρησκευτικής κατεύθυνσης, ε… τι να γίνει; Τι κι αν ήταν απόγονοι γένους αετών, προκομμένοι, μυαλωμένοι, ευκατάστατοι; Με ένα σαδιστικό εγχείρημα «οι συγκεκριμένοι μουσουλμάνοι μάγκες», πέτυχαν δύο πράγματα: όχι μόνο γλύτωσαν από αυτούς, που ήταν οι παλιοί κάτοικοι όλης της περιοχής, αλλά έφαγαν και όλο τους το βιος. Οι ίδιοι τι θαρρείς πως ήταν ή τι είχαν; Νομάδες… κατσαπλιάδες του κερατά ήταν! Τα διάβασα κάποτε στο ‘Οδοιπορικό 1890’, του G. Deschamps. Είχε περιηγηθεί την Ανατόλια και είχε καταγράψει πολλά και φρικτά γεγονότα, που είχαν υποπέσει στην αντίληψή του. Θα έπρεπε να διαβάζει κανείς τέτοια βιβλία για να καταλαβαίνει τη ζωώδη υπόσταση των ανθρώπων… Εντάξει, ίσως συγκεκριμένων πληθυσμών ανά την Υφήλιο. Πού είναι όμως τα έρημα τα βιβλία τώρα πια; Άσε πια τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Οι χώρες κινήθηκαν με υπομόχλιο το κεφάλαιο και έφαγαν τα μούτρα τους! Και δείτε τα χάλια όλων μας!»
Οι ρακένδυτοι θαμώνες των πάρκων της Κενόπολης άκουγαν τον ηλικιωμένο, με μάτια που έμοιαζαν φωτεινά καρφιά απάνω του. «Χμ! Ήταν φωτισμένος ετούτος! Σπουδαίος!» σκέφτηκε ένας από τους απέναντί του. Από εκείνα που άκουγαν καταλάβαιναν ότι ο ηλικιωμένος άντρας γνώριζε πολλά, ‘μα πάρα πολλά’! Το ερώτημα ‘ποιος άραγε ήταν;’ παρέμεινε ερώτημα μόνο, και μέχρι το τέλος. Εκείνος ο άγνωστος, ο τελευταίος επιβάτης της κλούβας, συνέχισε τον μονόλογό του, λες και δεν υπήρχαν άλλοι γύρω του: «Και να σκεφτεί κανείς ότι οι λαοί δεν έχουν δήθεν ιδέα… ή βαρέθηκαν ν’ ασχολούνται με τα προβλήματα τόσων χρόνων. Εννοώ όλα ετούτα τα απίστευτα γεγονότα! Οι ‘ΙΔΕΕΣ’, λέει! Μα είναι τρόπος ζωής και όχι τρόπος του λέγειν! Έτσι είναι. Ετούτοι οι δήθεν σπουδαίοι, έχουν άραγε κρατήσει κάποια από αυτές τελικά; Άκου λέει! Γνωρίζουν πολλά! Ναι έχουν γνώση όλων των συμβάντων. Έχουν και παραέχουν. Απλά… κάνουν το κορόιδο. Τελικά, ό,τι συμφέρει, αυτό και υιοθετείται! Φταίνε και παραφταίνε και οι κάποιες συγκεκριμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, και οι άλλες, αλλού, όπως είπα, απανταχού στην Υφήλιο. Τα πετρέλαια και ο ορυκτός πλούτος, ήταν ανέκαθεν το κίνητρο αυτών των χειρισμών. Και από κοντά και οι καρέκλες, καταλαβαίνετε; Τρώνε, τους ταΐζουν… και πουλιούνται σαν τις πόρνες! Προσέχετε, μιλώ για πολιτισμένα και ξεχωριστά έθνη, στο πρώτο μισό του 20ου αι. άντε και μέχρι τα μέσα του δικού μας αιώνα! Ε, καλά τώρα! Δεν υπήρχα καν, όταν έγινε ο πόλεμος στη Σερβία τη δεκαετία του 1990, ή εκείνο το τρομοκρατικό χτύπημα το 2001 στη Ν. Υόρκη, και άλλα πιο ύστερα, το Ιράκ, και αργότερα η Λιβύη και πού να σταματήσω; Όλα τα διάβασα ή τα έμαθα από ανθρώπους που ήξεραν και που φύγανε τώρα πια! Ξέρετε, σιχαίνομαι να κάνω μάθημα ιστορίας τη στιγμή που μας πάνε για…» Οι απέναντί του τον άκουγαν κρατώντας την αναπνοή τους και τα μάτια ορθάνοιχτα, στο παράξενο σκοτάδι του μεγάλου μαύρου αυτοκινήτου. Ίσως και να το φανταζόταν όλο αυτό που ζούσαν, αυτό το δύσκολο και μυστηριώδες παραμύθι, όπως συμβαίνει κάποια φορά μέσ’ στο πηχτό σκοτάδι… όταν θαρρείς πως βλέπεις τον φακό του ίδιου του ματιού σου και απορείς. Μήπως κι αυτό ακόμα θα μπορούσε να είναι φαντασίωση;
Ο ηλικιωμένος άντρας συνέχισε σιγανά πάντα: «Δεν ξέρω, αλλά επειδή αρκετοί γνωστοί μου ‘συγκάτοικοι’ στο πάρκο της Πλατείας Δημαρχείου αφανίστηκαν, ξέρετε, μη αφήνοντας ίχνη -και στα γρήγορα- έτσι; Πού να το πάρει κανείς χαμπάρι; Μα αυτό είναι και το ζητούμενο! Φαντάζομαι ότι μας περιμένουν τα χειρότερα. Μακάρι να μην είναι τίποτα περισσότερο, από φαντασιώσεις!» Ο διπλανός του τον ρώτησε χαμηλόφωνα, με μία εμφανή και αποκαλυπτική αγωνία στη φωνή του: «Σε ποιο πάρκο είπες ότι ήσουν, όταν σε μάζεψαν, τα μαύρα κοράκια;» Ο νεοφερμένος άντρας χαμογέλασε πικρά. «Πετυχημένη η παρομοίωση, ‘μαύρα κοράκια!’ Ναι, ήμουν στο πάρκο της Πλατείας Δημαρχείου, του Wetlands μόλις το είπα. Κι εσύ;» ρώτησε με ενδιαφέρον. «Μάλιστα! Εγώ… στο πάρκο Ελευθερίας. Το είχα διαλέξει γιατί μου άρεσε το… ‘Ελευθερίας!» είπε με πικρό τόνο στη φωνή του και συνέχισε: «Γέροντα, εσύ ξέρεις πολλά. Φαίνεται ότι έχεις διαβάσει και έχεις ακούσει φωτισμένους ανθρώπους. Άλλωστε εσύ ο ίδιος το είπες, ότι διάβασες κάποια παλιά βιβλία. Θα πρέπει να διάβασες πολλά, αλλιώς, δε θα τα γνώριζες όλα αυτά. Αλλά, τι καθόμαστε και λέμε τώρα πια; Ποιος νοιάζεται;» Σταματάει μια στιγμή. Τα μάτια του γυαλίζουν σαν δύο κάρβουνα. Έχει πυρετό. «Τι είναι όλα αυτά που λέμε; Τρελαθήκαμε; Θυμίζουν κατοχή, αφανισμό, γενοκτονία ράτσας, της ράτσας των φτωχών και των περιθωριοποιημένων!» είπε αγριεμένος αυτή τη φορά. Είχε αρχίσει να τρελαίνεται από την αγωνία και τον φόβο του, που τα τριπλασίαζε το σκοτάδι εκείνης της απαίσιας κλούβας. «Καλά τώρα! Λες και ετούτη η γενοκτονία θα είναι πρωτοφανής!» μουρμούρισε ο ηλικιωμένος άντρας. Έπεσε βαριά σιωπή για λίγο. Και ενώ η κλούβα που τους μετέφερε, συνέχιζε το ταξίδι της, ένας από τους απέναντι, από τον ηλικιωμένο, ρώτησε ξαφνικά: «Εμένα… δε θα με ρωτήσετε;». Κανείς δεν απάντησε. Η κατάθλιψη που τους είχε κατακλύσει, ήταν μολύβι που βάραινε πάνω τους. Ύστερα από ετούτο το ‘παράπονο’, του συνταξιδιώτη τους, λες και περίμεναν έστω σιωπηλοί και μουδιασμένοι, να ακούσουν, τι επιτέλους, είχε να πει. Ήταν βέβαιο ότι και εκείνος είχε την ανάγκη της προσοχής τους. Νιώθοντας την έμμονη αναμονή τους, απάντησε στο αρχικά δικό του αίτημα: «Εγώ… έρχομαι από το Πάρκο της Ελπίδας. Μάλιστα της Ελπίδας! Καταλάβατε;» ρώτησε αγχωμένος στο έπακρο, ο τελευταίος τολμηρός της ομήγυρης των ‘καταραμένων αλητών σπουργιτών’, και ένας λυγμός πνίγηκε μετά βίας, στο λαρύγγι του.
Το σκοτάδι και η απομόνωση από τον κόσμο της υποτιθέμενης ελευθερίας, προπάντων μέσα σ’ εκείνη την κρύα κλούβα του μαύρου βαν, είχε αρχίσει να αγριεύει τους ανθρώπους των πάρκων, που τους είχαν συλλάβει για να τους οδηγήσουν στο άγνωστο της τιμωρίας τους, γιατί ‘εγκληματούσαν’ μολύνοντας με την παρουσία τους το τοπίο της πολιτείας, που με δικαιολογημένη αγωνία περίμενε να φιλοξενήσει τους ξακουστούς στους αιώνες, Διεθνείς Αγώνες. Κάποιοι από αυτούς τους άθλιους των πάρκων, είχαν συλλάβει αυτή την επικοινωνία σιωπηλά θαρρείς, λες και είτε ήταν προ πολλού νεκροί ή προ πολλού φευγάτοι στον κόσμο τους, τον κόσμο της τρέλας. Ένιωθαν παγιδευμένοι, έρμαια μιας ακατάβλητης μοίρας, που φανερά την κατηύθυναν άλλοι γι’ αυτούς. Δεν μπορούσαν παρά να φανταστούν τα χειρότερα. Η ‘κρυαμάρα’, η ψυχρότητα και ο κυνισμός των συνανθρώπων τους, και ιδιαίτερα των καλοβαλμένων, είχε αποδειχτεί από δεκαετίες. Η αδιαφορία τους –μία αδιάσειστη πραγματικότητα- συνέτεινε ώστε οι κατατρεγμένοι άνθρωποι να νιώθουν τελεσίδικα, έτσι. Από δεκαετίες απουσίαζε το ελάχιστο δείγμα συμπαράστασης προς την όποια κατεύθυνση, ιδιαίτερα για ανθρώπους του είδους τους. Ίσως και να υπήρχε για κάποιους τελικά, όμως αφορούσε άλλους, εκείνους τους λίγους, τους ευνοούμενους του συστήματος, που ήταν ως γνωστόν οι δυνατοί, οι εκπρόσωποι του πλούτου. Οπόταν και εφόσον συνέβαινε τελικά, αναμφίβολα παρέμενε ένα καλά φυλαγμένο μυστικό!
Κάτι τρέχει!..
Από μέρες τώρα, πριν ή και μετά τα μεσάνυχτα, κάποτε, τις πρώτες ώρες του νιόφερτου πρωινού, τότε δηλαδή που η ώρα χέρι-χέρι με την εξάντληση, σκότωνε και την τελευταία την παραμικρή κίνηση, οι αγύρτες, ‘οι φτωχοί τω πνεύματι’ ή και κάποιοι άλλοι, που είχαν γλιστρήσει σ’ εκείνη την κατάντια για λόγους ανεξήγητους ή και με κάποια εξήγηση (όπως από μια στραβοτιμονιά της τύχης… ή και από την αλαζονεία εκείνων που κατείχαν τις καρέκλες), δεχόταν ανεπιθύμητες επισκέψεις. Οι τελευταίοι –εκείνοι δηλαδή που κατείχαν τις καρέκλες- χτυπούσαν ο ένας τον άλλον στους ώμους με αμέριστη ικανοποίηση, ως ευνοούμενοι του συστήματος τελικά. Συχνά μάλιστα είχαν την ευκαιρία να κάνουν κάτι ανάλογο και με τους αρχηγούς άλλων ισχυρών κρατών. Είχαν την τύχη να προσκαλούνται μεταξύ τους, στα αποκαλούμενα διεθνή συνέδρια, να επικοινωνούν όλα αυτά τα δήθεν απαραίτητα για τον τόπο του ο καθείς και να αποφασίζουν για τις τύχες των πληθυσμών. Αχ, τι δύναμη είχαν αυτές ‘οι καρέκλες’, τελικά! Οι κεφαλαιοκράτες και από κοντά πολλά από τα μέσα ενημέρωσης, οπουδήποτε κι αν υπηρετούσαν αυτά, απολάμβαναν ποσοστό της ευτυχίας ετούτης, καθώς υπόγεια προσέφεραν στα υπέροχα αν και σπάταλα συμπόσια των ‘καρεκλωμένων’ αρχηγών! Τι αξιοθρήνητες μαριονέτες τελικά! Ποιος δεν το ήξερε ότι όλα τα παραπάνω διαμόρφωναν, ως δια μαγείας τελικά, την ευημερία της Υφηλίου -επομένως την οικονομία της-, αλλά κυρίως την απύθμενη δυστυχία της! Αυτό το τελευταίο παράγωγο -της δυστυχίας-, δεν παρουσιαζόταν πουθενά, ούτε με τα πολύ ψιλά γράμματα!.. Και όμως ήταν κοινή γνώση, κοινή αντίληψη!
Από την άλλη μεριά, ήταν πολλά τα αίτια που μπορούσαν να γονατίσουν τους ανθρώπους όταν έπεφταν στο μάτι του οποιουδήποτε κυκλώνα: είτε οικονομικός ήταν αυτός, είτε άλλου είδους, για να πει κανείς τα ελάχιστα ως προς τα αίτια της τραγωδίας των ανθρώπων, όπως ετούτων, σε αυτή εδώ την ιστορία, που κλεισμένοι τώρα σε μαύρη κλούβα αναρωτιούνται για το άγνωστο που τους περίμενε, όταν θα άνοιγε η πόρτα της μαύρης κλούβας, και θα τους διέταζαν να κατέβουν από αυτή, για να εισέλθουν σε κάποια φυλακή, παρόμοιας ίσως, με την ‘κόλαση του Δάντη’; Ετούτοι, ήταν κάποιοι από τους άστεγους-άφραγκους ή και χωρίς ταυτότητα –αυτή την απέκρυπταν συχνά, οι ίδιοι- αποκαλούνταν οι καταραμένοι ‘αλήτες σπουργίτες’ της κοινωνίας της περίφημης Κενόπολης. Επρόκειτο για ‘ανθρώπινα ρετάλια’, ‘ρεμάλια’, ‘παρείσακτα όντα’, ‘ζώα’, που αγκαζάριζαν τα δημόσια καθίσματα, απλώνοντας τα άθλια, τα ταλαιπωρημένα μέλη τους, ρακένδυτοι, άπλυτοι και νηστικοί. Περιθωριοποιημένοι πολίτες. ‘Τα λυμαίνονταν κυριολεκτικά’, κατά την άποψη πολλών… αρχών τε και πολιτών! Κανείς δεν ενδιαφερόταν για τη ριζική θεραπεία ετούτου του φαινομένου, που εξαπλωνόταν σα νικηφόρο παράσιτο πλέον, στα περίφημα πάρκα της Πολιτείας της Κενόπολης. Οι απλοί πολίτες δεν ενδιαφέρονταν γιατί και οι ίδιοι ήταν πνιγμένοι στα δικά τους προβλήματα, και γιατί ποιος ενδιαφερόταν τέλος πάντων για τον διπλανό του, όταν μάλιστα ετούτος ‘βρωμούσε από πάνω μέχρι κάτω’; Οι λόγοι λοιπόν και τα αίτια περίσσευαν, τώρα πια!
Εκείνες λοιπόν τις αμίλητες ώρες της υποθετικής ‘ανάπαυσης’ στα πάρκα της πολιτείας τους, όπου ο καθένας από τους άστεγους, τους ‘αλήτες’ κατ’ άλλους, αναλογιζόταν το κάποιο παρελθόν ή και τίποτα, λόγω σοβαρής έλλειψης νοημοσύνης ή και ολοκληρωτικής και ως εκ τούτου και εκμεταλλεύσιμης αδυναμίας, να ’τοι και κατάφταναν οι νέοι, άγνωστοι τρομοκράτες των πάρκων: ένα απρόσωπο μαύρο αυτοκίνητο βαν, μία ‘κλούβα’ στην ουσία, και δύο άντρες: ο οδηγός και ο συνοδηγός, ντυμένοι στο επίσημο μαύρο του ‘χάρου’ και φορώντας κράνη -‘λες και πήγαιναν να παίξουν ξύλο’ με αλήτες και με μέλη συμμορίας κακοποιών!.. Με την προσθήκη σκουρόχρωμου πέρσπεξ στα πρόσωπά τους, γίνονταν αρκετά… ‘αόρατοι’! «Αυτή που λες, είναι η αμφίεση των δημίων της εποχής μας!», είχε πει ένας από τους ξύπνιους ‘θαμώνες’ της ομήγυρης του πάρκου της Πλατείας Δημαρχείου του Wetlands, που άκουγε στο όνομα Μίλνε (Milne) και στο παρατσούκλι: ‘ξυράφι’. Έτσι τον είχαν βαφτίσει οι άλλοι της ‘γειτονιάς’ του, στο πάρκο της Πλατείας Δημαρχείου. Ήταν ξύπνιος, παρακολουθούσε τα πάντα, άκουγε το λιλιπούτιο ραδιοφωνάκι του, διάβαζε εφημερίδες σε μικρό ηλεκτρονικό ‘βιβλίο’, επισκεπτόταν τη βιβλιοθήκη, σημείωνε, μελετούσε ή κατάγραφε τους νόμους… κτλ… κτλ… Πώς είχε λοιπόν ξεπέσει εκεί, το ‘ξυράφι’; Ή μήπως ήταν και ετούτος στο ‘κόλπο’, όποιο κι αν ήταν αυτό; Ο διπλανός του, τον είχε κοιτάξει χασκογελώντας, καθώς είχε την ατυχία να μην τα ‘πιάνει όλα με μιας’, παρά μόνο εκείνο το ‘απολύτως τίποτα’, της κρυφής διανόησης! Δεν ήταν όμως αλήθεια αφελής. Προσποιείτο όπως και πολλοί άλλοι επαναστάτες του είδους του.
Αυτά λοιπόν, τα καθόλα ασυνήθιστα μαύρα βαν – κλούβες, ήταν αναμφίβολα αρκετά, όπως διαπιστώθηκε αργότερα. Εμφανίζονταν και επιχειρούσαν τις επιδρομές τους στα πολυπληθή πάρκα της πολιτείας της Κενόπολης, ταυτόχρονα, και πάντα αργά τη νύχτα. Τα συγκεκριμένα βαν, στάθμευαν κοντά στα πάρκα της και τα λυμαίνονταν με τη σειρά τους, παρά το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό, διαψεύδονταν τα εύφημα και σημασιολογικά, πολύ ενδιαφέροντα, ονόματά τους: της Ελευθερίας, της Ελπίδας, της Πλατείας Δημαρχείου του Wetlands, κτλ., κτλ. Όλα λοιπόν αυτά τα μεγάλα, ωραία και περιποιημένα πάρκα ανήκαν στην σπουδαία πολιτεία, της Κενόπολης και φυσικά στους ‘ευπρεπείς’ πολίτες της, ΜΟΝΟ! Ασχέτως αν τελικά τα ‘λυμαίνονταν’ και οι ‘αλήτες σπουργίτες’ δίπλα στα άλλα πετεινά του ουρανού.
Η περίφημη για όλα αυτά και πολλά άλλα ‘αγαθά’, πολιτεία της Κενόπολης, ετοιμαζόταν να φιλοξενήσει τους φημισμένους Διεθνείς Αγώνες. Όλα, μα όλα δούλευαν καλά σε αυτή την ‘καλότυχη’ πολιτεία! Δεν φαίνονταν ότι υπήρχαν οποιεσδήποτε ρωγμές ή προβλήματα στο σύστημά της, εκτός… από ετούτο το ‘καταραμένο πρόβλημα των παρείσακτων, στα φημισμένα πάρκα της!’ Λες και δεν επρόκειτο για συμπολίτες, για συνανθρώπους, αλλά για σκουπίδια ή παράσιτα που χαλούσαν –κατ’ άλλους ‘λυμαίνονταν’-, το περίφημο κατά τα άλλα περιβάλλον της πολιτείας. Κατά συνέπεια κατέστρεφαν την ομορφιά των ‘πράσινων’ πάρκων και όλης της ‘πράσινης’ ζώνης της επικράτειας, τελικά. Αυτό φαινόταν να είναι το μόνο πρόβλημα. Όμως όπως εξελίσσονταν τα του δημοσίου, αποδείκνυαν ότι δεν ήταν καθόλου έτσι τα πράγματα. Αντίθετα, όλο και περισσότερο υποδείκνυαν ότι η περίφημη πλέον Κενόπολη, είχε αποβεί μία όμορφη ‘μούμια’, που μέσα της έκρυβε ένα φριχτό κουφάρι!
(Η αρχή του μυθιστορήματος… και συνεχίζεται…)
********************************************
(Η συνέχεια που ακολουθεί, αποτελεί το τελευταίο κομμάτι του μυθιστορήματος)
Το τραγούδι της μεγάλης οργής
Να πώς η κοινωνία αντιδρά στο καλό ή στο θετικό, αλλά κυρίως στο άδικο. Τα ηλεκτρονικά μέσα είχαν κάνει το θαύμα τους. Οι νέοι γνώριζαν, οι μεγάλοι γνώριζαν, οι πάντες γνώριζαν τώρα πια, για την αθλιότητα της κοινωνίας τους, και κινούνταν κατειλημμένοι από μία ακράδαντη πεποίθηση για την ανατροπή των κατεστημένων. Οι κυβερνόντες δεν εκπροσωπούσαν το λαό… Εδώ και δεκαετίες είχε διαπιστωθεί η εκμετάλλευση του λαού. Η ανατροπή ήταν επιτακτική!
Μία μέρα, αργά το απόγευμα, μία μεγάλη ομάδα ανθρώπων καταφθάνει στην πλατεία Δημοκρατίας και σταματούν έξω από το μέγαρο Αντιπροσωπείας του Κυβερνώντος κόμματος. Το πλήθος είναι συνεννοημένο. Τα μέσα επικοινωνίας τους ενώνουν. Οργανώνονται. Έχουν γνωρίσει τα άδικα για δεκαετίες, και τα σωστά έχουν αρχίσει να καταφθάνουν, έστω και καθυστερημένα. Δεν αρκούνται στις προσπάθειες ολίγων μάγων της ανθρώπινης καλοσύνης. Δεν μπορούν να περιμένουν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Θέλουν τα πράγματα να αρχίσουν να εκτυλίσσονται με μεγαλύτερη ορμή. Αυτές οι ανάγκες τους για την καλλιέργεια της πεποίθησής τους, τους έχει οδηγήσει απόψε εδώ. Περιμένουν μία ολοκληρωμένη πρόταση από το κυβερνόν κόμμα. Μία κατανόηση, μία συγγνώμη, μία ειλικρινή υπόσχεση… Μαζεύονται όλο και περισσότεροι. Ειδοποιείται η αστυνομία, και μέλη της υπό τον Χέρμπερτ, καταφθάνουν και πιάνουν σημεία κλειδιά του χώρου, και παρακολουθούν, ως παρατηρητές και εκ του μακρόθεν. Δεν υπάρχουν φωνές, κραυγές, επιδοκιμασίες ή αποδοκιμασίες. Φέρουν πλακάτ με ερωτηματικά, με αιτήματα και με προσδοκίες… Ο όχλος μεγαλώνει, μεγαλώνει… όλο και περισσότερο.
Κάποιοι φέρουν και τοποθετούν δύο… τρία… τέσσερα… μεγάλα τραπέζια. Στήνεται λοιπόν ένα ’σανίδι’ και απάνω τους καταφθάνει και τοποθετείται αρχικά ένα μικρόφωνο, ύστερα μία τεράστια οθόνη, και από κοντά ένα σύστημα τηλεθέασης. Είναι ολοφάνερο ότι όλα έχουν προσχεδιαστεί και ότι απλά τοποθετούνται με μαθηματική ακρίβεια. Αποκαλύπτεται ότι ήδη έχουν τοποθετηθεί μεγάφωνα και τεράστιοι προβολείς σε διάφορα σημεία της συγκεκριμένης πλατείας, που δε θα αργήσουν να ενεργοποιηθούν… Δεν έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει, ωστόσο ανάβουν κιόλας τα φώτα του δημοσίου. Ανάβουν παράλληλα και οι προβολείς. Πρόκειται για μία θλιβερή γιορτή των αφυπνισμένων έστω και στο ‘και πέντε…’ πολιτών. Το πάρκο απέναντι από το μέγαρο της Αντιπροσωπείας του Κυβερνόντος κόμματος, γεμίζει με γέροντες, γερόντισσες, ανθρώπους με κινητικά προβλήματα και άλλα ‘ανθρώπινα, φυσικά και μη κουσούρια…’ Υψώνονται κάποιες φωτογραφίες, κάποιες υπογραφές και ένα μεγάλο πανό με τη φράση: ‘Εδώ… Σπουργίτες Αλήτες’! Έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει κάπως. Στην τεράστια οθόνη αρχίζουν να προβάλλονται άρθρα εφημερίδων, σχετικά με τους αδικημένους της Κενόπολης. Τα μεγάφωνα αναμεταδίδουν ηρεμιστική μουσική και ο κόσμος μιλάει, χαμηλόφωνα. Οι γνωστές πλέον, φυλακές των ‘σπουργιτών αλητών’ εμφανίζονται βαμμένες με το χρώμα της ζωής: το κόκκινο, του αίματος. Πρόκειται για μία ασυνήθιστη ιεροτελεστία με επίκεντρο τους ‘σεσημασμένους πλέον σπουργίτες αλήτες’.
Μία γερασμένη γυναίκα σηκώνεται και αμέσως ύστερα, μία δεύτερη. Ανεβαίνουν αργά και στέκονται δίπλα-δίπλα μπροστά στην τεράστια οθόνη. Όλοι σιωπούν. Συγκεντρώνουν την προσοχή τους στις δύο γυναίκες. Επικρατεί μία ‘εκκωφαντική’ σιωπή! Μιλά η πρώτη : «Λέγομαι Λωραίην και ευχαριστώ τον ‘ανιψιό’ μου, το σεβαστό πρόσωπο, που με βοήθησε να βγω από το κελί του θανάτου μου…» Υποχωρεί δύο βήματα και παραχωρεί τη θέση της στο μικρόφωνο στην επόμενη γηραιά γυναίκα. Εκείνη παίρνει το μικρόφωνο και μιλά με ραγισμένη από τη συγκίνηση φωνή: «Λέγομαι Μωρήν και ευχαριστώ τον ανηψιό μου ‘τον άνθρωπο’, που με βοήθησε να ξεφύγω από την θανατική ποινή μου… Άδικα, με είχαν καταδικάσει!.. Δεν το πίστεψα ποτέ ότι οι άνθρωποι εκείνου του σκυθρωπού κτηρίου-φυλακής, επρόκειτο να μας στείλουν με τον πιο απεχθή τρόπο στην άλλη όχθη. Κάποτε είχα οικογένεια… άντρα και παιδιά… Τα έχασα όλα σ’ ένα τραγικό δυστύχημα. Έμεινα ολομόναχη, με την πεποίθηση ότι έπρεπε να βρω έναν τρόπο να συναντήσω τους αγαπημένους μου. Αρρώστησα, έχασα ό,τι είχα και βρέθηκα στον δρόμο, χωρίς διεύθυνση, χωρίς υπάρχοντα, χωρίς κλίνη και φαγητό. Χτύπησα πόρτες για δουλειά και ζήτησα βοήθεια, από αλλοτινούς φίλους. Κατάντησα αυτό που έγινα… όταν μια νύχτα με συνέλαβαν δύο άντρες με τον πιο βάναυσο τρόπο. Το ένιωθα ότι πλησίαζε το τέλος μου. Ήταν εκείνη η αδιάντροπη και ψυχρή συμπεριφορά των αντρών του μαύρου βαν. Τους είχα ακολουθήσει υποχρεωτικά, χωρίς τη θέλησή μου. Τότε λοιπόν βρέθηκε ο ανιψιός μου… ο θετός ανιψιός μου, αυτός που με έφερε πίσω στη ζωή. Και εύχομαι σε όλους σας, την τελευταία στιγμή -αν ο μη γένοιτο- αυτή έρθει στην πιο απροσδόκητη περίπτωση και υπό τις πλέον απαράδεκτες συνθήκες, να σας συμπαρασταθεί ένας τέτοιος γενναιόψυχος ανιψιός… ένας καλός άνθρωπος. Γιατί αυτό είναι που χρειαζόμαστε… ο Άνθρωπος… οι άνθρωποι… Όλοι μας μπορούμε να είμαστε άνθρωποι… στον συνάνθρωπο!»
Η Μωρήν κατεβαίνει από την εξέδρα. Ο κόσμος που παρακολουθεί τις εφιαλτικές καταθέσεις πάνω στη σκηνή, είναι συγκινημένος, μουδιασμένος, παγωμένος. Ο άντρας που μιλά επόμενος, είναι ο γνωστός Μίλνε: «Μιλάω εκ μέρους του αδικοχαμένου Πωλ… Πωλ Πάρκς και ευχαριστώ εκ μέρους του, τον θετό συγγενή του, που τον απήλλαξε από τον θάνατο με ποντικοφάρμακο -μπορούσε να είναι και κάτι άλλο!- για να εκτελεστεί από τον απάνθρωπο πρώην φύλακά του… Λέγομαι…» Πολλοί νέοι έχουν κλείσει με τις παλάμες τους το στόμα τους, λες και για να συγκρατήσουν την κραυγή της απόγνωσης ή της οργής, που κρέμονται στα πανιασμένα χείλια τους… Τι άλλο θα μπορούσε άραγε να περιμένει τους ανθρώπους, όταν η όποια αναποδιά της ζωής θα τους έριχνε σε παρόμοια με ετούτων των άτυχων ανθρώπων, τ’ αχνάρια; Τι άραγε μπορούν να σοφιστούν οι ‘σοφοί’ της παντοδυναμίας για να κοντρολάρουν τις ανθρώπινες ψυχές; Ποια θα είναι τα νέα μέτρα που θα χρησιμοποιήσουν για να ελαττώσουν τους αριθμούς των πολιτών, τώρα πια; Έχουν τα πάντα στα χέρια τους: έχουν καταργήσει το πλαστικό χρήμα, έχουν τα πιο απαίσια όπλα, διαθέτουν στρατό από ρομπότ, κοντρολάρουν τα τρόφιμα, κατασκευάζουν λογής-λογής μικρόβια που είναι ικανά να μειώσουν μαζικά τους πληθυσμούς της γης, έχουν ταξιδέψει στους πλανήτες και έχουν εγκαθιδρυθεί σε αυτούς! Έχουν, έχουν, έχουν… Και τι δεν έχουν;
Μπροστά από την τεράστια οθόνη παρελαύνουν αρκετοί διαφορετικοί άνθρωποι: γυναίκες και άντρες μεγάλης ηλικία. Αυτό κράτησε για πολύ. Στο τέλος εμφανίζεται ένας άνθρωπος και ρωτάει… «Πιστεύω ότι θα αναρωτιέστε: ‘γιατί κρύβονται οι ευεργέτες μας; Από φόβο ή από ντροπή;’ Θα σας απαντήσω εγώ με τα λόγια και τη φωνή όλων όσων ευεργετήθηκαν, χωρίς να ζητούν ανταπόκριση: κρύβονται γιατί ντρέπονται που ζουν σε μία κοινωνία, όπου κάποιοι άνθρωποί της -εφόσον πολλοί από τους κατατρεγμένους συνανθρώπους μας, απηλλάγησαν από την χιτλερική απόπειρα εναντίον τους- τώρα προσπαθούν να ανέλθουν στα αξιώματα της ντροπής, γιατί προσπαθούν να κηρυχτούν ήρωες, με άλλων αγωνιστών, τα παράσημα. Τους απορρίπτουμε και μαζί και το αξιοθρήνητο, κυβερνητικό σώμα… που κάτω από τη μύτη του -εν αγνοία τους ή εν γνώσει τους- μία ομάδα ομοίων τους, και εν ονόματι του περιβάλλοντος της πολιτείας, πριν και στη διάρκεια των Διεθνών Αγώνων εν αναμονή, επεχείρησαν την εκκαθαριστική εκστρατεία των ‘τρωγλοδυτών’, ‘τρωκτικών’, ‘αρουραίων’, ‘σπουργιτών αλητών’ ‘πουλιών’ και άλλων προσωνυμιών!..
Εμείς, οι πολίτες της Κενόπολης, δεν ενδιαφερόμαστε να ψηφίσουμε και δεν ενδιαφερόμαστε να ανήκουμε στην Πολιτεία που ενδιαφέρεται για τους Διεθνείς Αγώνες, μονάχα για να αποδείξει στην μειωμένη υφήλιο την ικανότητά της, να παρουσιάσει ένα υπερθέαμα, σπαταλώντας τα οικονομικά αποθέματα που ανήκουν στο λαό, και αποκρύπτει το κάθε άλλο, παρά κοινωνικό της, πρόσωπο! Ζήτω η ζωή, ζήτω ο φυσικός θάνατος, ζήτω η τιμωρία των μοντέρνων Ναζί, με ουσιαστικά όπλα την περιφρόνηση και την αποχή από την δημοκρατική διαδικασία της εκλογής ατόμων, για την σύσταση του Κυβερνητικού σχήματος. Κάτω οι Διεθνείς Αγώνες που τελούνται στο όνομα του πλούτου, της υποκρισίας και της φθοράς των ηθών του ανθρώπου και όχι για τη δόξα του ανθρωπισμού, της ειρήνης, του υψηλού και αθάνατου, αρχαίου πνεύματος, για την ύψιστη αμοιβή εκείνη του ταπεινού κλώνου ελιάς! Ζήτω η Επανάσταση κατά του άμορφου και αλαζονικού συστήματος της Κενόπολης!»
Από το πλήθος που διαρκώς μεγαλώνει, ακούγονται για πρώτη φορά χειροκροτήματα και υψώνονται στον σκοτεινό αιθέρα ξεχασμένα πατριωτικά τραγούδια. Κάποιοι χορεύουν, χορούς ξεπερασμένους, κάνοντας κύκλους και χτυπώντας παλαμάκια. Κάποιοι συνοδεύουν τους χορευτικούς κύκλους με τα πατριωτικά τραγούδια. Κάποιοι κλαίνε από το πάθος της στιγμής και άλλοι στέκονται κρατώντας χέρια και απαγγέλλοντας τους στίχους:
‘I understand HOW:
I do not understand WHY’
και
‘Freedom is the freedom to say that two plus two make four.
If that’s granted, all else follows’.
Η μουσική απαλαίνει, τα φώτα σβήνουν. Η όλη εκδήλωση παρουσιάζεται παντού σε όλα τα μήκη και πλάτη της Υφηλίου, σε όλα τα κανάλια της και οι άνθρωποι παρακολουθούν μαγεμένοι το απροσδόκητα, ειρηνικό, θαύμα, εν εξελίξει.
«Πώς τα κατάφερε ο άνθρωπος και έγινε τόσο ζωώδης και εγωπαθής ώστε να ξεχνά πως δεν είναι αθάνατος και επομένως ματαιοπονεί, προσπαθώντας να κάνει ό,τι διανοείται και το χειρότερο, χωρίς να υφίσταται την παραμικρή ποινή! Ψάξτε να βρείτε τους ενόχους! Ψάξτε να βρείτε, ποιοι κρύβονται πίσω από το οργανωμένο πολιτικό έγκλημα και προσευχηθείτε ώστε οι επόμενες γενεές να είναι πιο ανθρώπινες από τις παρούσες!»
Τα λόγια που ακούγονται στον αέρα είναι γνωστά και συνεχίζονται…
«Ποιος είπε ότι πρόκειται για καινοτομία; Ποιος είπε ότι πρόκειται για μία φρικώδη έκπληξη, σε έναν φρικώδη νεωτερισμό; Τα παρόμοια συμβαίνουν εσαεί, από καταβολής ανθρώπου. Είναι τρομερό, είναι απαράδεκτο, είναι όμως αληθινό και είναι εδώ, για να μείνει. Ο ‘ναζισμός’ γεννήθηκε από τότε που ο άνθρωπος πάτησε το πόδι του στον πλανήτη. Μορφές; Ναι άλλαξε πολλές, παρόμοια και ονόματα, ξανά και ξανά και πάντα ήταν εργαλείο επιβολής, στα χέρια των λίγων δυνατών. Δεν πέθανε, δεν πεθαίνει και οι πολιτικοί αυτοί που εμείς εκλέγουμε, είναι εκείνοι που τον τροχονομούν. Επιδιώκουν σε όλες τις περιπτώσεις να φορέσουν την χλαμύδα εκείνου που παρουσιάζεται να θέλει να λύσει προβλήματα, χωρίς όμως να επισημαίνεται το πρόβλημα καθαυτό, το πρόβλημα που αφορά αυτόν, κυρίως σαν εκπρόσωπο μιας πανίσχυρης μειονότητας. Όλα γίνονται για εκείνον και τους δικούς του».
Και ακόμη ένας παίρνει το λόγο και σημειώνει. «Η μάσκα του ευεργέτη και δίκαιου δικαστή δεν συμβιβάζεται με τις πράξεις του. Σημαίνουσες προδιαθέσεις όπως το καθάρισμα του περιβάλλοντος για παράδειγμα, όπως η απομάκρυνση ενός δικτάτορα, με απώτερο σκοπό την αιμορραγία των λαών που θέλουν να εκμεταλλευτούν τους άλλους, είναι δείγματα της συμπεριφοράς των πολιτικών της γης, με σκοπό το μεγαλύτερο έλεγχο της πλειοψηφίας των ‘δούλων του 21ου αι.’ είτε αυτοί φορούν λευκό κολάρο, είτε μπλε! Και πάντα πίσω από αυτές τις μαριονέττες της πολιτικής είναι εκείνοι οι παντοδύναμοι του πλούτου που αχόρταγοι αιμοσταγείς τραβούν τα σχοινιά!»
Συνεχίζονται οι δηλώσεις… «Όταν οι λαοί που βρίσκονται στο στόχαστρο των πολιτικών δυνάμεων άλλων λαών, ισχυρότερων απ’ αυτούς, εξαντληθούν, με τα χείριστα είδη καταπολέμησης, με τον πόλεμο, με την επιβολή στρατιωτικού νόμου, με τον περιορισμό εισαγωγής υλικών άμεσης ανάγκης, με την τιμωρία τους για αδικήματα, που ίσως δεν έχουν διαπραχτεί, και άλλα πολλά, είναι επόμενο, οι λαοί αυτοί να τιθασευτούν στα θέλω τους. Αυτό δεν ίσχυσε -δηλαδή η απαγόρευση προμήθειας αναγκαίων αγαθών ενός συνόλου λαών προς τη γνωστή, τιμωρημένη νήσο! Οι κάτοικοί της άντεξαν στην πίεση των γνωστών ξένων και μπορούν ακόμα και διοχετεύουν το σπουδαίο αγαθό της υγείας, όπου μπορούν, αποστέλλοντας τους γιατρούς τους, εκεί όπου αυτοί χρειάζονται, έτσι για να αναφέρουμε ένα μικρό παράδειγμα!»
Η αγανάκτηση κρύβεται πίσω από τα λόγια του επόμενου ομιλητή: «Άλλοτε αυτοί οι δυνατοί επεμβαίνουν με ‘το γάντι’, υποκριτικά, και στην πορεία δε διστάζουν να προβούν με χυδαιότητα και αδιαντροπιά στα αθέμιτα μέσα για να ξεκαθαρίσουν ‘τα τοπία που τους σκοτίζουν’, ώστε να τα προσαρμόσουν τελικά στα μέτρα τους. Οι λαοί αιμορραγούν από τα αποτελέσματα των επεμβάσεων παρόμοιων ‘σωτήρων’ ή ‘εχθρών‘ -είναι ακαθόριστη η διαχωριστική γραμμή των δύο ετούτων όρων… μια και είναι ταυτόσημοι τελικά, κάτω από τέτοιες συνθήκες. Μια τέτοια κατάσταση οδηγεί στον μεταξύ τους, αλληλοσπαραγμό. Όπως άλλοτε και στο Ιράκ, στον πόλεμο του Αφγανιστάν, στη μακροχρόνια γελοιοποίηση των Παλαιστινίων με τη συστηματική αρπαγή των εδαφών της, στην εξέγερση της Αιγύπτου ή της Λιβύης η εκθρόνιση του ηγέτη και η ατιμωτική εκτέλεσή του, στις λιτανείες νεκρών πολιτών στη Συρία… και… και…»
Ένας νεαρός αναπνέει βαριά μπροστά στο μικρόφωνο. Τελικά μιλά: «Έτσι γίνεται και οι λαοί μακελεύονται. Η λέξη παγκοσμιοποίηση είναι μία θανατηφόρα αρρώστια… Γιατί πώς είναι δυνατόν να καταργηθούν οι όμορφες διαφορές των πολιτισμών, πώς είναι δυνατόν να γίνουν όλοι μία μάζα χωρίς μνήμη και χωρίς πολιτισμικές ιδιαιτερότητες; Κοιτάξτε γύρω σας τη φύση… τα διαφορετικά τοπία, τα διαφορετικά κοπάδια ζώων και πιστέψτε ότι η νομοτέλεια του θεού είναι απαραίτητη και στην ανθρώπινη κοινωνία. Ναι, στη συνεργασία, όχι, στον πόλεμο και στην παγκοσμιοποίηση! Όχι στο κλέψιμο του πλούτου μιας γης, με το πρόσχημα της κατάλυσης μιας δικτατορίας, και την επιβολή μιας νέας χείριστης. Όσοι μελετούν ιστορία, είναι γνώστες των επεμβάσεων των δυνατών για τη δήθεν βοήθεια ή την δήθεν επίλυση των προβλημάτων των αδυνάτων και τα αποτελέσματά τους».
Μία νεαρή γυναίκα απλώνει το χέρι πάνω στο μικρόφωνο. Είναι η επόμενη ομιλήτρια: «Το χρήμα σε συνδυασμό με την πολιτική, χρησιμοποιείται ως εκρηκτική ύλη τρομοκρατίας εναντίον απλών, φτωχών και αδυνάτων λαών. Και ενώ οι δυνατοί πάντα, ουρλιάζουν για την επιτήρηση των νόμων κατά της τρομοκρατίας, αφενός μεν γίνονται τρομοκράτες οι ίδιοι με την επιβολή νόμων που δεν νοούνται, αφετέρου αγνοούν τα εκ των ένδον τρομοκρατικά χτυπήματα, δήθεν νομοταγών πολιτών που τρομοκρατούν τους γείτονές τους ή άλλους άσχετους, γιατί προσπαθούν να γίνουν οι νονοί της γειτονιάς, απλά για να κάνουν τις αθέμιτες επιχειρήσεις τους, θεμιτές, οτιδήποτε κι αν είναι αυτές: από ναρκωτικές ουσίες, μέχρι όπλα, αυτοκίνητα… κτλ. κτλ., και δεν σε προστατεύει κανείς από αυτούς τους τρομοκράτες. Οι αρχές της πόλης δεν επεμβαίνουν, παρά μόνον αν σ’ έχουν ‘καθαρίσει’ τελικά! Γιατί απλά περιμένουν να δουν την φρίκη να ολοκληρώνεται… Η φρίκη… για τη φρίκη!… Θεέ, και Κύριε, πώς επιτρέπεις τη συνέχιση αυτής της κοροϊδίας;»
Η παρέλαση τόσων νέων ανθρώπων αφυπνίζει το λαό! Ο Άλεξ και οι σύντροφοί του, κυρίως όμως η Αλεξάνδρα, είχαν εργαστεί σκληρά και είχαν διαθέσει όλη την εμπειρία τους και τις γνωριμίες τους, ώστε να πετύχουν την προβολή ετούτης της ουσιαστικής εκδήλωσης, σε κάθε γωνιά της γης. Αποδείχτηκε παγκόσμια επιτυχής τελικά, στη συνέχεια.
Η Εξέδρα των θαυμάτων
Ο Άλεξ βρίσκεται πάντα πάνω στην εξέδρα. Η Αλεξάνδρα βρίσκεται πίσω στις πρώτες σειρές του πλήθους μαζί με τον Χιούγκο. Ο Μίλνε και ο Ρέιμοντ βρίσκονται σε δύο διαφορετικά πόστα στα πλαϊνά του χώρου και ο Τ. Χις με τον Χέρμπερτ, παρακολουθούν τα παράθυρα του μεγάρου του κόμματος των κυβερνόντων. Όλοι επικοινωνούν με ασύρματο. Ένας άντρας με μεγάλα σκούρα γυαλιά προχωρά προς την εξέδρα. Απλώνει το μπράτσο του και δίνει ένα c.d. στον Άλεξ. Εκείνος δεν ρωτάει. Ο άντρας υποχωρεί και χάνεται μέσα στο πλήθος. Και να ήθελε να τον αναγνωρίσει ο Άλεξ, θα ήταν μάταιο. Το φως των προβολέων είχε κουράσει τα μάτια του και ο άντρας φορούσε εκείνα τα μεγάλα σκουρόχρωμα γυαλιά. Και όμως πίστευε πως ήταν ένας δικός του άνθρωπος. «Ποιος όμως από όλους; Ποιος άραγε είναι και γιατί απομακρύνθηκε; Πώς τον έχασα έτσι γρήγορα από τα μάτια μου;» αναρωτιέται. Κοιτάζει το c.d. Βλέπει ένα μικρό σημείωμα: «Άλεξ… Δείξτε το στον κόσμο. Ήρθε ο καιρός να το κάνετε…» έγραφε. Ο Άλεξ προχωράει στον υπολογιστή σαν ρομπότ. Κάτι τον βιάζει να κινηθεί γρήγορα, κάτι τον ανησυχεί, λες και κάτι μπορεί να του συμβεί. Δεν ξέρει τι εμπεριέχεται σε εκείνο το βίντεο, όμως πιστεύει ότι είναι θετικό, για το κίνημα των πολιτών.
Στον τρίτο όροφο του μεγάρου του κυβερνόντος κόμματος, πίσω από ένα μικρό παράθυρο καλυμμένο με βαριά κουρτίνα, δύο άντρες ντυμένοι στα πολιτικά, παρακολουθούν οργισμένοι και με βλοσυρό βλέμμα, την εξέλιξη των πραγμάτων, εκεί κάτω στην πλατεία. Ο ένας στέκεται μπροστά σε ένα τρίποδο που κρατά όπλο μικρής περιμέτρου σκοποβολής, με σιγαστήρα και τηλεσκοπικό φακό και παρακολουθεί μέσα από αυτό, το πλήθος. «Κιμ, είμαι έτοιμος», λέει ο ένας. Είναι ο γνωστός εκτελεστής του Πωλ, Μπρατ, και μιλά στον διπλανό του, που δεν είναι άλλος από τον συντονιστή της ‘εκτελεστικής ομάδας’ των Υπουργείων Περιβάλλοντος και Οικονομικών, τον σκληρό άντρα, Κιμ. «Ο.Κ. Μάτιασε και ρίξε. Ξέρεις καλύτερα από μένα… ποιοι είναι. Τους έζησες, τους αντιμετώπισες και τους μίσησες… Επομένως…» Ο Μπρατ χωρίς να μιλά πολύ παρακολουθεί επίμονα εδώ και ώρα τον έναν από αυτούς, τον Άλεξ, που κινείται πάνω στην εξέδρα και είναι ένας ευδιάκριτος αν και όχι εύκολος στόχος. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανέναν από τους άλλους της συντροφιάς του Άλεξ, γιατί είναι ανακατεμένοι με το πλήθος. «Αυτός είναι ο αρχηγός της συμμορίας!» λέει με μίσος. «Αυτός θα φύγει πρώτος!» συμπληρώνει και ματιάζει. Ο Κιμ αν και ένας χοντροκομμένος άντρας, που ούτε καν ενδιαφέρεται ποιος είναι ο στόχος του Μπρατ, λέει χαμογελώντας με κακία: «Α!… Ο Άλεξ λοιπόν, ο Άλεξ! Ναι βέβαια, ο Άλεξ Β. της Βολίδας! Μπράβο Μπρατ! Καλό, πολύ καλό!» Τον ενδιαφέρει να δημιουργηθεί πανικός στη λαϊκή μάζα εκεί κάτω, να ποδοπατηθούν, να χαθούν μερικοί έτσι, από το προσδοκώμενο ποδοπάτημα και να μεσολαβήσει η αστυνομία, για να τους διαλύσει. Έτσι γινόταν συνήθως.
Ο Άλεξ αισθάνεται κάτι να περνά ξυστά στο μάγουλό του. «Τι ήταν αυτό;» Αναρωτιέται περίεργος, αλλά δεν δίνει σημασία και προχωρά προς τον υπολογιστή επάνω πάντα στην εξέδρα. Δεν προλαβαίνει να φτάσει ως αυτόν και ξαφνικά νιώθει να διαπερνά στον ώμο του κάτι σα σουβλί, προκαλώντας ένα δυνατό κάψιμο και ύστερα έναν ανυπόφορο, έναν οδυνηρό πόνο. «Α!.. Πυροβολήθηκα!» μονολογεί και έχοντας φτάσει πάνω από τον υπολογιστή, απλώνει το χέρι του… Άλλο ένα παρόμοιο συναίσθημα, κάπου στην πλάτη αυτή τη φορά. Ο Άλεξ παραπαίει. «Τον έφαγα τον αλήτη!» λέει με ικανοποίηση ο Μπρατ. Ο Κίμ κοιτάζει έξω από το ίδιο ελάχιστο άνοιγμα της κουρτίνας. «Μπράβο Μπρατ, θα σε θυμηθώ στην βασιλεία μου, στο επόμενο στάδιο της ζωής μου!» λέει με σαρκασμό ο Κιμ.
Ο Κόσμος που βλέπει τον Άλεξ να τρικλίζει, παρακολουθεί τις κινήσεις του Άλεξ με αγωνία. Η Αλεξάνδρα φωνάζει με φρίκη στον ασύρματο. Γίνεται μια τρομερή προσπάθεια συντονισμού των συντρόφων του Άλεξ, χωρίς επιτυχία. Αν και δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς έχει συμβεί, τον βλέπει να κινείται σαν ανδρείκελο τώρα πια και βαστά την αναπνοή της. Ο Χιούγκο προσπαθεί να διασχίζει το πλήθος μπροστά του, και με πολλή δυσκολία προσπαθεί να πλησιάσει στην εξέδρα.
Ο Χέρμπερτ και ο Τ. Χις τρέχουν στην είσοδο του μεγάρου του κυβερνόντος κόμματος. Ο Χέρμπερτ που παρακολουθούσε με τον Τ. Χις τα παράθυρα, είχε προσέξει στην αρχή της συγκέντρωσης σε ένα μικρό παράθυρο στον τρίτο όροφο, να κλείνεται η βαριά κουρτίνα του, και το σημάδεψε στη μνήμη του. Κατάλαβε ότι οι βολές κατά του Άλεξ κατευθύνθηκαν από εκείνα τα παράθυρα. «Bloody bastards!» έβρισε ο οργισμένος ντετέκτιβ. Εκεί τρέχει με όλη τη δύναμή του, τώρα και μαζί του, ο Τ. Χις. Ανεβαίνουν στον τρίτο όροφο στα γρήγορα. Ο Τ. Χις τον οδηγεί. Πρόκειται για το προσωπικό γραφείο του Κιμ. Μπαίνουν μέσα, βιάζοντας κυριολεκτικά την πόρτα, με τα περίστροφα έτοιμα στα χέρια. Μπροστά τους είναι εκείνοι ο Κιμ και ο Μπρατ που ξαφνιασμένοι από την αιφνίδια έφοδο, στρέφονται προς τους επισκέπτες τους και ταυτόχρονα ο Μπράτ σημαδεύει και πυροβολεί με το όπλο του απάνω τους, δυστυχώς γι’ αυτόν αργά. Ο Χέρμπερτ πολύ πιο γρήγορος σκοπευτής, απαλλάσσει τον κακό Μπρατ, προσωρινά τουλάχιστον, από το μίσος του εναντίον παντός. Τραυματισμένος σοβαρά με μία μικρή θητεία στο νοσοκομείο θα ήταν πολύτιμος μάρτυρας στο δικαστήριο του μεγαλύτερου κακουργήματος της ‘δεκαετίας’! Ο άοπλος Κιμ είναι αρκετά έξυπνος να καταλάβει ότι κάθε αντίσταση θα είναι εις βάρος του. Κρατώντας σηκωμένα τα χέρια του κοιτάζει τον τραυματισμένο Μπρατ…. Σε λίγο έχει περασμένες χειροπέδες, στα χέρια του…
Το C.D. player
Ο Άλεξ έστω και θανάσιμα τραυματισμένος έχει προλάβει να τοποθετήσει τον δίσκο στο άνοιγμα του C.D. player. Έχοντας πετύχει το ζητούμενο, γονατίζει μπροστά του. Η ενωμένη με ετούτο τεράστια οθόνη, παρουσιάζει πολλές εικόνες. Ο κόσμος παρακολουθεί με τα μάτια ορθάνοιχτα. Μία την οθόνη και μία τον Άλεξ. Δεν έχουν καταλάβει για τους τραυματισμούς του Άλεξ. Μία ομάδα ανθρώπων έχει συγκεντρωθεί γύρω από την εξέδρα με τον υπολογιστή. Κάποιοι προσπαθούνε να αναρριχηθούνε πάνω και να πλησιάσουν τον Άλεξ. Το δισκάκι εξακολουθεί να παρουσιάζει μία σειρά εικόνων: ένα κτήριο, μέσα κάποια κελιά, κάποιοι άνθρωποι κλεισμένοι, κάποιο γραφείο μισοσκότεινο, μια σκάλα, μια σιδερένια πόρτα που ανοίγει αργά. Ένα τεράστιο μέρος ένας ή δύο φούρνοι, κάποιοι σάκοι τεράστιοι και κάποια βαρέλια χάρτινα. Κάποιοι άντρες ντυμένοι στα μαύρα, οδηγούν σε τρόλεϊ κάποιους νεκρούς ή κοιμισμένους, ανοίγουν τους φούρνους, τους τοποθετούν μέσα, ύστερα ανοίγουν ή κλείνουν κάποιους διακόπτες και φεύγουν… Ο κόσμος αντιδρά. Κλαίνε, μιλάνε, βρίζουν, υψώνουν τη γροθιά τους στον μαύρο ουρανό, αρνούνται να απομακρυνθούν από εκείνο τον εφιάλτη που ζούνε.
Το επόμενο βίντεο είναι παρμένο μέσα σε γραφείο. Ο υπουργός περιβάλλοντος συζητά τα περί των προβλημάτων της πόλης τους με τρεις άντρες. Είναι κάποιοι άγνωστοι που προφανώς πρόκειται να γίνουν γνωστοί. «Εντάξει καλή η ιδέα αυτή αλλά κανείς να μην αντιληφθεί την κίνηση, απολύτως κανείς από τους συναδέλφους, από τους συγγενείς και φίλους… γιατί ύστερα θα μας… και πρώτους απ’ όλους εσάς» λέει και δείχνει με την παλάμη του, σα να μαχαιρώνει τον λαιμό του. Τι άραγε είναι αυτό; τι μπορούν να κάνουν που είναι απαγορευμένο; «Μα βέβαια… το πρώτο μέρος του βίντεο…. οι φούρνοι!»
Ο Άλεξ εξακολουθεί να βρίσκεται μπροστά από τον υπολογιστή. Δεν είναι καθόλου καλά. Ξαφνικά σωριάζεται στο δάπεδο. Ο κόσμος που παρακολουθεί παραμερίζεται από τους άνδρες της αστυνομίας. «Κάτω τα χέρια!» φωνάζει ένας νεαρός και πηδώντας επάνω στην εξέδρα βάζει το σώμα του ασπίδα μπροστά από τον τραυματισμένο Άλεξ. Ανεβαίνουν και άλλοι και οι αστυνομικοί επόμενοι… «Κάνε πέρα νεαρέ… πρέπει να τον μεταφέρουμε στο νοσοκομείο…» λέει ένα από αυτούς. «Θα τον πάμε εμείς. Είναι δικός μας, δεν θα μας τον φάτε!» φωνάζουν οι νέοι γύρω του. Η εμπλοκή αγριεύει. Οι νέοι σφυροκοπούνται από τα όργανα και ανταποκρίνονται σφυροκοπώντας τους, με ό,τι βρίσκουν μπροστά τους. Πηδάνε κάτω. Ο Άλεξ προστατεύεται από μία ομάδα γύρω του. Τον κατεβάζουν. Έξι ή οκτώ νέοι, άντρες οργισμένοι που κλωτσούνε τους άντρες που πλησιάζουν. Η κατάσταση είναι υπερρεαλιστική, δραματική. Φωνές, και φασαρία, άνθρωποι χτυπημένοι, αιματοκυλισμένοι, έχουν γεμίσει το μέρος. Ο χώρος έχει εξελιχτεί σε πεδίο μάχης, με θύματα ανθρώπους κάθε ηλικίας και από τα δύο φύλα. Η Αλεξάνδρα συνοδευόμενη από τον Χιούγκο και τον Βίτο, χώνεται σπρώχνοντας και καταφέρνει να φτάσει δίπλα στην πομπή που φέρει το άψυχο σώμα τους Άλεξ. Απλώνει το μπράτσο της, φτάνει το κρεμασμένο χέρι του, το πιάνει και το ασπάζεται κλαίγοντας. Η Αλεξάνδρα κατορθώνει και μένει κολλημένη εκεί ενώ ο Χιούγκο με το Βίτο φυλάνε όπως μπορούνε καλύτερα την μαχόμενη ακολουθία που πότε κρατά τον Άλεξ ψηλά και ποτέ τόσο χαμηλά που θαρρείς και θα τον ποδοπατήσουν. Κάποτε, λες και με τη σειρά, τα άτομα-σωματοφύλακες του νεκρού του Άλεξ, αλλάζουν. Η Αλεξάνδρα παραμένει εκεί δίπλα του και καίγεται από την αγωνία της. «Μα πού είναι ο Χέρμπερτ;» ρωτά με απελπισία. Όμως ποιος θα μπορούσε να την ακούσει μέσα σε εκείνο το πανδαιμόνιο! Δεν μπορεί να μιλήσει με κανέναν. Έχει χάσει την επαφή με όλους, εκτός από τον Χιούγκο και τον σύντροφό του Βίτο που έχουν τα μάτια και τα αυτιά τους στην πομπή του νεκρού και στην Αλεξάνδρα. Από όπου περνά η θλιβερή και σεπτή ετούτη ακολουθία, το πλήθος αντιδρά άλλοτε χειροκροτώντας και άλλοτε κλαίγοντας. Όλοι προσπαθούνε να δούνε το πρόσωπο του Άλεξ, ενώ άλλοι πασχίζουν να τον ακουμπήσουν. Μάταια οι αστυνομικοί πασχίζουν να επιβληθούν στο εξοργισμένο πλήθος .
Τα άσχημα νέα όπως εξελίσσονται, διαδίδονται αυτόματα σε όλες τις γωνιές της γης. Η Κενόπολη ξαναμπαίνει στον χάρτη, αυτή τη φορά ως η πόλη με την πιο εγκληματική διάθεση των ταγών της, έναντι των αδυνάτων κοινωνικά τάξεων, των ασθενούντων και ανήμπορων, των αρρώστων και των άστεγων. Η Επιτροπή των Διεθνών Αγώνων αναστατώνεται από τα φρικιαστικά νέα. Είναι απαράδεκτο η τέτοια άρρωστη πολιτική ηγεσία που βρίσκει την πυρά του μεσαίωνα, εξαγνιστική και απαραίτητη για την κάθαρση να ηγείται πολιτείας μελλούσης να φιλοξενήσει τους περίφημους ‘Διεθνείς Αγώνες’! Έτσι τουλάχιστον παρουσιάζονται να λένε. Ρωτούνε αν είναι δυνατόν να εκληφθεί η Κενόπολη, ως νέα Σόδομα και Γόμορρα; Και έτσι όμως, θαυμάζει κανείς την υποκρισία των σπουδαίων πολιτών της υφηλίου, των μάγων της, των αξιόλογων σοφών της, συμπεριλαμβανομένων των ηγεμόνων της οργάνωσης των Διεθνών Αγώνων. Συμπεριφέρονται λες και δεν είναι γνώστες της διεθνούς κατάστασης των πραγμάτων! Γιατί άραγε ρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την Κενόπολη; Τι μας λένε επιτέλους; Δεν είναι όλες οι πολιτείες της υφηλίου ίδιες; Δεν κυβερνώνται από παρόμοιους άπληστους; Ίσως να μην υιοθετούν φρικώδη μέσα για την γρήγορη και χωρίς συνέπειες απάλειψη αυτού που θεωρούν ‘εικόνα μιζέριας’, όπως η Κενόπολη, αλλά είναι βέβαιο ότι αν μπορούσαν, θα το έκαναν κι αυτό!
Η ‘λανθασμένη’ εντύπωση της προκειμένης εξουσίας ότι η Κενόπολη χρειάζεται ανώδυνο face lift, για να παρουσιαστεί στα μάτια των επισκεπτών της, τέλεια, αποτελούσε ουτοπία. Οι ένοχοι πολιτικοί το γνώριζαν πολύ καλύτερα από όλους, ότι οι Διεθνείς Αγώνες υπήρξαν απλά το πρόσχημα για το μέτρο που είχαν συλλάβει και είχαν ήδη εφαρμόσει. Είχαν καταλήξει στην πιο επώδυνη και απάνθρωπη λύση. Αν και σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει τελειότητα, η εγκληματικότητα είναι ένα είδος που καθορίζει το κοινωνικό πρόσωπο της πολιτείας. Η Κενόπολη είχε αποτύχει οικτρά και αυτό το ‘οικτρά’ δεν αντιστοιχούσε στη βαθμίδα της σοβαρότητας του εγκλήματος που είχε διαπραχτεί και θα συνεχιζόταν να διαπράττεται, αν δεν υπήρχαν οι λίγοι εκλεκτοί, οι αληθινοί άνθρωποι.
Καθώς ο 21ος αι. βαδίζει στο τελευταίο τέταρτο του συνόλου του, και αναρωτιέται κανείς τι μέλλεται να συμβεί στο μέλλον όταν οι ταγοί μιας πολιτείας σαν ετούτη, προβαίνουν σε πράξεις ανίερες εν ονόματι εξαιρετικών γεγονότων ή εορτών, όπως οι ‘Διεθνείς Αγώνες’. Αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν μία έστω και θεωρητικά σεπτή στον αιώνα γιορτή, να επηρεάζει τόσο αρνητικά την πολιτεία που την φιλοξενεί, ώστε για τη χάρη της να λαβαίνει απάνθρωπα μέτρα και να επιδεικνύει μια απαράδεκτη σαδιστική συμπεριφορά; Αποδεικνύεται ότι όλα, μα όλα, είναι μία αφορμή, τίποτα περισσότερο! Μία οδυνηρή αφορμή με ολέθριες επιπτώσεις στους απλούς στους μη παντοδύναμους πολίτες!..
Ο ήρωας είναι νεκρός! Ζήτω οι ήρωες!
Οι αστυνομικοί έχουν υποχωρήσει τώρα και επικρατεί κάποια ηρεμία. Ο Άλεξ εξακολουθεί να φέρεται στα χέρια των νέων. Αν και νεκρός, λάμπει ολόκληρος! Όλοι τώρα παραμερίζουν σιωπηλά, ανοίγοντας δρόμο για τη μικρή πομπή. Ο Άλεξ έχει αυτόματα αποβεί σύμβολο των νέων ανθρώπων που παρακολουθούν με ολάνοιχτα μάτια και με μια οδυνηρή έκπληξη ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Η Αλεξάνδρα εξακολουθεί να περπατά δίπλα του, κρατώντας επίμονα πάντα το χέρι του μακριά από το πλευρό του. Προσπαθεί να το ζεστάνει. Το πρόσωπό της είναι χλωμό και ανέκφραστο. Είναι σαν να έχασε η ζωή το νόημά της. Ο Χιούγκο περπατά δίπλα της με τα μάτια του ορθάνοιχτα, αεικίνητα. Ο Βίτο το ίδιο. Οι δυο τους παρακολουθούν την κίνηση, ταυτόχρονα όμως είναι οι υπασπιστές της Αλεξάντρας και του Άλεξ. Ο Χιούγκο γνωρίζει πώς νιώθει η Αλεξάνδρα για τον Άλεξ. Είναι ίσως δικός της άνθρωπος, τελικά όμως ο Άλεξ ανήκει σε όλους τους αγωνιστές. Είναι δικός της και δικός τους, είναι ο άνθρωπος που πολέμησε εναντίον του κατεστημένου, του άδικου και υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ένα μέσο μαζικής ενημέρωσης τελικά, που όμως πίσω από το επάγγελμα στεκόταν ψηλός, ένας αληθινός άνθρωπος, που είχε ως σύμβολά του την αλήθεια, την τιμή και την αξιοπρέπεια… Ακούγεται σαν ηρωικός παιάνας τελικά; Και γιατί όχι; Οι πόλεμοι έχουν τους παιάνες τους που ακολουθούν τους ήρωές τους στην τελευταία κατοικία τους, όπου ελπίζουν ότι θα ζήσουν την έσχατη, την ονειρεμένη γαλήνη τους, τελικά! Όσο κι αν φαίνεται παράξενο τα δικαιώματα του ανθρώπου ευλογούνται από όλους, αλλά στην ουσία εξυπηρετούν μόνο ένα σκοπό: Τον έλεγχο όλων από την πολιτεία που διέπεται δήθεν από ευγενικούς σκοπούς… Ο Άλεξ και η συντροφιά του είχαν ξεπεράσει τον εαυτό τους. Είχαν εργαστεί για την πραγματική προσφορά του ανθρώπου, στον συνάνθρωπο έχοντας αναγνωρίσει πρώτιστα το δικαίωμά του, στη ζωή.
Ο Άλεξ δεν υπήρξε ένας επαναστάτης, υπήρξε ο άνθρωπος που υποστήριξε τον συνάνθρωπο από αγάπη προς αυτόν, και από αγάπη προς την ‘ψυχομαχούσα’ χώρα του. Ήταν ένας έντιμος δημοσιογράφος-άνθρωπος, δοσμένος με πάθος στην εποικοδομητική δημοσιογραφία. Ήταν καλή τύχη που η εφημερίδα του τον είχε εμπιστευτεί και είχε υποστηρίξει τις κινήσεις του και αντιστοίχως τυχερή η εφημερίδα Βολίδα, που είχε ένα ακτιβιστή σαν το Άλεξ. Ένας αδέκαστος ρεπόρτερ, αυτό ήταν! Δεν ‘τσέπωνε’ το ξεπλυμένο από το έγκλημα, χρήμα, όταν προσπαθούσαν να του ‘βουλώσουν το στόμα ή να του δέσουν τα χέρια με τις χειροπέδες της ανηθικότητας’. Πάντα πρώτος στις επάλξεις του δημοσιογραφικού οχυρού, για να αντισταθεί και να υπερασπίσει τα πιστεύω του, για να γράψει, για να αποκαλύψει την όποια πραγματικότητα του τόπου, την γυμνή αλήθεια που πονάει…
Αλλά ιστορίες σαν αυτή του Άλεξ, μόνο τέλος δεν έχουν, στην πορεία του χρόνου. Η επιβολή της σιωπής από θρασύδειλους που δεν αλλάζουν ούτε το τομάρι τους, αλλά μήτε και τα χούγια τους, δεν είναι τόσο δυνατή ώστε να επιβάλλεται στον εκάστοτε Άλεξ… Η πολιτική δεν είχε και δεν έχει μπέσα. Και αυτός ο ίδιος ο πολιτικάντης όταν με την εντιμότητά του, αποβαίνει η εξαίρεση, είναι βέβαιο ότι δε θα γλυτώσει. Θα τον φάνε οι πολιτικές πηράνες, που από παρόμοιες θέσεις, σαν τη δική του, ενεργούν ανασταλτικά, τυφλοί από την υπεροψία τους, και ανίκανοι να βλέπουν κάτι περισσότερο πέρα από την υποστήριξη των προσωπικών τους συμφερόντων.
Αιωνία η μνήμη!..
‘Άλεξ να μας ζήσεις και θα ζήσεις για πάντα!’ ακούστηκε θαρρείς, μία ομοβροντία, από το πλήθος. Ο Άλεξ περνούσε ανάμεσά τους στα χέρια έξι γεροδεμένων νέων και με την Αλεξάνδρα πάντα στο πλάι. Είχε ήδη μπει το καλοκαίρι και η ζέστη μαζί με τη θερμοκρασία που αναδυόταν από το συσσωρευμένο πλήθος, δημιουργούσε κόπωση και προκαλούσε ίδρωτα. Πολλοί από τους εκεί παρόντες πολίτες, είχαν αφήσει τα δάκρυά τους να αναμειχθούν με το αλάτι των παρειών τους, και έτσι ενισχυμένο, θαρρείς πως έφτανε ως τα κανάλια το αίματος και μέσα στις καρδιές τους. Τα μεγάφωνα είχαν σιωπήσει ύστερα από τις πρώτες κραυγές φρίκης και πανικού του πλήθους. Ο κόσμος αποχωρούσε χωρίς φωνή, αλαλαγμούς, συνθήματα ή κλάμα, από τον χώρο της φριχτής αποκάλυψης, ακολουθώντας εκείνη την πομπή του νεκρού Άλεξ των έξι αντρών, της Αλεξάνδρας και του Hugo που επέβλεπε τα πάντα γύρω από την νεκρική πομπή.
Ένα άντρας είχε αφήσει την πνοή του για το σκοπό του. Ένας λαός είχε ‘γεράσει’ στο διάστημα λίγων ωρών, είχε βροντοφωνάξει για την αγανάκτησή του, για την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα της χώρας του, για το ξεπούλημα των πολιτών της. Έντιμοι απέναντι στους ανέντιμους. Είχε παραδεχτεί ότι είχε εγκλωβιστεί σε μία λαβυρινθική κατάσταση, χωρίς μίτο κατεύθυνσης προς την απελευθέρωσή του. Περιμένοντας για τους Διεθνείς Αγώνες, ένας λαός είχε χάσει τον έλεγχο των καταστάσεων που επικρατούσαν γύρω του. Είχαν επιτρέψει στο πωρωμένο πολιτικό σύστημά τους να μεταμορφωθεί σε απειλητικό Μινώταυρο, που για να ικανοποιηθεί τελικά, ήθελε ανθρώπινη λεία. Είχαν συμβεί τόσα πολλά ασύμφορα γεγονότα, τόσα αδικήματα, τόσα εγκλήματα που είχαν φουσκώσει σε ποτάμι έτοιμο να καταπιεί τα πάντα.
Οι Διεθνείς Αγώνες εκείνες τις ώρες προξενούσαν τον αποτροπιασμό. Είχε ξεπεραστεί κάθε μέτρο για την επιτυχίας τους αφού για το χτίσιμό της απαιτούσε το αίμα πολλών ανθρώπων, για να στεριώσει. Γεννιόταν αναμφίβολα το ερώτημα της αξίας τους ή της προσφοράς τους στην παγκόσμια οικογένεια. Εξάλλου πολύ ενωρίτερα είχε διαπιστωθεί ότι η έννοια της ευγενούς άμιλλας είχε παραμορφωθεί και έτσι, οικτρά παραμορφωμένη, είχε μεταφερθεί σε άλλα στερεώματα: στην δύναμη του πλούτου, στη δύναμη του ανήθικου, στη δύναμη της απάτης. Καιρός ήταν να αναθεωρηθεί η ανάγκη των τέτοιων Αγώνων. Ποιον σκοπό εξυπηρετούσαν επιτέλους; Γιατί αν ισχυριζόταν κανείς ότι επρόκειτο για την ευγενή άμιλλα μεταξύ των νέων αθλητών της Οικουμένης, τότε θα έπρεπε να σκεφτεί και το ακόλουθο, δηλαδή ότι η καθαρή σκέψη σε καθαρό μυαλό σε αντάξιο σώμα, δεν αιτούν ούτε την πλύση εγκεφάλου, ούτε τη χρήση ουσιών για την όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια για την δημιουργία νέων ρεκόρ. Ούτε ήταν απαραίτητες οι τόσες πολυτέλειες, για δύο εβδομάδες μόνο, και οι τεράστιες δαπάνες-σπατάλες που σκοπό είχαν να προβάλλουν, σα σε σανίδι ομορφιάς, ποια χώρα είχε παρουσιάσει στο Διεθνές Κοινό τους καλύτερους Αγώνες! Και επιπλέον τα προϊόντα που διαφημίζονταν με την υποστήριξή τους –εταιρειών που προωθούσαν τα προϊόντα τους τα σχετιζόμενα με τα σπορ- προς τους Αγώνες, αποκάλυπταν την αδυναμία των δήθεν Ευγενών Διεθνών Αγώνων, που δεν ήταν άλλη από το αέναα επιδιωκόμενο οικονομικό κέρδος. Δεν μετρούσαν λοιπόν στην κλίμακα υπεροχής τα πανανθρώπινα χαρακτηριστικά, όπως το ήθος, η δύναμη της θέλησης, η αντοχή, και η αποφασιστικότητα. Είχε παραμεριστεί η παιδεία που ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από ετούτα τα αγαθά. Επιβαλλόταν τώρα, περισσότερο από ποτέ, η επιστροφή των λαών στις ρίζες τους, η αγάπη για την ιστορία και τη γνώση της, η φιλοπατρία, η φιλανδρεία και το ήθος.
Ήταν πλέον καιρός να γίνει κάτι πολύ πιο δραματικό, από τις όποιες ειρηνικές διαμαρτυρίες στην Κενόπολη. Το αίτημα έγινε πολύπλοκο και οι επόμενες μέρες έγιναν μάρτυρες αναβρασμού του λαού, που βροντοφώναξε ένα ΟΧΙ στην μιασμένη πολιτική εξουσία της πολιτείας της Κενόπολης, στους ασυνείδητους εγκληματίες της που τόλμησαν να προχωρήσουν κρυφά σε μέτρα εγκληματικά-ναζιστικά, που τόλμησαν να αποφασίσουν τη δικαιοδοσία και τη νομιμότητα για την εκτέλεση τόσων ψυχών. Όχι στους Αγώνες αυτού του είδους, όχι στον βρώμικο πλούτο, όχι στη βία και στην περιφρόνηση της ζωής, όχι στις ουσίες που αδυνατίζουν τον κατά φύση καλό άνθρωπο και ενισχύουν τον ‘δαίμονα’ -με την σημερινή έννοιά του. Για τ’ όνομα του Θεού, όχι στο τάϊσμα της αρρώστιας που σπέρνει και διαδίδει το «χαζοκούτι»!
«Αποκηρύσσουμε τους τέτοιους Διεθνείς Αγώνες… την αδικία, την περιφρόνηση των αδυνάτων και την ατιμωρησία εκείνων, που από το βάθρο της δύναμης του πολιτικού, προχώρησαν σε επικίνδυνες καταχρήσεις. Κάτω οι Διεθνείς Αγώνες!.. Κάτω οι ένοχοι!.. Κάτω οι πολιτικοί αρχηγοί της Κενόπολης. Εδώ και τώρα ζητούμε την κήρυξη εκλογών!..»
Οι άγνωστοι ήρωες
Ο Χέρμπερτ είχε κινήσει γη και ουρανό και είχε κατορθώσει το ακατόρθωτο την ανακάλυψη βιντεοσκόπησης σε ασφαλισμένο κιβώτιο στο γραφείο του ‘διευθυντού’, του γνωστού κτηρίου. Ο Άντονι Φ. (Anthony F.) και ο Χέρμπερτ κινούνταν ανεξάρτητα. Δεν γνώριζε ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Ούτε ο Α. Κούσακ, γνώριζε τον ντετέκτιβ Χέρμπερτ ή τις κινήσεις του. Ωστόσο ήταν ευοίωνο το γεγονός ότι και άλλοι εκτός αυτού του οργάνου της πολιτείας, προσπάθησαν να προσφέρουν μακριά από την αστυνομία, ποικιλοτρόπως. Ο Άλεξ Β. δεν είχε καθόλου αναφέρει τον Χέρμπερτ, στον Κούσακ και τανάπαλιν. Είχε τους λόγους του και παρόμοια και ο Κούσακ σε σχέση με τις ενέργειες του Άντονι Φ. Σημαντικό στοιχείο ήταν η βεβαιότητα ότι υπήρχαν και άλλα βίντεο, που προφανώς καταχωρούνταν σε ειδικό αρχείο, για το κτίσιμο της, καθόλα φοβερής, υπόθεσης. Δεν είχε σημασία ο αριθμός τους, καθώς το συγκεκριμένο βίντεο συνηγορούσε κραυγαλέα με τις μαρτυρίες των πολιτών, των παθόντων και των ακτιβιστών. Το βίντεο που είχε δοθεί στον Κούσακ αποκάλυπτε την αληθινή δραστηριότητα που λάβαινε μέρος στο συγκεκριμένο κτήριο. Έφτανε λοιπόν από μόνο του. Όταν ο Κούσακ το παράδωσε στον Άλεξ ήταν μεταμφιεσμένος ώστε να μην αναγνωριστεί από κανέναν. Και το έκανε σε εκείνη τη μοιραία για τον πρωταγωνιστή της προώθησης για την αποκάλυψη της εγκληματικότητας, των δύο Υπουργείων Οικονομικών και Περιβάλλοντος, και της παθητικότητας και αδράνειας της αντιπολίτευσης, και γενικότερα του πολιτικού κόσμου και των συνενόχων τους, της Κενόπολης.
Ο σπουδαίος ντετέκτιβ Χέρμπερτ, είχε παραδώσει στο αρμόδιο σώμα, όλα ετούτα τα φοβερά αποκαλυπτικά στοιχεία για το πολιτικό έγκλημα-σκάνδαλο. Είχε επίσης καταθέσει το σπουδαίο βίντεο που είχε παραδώσει στον Άλεξ ο μεταμφιεσμένος Κούσακ, και επιπλέον είχε καταθέσει από κοινού με τον Τ. Χις, τα σχετικά για την εγκληματική ενέργεια και για τη σύλληψη του Μπρατ και του Κίμ Π. Τέλος είχε παραδώσει το όπλο που είχε χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση του Άλεξ Β., από τους δύο τελευταίους, από τον φύλακα Μπρατ, με συνεργό τον άλλοτε ‘σπουδαίο’ Κίμ Π.
Οι ένοχοι
«Συνελήφθησαν οι ακόλουθοι άντρες: ο Υπουργός Περιβάλλοντος, οι τρεις άντρες που τον είχαν συμβουλέψει και τα εκτελεστικά τους όργανα. Επίσης ο Υπουργός Οικονομίας, ως πρωταρχικός συνένοχος του Υπουργού Περιβάλλοντος, ο επικεφαλής του μεικτού εκτελεστικού σώματος -από μέλη όπως καθορίστηκε από τα δύο Υπουργεία-, Κιμ Πόρτμαν, καθώς και όλα τα μέλη του συγκεκριμένου μεικτού εκτελεστικού σώματος. Οι κατηγορίες εναντίον τους είναι πολλές αρχίζοντας από την εν κρυφώ σύλληψη και εκτέλεση αθώων πολιτών, μυστική διάθεση κονδυλίων για την εκτέλεση ‘εγκληματικού’ σχεδίου, με δικαιολογία τις κοινωνικές συγκυρίες της Κενόπολης, ενόψει των Διεθνών Αγώνων. Συνελήφθησαν επίσης και κρατήθηκαν με βαρύτατες κατηγορίες, ο διευθυντής Ο. Άσλι, του συγκεκριμένου κτηρίου-τόπου εκτέλεσης, της Κυανούπολης, ο υπό τη διεύθυνσή του φύλακας, Μπρατ, καθώς και όλοι όσοι υπηρετούσανε στα παρόμοια κτήρια κράτησης – αφανισμού των ‘σπουργιτών αλητών‘, στα περίχωρα της Κενόπολης.
Ως είθισται, το Ανώτατο Δικαστήριο πρόκειται να ανακρίνει όσους περισσότερους μάρτυρες είναι δυνατόν, και να χρησιμοποιήσει τις καταθέσεις τους στη δικογραφία για την υπόθεση των αλητών σπουργιτών και τη δολοφονία κάποιων από αυτούς, καθώς και τις δολοφονίες του Πωλ Παρκς και του δημοσιογράφου-ακτιβιστή Άλεξ Β. Οι καταθέσεις των συντρόφων του Άλεξ Β., τα αποτελέσματα της εξέτασης-ανάλυσης και DNA των υλικών από τα υπολείμματα που ανακαλύφθηκαν και συγκεντρώθηκαν από τον Πωλ Παρκς, εντός φούρνου σε κτήριο της Κυανούπολης, καθώς και το αντίγραφο της βιντεοταινίας, που παραδόθηκε στον Άλεξ από τον μεταμφιεσμένο Α. Κούσακ και παρουσιάστηκε στο μεγάλο πλήθος από τον ίδιο λίγο πριν δολοφονηθεί, έχουν μεγάλη αξία και βαρύτητα καθώς ρίχνουν άπλετο φως στις ενέργειες των αυτοδιορισμένων εκτελεστών, αθώου και απροστάτευτου πλήθους πολιτών, της Κενόπολης. Το συγκεκριμένο βίντεο είχε δοθεί στον Κούσακ, από τον Άντονι Φ. (Anthony F.), συνεργάτη επί του προκειμένου και φίλου του, που είχε εισχωρήσει ως υπάλληλος-φύλακας στο κρεματόριο της Κυανούπολης, και έχοντας κατορθώσει να κερδίσει την εμπιστοσύνη όλων εκεί μέσα, είχε πετύχει να μάθει πολλά από τα δήθεν μυστικά, κυρίως ως έμπιστος του διευθυντή, Ο. Άσλι. Τελικά ο Άντονι Φ. είχε κατορθώσει να αφαιρέσει από το συρτάρι του ομώνυμου διευθυντή, μία-δύο βιντεοταινίες που αποτελούσαν πολύτιμο υλικό μαρτυρίας. Ο Άντονι Φ., δεν ήταν απλά ενάντιος σε όλα όσα συνέβαιναν εκεί μέσα, αλλά είχε εξελιχθεί σε πολεμιστή εναντίον του εγκληματικού προγράμματος της διεφθαρμένης κυβέρνησης, της εξίσου ανίκανης αντιπολίτευσης και των λοιπών πολιτικών προσώπων της πολιτείας τους, που κοιμόνταν, ενώ κάτω από τη μύτη τους, κάποια ‘σοφά’ μέλη του, εκτελούσαν αθώους πολίτες της Κενόπολης.
Επιπλέον υπάρχει η μαρτυρία του Άντριου Κούσακ για τον Πωλ Παρκς, και πολλά άλλα. Όλα ετούτα μαζί και με το υλικό που είχε ανακαλύψει ο ντετέκτιβ-διευθυντής της Αστυνομίας Χέρμπερτ Τρέιν πρόκειται να κατατεθούν στο τμήμα εγκληματολογίας, για την εκτενή μελέτη τους και για την κατάρτιση των από αυτή, συμπερασμάτων. Η όλη διαδικασία θα οδηγήσει τελικά την υπόθεση στα χέρια του Δημόσιου Κατήγορου, αν και το δικαστικό σώμα, χρειάζεται κι αυτό -με τη σειρά του- «ξεσκόνισμα», και ανανέωση ως προς τα μέλη του, την δεξιότητά τους και την αμεροληψία τους. Οι προσωρινές αρχές της πολιτείας, πιστεύουν ότι αυτό, θα γίνει στην πορεία, με κριτήριο την έως τώρα στάση του δικαστικού οργάνου, σε σχέση με το έγκλημα, στο όνομα των Διεθνών Αγώνων.
Και ενώ όλα αυτά τα γεγονότα βρίσκονται σε εξέλιξη, το σώμα της αστυνομίας υπό τον ντετέκτιβ Χέρμπερτ Τρέιν, έχει ήδη προχωρήσει στην περαιτέρω σύλληψη των λοιπών μετόχων στην χυδαία και εγκληματική επιχείρηση εναντίον των ‘σπουργιτών αλητών’. Κατά συνέπεια η κυβέρνηση της πολιτείας μας έχει διαλυθεί. Τα μέλη της και η επανάπαυσή τους ως προς τη διαφάνεια της λειτουργίας των υπουργείων της και των εκπροσώπων τους, η αδιαφορία τους προς αυτή καθαυτή την κοινωνία της Κενόπολης και πολλά άλλα σοβαρά θέματα, είχαν ήδη κριθεί από ολόκληρη την κοινωνία μας, ως έγκλημα καταδικαστέο. Τονίζουμε εκ νέου ότι έχουν ήδη γίνει κάποιες συλλήβδην συλλήψεις ατόμων στις πρωτοβάθμιες θέσεις και συνεχίζονται αξιολογικά, προς τα κάτω.
Η υπόθεση του απίστευτου σκανδάλου θα εκδικαστεί εν καιρώ και σε βάθος χρόνου στο Διεθνές Δικαστήριο της Μυριούπολης, ως υποδειγματική υπόθεση σήψης και ασυνειδησίας πρωτοβάθμιου οργάνου της πολιτείας μας. Ο χρόνος της αναφερθείσας εκδίκασης θα καθοριστεί στο εγγύς μέλλον». Αυτά και πολλά άλλα, είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Βολίδα, σχετικά με την πολύκροτη -σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο-, υπόθεση.
Ο αξιοπρεπής και ιδιόρρυθμος Χέρμπερτ, καθώς σιχαινόταν τους επαίνους και τα μπράβο για την εκτέλεση των καθηκόντων του, ακόμη και όταν προέρχονταν από τους πολύ-αγαπητούς συνεργάτες του αδικοχαμένου Άλεξ και δικούς του -ως ένα βαθμό-, αφού είχε κάνει όλα, και ακόμη περισσότερα, από εκείνα που του αναλογούσαν, ‘είχε εξαφανιστεί’, καταφεύγοντας σ’ ένα μικρό νησί, όπου ένας από τους παππούδες του, μισός ιθαγενής και μισός λευκός, είχε ζήσει εκεί, όλη του τη ζωή. Άγνωστος εντελώς στους κατοίκους του νησιού, είχε πει, πως είχε αγοράσει εκείνο το χαμόσπιτο με τις δύο ξύλινες καρέκλες και το μικρό τραπέζι στη βεράντα του, αποσυνδέοντας κατά ένα τρόπο τον εαυτό του από τον παππού του. Βέβαια δεν μπορούσε, παρά να εμφανιστεί κάποια στιγμή πίσω στην Κενόπολη, με την ιδιότητα του μάρτυρα, όταν στην πορεία του χρόνου, θα καθορίζονταν οι χρονολογίες και ημερομηνίες για τη δίκη των κατηγορουμένων και για τη διαλεύκανση των εγκλημάτων τους. Σύμφωνα με την εντολή του, η υπηρεσία του, που κατείχε τις λεπτομέρειες του καταφυγίου του, θα τον κρατούσε ενήμερο, σχετικά με την εξέλιξη των πραγμάτων.
Ο Τ. Χις, από την άλλη μεριά όταν είχε συνέλθει από ετούτη τη φοβερά θλιβερή εξαθλίωση του ανθρώπινου ήθους, είχε αποφασίσει να βάλει και πάλι υποψηφιότητα στις όποτε και όποιου είδους, επερχόμενες εκλογές, ωθούμενος πάντα από την επιθυμία να δουλέψει για το καλό όλων και ταυτόχρονα, προβάλλοντας την πεποίθηση ότι θα πετύχει στις επιδιώξεις του.
Επίλογος
Τα ηλεκτρονικά μέσα γνωστοποιούσαν ακατάπαυστα τα πάντα, την κάθε πληροφορία από την πιο ασήμαντη μέχρι την σπουδαιότερη. Ο λαός είχε αναστηθεί. Με πρωτοφανές ενδιαφέρον οι πολίτες επεδίωκαν και πληροφορούνταν για τις όποιες εξελίξεις, συμμετείχαν με σχόλια και πρωτότυπες ιδέες και συνέβαλαν έτσι στη διαμόρφωση ενός πρωτόγνωρου σχήματος ευθύνης για την εποχή τους, στη σύσταση ενός νεωτεριστικού συστήματος διακυβέρνησης.
Ήταν γεγονός τώρα ότι τα ηλεκτρονικά εργαλεία δεν χρησιμοποιούνταν όπως πριν σαν είδος ναρκωτικών. Οι πολίτες είχαν αφυπνιστεί. Έβλεπαν ότι είχαν μέλλον, ότι εξαρτιόταν από τους ιδίους η ζωή τους. Η παρακολούθηση θεμάτων ή θεαμάτων αμφιβόλου σημασίας και ευφυΐας, και ακόμη χειρότερα, διαστροφής του πνεύματος και του ήθους, είχαν χάσει την αλλοτινή επίδραση πάνω τους. Διάβαζαν ανελλιπώς οτιδήποτε σχετικό με την πολιτεία τους και τις εξελίξεις των γεγονότων που έτρεχαν. Ήταν πλέον κατανοητό, πώς η τραγική άρνηση παρελθόντων δεκαετιών, είχε συντελέσει στο να βουλιάξουν σε ένα είδος νάρκης ενώ «οι πανέξυπνοι και ασυνείδητοι» κυβερνόντες την χώρα, αποφάσιζαν ερήμην τους, με ποιο τρόπο θα ανηφόριζε η ζωή τους την επόμενη και τη μεθεπόμενη ημέρα… Ασυνείδητοι και εσωστρεφείς, είχαν πετύχει με όργανο τη δολιότητα, έτσι ώστε με τις κινήσεις τους να καταστρέφουν τις ζωές και τις τύχες του λαού.
Ο χρόνος λες και είχε σταματήσει στην Κενόπολη. Τώρα περισσότερο από εχτές και προχτές ήταν ολοφάνερο ότι είχε φτάσει ο καιρός να πάρουν στα χέρια τους το τιμόνι της πολιτείας τους. Το πολιτικό σύστημά τους είχε αποτύχει. Οι άνθρωποι της κυβέρνησης, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, και άλλοι ‘μάγοι’, δεν μπορούσαν να απαλλαγούν από τα κρίματά τους. Τα τραγικά γεγονότα ακολουθούσαν πιστά την πορεία της ολοκληρωτικής αποκάλυψης και ανάλυσης των προβλημάτων, μία υποχρέωση και των ευσυνείδητων διανοουμένων της Κενόπολης -έστω και μικρού αριθμού- ώστε οι πολίτες να κατανοήσουν, να συνειδητοποιήσουν τους λόγους της κατάρρευσης του κοινωνικού-οικονομικού-πολιτικού συστήματος της πολιτείας τους. Ήταν επίσης επιτακτικό, να αντιληφθούν την ανάγκη αποδοχής των ευθυνών τους και επιπλέον την ανάγκη συμμετοχής στη νέα προσπάθεια αναγέννησης, της καμένης Κενόπολης, ακόμη και μέσα από τις ‘στάχτες’. Ο άνθρωπος γεννιέται για να συνεχίζει τον αγώνα ακόμα και μετά από ένα ασύλληπτο, ‘τρομακτικό τέλος’. Η φύση τον έχει εφοδιάσει με κύτταρα που ζούνε αέναα, ακόμα ίσως και ύστερα από τον αφανισμό του πλανήτη!
Στην πορεία του χρόνου, όταν με την ομοψυχία και την ομοφωνία των πνευματικών ηγετών του λαού, μέσα σε εκείνο το χαώδες κενό, κάποια από τα κατεπείγοντα κοινωνικά θέματα, είχαν περάσει σε μία ομαλότητα, ορίστηκε ομάδα για τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης, στην οποία συμπεριλήφθηκε και ο Τ. Χις, που είχε επωμισθεί το βάρος εξεύρεσης πόρων για τις λύσεις προβλημάτων-κόμπων, τύπου ‘Γόρδιου Δεσμού’. Η Κενόπολη βρισκόταν προ πολλού ‘στα στενά’. Ένα χρόνο πριν από τους Διεθνείς Αγώνες η χώρα βρισκόταν ακόμη στα πρόθυρα της οικονομικής αυτοκτονίας! Η ομάδα ωστόσο εκείνων που κατεύθυναν το τιμόνι της Κενόπολης, είχαν εφαρμόσει τα προγράμματα ανάπτυξης, και είχαν προχωρήσει σε επενδύσεις εφικτές για το μοντέλο της πολιτείας τους. Μεταξύ ετούτων είχαν συμπεριληφθεί και όλα τα έργα του χώρου που είχε διατεθεί για την φιλοξενία των Διεθνών Αγώνων. Αν και η Κενόπολη είχε υπεισέλθει στην χειρότερη περίοδο οικονομικής ύφεσης, με τα παραπάνω μέτρα η οικονομία άρχισε να δείχνει κάποια, έστω και μικρή, παράκαμψη. Είχαν ήδη εξοικονομήσει εκατομμύρια από την κοπή των αλλοτινών μισθών των απερχομένων διεφθαρμένων πολιτικών προσώπων.
Σύσσωμοι τελικά οι πολίτες της, και πάντα με τη βοήθεια της ειδικής προσωρινής κυβέρνησης, χάραξαν με αποφασιστικότητα, μέσω δημοψηφίσματος, μία νέα πορεία επιστροφής στις ρίζες, ορίζοντας μία δεκαμελή ομάδα πολιτών για ‘τη διαχείριση’ όλων όσων αφορούσαν την πολιτεία τους. Ετούτη η ομάδα θα ήταν υπεύθυνη για ένα μόνο χρόνο και θα συνέχιζε να επανα-σχηματίζεται στο τέλος της προηγούμενης, από νεοεκλεγμένα πρόσωπα. Θα ελεγχόταν σε εβδομαδιαία βάση από μία άλλη ομάδα, επίσης δεκαμελή, που θα σχηματιζόταν από κατάλληλους για την αποστολή ετούτη, πολίτες. Οι μισθοί όλων ετούτων των προσώπων, ταγών και ελεγκτών, θα ήταν περίπου ίσοι, με εκείνους των λοιπών ανωτέρων υπαλλήλων του κράτους, που και αυτοί ως μισθοί, ήταν επίσης χαμηλοί. Τα έξοδα της μετακίνησης τους θα πληρώνονταν από ένα νέο θεσμό, του ταμείου των ‘υπαλλήλων της Βουλής’, και η τιμή να κατευθύνουν έννομα τα πράγματα του κράτους, θα αποτελούσε το μεγαλύτερο και πλέον αξιοκρατικό μίσθωμα άξιων ανθρώπων. Τιμή ήταν η εκλογή τους για μία τέτοια ετήσια περίοδο υπηρεσίας προς το λαό, που ήταν το καθαυτό κράτος. Οι όποιες απάτες εκ μέρους τους θα αποτελούσαν αιτία καθαίρεσης από το αξίωμα τους, και τα όποια χρηματικά ποσά που θα αιτούντο για την όποια υπόθεση διαλεύκανσης, θα επιβάρυναν αυτούς καθαυτούς τους ενόχους. Σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής των χρεών τους, η πολιτεία θα είχε το δικαίωμα κατάσχεσης των περιουσιακών τους στοιχείων.
Όσον αφορά τους άλλοτε ποθητούς Διεθνείς Αγώνες, εύλογα, ύστερα από όλα αυτά τα απίστευτα και πρωτογενή γεγονότα, δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, ούτε και ανελήφθησαν από άλλη χώρα της υφηλίου. Ο θεσμός είχε εκπνεύσει άδοξα, καθώς το ήθος που αποτελούσε το οξυγόνο τους, είχε ήδη απαλειφθεί προ πολλού. Ίσως, κάποτε στο μέλλον, η προσπάθεια επαναφοράς τους, όφειλε να συνδέεται άμεσα, με την ανάληψη και την πραγματοποίηση αυτών, αποκλειστικά από τη γη της γένεσής τους! Ίσως όμως και αυτό ακόμη να αποτελεί ουτοπία. Ποιος θα μπορούσε να μαντεύσει το μέλλον και αυτής της γενέτειρας των Αγώνων… Σε όλα επικρατούσε μία τέτοια φοβερή ρευστότητα ώστε κανείς δεν μπορούσε να μαντεύσει για το μέλλον του άλλου. Οι δίαυλοι επικοινωνίας των λαών είχαν περιοριστεί προ πολλού και οι διπλωματικές και πολεμικές σχέσεις είχαν υψώσει ανύπαρκτα μεν, αλλά άκρως επικίνδυνα, νοητά τείχη, ανάμεσα στην αδυναμία των πολλών και στην παντοδυναμία των ελαχίστων. Ίσως ακόμα και ετούτη η ουσιαστική νομοτέλεια του σύμπαντος είχε κλονιστεί, με την καταστροφική για τον άνθρωπο και τη φύση πορεία του πλανήτη… Οι λύσεις είχαν γίνει προβλήματα τα οποία δεν λύνονταν… Ωστόσο ακόμη και ύστερα από όλα αυτά τα δυσοίωνα σημάδια για το μέλλον των κατοίκων της γης, και καθώς η αισιοδοξία είναι έμφυτη στον άνθρωπο, ας ελπίζουμε πως κάποια στιγμή στο βαθύ μέλλον, θα συμβεί το πιο απίστευτο θαύμα και θα απομακρυνθεί ο κίνδυνος αφανισμού, αύτανδρου του πλανήτη, Γη! Ότι θα ξημερώσει μία νέα διάθεση για το άνθρωπο και τη ζωή, ότι θα υπάρξει μία ανακύκλωση του πνεύματος και της ύλης!
Τέλος
Η Πιπίνα Δ. Ιωσηφίδου-Elles
ζει και δημιουργεί, ως συγγραφέας και ζωγράφος,
στο Σύδνεϋ