Η “Χρυσόθεμις” του Γ. Ρίτσου

Η Χρυσόθεμις του Γ. Ρίτσου

Κριτική μελέτη

Πιπίνα Έλλη (Dr Pipina D. Elles)

Η Χρυσόθεμις[1] , το έκτο κατά σειρά από τα μυθολογικά ποιήματα στην Τέταρτη Διάσταση του Γιάννη Ρίτσου, γράφτηκε στη Γυάρο, στη Λέρο και στη Σάμο από τον Μάϊο 1967 ως τον Ιούλιο του 1970, και εκδόθηκε το 1972.

Η μυθολογική Χρυσόθεμις είναι η όχι τόσο γνωστή θυγατέρα του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, μας λέει ο Ρίτσος και από ετούτο το σημείο προχωρεί στην ανανέωση του κλασσικού μύθου. Στη Χρυσόθεμη διαπιστώνονται ότι τα κυριότερα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο ποιητής είναι: της ασημότητας, της ταπείνωσης, της προσφοράς, της φιλοδοξίας, της δύναμης, της εμπειρίας, της τόλμης, της όρασης πέρα από την αίσθηση, της μετάνοιας, της σιγής, του φόβου της αποτυχίας και της υπόληψης, της σύγκρισης χαρακτήρων, της τιμωρίας και του αναπόφευκτου του μοιραίου -όπως είναι η σταθερή πορεία προς το γήρας-, της αδυναμίας του γήρατος, της απομόνωσης,  της φύσης και του ρόλου της στον αισθηματικό κόσμο του ανθρώπου, του θανάτου και της μεταγενέστερης καλής ή κακής φήμης, της ωραιότητας, της αγιοσύνης και της αιωνιότητας κτλ., και όλα αυτά σε σύνδεση με την πολύσημη ελευθερία   του ατόμου.

Άμεσο πρόσωπο του έργου είναι η ηρωίδα, δευτερεύον η δημοσιογράφος που την ωθεί σε εκμυστηρεύσεις, και τριτεύοντα τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται η ηρωίδα στον μονόλογό της.

 

Η δημοσιογράφος εξηγεί στην ηρωίδα Χρυσόθεμη –γηραιά πλέον κυρία-, ότι η συνέντευξη που ενδιαφέρεται να της πάρει σχετίζεται με την ‘καθάρια, σιωπηλή, μαγική της ελευθερία’. Η αρχικά προφανής αμηχανία της ηρωίδας αφανίζεται στο άκουσμα των τζιτζικιών. Η φύση την καθησυχάζει και την ενθαρρύνει. Μιλά λοιπόν ελεύθερα, με ‘μετρημένο’ τόνο και με μία χροιά ‘μακρινής ανεξήγητης ευδαιμονίας’, σ’ αυτόν.  Εκφράζει την έκπληξή της που τη θυμήθηκαν, αν και όπως ομολογεί, δεν την πειράζει, που δεν την πρόσεξαν ποτέ. Έχει συνθηκολογήσει με το παρελθόν της, επομένως, ως ένα σημείο, αισθάνεται ελεύθερη.  Θεωρεί ότι όσα έχουν συμβεί, καλά ή όχι, μοιάζουν ‘χρήσιμα κι όμορφα’.  Ομολογεί επίσης ότι η αφάνεια στην οποία διήγε και εξακολουθεί να διάγει, ευνοεί τη δυνατότητα του ονείρου και επιτρέπει ώστε κάποιος σαν αυτή, να είναι απλά ζωντανός και ταυτόχρονα ελεύθερος.  Θεωρεί ότι οι άνθρωποι άσχετα με το αν υπήρξαν επιφανείς ή αφανείς, πεθαίνουν – λυτρώνονται, αφήνοντας πίσω τους είδος παρουσίας, μία αϋλότητα ή μία ύλη παρόμοια με το πέπλο της κόρης[2], για εκείνους τέλος πάντων, που τους αγαπούσαν, τους σέβονταν ή οτιδήποτε άλλο.

Επικρατεί η άποψη ότι η έγνοια του ανθρώπου συγκεντρώνεται περισσότερο στο όνομά του και όχι στην ύπαρξή του ως ύλη: ‘(μήπως τάχα κι εμείς;)’ αναρωτιέται η ηρωίδα και δείχνει ότι κι αυτή όπως και άλλοι ανήκουν στην ίδια κατηγορία.  ‘Δε μετανιώσαν. / Άλλωστε ήταν αργά κάθε φορά να μετανιώνουν’ μονολογεί.  Επικρατεί η πίστη ότι τα λάθη τα οποία γίνονται, αφενός δεν επιδέχονται ανεξαιρέτως διόρθωση, αφετέρου η ζωή που κυλά γρήγορα, συχνά δεν επιτρέπει  τη διόρθωσή τους.

Ο ποιητής τονίζει μέσω της ηρωίδας του, ότι έχει αποδειχτεί η επανάληψη της ιστορίας, και το ίδιο ισχύει για τα λάθη ή τις υπολογισμένες και κερδοφόρες κινήσεις.  ‘Γινόταν μια μεγάλη παύση τόσο που θα νόμιζε κανένας / πως όπου νάναι θα σκεφτόμαστε κάτι επιτέλους’, λέει η ηρωίδα του. Ορμώμενος ο Γ. Ρίτσος από τις τελευταίες σκέψεις αναφέρεται στους μεγάλους πολέμους της εποχής του: στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στον φριχτό αδελφοκτόνο ανταρτοπόλεμο, στην οδυνηρή στρατοκρατία. Με σύμβολα καταγράφει τη μοίρα των κυνηγημένων και των θυμάτων, υπό την ισχύ και την εξουσία των δυνατών: τους ‘καβαλλάρηδες’ [3], τους αποκαλεί.

Η Χρυσόθεμις, συμπεραίνει ότι ουσιαστικά ‘μόνη μορφή ελευθερίας απόμεινε η σιωπή’. Η σιγή προστατεύει καθώς επιτρέπει την αντίληψη της ουδετερότητας, της συναίνεσης, της μετάθεσης από προηγούμενες απόψεις. Το κόστος της συμβατικής ελευθερίας, το άδειασμα της ζωής, το κενό της ερήμωσης, το στέγνωμα του νερού στα πηγάδια, ο πόλεμος και η ερημιά του, ο αλληλοσπαραγμός, η πείνα και ο θάνατος, είναι οι πολύτιμες εμπειρίες από το παρελθόν, που φώλιασαν στο νου και στην ψυχή της τελικά και για πάντα. Τη δίδαξαν να είναι επιφυλακτική, σιωπηλή, την βοήθησαν να συμβιβαστεί με την μοναχικότητά της, και αυτή με τη σειρά της την βοήθησε να συγκεντρωθεί στις μνήμες της και στον απολογισμό των ανθρωπίνων σχέσεων και τις συνέπειές τους.  Συμπερασματικά ο συνδυασμός: σιγή-μοναχικότητα[4] υπήρξε καταλυτικός στην ανασυγκρότηση του εαυτού της μέσα από την ανάπλευση στο παρελθόν, για την αξιολόγηση του παρόντος και την ετοιμασία για την μετάθεση ή μετοίκηση, σε μία άλλη διάσταση: της απόλυτης ανυπαρξίας[5].

 

Η Χρυσόθεμις συνεχίζοντας τον μονόλογό της, περνάει στη σύγκριση δύο ανθρώπων: συγκρίνει τον εαυτό της με την αδερφή της Ηλέκτρα. Πιστεύει ότι διαφέρει από εκείνη.  Θεωρεί ότι η αδερφή της στερείτο της ικανότητας να αξιολογεί γεγονότα ή καταστάσεις και δεν έτρεφε ελπίδα για το μέλλον.  Την δηλώνουν και οι ανεμόμυλοι, που συμβολίζουν την παρουσία των παιδιών: ως αυριανοί πολίτες θα διαιωνίσουν το γένος, θα συνεχίσουν τη ζωή ακόμη και ύστερα από εκείνη την ολέθρια καταστροφή[6]. Την όποια καταστροφή  παρόμοιου μεγέθους με εκείνη της δολοφονίας του Αγαμέμνονα από τη μητέρα τους Κλυταιμνήστρα και εκείνης από τον γιο της Ορέστη.

 

Η ηρωίδα έχει απομονωθεί εξαιτίας της κόπωσης που κάποια στιγμή επιφέρουν τα κοινά και τετριμμένα. Συμπεραίνει επίσης ότι αντίθετα προς εκείνη, ‘οι άλλοι’ -οι τολμηροί και φιλόδοξοι- ‘ανεβαίνουν: ‘δεν τα κατάφερα να πιαστώ σ’ ένα γάντσο ν’ ανέβω – δεν προσπάθησα βέβαια’, ομολογεί ηττημένη, αποδεχόμενη την ολίσθησή της προς τα πίσω με την στασιμότητά της, με την έλλειψη της φιλοδοξίας ίσως,  ενώ άλλοι έχουν το σθένος και προχωρούν.

Ο Ρίτσος από τη θέση της Χρυσόθεμης, επισκοπεί το παρελθόν του και παραδέχεται την ολιγωρία του να συναγωνιστεί με τη δύναμη και τους εκπροσώπους της.   Αυτό οφείλεται σε άλλα ουσιαστικά αιτία ή στον καθαυτό φόβο;  Ο φόβος που ξεχωρίζει, παραμένει το μεγάλο ερωτηματικό, και αποτελεί στοιχείο-αγκάθι.  Ο φόβος είναι το σοβαρό αίτιο για την υιοθέτηση της σιωπής, για τη χάρη της ελευθερίας.  Ο φόβος κρατά τον άνθρωπο μικρό, ασήμαντο, αόρατο, κεκαλυμμένο την μοναχικότητά του, προφυλαγμένο από τις όποιες κοινωνικές αναταραχές…

Η Χρυσόθεμις συμπεραίνει ότι από τους πολίτες, εκείνοι που νιώθουν τον μεγαλύτερο φόβο διαβιώνοντας τις ανώμαλες καταστάσεις στην ελληνική πραγματικότητα, είναι  ‘ίσως περισσότερο αυτοί στην εξουσία’, καθώς έχουν να χάσουν πολύ περισσότερα από τους απλούς,  χωρίς δύναμη και επιρροή, πολίτες[7].

Το συμπέρασμα είναι ότι όλα αυτά αποτελούν μία επανάληψη στη ζωή που τελικά κουράζει.  Ακολουθεί ακόμη ένα συμπέρασμα: ότι ακόμη κι αυτή η επανάληψη, μετουσιώνεται με τον χρόνο και παίρνει τη μορφή γαλήνειας διάρκειας.  Η Χρυσόθεμις αποκαλεί το φαινόμενο ‘ιδέα αιωνιότητας[8].  Η εικόνα του γέρου ναυτικού και της χύτρας του στην αμμουδιά, αποτελεί παράσταση του φαινομένου της επανάληψης:  ‘μια μυρωδιά ταπεινοσύνης και βουβής ελευθερίας – της μόνης’, λέει η ηρωίδα και επιβεβαιώνει συμπληρώνοντας, ότι η ελευθερία είναι προνόμιο εκείνων που δε θέλουν τίποτα![9]

Όπως όμως σε όλες τις δύσκολες καταστάσεις, τίθεται και εδώ το ερώτημα ‘τι φταίει, ποιος φταίει’ γι αυτά; Η απάντηση καταφθάνει φαταλιστική: ‘Από τα πριν τραβηγμένα ο κλήρος’, δηλώνει μη ενθαρρύνοντας περεταίρω αναλύσεις.  Ο ποιητής αποδέχεται το a priori.  Η μοίρα του ανθρώπου -καλή ή κακή-, καθορίζει την πορεία του στη ζωή.  Αυτή συντελεί ώστε κάποιοι να διακρίνονται μεταξύ των πολλών. Ο ποιητής μέσω της ηρωίδας του αυτοκηρύσσεται τυχερός, εφόσον παρά τις αντιξοότητες της ζωής του, δημιουργεί και επιβραβεύεται από τον λαό του, που αναγνωρίζει την προσφορά του.

Η Χρυσόθεμις  εξακολουθεί να είναι επιφυλακτική απέναντι στην καλή της μοίρα. Δε θέλει να διακυνδυνέψει αυτό το ελάχιστο. Κρύβει λοιπόν το χαμόγελο της ευχαρίστησης, σουφρώνοντας τα φρύδια της.  Το συναίσθημα της ντροπής και η συστολή που τη διακρίνουν, αναγνωρίζονται ως χαρίσματα[10].

Στο μέσον  όλων αυτών και εντός της ροής του χρόνου, η ζωή γύρω της, εξακολουθεί να παραμένει αναλοίωτη ως προς τα σημαίνοντα ή ασήμαντα στοιχεία της:

 

‘Μένουμε μόνο

με αφανείς δυσκολίες, σε αφανείς πολέμους, χωρίς νίκη ούτε ήττα,

με πλήθος αφανείς εχθρούς, ή μάλλον εχθρότητες’ [11]

 

δηλώνει αποκαλύπτοντας τις θησαυρισμένες της εμπειρίες.

 

Έχοντας αποκαλύψει το σκεπτικό της για την κοινωνία και για τη ζωή, στη συνέχεια αναφέρεται στους γονείς της και στη σχέση τους.  Εξομολογείται τη λύπη της, γιατί μόνη αυτή μπορούσε να δει πράγματα που οι άλλοι δεν είχαν τη δύναμη ή την ευαισθησία να αντιληφθούν:

 

τα ασήμαντα πράγματα  φτιάχνουν καμμιά φορά το πρόσωπό μας και τον κόσμο, – έτσι δεν είναι;[12]

 

δηλώνει και ακολούθως ρωτά, για να της παραχωρηθεί η επιθυμητή συναίνεση του συνομιλητή της.

Είναι ακόμη αβέβαια για το πώς και το γιατί συμβαίνουν όλα αυτά στη ζωή, εντός των ανίσων, προς τους πολίτες, κοινωνικών συστημάτων, αναμφίβολα. Η Χρυσόθεμις, όμως είναι προικισμένη με μία ‘άλλη όραση’ βαθύτερη της κοινής αίσθησης, που δικαίως αποτελεί την ‘κρυφή χαρά’ της, εφόσον της επιτρέπει να διακρίνει την ωραιότητα της λεπτομέρειας γύρω της: τον κήπο, ένα σπουργίτη και το αστείο περπάτημά του[13].  Η ευαισθησία της κατευθύνει τον Νου της, ώστε να διεισδύει πέρα από τα ορατά φαινόμενα. Αναφέρει ως υπόδειγμα τη μονόφθαλμη κούκλα και  υπολογίζει ότι ίσως πίσω από την τρύπα -το χάσμα δηλαδή που δημιουργεί το χαμένο μάτι της- απλώνεται το απέραντο της ψυχής[14].  Συνδέει την αίσθηση με την διαίσθηση και με την ευαισθησία της ψυχής. Πρόκειται για μία μυστική δίαυλο επικοινωνίας του ερεθίσματος με την αίσθηση που περεταίρω σχετίζεται άμεσα με την ιδιάζουσα ευαισθησία του ανθρώπου.

 

Σύμφωνα με τον γέροντα παιδαγωγό της, η αφάνεια είναι ‘το προσωπείο του βάθους’, όχι όμως και για τα πουλιά, παρά το γεγονός ότι είναι ταπεινά και αφανή.  Πρόκειται βέβαια για μία διαφορετική σημασία της αφάνειας εδώ: την επίδειξη δύναμης. Τα αδύναμα πουλιά με τον θόρυβο του τραγουδιού τους συντελούν ώστε να στρέφονται πάνω τους ‘τα βέλη και οι σφεντόνες’. Μόνο το επιδέξιο πέταγμά τους μπορεί να τα γλυτώσει από αυτά.  Αντίθετα ο ποιητής που φορά αυτό το προσωπείο του βάθους, ως ταπεινός στα πιστεύω και στην έκφρασή του, παρά το γεγονός ότι δεν φωνασκεί σαν τα πτηνά, εξακολουθεί να προκαλεί αντιδράσεις στο περιβάλλον του.  Και αν τα πτηνά είναι αδύναμα σε σχέση με τον άνθρωπο, ο ποιητής μπορεί να εξελιχθεί σε παντοδύναμη αυτονομία μέσα από την ταπεινωσύνη του και την δημιουργικότητά του. Η άποψη του γέροντα παιδαγωγού της αποτελεί θεώρημα με σοβαρές διακυμάνσεις και επιπτώσεις.

 

Η ευαισθησία ωθεί την Χρυσόθεμη να λεπτολογεί πάνω στις φιλοσοφημένες απόψεις της.  Αναφέρεται στην χαρά και στην λύπη και ρωτά αν, ως συνυφασμένα μεταξύ τους -αν και αντίθετα-, αποτελούν μέρος ‘του αδιαιρέτου τίποτα’. Η σκέψη της αντιπαρατίθεται προς την χαρά και την λύπη που αισθάνεται, όταν από την θέση του λυκόφωτος -‘τη βολική πραγματική μου θέση’- όπως εξηγεί, βλέπει σα μέσα από καθρέφτη το πραγματικό της πρόσωπο: το ‘πράγματι αθάνατο’. Η δήλωση καταφθάνει ως έκφραση ελπίδας του ποιητή.  Υπάρχει αλήθεια αιωνιότητα;  Ή όταν πλησιάζει το κλείσιμο του βιολογικού κύκλου ο άνθρωπος συμβιβάζεται με την ιδέα της αποχώρησής του και ονειρεύεται μία άλλη κατάσταση, που όμως δεν είναι απτή και ίσως ούτε και νοητή; Πρόκειται για αντικατοπτρισμό της μεγάλης επιθυμίας του, σε σημείο ώστε να τον πιστεύει ως αληθινό τελικά; Είναι λοιπόν αντικατοπτρισμός μόνο, της ανθρώπινης επιθυμίας;

Η αναφορά της ηρωίδας σε καθρέφτη, σε κάμαρα αχρήστων, σχετίζεται με το φως που συγκεντρώνει και αντανακλά. Στο χώρο ενός σκοτεινού δωματίου, γεμάτου σκιές εκ των πραγμάτων, υπάρχει ένα μόνο παράθυρο αισιοδοξίας: ένας καθρέφτης που συγκεντρώνει και αντανακλά το φως.  Πρόκειται λοιπόν για το είδωλο της Χρυσόθεμης μέσα στον καθρέφτη αφού θεωρεί ότι η ίδια υπήρξε ‘πάντοτε φως’.

Παρόμοια ο ποιητής έχει μία συγκεκριμένη πίστη για το άτομό του: ότι υπήρξε φωτοδότης και ως εκ τούτου στόχος πολλών ανθρώπων, -αντιθέτων προς εκείνον και επομένως  σκοτεινών- εναντιωμένων σε  εκείνα που εξέπεμπε, είτε δια στόματος είτε δια της γραφής του.   Υπήρξε στόχος εκείνων που αντιδρούσαν ενεργά εναντίον των πίστεων που διακήρυττε.

Η ηρωίδα παρ’ ότι αισθάνεται ευτυχία εξαιτίας της πεποίθησής της  ότι ήταν το φως -ένα φως που θα σβήσει ξαφνικά-, ακούει το ‘κέρας /  των κυνηγών, περίεργα μελαγχολικό και κουρασμένο – τελεσίδικο[15].   Το φως μπορεί και δεν λάμπει για πάντα. Η φωνή της ζωής παύει να σαλπίζει το ξημέρωμά της κάποια στιγμή. Ο ποιητής μέσα από ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα του φωτός, του θανάτου, της σιωπής, της ελαφρότητας της ψυχής[16], παρουσιάζει την μαύρη πεταλούδα[17] με τα πορτοκαλένια ‘στίγματα’[18] να  πετά στην κηδεία της μητέρας της[19] Κλυταιμνήστρας και μαζί της ολάκερο το φέρετρό της.

 

Η Χρυσόθεμις αναφέρεται και στον μητροκτόνο αδερφό της Ορέστη. Διαφωνεί με τον αρχέτυπο μύθο ότι ετούτος φεύγει κυνηγημένος από τις Ερινύες, όταν δολοφονεί τη μητέρα τους. Ο θάνατος της Κλυταιμνήστρας εξακολουθεί να την εντυπωσιάζει, καθώς και η  απουσία της μέσα από την παρουσία της, που παραμένει αισθητή με τα άχρηστα πλέον προσωπικά της αντικείμενα: το κίτρινο φόρεμά της, το βουρτσάκι των δοντιών της, το κοκκινάδι των χειλιών της.

Η Χρυσόθεμις ομολογεί ότι έκλαψε όταν χρησιμοποίησε το κοκκινάδι της μητέρας της, δίνοντας έτσι διέξοδο στον πολύμορφο πόνο της: ‘για τη μητέρα, για τον εραστή της’ αλλά και για την αδερφή της Ηλέκτρα, για την οποία λέει χαρακτηριστικά ‘πως είχαν αδειάσει μονομιάς τα μάτια της’.  Ο ποιητής αναφέρει και εδώ –σε σχέση με τα μάτια της Ηλέκτρας-, αυτό που έχει ήδη πει στο ποίημά του Ορέστης [20]: ‘θαρρείς και δεν ήξερε γιατί να ζήσει πια’. Ο Γ. Ρίτσος με τον τρόπο αυτό επανασυνδέει τα δύο ποιήματα.

 

Η Χρυσόθεμις δεν παραλείπει επίσης να τονίσει την αίσθηση σπουδαιότητας που αναπτύσσεται μέσα της εξαιτίας της προσοχής των άλλων στο πρόσωπό της. Έχει τόση σημασία για την Χρυσόθεμη, που στην απουσία της, γράφει γράμματα η ίδια και τα απευθύνει στον εαυτό της,  ούτως ώστε να την καλούν οι γύρω της –οι ταχυδρόμοι ή οι μηνυτές- για να της τα παραδώσουν.  Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το σκεπτικό ότι τα γράμματα που απηύθυνε στον εαυτό της, ήταν ‘ο σωστός λόγος[21], εφόσον απευθυνόταν από το άτομό της,  στον  εαυτό της.  Ο ποιητής είναι πεπεισμένος για την ορθότητα των λόγων του στα  γραπτά του.

 

Ως ασήμαντη ιστορικά προσωπικότητα η Χρυσόθεμις, παρουσιάζει το εξής αξιοσημείωτο:  όμοια όπως οι απομονωμένοι βοσκοί είναι ‘μόνη’ και ‘ανείδωτη[22]. Διατηρεί μέσα στον κυκεώνα των αντιξοοτήτων στην ζωή της,  την δύναμη να επιβιώνει στην μοναχικότητά της και να παραμένει αόρατη αλλά και περήφανη ταυτόχρονα. Βρίσκει τρόπους να ικανοποιεί τις ανάγκες της. Ως ένα σημείο, είναι αυτάρκης. Χρησιμοποιεί σύμβολα που τα παρέχει άφθονα το περιβάλλον της, η φύση.  Μιλά για την φύση ή για τους ανθρώπους και για τις εικόνες που παρουσιάζει το σύμπλεγμα  των δύο.  Η εικόνα του κηπουρού την ωθεί να εκφράσει τη σκέψη της για τον παρερχόμενο χρόνο, την εναλλαγή μέρας και νύχτας: ‘Η κάθε μέρα κάτι μας αφήνει για τη νύχτα’, τονίζει και προχωρεί στην ζωή και στα εναλλασσόμενα  στάδιά της, όμορφα ή δυσάρεστα, οικεία ή αναπόφευκτα:

 

‘κι ο καλός ύπνος και τ’ όμορφο ξύπνημα, κι ο καλός θάνατος / με το καλό ναρθεί’ παράπονο δεν έχω,- τον γνώρισα’ / είμαστε φίλοι πια’ σ’ αυτόν, χρωστάω τα περισσότερα / το νόημα της ζωής’.

 

Η Χρυσόθεμις διακόπτει το ταξίδι των συλλογισμών της για να απευθύνει μία πολύ πρακτική ερώτηση προς την νέα δημοσιογράφο: ‘Μήπως θα θέλατε ν’ ανάψω το φως;

 

Τα συμπεράσματα της αναδρομής της στο παρελθόν συνδέονται άμεσα με τις αναμνήσεις της.  Η διαπίστωση ότι όλα εξελίσσονται, είναι κατανοητή. Με το πέρασμα του χρόνου άλλαξε και η ίδια: μεγάλωσε και εξακολουθεί να μεγαλώνει. Αλλά ακόμη και το γεγονός ότι δεν αλλάζουν  τα πράγματα –της προσωπικής της ζωής- έχει ίσως τη δική του ξεχωριστή αξία: Η ‘μη αλλαγή’ ωραία η αδυσώπητη’ δηλώνει η Χρυσόθεμις για να επιβεβαιώσει  μία τραγική αλήθεια: ότι η μη αλλαγή έχει μεγάλη σημασία, όμως τα πάντα ρει αποδεικνύει ο Ηράκλειτος και ο Ανρί Μπερξόν μας επιβεβαιώνει ότι κάθε μόριο της στιγμής που φεύγει, επιφέρει την επόμενη, απειροελάχιστη αλλαγή. ‘κι απόφαση κανείς δεν το παίρνει’ δηλώνει και οπωσδήποτε αν δεν είναι δήλωση πικρίας, είναι κατάθεση αποδοχής και αγωνίας για την διαρκή ελάττωση της μήκους ζωής που εναπομένει.

Οι αλλαγές έχουν αναμφίβολα αντίκτυπο στην ηλικία της ηρωίδας:  της δίνουν το αίσθημα ότι μετατίθεται σε κάτι αλλότριο και έχει επίγνωση της σημασίας του: ‘με τη βαθύτατη εκείνη επίγνωση της ήμερης ξενητειάς’, ομολογεί, κάνοντας ειρήνη με την αναπόφευκτη αυτή αλλαγή, που ούτως ή άλλως δεν μπορεί παρά να την αποδεχτεί[23]. Στο στάδιο ηλικίας που διάγει, έχει ίσως ήδη επέλθει και η στασιμότητα της όποιας παραγωγής, πιθανόν επειδή δεν υπάρχουν ή δεν μπορούν να υπάρχουν νέοι στόχοι, ή ίσως επειδή επήλθε κορεσμός στη αλλοτινή ενέργεια για την όποια δημιουργικότητα. Μόνη με τη μοίρα της, κατανοεί ότι δεν κατευθύνει πλέον το τιμόνι  της ζωής της.  Ο Ορέστης είχε προσδιορίσει:

 

Μόνα κουπιά μου ίσως νάναι τ’ αστέρια’ μα κι εκείνα / δεν τα κρατάμε εμείς – ποιος θα μπορούσε;

 

Σύμφωνα με την Χρυσόθεμη το ‘αδούλωτο’ -να μην προσδιορίζεται ένας μέσα από καλούπια- και το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι άφθαρτοι, το ανακάλυψαν στην παράδοση[24]. Και όμως οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τι ζητάν, δεν γνωρίζουν τι είναι ελευθερία, ώστε να την απολαύσουν στην διάρκεια της ζωής τους. Το γνωρίζει όμως ετούτη, η Χρυσόθεμις.  Είναι γεγονός ότι η ασημότητα της ηρωίδας δεν έχει σχέση με την όποια αγνωσία και κυρίως σε σχέση με την οικογένειά της. Γνωρίζει ότι η Ηλέκτρα έδωσε στον Ορέστη το ‘κρυμμένο κάτω από την ποδιά της’  σπαθί και μέχρι ένα σημείο την θεωρεί συνένοχο του αδερφού της, στον φόνο της μάνας τους, Κλυταιμνήστρας.  Η σκλαβιά στην οποία είχαν περιέλθει τα δύο αδέρφια της, ήταν μοιραία. Είναι μία κατάσταση που προκύπτει από διαφορετικές συγκυρίες, και τσακίζει.  Η Χρυσόθεμις, αν και κινούμενη εντός της  ασημότητάς της, είχε επίσης εξελιχθεί σε ριψοκίνδυνη παρουσία: ευχαριστιόταν να ριψοκινδυνεύει για τους άλλους. Της άρεσαν: η ετοιμασία, το μυστήριο, ο κίνδυνος που έκρυβε η απαγορευμένη ίσως βοήθεια, όπως όταν είχε βοηθήσει την τιμωρημένη Ηλέκτρα, φέρνοντάς της τροφή, νερό[25]. Βέβαια, είχε τιμωρηθεί γι’ αυτό. Αλλά ακόμη και η μητέρα της, η βασίλισσα Κλυταιμνήστρα που τιμωρούσε τους άλλους, δεν απέφυγε την τιμωρία. Όλα είναι απόλυτα ρευστά. Εκείνη, η Κλυταιμνήστρα, είχε τιμωρηθεί μία και καλή,[26]  για όλα όσα είχε πράξει, με την τιμωρία της για τον φόνο του Αγαμέμνονα.

Διαφορετική από  την Χρυσόθεμη η Ηλέκτρα, παρανοεί: δεν ‘ανεδεχόταν το ανεξήγητο’ λέει η Χρυσόθεμις. Και όμως -όπως θυμάται- η Ηλέκτρα είχε θυμηθεί τα γενέθλιά της και της είχε χαρίσει ένα εργόχειρο. ‘Ίσως η άλλη όψη του ωραίου νάναι η αγιότητα[27] -ποιος ξέρει; τίποτα δεν έχω μάθει’ ομολογεί φιλοσοφώντας[28]. Αποδεικνύεται ότι τελικά ο άνθρωπος, δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Υπάρχουν τόσα που δεν μπορεί να κατακτήσει στον κύκλο της ζωής του. Το πέρασμα των εποχών Άνοιξη, Φθινόπωρο είναι δεμένα με την ποικιλότροπη,  αλλά και ταχεία πορεία του, στον χρόνο.

 

Ο μονόλογος της ηρωίδας έχει οδηγήσει βαθμηδόν στον φιλοσοφικό στοχασμό του τελευταίου σταδίου της ζωής. Ύστερα από την προσμονή της ησυχίας τη νύχτα, το φεγγάρι το ακολουθεί ο ύπνος, ο όμορφος ύπνος που ‘πλησιάζει χωρίς όνειρο, ο ύστατος ύπνος[29]το φυσικό ‘τέλος’ του ανθρώπου. Όλα ωραιοποιούνται, σημειώνεται προσπάθεια ευφημισμού του θανάτου τελικά. Η φιλοσοφική διάθεση για το ‘τέλος’ για τον ‘ύστατο ύπνο’, είναι συνέπεια της ηλικίας της ηρωίδας. Κατά βάθος όμως πρόκειται για το ασυμβίβαστο: η Χρυσόθεμις αγαπά την ζωή, αγαπά την φύση,  γι’ αυτό και λέει: ‘δε χόρτασα ακόμη να βλέπω’. Δεν χόρτασε την ζωή παρόμοια όπως όλοι οι θνητοί, κυρίως όταν βρίσκονται στο γήρας, όπου τα φυσικά πλέον περιθώρια της ζωής, μειώνονται.

Η ηρωίδα που αγαπά την τέχνη, θαυμάζει τα αγάλματα στο κοιμητήρι  ‘πίσω απ’ τον ελαιώνα’. Έναν ελαιώνα που σχετίζεται με την γαλήνη του αιώνιου, της ελιάς, σύμβολου της ειρήνης, που έχει την ικανότητα να επιβιώνει αιώνες κάποτε, αντίθετα προς τον άνθρωπο που την φυτεύει. Τα γεγονότα-στάδια μεταφοράς από την μία διάσταση στην άλλη, δίνονται με σύμβολα: Τα ‘μεσάνυχτα’ το ‘καράβι’, η ‘σκοινένια σκάλα’, ‘η υγρασία[30]. Όλα προμηνύουν την ύστατη πορεία της. Η Χρυσόθεμις προετοιμάζεται για την αναχώρησή της, για την καθοδική πορεία της στον τυφλό, υγρό Άδη.  Το καράβι είναι η βάρκα του Χάρου, η σκοινένια σκάλα, η κάθοδός της στον δικό της χώρο στο κοιμητήριο και η υγρασία του χώματος που βρίσκεται σε βάθος.  Όλα όσο κι αν ακούγονται σκοτεινά, μυστήρια και φοβερά ως ένα βαθμό, είναι απόλυτα κατανοητά. Με το ‘εδώ τελειώνω’, η Χρυσόθεμις δίνει ένα τέλος στην συζήτησή της με την νέα δημοσιογράφο και ικανοποιημένη ίσως, για την ευκαιρία που της είχε δοθεί, να βγει από την ασημότητά της, τελικά.  Η Χρυσόθεμις πλησιάζει με αξιοπρέπεια το τέλος της.

Κλείνει την πορεία της στην ζωή, γερασμένη και όχι και τόσο μόνη τελικά -αν πιστέψουμε σε όλα όσα έχουν εκφραστεί ως τώρα, σχετικά με την αναχώρηση του ανθρώπου στην αντίπερα όχθη- και αποκαλύπτει την τελευταία ανάγκη της, της συγγνώμης:

 

δίχως όνειρα πια κι επιθυμίες

Μόνο με την απέραντη κι εξαίσια επιθυμία να ζητώ συγγνώμη

Απ’ όλους κι απ’ όλα

 

Είναι γαλήνια, όπως υπαγορεύει η σοφία του ανθρώπου που έζησε και έχει αποδεχτεί την ύστατη αλλαγή. Παράδοξα η συγγνώμη της απευθύνεται από εκείνη,  προς τον εαυτό της. Αισθάνεται ότι τον έχει αδικήσει ίσως, στερώντας  του  με την ολιγωρία της, τις ευκαιρίες που του άξιζαν.

Η Χρυσόθεμις πεθαίνει την ημέρα που δημοσιεύεται η συνέντευξή της, η οποία εντυπωσιάζει, γίνεται βιβλίο και αναδημοσιεύεται.  Νέοι  και διάσημοι πολίτες  εναποθέτουν λουλούδια στον τάφο της, πάνω στον οποίο ένα πρωινό βρίσκεται νεκρός ο γερο-κηπουρός της.  Άσημος μεν, αποτελεί μία αινιγματική φυσιογνωμία,  καθώς είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς τα συναισθήματά του έναντι, της διάσημης, μετά θάνατον πλέον, κυράς του.

 

Τέλος

Βιβλιογραφία

Bergson Henry, “The World’s Great Thinkers, Man & the Universe: The philosophers of Science”, Bergson Η. The Evolution of life published by pocket Books inc. New York, 1954, p. 278-297, Copyright ,1947, by Random House Inc.

Γραμμένος Μπάμπης (επιμέλεια), Δώδεκα Κωμωδίες και το χρονικό του Θεάτρου των Σκιών, Καραγκιόζης, Ιστορικό: Δ. Σιατόπουλος, Άγκυρα, Αθήνα 1973.

Jeffreys Michael J., Reading in the fourth direction, Modern Greek Studies, 2, 1984.

Καζαντζάκης Νίκος, Ασκητική, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα, Επανεκτύπωση ΙΑ’, 1997, σ. 96.

Πρεβελάκης Παντελής, Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, Β’ Έκδοση, Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα 1984, σελ. με’.

Πρεβελάκης Π, Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, Συνολική θεώρηση του έργου του, β’ έκδοση, Κέδρος 1983.

Ρίτσος Γιάννης, Ελένη, Τρίτη έκδοση, Κέδρος.

Ρίτσος Γ., Τέταρτη Διάσταση, 1956-1972, Τόμος ΣΤ, Ενάτη έκδοση, Κέδρος, ποιήματα: Φιλοκτήτης, Ορέστης, Αίας.

Ρίτσος Γ., Χρυσόθεμις, δωδέκατη έκδοση, Κέδρος.

Ζέη Άλκη, Ο Μεγάλος  περίπατος του Πέτρου, 53η έκδοση, Κέδρος, 1987 (κεφ. Οι  Μικρές Τσαρίνες, σελ.103-105).

Ψαθάς Δημήτρης, Φον Δημητράκης, Κωμωδία σε τρεις πράξεις, Εκδόσεις Μαρή, Αθήνα 1965.

……………………..

Υποσημειώσεις

[1]Γ. Ρίτσος, Τέταρτη Διάσταση, 1956-1972, Τόμος ΣΤ, Ενάτη έκδοση, Κέδρος, ποιήματα: Φιλοκτήτης, Ορέστης, Αίας.  Η Χρυσόθεμις, παρόμοια όπως και ακόλουθα ποιήματα:  η Σονάτα υπό το Σεληνόφως, η Ελένη και η Επιστροφή της Ιφιγένειας, αν και ανήκει στην συλλογή ποιημάτων του Γ. Ρίτσου, Τέταρτη Διάσταση,  εκδόθηκε σε χωριστό τεύχος, εκδ. Κέδρος, 12η έκδοση, 1970.

[2] Γ. Ρίτσος, Τέταρτη Διάσταση, Η Χρυσόθεμις (επίσης  η Σονάτα υπό το Σεληνόφως, η Ελένη και η Επιστροφή της Ιφιγένειας), εκδ. Κέδρος, 12η έκδοση, 1970, σελ. 8.

[3] Και οι ‘Παρατημένες αγελάδες’ (σελ. 9); Πρόκειται για μνεία εκείνων που καταπιάστηκαν με την καλούμενη ‘μαύρη αγορά’ στην περίοδο της γερμανικής κατοχής,  εκμεταλλευόμενοι τους συμπατριώτες τους; Είναι βέβαιο ότι ένα τόσο σοβαρό θέμα δε θα διέφευγε ποτέ την προσοχή του Γ. Ρίτσου όπως και άλλων συγχρόνων του διανοουμένων-λογοτεχνών (μεταξύ αυτών ο Δ. Ψαθάς στη σάτιρά του: Φον Δημητράκης, η Άλκη Ζέη στο Ο περίπατος του Πέτρου (Άλκη Ζέη, Ο Μεγάλος  περίπατος του Πέτρου, 53η έκδοση, Κέδρος, 1987, Οι  Μικρές Τσαρίνες, σελ.103-105),  καθώς  και στο θέατρο Σκιών: Καραγκιόζης (“Κι εμένα… είχαν ασπρίσει τα μάτια μου απ’ την πείνα…  Κι αυτοί οι γρουσούζηδες οι φουρναραίοι  πεθάνανε το φτωχό κοσμάκη απ’ την πείνα.  Αχ μωρές γρουσούζηδες φουρναραίοι να μπόραγα να σας φουρνίσω εσάς τους ίδιους να σας ψήσω, τα γουρουνόπουλα.  Πεινάω Χατζατζάρη μου, πεινάωωωω!” Γραμμένος Μπάμπης (επιμέλεια), Δώδεκα Κωμωδίες και το χρονικό του Θεάτρου των Σκιών, Καραγκιόζης, Ιστορικό: Δ. Σιατόπουλος, Άγκυρα, Αθήνα 1973).

[4] Ο ποιητής γνωρίζει απόλυτα την ανάγκη της σιωπής, της μοναχικότητας, της απομόνωσης για την δημιουργική παραγωγικότητά του. Είναι τα στοιχεία που τοποθετούν τον δημιουργό στο περιθώριο, καθώς ξεχωρίζει με τη διαφορετικότητά του από το λοιπό κοινωνικό σύνολο.

[5] Ν. Καζαντζάκης, Ασκητική,, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα, Επανεκτύπωση ΙΑ’, 1997, σ. 96.

[6] Γ. Ρίτσος, Τέταρτη Διάσταση, Η Χρυσόθεμις (επίσης  η Σονάτα υπό το Σεληνόφως, η Ελένη και η Επιστροφή της Ιφιγένειας), εκδ. Κέδρος, 12η έκδοση, 1970.

[7] Αυτόθι, σελ. 11.

[8] Αυτόθι, σελ. 11-12.

[9] Σελ. 12.   Παρόμοια και ο Καζαντζάκης όταν δήλωσε ότι μέσα από την άρνηση αναδύεται η ελευθερία: ‘Μή λέτε θέλω να πεθάνω. Δε θέλω να πεθάνω’ Να λέτε: Δεν θέλω τίποτα’. Υψώστε το νου σας απάνω από την πεθυμιά και την ελπίδα-…’,  Π. Πρεβελάκης, Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, Β’ Έκδοση, Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα 1984, σελ. με’.

[10] Γ. Ρίτσος, Τέταρτη Διάσταση, Η Χρυσόθεμις (επίσης  η Σονάτα υπό το Σεληνόφως, η Ελένη και η Επιστροφή της Ιφιγένειας), εκδ. Κέδρος, 12η έκδοση, 1970, σελ. 13.

[11] Αυτόθι, σελ.13-14.

[12] Αυτόθι, σ. 15.

[13] Γ. Ρίτσος, Τέταρτη Διάσταση, Η Χρυσόθεμις (επίσης  η Σονάτα υπό το Σεληνόφως, η Ελένη και η Επιστροφή της Ιφιγένειας), εκδ. Κέδρος, 12η έκδοση, 1970, σελ. 15.

[14] Αυτόθι, σελ. 16.

[15] Γ. Ρίτσος, Τέταρτη Διάσταση, Η Χρυσόθεμις (επίσης  η Σονάτα υπό το Σεληνόφως, η Ελένη και η Επιστροφή της Ιφιγένειας), εκδ. Κέδρος, 12η έκδοση, 1970, σελ.18.

[16] Αυτόθι, σελ.18-19.

[17] Συμβολίζει την ψυχή.

[18] Η πεταλούδα με τα πορτοκαλένια στίγματα, απαντά επίσης  και στο ποίημα Ελένη, επίσης στην Τέταρτη Διάσταση του Ρίτσου, εκδ. Κέδρος, 12η έκδοση, 1970, σελ. 18.

[19] Αυτόθι, σελ. 19.

[20] Αυτόθι, σελ. 20.

[21] Γ. Ρίτσος, Τέταρτη Διάσταση, Η Χρυσόθεμις (επίσης  η Σονάτα υπό το Σεληνόφως, η Ελένη και η Επιστροφή της Ιφιγένειας), εκδ. Κέδρος, 12η έκδοση, 1970, σελ. 24.

[22] Αυτόθι, σελ. 25.

[23] Αυτόθι, σελ. 26.

[24] Γ. Ρίτσος, Τέταρτη Διάσταση, Η Χρυσόθεμις (επίσης  η Σονάτα υπό το Σεληνόφως, η Ελένη και η Επιστροφή της Ιφιγένειας), εκδ. Κέδρος, 12η έκδοση, 1970, σελ. 28.

[25] Αυτόθι, σελ. 29.

[26] Αυτόθι, σελ. 30.

[27] Πρόκειται ίσως για την αγιότητα της παραφροσύνης, της αρρώστειας που είχε κυνηγήσει τη μητέρα του ποιητή και εκείνον η μνήμη της, και πιο πολύ από το φόβο του μήπως παραφρονήσει και ο ίδιος τελικά.  Η φυματίωσή του περνούσε τότε σε δεύτερο πλέον κι ας ήταν επικίνδυνη για τη ζωή του.

[28] Γ. Ρίτσος, Τέταρτη Διάσταση, Η Χρυσόθεμις (επίσης  η Σονάτα υπό το Σεληνόφως, η Ελένη και η Επιστροφή της Ιφιγένειας), εκδ. Κέδρος, 12η έκδοση, 1970, σελ. 31.

[29] Γ. Ρίτσος, Τέταρτη Διάσταση, Η Χρυσόθεμις (επίσης  η Σονάτα υπό το Σεληνόφως, η Ελένη και η Επιστροφή της Ιφιγένειας), εκδ. Κέδρος, 12η έκδοση, 1970, σελ. 31.

[30] Αυτόθι, σελ. 32-33.

3 σκέψεις πάνω στὸ “Η “Χρυσόθεμις” του Γ. Ρίτσου

  1. Διαβάζοντας την κρητική σας στο ποιητικό έργο του Γ. Ρίτσου, έγινα η πρωταγωνίστρια “Χρυσόθεμις” Χαίρομαι πολύ διότι με την γνωριμία μας φωτίζεται ο πνευματικός μου κόσμος ,ο οποίος ήταν σε ένα μακροχρόνιο λήθαργο Κυρία Πιπίνα μου!

    Μοῦ ἀρέσει

Σχολιάστε