O τoκετόs τηs aβύσσoυ
(Ιστορία από το βιβλίο μου,”…και ο Θεός έπλασε τον άντρα…“)
Τέλη της δεκαετίας του 1980, στο Σύδνεϋ…
……………………………………………………………………………………..
-Τάσσο, Τάσσο μου, πού είσαι βρε άντρα μου;
Η Μήλα που στα πρόθυρα πανικού φώναζε από την πόρτα του πλυσταριού, ήταν η γυναίκα του Τάσσου, μία καλοστεκούμενη σαραντάρα.
Έτρεξε στο γκαράζ, βαριανασαίνοντας κατακόκκινη και με τα μάτια υγρά.
-Έλα! Εδώ είμαι. Πού θα πάω κορίτσι μου; Φωνάζεις λες και σε κλέβουν!
Ο Τάσσος που είχε σταματήσει κι ερχόταν προς το μέρος της εξίσου ταραγμένος τώρα, την αγκάλιασε ανήσυχος και ρώτησε με πιο μαλακό τρόπο αυτή τη φορά:
-Εει! Τι σου συμβαίνει; Έλα, πες μου! είπε μαλακά και την κύτταξε μέσα στα μάτια.
-Δεν ξέρω από πού ν’αρχίσω… είπε εκείνη κομπιάζοντας και χώνοντας το κεφάλι της μέσα στο στήθος του.
-Μα μόλις πριν λίγο… όλα ήταν εντάξει. Μήπως ξαφνικά ανακάλυψες κάτι πολύ φοβερό; αστειεύτηκε δήθεν.
-Δε μού ‘δωσες δύο εικοσάρικα κι ένα δεκάρικο το περασμένο βράδυ; ρώτησε η Μήλα με περίεργο άγχος.
-Αν θυμάμαι καλά… ναι. Για χαρτζιλίκι μόνο, είπαμε. Ε, και λοιπόν; ρώτησε τώρα ανυπόμονα.
-Ε, να! Δε βρίσκω το ένα εικοσάρικο.
-Αυτό είναι όλο; Και κάνεις έτσι για ένα εικοσάρικο; Μήπως σου παράπεσε;
Την έσπρωξε μαλακά από την αγκαλιά του.
-Τι έγινε το γενναίο κορίτσι που παντρεύτηκα, ε; Αν κάνεις έτσι για ένα εικοσάρικο… φαντάσου τι θα έκανες για κάτι πολύ πιο σοβαρό. Με κάνεις ν’ ανησυχώ. Έλα τώρα. Για θυμήσου πού το έβαλες και φτιάξε μου ένα καφεδάκι, ενόσω θα σκαλίζεις τη μνήμη σου, έτσι για να ηρεμήσουμε ομαδικά, μήπως και μπορέσω να πάω πίσω στη δουλειά που άρχισα, είπε και τη χτύπησε χαϊδευτικά στο μάγουλο.
Η Μήλα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά,χωρίς όμως να ξεφεύγει από το ερωτηματικό της που κατά περίεργο τρόπο, ανασκάλευε μέσα της μία πολύ περίεργη ανησυχία.
-Εντάξει! είπε κομπιάζοντας.
Ήταν φανερό ότι δεν του είχε πει κάθε τι που είχε στη σκέψη της, απλά γιατί δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο εκεί μέσα, πέρα από εκείνη την «περίεργη» ανησυχία της. Ο Τάσσος γύρισε πίσω στο αυτοκίνητό του. Κάτι από εκείνο το πλήθος των καλωδίων και των σωληνώσεων της μηχανής του, θα πρέπει να είχε ξεφύγει από τη θέση του, γιατί όταν οδηγούσε χτες το αυτοκίνητό του ακουγόταν ένας ασυνήθιστος θόρυβος. Αυτό πάλευε να βρει, εξετάζοντας τα καλόδια και τις σωληνώσεις και τα σημεία επαφής τους. Η Μήλα προσποιούμενη ότι ήταν πιο ήρεμη γύρισε στην κουζίνα της και βάλθηκε να φτιάξει έναν καφέ.
Τέλη καλοκαιριού αρχές Φθινοπώρου στο Σύδνεϋ ήταν συνήθως μία καλή εποχή και η ενδέκατη πρωϊνή, ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Ηλιόλουστη ώρα, ηλιόλουστη μέρα, τρελά τα τιτιβίσματα των ποικιλόχρωμων παπαγάλων πάνω στο κατάφορτο με ανθό, καλίστεμο. Πεταλούδες γαλάζιες και καφετιές, πετούν τρικυμισμένες θαρρείς, ζαλισμένες από την πανδαισία των χρωμάτων της πετούνιας, των αιωνίων γερανιών και των sweet peas. Δίπλα σ’ αυτά τα ζωντανά του θεού, παρούσες και οι νοικοκυρές μέλισσες, που φροντίζουν να περιμάσσουν ό,τι μπορούν, και νά ΄τες που χώνονται ολόκληρες μέσα στα κατακόκκινα κρίνα, ζουζουνίζοντας αέναα.
Τι τα θες όμως; Όταν η καρδιά είναι συννεφιασμένη… δεν ακούς, ούτε βλέπεις τις χαρές της ζωής, γιατί η έννοια σου σε τυφλώνει, σε πληγώνει, σε απανθρωπίζει. Έτσι ακριβώς ήταν ο εσωτερικός κόσμος της Μήλας εκείνο το πρωΐ. Ανάκατος, πονεμένος με μια κακή προαίσθηση να επιπλέει πάνω από όλη αυτή την αναμπουμπούλα και να την βασανίζει έμμονα. Η Μήλα είχε ανακαλύψει την απουσία του χαρτονομίσματος την ώρα που ετοιμαζόταν να βγει στην αγορά για ψώνια. «Τώρα πού να βγω έξω; Έχασα το κέφι μου. Ανησυχώ και δεν ξέρω γιατί. Κάτι συμβαίνει στο σπιτικό μου, το διαισθάνομαι. Αν πω κάτι τέτοιο στον Τάσσο θα γελάσει μαζί μου. Θα έχει άδικο; Αφού δεν ξέρω ούτε κι εγώ η ίδια το πώς και το γιατί. Άλλωστε μπορεί να κάνω και λάθος. Ναι μάλλον έτσι θα πρέπει να είναι. Μπορεί να έχει δίκιο ο άντρας μου. Οι ορμόνες μου φταίνε σίγουρα. Το εικοσάρικο όμως; Εδώ σε θέλω! Τι έγινε πέταξε έτσι από μόνο του;» Τίναξε το κεφάλι της λες και ήθελε να ξεφορτωθεί εκείνες τις σκέψεις που τη γέμιζαν αγωνία. Όχι δεν ήταν τα λεφτά. Άλλο ήταν, κάτι τρομερό που της είχε κολλήσει στη σκέψη, μία οδυνηρή υποψία που την αγκύλωνε βαθιά και την πόναγε…
Είχε ετοιμάσει στο μπρίκι τις αναλογίες για τον «ελληνικό» καφέ και πρόσθετε το νερό, όταν άκουσε τη θυγατέρα της την Άννα, να την καλεί.
-Μαμ… που είσαι;
-Εδώ, εδώ παιδί μου, στην κουζίνα, απάντησε καταβάλλοντας προσπάθεια να φανεί όσο πιο φυσική μπορούσε κι από πάνω να κρεμάσει κι ένα «χλωμό» χαμόγελο στο κουρασμένο πρόσωπό της.
-Μαμ, φεύγω. Ο Παύλος είναι ακόμη εδώ; ρώτησε.
-Όχι, έφυγε κάπως ενωρίς σήμερα. Ήταν μάλλον βιαστικός, είπε κι αναστέναξε.
-Όλα καλά μαμά; ρώτησε τώρα η Άννα κυτταζοντάς την, εξεταστικά.
-Ναι, ναι βέβαια, απάντησε εκείνη με προσποιητό χαμόγελο.
Η Άννα την κύτταξε καλύτερα και με κάποια υποψία. Ύστερα πήγε να απομακρυνθεί όταν σταμάτησε ξανά.
-Μου κάνει εντύπωση που ο Παύλος έφυγε ‘νωρίτερα από μένα σήμερα… Πώς τό ‘παθε αλήθεια; αναρωτήθηκε φωναχτά κυττάζοντας τη μητέρα της, εξεταστικά.
Η Μήλα δεν απάντησε. Προσποιήθηκε ότι δεν είχε δώσει σημασία. Ο καφές είχε «ψηθεί» και ετοιμαζόταν να γεμίσει τα δύο φλυτζάνια που περίμεναν στο Breakfast Bar.
Ο Παύλος ήταν ο γιος της Μήλας και του Τάσσου, ο «περίφημος αδερφούλης» της Άννας. Και ήταν περίφημος στον οικογενειακό τους κύκλο τώρα τελευταία για τη συμπεριφορά του: την κάποια τεμπελιά του και την αδιαφορία του. «Α, ο Παύλος; Πέρα βρέχει!» έλεγαν κάποιοι από εκείνους που ήξεραν την οικογένεια. Βέβαια είχε ελπίδες ν’ αλλάξει στο μέλλον, καθώς ήταν μόνο δεκαέξη. Η ηλικία των –teens ήταν συνήθως δύσκολη «απανταχού…» στον κόσμο. Ένα χρόνο διαφορά είχε ο Παύλος από την αδερφή του και όμως η Άννα ήταν εντελώς διαφορετική: ώριμη και υπάκουη σε σημείο ώστε να φαίνεται όχι ένα, αλλά δέκα χρόνια μεγαλύτερη του.
Ο Τάσσος και η Μήλα είχαν παντρευτεί πίσω στην πατρίδα και είχαν αποκτήσει αυτά τα δύο παιδιά, την Άννα και τον Παύλο. Με τη μικρή οικογένειά τους είχαν καταφτάσει στην Αυστραλία, αυτή «ευλογημένη χώρα», όταν τα παιδιά τους ήταν ακόμη νήπια.
Αρχικά είχαν εργαστεί σκληρά κάνοντας βάρδιες και overtime σε διάφορες δουλειές. Είχαν μάθει να είναι υπομονετικοί και οικονόμοι. Αργότερα είχαν πετύχει να εργάζονται ως contract cleaners, ως επι το πλείστον σε δικές τους δουλειές, κάτι που τους βόλευε αφάνταστα, αφού δε χρειαζόταν ν’ αφήνουν τα «βλαστάρια τους» σε ξένα χέρια. Για να μπορούν να ανταπεξέλθουν στο μέλλον κυρίως, τις «κατά πάσαν πιθανότητα» διογκωμένες οικονομικές απαιτήσεις, τότε που τα παιδιά τους θα μεγάλωναν και μαζί και οι ανάγκες τους, εργάζονταν οι δύο τους μαζί. Η δουλειά τους ήταν πολύ βοηθητική σε σχέση με το βιοτικό τους επίπεδο και τις οικογενειακές τους ανάγκες.
Συνέχισαν να είναι contract cleaners, και να έχουν μόνιμες δουλειές με καλά συμφωνητικά. Τον τελευταίο καιρό εργάζονταν καθημερινά στα γραφεία μιας μεγάλης εταιρείας μετά τις έξι το απόγευμα, για τρεις περίπου ώρες. Τα πρωϊνά ο Τάσσος δούλευε μόνος του για λίγες ώρες, σε μία άλλη παρόμοια δουλειά και τα κατάφερναν μια χαρά. Με αυτό το επιτρεπτό πρόγραμμα εργασίας, είχαν κατορθώσει ώστε να είναι ελεύθερα τα Σαββατοκύριακά τους και να βγαίνουν κάπου όλοι μαζί ως οικογένεια ή και μόνοι τους.
Τα παιδιά τους λοιπόν, όχι μόνο δεν στερούνταν αλλά και καλοπερνούσαν, με την έννοια ότι είχαν περισσότερα μάλλον από εκείνα που χρειάζονταν. Το όνειρο του Παύλου και της Μήλας, ήταν το κοινό όλων των ελληνικών γονιών: να μορφωθούν τα παιδιά τους και ύστερα ας έκαναν ό,τι ήθελαν. Πίσω στην πατρίδα, η ένδεια και η έλλειψη δυνατότητας για μόρφωση στη διάρκεια της δικής τους νεότητας, ήταν σχεδόν κανόνας για τη λαϊκή μάζα.
Τώρα -στα τέλη της δεκαετίας του 1980- είχαν φτιάξει κάπως τα πράγματα στην Ελλάδα για τη γενιά τους. Όμως αυτοί ζούσαν πια στην Αυστραλία και δεν ήταν καθόλου απλό, ούτε και συνετό, να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να συνεχίσουν τη ζωή τους απ’ εκεί που την είχαν αφήσει. Αν και στην «πατρίδα» είχαν αλλάξει κάποια πράγματα προς το καλύτερο, κάποια άλλα ήταν αμφίβολο αν θα άλλαζαν ποτέ. Οι ξενητεμένοι άκουγαν, διάβαζαν και όταν επισκέπτονταν μία φορά στα τόσα χρόνια την Ελλάδα, τα έβλεπαν από πρώτο χέρι και τα κατονόμαζαν. Ακόμα εξακολουθούσαν οι δουλειές να είναι δυσεύρετες, ο μισθός να είναι μικρός και τα έξοδα τεράστια. Ακόμα οι δημόσιες θέσεις ήταν πλεονέκτημα εκείνων που είχαν γνωριμίες ή μέσα, ακόμη ήταν χειρονομίες «δικών» πολιτικών, έτσι λοιπόν βασίλευε το «πάλαι ποτέ», «έχω μπάρμπα απ’ την Κορώνη». Κάποτε –και όχι σπάνια-, μία δημόσια θέση απόβαινε κληρονομική. Ακόμη και μετά την αντιπολίτευση ίσχυαν τα παρόμοια δεινά. Οι Έλληνες ήταν «μα τω Θεώ» οι κάκιστοι των Ευρωπαίων μαθητών. Δεν έβλεπαν, δεν άκουγαν, παρά μόνο έπαιρναν όπως κι από όπου μπορούσαν. Μασούσαν «από πάνω» και τα δάνεια από τη «μαμά Ευρώπη» και η φουκαριάρα η Ελλάδα -ο «σκέτος» λαός πλέον- πήγαινε να φέρει. Όσο για την εργατιά… αυτή εξακολουθούσαν να είναι «οι καταραμένοι του τόπου»: μία μέρα εργασία και δέκα ανεργία. Άσε και το κυνήγι της πληρωμής. Δηλαδή οι άνθρωποι ούτε καν έπρεπε να σκεφτούν για οικογένεια ή για σπίτι.
Και τι να έλεγε κανείς για το ρουσφέτι; Άστο αυτό! Από πού ν’ αρχίσεις και πού να τελειώσεις; Παντού θα μπορούσε να πει κανείς αρχίζοντας από τις διάφορες υπηρεσίες -άκου να φρίξεις- ακόμη και στη δήθεν αδέκαστη Εφορία, στη Νομαρχία ή στο Δήμο… «ντρέπεσαι να πεις… όλες σχεδόν οι υπηρεσίες…. όπου δηλαδή χρειάζεται αναμονή, υπομονή και κότσια… ο υπάλληλος λαδωνόταν με το πενταχίλιαρο. Κοινή πρακτική, τόσο κοινή πια που δεν λογιζόταν παράλογη ή και παράνομη. Και άκου και το χείριστο όλων: στα νοσοκομεία αν ήθελε κάποιος τον άνθρωπό του να ζήσει έπρεπε να λαδώνει το «ρομπότ» γιατρό, γιατί σίγουρα το φιλότιμο και ο ορισμός του επαγγέλματος της ιατρικής «ως λειτούργημα» και όχι ως επιχείρηση, έχει προ πολλού αφανιστεί, καθώς ως τέτοια η ιατρική ήταν εντελώς έξω από τη φύση της. Και η εκπαίδευση; Ε!.. εκεί… αν ο πατέρας σου ήταν πολιτικός, γιατρός, τραπεζιτικός, εκπαιδευτικός, επιχειρηματίας… είχες κάποια ειδική περιποίηση. Κάποιοι ελαιοπαραγωγοί αγόραζαν τον τάδε ή τον δείνα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με τενεκέδες λάδι! Έτσι είχε ακουστεί από γνωστό για κάποιον από νησί του Ιονίου, που το είχε επιχειρήσει επιτυχώς… για το γιο του…
Και αν πέρα από το ρουσφέτι ήθελες να εξυπηρετηθείς στις όποιες Υπηρεσίες, κρατικές κυρίως, ξέχασέ το… γιατί πέρα από το τρομερό φακελάκι κάτω από το τραπέζι του ανήθικου ζητιάνου-υπαλλήλου -που λόγω των ιδιαζόντων αναγκών του, δεν μπορούσε ο καϋμένος να περιοριστεί στο μισθό του, που πετύχαινε μ΄αυτό τον τρόπο να τον τριπλασιάζει πιθανόν- τελικά σε τελείωνε η γραφειοκρατία.
Χαλεπά έτη στην Ελλάδα! Όσον αφορά την υπερούσια, την πολυλατρεμένη Ιδέα της, την έτρεφαν διαρκώς -και δόξα τω Θεώ καλά- η αθάνατη ιστορία του τόπου, η εξίσου υπερογκώδης πολιτιστική της κληρονομιά… και κυρίως η προς αυτήν υπέρμετρη λατρεία των ξενητεμένων της!
Άκου και κάποια ψιλοπράγματα: ακόμα ίσχυαν τα φροντιστήρια για τους μαθητές κι ακόμη οι έξυπνοι εισχωρούσαν σιγά-σιγά στο οικόπεδό σου και το έκαναν δικό τους με το έτσι θέλω, και άντε ύστερα να τρέχεις να βρεις το δικιο σου… με τους δικηγόρους -που ξύπνησαν για τα καλά κι αυτοί με τη σειρά τους- και με τα δικαστήρια!
Τώρα πώς τα καταφέρνουν οι Έλληνες και επιπλέουν ανάμεσα στη Σκύλα και τη Χάρυβδη άτρωτοι… είναι ένα φαινόμενο που κι αυτό όμως εξηγείται: οφείλεται στο DNA τους! Έτσι ακριβώς… Φαίνεται πως οι Ελλαδίτες-Έλληνες με την ξεχωριστή ιδιοφυΐα τους, κατόρθωσαν όχι μόνο να πορεύονται καθημερινά, αλλά και να τρώνε στις ψησταριές, να κάθονται στα ζαχαροπλαστεία τους, και να καπνίζουν τα πανάκριβα ελληνικά και ξένα τσιγάρα αριμανίως… Ακόμη και στο θέμα των διακοπών τους τα καταφέρνουν καλά, έστω και αν πρέπει να δανείζονται γι αυτές. Το πετυχαίνουν λοιπόν κι αυτό κουτσά-στραβά και χρησιμοποιώντας τύπο του γνωστού σημειωματαρείου της πίστωσης -δεφτεράκι το λέγανε άλλοτε, πιστωτική κάρτα λέγεται σήμερα-, που ενώ μοιάζει να είναι το ίδιο, είναι πολύ χειρότερο, μια και οι Τράπεζες δεν έχουν καρδιά, όπως είχαν άλλοτε οι μικρομαγαζάτορες…
Η Μήλα είχε ένα μικρό σπιτάκι στο χωριό, όταν είχε γνωρίσει τον Τάσσο, προίκα απο τον πατέρα της. Τι αξία είχε; Ελάχιστη. Επομένως δεν ήταν για πούλημα. Και ο Τάσσος είχε κάτι λίγο από τον πατέρα του: ένα χέρσο χωράφι. Αυτό ήταν όλο. Οι δυο τους είχαν γνωριστεί στο πανηγύρι του Άη- Σωτήρος και από την πρώτη κιόλας στιγμή είχαν ταιριάσει. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο είχαν αρραβωνιαστεί και τελικά είχαν παντρευτεί.
Η Μήλα ήταν ήσυχη, απλή χωρίς υποκρισίες και νάζια. Όταν της είχε πρωτομιλήσει ο Τάσσος «του είχε κόψει την πίττα»: «ραντεβού και τέτοια να τα βγάλεις από το μυαλό σου. Αν με θέλεις όπως λες, νά ‘ρθεις να με ζητήσεις από τον πατέρα μου. Δεν είμαι έρμη στον κόσμο, ούτε έχω τα πλούτη ν’ αγοράζω τιμή ή γαμπρό», είχε πει αποφασιστικά και ο Τάσσος είχε καταλάβει. Όταν πήγε στον μπάρμπα-Γιάννη τον πατέρα της για να τη ζητήσει, εκείνος είχε ρωτήσει: «Της έκρινες του λόγου σου παλικάρι μου; Η Μήλα μου είναι κομμάτι μάλαμα. Δεν την έχω για πέταμα να ξέρεις. Αν σε θέλει κι εκείνη, τότε νά ‘χετε την ευχή μου».
Έτσι, απλά, είχαν παντρευτεί με τις ευχές των γερόντων τους, στο ίδιο εκκλησάκι, του Άη Σωτήρος, εκεί όπου είχαν γνωριστεί. Μια δόση ο Τάσσος -προτού να παντρευτεί- είχε κάνει γυρολόγος, αλλά ύστερα κατέβηκε στην πόλη κι έμαθε να διορθώνει ωρολόγια. Δούλευε με κάποιον καλό μάστορα που είχε το δικό του μαγαζί. Καλούτσικος ο μισθός του, αλλά σίγουρα δεν θα έφτανε ποτέ να συντηρήσει γυναίκα, άσε πια τα παιδιά που θα έρχονταν κι αυτά, με τη θέληση του Θεού. Έτσι όταν παντρεύτηκε έχοντας μάθει καλά την τέχνη του ρολογοποιού, αποφάσισε να νοικιάσει ένα μαγαζί και να κάνει τη δουλειά μόνος του. Δεν ήταν άσχημα. Πουλούσε και καινούργια ωρολόγια. Αλλά στην πόλη όπου δούλευε, έπρεπε να πληρώνει ενοίκια στο μαγαζί, ενοίκια στο σπίτι. Τα χρήματα λοιπόν εξανεμίζονταν με τα ενοίκια και τα υπόλοιπα γνωστά. Έτσι καθώς όλα φαίνονταν να μην οδηγούν πουθενά και καθώς ο άνθρωπος δούλευε για να φυτοζωούν, τα ζύγισαν απ’ εδώ, τα κύτταξαν απ’ εκεί… τελικά αποφάσισαν ότι δεν υπήρχε άλλη διέξοδος από του να φύγουν, αφήνοντας τελικά πίσω όλα εκείνα που γνώριζαν και αγαπούσαν.
Όσο σπαριξικάρδια είναι ένας χωρισμός και ο τελικός αποχωρισμός, άλλο τόσο είναι και ο φόβος μήπως και δεν ξαναδείς τα μάτια των αγαπημένων σου… Δεν τολμάς να στρέψεις το κεφάλι σου πίσω, όταν ξεκινάς για έναν τέτοιο εκούσιο χωρισμό. Είναι έτσι, γιατί δεν βαστάει τόσο πόνο η καρδιά σου και μπορεί να σε κάνει να τα πλαντάξεις όλα και να μη φύγεις… Ούτε στο σκύλο σου να συμβεί κάτι τέτοιο!..
Η Μήλα δεν ήθελε ν’ αφήσει τους γέρους γονείς της πίσω. Παρηγοριόταν όμως γιατί η αδερφή της η Μάρθα ήταν παντρεμένη στο χωριό κι έτσι είχαν κάποιον σε μία στιγμή ανάγκης. Οι γονείς του Τάσσου από την άλλη μεριά, ούτε και που αντέδρασαν. Ούτε και κανείς άλλος από τους δικούς τους, τους είχαν παρακαλέσει να μείνουν στην Ελλάδα, όταν τους είχαν γνωστοποιήσει ότι είχαν αποφασίσει να μεταναστεύσουν. Κάτι είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Μπορεί και να βόλευε να αραιώσουν κάπως σαν τα σκόρδα και τα κρεμμύδια, για να φτιαχτούν εκείνοι. Τα ωφέλη από τη μετανάστευσή τους, δεν θα ήταν και λίγα τελικά. Ήταν γνωστό ότι ο ξενιτεμένος πάνω στον πόνο του θέλει να χαρεί, βοηθώντας. Αν λοιπόν ο ξενιτεμένος είναι λίγο φιλότιμος, αυτό το φιλότιμό του διπλασιάζεται και τριπλασιάζεται στην ξενιτιά και μαζί με τη νοσταλγία και τον μύθο της ανημπόριας της πατρίδας, στέλνει ακόμη κι εκείνα που δεν έχει! Καταραμένη η Μοίρα του ξερριζωμένου κι ας λέει κανείς ό,τι θέλει. Αιωρείται σε ένα νοητό ύψος και προσπαθεί να επισκοπεί την παλιά γη και να ανέχεται ή να προσπαθεί να οικειοποιηθεί τη νέα… αέναη προσπάθεια που δεν ευδοκιμεί απόλυτα μέχρι θανάτου, έτσι ώστε ακόμη κι αυτό που ονομάζει ευτυχία του, να είναι το ποθούμενο και όχι η πραγματικότητα. Και ο Ελλαδίτης-Έλληνας που τα έχει ακούσει αυτά κατ’ επανάληψη δεν κάνει τίποτα να ξεπεράσει τον εαυτό του, αλλά στην αλλαζονεία του περιμένει το θαύμα του μετανάστη για να δει κι αυτός μια άσπρη μέρα. Τι μιζέρια στ’ αλήθεια!
Οι συγγενείς τους στερημένοι πάντα οι ίδιοι, δεν έβλεπαν μέλλον για τον Τάσσο και τη Μήλα στην Ελλάδα. Έτσι χωρίς να πούνε πολλά, είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι οι δυο τους είχαν αποφασίσει σωστά, για ξενιτιά και ξενιτεμό. Μια κουβέντα βέβαια ήταν γιατί η πραγματικότητα ήταν άβυσσος πόνου!
Ο Τάσσος και η Μήλα είχαν ετοιμάσει τα χαρτιά τους και μία ωραία πρωΐα κρατώντας δύο μεγάλες βαλίτσες στα χέρια και δύο νήπια, βρέθηκαν στον Πειραιά και επιβιβάστηκαν σε γνωστό καράβι υπερατλαντικών ταξιδίων –σαπιοκάραβο το είχαν χαρακτηρίσει εκείνοι που είχαν τελικά αποβιβαστεί σώοι και αβλαβείς, στην Αυστραλία- για να ξεμπάρκαρουν εικοσιεννιά ημέρες αργότερα στη μακρινή Ωκεανία… την Αυστραλία… την ήπειρο Down Under.
Είχαν προσπαθήσει να χωνέψουν στο πολυήμερο ταξίδι τους ότι πήγαιναν στο άγνωστο… κι αντί γι αυτό έτρεφαν την αγωνία του. «Φοβόνταν το άγνωστο», έλεγαν. Κι ήταν αυτή έκφραση, η αμυδρή διατύπωση κάποιων αισθημάτων. Με το που πάτησαν όμως το πόδι τους στην Αυστραλία η πραγματική έκταση αυτού του «αγνώστου», τους χτύπησε κατακούτελα. Είχαν ακούσει πολλά, είχαν δει άλλα τόσα στον κινηματογράφο, στα επίκαιρα, αλλά η απτή πραγματικότητα απέχει τα μέγιστα από όλα αυτά τα νοητά ή τις εικόνες που τρέχουν και δε σου αφήνουν μυαλό και λογική για να σκεφτείς τα «από πίσω τους» απόκρυφα!
Αν αφαιρούσε κανείς το μειονέκτημα της στοιχειώδους εκπαίδευσης, ο Τάσσος και η Μήλα, είχαν ακατάβλητη όρεξη για δημιουργικότητα στον τομέα της εργασίας κυρίως. Έφτανε δεν έφτανε, αυτό ήταν το εφόδιό τους δίπλα στον ατίμητο θησαυρό τους: τα δύο νήπια παιδιά τους. Έτσι αφού πλέον βαφτίστηκαν και στην ουσία «μετανάστες», βάλθηκαν να βολευτούν όσο μπορούσαν καλύτερα κάτω από τις συνθήκες που είχαν βρει.
Για καλή τους τύχη ένας εξάδερφος του Τάσσου, από καιρούς εγκατεστημένος στο Σύδνεϋ, προσέλαβε πρόθυμα τον ίδιο και τη Μήλα στη δική του «καλή και αποδοτική επιχείρηση». «Ήταν λέει «κοντρακταδόρος» cleaner» Στην ίδια επιχείρηση με διαφορετικό ωράριο από εκείνο του Τάσσου, εργαζόταν και η Μήλα. Όταν ο Τάσσος ερχόταν στο σπίτι από τη δουλειά έφευγε η Μήλα. Έτσι τα μικρά τους δεν έμειναν ποτέ με αγνώστους. Αυτό το φοβόταν πολύ και οι δύο, καθώς είχαν ακούσει ανατριχιαστικές ιστορίες για τις «μπέμπι σίτερς» από συμπατριώτες τους «εν Σύδνεϋ».
Δεν χρειαζόταν καν συζήτηση και ανάλυση το γεγονός ότι ο Τάσσος και η Μήλα είχαν περάσει δύσκολα χρόνια την περίοδο από την αφιξή τους στα τέλη του 1980 μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή, όπως άλλωστε οι περισσότεροι από τους μετανάστες και κυρίως οι μη Αγγλοσάξωνες. Θαρρείς και ο οργανισμός τους έπαιρνε φόρα μιας και είχαν αποφασίσει για εκείνη τη θυσία, και αποκτούσε τα κατάλληλα αποθέματα ανοχής γι αυτή την ξένη γη. Δεν ήταν μία απλή υιοθεσία η εκλογή αυτής της γης, στο Νότιο Ημισφαίρειο, στη γη των Αμπορίτζινις… Όσο κι αν προσπαθούσαν οι «εν Ελλάδι» Έλληνες να κατανοήσουν το μέγεθος ενός τέτοιου άλματος, ήταν αδύνατον να το πετύχουν. Άλλο η θεωρία και άλλο η πρακτική. Και πού να έρθεις και για τουρίστας… τότε είναι που δε θα θέλεις απλά να την γνωρίσεις, αλλά και… «να την παντρευτείς!» Αυτοί «που έφαγαν την ξενιτιά με το κουτάλι» κι έτσι έκαναν το στομάχι τους να χωνεύει τα πλέον δύσπεπτα, ήταν ασύγκριτα περισσότερο ήρωες απ’ όλους τους άλλους που πάλευαν πίσω στη δική τους γη. Γιατί; Γιατί δεν είναι μόνο η άφιξη σε μία χώρα όπου η γλώσσα αποβαίνει «το μέγα στοίχημα», δεν είναι μόνο η εργασία που θα καταφέρεις να κάνεις, είναι και η οικογένεια. Πώς μπορείς να πετύχεις ώστε τα παιδιά σου να γίνουν Έλληνες, χωρίς να μισήσουν εσένα ή την υιοθετημένη χώρα; Και αν νομίζετε ότι αυτό είναι υπερβολή δεν έχετε παρά να δείτε ακόμη και σήμερα τον αγώνα των αποδημούντων Ελλήνων να προσπαθούν να κρατήσουν, να διατηρήσουν «πάση θυσία τα ημέτερα», μακριά από «την ημετέρα πατρίδα». Οι κακόμοιροι παππούδες και οι γιαγιάδες δεν ξέρουν τι να κάνουν με τα εγγόνια τους, όταν εκείνα έχουν ξένη μαμά ή ξένο μπαμπά. Άσε πια τη θρησκεία. Εντάξει! Αυτό ίσως να συμβαίνει παντού αλλά είναι πολύ πιο δύσκολα σε μία χώρα όπου οι «Αγγλος», όπως αποκαλούν τους Αγγλοαυστραλούς τα παιδιά, κάνουν ακόμη και τώρα διακρίσεις στις διάφορες εθνικότητες λες και ήταν προίκα τους ετούτη η γη και ότι όλοι οι άλλοι είναι οι παρείσακτοι. Λες κι αυτοί δεν είναι μία από τις εθνικότητες που ήρθαν και κατοίκησαν την Αυστραλία. Εντάξει δεν αλλάζουν οι άνθρωποι… Ήταν, είναι και θα είναι αποικιοκράτες, ακόμη και όταν δεν κρατάν αποικίες όπως πριν… Το έχουν μέσα τους… κυλάει στο αίμα τους… Από την εποχή των Σταυροφοριών μέχρι πρόσφατα… Σίγουρα οι Αγγλοσάξωνες έμαθαν ότι οι άνθρωποι είναι ευαίσθητοι, κι έτσι αυτοί, οι απόγονοι των σκληροτράχηλων Βίκινγκς, άκαρδοι και υπολογιστικοί –υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, έτσι;- μπορούν να αγοράζουν και να ξεπουλάν ανθρώπινο υλικό, ανάλογα με τις ανάγκες τους και όχι σπάνια, και ανάλογα με τα κέφια τους!
Στη δεκαετία του 1980, την χρονική περίοδο που είχαν καταφθάσει και είχαν εγκατασταθεί ο Τάσσος και η Μήλα, είχε πολλά τρωτά ετούτη η γη που είχε ένα σωρό ονόματα ώσπου να φτάσει στο σημερινό της: Ωκεανία… New Holland… Australis λατινιστί, από όπου και ονομάστηκε τελικά Αustralia, ή Αυστραλία ελληνιστί! Οι φυλετικές διακρίσεις εξακολουθούσαν να είναι υπερβολικές. Ο τίτλος «wog» που ακουγόταν κυρίως από το στόμα των blue collar, δηλαδή της εργατικής τάξης των Αγγλοαυστραλών, έδινε κι έπαιρνε. Μέσα στην οικογένεια, από τους μεγάλους μάθαιναν και τα παιδιά, που μαζί με τις ρατσιστικές λέξεις αντέγραφαν και τα ποικίλα συναισθήματα… εκείνα της περιφρόνησης και του μίσους ή το λιγότερο της αντιπάθειας, και τα μετέφεραν στα σχολείο όπου δίνονταν μάχες αντάξιες του «Βατερλώ»… λεκτικά και… όχι σπάνια και δια χειρός!
Εδώ λοιπόν επενέβαινε θαρραλέος ο γονέας και έχοντας άγνοια του δράματος που εξελισσόταν στο σχολείο, δασκάλευε τα παιδιά του να γίνουν άνθρωποι και να ενδυναμώσουν τη θέση τους, που πάει να πει να ξεπεράσουν τους απογόνους των «convicts», που ήταν οι Αγγλοαυστραλοί, της εποχής τους.
Καταλαβαίνει κανείς πόσο δύσκολη ήταν η ζωή των μη αγγλόφωνων νεο-Αυστραλών, που ενώ οι ίδιοι πάλευαν να μάθουν αγγλικά για να βοηθήσουν τον εαυτό τους με κάποια ποσότητα αξιοπρέπειας, από την άλλη, είχαν τα παιδιά τους που όχι μόνον έπρεπε να μάθουν ελληνικά, αλλά και να πάψουν να τους κατηγορούν για την καταγωγή τους, να μάθουν να είναι περήφανα για την εθνικότητά τους και να καλλιεργήσουν τον πολιτισμό τους. Και η θρησκεία; Λέμε για τη διάκριση εναντίον των καθολικών στην Ελλάδα. Εδώ να δείτε τι κάνουν οι καθολικοί στους Έλληνες, όταν τα παιδιά τους πέσουν στα χέρια τους. Κυριολεκτικά πέφτουν πάνω τους με λύσσα για να τα προσηλυτίσουν. Γιατί οι καθολικοί προσπαθώντας να μειώσουν τη συνείδηση της καταγωγής και να παρασύρουν στον καθολικισμό τα παιδιά των μεταναστών, χρησιμοποιούν την πιο απάνθρωπη συμπεριφορά, που είναι οι απειλές, διάκριση και τιμωρία. Χρησιμοποιούν το Θεό σα μπαμπούλα και το λάθος σαν αμαρτία, που σε οδηγεί στην κόλαση. Φοβερό… Όχι η Ορθόδοξη εκκλησία δεν έχει συνηθίσει τους Έλληνες σε τέτοιου είδους συμπεριφορές, δόξα τω Θεώ. Και αν το επιχειρούσε… ο Έλληνας επαναστάτης από φύση του, θα σήκωνε μπαϊράκι.
Γιορτές, όπως του Πάσχα, δημιουργούν στην πολυεθνική Αυστραλία αντιθέσεις που κουφοβράζουν, για να ξεσπάσουν αργότερα και πάντα δοθείσης ευκαιρείας. Και σ’ αυτό ακόμη οι Έλληνες έχουν βρει λύση. Δηλαδή όταν τυχαίνει να μη συμπίπτουν γιορτάζουν διπλά. Δε βαρυέσαι. Αυτό αναμφίβολα είναι πολύ καλύτερο από του να αντιδράς και να οργίζεσαι για το γεγονός ότι ζεις μακριά από την πατρίδα.
Κάποτε ο Τάσσος σκεφτόταν το «χέρσο» χωράφι του και το μελετούσε στον αδερφό του που είχε μείνει πιστός «εις τα πάτρια», όπως συνήθιζε να λέγει. Φοβόταν δα μήπως κάποιος -ακόμη και δικός τους- του το φάει. Πολλά ακούγονταν και «καπνός χωρίς φωτιά δε βγαίνει». Στρίμωχνε όμως τις ανησυχίες του στις σιωπηλές γωνιές του μυαλού του, καθώς ήξερε πως ότι ήταν να γίνει, θα γινόταν «ούτως ή άλλως». Όταν κάποια μέρα θα επέστρεφε -αφού στο μεταξύ ο αδερφός του θα τα είχε καταφέρει να του το προσέχει- θα το έφραζε νόμιμα και ωραία. Είχε κι αυτός παιδιά και δεν είχαν δικαίωμα οι «εντόπιοι» οι και κάποιοι «δικοί» να του το «φάνε» μπαμπέσικα. Δεν αρκούσε λοιπόν το γεγονός ότι οι εναπομείναντες των κατασπαραγμένων από την ξενιτιά οικογενειών ήταν λαίμαργοι, είχε αποδειχτεί επιπλέον ότι δεν λυπόνταν για τα δεινοπαθήματα των ξενητεμένων τους. «Έτσι είναι ο Έλληνας… άκαρδος!» σκεφτόταν ο καϋμένος ο Τάσσος και συλλογιζόταν ότι ο ίδιος, δε θα έκανε ποτέ «κάτι τέτοιο τόσο άτιμο στον πονεμένο, στον στερημένο της ξενιτιάς».
Τα παιδιά του Τάσσου και της Μήλας, η Άννα και ο Παύλος, ήταν καλά παιδιά. Υπάκουα, ευγενικά, ήσυχα, μελετηρά… όλα μια χαρά. Όμως τα δύο τελευταία χρόνια ο Παύλος, και κυρίως την περίοδο που πλησίαζε να συμπληρώσει τα δεκαέξι του, είχε αρχίσει ν’ αλλάζει κάπως. Μασούσε τα λόγια του, δεν φαινόταν να μιλάει ελεύθερα για τις βολτίτσες του με τους φίλους του, άρχισε να χαλαρώνει στη μελέτη του και επεδίωκε να βγαίνει μοναχός του τα Σαββατοκύριακα. «Άστον, μην ανησυχείς. Κάνει την επανάστασή του!» έλεγε ο Τάσσος στη Μήλα που είχε αρχίσει να περιεργείται καθώς αβίαστα παρατηρούσε αλλαγές στη συμπεριφορά του γιου τους που τις θεωρούσε υπερβολικές και αδικαιολόγητες. Ως γονείς, αναμφίβολα δεν ήταν κοινωνικά καθυστερημένοι και ούτε ήθελαν να εφαρμόζουν την υπέρμετρη αυστηρότητα που οι ίδιοι είχαν γνωρίσει στην ηλικία του Παύλου.
Τις τελευταίες ημέρες επίμονες σκέψεις είχαν φυτρώσει και βασάνιζαν τη Μήλα. Σκέψεις για τον Παύλο, το μοναχογιό τους. Κόλλαγε το μυαλό της «στο παιδί» και είχε φανεί έντονα εκείνο το πρωϊνό, τόσο που και η Άννα το πρόσεξε. Τη Μήλα την έτρωγε η βεβαιότητα και η υποψία ότι ο Παύλος της είχε αλλάξει πολύ βαθύτερα από ότι φαινόταν, και μόνο η Άννα σαν άλλο θήλυ, το ένιωθε ότι κάτι στεναχωρούσε τη μητέρα της.
Σιωπηλή η νέα ακολούθησε τη μητέρα της στο γκαράζ όπου ο πατέρας της σκάλιζε το αυτοκίνητό τους. Η Μήλα άφησε τον καφέ στον πάγκο και η Άννα την πλησίασε και την φίλησε.
-Μαμά cheer up! είπε έχοντας καρφωμένα τα μάτια της στο μελαγχολικό πρόσωπό της Μήλας και τη φίλησε άλλη μια φορά.
-Στο καλό κοριτσάκι μου, και να προσέχεις. Έτσι; είπε εκείνη φορτισμένη από συγκίνηση.
Η Άννα χωρίς να προσθέσει κάτι περισσότερο από ένα απλό «Γειά σας», φίλησε τον πατέρα της και κίνησε για το σχολείο.
Μετά από την αναχώρηση της Άννας ο Τάσσος σταμάτησε τη δουλειά του και απευθύνθηκε στη Μήλα.
-Ακόμη και η Άννα πρόσεξε πως κάτι σε απασχολεί.
Η Μήλα δε απάντησε. Μάζεψε τα φλυτζάνια του καφέ και έκανε να φύγει.
-Έλα εδώ, πού πας; τη ρώτησε με υπομονή ο Τάσσος.
-Να πάω να κάνω καμιά προκοπή, γιατί θα πιάσει το μεσημέρι και δεν έχω ετοιμάσει για φαγητό, απάντησε εκείνη.
-Άσ’ το φαγητό. Κάτσε εδώ να μου κάνεις λίγη παρέα. Και… πού ‘σαι… μίλα μου! είπε με αστείο ύφος για να την πειράξει.
Η Μήλα τον κύταξε σοβαρή. Ύστερα μίλησε αργά αλλά αποφασιστικά, σφίγγοντας τις δύο παλάμες της:
-Τάσσο… έπεσε γουρσουζιά στο σπίτι μας.
Ο Τάσσος την κύτταξε μη ξέροντας τι να πει. Ύστερα τη μάλλωσε.
-Σοβαρέψου κορίτσι μου! τι κάθεσαι και λες;
-Άκουσε Τάσσο μου… είχα τα χρήματα στο πορτοφόλι μου. Το ξέρω καλά αυτό. Δεν πετάει ένα εικοσάρικο από εκεί, αν δεν το πάρει κάποιος.
-Μπα σε καλό σου! σώνει και καλά πρέπει να το πήρε κάποιος. Επιμένεις, κόλλησες. Έλα σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό.
Η Μήλα σηκώθηκε. Ο Τάσσος την άφησε να φύγει. Ήξερε πως κάποιες στιγμές όφειλε κανείς να υποχωρεί και ν’ αφήνει τον άλλον ήσυχο.
Η Μήλα κατέρρευσε σε μία μικρή πολυθρόνα στην τραπεζαρία και βάλθηκε να σκέφτεται. Συνήθιζε να βάζει κάποια μικρά χαρτονομίσματα και κέρματα σ’ ένα βάζο, στην κουζίνα. Θυμήθηκε πως πριν μερικές μέρες νόμισε ότι είχε χάσει ένα πενταδόλλαρο. Όταν είχε σκεφτεί και δεν θυμόταν τίποτα, αποφάσισε πως μάλλον είχε κάνει λάθος. Μία άλλη μέρα πρόσεξε ότι έλειπαν τα χαρτονομίσματα, και ότι είχαν μείνει μόνο κάποια κέρματα. Ούτε κι αυτό δεν μπόρεσε να το εξηγήσει. Δεν ήταν δυνατόν ούτε να ονειρεύεται, ούτε και τα χρήματα να κάνουν φτερά. Το είχε σκεφτεί: κάποιος λοιπόν τα έπαιρνε. Στις σκέψεις αυτές είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί καθώς ήταν βεβαία ότι δεν είχε κάνει λάθος στις παρατηρήσεις της. Τελικά όμως, είχε αποφασίσει να μη στεναχωριέται αδικα και αντί ετούτου, ν’ αρχίσει να παρατηρεί τα γύρω της.
«Ορίστε μας! Τώρα θα γίνω και κατάσκοπος μέσα στο ίδιο το σπίτι μου;» σκέφτηκε δυνατά και αυτή ακριβώς η σκέψη της έφερε νέες ανησυχίες και στεναχώρια. Την πήραν τα κλάματα. «Θεέ μου βοήθησέ με! Κάνε να είναι όλα ένα λάθος… ένα κακό όνειρο!»
Το μεσημέρι κάθησαν με τον Τάσσο, έφαγαν από ένα σάντουΐτς με σαλάτα και τυρί και ήπιαν λίγο κόκκινο κρασάκι. Ύστερα έψησε το δεύτερο καφέ της ημέρας. Όταν αργότερα ήρθαν τα παιδιά από το σχολείο, η Μήλα βάλθηκε να στρώσει με τη βοήθεια της Άννας, για να καθήσουν και να φάνε όλοι μαζί. Την ώρα που μάνα και κόρη ταχτοποιούσαν το τραπέζι, η Άννα ρώτησε ξαφνικά τον Παύλο.
-Παύλο, πού ήσουν το μεσημέρι; Έψαχνα να σε βρω, αλλά εσύ είχες αφανιστεί.
-Ήμουν στις τουαλέττες είπε εκείνος, σα να μην έτρεχε τίποτα.
Η Άννα γέλασε και είπε ειρωνικά.
-Παραμύθια!
Ο Τάσσος ακούγοντας τη συζήτηση κύτταξε τον Παύλο σοβαρά, χωρίς να πει τίποτα. Εκείνος κοκκίνησε και η Μήλα το πρόσεξε. Χωρίς να το θέλει σκέφτηκε και πάλι το εικοσάρικο που είχε πετάξει την προηγούμενη μέσα από το πορτοφόλι της.
-Παιδιά, είχα πενήντα δολλάρια στο πορτοφόλι μου! Έτσι τουλάχιστον νόμιζα μέχρι σήμερα το πρωΐ, που διαπίστωσα ξαφνικά ότι τα είκοσι από αυτά είχαν κάνει φτερά, είπε σοβαρά ενώ παρακολουθούσε τις αντιδράσεις των παιδιών της.
Ο Τάσσος δεν είπε τίποτα, αλλά χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, παρατήρησε τη συμπεριφορά του Παύλου, που από τη στιγμή που μίλησε η Μήλα, φαινόταν να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα.
-Κάπου θα τα έβαλες μαμ! είπε δήθεν αδιάφορα.
-Μαμά… τι κάθεσαι και λες τώρα; Χάνονται έτσι τα χρήματα από το πορτοφόλι σου αν δεν τα πήρε κάποιος; παρατήρησε αναψοκοκκινισμένη η Άννα.
Στην παρατήρηση της αδερφής του ο Παύλος, κατακοκκίνησε ξαφνικά, κάτι που δε διέφυγε την προσοχή των άλλων. Η Μήλα παρατήρησε ότι ο Παύλος δεν ήταν καθόλου ο εαυτός του και ότι από το πρωΐ -όπως μέρες τώρα-φαινόταν απόμακρος, απέφευγε την απευθείας επαφή με τα μέλη της οικογενείας του και δρασκέλιζε κρυφά το κατώφλι του σπιτιού τους, ή και φανερά προβάλλοντας τις πιο ανόητες δικαιολογίες, όπως εκείνη προς την Άννα.
-Θα πρέπει να εξακριβώσουμε αν αυτό που έγινε, δεν οφείλεται σε κάποιο ατύχημα… είπε λακωνικά ο Τάσσος με βαρύ ύφος, παρακολουθώντας όλο και με περισσότερο ενδιαφέρον τη συμπεριφορά του Παύλου.
Ήταν ολοφάνερη πλέον η ανησυχία του Παύλου για όλα εκείνα που διαδραματίζονταν μέσα στο οικογενειακό τους σκηνικό.
Η κουβέντα τελείωσε εκεί -μάλλον απότομα- και τα πιάτα έμειναν μισοαδειανά. «Σίγουρα» κάτι δεν πήγαινε καλά. Αυτό είχε διαπιστωθεί κι από μόνο του. Ξαφνικά υπήρχε η αίσθηση ότι μία αόρατη αβεβαιότητα πλανιόταν διάχυτη που σχετιζόταν με την καθαυτή αιτιολογία της ανησυχίας τους. Ορόσημο και αφορμή το χαμένο εικοσαδόλλαρο, η κάποια συμπεριφορά και… εκείνα τα άλλα μικροχαρτονομίσματα, σκεφτόταν τώρα μέσα της η Μήλα, που δεν τα είχε αναφέρει ούτε στον Τάσσο της. Δεν είχε τολμήσει. Ούτε και θα το έκανε τελικά. Σκεφτόταν πόσο άδικο ήταν να τον στεναχωρήσει κι άλλο.
Η Μήλα κουρασμένη από την προσπάθεια να μη μεταδώσει τα μηνύματα της ανησυχίας της και στα άλλα μέλη της οικογενείας της, αποφάσισε τελικά, ότι θα τα ξέχναγε όλα, αρκεί να πήγαινε καλά το Σαββατοκύριακό τους. Ο άντρας της κι εκείνη είχαν αποφασίσει να μην πάνε για δουλειά αργά, όπως συνήθιζαν, και είχαν κανονίσει κάποια πράγματα να τα κάνουν ενωρίς το απόγευμα την Παρασκευή, αμέσως ύστερα από το φαγητό. Έτσι η Άννα ανάλαβε το συμμάζεμα του τραπεζιού και το πλύσιμο των πιάτων μαζί με τον Παύλο, που ύστερα από εκείνα που είχαν ειπωθεί στη διάρκεια του μεσημεριανού, είχε χάσει το κέφι του και ήταν μουτρωμένος.
Η Μήλα και ο Τάσσος έφυγαν για τη δουλειά τους και όπως είχαν πει θα επέστρεφαν πίσω σε δύο ή τρεις το πολύ, ώρες.
-Δε μου λες εσύ, σου συμβαίνει κάτι; ρώτησε η Άννα τον Παύλο ξαφνικά.
Εκείνος όπως ήταν απροετοίμαστος από τη στάση της αντέδρασε βίαια.
-Παράτα με κι εσύ τώρα. Πόσους ανακριτές θα έχω σ’ ετούτη την οικογένεια;
-Όλους, όταν έχεις τη μυίγα και μυγιάζεσαι, είπε θυμωμένη τώρα η Άννα. Ακόμα δεν μου απάντησες που είχες αφανιστεί το μεσημέρι για να μην πω ένα ολόκληρο τρίωρο από το σχολείο, τον κεραυνοβόλησε ξανά η Άννα.
-Ρε συ! Με κατασκοπεύεις; τόλμησε ο Παύλος.
-Δε ντρέπεσαι να μιλάς έτσι; Είμαι η αδερφή σου βλάκα. Το καταλαβαίνεις; I care for you stupid! θύμωσε για τα καλά τώρα η Άννα.
-Να μου λείπει το ενδιαφέρον σου. Ό,τι θέλω θα κάνω και όπου θέλω θα πάω! κατακεραύνωσε την Άννα ο Παύλος πετώντας την πετσέτα της κουζίνας στο breakfast bar, και αμέσως βάλθηκε να απομακρυνθεί.
-Έτσι νομίζεις; Αν θέλεις να κάνεις κάτι τέτοιο Παύλο, θα πρέπει να έχεις και τα κότσια να φροντίζεις μόνος σου για τις ανάγκες σου και όχι να στηρίζεσαι στις πλάτες της μαμάς και του μπαμπά… είπε απογοητευμένη αυτή τη φορά η Μήλα.
Ο Παύλος έφυγε σαν κυνηγημένος από την κουζίνα για να κρυφτεί στο δωμάτιό του. Τα μάτια του είχαν φορτωθεί τη συννεφιά και τον φόβο για τις συνέπειές της.
Ο Τάσσος και η Μήλα γύρισαν στο σπίτι τους κουρασμένοι, περισσότερο από συνήθως γιατί ειδικά εκείνη την ημέρα τους έλειπε το σύνηθες κέφι.
Η Άννα τους υποδέχτηκε με χαρά και τους πρόσφερε ένα πόρτ την ώρα που οι δυο τους ξεκουράζονταν μπροστά στην τηλεόραση.
-Πού είναι ο αδερφός σου; ρώτησε ο Τάσσος την Άννα.
-Νομίζω ότι θα πρέπει να είναι στο δωμάτιό του μπαμπά, απάντησε η Άννα.
-Καλά, άστον να είναι, είπε εκείνος και η προηγούμενη απογοήτευση είχε μείνει εκεί, θολώνοντας τη ματιά του.
Η Άννα λυπόταν για τους γονείς της. Ήθελε να κάνει κάτι γι αυτούς, να φέρει πίσω τις ξέγνοιαστες ημέρες τους, που φαίνονταν μακρυνές εκείνη τη στιγμή.
-Μαμά… τι θα έλεγες να περάσουμε τη βραδυά μας εδώ, αντί να βγούμε έξω όπως είχαμε σχεδιάσει. Νομίζω ότι θα ηρεμήσουμε καλύτερα έτσι.
-Ναι, νομίζω ότι αυτό θα κάνουμε… Τι λες Τάσσο μου;
-Ό,τι λένε τα κορίτσια μου, είπε εκείνος και τις κύτταξε με ευγνωμοσύνη.
Ποιος ήθελε να βγει έξω τη στιγμή που τους βάραινε η ανείπωτη υποψία του κλέφτη μέσα στο σπίτι τους, μία υποψία, που ακόμη δεν είχε πάρει σάρκα και οστά. «Σίγουρα το πορτ κάνει καλά τη δουλειά του!» σκέφτηκε η νεαρή Άννα ευχαριστημένη.
Οι μέρες περνούσαν με τη δουλειά και τα άλλα τα μάλλον συνηθισμένα. Η ιστορία με το εικοσάρικο μολονότι φαινόταν ξεχασμένη, έκαιγε τις καρδιές του Τάσσου και της Μήλας. Τα παιδιά πέρασαν στην περίοδο των εξετάσεων και ύστερα σε ένα δεκαπενθήμερο διακοπών. Ο Τάσσος έπαιρνε τον Παύλο μαζί του στη δουλειά του αντί για τη Μήλα, αλλά κάτι τον έκανε να ανησυχεί, να τον προσέχει και να τον παρακολουθεί διαρκώς με το βλέμμα. Δεν ήταν βέβαιος γιατί το έκανε, ήταν όμως βέβαιος ότι η υποψία του για τη συμπεριφορά του γιου του, δεν βοηθούσε στις σχέσεις τους. Ύστερα από τρεις-τέσσερις φορές ο Τάσσος βρίσκοντας δικαιολογία ότι έπρεπε να φύγει νωρίς, σταμάτησε να τον παίρνει μαζί του και έτσι αισθανόταν πιο ήσυχος αφού δεν είχε να παρακολουθεί κανέναν. «Τον υποψιάζομαι για το εικοσάρικο. Και η Μήλα και η Άννα το ίδιο! Μακάρι να μου έλεγε κάτι. Γιατί αν το πήρε και το ομολογούσε θα σήμαινε ότι μετάνιωσε. Τώρα όμως; Δεν μπορώ λοιπόν να τον εμπιστευτώ. Δε θέλω να χάσω το ψωμί μου. Ο γιος μου είναι λοιπόν ένας κλέφτης; Και γιατί; Τι ήταν εκείνο που τον έκανε να γίνει ένας κλέφτης τελικά;» Δάκρυσε και με θυμό σκούπισε τα μάτια του. «Θα φτάσω στο μπάτο αυτής της υπόθεσης. Εγώ δεν έχω γιο κλέφτη. Πάει τελείωσε. Δεν θα περάσει αυτό έτσι!»
Τα πρωϊνά των διακοπών του ο Παύλος, έβγαινε έξω με κάτι φίλους του. Όμως παρα-έβγαινε και χάλαγε τα λεφτά που είχε κάνει δουλεύοντας μερικές φορές με τον πατέρα του. Η Μήλα δυσανασχετούσε. Ο Τάσσος όμως την καθησύχαζε με σκοπό: «Άστον, παιδί είναι. Έχει να μάθει κάποια πράγματα… Τι στεναχωριέσαι; Διακοπές έχει».
Μία μέρα ωστόσο, η Μήλα, που δεν μπορούσε άλλο να σιωπά, φώναξε τον Παύλο.
-Κάθησε παιδί μου. Σε θέλω για λίγο. Τώρα τελευταία δε μιλάμε οι δυο μας, είπε με κάποια στεναχώρια.
-Έλα τώρα μαμά! Τι να πούμε; Εσύ είσαι η μάννα μου. Τι περιμένεις να πούμε; Μην ανησυχείς για μένα. Όλα είναι μια χαρά. Αλήθεια σου λέω!
-Δε σε βλέπω αρκετά παιδί μου. Επειδή είμαι η μάννα σου ανησυχώ. Δεν το καταλαβαίνεις αυτό; Ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό. Μπαίνεις… βγαίνεις… είσαι πάντα απασχολημένος, πότε με το διάβασμα, πότε με τους φίλους σου…
Ο Παύλος την κύτταξε με την άκρη του ματιού του.
-Ε, τι να σου κάνω μαμά, έπεσε πολύ δουλειά τώρα τελευταία στο σχολείο, και… καταλαβαίνεις.
-Προσπαθώ να καταλάβω γιε μου, προσπαθώ… αλλά να, μού ‘λειψες κάπως.
-Έλα τώρα μαμά… Υπερβάλλεις! επέμενε ο Παύλος.
Ακούστηκε το τηλέφωνο και η Μήλα σηκώθηκε. Ώσπου να πιάσει το ακουστικό στα χέρια της και να απαντήσει, ο Παύλος είχε γίνει άφαντος. Το τηλέφωνο το απάντησε τελικά η Άννα από τη δεύτερη συσκευή του σπιτιού. Ήταν μία φίλη της. Η νέα άρχισε να μιλάει, αλλά ξαφνικά σιώπησε, άκουγε και στη συνέχεια χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. Προφανώς δεν ήθελε να την ακούσουν. Αυτό ήταν ασυνήθιστο και η Μήλα το πρόσεξε. Όταν η Άννα ήρθε κοντά της η Μήλα τη ρώτησε όσο περισσότερο διακριτικά μπορούσε:
-Όλα καλά παιδί μου;
-Ναι μαμά… απάντησε εκείνη, ήταν όμως ολοφάνερο ότι αυτά που είχε ακούσει ή έστω εκείνο το κάτι τι, την είχε επηρεάσει μάλλον αρνητικά.
Η Μήλα δεν επέμενε. Η Άννα ανέβηκε στο δωμάτιό της ενώ η Μήλα κάθησε πίσω στην πολυθρόνα της και πήρε το πλέξιμό της. Ο Τάσσος δε θα αργούσε να έρθει. Έβαλε το ραδιόφωνο. Δεν είχε πρόβλημα με την αγγλική του ραδιοφώνου ή της τηλεόρασης. Ήθελε ν’ ακούσει και να ξεχαστεί. Να ξεκουραστεί λιγάκι.
Η Άννα κατέβηκε από το δωμάτιό της κρατώντας ένα βιβλίο. Κάθησε στον καναπέ και άρχισε να διαβάζει. Είχαν μπει στο χειμώνα για τα καλά και η θερμάστρα-τζάκι, στη μία πλευρά του καθιστικού, ζέσταινε ευεργετικά. Ακούστηκε η αυλόπορτα να ανοιγοκλείνει και η Μήλα άφησε το πλεκτό της.
-Ο πατέρας σου, είπε στην Άννα.
Δεν άργησε να φανεί ο αγαπημένος άντρας.
-Αλλό κορίτσια! είπε ο Τάσσος σε ευχάριστο τόνο.
-Γεια σου μπαμπά, είπε η Άννα κι έτρεξε για να τον φιλήσει.
-Γεια σου Τάσσο μου, είπε η Μήλα και τον πλησίασε αργά.
Φιλήθηκαν, κι όπως πάντα η Μήλα πήρε το σακκάκι του και το καπέλο του και τα έβαλε στην κρεμάστρα.
Ο Τάσσος κάθησε σε μία από τις πολυθρόνες και η Άννα έφτασε με τις παντόφλες του στα χέρια.
-Μπαμπά οι παντόφλες σου, είπε χαμογελώντας.
Ο Τάσσος χαμογέλασε με τη σειρά του, ευχαριστημένος από την προθυμία της θυγατέρας του να του φανεί ευχάριστη. Η κίνηση της Άννας ήταν μία αγαπημένη συνήθειά της αφότου ήταν μικρή.
-Νά’στε καλά κορίτσια μου… Η ζωή θα ήταν «ντιπ για ντιπ» άνοστη χωρίς εσάς δίπλα μου!
Η Μήλα γέλασε με το ύφος του. Όμως εκείνος δεν άργησε να σοβαρευτεί.
-Πολύ τράφικ σήμερα. Έγινε κάποιο ατύχημα στο Hwy και ήταν δράμα.
-Γι αυτό μας άργησες λιγάκι, είπε η Μήλα.
-Ο Παύλος… είναι εδώ; ρώτησε ξαφνικά.
-Όχι πατέρα! Αλλά δε νομίζω ότι θ’ αργήσει και πολύ! πρόλαβε η Άννα.
Ο Τάσσος χωρις να πει τίποτα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στη σκάλα.
-Πάω να πλυθώ λιγάκι, είπε αναπάντεχα κουρασμένος.
Η Μήλα τον κύτταξε. Κάτι τον ενοχλούσε. «Λες να στεναχωριέται για τον Παύλο;» αναρωτήθηκε ανήσυχη.
-Ο Παύλος… τι ώρα έφυγε Άννα μου; Δεν τον κατάλαβα στ’ αλήθεια, ρώτησε η Μήλα την Άννα.
-Ε… Αλήθεια δεν πρόσεξα μαμ… Αλλά μην στενοχωριέστε γι’ αυτόν ο μπαμπάς κι εσύ. Δεν είναι μωρό.
-Έ… στην ηλικία του έπρεπε να είναι εδώ, πριν να έρθει ο πατέρας του, είπε η Μήλα συνοφρυωμένη.
-Έλα όμως που δεν είναι, και τι να κάνουμε μαμά; Να στεναχωρηθούμε; Άντε λοιπόν να στεναχωρηθούμε. Μόνο που δε βγαίνει τίποτα. Έτσι δεν είναι;
-Έχεις δίκιο να δυσανασχετείς με την ανησυχία μου Άννα μου. Αλλά είναι κάτι που δυστυχώς δεν μπορώ να το αποφύγω.
Όταν ο Παύλος κατέφθασε πολύ αργότερα, η Άννα τον ακολούθησε στο δωμάτιό του.
-Πού ήσουν βρε συ; τον ρώτησε θυμωμένη.
-Από πότε είμαι υποχρεωμένος να σου δίνω αναφορά για τις κινήσεις μου sis; ρώτησε εκείνος νευριασμένος.
-Τι έκανες στο κλαμπ το περασμένο βράδυ, ε; ρώτησε εξαγριωμένη τώρα η Άννα.
-Ποιος στο είπε αυτό; ρώτησε εκείνος έτοιμος για καυγά.
-Η Ελένη μου τηλεφώνησε, πολύ πριν έρθεις σπίτι. Σε είδε ο πατέρας της χθες βράδυ. Ξέρουμε ακόμη και τι έκανες, εκεί που σε είδε… επέμενε τώρα η Άννα.
-Τι κάθεσαι και λες τώρα; Πού με είδε εμένα, αυτός; επέμενε ο Παύλος με τη σειρά του.
Ο διάλογος συνεχίστηκε με επιθετικές κουβέντες ανάμεσά τους.
-Στο κλαμπ, στις poker machines, έπαιζες… είπε η Άννα.
-Rubbish! είπε ο Παύλος κοκκινίζοντας.
-Tell me about it!
-Do me a favour… Will you? Mind your own business!
-I will certainly do that, Παύλο! Μόνο που πριν αρχίσω να το κάνω αυτό, θα σου δώσω μία τελευταία συμβουλή. Μην αφήσεις ποτέ, τα πράγματα που κάνεις να φτάσουν στ’ αυτιά της μαμάς και του μπαμπά. Πρόσεχε! Γιατί ο πατέρας της Ελένης μπορεί να τα πει στους γονείς μας.
-Και σαν; Κι αν ακόμη έπαιζα στις poker machines, τι έγινε; Είναι έγκλημα;
-Είσαι καλά; Τι είναι αυτά που λες; Ίσως να μην είναι ακόμη «έγκλημα» όπως λες, αλλά αν το συνηθίσεις θα κάνεις κακό στον εαυτό σου και σε όλους εμάς. Ή μήπως δεν το καταλαβαίνεις κι αυτό;
-Παράτα με τις προειδοποιήσεις σου. Λες και χάλασα καμιά περιουσία. 2-3 δολλάρια ήταν, κι αυτά από το χαρτζιλίκι μου.
-Δεν βλέπεις πως δεν είναι εκεί το πρόβλημα;
-Τι κάθεσαι και λες επιτέλους;
-Αρχίζεις στραβά την καριέρα σου του έφηβου, μέσα στη ζωή. Τα άσχημα πράγματα δε βλάπτουν τόσο πολύ όταν γίνονται μία φορά και τελειώνουν. Όμως πώς το ξέρεις ότι θα έχεις τη δύναμη να μην ξαναπάς; Αν θα έχεις τη δύναμη να επιβληθείς στον εαυτό σου. Τα τυχερά παιγνίδια απασχολούν εκατοντάδες ανθρώπους που προσπαθούν να βγάλουν χρήματα για να ζήσουν από ανθρώπους σαν κι εσένα. Καταστρέφουν τους νέους ανθρώπους σιγά-σιγά, ύπουλα σαν τα ναρκωτικά… Έχουμε παραδείγματα. Ακούμε και διαβάζουμε. Επέμενε η Άννα στεναχωρημένη και έχοντας πει αυτά τα λόγια, έκανε μεταβολή και χωρίς άλλη λέξη βγήκε από το δωμάτιο του Παύλου.
Ο Παύλος κάθησε στο κρεββάτι του και ύστερα έγειρε ανάσκελα πάνω σε αυτό. Κύτταξε το ταβάνι που του φάνηκε πολύ χαμηλό, ίδιος ο ουρανός έτοιμος να τον συντρίψει. Δεν μετάνιωνε για ό,τι έκανε, δεν ήθελε όμως να μάθουν και οι γονείς του, για «τις δραστηριότητές του». Και κυρίως δεν ήθελε να μάθουν ότι το έσκαγε από το σχολείο γιατί δεν του άρεσε όπως πριν και αφού αισθανόταν έτσι τον ενοχλούσε που οι γονείς του είχαν συγκεκριμένες προσδοκίες από αυτόν. Η άποψή τους να γίνει διαφορετικός από εκείνους, να έχει μία εργασία που θα του επέτρεπε να είναι «κάποιος» τέλος πάντων και να μην δουλεύει σκληρά όπως εκείνοι, τον τάραζε. Ξαφνικά δεν του άρεσε πλέον το σχολείο και οι δύο τελευταίες χρονιές δεν φαίνονταν να είναι πασατέμπος για να περνάει την ώρα του. Άσε πια το θέμα των μελλοντικών σπουδών. Ούτε να το σκεφτεί δεν ήθελε. Κάθε φορά που όλα αυτά τα σημαντικά πράγματα έρχονταν στο νου του, στεναχωριόταν, νευρίαζε, σηκωνόταν ταραγμένος και ανεξήγητα θυμωμένος υπενθύμιζε στον εαυτό του ότι η ζωή του ήταν δική του και ότι δε θα έκανε αυτό που ήθελαν οι άλλοι, έστω κι αν αυτοί οι άλλοι, ήταν οι ίδιοι οι γονείς του.
Ο Τάσσος είχε αντιληφθεί την αδιαφορία του Παύλου για το σχολείο. Μήπως άλλωστε δεν ήταν ολοφάνερο; Ο γιος του δε μελετούσε. Υπήρξαν φορές που γινόταν φορτικός μαζί του και όχι σπάνια τον τελευταίο καιρό, είχαν ξεσπάσει ομηρικοί καυγάδες ανάμεσά τους που προκαλούσαν λύπη και αναστάτωση στη μητέρα του. Αλλά ό,τι κι αν συνέβαινε ανάμεσα στον Τάσσο και το παιδί του, δεν ήταν αρκετά δυνατό να ελαττώσει την αγάπη του προς εκείνο, το συγχωρούσε λοιπόν και φρόντιζε να το βοηθά να διαλέγει τρόπους διεξόδου από την κούραση της μελέτης του. «Ποιας μελέτης;» αναρωτιόταν η Άννα που υπέφερε βλέποντας την κοροϊδία που «πάταγε» ο Παύλος στους γονείς τους.
Το κακό είχε αρχίσει εδώ και αρκετούς μήνες και μεγάλωνε με την ηλικία του. Αρχικά ο Παύλος, είχε κάποιες ευαισθησίες που δεν τις εξωτερίκευε. Δεν του άρεσε για παράδειγμα που ήταν Έλληνας ανάμεσα σ’ ένα μεγάλο πλήθος Αγγλοαυστραλών. Αυτό δεν ήταν βέβαια τυχαίο. Ήταν το αποτέλεσμα του σύνδρομου της έντονης διάκρισης που δέχτηκε όπως και άλλα παιδιά, και κυρίως εκείνα που δεν είχαν παρόμοια με των Αγγλοαυστραλών χαρακτηριστικά. Αυτό είχε αρχίσει από το νηπιαγωγείο και συνεχιζόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της φοίτησής του στα σχολεία του τόπου, ως εκείνη τη στιγμή. Κάποια παιδιά επηρεάζονταν περισσότερο από άλλα. Η περίφημη λέξη «wog» του είχε εγίνει εφιάλτης, σε τρυφερή ακόμη ηλικία. Αργότερα παραμέρισε αυτή την ευαισθησία του, όμως η ζημία είχε γίνει μία ουλή, βαθιά μέσα του για να μείνει, ακόμη κι όταν νόμιζε ότι το είχε ξεπεράσει. Από εκεί προήλθε η αδυναμία του να μάθει ελληνικά κι από εκεί η αδυναμία του να παραδέχεται πως είναι Έλληνας. Το τελευταίο όμως παράπτωμά του, να το σκάει στο κλαμπ, επειδή όπως έλεγε, δεν του άρεσε το σχολείο, ήταν το χειρότερο όλων. Η παρέα του δυστυχώς δεν ήταν και η καλύτερη. Έχοντας παρόμοιες τάσεις σαν τις δικές του αφού δεν επιθυμούσαν το σχολείο, πρότειναν πολλές διαφορετικές ασχολίες όπως το ψάρεμα, τις poker machines και το ποτό.
Ο Παύλος είχε ενδώσει στις poker machines αλλά κάθε φορά που «παρανομούσε», η φυσιογνωμία του πατέρα του φύτρωνε μπροστά του και τον αναστάτωνε. Κάποια στιγμή ένας παλιός καλός φίλος του όταν είχε μάθει τι του συνέβαινε του το πέταξε: «Παρασύρεσαι εύκολα φίλε. Οι μηχανές… σου τρώνε τα λεφτά και σε κάνουν ρεμάλι. Σταμάτα τες πριν να είναι πολύ αργά…»
Ο Παύλος αναγνώριζε ότι οι γονείς του, η Άννα και ο φίλος του που τον αγαπούσαν, τον συμβούλευαν σωστά και δεν είχαν άδικο. Όμως χωρίς σχεδόν να το έχει συνειδητοποιήσει είχε αλλάξει πολλές από τις συνήθειές του. Άλλοτε τα πρωϊνά ήταν ξεκούραστος, ήρεμος, καθόταν όμορφα για το πρωϊνό του και πρόσεχε πολύ τι έλεγε. Υπολόγιζε την οικογένεια. Δεν έκανε τον έξυπνο και δεν μασούσε τα λόγια του. Όλα όμως αυτά τα καλά σημεία του χαρακτήρα του είχαν αρχίσει να υποχωρούν και τελικά να αφανίζονται χωρίς να μπορεί ν’ αντιδράσει. Τις μέρες του σχολείου, ξύπναγε την τελευταία στιγμή, ετοιμαζόταν άρον-άρον, κατέβαινε βιαστικός, έλεγε ότι δεν προλάβαινε να πάρει το πρωϊνό του, δε φιλούσε τη μητέρα του όταν έφευγε και γλυστρούσε από την εξώπορτα τόσο έντεχνα, ώστε να μην προλαβαίνουν να του κάνουν ερωτήσεις. Όπως ήταν φυσικό, όλοι αυτοί οι νεωτερισμοί του Παύλου δεν ήταν δυνατόν να περάσουν έτσι, απαρατήρητοι.
Μία μέρα ο Τάσσος τον περίμενε στην τραπεζαρία και όταν ο Παύλος επεχείρησε να το σκάσει, ο Τάσσος φώναξε:
-Not so fast, my friend!
-Μα πατέρα… θ’ αργήσω…
-Δεν πειράζει… αυτά που έχουμε να πούμε αξίζουν περισσότερο από το… σχολείο, είπε ο Τάσσος τονίζοντας ειρωνικά τη λέξη σχολείο.
-Γιατί πατέρα, τι έκανα; ρώτησε ο Παύλος κοκκινίζοντας από την ίδια του την αυθάδεια.
-Τι άλλο να κάνεις παιδί μου; έχεις τόσο ζήλο να φεύγεις νωρίς… ή και αργά… κάποτε για το σχολείο, που αναρωτιέμαι τι θα βγει επιτέλους από αυτή τη συμπεριφορά; Ένα άριστα… ή μία επανάλειψη χρονιάς;
Ο Παύλος δεν απάντησε. Κύτταζε τον πατέρα του θυμωμένος, ήταν όμως ακόμη αρκετά σεβαστικός απέναντί του για να αντισταθεί στα λόγια του. Άλλωστε του ήταν γνωστό ότι ο Τάσσος δε σήκωνε τα πολλά λόγια.
-Μπορώ να φύγω τώρα; ρώτησε όσο μπορούσε πιο ήρεμα.
-Να φύγεις να πας στο καλό κι όταν με το καλό γυρίσεις, θέλω να κουβεντιάσουμε εσύ κι εγώ, είπε ο Τάσσος σοβαρά.
Όταν έφυγε τελικά ο Παύλος, η Μήλα ρώτησε τον Τάσσο σκεφτική.
-Λες να έχει κάποιο κοριτσόπουλο και δεν το ξέρουμε;
-Αν είχε κορίτσι, θα φερνόταν διαφορετικά. Τώρα μας αποφεύγει γιατί μας φοβάται.
-Τι θες να πεις Τάσσο μου; Γιατί να μας φοβάται; ρώτησε η Μήλα αναστατωμένη.
-Γιατί κάνει κάτι που μέσα του ξέρει, ότι δεν είναι καλό…
-Θεέ μου Τάσσο μου, πώς με τρομάζουν τα λόγια σου!
-Θα δούμε. Ό,τι κι αν είναι θα το προλάβουμε. Τώρα που είναι ακόμη μικρός και μας χρειάζεται, σαν το χλωρό δεντράκι που χρειάζεται ένα υποστήριγμα για να ψηλώσει ίσιο και όχι «στραβό». Με καταλαβαίνεις; ρώτησε ο Τάσσος.
-Καλημέρα σας! Τι… συμβαίνει; Όλα καλά; ρώτησε η Άννα, που μόλις είχε ανοίξει την πόρτα, αντιλήφθηκε ότι κάτι «έτρεχε».
-Καλώς τη μου! είπε ο Τάσσος.
-Καλημέρα παιδί μου! Η Άννα μπορεί να ξέρει… είπε η Μήλα, χωρίς να περιμένει την ανταπόκριση της κόρης της.
-Τι… να ξέρω; ρώτησε η Άννα επιφυλακτικά.
-Να… μήπως ξέρεις κάτι για τον Παύλο. Αναρωτιέμαι αν έχει κορίτσι και φέρνεται… όπως φέρνεται.
-Μακάρι να είχε!.. είπε η Άννα αυθόρμητα και σταμάτησε καταλαβαίνοντας τη «γκάφα» της.
-Τι… θες να πεις Άννα μου; ρώτησε ο Τάσσος αυστηρά.
-Να… δηλαδή… θα το μαθαίναμε… κάπως… αυτό εννοούσα μπαμπά! είπε στεναχωρημένη η Άννα.
-Τότε; Πες μας παιδί μου την αλήθεια… συμβαίνει κάτι κακό στον αδερφό σου;
-Πού να ξέρω εγώ μπαμπά; είπε η Άννα τρομαγμένη από την έκταση που έπαιρνε εκείνη η πρωϊνή κουβέντα. Είπε πως έπρεπε να φύγει αν δεν ήθελε ν’ αργήσει στο σχολείο.
-Καλά, εντάξει. Το ξέρεις το ρητό… ουδέν κρυφόν υπό τον ήλιον! Δεν έχω να σου πω τίποτ’ άλλο. Νά χεις καλή μέρα στο σχολείο. Και θέλω να σκεφτείς αυτό μόνο: όταν τα παιδιά ξεκόβονται από την οικογένεια, είναι σαν τ’αρνιά που ξεκόβονται από το κοπάδι. Αδυνατούν και τα τρώει ο λύκος, ό,τι λύκος κι αν είναι αυτός! Κατάλαβες; τόνισε ο Τάσσος.
Η Άννα με κατεβασμένο το κεφάλι της είπε κοκκινίζοντας:
-Ναι πατέρα κατάλαβα.
Πέρασε καιρός. Το αντρόγυνο παρακολουθούσε χωρίς να μιλάει. Τα δυο τους παιδιά είχαν γίνει πολύ περισσότερο προσεκτικά. Η Άννα ανησυχούσε για τον αδερφό της και για τους γονείς της. Η ζωή της είχε αρχίσει ν’ αλλάζει. Είχε περάσει σ’ ένα παράξενο στάδιο, όπου η ίδια προσπαθούσε να ανακουφίζει τους γονείς της και να παρακολουθεί τον αδερφό της. Όπως ήταν φυσικό, αυτό δεν της έκανε καλό. Η Μήλα πρόσεξε ότι το κοριτσάκι της είχε αλλάξει. Το απέδιδε στην ωριμότητά της. Όμως η Άννα περνούσε δύσκολες στιγμές. Παρηγοριόταν με το διάβασμα και μελετούσε σα μανιακή όπως έλεγε και ο Παύλος. Ήταν αλήθεια. Μελετούσε σα μανιακή. Όμως ο Παύλος δεν είχε αντιληφθεί πως για χάρη του η μικρή τους οικογένεια είχε αλλάξει για πάντα.
Ένα πρωϊνό που ο Τάσσος είχε κατεβεί πολύ ενωρίς στο γκαράζ, εντελώς συμπτωματικά, είδε από την ανοιχτή πόρτα τον Παύλο να μπαίνει στην κουζινοτραπεζαρία και προσεκτικά να πλησιάζει στο πάντρυ, δίπλα στο ψυγείο. Χωρίς να το θέλει κατά βάθος, βάλθηκε να τον παρακολουθεί. Ο Παύλος είχε ανοίξει τώρα τη ντουλάπα κι έψαχνε με νευρικές κινήσεις. Αρχικά φάνηκε να είναι ανήσυχος, ύστερα όμως αναστατωμένος καθώς ήταν και ξεχνώντας που βρισκόταν, αντέδρασε βίαια:
-Bloody bitch! Where did she put the f…en jar?
Σταμάτησε για μία στιγμή και ύστερα σα να θυμήθηκε κάτι, πήρε ένα ξύλινο κάθισμα που ήταν δίπλα του και αφού ανέβηκε σ’ αυτό άπλωσε το χέρι του στο πάνω ράφι. Παραμέρισε δύο σακκούλες χάρτινες με αλεύρι και αμέσως χαμογέλασε.
-There you are stupid thing! Είπε και κατέβηκε από την καρέκλα κρατώντας το περίφημο βάζο με τις οικονομίες της Μήλας, κέρματα και κάποια ψιλο-χαρτονομίσματα.
Το ακούμπησε δίπλα στο νεροχύτη κρατώντας πάντα την πλάτη του γυρισμένη στον Τάσσο, που τον παρακολουθούσε έκπληκτος αρχικά, θυμωμένος στη συνέχεια, ύστερα οργισμένος και τέλος τρομερά απογοητευμένος. Ο Παύλος άνοιξε βιαστικά το βάζο και τράβηξε κάποια από τα χαρτονομίσματα. Απ’ αυτά φάνηκε να παίρνει ένα εικοσάρικο και ένα δεκάρικο, που στη συνέχεια τα έχωσε στην τσέπη του. Εκεί όμως που ετοιμαζόταν να κλείσει το βάζο, ένιωσε ένα χέρι-τανάλια, να του σφίγγει το σβέρκο. Παράλυσε. Ήταν ο Τάσσος, που αθόρυβα είχε αφήσει την κρυψώνα του και είχε σταθεί πίσω του παρακολουθώντάς τον, ως τη στιγμή που του άρπαξε το σβέρκο σα μυϊκή τανάλια.
Ο Παύλος είχε παγώσει τώρα. Ακόμη δεν μπορούσε να σκεφτεί από το απρόοπτο. Δεν είχε αντιληφθεί κανέναν τριγύρω, υποτίθεται λοιπόν ότι δεν ήξερε ποιος ήταν, υποψιαζόταν όμως την ταυτότητα εκείνου που τον είχε πιάσει επ αυτοφόρω να κλέβει. Αναγνώριζε επίσης ότι ήταν αντρική εκείνη η μυϊκή δύναμη που τον είχε καθηλώσει. Δεν μπορούσε καν να στρέψει το κεφάλι του και να κυττάξει. Το συναίσθημά του όμως, βαθύ, φοβερό και ακατάλυτο μέσα του, επιβεβαίωνε πως η μυϊκή αυτή τανάλια, ήταν τα χέρια του πατέρα του.
-Βloody bitch… ε; your mother… βρε; the woman who gave you life? Μonster! Ε, monster! Όχι μόνο την κλέβεις αλλά την βρίζεις κι αποπάνω… ε; Γιατί ρε κερατά; Ε; Μίλα ρε αλήτη! Σου χρωστάει κι από πάνω, ε; Γιατί ρε μπάσταρδε; Γιατί σε αγαπάει; Φτού σου παλιοτόμαρο! είπε με φανερή φρίκη και αηδία ο Τάσσος, με χαμηλή φωνή που όμως σφυροκοπούσε, διατρυπούσε σφυριχτή τ’ αυτιά του Παύλου, χειρότερη κι από την ίδια τη συνείδησή του.
’Ηταν αναμφίβολα εκείνη η φωνή πιο δυνατή από την πιο οργισμένη και δυνατή αγριοφωνάρα. Διαπερνούσε και τρυπούσε τα μυνήγγια του, και το μυαλό του βούϊζε τώρα σαν να κατρακυλούσε σε χώρους τεράστιους, όπου τα λόγια του πατέρα του αντηχούσαν και απέβαιναν εκκωφαντικοί αντίλαλοι. Ο Παύλος είχε παγώσει στην κυριολεξία. Ήταν μόνο δευτερόλεπτα… ένα ή δύο λεπτά τελικά…
Ο Τάσσος εξακολούθησε να του σφίγγει το σβέρκο με τέτοια δύναμη που ο Παύλος νόμισε πως θα λυποθυμούσε. Ο Τάσσος σα να το κατάλαβε τον άφησε. Έχοντας κάνει αυτή την κίνηση, στη συνέχεια, σωριάστηκε κυριολεκτικά σε μία καρέκλα και κρύβοντας στις παλάμες του το πρόσωπό του, είπε με ραγισμένη φωνή.
-Γέννησα έναν αλήτη, έναν κλέφτη. Πιο πολύ λυπάμαι τη γυναίκα μου. Θυσιάστηκε για τα μούτρα σου παλιο-αλήτη, είπε και σήκωσε το κεφάλι του για να κυττάξει τον Παύλο.
Τα μάτια του γυάλιζαν λες και είχαν πλημμυρίσει από δάκρυα. Μόνο σπίθες οργής για να τον τσουρουφλίσουν δεν έβγαζαν, έτσι που είχε χάσει την αυτοκυριαρχία του.
Ο νεαρός έτρεμε κυριολεκτικά συντετριμμένος από την κατάσταση του πατέρα του. Ο Τάσσος, με φωνή αδυνατισμένη από την υπερβολική συγκίνησή του και την οργή του, ρώτησε σα να μονολογούσε:
-Τι τα θέλεις τα λεφτά βρε αλήτη; Δε σου δίνουμε αρκετά, έτσι που πρέπει και να μας κλέβεις κι από πάνω; Κι εγώ που διώχνοντας από το μυαλό μου τις μαύρες υποψίες μου καθησύχαζα τη μάνα σου, λέγοντάς της που δεν υπάρχει κλέφτης στο σπίτι μας. Γιατί τώρα… τώρα πια έχω την επιβεβαίωση: εσύ έκλεψες το εικοσάρικο της μάνας σου, τότε… και ποιος ξέρει πόσα άλλα, όταν δεν τα μέτραγε, είπε παγωμένα.
Ο Παύλος ήταν απελπισμένος τώρα. Είχε σκύψει το κεφάλι του και δεν τολμούσε να αρθρώσει λέξη. Τον είχε συγκλονίσει η συμπεριφορά του πατέρα του. Ένας αγκυλωτός φόβος τον είχε συνεπάρει, για το «τι θα γινόταν next;»
-Ωραία! Χαίρομαι που δε λες τίποτα, γιατί έτσι δε χειροτερεύεις τη θέση σου, παρατήρησε με κάποια αμηχανία ο Τάσσος και συνέχισε:
-Τι θέλεις να κάνω τώρα που ανακάλυψα ότι είσαι ο κλέφτης του σπιτιού μου; Να φωνάξω την αστυνομία, να σε διώξω ή μήπως προτιμάς κάτι διαφορετικό;
Ο Παύλος τον κύτταζε κυριολεκτικά χαμένος. Το σιωπηλό κλάμα μέσα του, έφερε στα μάτια του ξαφνικά δάκρυα που μάταια προσπαθούσε να τα κρύψει με τα χέρια στο πρόσωπό του. Ήταν υπεράνω των δυνάμεών του το γεγονός ότι καθώς καθόταν απέναντι από τον πατέρα του, όφειλε ν’ αντικρύζει την καθαρή, την τίμια ματιά του. Μετά από εκείνα τα πρώτα ορμητικά συναισθήματα οργής, πίκρας κι απογοήτευσης ο Τάσσος εξακολουθούσε να κυττάζει το γιο του πάντα λυπημένος. Τελικά μη λαβαίνοντας απάντηση από το γιο του, είπε ξανά, ήρεμα.
-Περιμένω λοιπόν, ν’ αποφασίσεις εσύ για την τύχη σου.
Ο Παύλος με συντετριμμένη φωνή που μόλις ακουγόταν ψιθύρισε:
-Συγγνώμη πατέρα! Κάνε με ό,τι θέλεις, αλλά σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις.
-Μου ζητάς πολύ μεγάλη χάρη. Χωρίς αντάλαγμα όμως… δε μπορεί να γίνει αυτό, είπε ήσυχα και πάλι, ο Τάσσος.
Ο Παύλος τον κύτταξε ερωτηματικά και συγχρόνως παρακλητικά. Δεν καταλάβαινε.
-Θέλω να μου πεις όλη την αλήθεια. Πού πάνε τα χρήματα που κλέβεις; ρώτησε τώρα ο Τάσσος, με κάποια σκληρότητα στη φωνή του.
-Πουθενά πατέρα, πουθενά! Ημουν ένας βλάκας! αντέδρασε ο Παύλος κοκκινίζοντας.
-Όχι, αυτό δε μου φτάνει. Ή θα μου πεις ή άντε στο καλό… πήγαινε να φτιάξεις τη βαλίτσα σου. Δε θα κάνουμε χωριό εσύ κι εμείς κάτω από τέτοιες συνθήκες, είπε ήρεμα πάντα ο Τάσσος.
-Πατέρα, σε παρακαλώ! ικέτεψε ο Παύλος με φωνή που έσβηνε.
Ο Τάσσος δε μίλησε. Περίμενε υπομονετικά. Ο Παύλος ήξερε ότι ο πατέρας του δε θα υποχωρούσε. Τελικά, σέρνοντας το βήμα του, προχώρησε προς τη σκάλα.
-Προτιμάς να φύγεις από το σπίτι μας, παρά να μου μιλήσεις. Τι άραγε σημαίνει αυτό; Τι κρύβεται πίσω από την άρνησή σου; ρώτησε λυγισμένος από την αποτυχία του ο Τάσσος.
Ο Παύλος γύρισε και τον κύτταξε.
-Είμαι ανάξιός σου πατέρα, έχεις δίκιο, δε μπορώ να μείνω πλέον εδώ, είπε.
-Προτιμάς να φύγεις λοιπόν, παρά να μου μιλήσεις! επανέλαβε μηχανικά ο Τάσσος.
Ο Παύλος τον κύτταξε λυπημένος. Εκείνη ακριβώς τη δραματική στιγμή, εμφανίστηκε στο κεφαλόσκαλο η Μήλα. Τους κύτταξε παραξενεμένη.
-Καλημέρα σας παιδιά! είπε φανερά ανήσυχη, προσπαθώντας να καλυφθεί πίσω από ένα νευρικό χαμόγελο.
-‘Ακου την τι λέει, Καλημέρα! Δυστυχώς για την οικογένειά μας γυναίκα, δεν είναι τόσο καλή όσο θα το θέλαμε, αυτή η μέρα! δήλωσε ο Τάσσος λυπημένος.
Στα λόγια του Τάσσου μονομιάς η Μήλα χλώμιασε. Ο Παύλος απέφευγε να την κυττάξει καταπρόσωπο. Ανέβηκε μερικά σκαλοπάτια. Είχε σταθεί τώρα, δύο μόλις σκαλοπάτια πιο κάτω από τη μητέρα του, λες και την περίμενε να παραμερίσει για να περάσει.
-Πού πας Παύλο; ρώτησε η Μήλα με αγωνία.
-Πάει να ετοιμάσει τα πράγματά του για να φύγει, απάντησε στη θέση του, λυπημένος ο Τάσσος.
Η Μήλα σα να τη χτύπησε κεραυνός κλονίστηκε. Πιάστηκε από το χέρι της σκάλας. Ο Παύλος τρομαγμένος άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της, σε μία αυτόματη κίνηση να τη συγκρατήσει.
-Γιατί παιδί μου; ρώτησε εκείνη ξεψυχισμένη.
-Μαμά, συγχώρεσέ με! Είμαι… είμαι… μουρμούρισε εκείνος κι αφήνοντας μισοτελειωμένη τη φράση του έτρεξε στο δωμάτιό του.
Η Μήλα κάθησε στο σκαλοπάτι και κρύβοντας στις παλάμες της το πρόσωπό της, άρχισε να κλαίει.
Ο Τάσσος βλέποντάς την να κλαίει είπε σε σκληρό τόνο.
-Μωρέ κανακάρη που φτιάξαμε! Το καμάρι μας, ο γιος μας! Μας κλέβει και δε μας δίνει και λόγο! Άκου, να δεις!.. Προτιμάει να φύγει από το σπίτι μας, παρά να μιλήσει. Εσύ που είσαι η μάννα του, τι λες γι αυτό;
Η Μήλα δεν απαντούσε. Ο Τάσσος πικραμένος εξακολούθησε:
-Τι να πεις εσύ φουκαριάρα; Τρέμεις για τα παιδιά σου. Είσαι μάννα!..
Η Μήλα δεν απάντησε. Σηκώθηκε κι έτρεξε στο δωμάτιο του Παύλου. Εκείνος είχε καθήσει στο κρεββάτι του και έκλαιγε με το πρόσωπό του κρυμμένο στις παλάμες του. Μέσα της η Μήλα πόναγε αφάνταστα. Γονάτισε μπροστά στο κρεββάτι του και χάϊδεψε το κεφάλι του. Σκούπισε με το άλλο χέρι τα μάτια της και είπε μαλακά:
-Παιδί μου γιατί όλ’ αυτά; γιατί; Γιατί δεν εξηγείς, δε μιλάς στον πατέρα σου; Δεν είμαστε εμείς οι γονείς σου; Δεν σε αγαπούμε; Δεν μας εμπιστεύεσαι; Ό,τι κι αν είναι θα το διορθώσουμε όλοι μαζί.
Ο Παύλος πάντα με σκυμμένο το κεφάλι δεν απαντούσε. Ήταν αλήθεια σε ελεεινή κατάσταση.
-Έλα παιδί μου, έλα τώρα… ζήτησε συγγνώμη από τον πατέρα σου και μίλησέ του. Ο πατέρας σου σ’ αγαπάει και ξέρεις ότι θα κάνει τα πάντα για να σε βοηθήσει.
Ο Παύλος επέμενε να σιωπά.
Η Μήλα περίμενε υπομονετικά. Ο Παύλος της έπιασε ξαφνικά το χέρι, κρατώντας πάντα χαμηλά το κεφάλι του. Η καρδιά της Μήλας φτερούγισε.
-Μαμά, φοβάμαι! Δε θέλω να φύγω από εδώ μέσα. Φοβάμαι! ικέτεψε.
-Δεν σου είπε κανείς να φύγεις παιδί μου, είπε η Μήλα γεμάτη ελπίδα.
-Μου το είπε ο πατέρας. Με μισεί, επέμενε φοβισμένος ο Παύλος.
-Τι λες παιδάκι μου; Ποιος πατέρας μισεί το σπλάχνο του; Έλα λοιπόν… έλα να πάμε μαζί κάτω… να του πεις να του απαντήσεις σε ό,τι θέλει!
Ο Παύλος δεν είχε πλέον ούτε θέληση για αντίδραση ούτε κουράγιο για άρνηση. Τον φίλησε στο μέτωπο. Η Μήλα τον έπιασε από το χέρι όπως όταν ήταν νήπιο και τον σήκωσε από το κρεββάτι του.
-Έλα πάμε κάτω. Θα κατέβουμε μαζί, μπροστά εγώ. Ακολούθα με!
Η Μήλα κατέβηκε αργά τη σκάλα λες και ήθελε να κάνει τον Τάσσο να μαλακώσει την οργή του. Τον πλησίασε, ενώ ο Παύλος δεν είχε φανεί ακόμα στο κεφαλόσκαλο.
-Τάσσο μου, δος του μία ακόμη ευκαιρία, σε παρακαλώ, είπε κυττάζοντάς τον ικετευτικά στα μάτια.
-Όσες θέλεις. Να μου πει θέλω. Να μάθω τι μαγειρεύει, πού, και με ποιους…
-Έρχεται σου λέω. Σε παρακαλώ, ηρέμησε.
-Επιτέλους γυναίκα! Φαίνομαι για μπαμπούλας; Πότε ήμουν πανάθεμά με; ρώτησε με πόνο.
Ο Παύλος φάνηκε στο κεφαλόσκαλο με κατεβασμένο το κεφάλι. Άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια αργά, κρατώντας πάντα σκυφτό το κεφάλι του. Όταν είχε διαβεί και το τελευταίο σκαλοπάτι, ο Τάσσος τον κύτταξε ανυπόμονα.
-Λοιπόν; Άλλαξες γνώμη λέει η μητέρα σου.
Ο Παύλος τον κύτταξε. Στα μάτια του ήταν ζωγραφισμένος ο πανικός. Μίλησε τελικά.
-Πατέρα συγγνώμη. Συγγνώμη για όσα είπα πριν.
-Ξέρω… ξέρω… Άλλο θέλω! Να μάθω… τι τα θέλεις τα λεφτά που κλέβεις ή που έκλεψες μέχρι στιγμής.
Ο Παύλος χλωμιάζει στα λόγια του Τάσσου.
-Δε θα το ξανακάνω πατέρα. Σου το υπόσχομαι.
-Δε φτάνει αυτό, πρέπει να μου πεις, τι σου συμβαίνει κι αναγκάζεσαι και κλέβεις το ίδιο σου το σπίτι…
Ο Παύλος κυττάζει τη μάνα του ικετευτικά. Εκείνη τον παρακαλεί με τη ματιά της.
-Πήγα μία-δυο φορές στο club, είπε κολλώντας τη ματιά του στο πάτωμα.
-Στο club είπες; ρώτησε έκπληκτος ο Τάσσος.
-Ναι… αυτό!.. απάντησε ντροπιασμένος ο Παύλος.
-Με ποιον πήγες; επέμενε ο Τάσσος.
-Με… τον Σωτήρη πατέρα, είπε ο Παύλος τελικά.
-Αφού δεν είστε, δεκαοχτώ ακόμα. Πώς σας το επέτρεψαν αυτό; ρώτησε με απορία ο Τάσσος.
-Ξέρει κάποιον ο Σωτήρης και είπε πως είμαστε είκοσι ετών. Θέλαμε να κάνουμε λίγα λεφτά και είπαμε να παίξουμε, είπε με ειλικρίνεια τώρα ο Παύλος.
-Τι τα θέλατε τα λεφτά βρε σύ; Λίγα σου πέφτουν αυτά που σου δίνουμε;
Ο Παύλος δε μίλησε και ο Τάσσος επανήλθε δριμύτερος αυτή τη φορά.
-Και έφευγες από το σχολείο, βρε ζωντόβολο, για να παίξεις στα Pocker Machines; Και γιατί είπες τα θέλατε τα λεφτά;
-Δεν είπα μπαμπά. Ήταν ένα αστείο, έτσι το κάναμε για πλάκα. Θέλαμε να δοκιμάσουμε αν μπορούμε να κερδίσουμε.
-Και τώρα που δοκιμάσατε… δος μου του Σωτήρη το τηλέφωνο είπε αποφαστικά.
-Μα πατέρα… Σε παρακαλώ! είπε παρακλητικά ο Παύλος.
-Είπα, δος μου το τηλέφωνο του Σωτήρη, κατάλαβες;
-Νο dad, it’s not right. Γιατί να ανακατέψεις τους ξένους ανθρώπους τώρα.
-Είπες κάτι; Δεν σε άκουσα, είπε οργισμένος αυτή τη φορά ο Τάσσος.
-Έλα παιδάκι μου, να χαρείς, παρακάλεσε το γιο της η Μήλα.
Ο Παύλος κατάλαβε άλλη μία φορά ότι ήταν εντελώς ατελέσφορο να διασταυρώσουν εκ νέου τα ξίφη, ο πατέρας του και αυτός. Η επιμονή του Τάσσου, ήταν τέτοια που δεν μπορούσε παρά να υποχωρήσει σε όλα τα αιτήματά του. Είπε έναν αριθμό. Ο Τάσσος το σημείωσε σ’ ένα χαρτί χωρίς να μιλάει. Ύστερα πήρε το τηλέφωνο μπροστά του και σχημάτισε τον αριθμό. Δεν άργησε να λάβει απάντηση.
-Μιλτιάδη καλημέρα σου. Συγγνώμη που σου τηλεφωνάω τέτοια ώρα, mate. Πρέπει να σε δω… ναι, ναι… όχι… μην ανησυχείς. Όχι τίποτα πολύ σπουδαίο… Και πού ‘σαι Μηλτιάδη, κράτα το Σωτήρη εκεί, ερχόμαστε με το γιο μου…
Ο Τάσσος αφήνοντας το τηλέφωνο στη θέση του γύρισε και είπε:
-Όπως άκουσες, δε θα πας στο σχολείο ακόμα… Πρώτα θα πάμε στο σπίτι του Σωτήρη. Ετοιμάσου λοιπόν.
Ο Παύλος έτρεμε από τη σύγχισή του. Δεν είπε όμως τίποτα. Η διαδικασία αυτή σίγουρα τον εξευτέλιζε, και ας ήταν τελικά για το καλό του. Αυτό τουλάχιστον πίστευε ο ίδιος.
-Γιατί το κάνεις αυτό πατέρα; Γιατί ανακατεύεις ξένους ανθρώπους; Τι δουλειά έχει ο κυρ-Μιλτιάδης; ρώτησε και πάλι αναψοκοκκινισμένος ο Παύλος.
-Δεν άκουσα καλά; ρώτησε νευριασμένος ο Τάσσος.
-Έλα τώρα Παύλο, άκουσε τον πατέρα σου και όλα θα πάνε καλά, παρακάλεσε η Μήλα.
-Θα σε συμβουλέψω άλλη μία φορά, και πρόσεξε γιατί αυτή είναι η τελευταία: Να κάνεις αυτό που σου λέω και χωρίς πολλά λόγια, αν θέλεις να τελειώσει καλά αυτή η ιστορία. Ο Μιλτιάδης είναι δικός μας άνθρωπος και αν δεν ξέρει τι κάνει ο γιος του –και πιστεύω ακράδαντα ότι δεν ξέρει- θα τον ευεργετήσουμε. Γιατί την άλλη φορά που θα θέλει ο Σαμ να πάει στο κλαμπ, μπορεί να βρει κάποιον άλλον σαν κι εσένα. Κατάλαβες;
-Τώρα κατηγοράς το Σαμ πατέρα. Πώς ξέρεις ότι φταίει αυτός;
-Εσύ δεν είπες πριν, ότι αυτός γνωρίζει κάποιον που εργάζεται στο κλαμπ και σας περνάει μέσα, αν και είστε ανήλικοι;
Ο Παύλος δεν απάντησε. Ο πατέρας του είχε δίκιο. Το είχε πει κι αυτό. Τι να έλεγε λοιπόν; Σιώπησε και ακολούθησε πιστά τις εντολές του. «Ευτυχώς που φοβάται ακόμη, και δεν κάνει τον τσαμπουκά!» σκέφτηκε ο Τάσσος παρακολουθώντας τις αντιδράσεις του γιου του, ικανοποιημένος μέσα στη μιζέρια του, που διαπίστωνε ότι ο Παύλος είχε επιτέλους, κάποια ίχνη φιλότιμου.
Ο δρόμος ήταν ήσυχος ακόμη. Ο Τάσσος έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο, ενώ η Μήλα παρακολουθούσε με καρδιοχτύπι.
-Μπες μέσα, τι περιμένεις; φώναξε στον Παύλο που κύτταζε μουδιασμένος τις κινήσεις του πατέρα του.
Το αγόρι μπήκε μέσα, και κάθησε δίπλα του, στη θέση του συνοδηγού. Δεν άργησαν να βγουν στον κεντρικό κι από εκεί το σπίτι του Μιλτιάδη Παράσχου, ήταν δεν ήταν, τρία λεπτά. Έφτασαν λοιπόν και σταμάτησαν στο πεζοδρόμιο, λίγο πιο πέρα από το drive way που το έκλεινε η βαριά καγκελόπορτα.
Χτύπησαν το κουδούνι και δεν άργησε να φανεί ο σπιτονοικοκύρης του σπιτιού. Κατέβηκε κι άνοιξε την κλειδωμένη καγκελόπορτα.
-Καλημέρα! ελάτε, είπε μάλλον ανόρεχτα.
-Καλημέρα Μιλτιάδη. Συγγνώμη που ενοχλούμε τέτοια ώρα. Κι εγώ έπρεπε να πάω στη δουλειά μου, αλλά έκρινα ότι αυτό που έχω να σου πω, επείγει.
-Δεν ξέρω βέβαια για τι πράγμα μιλάς, αλλά θα δούμε. Περάστε, είπε ο Μιλτιάδης.
Είχαν φτάσει στην είσοδο του σπιτιού και ο Τάσσος προχώρησε πρώτος ακολουθούμενος από τον Μιλτιάδη, ενώ ο Παύλος μπήκε μέσα τελευταίος.
-Καλημέρα σας χαιρέτησε η κυρία Τριανταφυλλιά, η γυναίκα του σπιτονοικοκύρη κι αμέσως μετά αποσύρθηκε στην κουζίνα της για να ψήσει τον καφέ.
Ξαφνικά παρουσιάστηκε και ο «φίλτατος» του Παύλου, Σωτήρης, που φαινόταν αρκετά ταραγμένος. Και βέβαια ήταν, αφού υποψιαζόταν πως αυτή η επίσκεψη σχετιζόταν με τον Παύλο και τον ίδιο.
-Που λες φίλε μου… δε θέλω να στεναχωρηθείς αλλά διαπίστωσα από την «εξομολόγηση» του γιού μου, ότι τώρα τελευταία αυτός και ο Σαμ, το σκάνε από το σχολείο και τρέχουν στο κλαμπ. Προτού λοιπόν παραγίνει το κακό, θεώρησα ότι πρέπει να το συζητήσουμε όλοι μαζί και από κοινού να πολεμήσουμε τη ρίζα του κακού.
Ο Μιλτιάδης άκουγε χωρίς να διακόπτει, αλλά καθώς ο Τάσσος μιλούσε και πριν ακόμη να ολοκληρώσει, είχε αναψοκοκκινήσει από όλα εκείνα «τα απαράδεκτα» που έφταναν στ’ αυτιά του. Στο τέλος λοιπόν σηκώθηκε αρκετά εκνευρισμένος και είπε με δυνατή φωνή σα να έβγαζε λόγο.
-Αυτό αγαπητέ μου δεν το πιστεύω. Είναι παράδεκτο. Τα παιδιά είναι under age!
-Χμ! Under age, λέει. Άκουσέ με Μιλτιάδη. Πρέπει να το πιστέψεις για το καλό των παιδιών μας, και όλων μας! Όχι μόνο το σκάνε από το σχολείο και χάνουν τα μαθήματά τους -και αυτό θα το διαπιστώσεις και μόνος σου πηγαίνοντας στο σχολείο και ρωτώντας τους άλλους μαθητές ίσως και τους καθηγητές τους- αλλά εκεί που πηγαίνουν στο κλαμπ, τους βάζει μέσα κάποιος γνωστός του Σαμ και παίζουν. Ακούς; Παίζουν στα pocker machines παρακαλώ.
-Come on Τασσο! Τα παιδιά μας είναι καλά παιδιά… Δεν κάνουν τέτοιες ανοησίες. Δεν είναι τόσο κουτά να χαλάνε το χαρτζιλίκι τους μ’ αυτό τον τρόπο! Σαμ! Τι λέει ο κυρ-Τάσσος;
Ο Σαμ σήκωσε τους ώμους του σα να μην ήξερε τίποτε, χωρίς όμως να αρθρώνει λέξη. Ο Τάσσος παρακολουθούσε κάθε μορφασμό του. Ήταν φοβισμένος κι αβέβαιος μόνο που ο Μιλτιάδης, ο πατέρας του, έκανε πως δεν το έβλεπε. Ο Τάσσος όμως επέμενε.
-Άκουσέ με Μιλτιάδη. Έπιασα το γιο μου να παίρνει από τα φυλαγμένα χρήματα της μητέρας του, και… χωρίς την άδεια της. Αυτή είναι μία καλύτερη έκφραση αντί της λέξης έκλεψε. Καταλαβαίνεις. Εσάς, σας λείπει τίποτα; Ρώτησε παρακολουθώντας πάντα με την άκρη του ματιού του το Σωτήρη που ήταν κυριολεκτικά αναστατωμένος.
-Α, όλα κι όλα Τάσσο! Ο γιος μου δεν κάνει τέτοιες δουλειές. Έτσι δεν είναι Σαμ; ρώτησε πάντα ερεθισμένος από τη συζήτηση που ούτως ή άλλως, έθιγε.
Ο Σωτήρης ήταν σα βρεγμένη γάτα. Κούνησε πάλι το κεφάλι του.
-Εντάξει Μιλτιάδη! Δε θα χαλάσουμε τις καρδιές μας. Όμως πρέπει να κάνω κάτι για εκείνα που προσωπικά έχω διαπιστώσει. Κι αυτό το κάτι είναι πολύ απλό. Ο γιος μου και ο γιος σου θα κόψουν την παρέα, θα πάψουν να είναι φίλοι. Θα σταματήσουν να βλέπουν ο ένας τον άλλον, όπως γινόταν μέχρι τώρα. Άλλωστε αυτό είναι καλό για το Σωτήρη, μια και ο γιος μου, μου τα είπε αλλιώς.
-Συμφωνώ απόλυτα, είπε ο Μιλτιάδης με ειρωνεία, δείχνοντας απόλυτα βέβαιος για τις πράξεις και τις ενέργειες του γιου του.
Ο Παύλος μέσα στη δραματικότητα των περιστάσεων, εκείνες τις στιγμές, ένιωσε το ανάστημα του πατέρα του να ξεπερνάει εκείνο του κυρίου Μιλτιάδη και αισθάνθηκε περήφανος. Ήταν ειλικρινής και δίκαιος ο Τάσσος κι αυτό είχε συγκινήσει το γιο του. Από το άλλο μέρος αισθανόταν λύπη για τις πράξεις του. Να φέρει τον πατέρα του σε μία τέτοια θέση! Δεν τον ένοιαζε καθόλου που τον είχε αποκαλέσει κλέφτη. Ο Σωτήρης, πέρα από όλα εκείνα τα κούφια λόγια, ήξερε την αλήθεια κι αυτό του έφτανε του Παύλου. Ήταν όμως ολοφάνερο, ότι ο φόβος του για την αντίδραση του πατέρα του, τον είχε αποστομώσει. Τι θα ακολουθούσε άραγε ανάμεσά τους, όταν αυτός και ο πατέρας του θα αποχωρούσαν από το σπίτι τους;
Εκείνη την ημέρα ο Παύλος δεν πήγε στο σχολείο. Ο πατέρας του τον υποχρέωσε να τον ακολουθήσει στη δουλειά του. Ο Παύλος δεν πειράχτηκε. Ένιωθε πως όφειλε να υπακούσει και ν’ αλλάξει συμπεριφορά. Αυτό ξανάγινε και την επόμενη. Όταν μάλιστα τόλμησε να ρωτήσει τον πατέρα του κάποια στιγμή πότε θα ξαναπήγαινε στο σχολείο, εκείνος απάντησε: «Ποτέ! Δε σε στέλνω εκεί για ν’ αλητέψεις!» Ο Παύλος τα χρειάστηκε βέβαια, αλλά έπαψε να κάνει ερωτήσεις. Ήταν βέβαιος για ένα: για την αγάπη των γονιών του. Δεν ήξερε όμως την πλευρά αυτή του πατέρα του, τη δυνατή, την επίμονη, την ηρωϊκά αυστηρή. Κατάλαβε ότι ο Τάσσος δε θα δεχόταν τη συγγνώμη του έτσι απλά. Όφειλε να του αποδείξει ότι είχε αλλάξει. Ευτυχώς που δεν ήταν προβληματικός. Απλά είχε παρασυρθεί. Κατά τη γνώμη του Τάσσου το κακό έπρεπε να χτυπηθεί στη ρίζα του και μάλιστα ενωρίς για να εξαλειφθεί μια για πάντα. Και δεν είχε άδικο.
Την τρίτη ημέρα, όταν είχαν καθίσει για να κολατσίσουν και να πιουν κάτι, ο Παύλος ρώτησε τον πατέρα του.
-Πατέρα, μπορώ να σου μιλήσω;
Ο Τάσσος τον κύτταξε προσεκτικά. Ο Παύλος τον κύτταζε με θάρρος κατάματα. Ο Τάσσος κατάλαβε ότι υπήρχε ειλικρίνεια στο βλέμμα του γιου του.
-Σε ακούω, είπε μαλακά.
-Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη πατέρα που σε έβαλα στη θέση να με προσέχεις σα να είμαι μωρό παιδί. Δεν είμαι αλήτης μπαμπά. Είμαι καλό παιδί, από οικογένεια… γιατί έχω καλούς γονείς. Ύστερα απ’ όλα αυτά που μεσολάβησαν, κατάλαβα πως κανείς δεν μπορεί να παίρνει το ρόλο του στη ζωή επιπόλαια. Ο χρόνος είναι λίγος και θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο. Ξέρω ποιος είναι ο δρόμος μου κι ας λάκισα μία σταλίτσα, πατέρα. Σε παρακαλώ πολύ πατέρα, να μου επιτρέψεις να γυρίσω στο σχολείο, και σου υπόσχομαι πως δε θα μετανιώσεις. Έχω μάθει το μάθημά μου και το κυριότερο ότι οι καλοί φίλοι είναι σπάνιοι, για να μην πω, ανύπαρκτοι.
Ήταν ολοφάνερο ότι ο Τάσσος είχε συγκινηθεί από τα λόγια του Παύλου. Τον κύτταξε καλά στα μάτια σα να ήθελε να πειστεί ξανά για τα λόγια που είχε ακούσει. Άφησε το φλυτζάνι του κάτω και άπλωσε το χέρι του στον ώμο του Παύλου.
-Ξέρεις Παύλο, σε πιστεύω. Δε θα πω λοιπόν τίποτα άλλο. Θα σε κυττάζω… Θέλω να σε δω να κρατάς την υπόσχεσή σου. Αυτά που διαδραματίστηκαν τις τελευταίες ημέρες συγκλόνισαν τη μητέρα σου και την αδερφή σου. Να τα χαράξεις λοιπόν βαθιά στο μυαλό σου και να τα θυμάσαι κάθε φορά που ο πειρασμός χτυπάει την πόρτα του νου σου. Μη μας πικράνεις άλλη φορά εξευτελίζοντας τον αντρισμό σου.
Ο Παύλος καταλάβαινε πολύ καλά.
-Ευχαριστώ πατέρα, είσαι πολύ γενναιόδωρος, πάντα ήσουν! είπε και χαμογέλασε μ’ ευγνωμοσύνη.
-Έλα τώρα, σήκω. Θα φύγουμε λίγο νωρίτερα σήμερα. Να ετοιμαστείς για αύριο. Και θέλω να ξέρεις ότι αύριο θα έρθω μαζί σου στο σχολείο. Θέλω να δω τον διευθυντή. Πρέπει να του εξηγήσω για τις τρεις μέρες που έλειπες. Τι να κάνουμε; σε χρειαζόμουν στη δουλειά, γιατί η μάνα σου ήταν άρρωστη. Δε θα συμβεί όμως άλλη φορά. Θα ζητήσω συγγνώμη!
-Σ’ εμπιστεύομαι μπαμπά. Είμαι βέβαιος, πως εσύ, απ’ όλους τους ανθρώπους πάνω στη γη, δε θά ‘λεγες ποτέ κάτι που να με βλάψει! Ξέρω πως θέλεις μόνο το καλό μου, το καλό της οικογενείας μας.
Ο Τάσσος χαμογέλασε ευχαριστημένος. Επιτέλους! Είχε βεβαιωθεί πως είχε ξαναβρεί το γιο του! Ανήκε τελικά στους τυχερούς γονείς κι ευχαριστούσε το κουράγιο του για όσα είχε πετύχει να ξεπεράσει. Εκείνες τις λίγες οδυνηρές ρωγμές στην ψυχή του θα τις ξεπερνούσε με το πέρασμα του χρόνου, αρκεί τα παιδιά του να κρατούσαν την ευθεία που είχε χαράξει το οικογενειακό τους ήθος.
Όσο για τον Σωτήρη, ήταν βέβαιο πως δε θα τολμούσε να κατηγορήσει τον Παύλο για τίποτα, αφού εκείνος ήταν που είχε τη μεγάλη ιδέα να επισκεφτούν το κλάμπ για να «καζαντήσουν»! Αφού εκείνος είχε τα «μέσα» για να περνούν τα δεκαπεντάχρονα ή δεκαεξάχρονα αγόρια στο κλαμπ, κι αφού εκείνος είχε προσπαθήσει να πάρει μαζί του κι άλλα παιδιά από το σχολείο, μόνο που εκείνα καθώς φοβόνταν και δεν ήθελαν προβλήματα, τον απέφευγαν. Ο Παύλος ήταν η εύκολη λεία, αφού σαν φίλος του τον είχε εμπιστευτε… όταν είχε πειστεί ότι θα πήγαιναν για χαβαλέ και μόνο «ε… κι αν κέρδιζαν και κάτι… ακόμη καλύτερα!»
Συνήθως τα άσχημα έχουν και… άσχημο τέλος, εκτός αν κάποιος είναι τυχερός, όπως ήταν ο Παύλος. Ο νεαρός είχε δίπλα του μία δυνατή και εκλεκτή οικογένεια και ήταν φτιαγμένος από την ίδια καλή πάστα όπως οι δικοί του: ο Τάσσος, η Μήλα και η Άννα. Γλύτωσε λοιπόν και επανήλθε στους κανονικούς ρυθμούς της ζωης, όπου η ευτυχία είναι έργο των ανθρώπων και όχι κάτι που στέλλεται εξ ουρανού ως θείο δώρο ή και ως λαχείο από την καλή τους τύχη!..
Τέλος