Α. Σικελιανός Ο “αλαφροΐσκιωτος” από την Λευκάδα

 Α. Σικελιανός

Ο “αλαφροΐσκιωτος” από την Λευκάδα

Ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός και το θρησκευτικό συναίσθημα:  Το 1914, στα γραφεία του Εκπαιδευτικού Ομίλου, συναντώνται οι δύο ποιητές, ο Άγγελος Σικελιανός και ο Ν. Καζαντζάκης[1] και  γρήγορα τους δένει μία στενή φιλία. Η Έλλη Αλεξίου[2] (αδελφή της Γαλάτειας Αλεξίου – Καζαντζάκη), ονομάζει τους δύο άντρες “πνευματικούς αδελφούς” και ο Πρεβελάκης[3], “αδερφοποιτούς’’. Οι δύο πνευματικοί νέοι αμέσως, μόλις γνωρίζονται, αποφασίζουν να κάνουν περιήγηση – προσκύνημα στο Άγιο Όρος[4], και στη συνέχεια αναχωρούν εντός τριημέρου. Η περιήγηση αυτή διαρκεί σαράντα ημέρες και η φιλία η οποία αναπτύσσεται ανάμεσά τους, μολονότι παρουσιάζει διαφορετικές φάσεις, διατηρείται μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Το 1915, μία περίοδο που το ελληνικό κράτος ταράσσεται από τη διαφωνία Ε. Βενιζέλου και βασιλέως Κωνσταντίνου, ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός των οποίων η φιλία εξελίσσεται, περιηγούνται την Ελλάδα. Αρχίζουν το ταξίδι τους τον Ιανουάριο, επισκέπτονται το Δαφνί, την Ελευσίνα, την Καισαριανή, τους Δελφούς, το Μέγα Σπήλαιο, την Κόρινθο, τις Μυκήνες, το Άργος, την Τεγέα, τη Σπάρτη, το Μυστρά.  Από τον Απρίλιο μέχρι και τον Ιούνιο, ο Καζαντζάκης  βρίσκεται στην Αθήνα με τη σύζυγό του Γαλάτεια και μελετά Bergson, Tagore, Claudel, Eucken, Croiset και άλλους.  Σχεδιάζει να γράψει έργα, σχηματίζει τίτλους γι’ αυτά,  δηλώνει ποιοι είναι οι διανοούμενοι που επηρεάζουν τη σκέψη του, ποιους χρησιμοποιεί ως υπόδειγμα προς μίμηση στο γράψιμό του και τέλος κηρύσσει ως διδασκάλους του, τον Όμηρο, τον Δάντη (Dante) και τον Μπερξόν (Bergson).  Στο ημερολόγιό του, γράφει ότι η “εξέλιξη” σε σχέση με τις εκλογές του, οφείλεται στις εκδρομές που έχει κάνει  με φίλους ή με δικούς του ανθρώπους, στις αναγνώσεις των Dante, Rodin, Bergson, Claudel και άλλων, και στον φίλο του τον Άγγελο Σικελιανό.  Από τον Ιούλιο[5] ως και τον Σεπτέμβριο[6], ο Καζαντζάκης μετακινείται ταξιδεύοντας μόνος ή με την σύζυγό του Γαλάτεια και με το ζεύγος Σικελιανού. Σε ετούτα τα ταξίδια, η Γαλάτεια γνωρίζει τον Α. Σικελιανό από κοντά, και στο έργο της,  Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι[7],  συγκρίνοντας τον άντρα της Καζαντζάκη, με τον Σικελιανό (τον οποίο εδώ, αποκαλεί ‘Γλαύκο’), εκφράζει τον θαυμασμό της για τον Λευκαδίτη ποιητή  και τον χαρακτηρίζει “γενναίον”.

Τα ανεξίτηλα ίχνη του “Αλαφροΐσκιωτου”, Σικελιανού: Ο Πρεβελάκης[8] έγραψε  χωριστά για τον Σικελιανό, τον οποίο, όπως λέει, γνώρισε καλύτερα αργότερα, όταν είχε ήδη πλησιάσει και μελετήσει το έργο του μεγάλου Επτανήσιου Ποιητή, ο οποίος διαπνεόταν από διαφορετικό, φιλοσοφικό οίστρο στην πνευματική του δημιουργία, από τον αντίστοιχο του Καζαντζάκη. Μιλάει για την μοναδική εμπειρία του και χαρακτηρίζει ευλογία το γεγονός ότι έζησε κοντά στους δύο κορυφαίους άντρες της ελληνικής λογοτεχνίας, οι οποίοι δε φοβούνταν να ονομάσουν τους εαυτούς τους, ‘Θεούς’[9].

Ως επίτιμος πλέον διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών[10], ως φίλος και δεινός θαυμαστής των δύο πνευματικών δημιουργών, του Καζαντζάκη[11] και του Σικελιανού[12], ο Π. Πρεβελάκης επιλέγει ως θέμα της ομιλίας του, τη φιλία που άνθισε ανάμεσα στους δύο άντρες, και παρά τις αντιθέσεις τους, οι οποίες  ξεκινούσαν  από το διαφορετικό άμεσο περιβάλλον και το ευρύτερο κοινωνικό εντός των οποίων είχαν γαλουχηθεί. Ο Σικελιανός,  αντίθετα με τον Καζαντζάκη, δε βίωσε μία τραυματική παιδική ηλικία[13], διότι η ιδιαίτερη πατρίδα του, Λευκάδα, διήγε  ειρηνικό βίο, κατ’ αντίθεση προς την Κρήτη, την ιδιαίτερη πατρίδα  του Καζαντζάκη, και επιπλέον η σχέση των γονέων του, εν γένει, υπήρξε αρμονική. Ο πατέρας του, Ιωάννης Σικελιανός,  χρημάτισε καθηγητής ξένων γλωσσών, στη μέση εκπαίδευση.

Ξεκινώντας από το ιστορικό της φιλίας του Κρητικού και του Λευκαδίτη,  που εξελίσσεται στη διάρκεια της περιοδείας τους στο Άγιο Όρος, ο Πρεβελάκης προχωρά στην  περίοδο του προσανατολισμού των δύο, ως προς τον χαρακτήρα τους, και στην αλλαγή κατεύθυνσης της αλληλοεπίδρασής τους αργότερα, καθώς στην πορεία των σχέσεών τους, συνειδητοποιούν εκείνα που τους ενώνουν ή τους χωρίζουν. Ετούτη η τελευταία περίοδος της συνειδητοποίησης, όπως παραπάνω, υπήρξε δραματική για τις σχέσεις των δύο ποιητών.  Βαθμηδόν το χάσμα ανάμεσά τους βαθαίνει, καθώς ο Καζαντζάκης έχει πάρει θέση έναντι των φιλοσοφικών ρευμάτων στην Ευρώπη, αντίθετα προς τον Σικελιανό, που εμμένει πιστός στον Ελλαδικό χώρο και την μακραίωνη παράδοσή του.

Η σχέση του Καζαντζάκη με τον Σικελιανό[14], τον αιθέριο και κατειλημμένο από τη Μούσα του, την ποίηση,  τον λάτρη της αθανασίας, τον “Πέτρο τον Ποιητή”, όπως τον αποκαλεί στο έργο του, Συμπόσιο, επισφραγίζει την άποψη, ότι μολονότι κατά καιρούς κατέχεται από διαφορετικές ιδεολογίες, τελικά ενδιαφέρεται για τις ενέργειες του ατόμου, που θεωρεί τον εαυτό του πνευματικό δημιουργό και πιστεύει ότι οι δραστηριότητές του, μπορούν να αλλάξουν τον “ρυθμό του κόσμου”[15].

Λογοτέχνες της ίδιας γενιάς οι δύο χαρισματικοί άνδρες, έμελλαν να αντιπροσωπεύσουν την Υψηλή Τέχνη τους, ως οι κορυφαίοι της στη Λογοτεχνία των Νεοελλήνων και να τη φημίσουν έξω από τα ελληνικά σύνορα. Ξεχωριστό κοινό χαρακτηριστικό των δύο ανδρών, υπήρξε η αγάπη για την ελληνική Δημοτική γλώσσα. Η Ελένη Καζαντζάκη χαρακτήρισε τη γνωριμία τους, “θεϊκό δώρο” και ο Α. Σικελιανός, θεωρήθηκε “ένας αδερφός” για τον Ν. Καζαντζάκη[16].

Παράδοση, έρωτας, θρησκεία, φύση: θεμελιώδη στοιχεία στο έργο  του Α. Σικελιανού: Ο Σικελιανός όπως ο Καζαντζάκης έγραψε[17] ποίηση, θέατρο-τραγωδίες, άρθρα ποικίλου περιεχομένου, ημερολόγιο, ομιλίες. Ο έρωτας και η γυναίκα κατέχουν εξέχουσα θέση στη ζωή του. Με την Αμερικανίδα λάτρη της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, Εύα Πάλμερ, κατέληξε σε γάμο ύστερα από ένα σφοδρό, αμοιβαίο αίσθημα. Από το έργο του Αλαφροΐσκιωτος, αφιερώνει στην Εύα, ειδικά, και το τελευταίο κομμάτι που επιγράφεται, χρυσόφρυδη[18]. Αυτό, μαζί με το κομμάτι, Το έργο, αποτελούν το κλείσιμο του ποιήματος, το οποίο στο σύνολό του και μέσα από το συμβολισμό του, υπαγορεύεται από το αίσθημα της ευτυχίας του δημιουργού του,  κοντά στην Εύα. Η καλή σχέση των γονέων του, είχε θέσει τις βάσεις για την ψυχική διάθεση του ποιητή,  στη σχέση του με το άλλο φύλο. Θεωρεί τον έρωτά του, δώρο προς τη γυναίκα και παράλληλα αυτός, ο ποιητής, αποτελεί τον μύθο του τραγουδιού του, για τους αναγνώστες του.

Ο έρωτας του Σικελιανού προς τη γυναίκα, είναι εντελώς ανεξάρτητος από  τον έρωτα που του εμπνέει η πνευματική δημιουργία. Τα δύο ετούτα διαφορετικά  στοιχεία, τον εμπνέουν και τον λυτρώνουν, μέσα από ένα είδος διονυσιακής μέθης, που υπερβαίνει τα ανθρώπινα όρια.  Δίπλα  στη απαραίτητη γυναικεία παρουσία και στον έρωτα, και κοντά στα άλλα υπαρξιακά στοιχεία της προσωπικότητάς του, ο Σικελιανός χρειάζεται και τιμά τους γονείς του και με παρόμοια ισχύ, τιμά την Αρχαιοελληνική παράδοση, δίπλα στην αντίστοιχη Νεοελληνική-Χριστιανική.

Το φυσικό περιβάλλον του εμπνέει αγάπη προς την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια. Στους Στίχους του, όπως απλά τιτλοφορεί τον Πρόλογο στη Ζωή[19], κατανοεί κανείς την αφοσίωση του λυρικού ποιητή στη φύση, στην πατρίδα και στην καταγωγή, στη θρησκεία, στο άλλο φύλο και στην οικογένεια, με τρόπο, που αποκαλύπτει τη φυσική ειρηνική συνύπαρξη και συγχώνευση, όλων ετούτων των στοιχείων στο πνεύμα του. Ετούτα τα χαρακτηριστικά μολονότι απαντούν και στον εμπνευσμένο Αλαφροΐσκιωτο, στο έργο του Στίχοι, ξεχωρίζουν και αναπτύσσονται.

Το φιλόμουσο Επτανησιακό περιβάλλον συντελεί ώστε  ο Σικελιανός να ενστερνιστεί το πνεύμα της μουσικής, την εποχή που η ηπειρωτική Ελλάδα διανύει δύσκολες ιστορικές στιγμές. Η “αιθεροκύμαντη” σκέψη του, είναι προϊόν του συνδυασμού: γη, ουρανός, θάλασσα. Στον Αλαφροΐσκιωτο, ως  κύτταρο της φύσης, ο Σικελιανός, της πλέκει τραγούδια, συνδυάζοντας στοιχεία μυστικισμού από την προγονική του κληρονομιά παλιά και νέα, τα οποία δένει όμορφα μεταξύ τους, δένει τον Διόνυσο, την Αριάδνη, την Κυβέλη, την Περσεφόνη ή τον Πλούτωνα, την Ορφική  θεογονία και τον Προμηθέα, με τον Χριστιανισμό.  Ως μουσουργός και ποιητής, υιοθετεί τα χαρακτηριστικά της λατρείας του συμβόλου του Θρακιώτη Λυράρη Ορφέα: την αγνότητα και τη γαλήνη μιας άλλης ζωής η οποία ακολουθεί την παρούσα, στοιχεία που συμπίπτουν με εκείνα του Χριστιανισμού. Για να πλέξει τους μύθους του, ο Σικελιανός, στηρίζεται στις τρεις θρησκευτικές τελετουργίες μυστικισμού των θεών που λατρεύονται από τους αρχαίους Έλληνες: του Ορφέα στη Θράκη, του Διόνυσου στην Ελευσίνα και του Απόλλωνα στους Δελφούς. Αναπλάθοντας το μυστικισμό των αρχαίων Ελλήνων μέσα του, τον μετουσιώνει σε μείγμα, που εμπεριέχει σα σε φυσική κατάληξη τα Νεοελληνικά Χριστιανικά δεδομένα, τα οποία αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησής του. Στον Αλαφροΐσκιωτο, ανασταίνεται ως αρχέφηβος, δηλαδή ως νέος εμβαπτισμένος στο αρχαίο πνεύμα.

Ο Σικελιανός και οι ξένες επιρροές: Στην  εποχή του Σικελιανού και του Καζαντζάκη, οι Έλληνες λογοτέχνες δεν περιορίζονται στη μελέτη των εντοπίων λογοτεχνών ή άλλων πνευματικών ανθρώπων. Στον πνευματικό Έλληνα, τον διανοούμενο, τον δημιουργικό συγγραφέα, υπάρχει έντονη η ανάγκη να γνωρίσει τον εκτός της  Ελλάδας χώρο, να σπουδάσει εντός αυτού, να μελετήσει εφόσον είναι εφικτό  και ίσως ακόμη να ενστερνιστεί τις θεωρίες των φημισμένων παιδαγωγών και φιλοσόφων ετούτου του χώρου. Κάποτε όμως οι ξένοι φιλόσοφοι συντελούν και στη νόθευση των σκέψεων και του τρόπου γραφής των νέων Ελλήνων, που διψάνε για γνώση και επιδιώκουν να διευρύνουν την σκέψη τους, μέσα από το παγκόσμιο κλίμα της εποχής τους και να ανυψώσουν το επίπεδο του τρόπου γραφής[20] τους, με την γνωριμία τους. Πρόκειται για τους γνωστούς ξένους φιλοσόφους του 19ου αιώνα: Friedrich Wilhelm Nietzsche (Νίτσε), W. James,  Bergson (Μπερξόν), τους οποίους ασπάστηκαν, όχι μόνο Έλληνες αλλά και ξένοι διανοούμενοι, όπως ο Maurice Barrès (Μωρίς Μπαρές), ο Paul Claudel (Πωλ Κλωντέλ)[21] ή ο D’ Annunzio, Gabriele (Ντ’ Αννούντσιο)[22].

Στο τέλος του 19ου αιώνα, αρχές του 20ου, διάφοροι συγγραφείς και φιλόσοφοι θεωρούν την ποίηση ως μέσον έκφρασης “αρρήτων βιωμάτων”, ως όργανο “γνώσης των υπεραισθητών”[23].  Έχει ξεπεραστεί ο ρομαντισμός,  σύμφωνα με τον οποίο η ποίηση ενσάρκωνε υψηλές ιδέες, ο Βίκτωρ Ουγκώ ονόμαζε τον ποιητή “ιερό ονειροπόλο” και προέτρεπε τα πλήθη να τον ακούν και να τον ακολουθούν. Οι συμβολιστές του 20ου αιώνα, υποστηρίζουν ότι οι ποιητές κατέχουν εμπειρίες και ικανότητες που άλλοτε ήταν προνόμιο των μάντεων και των μυστικοπαθών. Σύμφωνα με τον Νίτσε[24] η ποίηση είναι όργανο, το οποίο με το στοιχείο της φαντασίας,  συντελεί στη χαλάρωση και θεωρεί απαραίτητο συστατικό της ικανότητας των ποιητών, να προλέγουν τα μελλούμενα.

Ο Καζαντζάκης στην αρχή της καριέρας του επηρεάζεται από τον Ιταλό ποιητή Ντ’ Αννούντσιο, όπως μαρτυρείται στο έργο του Όφις και Κρίνο[25].  Ο Βάρναλης[26], στα “Φιλολογικά Απομνημονεύματά” του[27], επίσης ομολογεί, ότι δέχτηκε την επίδραση του Ντ’ Αννούντσιο[28], καθώς και ο Περικλής Γιαννόπουλος[29], σύγχρονος πεζογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από την Πάτρα. Ο Σικελιανός παρόμοια όπως οι παραπάνω διανοούμενοι, δέχτηκε την επίδραση του Ντ’ Αννούντσιο στην περίοδο που κατέχεται από προγονολατρεία, καθώς κοινό σημείο του με τον Ιταλό ποιητή, είναι η αγάπη προς την αρχαιότητα. Υπό την επίδρασή του έγραψε τον Αλαφροΐσκιωτο[30], χωρίς τελικά να γίνει ακόλουθός του ή ακόλουθος οποιουδήποτε άλλου Ευρωπαίου. Ο Σικελιανός που αγαπούσε εξίσου με την αρχαία Ελλάδα, τη σύγχρονη και τον πολιτισμό της, στράφηκε αργότερα προς την ελληνοχριστιανική παράδοση. Και καθώς εκ πείρας, ο Σικελιανός,  θεωρεί επιζήμιες και “προβληματικές” τις επιδράσεις από το όποιο ξένο φιλολογικό περιβάλλον, προσκολλάται στα στοιχεία της πολιτιστικής του κληρονομιάς και στη φύση του τόπου του. Από τα ποιήματά του, το Θαλερό είναι απόηχος της φυσιολατρίας του[31], ενώ η Ιερά οδός[32]  εκφράζει τον μυστικισμό του.  Στο συμβολικό ποίημα η Μητέρα του Θεού, η Φύση παρίσταται ως η Παναγία και ο Χριστός, ως ο Άνθρωπος. Το Πάσχα των Ελλήνων[33], περιλαμβάνει ένα σύνολο στοιχείων: το αίμα, τη φύση, την ψυχολογία του ανθρώπου που τον ελκύει, το ζωντανό που βρίσκεται δίπλα του, στη φύση. Στην ποίησή του, η μετάβαση από την πολυθεΐα στο μονοθεϊσμό γίνεται σχεδόν ανεπαίσθητα, με τρόπο απλό, ομαλό, φυσικό.  Στον Ελλαδικό  χώρο,  ο Σικελιανός, δέχτηκε την επίδραση του Κωστή Παλαμά, από την οποία όμως προσπάθησε, συνειδητά, να ανεξαρτητοποιηθεί[34].

Ο Σικελιανός και ο ρόλος του “Ποιητή”: Ο Σικελιανός, ως δημιουργός πνευματικού έργου, μεταμορφώνεται στα ποιήματά του, σε ιεροφάντη[35] και θεό. Όπως αποκαλύπτει ο ίδιος στον Λυρικό Βίο[36], το έργο του τον αντιπροσωπεύει σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Ονομάζει τον ποιητή, “Στοχαστή” και “Μυστικό”, και τους ποιητές γενικά, “γνήσιους”, “αυτοδίδακτους”, “πρωτόγονους”, “καθαυτό εδαφικούς” οργανισμούς, από “την άποψη της ψυχικής τους ζωτικότητας”[37].  Από ετούτη την οπτική γωνία, ο  ρόλος των δύο φίλων Ν. Καζαντζάκη και Α. Σικελιανού, υπήρξε επαναστατικός-δημιουργικός, καθώς και οι δύο  παρέκλιναν της πορείας των λοιπών συγχρόνων ποιητών, εντός του ελλαδικού χώρου. Ο Β. Καραλής, υποστηρίζει ότι είναι οι πρώτοι που εισάγουν την “οντολογική κατηγορία του μετά”, και αναφέρεται στον “μετα-κομμουνισμό”, από την πλευρά του Καζαντζάκη και στη “μετά-λογική” και “μετα-διαλεκτική σκέψη”, από την πλευρά του Σικελιανού[38].  Ως προς τις πεποιθήσεις τους για το ρόλο του ποιητή, στο διάστημα που περιοδεύουν στο Άγιο Όρος, υπάρχει σύμπνοια ανάμεσα τους[39]. Ο Σικελιανός, πιστεύει ότι ο ποιητής, παρόμοια με τον κάθε άνθρωπο, εγκλείει μέσα του όλα τα στάδια της οργανικής εξέλιξης του κόσμου, μόνο που ετούτος,  από παιδί διαισθάνεται πως ζει σε μυστική συμβίωση με το Παν[40]. Οι Λευκαδίτες συμπατριώτες του τον αποκαλούσαν “Αλαφροΐσκιωτο” και ο Παλαμάς  στα Δεκατετράστιχά του[41], τον αποκαλεί, “Αλαφροΐσκιωτο[42] Λυράρη”.

Ο Αλαφροΐσκιωτος: ο Οδύσσειος Νόστος του Σικελιανού: Στον Αλαφροΐσκιωτο, ο Σικελιανός, είναι ο νεαρός ποιητής ο οποίος έχοντας επισκεφτεί τον Άδη, επιστρέφει ως μετεμψυχωμένος αρχέφηβος[43].  Παραλληλίζει το ταξίδι του, με τον πολύσημο Ομηρικό Οδύσσειο Νόστο. Από τη θέση του αρχέφηβου ανακαλύπτει τα φυσικά αγαθά του Ιονίου, μέλλει να συναντήσει τους ήρωες Οδυσσέα και Αχιλλέα και να ακούσει τον ‘Πρωτοποιητή’, τον Όμηρο, που παρόμοια με τον Σολωμό, τον αποκαλεί “Γέροντα”. Ο τίτλος εγκλείει θαυμασμό, σεβασμό και λατρεία προς τον δημιουργό του  αρχέτυπου των επικών ποιητών, Όμηρο. Από το άγιο πρόσωπο αυτού περιμένει την ευλογία για να σώσει το τάμα και στρέφεται προς άπαντα τα όντα που κατοικούν το νησί του, τους θεούς, τους ανθρώπους, τα ζωντανά. Ο ποιητής -μείγμα γήινων και θεϊκών στοιχείων- μεταμορφώνεται σε διαφάνεια υπό τον ήλιο και το θνητό μέρος της ύπαρξής του, μετουσιώνεται σε πνεύμα.

Ο Πρεβελάκης στο έργο του, Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας[44], δηλώνει ότι ο Σικελιανός θεωρεί το λαό χωριάτη,  από τον τρόπο που αναφέρεται σε αυτόν στον Αλαφροΐσκιωτο, όπως για παράδειγμα στο κομμάτι του: Τα γύρα μου[45]. Στο μετέπειτα ωστόσο μελέτημά του: Α. Σικελιανός, ο Πρεβελάκης μετατοπίζεται από αυτή την άποψη και υποστηρίζει ότι ο Σικελιανός θεωρεί τον λαό ως μια κοινωνική τάξη, παρόμοια όπως αυτή είναι για τον Μπαλζάκ ή τον Εμίλιο Ζολά.

***************

Υποσημειώσεις

[1] Ν. Καζαντζάκης Αναφορά στο Γκρέκο, ο. π.,  σ. 191.  Για τον Άγγελο Σικελιανό, τη φιλία τους, την περιήγησή τους στο Άγιο Όρος και τα βαθειά του αισθήματα, μιλάει ο Ν. Καζαντζάκης, στο Κεφ. ΙΘ’ της Αναφοράς στον Γκρέκο, Καζαντζάκης Ν., Αναφορά στον Γκρέκο, Εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1997, σσ. 188-233.

[2] Ε. Αλεξίου – Γ. Στεφανάκης, Ν. Καζαντζάκης, Γεννήθηκε για τη δόξα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1983, σ. 357 και Π. Πρεβελάκης, Ο Καζαντζάκης του Πρεβελάκη, ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας, Βιβλιοπωλείο της Εστίας Αθήνα, 1958, σ. 21.

[3] Π. Πρεβελάκης, Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, Β’ Έκδοση, Εκδόσεις Ελένης  Ν. Καζαντζάκη Αθήνα,1984.σ. 8, υποσ. 2.

[4]Η σύλληψη του Καζαντζακικού “Οδυσσέα”: Σύμφωνα με τον Πρεβελάκη,  ο Καζαντζάκης συλλαμβάνει το όραμα του δικού του ‘Οδυσσέα’, του ‘Κάποιου’ -τον οποίο αναφέρει και στο ημερολόγιό του από το Άγιο Όρος-,  έχοντας διαβάσει Δάντη και Βούδα και όχι όταν ήταν στο Άγιον Όρος, με τον Άγγελο Σικελιανό.  Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός, ότι στο 26ο κάντο της “Κόλασης” του Δάντη, ο Οδυσσέας δεν επιστρέφει στην Ιθάκη, αλλά έχοντας απαλλαγεί  από την  Κίρκη, κατευθύνεται προς το νότιο πόλο,  ξεπερνώντας τις  Στήλες του Ηρακλέους.  Στο έπος του Καζαντζάκη, ο Οδυσσέας μόλο που επιστρέφει στην Ιθάκη,  αποφασίζει να μην εγκατασταθεί.  Έρχεται στη Σπάρτη, παίρνει την ωραία Ελένη, φτάνει στην Κρήτη, όπου παντρεύει την Ελένη, περνάει στην Ανατολή και συνεχίζει το ταξίδι του στον Νότιο Πόλο -όπως στον Δάντη-, τον τελευταίο του σταθμό).

[5]Τον Ιούλιο ο ποιητής ταξιδεύοντας μόνος του στη Σίφνο, διαμένει σε κελί στην “Παναγιά του Βουνού”.  Ο Πρεβελάκης λέει ότι ο ποιητής σκοπεύει να γράψει εδώ βιβλίο για το προσκύνημά τους -του Σικελιανού και του εαυτού του- στο Άγιο Όρος.  Επιστρέφει στην Αθήνα στις 25 Ιουλίου. Τον Αύγουστο, με τον Σικελιανό, μένει στη Συκιά, για δεκαπέντε ημέρες. Από εδώ τα ζεύγη Καζαντζάκη και Σικελιανού εκδράμουν μαζί στην Πελοπόννησο.  Από το Θαλερό ο Καζαντζάκης έρχεται για επιχειρήσεις, στην Πραστοβά της Μάνης, στις 11 Σεπτεμβρίου κατευθύνονται πίσω στη Συκιά, και εκείθε στην Πάτρα, όπου μαθαίνουν για την επιστράτευση που έκανε ο Βενιζέλος, στην προσωρινή συμφωνία του με το Στέμμα.

[6]Στις 16 Οκτωβρίου 1915. Το ημερολόγιο φέρεται με την επιγραφή: Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1914 και από εδώ, λέει ο Πρεβελάκης, έχει αποσπάσει αρκετές σελίδες για το δεύτερο μέρος του κεφ. ΙΘ’ της Αναφοράς στον Γκρέκο, με τον τίτλο: “Ο φίλος μου ο ποιητής-Άγιον Όρος” (Π. Πρεβελάκης, 400 Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, ο. π., σ. λδ’, υποσ. 1).

[7] “Ο Αλέξανδρος παράλλαζε από τον Γλαύκο σε πολλά πράματα. Ήταν κλειστός, ενώ ο Γλαύκος ήταν όλος διάχυση και εγκαρδιότητα.  Έπειτα τούλειπε η απλοχεριά του Γλαύκου.  Όχι βέβαια γιατί τούλειπαν τα μέσα.  Αλλά γιατί δεν είχε το μεγάλο χάρισμα αυτών που είναι “γενναίοι οσσάκις είναι πλούσιοι κι όταν είναι πτωχοί πάλιν εις μικρόν γενναίοι”. Στο βιβλίο της “Γλαύκος”, είναι ο Σικελιανός, Γ. Καζαντζάκη, Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι, Πρόοδος, Θεσσαλονίκη, σ. 100.

[8] Στο βιβλίο του Π. Πρεβελάκη: Α. Σικελιανός, ο. π.

[9] Π. Πρεβελάκης, Η Κεφαλή της Μέδουσας,  1963, ο. π., σσ. 92-93.

[10] Στην ομιλία του, όταν ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1982, (15 Μαρτίου). Ο Πρεβελάκης αντάξιος μαθητής δύο μεγάλων διδασκάλων, αφιέρωσε στον Καζαντζάκη τον Α’ τόμο του Κρητικού του, στον Σικελιανό το ποίημα Πρίαμος και στους δύο το έργο του: Ο Ήλιος του Θανάτου.

[11] Ο Καζαντζάκης του αφιέρωσε το πρώτο χειρόγραφο της Οδύσσειάς του, την Ασκητική (1945), το κάντο στον Γκρέκο (Τερτσίνες Αθήνα 1960).  Καθαρογράφει την  Οδύσσεια και φέρνει αυτοπροσώπως στο Παρίσι το τεράστιο χειρόγραφο των 1984 σελίδων, και το χαρίζει στον Πρεβελάκη. Τα Χριστούγεννα του 1938 ο Καζαντζάκης αφιερώνει στον Πρεβελάκη και πάλι την Οδύσσεια, σε χαρτόδετη εκτύπωση.

[12] Ο Σικελιανός καλωσόρισε το βιβλίο του Πρεβελάκη Το Χρονικό μιας Πολιτείας, με το ομώνυμο ποίημά του (1939) και αργότερα του αφιέρωσε τον Αττικό του (1942).

[13] Ο πατέρας του δίδαξε και στο γυμνάσιο της Λευκάδας. Αγαπούσε τους κλασσικούς και την ξένη λογοτεχνία, ήταν δημοτικιστής και ενθουσιώδης θαυμαστής και υποστηρικτής της επτανησιακής παράδοσης.  Η μητέρα του Χαρίκλεια, ήταν θυγατέρα του Πάνου Στεφανίτση, που καταγόταν από την Κεφαλληνία, ενώ η μητέρα της από την Ηπειρώτικη οικογένεια: Μόστρα. Η Χαρίκλεια Σ. ως γυναίκα, υπήρξε “ιδιαίτερα μορφωμένη” για την εποχή της. Από τα εφτά παιδιά που γεννήθηκαν, τα δύο ήταν κόρες. Από τα αγόρια ο Άγγελος και ο Διονύσης πέθαναν πολύ ενωρίς. Ο Σικελιανός γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου του 1884[13]. Πήρε το όνομα του αδερφού του, που πέθανε το 1884. Το 1907 παντρεύτηκε την Εύα Πάλμερ και απέκτησε ένα γιο τον Γλαύκο. Το 1909,  ένα χρόνο πριν από το θάνατο του πατέρα του,  δημοσίευσε τον Αλαφροΐσκιωτο που τον έγραψε το 1907, και ενώ βρισκόταν στην Αίγυπτο επισκεπτόμενος τον αδερφό του Έκτορα. Ο ποιητής προσπάθησε και βοήθησε στην οργάνωση των Δελφικών Εορτών το 1927 και το 1930. Ο ποιητής σε δεύτερο γάμο του, νυμφεύτηκε την Άννα το 1940.  Ο Σικελιανός πέθανε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου του 1951, σε ηλικία 67 χρόνων και ενταφιάστηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

[14] Τονίζεται η διαφορετικότητα των απόψεων των δύο: “-Εγώ προτιμώ τον τράγο του αρχαίου χορού, είπεν ο Πέτρος. Αυτός, … προστάτευε τον αιώνιον άνθρωπο.  Μεταλάβαινε το  αίμα του θεού, έσμιγε μαζί του, γινόταν ένα και ζούσε για μιαν υπέρτατη στιγμή τις χαρές και το χαμό του.“ (Ν. Καζαντζάκης, Συμπόσιον, Εκδ. Ε. Καζαντζάκη, Δεύτερη Έκδ. σ. 28).

[15] Ν. Καζαντζάκης, Συμπόσιον, αυτόθι, σ. 36.

[16] Ε. Καζαντζάκη, Ν. Καζαντζάκης ο Ασυμβίβαστος, 2η έκδοση, Εκδ. Ε. Ν. Καζαντζάκη, δεύτερη Έκδοση, Αθήνα 1983, σ. 64.

[17] 1. ποίηση: τον Αλαφροΐσκιωτο (1907) που εμπεριέχεται με ένα δεύτερο μέρος: Οι ραψωδίες του Ιονίου[17], στον Α΄ Τόμο του Λυρικού ΒίουΟ Δελφικός Λόγος (1927), το Αντίδωρο (1943), Μήτηρ Θεού (που έγραψε με αφορμή το θάνατο της αδερφής του Πηνελόπης που πέθανε από φυματίωση στην Ελβετία το 1917), το Πάσχα των Ελλήνων  2. τραγωδίες: Ο Διθύραμβος του Ρόδου (1932), Ο Δαίδαλος στην Κρήτη (1943), Η Σίβυλλα (1944), Ο Χριστός στη Ρώμη (1946), Ο Θάνατος του Διγενή (1947), Ασκληπιός (ημιτελής). Οι τραγωδίες του Α. Σικελιανού, συγκεντρώθηκαν σε τρεις τόμους με τον τίτλο Θυμέλη, Α’ και Β’, 1950, Γ’, 1954. Επίσης έγραψε άρθρα για τη Δελφική Ιδέα μεταξύ 1926-1932, και μελέτες για τον Ροντέν (1918) και για τον Παλαμά (1943) καθώς και για τους: Αισχύλο τον Πίνδαρο, τον Δάντη, τον Σαίκσπηρ, τον Κήτς, τον Ουίτμαν. 4.Υπήρξε ενεργητικός και δίπλα στα άλλα έκανε ομιλίες, έγραψε σημειώματα αλλά και το ημερολόγιο που κράτησε στην περιοδεία του με τον Καζαντζάκη, για σαράντα ημέρες στο Άγιο Όρος μεταξύ 15/11ου και 25 /12ου, 1914.

[18] Η σύλληψή του δένεται με το σφοδρό ερωτικό συναίσθημα του ποιητή, και τη στέρηση της αγαπημένης του ενώ βρίσκεται στη Λιβύη,  στιχ: 820-1049, σ. 161. Άπαντα Σικελιανού, Λυρικός Βίος, Τόμος Α’ Φιλολ. Επιμέλεια: Γ. Π. Σαββίδης, Έκδ. Ίκαρος, 1981.

[19]1915-1917, όπου συμπεριλαμβάνονται τέσσερεις ενότητες: Η Συνείδηση της Γης μου (στ.11-67), Η Συνείδηση της Φυλής μου (στ. 71-116), Η Συνείδηση της Γυναίκας (στ. 119-161), Η Συνείδηση της Πίστης (στ. 165-222), Η Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας (στ. 225-249). Α. Σικελιανός, Λυρικός Βίος, Γ’ Τόμος, Πρόλογος στη Ζωή, Η Συνείδηση της Γης μου, Φιλολ. Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Β’ έκδοση, 1976.

[20] Π. Πρεβελάκης Α. Σικελιανός, ο.π., σσ. 33-34.

[21] Σύμφωνα με τον Πωλ Κλωντέλ, η ποίηση από την άποψη του Χριστιανού ποιητή, “δεν είναι μονάχα “αναφώνηση θαυμασμού και ευχαριστίας” αλλά και “απαρίθμηση” με την έννοια συμμετοχής των πλασμάτων του Θεού στην ποίησή του, Π. Πρεβελάκης, Α. Σικελιανός, ο.π., σ. 53.

[22] Ο Ντ’ Αννούντσιο Gabriele, Gabriele D’Annunzio (1863-1938), a novelist, poet, journalist, dramatist, and daredevil, is the most influential and controversial Italian author of the twentieth century. 1863-1938 (Gabriele D’Annunzio (1863-1938), a novelist, poet, journalist, dramatist, and daredevil, is the most influential and controversial Italian author of the twentieth century.Gabriele D’Annunzio (1863-1938), a novelist, poet, journalist, dramatist, and daredevil, is the most influential and controversial Italian author of the twentieth century.ποιητής, νομπελίστας, δημοσιογράφος, δραματουργός, υπήρξε από τους κυριότερους συγγραφείς του 20ου αι.  (at Booktopia: comments by Alexander Stille, who has written the introduction on D’ Annunzio, Gabriele, book, Pleasure (Gabriele D’Annunzio, Lara Gochin Raffaelli (Transcribed by), Alexander Stille (Introduction by) (translated in Greek)).  Απέκτησε ευρωπαϊκή φήμη και επηρέασε, αφενός με τον πλούτο και την ανατολίτικη χλιδή της μορφής των έργων του, και αφετέρου διότι ετούτα είναι εξαρτημένα από τις θεωρίες του Νίτσε και σχετικά με τον Υπεράνθρωπο. Ως ποιητής αλλά κυρίως ως συγγραφέας, ο Ντ’ Αννούντσιο οφείλει πολλά και στις ιδέες του Νίτσε, Γιώργης Κοτσιράς: Διάγραμμα της Ιταλικής Λογοτεχνίας και οι επιδράσες της, σ. 134, Νέα Εστία Χριστούγεννα 1987. Gabriele D’Annunzio (1863-1938), a novelist, poet, journalist, dramatist, and daredevil, is the most influential and controversial Italian author of the twentieth century.

[23] Αρθούρος Ρεμπώ σε επιστολή του τον Μάϊο του 1871 προς τον Paul Demeny, Π. Πρεβελάκης Α. Σικελιανός, ο.π., σ. 40.

[24]  F. Nietzsche, Morgenrote, αφορισμός 507, Π. Πρεβελάκης, Α. Σικελιανός, ο.π., σσ. 41-42, υποσ. 33.

[25] 1906

[26] 1883

[27]Π. Πρεβελάκης, Α. Σικελιανός, ο.π., σ. 34.

[28] Ο Ντ’ Αννούντσιο Γκαμπριέλε, που έζησε την περίοδο 1863-1938, υπήρξε ποιητής, δραματουργός, και μυθιστοριογράφος. Το πρώτο τέταρτο του 20αι. ο Ντ’ Αννούντσιο είχε χαιρετηθεί ως ο ποιητής που είχε ξεπεράσει το χρόνο. (Πώλ Βαλερύ: “απόλυτη προσωπικότητα του Ποιητή, δηλαδή του Όντος που εναντιώνεται στο χρόνο” (Π. Πρεβελάκης, Α. Σικελιανός, Τρία κεφάλαια βιογραφίας κι ένας πρόλογος, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1984, σ. 35).

[29] Ο Γιαννόπουλος (έζησε 1869-1910), ήταν και  αυτός σαν τον Ντ’ Αννούντσιο και τον Σικελιανό “απόγονος των αρχαίων εφήβων”, είχε δηλαδή κοινά με αυτούς ως προς την αρχαιολατρεία. Ο Σικελιανός του αφιέρωσε το 1910, ποίημα στον Λυρικό Βίο, Τόμος Β’, σσ. 63-79, (δες το μελέτημα: “Περικλής Γιαννόπουλος”, 1919, στο Πεζός Λόγος, Α’, σσ. 65-76).

[30] 1907,  Α. Σικελιανού, Λυρικός Βίος, Τόμος Α’, ο.π.

[31] Ο ποιητής ξεχωρίζει και αξιολογεί όμοια όλα τα μικρά και τα μεγάλα δίπλα στον άνθρωπο είτε λουλουδάκια είναι, είτε ζώα:  “Σα σε κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε η ψυχή, / πασίχαρο μελίσσι, / που όλο κρυφά πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ωσάν τσαμπιά/στα δέντρα ν’ αμολήσει.” (Α. Σικελιανού, Λυρικός Βίος, Τόμος Β’, φιλολ. επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, εκδ. Εταιρία Ίκαρος, 1981, Θαλερό: σ. 119-121, στιχ. 45-48, σ. 121).

[32] “Και σκυμμένο/το κεφάλι μου κράτησα ολοένα, / καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος / κι εγώ του κόσμου, μια δραχμή” (Α. Σικελιανού, Λυρικός Βίος, φιλολ. επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Τόμος Ε’, εκδ. Ίκαρος, 1978, Ιερά Οδός: σ.σ. 41-45, στιχ. 84-87, σ. 44).

[33] Ο ποιητής  μιλάει για τη συλλογή του Δ’ Τόμου “Πιστεύω… πως κάθε ποιητής, πού ‘ναι άξιος του ονόματος, φέρνει μαζί του ερχόμενος στον κόσμο κάποια δόση μοίρας μεταφυσικής”, δηλαδή την προσπάθεια για την επίλυση του οντολογικού προβλήματος: θρησκευτικού αφενός και ψυχολογικού αφετέρου. Α. Σικελιανού, Λυρικός Βίος, Τόμος Α’ φιλολ. επιμέλ. Γ.Π. Σαββίδης εκδ. Ίκαρος, 1981, Πάσχα των Ελλήνων, σσ. 35-38.

[34] Αργότερα ο Λευκαδίτης τον θεώρησε ως τον “άγιο” της ελληνικής γραμματολογίας (Πρεβελάκης: Α. Σικελιανός, ο.π., σ. 36 (υπ. 1, σ. 26).

[35] “Πρόλογος στη Ζωή” α’ έκδοση 1915 (Θεόδωρος Ξύδης, Άγγελος Σικελιανός, Ίκαρος, Αθήνα, 1973, σ. 70). Ο Σικελιανός έχοντας μελετήσει το βιβλίο του Edward Schure, “Οι Μεγάλοι Μύστες”: Ράμα, Κρισνά, Ερμή, Μωϋσή, Ορφέα, Πυθαγόρα, Πλάτωνα, Ιησού, και επηρεασμένος από τους Νίτσε και Μπερξόν, πίστευε στη δύναμη του ποιητή να επηρεάσει τα πλήθη και να τα ζωντανεύει. Ο Ποιητής είναι Στοχαστής και Μύστης: “Ποιος είν’ ο αλαφροΐσκιωτος, / που το βαθύ μυστήριο θε να δράξει / και θα σαρκώσει ανάλαφρος / το τάμα που πλανιέται τρίσβαθα  / κι απάνω από την πράξη;” Η φωνή που ήταν γνώριμη λες κι έβγαινε από τα σπλάχνα του κάνει τον ποιητή Μύστη και Στοχαστή να κατευθύνει και να επηρεάσει τα πλήθη με το έργο του (Η φωνή, στιχ.: 344-359, σ. 98, και Πρώτη Νίκη: στιχ.: 396-402,  και Ανάμεσα στο λαό: στιχ.: 458-470, Το αθάνατο νερό:  στιχ: 527-530. “Κ’ ήπια το αθάνατο νερό, / γονατιστός, στη φούχτα μου, / να ξεδιψάσω την καρδιά ωσά χλόη.”  Και  στο ίδιο κομμάτι οι στίχοι: “Κ’ ήπια το αθάνατο κρασί / το παγωμένο στα βαθειά κατώγια, / το μάτι μου εξαστέρωσε, / μου ηχήσαν καθαρά τα λόγια, /γέλιο και φως στη φλέβα εκύλησε ,/ μια βλέψη μου εδυνάμωσε / το στοχασμόν απόγεια!” (Α. Σικελιανού: Λυρικός Βίος, Τόμος Α’, ο. π.)

[36] “έχω χρέος να πω από την αρχή πως δεν τα βλέπω (εννοεί όλα τα ποιήματα που έγραψε ώς τη στιγμή που έγραφε αυτόν τον πρόλογο) ο ίδιος σήμερα παρά μονάχα ως κάποια χνάρια της υπαρξιακής διαλεκτικής πορείας της ψυχής μου προς την κεντρική κατάκτηση μιας “ενιαίας και μείζονος “ συνείδησης της ζωής.  Αποτελούνε μ’ άλλα λόγια, στη συνείδησή μου, τώρα: μοναχά, ή τα πρώτα στάδια του αυθόρμητού μου δρόμου, ή τον τελευταίο καιρό, μια γνήσια Μέθοδο για την πιο άμεση βαθιά μου γνωριμιά της καθαρής Βιολογικής Αλήθειας, οπού η κατηγορηματική της προσταγή είχε μέσα μου το σπέρμα της απ’ τον καιρό οπού πρωτάνοιξα τα μάτια μου στον κόσμο.” (Τόμος Α’, Πρόλογος, Αλαφροΐσκιωτος, Ραψωδίες του Ιόνιου, φιλολ. επιμέλεια, Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Δεύτερη Ανατ. 1981, σ. 12. και το αφιερώνει στην Εύα Σικελιανού την πρώτη σύζυγό του).

[37] Α. Σικελιανού: Λυρικός Βίος, Τόμος Α’, ο. π., σ. 14.

[38] Βρασίδας Καραλής, Ο Νίκος Καζαντζάκης και το παλίμψηστο της Ιστορίας,   Εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1994, σσ. 22-23.

[39] Στο ημερολόγιο του Καζαντζάκη στις 29 Νοεμβρίου 1914, οι δύο ποιητές βρίσκονται στη μονή Καρακάλου.  “Τα βράδυα στα κρεββάτια μιλούμε πάλι για την ουσία της υπέρ(τατης) επιθυμίας μας -να δημιουργήσουμε θρησκεία” (Τετρακόσια Γράμματα, σ.  7). Η φιλία των δύο τερματίζεται το 1923 όταν διατυπώνεται επίσημα πλέον το Καζαντζακικό Πιστεύω στην Ασκητική. Και ενώ ο Καζαντζάκης μετατοπίστηκε ως προς τις ιδέες του περί Χριστιανισμού μετά από την επίσκεψή τους στο Άγιον Όρος, αντιθέτως ο Σικελιανός έδεσε τη χριστιανοσύνη με την ποιητική του πορεία. Είναι γεγονός ωστόσο οτι ο Καζαντζάκης που είχε ως πρώτο του ήρωα το Χριστό βλέπει κανείς ότι ποτέ στην πραγματικότητα δεν τον αποκήρυξε καθ όλοκληρίαν όπως διαπιστώνουμε, στο στην τραγωδία του Ο Χριστός, Αναφορές στο Χριστό και στην Παναγιά, γίνονται στην τραγωδία Χριστόφορος Κολόμβος,  Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1948), στο Ο Φτωχούλη του Θεού (1952-1953), Οι Αδερφοφάδες (1954) αλλά και στις Τερτσίνες του όπου αφιερώνει μία στο Χριστό.

[40] “Ο ποιητής υποχρεούται να την ακολουθήσει (τη διάχυτη διάθεση), μες απ’ όλα τα εμπόδια ή τους σύμπνοους καιρούς’ μες απ’ όλα τα πάντα: από τη Φύση, από τη Γνώση, από την Ιστορίαν, απ’ τη χαράν,  απ’ την οδύνη., απ’ όλη τέλος την ανθρώπινη ζωή… (να φτάσει)… στην κατάγνωση της “μείζονος ζωής” και της ψυχής του κόσμου’”  Αυτά θα επιτευχθούν: “τόλμα τε και σθένει και θρασία πνέων καρδία”, Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, Α’ Τόμος, Φιλολογική επιμέλεια, Γ.Π. Σαββίδη, Ίκαρος 1981.

[41] αριθμός 67.

[42] Στην Αναφορά στον Γκρέκο, στο κεφ. ΙΑ’ Νάξος, ο Καζαντζάκης αποδίδει το ίδιο επίθετο στον εαυτό του: “Αλαφροΐσκιωτος, θαρρώ, θα γίνει ο γιος σου, κυρία Μαργή, είπε μια μέρα η κυρά Πηνελόπη η γειτόνισσα στη μάνα μου’” (σ. 97).

[43]Το φαινόμενο του ‘αρχέφηβου’  δεν σχετίζεται απλά με το μεταγενέστερο θεατρικό του Καζαντζάκη, Κούρος, αλλά η τραγωδία καθαυτή θεωρείται ότι εκπροσωπεί τον Σικελιανό, μέσω του ήρωά της

[44]Π. Πρεβελάκης, Ο Ποιητής και το Ποίημα της Οδύσσειας, ο.π.,  σσ. 69-70.

[45] “Ολούθε ο ιδρομέτωπος / κυβέρναγε χωριάτης”, Α. Σικελιανού, Άπαντα, Λυρικός Βίος, Τόμος Α’, ο. π.,  στιχ. 253.

2 σκέψεις πάνω στὸ “Α. Σικελιανός Ο “αλαφροΐσκιωτος” από την Λευκάδα

  1. Χάρη σε εσάς είχα την χαρά να γνωρίσω καλύτερα τον Άγγελο Σικελιανό ,το έργο του τον χαρακτήρα του την σχέση του με τον Ν.καζαντζάκη και τις διαφορετικές αντιλήψεις τους. Μέχρι σήμερα μόνο ονομαστικά γνώριζα τους ποιητές μας Να είστε πάντα καλά και να φωτίζετε το πνεύμα μας Κυρία Πιπίνα !

    Μοῦ ἀρέσει

  2. Αγαπητή μου Άννα, αισθάνομαι και πάλι ότι βρίσκομαι σε ένα χώρο διδασκαλίας… Για να είμαι ειλικρινής είσαι “πολύ καλή μαθήτρια” και θα προοδεύσεις ως προς την διεύρυνση των απόψεών σου, που οπωσδήποτε είναι ήδη πολύπλευρες και αμέτρητες… Η μελέτη των διανοουμένων είναι ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο, και ο καθείς από εμάς και άσχετα με το επίπεδο της μόρφωσής του, είναι απαραίτητη για την κατανόηση της λειτουργίας της προσωπικότητάς τους, του ψυχισμού τους και επομένως και της δημιουργικότητάς τους… Απαιτητική μεν υπόθεση, βοηθητική δε ως προς την αύξηση και επέκταση των γνώσεών μας και αρωγός στην διαχείρηση των αντιστοίχων δικών μας…

    Μοῦ ἀρέσει

Σχολιάστε