Χρόνια πολλά…
(Βοριά!)
Χρόνια πολλά σου άνθρωπε
Φύση χρόνια πολλά
χρόνια πολλά
κυρά μου λευτεριά
χρόνια πολλά αγάπη!
‘Σφυρίζεις και μουγκρίζεις
σαν τραγουδάς τ’ άγρια,
Βοριά μου!
Θεριά είναι
οπού κατασπαράζουν
τα ήμερα.
Καλείς και ψάχνεις
για να βρεις
της ελπίδας το φονιά.
Αχ… Βοριά!..
Συ που μαζεύεις τα λεριά…
βρες τον φονιά…
βρες τον φονιά!..
Βοριά!.. αχ, Βοριά!
τη ρίζα του κακού
την αστοχάς…
κι αφήνεις τ’ άκακα τ’ αρνιά
στην οργή της παγωνιάς!..
Κουφάρια ρημαγμένα
γεμίσαν οι χαράδρες!
Κατάρα στα ‘γεράκια’
Κατάρα στα γεράκια!..’
Χρόνια πολλά σου άνθρωπε
Φύση χρόνια πολλά σου…
χρόνια πολλά κι εσένα
κυρά μου λευτεριά,
χρόνια πολλά σου αγάπη!
*************************
Στην όχθη του Αχέροντα…
Στην όχθη του Αχέροντα
πήγες και κάθησες…
Ήταν δειλινό,
κι ο ήλιος πυρπολούσε
τις μακρυνές κορυφές.
Όταν σ’ αντίκρυσα
στην άκαρδη ερημιά
οι μύθοι ενσαρκώθηκαν
και πίστεψα πως ήταν
η ανάσταση
του ατίθασσου νέου
που δαρμένος από τρέλα
θεϊκιά…
τους Φρύγες ονειρευόταν…
Κυττούσες τον Απόλλωνα
ν’ απομακρύνεται
κι έκλαιγες για τον έρωτα
που είχες αντικρύσει κάπου
στις ψηλοκορυφές,
κι ύστερα έμαθες
πως αντίπερα ανήκε!
Πήρες μεγάλη απόφαση
γενναίε μου
να τον παλαίψεις
αντρίκια…
‘Χάρε’, τον παρακάλεσες…
‘Χάρισέ την μου…
ή πάρε με κι εμένα!..’
Η Γερακίνα στέναξε
για τον καϋμό σου
και ο αϊτός τον ζύγιασε
για να σε βοηθήσει…
Είπε ο Άρνης,
πως είχε ήδη υπογράψει
το συμβόλαιο
κι ούτε που ήταν δυνατόν
τις πέτρες να στραγγίσει
για ‘το δώρο της καρδιάς’.
Κι είχε, ως είπε ο σκληρός,
βουτήξει το σφουγγάρι
μεσ’ το ξύδι
‘για να δροσίσει’
‘την πληγή της ανομβρίας.
‘Καταλυτή της ύπαρξης
νέρωσε το κρασί σου,
τη συμφωνία άλλαξε.
Οι διαφορές δε λύνονται
με κονταρομαχίες
στα πέτρινα τ’ αλώνια.
Δε ζούμε στους καιρούς
της ανθρωπιάς
και η μονάδα δε μετράει.
Κι αν αναμασσώ τις ιδέες μου
είναι γιατί το μαντολίνο
ξέρει ν’απαλύνει
τις νότες της παραφωνίας σου!
Φονιάς εσύ…
τραγουδιστής εγώ…
Ξέρε το θα νικήσω κάποτε,
αν τελικά
δεν εκλείψουν οι ‘άνθρωποι’.