ΟΙ ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ- ΠΑΙΔΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΟΙ ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ

ΠΑΙΔΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΣΥΔΝΕΥ 1998

Στα παιδιά μου με αγάπη

ΟΙ ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ

 ******************************

  1. Ο Μάρκος συναντά μια πυγολαμπίδα

Σουρούπωνε. Βιαστική η μεγάλη φωτεινή πυγολαμπίδα, τρύπωσε  στο άνοιγμα της σπηλιάς και χάθηκε από τα μάτια του Μάρκου, που έτρεχε επίμονα ξωπίσω της ως τη στιγμή εκείνη, προσπαθώντας να την πιάσει.

Σταμάτησε για μια στιγμή  απογοητευμένος μπροστά στην άγνωστη σπηλιά.  “Μα από πού ξεφύτρωσε αυτή η σπηλιά μπροστά μου;”  Αναρωτήθηκε μοναχός του.  Δεν την ήξερε. Ίσως πάλι, δεν έτυχε να την  προσέξει όλες τις άλλες   φορές, στις εξερευνήσεις του στο δάσος.

“Πω, Πω!.. Θα έχω προχωρήσει στο δάσος βαθύτερα  απ’ ότι συνήθως!..”, σκέφτηκε ξανά με κάποια ανησυχία.

Δεν κάθησε ωστόσο να λεπτολογήσει, γιατί έβλεπε το σκοτάδι να πυκνώνει γύρω του.  Έτρεξε λοιπόν προς τα πίσω, για να προλάβει να βγει από το δάσος πριν  νυχτώσει για τα καλά.  Έτσι γρήγορα που έτρεχε νόμιζε ότι θα  έσπαζεη καρδιά του.  Δεν τολμούσε να κυττάξει πουθενά αλλού, παρά μόνο μπροστά του.  Δεν άργησε έτσι να βγει στο ξέφωτο κι από εκεί με μιαν  αναπνοή, έτρεξε  στο σπίτι του.

 

Είχε βραδυάσει για  τα καλά, όταν άνοιξε  πολύ προσεχτικά, κι όσο  πιο αθόρυβα μπορούσε, την πίσω πόρτα του σπιτιού, που έμπαζε στην κουζίνα.  Σταμάτησε μια στιγμή  στο κατώφλι της λαχανιασμένος, βαρυανασαίνοντας κυριολεκτικά από το τρέξιμο, την ενοχή και την αγωνία. Κύτταξε ζαλισμένος. Η γιαγιά του, η κυρά Ποινιώ, καθόταν  εκεί στο μεγάλο τραπέζι με μιά κούπα μπροστά της. Φαινόταν πολύ ταραγμένη, τόσο πια η καημένη, που δεν  είχε καταλάβει το Μάρκο που στεκόταν εκεί, στο κατώφλι της πόρτας στεναχωρημένος και την παρακολουθούσε διστακτικά.  Η γιαγιά του, που κούναγε το κεφάλι της και σιγομουρμούριζε, κάποια στιγμή σηκώνοντας τα μάτια της και κυττώντας ψηλά, σταυροκοπήθηκε. Ο Μάρκος, νιώθοντας τώρα πολύ ένοχος για την φανερή ανησυχία  της γιαγιάς του, προχώρησε δειλά προς το μέρος της λέγοντας:

-Γιαγιά… ήρθα!..

Τότε μόνο, πρόσεξε η καημένη η γιαγιά Ποινιώ τον εγγονό της.  Σηκώθηκε  και με  λαχτάρα  έτρεξε προς το μέρος του. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της, λέγοντας γεμάτη  χαρά:

-Αχ παιδάκι μου, πόσο με τρόμαξες!.. Ήρθες…  Δόξα στο Θεό, είσαι καλά!..

-Συγγνώμη γιαγιά!.. Ξέρεις, αλήθεια δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω.  Να… ξεχάστηκα!… είπε ο Μάρκος στεναχωρημένος.

-Μα πού ήσουν λοιπόν; τον μάλωσε χαιδευτικά αυτή.

Ο Μάρκος δεν απάντησε αμέσως και η καλή του γιαγιά Ποινιώ, συνέχισε με κάποιο παράπονο.

-Πού ήσουν λοιπόν παιδί πράγμα;  Δεν είπαμε τόσες φορές Μάρκο μου, πως το σκοτάδι είναι κακός σύμβουλος για τα παιδιά;  Κι ούτε καν που με  ρώτησες!  Μήπως πήγες πάλι στο δάσος;

Ο Μάρκος χαμήλωσε το κεφάλι ντροπιασμένος.  Είπε πολύ σιγά.

-Δηλαδή… ναι…  Ξέρεις πώς είναι αυτά τα πράγματα  γιαγιά!.. Πήγα… στο δάσος, αλλά όχι για πολύ, αλήθεια σου λέω.  Ήμουν έτοιμος να γυρίσω, όταν ξαφνικά είδα μπροστά μου, μια μεγάαααλη φωτεινή πυγολαμπίδα…. και… καταλαβαίνεις, ήθελα  να την πιάσω.  Ούτε και που ένιωσα πώς βρέθηκα μακρυά από το ξέφωτο.  Στο τέλος όμως, την έχασα… Τι κρίμα!..

Ο Μάρκος δεν ήθελε βέβαια  να τρομάξει τη γιαγιά του, λέγοντάς της για τη σπηλιά, όπου τρύπωσε η φωτεινή πυγολαμπίδα που κυνηγούσε, κι εξαφανίστηκε.

-Αξίζει παιδάκι μου, να κινδυνεύεις τέτοια ώρα στο δάσος για οτιδήποτε;  Δε μας σκέφτεσαι καθόλου τους γονείς σου κι εμένα;

-Γιαγιά μου… δε θα το ξανακάνω… αλήθεια σου λέω!..  κατέληξε ο Μάρκος.

Έτσι λοιπόν η γιαγιά ησύχασε και ο Μάρκος κάθησε στο τραπέζι μαζί της, για να πιει το βραδυνό του γάλα, μια συνήθεια, που είχε από πολύ μικρός.

  1. Ο Μάρκος και ο φίλος του Άλεξ

Πέρασαν εβδομάδες από  την ημέρα που έγινε το παραπάνω επεισόδιο με το Μάρκο και την πυγολαμπίδα.  Ο Μάρκος πήγαινε στο σχολείο, μελετούσε τα μαθήματά του, και βοηθούσε την καλή του τη γιαγιά, όταν μπορούσε κι όσο μπορούσε. Όταν είχε καιρό, έπαιζε με το φίλο του τον ΄Αλεξ πού ήταν συνομήλικός του, συμμαθητής του και γείτονας.  Οι δυο τους πήγαιναν στην τελευταία τάξη του Δημοτικού σχολείου και θεωρούσαν πως τώρα πια ήταν μεγάλα παιδιά.

Ο πατέρας και η μητέρα του Μάρκου, δούλευαν μακρυά από το χωριό, στην πρωτεύουσα.  Η γιαγιά και ο Μάρκος δεν μπορούσαν ακόμη να μείνουν μαζί τους, ώσπου οι γονείς του να συγκέντρωναν αρκετά χρήματα,  για να αγοράσουν μια δική τους κατοικία, στην πολιτεία όπου δούλευαν.  Στο καταπράσινο   χωριό των παππούδων του, η ζωή ήταν πολύ απλή και   κόστιζε πολύ λιγότερο από τη ζωή  στην πόλη.   Ο Μάρκος περνούσε τα παιδικά του χρόνια σε αυτό το καθαρό περιβάλλο, μαθαίνοντας ν’ αγαπά κάθε φυτό και δέντρο που μεγάλωνε   στους κήπους, στα χωράφια και  στο δάσος.  Και μιλώντας για το δάσος,  θα πρέπει να σημειωθεί  ότι αυτό ήταν «μια ανάσα μακρυά», με άλλα λόγια,  πολύ κοντά  στο σπίτι της γιαγιάς.

Ο Μάρκος εκτός από τον κόσμο του πράσινου, συμπαθούσε επίσης και μάλιστα πάρα πολύ, όλα τα ζωντανά που καλυτέρευαν τη ζωή των ανθρώπων στο χωριό.  Θαύμαζε όμως και τα μικρά και μεγάλα, γνωστά κι άγνωστα ζωντανά στο δάσος, όσα δηλαδή είχε ο ίδιος συναντήσει κι εκείνα που τα ήξερε, μόνο από τα βιβλία του.

Ένα συνηθισμένο απόγευμα, ύστερα από το σχολείο, επισκέφτηκε τον Μάρκο, ο φίλος του Άλεξ.  Η γιαγιά Πoινιώ, είχε φτιάξει εκείνη την ημέρα ένα μοσχομύριστο σταφιδόψωμο.  Έκοψε λοιπόν δύο γενναιόδωρα κομμάτια από το σταφιδόψωμο, τα άλειψε με φρέσκο βούτυρο και   φίλεψε  τα παιδιά, μαζί με μια κούπα φρέσκο κι αφράτο γάλα, από τη γιδούλα τους.

Τα παιδιά που ήταν πολύ σεβαστικά, αφού έφαγαν με μεγάλη όρεξη τα καλά που τους είχε προσφέρει η γιαγιά Πoινιώ, την ευχαρίστησαν και τη ρώτησαν αν μπορούσαν να παίξουν ποδόσφαιρο στο ξέφωτο, που όπως είπαμε, ήταν πολύ κοντά, ανάμεσα από την αυλή της γιαγιάς   και από το δάσος.

Η γιαγιά που καθόταν στο σαλονάκι της κι έπλεκε ένα πουλόβερ για το Μάρκο, συμφώνησε  μαζί τους.  Έτσι τα δυο παιδιά, ο Μάρκος και ο Άλεξ, έτρεξαν χαρούμενα έξω από το σπίτι με τη μπάλα του ποδόσφαιρου στα χέρια.

΄Αρχισαν λοιπόν το παιγνίδι, αλλά γρήγορα ίδρωσαν και κουρασμένα καθώς ήταν, κάθησαν κάτω από τη μεγάλη πλατανιά, που ήταν δίπλα στο δάσος.  Κύτταζαν προς το δάσος σιωπηλά, το καθένα βυθισμένο στις σκέψεις του.

Ξάφνου ο Άλεξ δείχνοντας με το κεφάλι του και με το χέρι του προς την κατεύθυνση του δάσους είπε:

-Πάμε να  κυττάξουμε για σαλιγκάρια;

-Χμ… δεν ξέρω… Δεν έχω μάσει  άλλη φορά στη ζωή μου σαλιγκάρια, είπε σκεπτικά ο Μάρκος.

-Δεν τα τρώτε;  ρώτησε πάλι ο Άλεξ.

Ο Μάρκος σκέφτηκε μια στιγμή κι είπε ήσυχα .

-Όχι.  Η γιαγιά μου δεν τρώει σαλιγκάρια.  Προτιμά τα χόρτα ή τα όσπρια.  Καμμιά φορά σφάζει καμμιά από τις κότες μας.  Αυτό το κάνει πιο πολύ για μένα, που είμαι μικρός κι έχω ανάγκη από δύναμη.  Έτσι λέει η γιαγιά μου.

-Ξέρεις,  εμείς πήγαμε  πολλές φορές  στο δάσος με  το μπαμπά μου και μάσαμε μεγάλα και όμορφα  σαλιγκάρια, με ξανθό όστρακο.  Με τη γιαγιά μου, πήγαμε μόνο ως την αρχή του δάσους και μάσαμε  χόρτα και μανιτάρια, όμορφα, πορτοκαλιά και μεγάλα σαν τα πιατάκια του φρούτου!..  είπε ο Άλεξ κουνώντας το κεφάλι του, με ύφος μεγάλου ανθρώπου.

-Θα σου πω ένα μυστικό, αλλά δεν πρέπει να το πεις σε κανέναν. Έτσι; είπε ο Μάρκος ξαφνικά.

Ο Άλεξ έκανε το σχήμα του Χ στο στήθος του, με το δείκτη του  δεξιού του  χεριού, λέγοντας:

-Μα την αλήθεια!..

-Άκου λοιπόν.  Πριν από λίγο καιρό πήγα μόνος μου στο δάσος.  Έπεφτε ο ήλιος στη δύση του εκείνη την ώρα, και το δάσος γρήγορα είχε αρχίσει να γεμίζει από σκιές.  Μόλις έφτασα στα πρώτα κιόλας έλατα, αντίκρυσα μια ασυνήθιστη, μεγάλη και λαμπερή πυγολαμπίδα. Έτρεξα λοιπόν γρήγορα από πίσω της για να την πιάσω. Πότε πήγαινε ψηλά και πότε χαμηλά, πότε στα δεξιά και πότε στα αριστερά, τόσο πια τρελά, που με ζάλισε.

Ο Μάρκος τα είχε πει όλα αυτά με πολύ σπουδαίο ύφος.  Σταμάτησε λοιπόν για μια στιγμή, περιμένοντας τις αντιδράσεις του Άλεξ.  Ό Άλεξ όμως τον κύτταξε ερωτηματικά.  Περίμενε βέβαια τη συνέχεια.  Σίγουρος λοιπόν ο Μάρκος, ότι είχε όλη την προσοχή του Άλεξ, συνέχισε.

– Ξέρεις τι έγινε μετά;

-Σου μίλησε, πιστεύω!.. είπε τώρα ειρωνικά ο Άλεξ, έχοντας χάσει την υπομονή του.

-Ε… όχι δε μου μίλησε, αλλά πριν καλά-καλά  το καταλάβω, πέταξε στο άνοιγμα μιας σκοτεινής σπηλιάς εκεί μπροστά μου, κι εξαφανίστηκε! είπε ο Μάρκος αγωνιώντας σχεδόν, καθώς έφερε στο νου του, με   την  περιγραφή που έκανε στον ΄Αλεξ, εκείνη τη στιγμή.

Ο φίλος του τον κύτταξε με ανοιχτό το  στόμα, άφωνος από το πρωτάκουστο. Περίμενε τώρα ανυπόμονα ν’ ακούσει τη συνέχεια. Τον ρώτησε λοιπόν:

-Σπηλιά είπες;  Ποια σπηλιά!..

Ο Μάρκος κύτταξε και πάλι προς το δάσος,   ξεχασμένος σχεδόν στις σκέψεις του. Ο Άλεξ ξαναρώτησε με φανερά ανυπόμονη περιέργεια.

-Λοιπόν;  Δε μπήκες μέσα στη σπηλιά, για να δεις πού κρύφτηκε η πυγολαμπίδα;

-Κύτταξα… δηλαδή, μόνο από έξω, έτσι για λίγο, αλλά δεν μπορούσα να δω τίποτα. Η πυγολαμπίδα   είχε εξαφανιστεί!   Δηλαδή, εκεί μέσα, στη σπηλιά… απάντησε ο Μάρκος και συνέχισε με μυστηριώδες ύφος.

-Ξέρεις τι μεγάλη και σκοτεινή που ήταν εκείνη η σπηλιά; Ύστερα έπεφτε γρήγορα και το σκοτάδι, νύχτωνε, και η καυμένη η γιαγιά μου θ’ ανησυχούσε…

Δεν ήθελε βέβαια να ομολογήσει στον Άλεξ ότι φοβόταν μόνος στο δάσος.  Ο Άλεξ περίμενε μια στιγμή κι ύστερα είπε ξαφνικά:

-Έχω μια ιδέα. Πάμε να ψάξουμε για πυγολαμπίδες;  Είναι νωρίς ακόμη.

Ο Μάρκος σούφρωσε τα χείλη του, μα μόνο για μια στιγμή.  Του άρεσε η ιδέα  και παραμέριζε κάθε  άλλη σκέψη μπροστά σ’ αυτή.  Συμφώνησε λοιπόν με τον Άλεξ και πρόσθεσε:

-Εντάξει λοιπόν, πάμε για την επιχείρηση “Πυγολαμπίδα-Σπηλιά”.

Τα τελευταία αυτά  τα είπε  φανερή  αποφασιστικότητα. Δεν ήθελε βέβαια ο φίλος του ο  Άλεξ, να νομίσει ούτε για μια στιγμή, ότι ήταν φοβητσιάρης.

-Άλεξ, εσύ βέβαια δεν έχεις ακούσει ποτέ για καμμιά  σπηλιά στο δάσος;  Έτσι δεν είναι; ρώτησε σοβαρά ο Μάρκος.

 

-Όχι, δεν  έχω.  Γι αυτό και σε ρώτησα, όταν μίλησες για σπηλιά.  Άλλωστε εγώ, δεν έχω πάει πολύ βαθιά στο δάσος.  Μέχρι εκεί που πήγαμε με τον πατέρα μου, δε συναντήσαμε καμμιά σπηλιά, απάντησε σίγουρος ο Άλεξ.

-Περίεργο!.. πολύ περίεργο, μου φαίνεται… σκέφτηκε δυνατά ο Μάρκος.  Ξαναρώτησε το φίλο του με κάποια ανησυχία στη φωνή του:

-Και… δε φοβάσαι το σκοτάδι, ε;

-Μπα, τι λες τώρα;  Τι να φοβηθώ;  Αν μας βρει το σκοτάδι, ξέρεις  τι θα πρέπει να  κάνουμε;  θα καταφύγουμε σε μια σπηλιά σαν αυτή που συνάντησες εσύ.  Αν πάλι βρέξει… δε θα ψαξουμε για ένα υπόστεγο;  Και βέβαια θα ψάξουμε!.. Στο δάσος υπάρχουν πολλών ειδών υπόστεγα.  Όλοι οι κυρτοί βράχοι κι οι κουφάλες των δέντρων… και κάτι ακόμη -να μη το ξεχάσω…- οι σπηλιές!..

Ο Άλεξ τα είχε πει όλα αυτά με πολύ στόμφο, θέλοντας να δείξει, όχι μόνο πόσο γενναίος κι άφοβος ήταν, αλλά και πως ήξερε ακόμη, τι να κάνει, αν βρίσκονταν σε ανάγκη.  Ο Μάρκος αδίσταχτα βιάστηκε να συμφωνήσει μαζί του, για να δείξει στο φίλο του, ότι κι αυτός ήταν εξ ίσου γενναίος.

-Ναι, ναι… σα νά ‘χεις δίκιο!..

-Πάμε λοιπόν, αλλά θα γυρίσουμε πίσω γρήγορα, γιατί είναι πολλά ζώα στο δάσος… και δεν έχουμε και μια καραμπίνα, έτσι δεν είναι; είπε ο Άλεξ που μίλαγε μάλιστα, με το ύφος πεπειραμένου κυνηγού.

Ο Μάρκος αποφάσισε και πάλι μέσα του   να τον ακολουθήσει, πιστεύοντας ότι ο φίλος του, πραγματικά είχε κάποιες εμπειρίες.

  1. Στο Δάσος

Τα δύο παιδιά άρχισαν   να περπατούν βιαστικά με κατεύθυνση το δάσος.  Ο Μάρκος που ακολουθούσε, κύτταξε το φίλο του ‘Αλεξ με κάποια ζήλεια για την μεγάλη του αυτοπεποίθηση.  Ξάφνου όμως σκέφτηκε τη γιαγιά του, που αλήθεια την είχε ξεχάσει εντελώς.  Είπε  λοιπόν στον Άλεξ  με κάποια στενοχώρια.

-Θα γυρίσουμε γρήγορα Άλεξ, έτσι δεν είναι;  Δεν πρέπει να πάμε πολύ μέσα στο δάσος, γιατί δε το ξέρουν οι δικοί μας.  Δε θέλω να στεναχωρήσω πάλι τη γιαγιά μου!..

Ο Άλεξ δεν απάντησε. Είχε πια συγκεντρωθεί στο καθήκον του, σαν αρχηγός της επιχείρησης “Πυγολαμπίδα-Σπηλιά”.

Προχωρούσαν τώρα οι δυο τους βιαστικά, ψάχνοντας, με τα λαμπερά παιδικά τους μάτια, παντού. Ο Μάρκος γύρισε μια-δυο φορές κυττάζοντας πίσω του.  Το σπίτι της γιαγιάς Ποινιώς είχε ξεμακρύνει από το βλέμμα του, και για καλύτερα ή χειρότερα, ούτε που το είχε καταλάβει η καϋμένη η γιαγιά του, πως είχαν φύγει από το ξέφωτο. Αλλιώς, σίγουρα θα τους φώναζε να γυρίσουν πίσω και θα τους γκρίνιαζε -«με το δίκιο της βέβαια!»- σκέφτηκε μέσα του ο Μάρκος.

Ήταν κιόλας  αρκετά μετανιωμένος τώρα, που δεν είχε αντιδράσει καθόλου, από την αρχή, στην πρόταση του Άλεξ.  Η αλήθεια να λέγεται όμως: κατά βάθος, του άρεσε αυτή η επιχείρηση!..

Νά ‘τοι λοιπόν  βιαστικοί οι δυο φίλοι μέσα   στο βαθύσκιωτο δάσος, με τα πελώρια έλατα, τους ευκάλυπτους και τις βαλανιδιές, που  ξεχώριζαν με το μέγεθός τους ανάμεσα στα μικρότερα δέντρα του δάσους και στους θάμνους. Τα πουλιά μαζεύονταν αυτή την ώρα  στις μικρές τους φωλιές για να κουρνιάσουν, ύστερα από  τον  καθημερινό τους μόχθο.  Ήταν εκείνη η ώρα που οι φτερωτοί συντρόφοι, ξεκούφαιναν τον κόσμο με τις κουβέντες τους, για τ’ αξιόλογα και τ’ αξιοπερίεργα που είχαν αντικρύσει ολημερίς, καθώς αγωνίζονταν να εξασφαλίσουν το καθημερινό τους φαγητό.

Θροΐσματα και φουρφουρίσματα γέμιζαν την πρασινωπή ατμόσφαιρα. Στο μόνιμα υγρό στρωσίδι του δάσους, τα πεσμένα φύλλα αναδεύονταν η παραμέριζαν, πάνω από τ’ αόρατα σουρσίματα μικρών ζώων, όπως ήταν οι σαύρες, οι σαρανταποδαρούσες και τόσα άλλα λιγότερο γνωστά.  Άσε πια τις στρατιές μυρμηγκιών που καθώς μπερδεύονταν  μεταξύ τους και με καταπληκτική, για το μέγεθός τους ταχύτητα, ζάλιζαν τον παρατηρητή.  Οι κάμπιες από τ’ άλλο μέρος, με μεγάλη υπομονή, σούρνoνταν πάνω σε κορμούς η φύλλα, για να φτάσουν στο δικό τους καταφύγιο.  Η μέρα έφτανε στο τέλος της.

Ο Μάρκος και ο Άλεξ βρήκαν στο δρόμο τους  πολλά  σπασμένα κλωνάρια, και διάλεξαν δύο δυνατές  βέργες, για να τις κρατούν στα χέρια τους.

-Είναι  καλή ιδέα  ξέρεις, όταν  κάποιος βρίσκεται στο δάσος,  να κρατά  μια καλή βέργα στο χέρι, έτσι  για να προφυλαχτεί από  το “ξαφνικό”!.. είχε πεί ο Άλεξ.

Χιλιάδες λαμπερά μάτια κι άλλα τόσα αυτιά, παρακολουθούσαν τους δύο μικρούς φίλους στο διάβα τους. Μια νυφίτσα πού είχε συμμαζευτεί με τα μωρά της στην κουφάλα μιας βαλανιδιάς,  αναρωτήθηκε και με το δίκιο της βέβαια, σα στοργική μητέρα που ήταν:

-Πού να πηγαίνουν τέτοια ώρα παιδιά πράγμα;  Δε φοβούνται μέσα στο μεγάλο δάσος;  Όπου νά ‘ναι θα νυχτώσει!  Πού νά ‘ξεραν πόσοι είναι οι  κίνδυνοι που παραφυλάν, πίσω απο τους κορμούς των δέντρων ή ανάμεσα από τους θάμνους, προπαντός!..

Η κυρά-Νυφίτσα γνώριζε καλά τους συγκάτοικους του δάσους.  Γνώριζε και φοβόταν τα μεγάλα ζώα.  Είχε μάθει να φυλάγεται από αυτά, και προσπαθούσε να διδάξει στα μικρά της, τους νόμους του δάσους.  Γιατί αλοίμονο στα ζωάκια σαν τον εαυτό της, αν δε σέβονταν τους κανόνες της ζωικής πολιτείας, όπου το μεγαλύτερο και δυνατότερο ζώο, κυριαρχούσε του μικρότερου κι αδυνατότερου.  Ήξερε λοιπόν από εμπειρία, ότι τα μεγάλα και σαρκοφάγα ζώα, άφοβα ξεφύτρωναν εδώ κι εκεί, για να “τσακώσουν” τα ανύποπτα πολλές φορές ζωάκια, που περνούσαν απλά δίπλα τους ή πήγαιναν στο ρυάκι για να πιούν νερό.  Όσο πιο άπειρα ήταν τα μικρά ζώα, τόσο πιο εύκολα τα έπιαναν τα μεγαλύτερα και τα δυνατότερα, όπως ήταν οι λύκοι ή οι αλεπούδες για  παράδειγμα, που τα κατασπάραζαν, για να εξασφαλίσουν την τροφή τους.  Μερικά μάλιστα από αυτά τα επικίνδυνα  ζώα του δάσους, δε δίσταζαν να επιτεθούν   και  στα  κατοικίδια ζώα του χωριού, στις κότες, στ’ αρνάκια ή στα κατσικάκια, όταν τά έσπρωχνε και  τα έκανε να ξεθαρρεύουν, η τρομερή τους πείνα.  Τότε όμως, οι νοικοκυραίοι του χωριού, δε δίσταζαν να τα κυνηγούν, με τα κυνηγητικά τους σκυλιά και με τα δίκανά τους, και να τα τιμωρούν για το θράσος τους και τις καταστροφές τους.  Πολλά λοιπόν από τα επιζήμια  ζώα του δάσους, είχαν άσχημη εμπειρία,  όχι μόνο από το καλό σημάδι των ικανών κυνηγών του χωριού,  αλλά κι από τα σκυλιά τους,  όταν αυτοί τα ξαμόλαγαν πίσω τους.

Όταν έδυε ο ήλιος λοιπόν, και  πήχταινε  το σκοτάδι στο δάσος, τα μάτια αυτών των μεγάλων και δυνατών ζώων, γυάλιζαν δίπλα στους κορμούς των δέντρων, όπου  κρύβονταν, παραμονεύοντας για την ανύποπτη λεία τους.  Έμοιαζαν σα μεγάλοι φωτεινοί  σβώλοι από φώσφορο.  Τ’ αυτιά τους και η όσφρησή τους, που από τη φύση τους ήταν πολύ βοηθητικά, μαζί με το ενστικτό τους επιπλέον, τα έκαναν άφοβα κι αδίσταχτα.

Όλα αυτά ήταν γνωστά λίγο-πολύ σ’ όλους τους συγκάτοικους του μεγάλου δάσους, γιατί τα κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Άλλωστε, και τα μυστικά μαθαίνονταν πολύ γρήγορα με τη βοήθεια των πουλιών, των δέντρων και ποιού άλλου; του άνεμου βέβαια!..

Παρ’ όλα αυτά όμως υπήρχαν  πάντα τα θύματα, είτε από απειρία είτε από ατυχία!..

Οι δύο μικροί φίλοι περπατούσαν τώρα στο μονοπάτι, που είχε σχηματιστεί από τους κατοίκους του χωριού, καθώς έφταναν ως εκεί, για να μάσουν χόρτα, μανιτάρια ή και σαλιγκάρια.

Προχωρούσαν γρήγορα, όλο και πιο βαθιά στο δάσος, ξεχνώντας όλα όσα είχαν ακούσει   για τους κινδύνους της νύχτας, που παραμόνευαν τον κάθε επισκέπτη.  Η περιέργεια που τα έσπρωχνε να ψάξουν για πυγολαμπίδες και  προ πάντων για τη σπηλιά που είχε δει ο Μάρκος, τ’ απορροφούσε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μη σκέφτονται πια, τίποτ’ άλλο.

Τα φωσφορένια μάτια δίπλα στους κορμούς άρχισαν τώρα να γυαλίζουν, και οι κουκουβάγιες που είχαν βγει από τις κρυψώνες τους, είχαν κουρνιάσει όπως πάντα εκεί στα ψηλώματα των δέντρων, έτοιμες για να μεταδώσουν τα συνθήματά τους. Τα μικρότερα ζώα αντίθετα, είχαν μαζευτεί κι είχαν ασφαλιστεί μέσα στις φωλίτσες τους, στις κουφάλες των δέντρων ή όπου αλλού βολεύονταν.

Η υγρασία μεγάλωνε, καθώς το φως της ημέρας λιγόστευε.  Οι σκιές  άρχισαν να μαυρίζουν το θόλο που σχημάτιζαν τα  δέντρα  απάνω  από τα περίεργα παιδιά.  Κάποτε έφτασαν κοντά στην ποθητή σπηλιά.  Καθώς άρχισαν  τώρα  να τη βλέπουν καθαρά, βράδυναν κάπως τα  βήματά  τους.

Κάποια κουρασμένα, από το ολοήμερο πήδημα, κοκκινωπά καγκουρώ, μασούλαγαν κρυμμένα μέσα στους σκοτεινούς θάμνους, τα απομεινάρια της τροφής τους.  Είχαν από μακρυά αντιληφθεί την παρουσία των παιδιών και τώρα που αυτά  είχαν πλησιάσει αρκετά, τα  παρακολουθούσαν στενά, παραμερίζοντας τα κλωνάρια των θάμνων.

Τα κοάλα   επάνω στους ευκαλύπτους, είχαν κιόλας πάει για ύπνο.  Ένα, δυο κεφάλια φαλακρών στρουθοκαμήλων ανασηκώθηκαν τη στιγμή που μόλις είχαν κλείσει τα μάτια τους κι ετοιμάζονταν    να πάνε για ύπνο.  Άνοιξαν αργά και με πολύ κόπο, τα συνήθως ζωηρά μάτια τους και κύτταξαν ξαφνιασμένα τα δύο παιδιά.

Η κυρα-Λεύκα που μπορούσε με το ύψος της κι έβλεπε πολύ μακριά, μουρμούρισε ανήσυχη στη γειτόνισσά της την κυρα -Ιτιά.

-Πω… πω… κυρα-γειτόνισσα!.. Δύο  παιδιά μόνα στο δάσος!.. Πώς να τα συμβουλέψουμε να φύγουν καλέ; Πώς να τα κάνουμε να μας καταλάβουν;

Η Λεύκα ανάδεψε τ’ ασημένια  φύλλα της, όσο μπορούσε πιο δυνατά.  Ακούστηκαν μέσα στο δειλινό:

-Σσσσσ!…. Σσσσσσ!…. παιδιά….. παιδιά…..πρέπει  να φύγετε….. Σσσσσ!….. πρέπει να φύγετε.  Όπου  νά ‘ναι θα πέσει το σκοτάδι!..

-Θα βραδυάσει σε λίγο….. θα βραδυάσει…..

ακούστηκε κι η φωνή της γειτόνισσάς της, της Ιτιάς, που γνοιασμένη κι αυτή κύτταζε τα δύο παιδιά.

-Παιδιά φύγετε…. Φύγετε…. Το δάσος είναι γεμάτο  κινδύνους!  Φύγετε!…. Σσσσ!…. Σσσσ……..

ακούγονταν επίμονο το  θρόϊσμα που έκαναν τα φύλλα της Λεύκας, καθώς αυτή προσπαθούσε να προειδοποιήσει τα δύο παιδιά.

Μάταια όμως η Λεύκα με τη βοήθεια της καλής της γειτόνισσας, της κυρά-Ιτιάς, παρακάλεσε και ξανά-παρακάλεσε τα παιδιά. Αυτά, δεν μπορούσαν καθόλου να καταλάβουν τη γλώσσα της.

Αλλά και μια συστάδα από πολύχρωμα κρινάκια ανησύχησαν, βλέποντας τα δύο παιδιά μοναχά τέτοια ώρα στο δάσος.

-Παιδιά!… Παιδιά…. τι γυρεύετε τέτοια ώρα στο δάσος; Φύγετε λοιπόν όσο είναι ακόμη καιρός!.. κουδούνισαν και ξανά-κουδούνισαν με τα λουλουδάκια τους  το συναγερμό, στα χαμένα.

Τα παιδιά κι αυτή τη φορά, όπως και με τη Λεύκα, δεν κατάλαβαν τη γλώσσα των λουλουδιών.

Οι σαύρες ακούγοντας τη Λεύκα, την Ιτιά και τα κρινάκια, στάθηκαν μια στιγμή για ν’ ακούσουν και να καταλάβουν.  Και τα σαλιγκάρια, που τέτοια ώρα  άφηναν τον κρυψώνα τους, για τις αργές πορείες τους μέσα στο δάσος, κουβαλώντας νοικοκυρεμένα  το σπιτάκι τους στην πλάτη, σταμάτησαν κι αυτά, υψώνοντας με φροντίδα τα τηλεσκοπικά τους μάτια.  Ήταν πολύ δύσκολο μέσα στις τόσες σκιές του δάσους,  να ξεχωρίσουν τα παιδιά.  Και δίχως άλλο, από όλα καλύτερα, ξεχώριζαν τη δική τους ασημένια γραμμή στο έδαφος!

Τα παιδιά λοιπόν, ούτε που κατάλαβαν,  το συναγερμό που είχαν προκαλέσει με την παρουσία τους στο δάσος. Τίποτα, μα τίποτα, από όσα συνέβαιναν γύρω τους. Το δάσος ήταν γι’ αυτά πάντοτε το ίδιο:  γεμάτο ζωή την ημέρα, και τώρα που έδυε ο ήλιος, γινόταν όλο και πιο ήσυχο, καθώς οι θόρυβοι κόπαζαν.

Κάπου-κάπου ένας γρύλος ή το σκούξιμο κάποιας καθυστερημένης καρακάξας, διέκοπταν τη φαινομενική ησυχία, ταράζοντας τη γαλήνη των ζώων ή ακόμη και  κάποιων ανθρώπων, που ίσως και να κατασκήνωναν, σε μια άλλη γωνιά του ατέλειωτου δάσους. Οι σοφές κουκουβάγιες ετοιμάζονταν κι αυτές με πολλή επιμέλεια για τη βραδυνή τους διδασκαλία!.. Απόψε, σίγουρα, το θέμα τους θα αφορούσε την ασφάλεια των παιδιών στο δάσος.  Γιατί, όλοι οι σωστοί κάτοικοι του δάσους, γνώριζαν τώρα πια  για τα παιδιά.  Ήταν βλέπετε εκείνη η “μάταιη” προσπάθεια της κυρα-Λεύκας, με το θρόϊσμα των φύλλων της, που έκανε γνωστή σ’ όλους τους ενδιαφερόμενους, την παρουσία των παιδιών στο μεγάλο δάσος.  Τα λόγια της λεύκας ακόμη κουδούνιζαν στ’ αυτιά όλων:

-Δύο παιδιά μόνα στο δάσος!…. Δύο….. παιδιά….. μόνα…..στο δάσος!….

Οι αλεπούδες, παρ’ όλο που άκουσαν το νέο, δεν έδωσαν σημασία.  Ευτυχώς για τα παιδιά, εκείνη την ημέρα, είχαν φάει καλά περισσεύματα από ένα αγριογούρουνο, που είχαν σκοτώσει  απάνω στον πανικό τους, κάποιοι ξυλοκόποι. Οι λύκοι πάλι, που είχαν ξελιγωθεί από την πείνα, κάποια στιγμή της ημέρας είχαν κυνηγήσει κάτι κουνάβια για πολλήν ώρα. Τελικά όμως τα παράτησαν, μην υποφέροντας την μυρουδιά τους.  Βρέθηκε τότε, σίγουρα για κακή της τύχη, μία  στρουθοκάμηλος πού είχε χάσει το δρόμο της κι έτρεξαν από πίσω της. Δυστυχισμένο πουλί!.. Ήταν βέβαια και κάποια τεράστεια αυγά  που βρήκαν σε κάτι φωλιές. Τα έφαγαν αντί για φρούτο!  Τώρα λοιπόν, ήταν ξαπλωμένοι νωχελικά, πάνω στο στεγνό χώμα, κάποιας εσοχής σ’ ένα βράχο. Δε νοιάστηκαν λοιπόν καθόλου, για τις τελευταίες ειδήσεις που είχαν μεταδοθεί  από την κυρα-Λεύκα και την γειτόνισσά της την κυρα-Ιτιά, σε κάθε γωνιά   του δάσους με την βοήθεια πάντα του άνεμου.

  1. Το τόλμημα

-Πάμε;  ρώτησε ο Άλεξ.

-Χμ; απάντησε  ο Μάρκος, δείχνοντας δισταγμό.

-Τώρα που ήρθαμε ως εδώ, τι φοβάσαι; ρώτησε πάλι με σπουδαίο ύφος ο Άλεξ.

-Καλά λοιπόν… ας πάμε!  Πρώτος όμως, θα προχωρήσεις εσύ, έτσι;  Εσύ… που δε φοβάσαι… συμπλήρωσε ο Μάρκος μάλλον σιγανά και φανερά  ντροπιασμένος, λες και φοβόταν πως κάποιος τους άκουγε.

Νά ‘τοι λοιπόν οι δύο φίλοι, μπροστά ο άφοβος Άλεξ και πίσω του ο Μάρκος, που τώρα προχωρούν πολύ προσεκτικά, σε σημειωτό σχεδόν βήμα, στο εσωτερικό της σπηλιάς. Για μεγάλη τους έκπληξη   όμως, όσο προχωρούσαν στο εσωτερικό της, τόσο πιο μεγάλη τους φαίνονταν αυτή.  Και ίσως το πιο παράξενο ήταν, ότι τα βήματά τους,  όχι μόνο ακούγονταν πολύ δυνατά, σα να βρίσκονταν σε  μια τεράστια άδεια εκκλησία, αλλά άκουγαν ακόμη και την ηχώ τους.

-Άλεξ!.. μίλησε κάποια στιγμή ο Μάρκος και  σταμάτησε, καθώς τη φωνή του την ακολούθησε η δική της ηχώ.

-Είπες τίποτα; απάντησε ρωτώντας ο Άλεξ, λες κι ήθελε ν’ ακούσει κι αυτός την ηχώ της δικής του φωνή.

-Φοβάμαι, μήπως εδώ μέσα  κρύβονται μεγάλες αρκούδες!.. είπε πραγματικά ψιθυριστά, αυτή τη φορά, ο Μάρκος ανήσυχος.

-Α… μπα… δε νομίζω!.. Λες; ψιθύρισε ο Άλεξ, αβέβαιος κι ανήσυχος τώρα κι αυτός, με τη σκέψη του Μάρκου.

Προχώρησαν ωστόσο, λίγο ακόμη, μαζεμένοι και πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Το φώς είχε τώρα λιγοστέψει αισθητά μέσα στη σπηλιά, και τα παιδιά παρατήρησαν τις κρεμασμένες ανάποδα νυχτερίδες, που καθόλου δε γνοιάστηκαν για την παρουσία τους.  Πολύ γρήγορα  ένιωσαν και την παρουσία  άλλων μικρών υπάρξεων όπως ήταν τα ποντικάκια, οι αρουραίοι ή και οι αράχνες, που οι ιστοί τους  ήταν γεμάτοι από κουνούπια, μυίγες κι άλλα έντομα.

-Περίεργο… δε βλέπω πυγολαμπίδες!.. ψιθύρισε τώρα ο Άλεξ.

-Ούτε κι εγώ! απόρησε κι ο Μάρκος, και στεναχωρημένος έσφιξε απάνω του το ζεστό του πουλόβερ.

Εκείνη τη στιγμή, σαν από ένστικτο, ο Μάρκος έστρεψε το βλέμμα του πίσω.  Του κόπηκε η αναπνοή.  Το άνοιγμα της σπηλιάς, μόλις που ξεχώριζε τώρα. Φαινόταν σαν ένα μικρό παράθυρο, από όπου το  λιγοστό   φως, έδειχνε το πέρασμα της ημέρας.

-Δε φεύγουμε καλύτερα; ρώτησε τον Άλεξ, αφήνοντας και πάλι να φανεί  η  ανησυχία του .

-Πάμε λίγο πιο μέσα!.. πρότεινε εκείνος, αγνοώντας τους φόβους του Μάρκου.

-Άλεξ, εγώ θέλω να φύγουμε.  Δεν υπάρχουν πυγολαμπίδες εδώ μέσα.  Κι αφού δεν υπάρχουν… επέμενε στεναχωρημένος τώρα ο Μάρκος, κι έφερε στο νου του την καλή του γιαγιά, και την υπόσχεσή του για το δάσος.

-Αν  όμως είναι πυγολαμπίδες πίσω από αυτό το βράχο, μπροστά μας;  Ας κυττάξουμε μια στιγμή, κι αν δε δούμε τίποτα, τότε θα τρέξουμε πίσω και κανείς δε θα ξέρει, πως ήρθαμε ως εδώ. επέμενε ο Άλεξ, σίγουρος για τα λόγια του.

Ο Μάρκος συμφώνησε πως είχε κάποιο δίκιο ο φίλος του. Αφού είχαν φτάσει ως εκεί, θα έπρεπε τουλάχιστο να βεβαιωθούν για τις πυγολαμπίδες.

  1. Η αποκάλυψη

Ο βράχος που ορθωνόταν  μπροστά στα παιδιά, έμοιαζε σαν ένας τοίχος, που τα εμπόδιζε   να δουν, τι υπήρχε πίσω του, αν βέβαια υπήρχε κάτι τελικά.  Άφηνε όμως ένα άνοιγμα -κάτι σαν πόρτα- και μπορούσε κανείς  να περάσει από εκεί, και να βρεθεί σε κάποιο νέο ίσως κομμάτι,  της άγνωστης σπηλιάς.

Τα δύο παιδιά προχώρησαν, κυριολεκτικά μαγνητισμένα, προς εκείνο το άνοιγμα.  Αλλά και πάλι ο Μάρκος  δίστασε για μια στιγμή και είπε σιγανά στον Άλεξ.

-Άλεξ, πάμε να φύγουμε, θ’ αργήσουμε!  θα μας πιάσει και  το σκοτάδι και θ’ ανησυχήσει η γιαγιά μου, που δε θα είμαι εκεί στην ώρα μου.  Δε θέλω να στεναχωρηθεί η γιαγιά μου!..

Ο Μάρκος ήταν  αληθινά  μετανιωμένος που αυτή τη στιγμή  βρισκόταν στο δάσος με τον Άλεξ. Ήταν βέβαια κάπως αργά γι αυτό, και το ήξερε.

-Έλα πια!.. Να δούμε μια στιγμούλα και μετά να  φύγουμε.  Αλήθεια σου λέω!.. είπε ο Άλεξ για τα καλά παρασυρμένος  από την περιέργειά του.

Ο Μάρκος κατάλαβε και πάλι ότι δεν υπήρχε τρόπος να πείσει τον Άλεξ. Ούτε και μπορούσε να πάει πίσω μόνος του, χωρίς το φίλο του.

“Εγώ φταίω για όλα. Αν δεν είχα πει τίποτα στον Άλεξ για την πυγολαμπίδα, τώρα θά ‘μουν στο σπίτι μας, με τη γιαγιά μου”, σκέφτηκε ο Μάρκος.

Φαντάστηκε τη γιαγιά του να κάθεται, μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας, έχοντας μια κούπα με χαμομήλι μπροστά της, να προσεύχεται και να σταυροκοποιέται περιμένοντάς τον. Έτσι την είχε δει να κάνει την τελευταία φορά που άργησε να πάει στο σπίτι τους.  Να λοιπόν, που και πάλι, δεν κράτησε την υπόσχεσή του στη γιαγιά Ποινιώ.

Ο Μάρκος μετά από αυτές τις σκέψεις, ακολουθούσε μηχανικά τον Άλεξ. Ήταν πολύ άκεφος.  Ο Άλεξ είχε πλησιάσει τώρα στο άνοιγμα, ακολουθούμενος πάντα από το Μάρκο, κι ετοιμαζόταν να κυττάξει από το άνοιγμα, με μεγάλη προσοχή.  Το σκοτάδι στο μεταξύ είχε πυκνώσει τόσο πολύ, που  μόλις κι  έβλεπαν.  Η υγρασία ανάκατη   με τη ζέστη, έδειχναν άλλη μια φορά, ότι είχαν προχωρήσει αρκετά μέσα στη σπηλιά.

Ο Άλεξ προχώρησε ένα ακόμη μετρημένο βήμα προς  το άνοιγμα,  τραβώντας κυριολεκτικά το Μάρκο από την μπλούζα του.  Καθώς κι οι δύο τόλμησαν κι έσκυψαν για να κυττάξουν, μονομιάς κάτι θαυμαστό έγινε: ολόκληρος ο χώρος άστραψε, σαν νά είχε φτάσει ως εκεί και μέσα  στο σκοτάδι, μια εκτυφλωτική αστραπή. Τα δύο παιδιά στάθηκαν, κεραυνόπληκτα θαρρείς, από το ξαφνικό.  Η φωνή τους πάγωσε στο λαιμό τους, και δεν μπορούσαν να αρθρώσουν λέξη.  Η επόμενη κίνησή τους φυσικά, ήταν να οπισθοχωρήσουν, μόνο και μόνο για να τα βρει μια άλλη τρομερή εκπληξη: το άνοιγμα πίσω τους είχε κλείσει χωρίς   τον παραμικρό θόρυβο, τόσο σιγά, που καθόλου δεν το είχαν καταλάβει. Έκλεισε πιθανόν αυτόματα, καθώς τα παιδιά είχαν προχωρήσει σ’ έναν ωρισμένο χώρο.  Τι  χώρος  όμως να ήταν αυτός;

Τα παιδιά μη αντέχοντας το δυνατό φώς, που τα τύφλωσε κυριολεκτικά, μετά από το φυσικό σκοτεινό περιβάλλο της σπηλιάς, μέχρι εκείνη τη στιγμή, κάλυψαν τα μάτια τους με τις παλάμες τους. Στέκονταν τώρα εκεί κρύβοντας το πρόσωπό τους, αποσβολωμένα, φοβισμένα στη συνέχεια, από το ξαφνικό, το αναπάντεχο και με την αγωνία, για το τι τα περίμενε.  Στη σκέψη τους, οι στιγμές που μετρούσε η αβεβαιότητά τους, θαρρείς κι ήταν ατέλειωτες ώρες. Το δυνατό φως διαπερνούσε τις παλάμες τους,  και τις έκανε  να φαίνονται διάφανες. Τώρα, σίγουρα κι αλοίμονο, δεν υπήρχε τρόπος, να γυρίσουν στα σπίτια τους!  Ποιος ξέρει τι θα επακολουθούσε!..

  1. Ο φιλόξενος Παν-Οζ

-Ελάτε… ελάτε τώρα παιδιά… μη κάνετε έτσι!.. Πού πήγε λοιπόν η τόση γενναιότητά σας; ακούστηκε μια φιλική φωνή, για να συνεχίσει σχεδόν  αμέσως, αφού τα παιδιά δεν αντιδρούσαν, παρά στέκονταν εκεί,   σαν παγοκολώνες.

-Πού πήγε λοιπόν το μεγάλο κουράγιο που σας έφερε ως εδώ; Γιατί σίγουρα είστε πολύ γενναία παιδιά για ν’ αποφασίσετε νά έρθετε στο δάσος μόνα σας τέτοια ώρα, και προπαντός σε μια σπηλιά, που δεν την ξέρει κανείς… μα κανείς!.. συνέχισε η φιλική φωνή.

Τα παιδιά άκουγαν σα να μη πίστευαν στα αυτιά τους. Ήταν μα την  αλήθεια πολύ τρομαγμένα, τόσο πολύ μάλιστα, που δεν τολμούσαν να ξεσκεπάσουν τα μάτια τους, από φόβο για το τι θ’ αντίκρυζαν.

-Λοιπόν; Δε θα μου κάνετε τη χάρη να με κυττάξετε;  Ξέρετε… δεν είμαι κανένα τέρας, είμαι σαν κι εσάς… άνθρωπος!.. ξανακούστηκε η ίδια φιλική φωνή, ενθαρρυντικά.

Πρώτος ο Άλεξ τράβηξε τις παλάμες του από το πρόσωπό του, σκουντώντας το Μάρκο,  που έκανε το ίδιο σχεδόν αμέσως, μετά από αυτόν. Ντροπιασμένα τα παιδιά από τον τόνο της φωνής του αγνώστου, προσπάθησαν, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια τους μερικές φορές, να ξεχωρίσουν την παρουσία του.  Τα δυνατά φώτα  εμπόδιζαν ακόμη τα παιδιά  να διακρίνουν, αν υπήρχαν πράγματα  ή πρόσωπα σ’ εκείνο το χώρο.  Σε μερικά  λεπτά, κι αφού είχαν κάπως συνέλθει από τη σαστιμάρα τους, κι άρχισαν να συνηθίζουν στα φώτα, είδαν  κάποια  ανθρώπινη  φιγούρα μπροστά τους: έναν ψηλό, λεπτό άνθρωπο,  ακαθόριστης σίγουρα ηλικίας, γελαστό, ντυμένο με εντυπωσιακά γυαλιστερά ρούχα, σε κίτρινες και πράσινες αποχρώσεις.

Άρχισαν μάλιστα να προσέχουν, στο φωτεινό αυτό χώρο, κι άλλα  ενδιαφέροντα αντικείμενα.  Πρόσεξαν, ξανακυττώντας τον μυστηριώδη κύριο, πως στο κεφάλι του φορούσε ένα καπέλο τζόκεϊ, χρυσοπράσινο.  Στη θέα αυτού του καπέλου, τα παιδιά αισθάνθηκαν κάπως καλύτερα -πράγμα που αν κι ίσως θεωρηθεί   ασυνήθιστο- συνέβηκε όμως σ’ αυτή την ιστορία. Γιατί τα παιδιά, όπως κι  ο άγνωστος, συνήθιζαν πάντα να φορούν παρόμοια καπέλα για τον ήλιο.  Βλέπετε ο ήλιος στην Αυστραλία δεν αστειεύεται στις σχέσεις του με τους ανθρώπους. Τους θέλει κύριους καλοντυμένους, και προπάντων με καπέλο στο κεφάλι, για να τα έχουν  μαζί τους καλά.

Παρατηρώντάς τον τα παιδιά  συμπέραναν, καθένα χωριστά, με τη δική του σκέψη, ότι θα μπορούσε να πει κανείς, πως ετούτος ο άνθρωπος, δεν ήταν σαν όλους τους άλλους που γνώριζαν, μέχρι τότε τουλάχιστο.  Είχε χαρούμενο  και φιλικό πρόσωπο, κι έμοιαζε λίγο… σα  μεγάλο και ξέγνοιαστο παιδί.

Ο φιλικός λοιπόν τύπος, χαμογέλασε ξανά κι ενθαρρυντικά  προς τα παιδιά και είπε πολύ χαρούμενος -ίσως μόνο και για την  παρουσία τους στο χώρο εκείνο:

-Να σας συστηθώ αγαπητά μου παιδιά: Είμαι ο Παν-Οζ.  Καλωσορίσατε στο εργαστήρι μου.  Είμαι ένας καλλιτέχνης ξέρετε….

-Εγώ, είμαι…

-Ο Μάρκος!.. πρόλαβε ο χαριτωμένος άνθρωπος, εκπλήσσοντας τα παιδιά.

-Και εγώ, είμαι ο…

-Ο Άλεξ!.. είπε  ξανά και γέλασε, ο ασυνήθιστος  κύριος Παν-Οζ.

Τα παιδιά κυττάχτηκαν παραξενεμένα και μετά κύτταξαν τον Παν-Οζ, που το πρόσωπό του φαινόταν τόσο αστείο τώρα, ώστε τα παιδιά, αθελά τους, ξέσπασαν στα γέλια.

Ύστερα από αυτή την ευχάριστη στιγμή της γνωριμίας τους, ο Μάρκος κι ο Άλεξ αισθάνθηκαν πολύ καλύτερα και ξεθάρρεψαν. Το ερώτημα όμως που είχε γεννηθεί στο μυαλό τους και παράμεινε χωρίς απάντηση ως το τέλος, ήταν: πώς ο Παν-Οζ ήξερε τα ονόματά τους;  Μήπως είχε μαντικές δυνάμεις;

Και πάλι όμως, δεν απασχόλησε τα παιδιά για πολύ αυτή η ερώτηση, γιατί έχοντας πια συνηθίσει κάπως στα δυνατά φώτα του παράξενου εκείνου χώρου, ανακάλυπταν τόσα πολλά μυστήρια  στο εργαστήρι του Παν-Οζ, που σίγουρα δεν προλάβαιναν να στεναχωρηθούν, με πολλές ερωτήσεις κι απαντήσεις. Ο ζωηρός εκείνος χώρος έμοιαζε στα μάτια τους μ’ ένα σπουδαίο Λούνα-Παρκ, όπου ενδιαφέρουσες μηχανές, ασυνήθιστοι τριγμοί και θόρυβοι δίπλα σε φώτα που αναβόσβηναν, το έκαναν να  φαίνεται σα να βρίσκονταν έξω από τη γη, σαν κάτι  το φανταστικό ή ίσως ακόμη και διαστημικό!..

“Αυτό είναι!  Ο Παν-Οζ είναι από άλλον πλανήτη!”, σκέφτηκε μια στιγμούλα μονάχα με δέος ο Μάρκος.

“Δε μου φαίνεται ότι είναι  τίποτα αληθινό από όσα βλέπω εδώ μέσα!.. Σίγουρα, θα ονειρεύομαι!”, σκέφτηκε ο Άλεξ από την άλλη μεριά.

Τα χρώματα που επικρατούσαν στο θαυμαστό αυτό χώρο, ήταν κυρίως κίτρινα και πράσινα. Αλλά στο θόλο της σπηλιάς και σε διαστήματα, υπήρχαν κόκκινα και γαλάζια  φωτάκια, που έλαμπαν σα  φωτεινά άστρα σ’ ένα χαώδη ουρανό.

Οι σκέψεις διαδέχονταν η μια την άλλη στο νου του Μάρκου και του ΄Αλεξ, αλλά ούτε και που προλάβαιναν να ρωτήσουν, γιατί όλο και κάτι καινούργιο απορροφούσε την προσοχή τους. Κυττούσαν μόνο   θαμπωμένα, τα θαυμαστά και παράξενα που αντίκρυζαν σε κάθε τους βήμα.  Ποιος ξέρει πού βρίσκονταν λοιπόν, και πώς ήταν δυνατόν να μην έχουν δει ή ακούσει γι αυτή τη σπηλιά, στο χωριό που είναι τόσο κοντά στο δάσος;  Και τι ήταν επιτέλους ο “κύριος” Παν-Οζ;  Τι ήταν τέλος πάντων, όλα αυτά τα ασυνήθιστα αντικείμενα, τα στιβαγμένα πάνω στα τεράστια ράφια;

  1. Στην καρδιά της σπηλιάς

-Ελάτε λοιπόν!.. Ας προχωρήσουμε… πρότεινε ο Παν-Οζ και περνώντας μια πόρτα που άνοιξε αυτόματα, τους περίμενε να τον ακολουθήσουν.

Τότε ακριβώς είδαν το πρώτο ρομπότ, που ήρθε δίπλα στον Παν-Οζ και είπε με τραγουδιστή φωνή:

-Δάσκαλε, σας περίμενα!

-Ήρθαμε λοιπόν Ντίνο!.. Απ’ εδώ οι φίλοι μας: Άλεξ και Μάρκος.

-Χαίρομαι για τη γνωριμία.  Σας περιμένουν όλοι, ανυπόμονοι να σας συναντήσουν, είπε ο Ντίνο στα έκθαμβα παιδιά.

-Ελάτε λοιπόν, ακούσατε τον Ντίνο! είπε ο Παν-Οζ και προχώρησε μπροστά.

Τα παιδιά τον ακολουθούσαν μηχανικά, με τα μάτια ορθάνοικτα, τ’ αυτιά στητά κι όλες τις αισθήσεις τους σε συναγερμό.

Όσο προχωρούσαν ανακάλυπταν πόσο πλύπλοκο ήταν εκείνο το εργαστήριο. Μέσα από απροσδόκητες πόρτες που ανοιγόκλειναν από μόνες τους, κι από λαβυρινθικούς διαδρόμους, ξεφύτρωναν πλήθος αυτοκίνητες υπάρξεις: ρομπότ, μικρές ρουκέτες ή και  διαστημόπλοια: που πετούσαν ήσυχα, χαμηλά ή ψηλά.

Όλα αυτά θαρρείς και συνόδευαν  την ακολουθία τους τώρα, που συνεχώς μεγάλωνε αφού όλο και πιο πολλά μηχανοκίνητα όντα έμπαιναν στη συντροφιά τους. Να και κάποιοι κλάουν-ρομπότ. Τι σπουδαίοι που ήταν!..

-Μα είναι αληθινά  όλα όσα βλέπουμε; Είναι; ρώτησε ο Άλεξ τον Μάρκο.

-Απίστευτο!.. απίστευτο!.. μουρμούρισε σα μαγεμένος αυτός.

Ο Παν-Οζ χαμογελούσε, πολύ ικανοποιημένος από το ύφος των παιδιών.

-Το βλέπω πόσο ενδιαφέρεστε… κι αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά κι ικανοποίηση!.. είπε ο Παν-Οζ.

Τα παιδιά κούνησαν το κεφάλι τους καταφατικά. Τα λόγια ήταν αλήθεια περιττά, αφού όλη τους η στάση κι η έκφραση έδειχναν ακριβώς αυτό.

 

Καθώς λοιπόν προχώρησαν ακόμη περισσότερο, βρέθηκαν ξαφνικά σε μια μεγάλη ανοιχτή περιοχή, κάτι σαν αυλή, ένα πραγματικά Θαυμάσιο χώρο. Εδώ υπήρχαν ωραία δέντρα και λουλούδια και τα παιδιά αφού τα κύτταξαν και τα ξανακύτταξαν, πρόσεξαν πως δεν ήταν αληθινά αλλά κατασκευασμένα από ανθρώπινο χέρι.  Μερικά έφεραν  μεταλλικά φρούτα, -ήταν τεχνητές μηλιές ή αχλαδιές- και κάποιοι θάμνοι είχαν ωραία λουλούδια, κι όλα μαζί  διακοσμούσαν αυτή  την ολοζώντανη, με το δικό της τρόπο, τεχνιτή πολιτεία. Ήταν φανερό ότι όλα όσα έβλεπαν, ήταν έργο του  άγνωστου αυτού… καλλιτέχνη, που καλούσε τον εαυτό του: Παν-Οζ.  Έμοιαζαν τόσο αληθινά!.. Ήταν καταπληκτικό, σχεδόν απίστευτο!..

“Κανείς δε θα μας πιστέψει, αν πούμε τι είδαμε εδώ σ’ αυτή τη σπηλιά!…  Κανείς!”, σκέφτηκε με θαυμασμό, ο Άλεξ.

“Μα είναι δυνατόν ένας άνθρωπος από μόνος του, να έχει κάνει όλα αυτά τα θαυμάσια πράγματα;  Ούτε σε παραμύθια δεν έχω διαβάσει κάτι  τέτοιο!..”, συλλογίστηκε ο Μάρκος έκθαμβος.

Κάθε λίγο και λιγάκι άθελά τους τα παιδιά,  άφηναν επιφωνήματα θαυμασμού ή  έκπληξης.  Ο Μάρκος όμως τόλμησε να ρωτήσει δυνατά αυτή τη φορά:

-Πού βρισκόμαστε κυρ’ Παν-Οζ;  Είναι αληθινά όλα όσα βλέπουμε ή βρισκόμαστε… στη  χώρα των ονείρων;

-Και βέβαια είναι αληθινά, αγαπητό μου παιδί!  Τι ερώτηση!.. Βρισκόσαστε στο εργαστήρι μου!.. είπε εύθυμα ο Παν-Οζ,  και το ύφος του έμοιαζε με εκείνο του μηχανοκίνητου κλάουν που τους ακολουθούσε, κάνοντας πολλά και διάφορα τρικς, για να κάνει τα παιδιά να γελούν.

Τα παιδιά δε μπορούσαν παρά να γελάσουν  και πάλι με το ύφος του Παν-Οζ.  Για πρώτη φορά, εκείνη τη στιγμή, δεν ένιωθαν πια, καμμιά,  μα καμμιά ανησυχία.  Η χαρούμενη, η γιορταστική ατμόσφαιρα και προ παντός ο ίδιος ο Παν-Οζ,  είχαν βοηθήσει, ώστε τα παιδιά να ηρεμήσουν επιτέλους.  Αλλά ο Παν-Οζ συνέχισε σε πιο σοβαρό τόνο.

-Παιδιά, όπως  θα καταλάβατε, είμαι ένας καλλιτέχνης, και μου αρέσει να φτιάχνω ασυνήθιστα πράγματα. Βλέπετε, μ’ ενθουσιάζει η μίμηση του κόσμου γύρω μας. Άρχισα λοιπόν με τους μηχανοκίνητους μιμητές του ανθρώπου, δηλαδή τα ρομπότ, κι έφτασα μέχρι  το ζωικό και το φυτικό βασίλειο. Όπως παρατηρήσατε ως τώρα και μόνοι σας, τρελαίνουμαι να φτιάχνω μιμήσεις του κόσμου γύρω μας, όπως τον βλέπουμε.

Μερικοί καλλιτέχνες, οι ζωγράφοι για παράδειγμα, ζωγραφίζουν ωραίες εικόνες με πινέλα και σπάτουλες, με χρώματα και μολύβια, και κάνουν θαυμαστούς, κάποτε αθάνατους, πίνακες. Άλλοι πάλι, οι γλύπτες, φτιάχνουν ωραία αγάλματα από μάρμαρο, μαρμαρόσκονη, πηλό ή γύψο και γίνονται με το δίκιο τους αθάνατοι, από τα καλλιτεχνήματά τους.

Τέτοια αριστουργήματα σπουδαίων ανδρών, βρίσκονται σε διάφορα μέρη του κόσμου και μερικά μάλιστα έχουν δημιουργηθεί πριν από εκατοντάδες χρόνια. Είναι φημισμένα, και διακοσμούν δημόσιους χώρους, και είμαι βέβαιος ότι θα γνωρίζετε για μερικά, από τα μαθήματά σας.  Κάποιοι άλλοι πάλι καλλιτέχνες, γλύπτες κι αυτοί, χρησιμοποιούν μέταλλα, καρφιά, σφυριά και φωτιά, για να κατασκευάσουν, από αγάπη για την Τέχνη, ενδιαφέροντα έργα γλυπτικής, που διακοσμούν δημόσιους χώρους.

Εγώ λοιπόν, που αγαπώ με τον δικό μου τρόπο την Τέχνη, κάνω κάτι διαφορετικό από όλα αυτά.  Αφού πρώτα σχεδιάσω κάτι που με ενδιαφέρει, σαν ένας ζωγράφος, στη συνέχεια  κατασκευάζω το σώμα του σαν κάποιος  γλύπτης, χρησιμοποιώντας μέταλλα και άλλες ύλες, ανάλογα βέβαια με το έργο. Ύστερα χρησιμοποιώ και κάποια άλλα τεχνικά μέσα: ηλεκτρονικούς  μετασχηματιστές, μπαταρίες, καλόδια κι άλλα απαραίτητα εξαρτήματα, που τα συνδυάζω κατάλληλα, τα τοποθετώ μέσα τους και με τον τρόπο αυτό κινούνται,  μιλούν ή κάνουν  πολλά άλλα θαυμάσια πράγματα.  Δηλαδή  ζωντανεύουν, κατά κάποιο τρόπο.

Αυτά που βλέπετε γύρω σας, είναι το αποτέλεσμα μιας  δύσκολης κι επίμονης εργασίας. Για να ζει, ο σχεδόν ζωντανός αυτός κόσμος, χρειάζεται μίια ανάλογη αγάπη και φροντίδα. Και ξέρετε κάτι; Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος που αποφασίσατε να επισκεφτείτε αυτή τη σπηλιά. Θέλω όχι μόνο να μοιραστείτε τη χαρά μου που είστε επισκέπτες μου, αλλά ν’ ακούσω ακόμη και   τη γνώμη σας για τη δουλειά μου.  Γιατί ο κόσμος που έφτιαξα, είναι από αγάπη για σας, τα παιδιά.   Τα παιδιά όλου του κόσμου! είπε με πάθος ο Παν-Οζ λες κι έβλεπε από  μακριά το όραμά του.

Τα παιδιά άκουγαν  με πολλή προσοχή και θαυμασμό, όλα όσα έλεγε αυτός ο ασυνήθιστος  καλλιτέχνης, ο Παν-Οζ. Ηταν πραγματικά πολύ ενδιαφέροντα, όσο και  ασυνήθιστα. Βέβαια: πόσα παιδιά έχουν την ευκαιρία να βρουν μια τέτοια σπηλιά και να μιλήσουν σ’ έναν τόσο σπουδαίο καλλιτέχνη… ή επιστήμονα;  Αυτό το τελευταίο βέβαια δεν μπορούσαν να το ξέρουν τα παιδιά ως το τέλος.

Ο Παν-Οζ που είχε σταματήσει να μιλά, πήρε στα χέρια του ένα μικρό καλοφτιαγμένο διαστημόπλοιο.  Έμοιαζε στη στρογγυλάδα, μ’ ένα μικρό ταψί.  Ήταν ωραία διακοσμημένο.  Γύρω-γύρω είχε μικρά τριγωνικά παραθυράκια.  Στην απάνω και κάτω επιφάνεια, είχε μικρά κόκκινα και γαλάζια φωτάκια. Το ακούμπησε πάνω σε ένα τραπέζι και πήρε στα χέρια του ένα  κουτάκι που έφερε κουμπιά. Μόλις πάτησε ένα κουμπί με το μεγάλο του δάχτυλο, το μικρό διαστημόπλοιο γέμισε από φωτισμό και κάποια στιγμή  ανασηκώθηκε στον αέρα γυρίζοντας γύρω από τον εαυτό του, και συγχρόνως προς το θόλο της σπηλιάς. Τα παιδιά το παρακολουθούσαν με θαυμασμό και πρόσεξαν πόσο επιδέξια ο Παν-Οζ το κυβερνούσε από μακριά, μ’ αυτό  το μικρό κουτάκι στο χέρι.

“Τι Μάστορας!..”  σκέφτηκαν  με θαυμασμό τα παιδιά.

Είχαν δει βέβαια παρόμοια πράγματα στην τηλεόραση και κάποτε στον κινηματογράφο, αλλά αυτό  που ζούσαν, ήταν κάτι που δεν το χώραγε το μυαλό τους. Παρακολουθούσαν το μικρό διαστημόπλοιο που έλαμπε με τα κίτρινα τριγωνικά παραθυράκια του, λές κι είχε  ένα φωτεινό κύκλο γύρω του. Στροβίλιζε σα μια μεγάλη σβούρα εκεί ψηλά στον αέρα, κάνοντας όμορφους ελιγμούς, πότε χαμηλά και πότε πολύ ψηλά.  Ολόκληρο το τύλιγε ένα όμορφο ζεστό φως, και  τα παιδιά άφηναν κάθε τόσο  επιφωνήματα χαράς και θαυμασμού, στη θέα   των επιδείξεών του.

-Ελάτε, τώρα είναι η σειρά σας, είπε, πάντα φιλικά, ο Παν-Οζ δίνοντας το μικρό κουτάκι στο Μάρκο.

Το μικρό διαστημόπλοιο είχε τώρα σταθεί στροβιλίζοντας σε κάποιο σημείο του θόλου, λες και περίμενε καινούργιες οδηγίες.  Ο Παν-Οζ έδειξε στα παιδιά πώς να χρησιμοποιήσουν τα τέσσερα κουμπάκια, κι ο Μάρκος έλαβε την πρωτοβουλία του καπετάνιου, με κάποιο δισταγμό στην αρχή. Ύστερα  από  μερικές αδέξιες κινήσεις, και με τις οδηγίες του υπομονετικού Παν-Οζ, ο Μάρκος είδε πόσο εύκολο ήταν να το κατευθύνει κανείς από μακριά.  Ο Άλεξ δοκίμασε κι αυτός με τη σειρά του. Τώρα τα παιδιά κρέμονταν κυριολεκτικά, από το στόμα αυτού του σπουδαίου καλλιτέχνη.

-Τι όμορφο παιγνίδι, τι όμορφο που είναι!.. φώναξαν τα παιδιά κατενθουσιασμένα.

Το ζουζούνισμα του ιπτάμενου δίσκου, έφτανε στ’ αυτιά τους σα  μαγική φωνή.  Ήταν σα να ζούσαν σε  κινηματογραφική διαστημική ταινία, μια και δεν είχαν δει  κάτι παρόμοιο ως τότε.

Ο Παν-Οζ πήρε πίσω το κουτάκι και πάτησε ένα στρογγυλό μεγαλύτερο κουμπί στη μέση του κουτιού. Τότε άρχισαν τα φωτάκια να γίνονται πράσινα και κίτρινα, ενώ την ίδια στιγμή, μια μουσική που έρχονταν από το μικρό ιπτάμενο δίσκο γέμισε το χώρο:

“Γόλσινγκ Ματίλντα, γουόλσινγκ Ματίλντα, γιου κάμ εν  γουόλσινγκ Ματίλντα γουίθ μι”…..

-Τρελό, αληθινά τρελό!… φώναξαν τα παιδιά γελώντας χαρούμενα για όλα όσα άκουγαν κι έβλεπαν χειροκροτώντας.

-Πω, πω κυρ’ Παν-Οζ, πόσο όμορφα το έχεις φτάξει… τι όμορφο που είναι!.. Είσαι μάγος σίγουρα!.. Ε, Μάρκο; ρώτησε ο Άλεξ τον φίλο του με θαυμασμό.

-Βάζεις στοίχημα;  Τόσα ωραία πράγματα!.. Αχ πόσο θά ‘θελα να τα δω όλα, να μάθω τι κάνει το καθένα από τα ωραία αυτά παιγνίδια! είπε ο Μάρκος με μάτια λαμπερά, γεμάτος θαυμασμό και προσδοκία.

  1. Οι περίφημες πυγολαμπίδες

Ο Μάρκος είχε πια ξεχάσει, τη γιαγιά, τις υποσχέσεις του και την ανησυχία του. Τι μαγικό που ήταν εκείνο το εργαστήρι μέσα στη σπηλιά του δάσους!..

Κάποια στιγμή ο Παν-Οζ κτύπησε παλαμάκια. Τα παιδιά είδαν νά ‘ρχεται προς το μέρος τους ένα μικρό έλκυθρο που το έσερνε ένα τσούρμο πυγολαμπίδες -έτσι τουλάχιστο φάνηκε να μοιάζει από μακριά. Πέταγε απάνω από το έδαφος, αλλά και πολύ κοντά σ’ αυτό.  Προσγειώθηκαν εκεί μπροστά τους, κάνοντας μια τέλεια ομαλή προσγείωση, που θα τη ζήλευαν και οι καλύτεροι πιλότοι.

-Πυγολαμπίδες!..   είπε ξέπνοα ο Μάρκος.

-Μάρκο… οι πυγολαμπίδες!.. ψιθύρισε σα χαμένος κι ο Άλεξ.

-Ναι βέβαια, αυτές είναι οι πυγολαμπίδες μου!..Το λέω αυτό, γιατί είμαι σίγουρος, ότι δεν ξέρετε τι είδος πυγολαμπίδες είναι αυτές!.. πρόσθεσε γελώντας ο Παν-Οζ.

-Όσο για το έλκυθρο… Μα ελάτε, ελάτε λοιπόν πιο κοντά… για προσέξτε λιγάκι… Έτσι…   πρόσθεσε ο Παν-Οζ  καλώντας  τα παιδιά κοντά στο έλκυθρο.

Αυτά πλησίασαν διστακτικά, σα να φοβόνταν, ότι θα ξύπναγαν από ένα θαυμάσιο όνειρο.  Με διάπλατα μάτια προσπαθούσαν να καταλάβουν, γιατί αυτές οι πυγολαμπίδες φάνταζαν τόσο παράξενα κι ήταν τόσο φρόνιμες κι υπάκουες.

-Οι πυγολαμπίδες μου θα σας πάνε αργότερα στο σπίτι σας, είπε ο Παν-Οζ σοβαρά.

Τον ευχαριστούσε τόσο πολύ ο θαυμασμός των παιδιών.

-Μα!… τόλμησε ν’ αρθρώσει ο Άλεξ.

-Μα είναι πυγολαμπίδες κυρ’ Παν-Οζ!… πρόσθεσε ο Μάρκος μ’ αμφιβολία τώρα για τα λόγια του Παν-Οζ.

-Μάρκο, η πυγολαμπίδα που είδες πριν από καιρό στο δάσος και την ακολούθησες μέχρι εδώ, δεν ήταν μια συνηθισμένη πυγολαμπίδα.  Ήταν μια σαν αυτές εδώ μπροστά σου που σέρνουν το έλκυθρο, είπε σοβαρά ο σπουδαίος Παν-Οζ.

-Και το έλκυθρο, είναι πολύ  μικρό… δεν είναι; ρώτησε άτολμα ο Μάρκος κι  αναρωτήθηκε ξανά μέσα του, πώς ο Παν-Οζ ήξερε γι’  αυτόν και για το κυνήγημα της πυγολαμπίδας.

Δεν τόλμησε όμως να ρωτήσει, όπως και στην αρχή, που ο Παν-Οζ χωρίς να τους γνωρίζει, τον  Άλεξ  και την αφεντιά του, απέδειξε πως ήξερε τα ονόματά τους, σα να ήταν μάντης. Ο μυστηριώδης Παν-Οζ γέλασε. Ύστερα, τους έκανε νόημα να πλησιάσουν προς το έλκυθρο ακόμη περισσότερο. Τότε για πρώτη φορά, τα παιδιά παρατήρησαν, πως συνέβαινε κάτι το πολύ παράξενο.  Με κάθε βήμα που έριχναν, κάτι έκανε τις περίφημες  πυγολαμπίδες να μεγαλώνουν, και μαζί τους  και το έλκυθρο που έσερναν.

-Α!.. Πώς; Δε πιστεύω στα μάτια μου!  Βλέπεις Μάρκο; Βλέπεις αλήθεια πόσο γρήγορα μεγαλώνουν… και μεγαλώνουν!.. μουρμούρισε  σαστισμένα,  ο  καϋμένος ο Άλεξ.

-Μεγαλώνουν… μεγαλώνει και το έλκυθρο… δε μπορώ να το πιστέψω!.. Είναι μαγικό λοιπόν το έλκυθρο με τις πυγολαμπίδες!.. Δεν είναι έτσι κυρ’ Παν-Οζ; μπόρεσε να ψελλίσει ο καϋμένος ο Μάρκος.

Ο Παν-Οζ δε μιλούσε. Παρατηρούσε με ευχαρίστηση τις αντιδράσεις των παιδιών.  Μόλις τα παιδιά είχαν επιτέλους σταθεί μπροστά στο έλκυθρο, αυτό είχε πια μεγαλώσει τόσο πολύ, που άνετα χώραγε τα δυο παιδιά.

Και οι πυγολαμπίδες; Κι αυτές είχαν  μεγαλώσει κι έμοιαζαν σε μέγεθος, ένα κανονικό σκυλί. Ήταν έξη όλες κι όλες κι ήταν αυτοκίνητες, όπως και πολλά άλλα εργα του Παν-Οζ.  Τώρα μάλιστα, ήταν πολύ εύκολο για τα παιδιά να ξεχωρίσουν  τις ενώσεις στο σώμα  τους, που είχαν γίνει με μεγάλη ακρίβεια και μ’ άψογη καλλιτεχνική ικανότητα. Μόνο τα γυαλυστερά κεφάλια από τις διακοσμητικές  βιδούλες ξεχώριζαν καθαρά, ενώ ο χώρος στο σώμα τους, από όπου έρχονταν το δυνατό  φως, και  με κάποιο παλμό, ήταν φτιαγμένο από μια διάφανη ύλη. Το σύνολο ήταν ένα φαντασμαγορικό θέαμα. Ο Άλεξ μουρμούρισε σκύβοντας προς το Μάρκο:

-Δε βλέπουμε όνειρο, βάζω στοίχημα.  Τσιμπιέμαι και πονάω… άρα είναι αλήθεια!..

-Και βέβαια δε βλέπετε όνειρο!.. Αστείο πράγμα!.. επιβεβαίωσε τα παιδιά ο Παν-Οζ.

Τα παιδιά όμως είχαν αρχίσει πλέον να κουράζονται, από τους κάποτε εκτυφλωτικούς φωτισμούς και τ’ απανωτά αναβο-σβησίματα. Στιγμές-στιγμές έβαζαν την ανοιχτή παλάμη τους πάνω από τα ορθάνοιχτα μάτια τους, για να αντέξουν σ’ εκείνο το φωτεινό χώρο. Ο Παν-Οζ επιτέλους το πρόσεξε κι  είπε:

-Να με συγχωρείτε φίλοι μου… Μεγάλη πράλειψη εκ μέρους μου… Με παράσυρε ο θαυμασμός σας…

Τα παιδιά δεν κατάλαβαν τι εννοούσε. Ώσπου να το καταλάβουν όμως, ο Παν-Οζ  που έλειψε μόνο για  μια στιγμή, γύρισε κρατώντας δύο θήκες στα χέρια του. Τις πρόσφερε στα παιδιά.

-Φορέστε τα, είναι γυαλιά για το υπερβολικό φώς και τα αναβο-σβησίματα, είπε ο Παν-Οζ.

Ο ίδιος ωστόσο δε φόραγε κανένα είδος προστατευτικού μέσου για τα μάτια του, κάτι που δε διέφυγε φυσικά την προσοχή των παιδιών.

“Παράξενο που ο Παν-Οζ δε φορά γυαλιά, δεν τον πειράζει αυτόν το δυνατό φως;” αναρωτήθηκαν τα παιδιά, καθώς φορούσαν τα μαύρα γυαλιά, που ανέσυραν από τις θήκες που κρατούσαν στα χέρια τους.

Με τα μαύρα γυαλιά στα μάτια τους τώρα, μπορούσαν άνετα να παρακολουθούν το πήγαινε-έλα των  ποικίλων κινούμενων έργων του Παν-Οζ, χωρίς γκριμάτσες και χωρίς να χρησιμοποιούν πλέον τις παλάμες τους πάνω από τα μάτια τους, όπως  πριν.

Ήταν φανερό, πως τα παιδιά είχαν σχεδόν χάσει την προσωπικότητά τους, στο μαγικό αυτό περιβάλλο. Παρακολουθούσαν τα πάντα με φανερό θαυμασμό, τις περισσότερες φορές άφωνα, προσπαθώντας να κατανοήσουν την ευφυία του δημιουργού τους.  Πολλές φορές ο Παν-Οζ προχωρούσε σε εξηγήσεις, αλλά ήταν μια ατέλειωτη φαντασμαγορία εκείνο το εργαστήρι, και ήταν δύσκολο πάντα για τα παιδιά να συγκεντρωθούν, να ρωτήσουν και να περιμένουν για τις απαντήσεις.

“Μα πώς μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει όλα αυτά τα πράγματα;  Αν είναι άνθρωπος… τότε, είναι ένας πολύ ασυνήθιστος άνθρωπος!”, αναρωτήθηκε μέσα του ο Μάρκος και συγχρόνως έδωσε μόνος του την απάντηση, μια κι ήταν άπρεπο να ρωτά πάντα την ίδια ερώτηση, που ανέβαινε στα χείλια του  από θαυμασμό για το μαγικό κόσμο του Παν-Οζ.

Αλλά κι ο Άλεξ, σαν το Μάρκο, έκανε κι αυτός παρόμοιες   σκέψεις.

“Ο Παν-Οζ σίγουρα πρέπει να είναι Σούπερμαν.  Βάζω στοίχημα!..”, σκέφτηκε όμως αρκετά δυνατά, κάνοντας τον Παν-Οζ να χαμογελάσει.

Ό Μάρκος που δεν κατάλαβε τι συνέβη, σκέφτηκε και με το δίκιο του: “Νομίζω πως διαβάζει τις σκέψεις μας.  Πρέπει νά ‘ναι κανένας μοντέρνος μάγος.”  “Κανείς δε θα μας πιστέψει αν πούμε το τι είδαμε σ’ αυτή  τη σπηλιά!”  σκέφτηκε με τη σειρά του ο Αλεξ.

Ο Παν-Οζ και πάλι, λες και είχε πραγματικά μαντέψει τις σκέψεις τους, είπε πολύ φιλικά:

-Θα σκέφτεστε αν είμαι ένας απλός άνθρωπος ή κάποιος μάγος, ή έστω κάποιος ασυνήθιστος άνθρωπος.  Και σας απαντώ και πάλι μικροί μου φίλοι: είμαι ένας απλός άνθρωπος, ένας ακούραστος εργάτης, που αγαπά τη δουλειά του.  Κι όποιος αγαπά τη δουλειά του, πάντα προσπαθεί να καλλιτερεύει πάνω σ’ αυτή και δε σκέφτεται, παρά μόνο πώς να  δημιουργεί.  Άλλωστε αγαπώ τα παιδιά -όπως σας είπα- τους νέους, το μυαλό, τη φαντασία, την τέχνη…

Ο Παν-Οζ είχε τώρα παρασυρθεί στις δικές του σκέψεις και εικόνες, στα δικά του οράματα.  Μιλούσε με πάθος στα παιδιά, κι αυτά τον παρακολουθούσαν μ’ ανοιχτό το στόμα.

“Δε μπορεί, ο Παν-Οζ σίγουρα είναι ένας ήρωας, ένας πολεμιστής της τέχνης… Αυτό είναι!..”, σκέφτεται ο Μάρκος καθώς τον ακούει και προσπαθεί να θυμηθεί  κάτι, που είχε διαβάσει κάποτε σε ένα σπουδαίο βιβλίο  Τέχνης, που κρατούσε η γιαγιά στη μικρή της βιβλιοθήκη.

-Μπόμπη!.. φωνάζει απότομα ο Παν-Οζ τινάζοντας το κεφάλι του, διακόπτοντας έτσι τις σκέψεις του.

Είχε στο πρόσωπό του το ύφος ανθρώπου που γύριζε λες στην πραγματικότητα της στιγμής, μετά από κάποιο φανταστικό ταξίδι.

Ένας πολύ ψηλός και χαριτωμένος κλάουν, προχώρησε τότε ακριβώς προς το μέρος τους.  Ντυμένος στα κιτρινοπράσινα,  περπατούσε σπασμωδικά, όπως άλλωστε τα περισσότερα  μηχανοκίνητα πλάσματα του Παν-Οζ. Το πρόσωπό του είχε ένα ολοζώντανο, ρόδινο χρώμα.  Η άκρη της μύτης του ήταν κατακόκκινη και τα χείλη του είχαν ένα μόνιμο και πλατύ χαμόγελο. Τα μαλλιά του ήταν σε πορτοκαλλί χρώμα, και το καπέλλο του, που ήταν ένα ατέλειωτο καταπράσινο  χωνί, έφερνε απάνω από το μέτωπό του, μεγάλες χρυσές βούλες.

-Μπόμπη… βοήθησε τους φιλοξενούμενούς μας, να δουν μερικά ακόμη από τα έργα τέχνης στο εργαστήρι μας!.. Πρέπει να τους ικανοποιήσουμε, είπε ο Παν-Οζ σα να μίλαγε σε συνάνθρωπό του.

Ο Μπόμπη έκανε μια ελαφριά υπόκλιση και ο Παν-Οζ τον ευχαρίστησε για την προθυμία του. Τα παιδιά κύτταξαν τον Παν-Οζ. Κάθε στιγμή ανακάλυπταν κάποια καινούργια ιδιότητα, σ’ αυτόν το θαυμάσιο άνθρωπο.

Ακολούθησαν λοιπόν το Μπόμπη, μόλις αυτός τους έγνεψε. Καθώς απομακρύνονταν ο Παν-Οζ φώναξε:

-Παιδιά, δε θα βρήτε καλύτερο ξεναγό από το Μπόμπη.

Πραγματικά ο Μπόμπη αποδείχτηκε, όχι μόνο καλός ξεναγός, αλλά και πολύ-πολύ καλός κωμικός.  Είχε τον πιο όμορφο τρόπο να ερμηνεύει τα πάντα στα παιδιά, με μια καταπληκτική ικανότητα: με τις κινήσεις των χεριών του, το σώμα του αλλά κυρίως, με τους αστείους κι έξυπνους μορφασμούς του.

Τα παιδιά δεν προλάβαιναν να εκφράσουν το θαυμασμό τους και την έκπληξή τους, καθώς τα έργα τέχνης, όπως τα είχε ονομάσει ο Παν-Οζ ήταν αμέτρητα. Τα παιδιά κυττάζονταν  κάπου-κάπου με το στόμα ολάνοιχτο, χωρίς να μπορούν ν’ αρθρώσουν λέξη.  Ήταν φανερό ότι αναρωτιόνταν για πάρα πολλά, αλλά και για  τι πράγμα  να  ρωτούσαν πρώτα;  Ήταν κάτι πολύ δύσκολο!..

Κάποια στιγμή, ένα νέο ρομπότ πλησίασε τα παιδιά, κρατώντας ένα δίσκο στα χέρια του. Ο δίσκος έφερε δύο μεγάλα και ψηλά  ποτήρια με χυμό πορτοκαλάδας -έτσι τουλάχιστο φαίνονταν-καθώς κι ένα πιάτο με ωραία στογγυλά πιττάκια. Τα παιδιά, που μόλις είδαν τ’ αγαθά του δίσκου, κατάλαβαν ότι αλήθεια πείναγαν, περίμεναν να μιλήσει το ρομπότ, ώστε να μη φανούν αγενείς. Πρόσεξαν τότε, πως επάνω στο πλατύ στήθος του ρομπότ υπήρχε μια οθόνη, όπου το     φωτάκι  που αναβόσβηνε, άφηνε να φανούν επιγραφές  με μεγάλα γράμματα. Τα παιδιά με πολύ περιέργεια διάβασαν:

“Άγαπητά μου παιδιά, γευτείτε παρακαλώ τον φρέσκο χυμό πορτοκαλιού που έστιψα για σας, και τις τυροπιττούλες που σας ετοίμασε η καλή μου σύντροφος Μα… Με συγχωρείτε!… μεγάλη μου παράλειψη, είμαι ο Μπα, και σας εύχομαι καλή διαμονή στο εργαστήρι του προφέσορ Παν-Οζ….”

Τα παιδιά κυττάχτηκαν και έκαναν μια υπόκλιση στο ρομπότ. Ο Μάρκος συστήθηκε.

-Εγώ είμαι ο Μαρκος, κύριε… Μπα!..

-Κι εγώ ο Άλεξ!..

“Χαίρω πάρα πολύ για τη γνωριμία σας Μάρκο και Άλεξ!  Χαίρω πάρα πολύ!..”, διάβασαν τα παιδιά στη μικρή οθόνη του Μπα, χωρίς να πολυπαραξενεύονται πια.

Αδίστακτα τώρα  άπλωσαν τα χέρια τους για να πάρουν την πορτοκαλάδα τους, αλλά κι από μια ωραία ροδοψιμμένη πίττα. Ευχαρίστησαν το Μπα, που απάντησε: “Παρακαλώ”, κι άρχισαν να δοκιμάζουν τα καλά, που τους πρόσφερε.

-Αχ… πόσο πεινάω!.. μουρμούρισε ο Άλεξ…

-Κι εγώ, κι εγώ!… αποκρίθηκε ο Μάρκος.

Ενώ τα παιδιά  έτρωγαν κι απολάμβαναν το φρεσκοστυμμένο χυμό τους, έκανε την εμφάνισή της μια τεράστια κοκκινωπή καγκουρώ, που φόραγε μια πολύ όμορφη  πράσινη μπλούζα, με   χρυσοκίτρινες ραβδώσεις.  Αντί για μάτια, είχε δύο όμορφα καφετιά φώτα, που αμέσως τράβηξαν την προσοχή των παιδιών για τη ζεστασιά που σκόρπιζαν με το γλυκό τους φως. Ήταν σίγουρα μια καθώς πρέπει κυρία Καγκουρώ, κι αυτό αποδείχτηκε, όταν κάποια στιγμή πετάχτηκε ένα κεφαλάκι μέσα από τη μεγάλη της τσέπη, και κάτω από τη μακρυά κιτρινοπράσινη μπλούζα της.

-Α!… Ένα καγκουράκι!… φώναξαν τα παιδιά με ενθουσιασμό.

Το μικράκι της κυρίας Καγκουρώ, κύτταγε με πολλή περιέργεια γύρω του. Είχε τα ίδια όμορφα φωτεινά μάτια της κυρίας μαμάς του.

Τα παιδιά πλησίαζαν την κυρία Καγκουρώ που κάποια στιγμή αυτοσυστήθηκε με πολύ ευγένεια.  Με θαυμασμό την άκουσαν να λέει, και με δικαιολογημένη άλλωστε υπερηφάνεια:

-Είμαι η Ματίλντα… ξέρετε. Δηλαδή τι λέω; όλοι με ξέρουν… δεν συμφωνείτε; Ο μικρός που βλέπετε είναι ο τρίτος μου γιος, ο Τζόη, και συνέχισε:

-Καλώς ήλθατε λοιπόν κι από μένα, στον κόσμο του Παν-Οζ!.. Ελπίζω να σας αρέσουν όλα όσα βλέπετε γύρω σας.

-Καλώς σας βρήκαμε!.. βιάστηκαν ν’ απαντήσουν τα παιδιά, και σχεδόν ταυτόχρονα και στην επόμενη ερώτησή της με μεγάλη βεβαιότητα και  ενθουσιασμό:

-Βέβαια… βέβαια μας αρέσουν.  Είναι σαν όνειρο!.. ψιθύρισε ο Μάρκος σαν ονειροπαρμένος:

-Είναι σα να βρίσκομαι σε άλλον πλανήτη!.. συμπλήρωσε ο Άλεξ πολύ σοβαρά.

Τα παιδιά αφού είπαν ακόμη  ένα μεγάλο ευχαριστώ για την υποδοχή τους από όλους, και προπάντων γιατί ο  Παν-Οζ τους επέτρεψε να θαυμάσουν τον υπέροχο κόσμο του, εξακολούθησαν να προσέχουν τα λόγια της πολύ ανθρώπινης, κυρίας Καγκουρώ.

-Όλα μ’ άρέσουν… μα όλα!.. Αλλά… θα πρέπει να ομολογήσω, πως η κυρία Μα, κάνει σπουδαία τυροπιττάκια!.. πρόσθεσε διακριτικά ο Άλεξ.

-Χα…Χα…χα!.. ακούστηκε να γελά μια κουκαμπάρα, που τόση ώρα δεν την είχαν προσέξει μέσα στα κλαδιά μιας μυρτιάς.

-Σώπα κυρία κουκαμπάρα!.. τη μάλωσε ξαφνικά το ευγενικό κοάλα, που σκαρφαλωμένο καθώς ήταν, αγκάλιαζε ένα κλωνάρι της ευκαλύπτου.

Τα παιδιά ξαφνιασμένα άλλη μια φορά πρόσεξαν τα δύο πλάσματα του Παν-Οζ.  Δε μπορούσαν, παρά ν’ αναρωτηθούν άλλη μια φορά με θαυμασμό, για το “μυαλό” του Παν-Οζ.

-Μα αυτός είναι τζίνι!.. μουρμούρισε ο Μάρκος.

-Είναι μάγος σου λέω!.. βεβαίωσε ο Άλεξ.

-Παιδιά, μη δίνετε και πολύ σημασία στη συμπεριφορά της κυρίας κουκαμπάρα.  Άλλωστε… τι εκλογή είχε ο προφέσορ Παν-Οζ, αφού ήθελε να μας πλάσει ακριβώς, όπως τ’ αληθινά πλάσματα στη φύση; είπε πολύ σοβαρά ο κύριος Κοάλα, που φαινόταν πολύ μελετημένος ο ίδιος.

“Μπα, τι σκέφτομαι τώρα;” αναρρωτήθηκε ο Μάρκος και κύτταξε τον Άλεξ.

Τα παιδιά αλληλοκυττάχτηκαν, καθώς  ο κύριος Κοάλα πρόσθεσε:

-Εγώ κι η σύντροφός μου, όπως γνωρίζετε βέβαια, κατοικούμε πάντα στα ψηλά των ευκαλύπτων. Έχουμε λοιπόν εξαιρετική θέα από αυτά τα ύψη.

Τα παιδιά τότε για πρώτη φορά πρόσεξαν, πως τα δέντρα ήταν αληθινά κι ότι απάνω εκεί ωηλά, έλαμπε ο ουρανός. Ήταν η δεύτερη λοιπόν αυλή που συναντούσαν, μέσα στην ατέλειωτη σπηλιά.  Ο  κύριος Κοάλα, που δεν είχε  όμως  τελειώσει, συνέχισε:

-Όπως λοιπόν σας έλεγα παιδιά, από εδώ ψηλά  από το παρατηρητήριό μας, η σύντροφός μου κι εγώ, βλέπουμε πολλά. Είμαστε δηλαδή, ένα είδος… τηλεσκοπίου για τον προφέσορ Παν-Οζ.  Θα πρέπει  ακόμη να προσθέσω, ότι σας είδαμε καθώς ερχόσαστε προς τη σπηλιά, κι ο Παν-Οζ σας περίμενε. Τώρα θα πρέπει να έχετε καταλάβει, ότι είμαστε σπουδαίοι βοηθοί του προφέσορ.

-Α!.. Πολύ ωραία!.. θαύμασε ο Μάρκος.

-Μάλιστα!.. τώρα άρχισα να καταλαβαίνω  πολλά   πραγματα!..  μουρμούρισε ο Άλεξ.

-Μα και πάλι δεν καταλαβαίνω!.. Δηλαδή μπορείτε και βλέπετε ανάμεσα από τα δέντρα και από τους βράχους; ρώτησε ο Μάρκος.

-Μα φυσικά αγαπητό μου παιδί! Άλλωστε, ακριβώς εδώ φαίνεται η ευφυΐα του προφέσορ Παν-Οζ.

Τα παιδιά  κύτταξαν  το Κοάλα ερωτηματικά.

-Δηλαδή, για να καταλάβετε τι συμβαίνει, αρκεί να σας πω, πως ο προφέσορ τοποθέτησε στα μάτια μας μηχανισμούς τηλεσκοπικούς, φωτογραφικούς. Ένα είδος τηλεοπτικής κάμερας. Καταλαβαίνετε!.. είπε πολύ σοβαρά το Κοάλα.

-Βλέπετε λοιπόν πολύ μακριά, και μεταδίδετε είκόνες στον προφέσορ, ολοένα.  Έτσι δεν είναι; ρώτησε ξανά ευγενικά ο Μάρκος.

-Ακριβώς!.. Ακριβώς αγαπητό  μου παιδί!.. απάντησε ο κύριος Κοάλα, πολύ ικανοποιημένος από το παιδικό ενδιαφέρο.

-Τα δέντρα  είναι όλα αληθινά; ρώτησε γεμάτος περιέργεια πάλι ο Μάρκος.  Ο κύριος Κοάλα είπε κυττάζοντας το Μάρκο ιδιαίτερα για το μεγάλο του ενδιαφέρον και πρόσθεσε:

-Όχι όλα βέβαια!  Μερικά από τα δέντρα φρούτων είναι κατασκευασμένα από τον Παν-Οζ. Αν προσέξετε από κοντά, θα δείτε, ότι δεν είναι όλα  αληθινά.

Τα παιδιά  πλησίασαν μια μπανανιά. Ήταν κατάφορτη με τον χρυσό της καρπό, μόνο που δεν ήταν αληθινός. Ήταν ωραία φωτεινά φρούτα, όπως άλλωστε ήταν τα αχλάδια ή τα μήλα, στις αχλαδιές ή τις μηλιές αντίστοιχα, που είχαν ήδη συναντήσει στην πρώτη θαυμαστή αυλή.

Ξάφνου ένα χελιδόνι άρχισε να πετά με την σπαθωτή μεταλλική του ουρά, ενώ ένα μεγάλο σκαθάρι προσγειώθηκε μπροστά τους κλείνοντας τα  μεγάλα χρυσοπράσινα μεταλλικά φτερά του, που ήταν πραγματικά έργα τέχνης, τόσο λεπτοκαμωμένα και με τις χρυσοπράσινες ραβδώσεις τους.  Έμοιαζε με  μικρό θωρακισμένο.  Καθώς κινούνταν, ακούγονταν οι θόρυβοι από τις μεταλλικές κλειδώσεις των έξη ψηλών ποδιών του, σαν σε συναυλία υπερ-μοντέρνας μουσικής. Αλήθεια, τα παιδιά είχαν ακούσει κάτι παρόμοιο, στο ραδιόφωνο.

-Ανεβείτε λοιπόν επάνω του!.. πρότεινε ο Παν-οζ, που είχε  παρουσιαστεί ξαφνικά σα μάγος.

Τα παιδιά δεν περίμεναν να τους το πει δεύτερη φορά, και χαρούμενα σκαρφάλωσαν επάνω στην πλάτη του σκαθαριού. Εκείνο κινήθηκε στο έδαφος, αλλά και μόλις απάνω από αυτό, ανοίγοντας τα φανταχτερά πανέμορφα φτερά του. Μετά από μια γρήγορη επίδειξη της ικανότητάς του το σκαθάρι, σταμάτησε επιτρέποντας στα παιδιά να κατεβούν. Αυτά ευχαρίστησαν το ασυνήθιστο σκαθάρι, κι εκείνο σε ανταπόδοση κούνησε τις κεραίες του, και στριφογύρισε τα μάτια του τόσο πολύ γρήγορα, που έμοιασαν σα χάρτινοι ανεμόμυλοι.

“Τι αστείο σκαθάρι!” σκέφτηκαν τα παιδιά, γελώντας.

Τώρα όμως είχαν  αρχίσει  στ’ αλήθεια να κουράζονται. Ήταν μια πολυάσχολη ημέρα. Ο Παν-Οζ  σα να είχε διαβάσει τη σκέψη των παιδιών ή σα νά κατάλαβε την κούρασή τους, είπε φιλικά.

-Μ’ όλο που μας αρέσει η παρέα σας, νομίζω πως ίσως είναι ώρα να γυρίσετε στα σπίτια σας, προτού οι δικοί σας αρχίσουν ν’ ανησυχούν.  Δε θέλουμε να συμβεί κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι;

Τα παιδιά λες και ξύπναγαν εκείνη τη στιγμή από λήθαργο, κυττάχτηκαν ανήσυχα.

“Αλοίμονό μας!.. ” σκέφτηκαν το καθένα χωριστά.

Τότε ο σπουδαίος Παν-Οζ είπε:

-Μη στενοχωριέστε, οι πυγολαμπίδες μου θα σας μεταφέρουν στα σπίτια σας, και μάλιστα την ώρα που πρέπει.

Τα παιδιά κυττάχτηκαν αβέβαια γι αυτό. Ο Παν-Οζ όμως βλέποντας την αβεβαιότητά  τους πρόσθεσε:

-Και οπωσδήποτε θα πρέπει να μας επισκεφτείτε ξανά και μάλιστα σύντομα.  Εμπρός λοιπόν, ελάτε.

Τα παιδιά αφού ευχαρίστησαν το σπουδαίο Παν-Οζ κι όλους τους άλλους νέους φίλους τους, επιβιβάστηκαν στο έλκυθρο, που φανερώθηκε διακριτικά, έτσι, σχεδόν χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουν.  Ακολουθώντας  πάντα τις οδηγίες του Προφέσορ Παν-Οζ τα παιδιά, έδεσαν τις ζώνες ασφάλειας επάνω τους. Ο Παν-Οζ τους πρόσφερε από μια πυγολαμπίδα, παρόμοια μ’ εκείνη που είχε ακολουθήσει ο Μάρκος ως τη σπηλιά. Ο Παν-Οζ κι  οι σύντροφοί του σήκωσαν το χέρι τους, καθώς και τα παιδιά, σε χαιρετισμό,  μόλις πριν οι περίφημες πυγολαμπίδες απογειωθούν, με μια αληθινά αξιοθαύμαστη επιδεξιότητα.

  1. Η επιστροφή

Το ταξίδι των παιδιών πίσω στα σπίτια τους, έμοιαζε μ’ εκείνα που κάνουν οι ρουκέτες στην τηλεόραση. Σα να ταξίδευαν σε μια ακτίνα φωτός. Ώσπου να πουν “ένα”, βρέθηκαν στα κρεββάτια τους, ντυμένα στις πυτζάμες τους και βυθισμένα σ’ ευεργετικό ύπνο. Αντί όμως για την πυγολαμπίδα του Παν-Οζ, βρήκαν στην παλάμη τους το επόμενο πρωί, ένα κίτρινο λουλουδάκι.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους.

-Μάρκο, Μάρκο!.. Τι έγινε παλικάρι μου και κοιμάσαι τόσο βαριά; Σήκω λοιπόν και θ’ αργήσεις στο σχολείο!.. Ή μήπως έχουν οι δάσκαλοι κανένα συνέδριο και δε θα πάτε σήμερα;

Ο Μάρκος άκουγε τη γιαγιά να τον φωνάζει και σχεδόν δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Ακόμη ήταν ολοζώντανα στο μυαλό του, όλα όσα είχαν συμβεί στη σπηλιά. Κύτταξε και ξανακύτταξε το κίτρινο λουλουδάκι στην παλάμη του. Δεν καταλάβαινε! Το πιο περίεργο όμως ήταν ότι η γιαγιά του ούτε και που του είχε πει ακόμη  τίποτε για την απουσία του το χτεσινό απόγευμα. Σηκώθηκε και ντύθηκε.  Δεν άργησε να πάει στην κουζίνα, όπου η γιαγιά, όπως συνήθως, είχε ετοιμάσει το πρωινό του.

-Σηκώθηκες επιτέλους! Παρ’ όλο που πήγες πολύ νωρίς για ύπνο το περασμένο βράδυ, σήμερα το πρωί δεν μπορούσες να ξυπνήσεις.  Και δες πόσο αργά σηκώθηκες από το κρεββάτι.  Κουράστηκες πολύ παιδάκι μου, παίζοντας με τον Άλεξ ποδόσφαιρο. Δε μου φαίνεται και πολύ καλή η ιδέα, να παίζετε έτσι, όταν την άλλη μέρα έχετε σχολείο, είπε η γιαγιά και κούνησε το κεφάλι της γνοιασμένη.

Ο Μάρκος τα άκουγε όλα όσα έλεγε η γιαγιά με πολύ περιέργεια.

“Μα τι λέει η γιαγιά; Είναι δυνατόν όλα αυτά να ήταν  μόνο ένα όνειρο; Πρέπει να μιλήσω στον Άλεξ… Να δούμε τι έχει να πει!..”, σκέφτηκε ο Μάρκος πολύ μπερδεμένος.

Μετά ξαναρώτησε τον εαυτό του:

“Μήπως η καλή μου η γιαγιά δε θυμάται; Μεγαλώνει βέβαια… δε λέω!..”

Αλλά και ο Άλεξ, όπως και ο Μάρκος, είχε το πιο παράξενο πρωϊνό της ζωής του.

-Άλεξ Άλεξ!.. Ξύπνα καλέ μου… Πω… πω… πω… κάτι ύπνοι!.. Το πολύ παιχνίδι, αυτά κάνει… Ψόφιος από την κούραση  ήσουν  το περασμένο βράδυ, όταν πήγες για ύπνο, κι ήταν σχετικά ενωρίς!.. Μου κάνει μεγάλη εντύπωση… Καλά δε λέω… κάτι τέτοια συμβαίνουν!.. Άλεξ!.. Έλα λοιπόν σήκω!.. Σε ποιον μιλάω τόσην ώρα;  Θ’ αργήσεις στο σχολείο παιδί μου!… φώναξε η μητέρα του.

-Καλά καλέ μαμά!.. Πω, πω, πω… με ξεκούφανες!.. απάντησε ερεθισμένος ο Άλεξ.

-Ντύσου λοιπόν γρήγορα, κι έλα… φώναξε πάλι η μητέρα του Άλεξ αυστηρά.

“Μα τι λέει τώρα η μάννα μου; Πήγα λέει νωρίς για ύπνο;  Ε… όχι και νωρίς!.. Είναι δυνατόν;  Αλλά βέβαια οι πυγολαμπίδες του Παν-οζ ήταν σαν αστραπή… Ή μήπως ήταν κι άλλα που φρόντισε ο Παν-Οζ… δηλαδή να μή καταλάβουν τίποτα οι δικοί μας;  Δε μπορεί!.. Η μάννα μου λέει ότι πήγα νωρίς για ύπνο.  Άρα με είδε… Πουφ!.. Μπερδεύτηκα τώρα!.. Πρέπει να μιλήσω στο Μάρκο… Σίγουρα…” σκέφτηκε πολύ συγχισμένος ο Άλεξ.

Σηκώθηκε λοιπόν ενοχλημένος, και  μισοξυπνημένος καθώς ήταν κυττάχτηκε στον καθρέφτη του μπάνιου.  ΄Εκπληκτος διαπίστωσε ότι φορούσε τις πυτζάμες του και τα δόντια του ήταν βουρτσισμένα.

“Παράξενα πράγματα συμβαίνουν, πολύ παράξενα! Τι γίνεται εδώ!.. Πολύ παράξενα!.. Για μια στιγμή, μια στιγμή… Κάτι ξέχασα… Την πυγολαμπίδα μου… Πού είναι η πυγολαμπίδα μου; Την κράταγα μέσα στην παλάμη μου χτες βράδυ!” σκέφτηκε ταραγμένος.

Έτρεξε βιαστικά πίσω στο κρεββάτι του. Κύτταξε μέσα στα σεντόνια αλλά αντί για πυγολαμπίδα, βρήκε μόνο ένα κίτρινο πατημένο λουλουδάκι.

“Αχ! πού να πήγε άραγε η πυγολαμπίδα μου;” αναρωτήθηκε στεναχωρημένος.

Υστερα από αυτή την απογοήτευση, ετοιμάστηκε πολύ γρήγορα.

“Πρέπει να μιλήσω στο Μάρκο. Δε μπορεί όλα αυτά να ήταν ένα όνειρο!.. Αχ… δε μπορεί!..”, σκέφτηκε, αναστατωμένος από όλα τα τελευταία και ανεξήγητα γεγονότα.

  1. Ποια ήταν η αλήθεια;

Τα δυο παιδιά αντάμωσαν στο σχολείο.

-Γεια σου Άλεξ!.. είπε πρώτος  ο Μάρκος.

-Γειά σου Μάρκο!. απάντησε ο Άλεξ κυττάζοντάς τον περίεργα.

-Ξέρεις… Άλεξ… Είδα  ένα πολύ παράξενο όνειρο το περασμένο βράδυ. Θα πρέπει να ήμουν στ’ αλήθεια πολύ κουρασμένος από το ποδόσφαιρο που παίξαμε.  Είδα που λες, μια ολόκληρη περιπέτεια στον ύπνο μου.  Πυγολαμπίδες, ρομπότ, ιπτάμενα έλκυθρα… και τέτοια!  Είμαστε λέει μαζί, κάπου σε μια σπηλιά μέσα στο δάσος, κάποιου προφέσορ Παν-Οζ!.. είπε ο Μάρκος με δισταγμό, παρακολουθώντας  τις αντιδράσεις του Άλεξ.

-Μπα τι λες;  Πώς μπορεί να ήταν όνειρο;  Δεν ήταν.  Άκου που σου λέω!  Αφού κι εγώ είδα τα ίδια πράγματα στον ύπνο μου! Δε μπορεί λοιπόν να ήταν όνειρο.  Έτσι δεν είναι; είπε με μια αναπνοή, αναστατωμένος ο Άλεξ.

-Επιτέλους!.. Είπα κι εγώ!.. Ξέρεις τι σκέφτηκα;  Μήπως, ή ήταν όλα ένα όνειρο ή δεν ξέρω τι μου γίνεται, είπε ο Μάρκος με ανακούφιση.

Σταμάτησε όμως μια στιγμή για να σκεφτεί και πρόσθεσε πάλι με ανησυχία.

-Στάσου όμως μια στιγμή… Κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει εδώ πέρα… Κάτι πολύ παράξενο, σου λέω!.. Η γιαγιά μου είπε, ότι κοιμήθηκα  πολύ νωρίς, γιατί ήμουν λέει πολύ κουρασμένος από το ποδόσφαιρο.  Αυτό δεν το καταλαβαίνω.  Εμείς λείπαμε τόσες ώρες κι η γιαγιά μου είπε, πως πήγα νωρίς για ύπνο!..

-Αυτό με μπερδεύει κι εμένα πάρα πολύ! Κάτι τέτοια είπε κι η μάννα μου σήμερα το πρωί.  Δηλαδή… πρέπει να υπάρχει κάποια εξήγηση… Θα πρέπει το έλκυθρο με τις πυγολαμπίδες να ήταν μαγικό!.. Θυμάσαι πόσο μικρό ήταν, και πώς όταν το πλησιάσαμε ήρθε και μεγάλωσε και μεγάλωσε, τόσο πια, που μας χώρεσε  μέσα μια χαρά; ρώτησε ο Άλεξ με ονειροπαρμένο ύφος.

-Ναι αμέ!.. Κι εκείνη η ταχύτητα;  Σαν αστραπή!..  Κι οι πυγολαμπίδες;  Αχ ήταν όλα μαγικά!.. Όλα μαγικά!.. Σίγουρα ο Παν-Οζ είναι μάγος!.. Και τ’ άλλο πάλι;  Πώς βρεθήκαμε στα κρεββάτια μας με πυτζάμες και πλυμμένα δόντια;  Ε ; Πώς εξηγείται αυτό; πρόσθεσε  ο  Μάρκος  βαθειά   συλλογισμένος, και προσπαθώντας, ακόμη κι εκείνη τη στιγμή, να βρει απαντήσεις, στην απορία του.

-Χμ!.. Έχεις δίκιο.  Αν πήγαμε νωρίς για ύπνο,τότε όλες αυτές οι ώρες, στου κυρ Παν-Οζ το εργαστήρι, πού πήγαν;  Λες και δε φύγαμε ποτέ από το  ξέφωτο, λες και δεν καθήσαμε κάτω από τον πλάτανο.  Θυμάσαι μάλιστα που μιλήσαμε για τα σαλιγκάρια;  Δε σε ρώτησα εγώ αν θά ‘θελες να πάμε να κυττάξουμε για σαλιγκάρια; ρώτησε ο Άλεξ.

-Ναι, αμέ!.. Πολύ σωστά!.. Με ρώτησες, το θυμάμαι πολύ καλά, απάντησε ο Μάρκος βέβαιος.

Ξαφνικά όμως πετάχτηκε επάνω σαν ελατήριο. Φώναξε με ευχαρίστηση:

-Το βρήκα… το βρήκα σου λέω!.. Ο Παν-Οζ έφτιαξε αυτό το μαγικό έλκυθρο, για να μπορεί να ταξιδεύει πίσω στο χρόνο!..

-Αυτό είναι!.. Ακούγεται σαν ψέματα, αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να είμαστε εδώ, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, που είχαμε τελειώσει το παιγνίδι μας; είπε ξαναμμένος από αυτή την πιθανότητα ο Άλεξ.

Κυττάζουν ο ένας τον άλλο  με θαυμασμό. Άραγε ήταν δυνατόν να είχαν τη λύση του  αινίγματος στα χέρια τους;

-Θα πρέπει  και πάλι να επισκεφτούμε τον Παν-Οζ.  Άλωστε μας το ζήτησε και ο ίδιος!  Είπε με σιγουριά  ο Άλεξ.

-Συμφωνώ μαζί σου. Νομίζω πως ο πιο  κατάλληλος καιρός, είναι οι σχολικές μας διακοπές, πρότεινε σοβαρά ο Μάρκος.

-Α μπα!.. Γιατί στεναχωριέσαι;  Με τέτοια μηχανή: σαν το έλκυθρο με τις πυγολαμπίδες, δεν έχουμε κανένα  πρόβλημα!..  πρόσθεσε ο Άλεξ με σπουδαίο ύφος.

-Αχ, τώρα που το σκέφτομαι, πόσο θα μου άρεσε να γίνω κι εγώ σπουδαίος προφέσορ σαν τον Παν-Οζ!.. Θέλω να γίνω σαν κι αυτόν, μάγος! Πώς το είπε; Ένας άνθρωπος σαν τους άλλους.  Καλλιτέχνης στα ηλεκτρονικά, στην κατασκευή ηλεκτρονικών θαυμάτων. Άραγε γίνονται τέτοια θαύματα στην πραγματικότητα; Πόσο θα το ήθελα, να γίνω κι εγώ ένας σπουδαίος καλλιτέχνης, και κατασκευαστής φοβερών θαυμάτων!… ευχήθηκε ο Μάρκος.

-Αχ… παιδάκι μου! Τι μουρμουρίζεις πάλι στον ύπνο σου;

-Αχ!.. με φωνάζει η γιαγιά… Έρχομαι γιαγιά έρχομαι!.. μουρμούρισε με άγχος στον ύπνο του, ο Μάρκος.

-Αχ, παλικαράκι μου, σήκω λεβέντη μου να ζήσεις!.. Καλά και σε ξύπνησα μια φορά. Ώσπου να ζεστάνω το γάλα σου, τον πήρες τον ύπνο  για δεύτερη φορά. Ώχου παιδάκι μου!.. Κι εδώ έξω!.. Μη δεν είσαι καλά γιόκα μου;  Μην έχεις θέρμη παλικαράκι μου;  ρώτησε γεμάτη ανησυχία η γιαγιά.

Ακούμπησε την  παλάμη  της στο μέτωπο του Μάρκου. Ανάπνευσε με ανακούφιση:

-Καλός είσαι παιδάκι μου, Δόξα στο Θεό!..

-Τι;  Τι έγινε γιαγιά; ρώταγε τώρα ο Μάρκος.

Ένιωθε  ότι κρύωνε κάπως. Άνοιξε τα μάτια του διάπλατα τώρα. Καθόταν στην άκρη στο παγκάκι της αυλής τους.  Ο ήλιος μόλις και έδυε. Το δάσος σε κάποια απόσταση φαινόταν σκοτεινό και μακρινό. Η γιαγιά προσπαθούσε να τον συμμάσει. Φορούσε ακόμη τα ρούχα του σχολείου κι εκεί μπροστά από τα πόδια του ήταν η μπάλα του ποδόσφαιρου.

-Έλα, σήκω πια. Μισοκοιμόσουν την ώρα που έφευγε ο Άλεξ.  Δε σε πρόλαβα, σε πήρε ο ύπνος για τα καλά. Παίξατε με την ψυχή σας, σαν επαγγελματίες ποδοσφαιριστές.  Και πού να ήταν από καμμιά μεριά ο πατέρας σου, να σε καμάρωνε!.. Σας παρακολουθούσα από το παράθυρο όλη την ώρα. Σαν κουραστήκατε, καθήσατε στο παγκάκι για να ξεκουραστείτε, κι όπως καθόσαστε, σε πήρε ο ύπνος. Ο Άλεξ γέλαγε καθώς έφευγε. Είπε, πως όχι μόνο είσαι σπουδαίος υπναράς, αλλά κι εξίσου σπουδαίος παραμυθάς!.. Παραμιλούσες λέει στον ύπνο σου.

-Σα νάχει κομμάτι δίκιο ο Άλεξ… Αυτό δεν ήταν ύπνος αυτό ήταν όνειρο… στο όνειρο!.. Μια ολόκερη περιπέτεια!.. μουρμούρισε ο Μάρκος.

-Πρόλαβες και τα ονείρατα παιδάκι μου; ρώτησε η γιαγιά καθώς προχωρούσαν προς την πόρτα της κουζίνας.

-Όνειρο για όνειρο γιαγιά!.. Τι να σου εξηγήσω,  κι από πού να αρχίσω!.. Πάντως, αν δε γίνω μάγος… θα γίνω σπουδαίος παραμυθάς!.. είπε ο Μάρκος με μυστήριο χαμόγελο, καθώς άνοιγε την πόρτα για να μπουν μέσα στην κουζίνα, η γιαγιά του κι ο ίδιος.

Τα μάτια του έλαμπαν από τις τόσες νεανικές του προσδοκίες!..

ΤΈΛΟΣ

************************

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2 σκέψεις πάνω στὸ “ΟΙ ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ- ΠΑΙΔΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

  1. Δίδαγμα “Και σας απαντώ και πάλι μικροί μου φίλοι: είμαι ένας απλός άνθρωπος, ένας ακούραστος εργάτης, που αγαπά τη δουλειά του. Κι όποιος αγαπά τη δουλειά του, πάντα προσπαθεί να καλλιτερεύει πάνω σ’ αυτή και δε σκέφτεται, παρά μόνο πώς να δημιουργεί. Άλλωστε αγαπώ τα παιδιά -όπως σας είπα- τους νέους, το μυαλό, τη φαντασία, την τέχνη…”
    Αγαπητή μου Παν-όζ (Κυρία Πιπίνα ) εγώ (ο Μάρκος και ο Αλεξ) σας ευχαριστούμε για αυτή την όμορφη ξενάγηση στο βασίλειό σας ! Με τα μαγικά φώτα σας μας δείχνετε τον δρόμο για τον πνευματικό κόσμο!

    Αννα Μονογυιού

    Μοῦ ἀρέσει

    1. Αγαπητή μου Άννα… δεν υπάρχουν απαγορευτικά στην φαντασία… ούτε σύνορα, όταν προσφέρουν στην διαπαιδαγώγηση… Οι Πυγολαμπίδες διδάχθησαν επί τρία συναπτά χρόνια, σε τρεις τάξεις του κρατικού Γυμνασίου (Σάββατα πρωί) για μαθητές όλων των γλωσσών, στην προκειμένη περίπτωση για την Ελληνική, και το feedback υπήρξε θαυμάσιο… Αργότερα οι ίδιοι καθηγητές προσπάθησαν να ειςάγουν προς διδαςκαλία τμήματα από το βιβλίο για όλη την οικογένεια, ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ, αλλά και εδώ το “τοπικό εληνικό δαιμόνιο” πιστεύω οι αγγελιαφόροι της Ελλάδας στο Προξενείο, έβαλαν “φρένο”. ΤΑ συμπεράσματα γι’ αυτή την καταθλιπτική για μένα κίνηςη, τα αφήνω στην νόηση του καθενός!

      Μοῦ ἀρέσει

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Εἰκόνα Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Twitter. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...