Τρεις λιλιπούτειοι εξερευνητές (Μία μικρή ιστορία από το βιβλίο μου, “Αλκυονίδες” [τέσσερις τόμοι ενσωματωμένοι σε ένα βιβλίο, 393 σελίδων], για όλη την οικογένεια)

Τρεις λιλιπούτειοι εξερευνητές

(Μία μικρή ιστορία από το βιβλίο μου, Αλκυονίδες [τέσσερις τόμοι ενσωματωμένοι  σε ένα  βιβλίο, 393 σελίδων],  για όλη την οικογένεια)

Κάποτε τρία νεαρά μερμήγκια, γερά, ευλύγιστα, έξυπνα αλλά προπάντων πολύ εργατικά, αποφάσισαν να εξερευνήσουν το δάσος που βρίσκονταν δίπλα στην πολιτεία τους.

Ένα πρωινό λοιπόν γέμισαν τους εκδρομικούς τους σάκους, με τα απαραίτητα για την περιπέτειά τους εφόδια και ξεκίνησαν. Είναι κατανοητό πως δεν υπήρχε η ανάγκη να εφοδιαστούν με τρόφιμα, μια και σίγουρα υπήρχε αφθονία σπόρων στο δάσος. Αυτοί ήταν σκόρπιοι εδώ κι εκεί καθώς  έπεφταν από τα διάφορα φυτά, τους  θάμνους και τα δέντρα. Άλλους πάλι τους έριχναν τα πουλιά από ψηλά, που καθώς πετούσαν τσιμπολογούσαν τον καρπό, το δεμένο γύρω από τους σπόρους.

Για την άμυνά τους, σχετικά  με κάποιους πιθανούς εχθρούς, σίγουρα το μέγεθός τους ήταν το καλύτερό τους όπλο.  Ήταν σχεδόν αόρατα, τόσο μικροσκοπικά που ήταν. Άλλωστε δεν ήταν καθόλου δύσκολο με την ταχύτητα που κινούνταν να χωθούν στην ανάγκη κάτω από ένα φύλλο, ή τη φλούδα  ενός δέντρου, ή ακόμη στις πτυχές που υπήρχαν στην ανάποδη ενός μανιταριού.  Όσο για σκέπη πάνω από το κεφάλι τους, σε μια πιθανή κακοκαιρία ή για την ώρα της ανάπαυσης, δεν υπήρχε κανένα, μα κανένα πρόβλημα. Οι βαθιές χαραμάδες των δέντρων, που κάποτε ήταν κατάστεγνες, αλλά και τα ολοστρόγγυλα μανιτάρια αποτελούσαν υπόστεγα πολυτελείας.

Για χυμούς, που οπωσδήποτε είναι η πιο απαραίτητη ύλη για την ύπαρξη όλων των ζωντανών οργανισμών, τα μερμήγκια είχαν πρώτα απ’ όλα την πρωινή δροσιά που λαμπύριζε παντού επάνω στην επιφάνεια κάθε φυτικής ύπαρξης στο δάσος. Υπήρχαν επίσης το ντελικάτο νέκταρ των λουλουδιών και οι χυμοί των φρούτων του δάσους. Καθώς ετούτα έπεφταν  στο έδαφος ώριμα ή και παραγινωμένα, ήταν εύκολο να απολαμβάνουν το χυμό τους, χωρίς να χάνουν πολύν καιρό, οι ενδιαφερόμενες για τους χυμούς τους υπάρξεις του δάσους. Άλλωστε στην ανάγκη για τροφή, τα τρία μερμήγκια μπορούσαν ν’ αναρριχηθούν όσο χρειαζότανε και παραπέρα.

Τους κατευόδωσαν λοιπόν, με τις καλύτερες ευχές, συγγενείς και φίλοι  και οι τρεις τους ξεκίνησαν φορτωμένοι αισιοδοξία και πολλές ελπίδες για μία φανταστική περιπέτεια, που θα τους πρόσφερε όχι μόνο σπάνιες εμπειρίες, αλλά και τη φήμη ηρώων, αφού τολμούσαν κάτι το ασυνήθιστο, κάτι το πρωτοποριακό.

Πριν καλά-καλά φτάσουν στις αρχές του δάσους, ένα μεγάλο ρυάκι, που πριν βρέξει δεν υπήρχε εκεί, στάθηκε το πρώτο τους μεγάλο εμπόδιο. Αποφάσισαν να κατασκηνώσουν και να περιμένουν ώσπου να τραβηχτούν τα νερά, για να μπορέσουν να περάσουν στην απέναντι όχθη.  Ήταν αδύνατο να τολμήσουν να περάσουν το ρυάκι, έστω και με μία κατάλληλη γι’ αυτά ‘σχεδία’, γιατί το ρεύμα του νερού ήταν αρκετά δυνατό. “Πρέπει να περιμένουμε”, αποφάσισαν μεταξύ τους τα τρία μυρμήγκια. Διανυκτέρευσαν λοιπόν εκεί, στην παραμεθόριο του δάσους και της πολιτείας τους.

Την επόμενη μέρα το ρυάκι είχε σχεδόν στεγνώσει.  Και πάλι όμως για να το περάσουν χωρίς κίνδυνο, χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν για γέφυρα ένα κομμάτι μικρού κλωναριού – αρκετά μακρύ ωστόσο, για το σώμα τους- που το έσυραν και οι τρεις τους με κάποια προσπάθεια.

Αφού λοιπόν πέρασαν με επιτυχία το ρυάκι, συνέχισαν την πορεία τους, μπαίνοντας για τα καλά πια μέσα στο δάσος, ο ένας πίσω από τον άλλο. Μπροστά άνοιγε το δρόμο ο μεγαλύτερος και τολμηρότερος από τα μυρμήγκια.  Συνεννοούνταν τόσο εύκολα μ’ εκείνες τις κεραίες τους! Μια και δυο, σταματούσαν για να προσέξουν κάτι το παράξενο ή εντυπωσιακό, κάτι το άγνωστο συνήθως. Το μεσημέρι κάθισαν σε μια  υπέροχη σκιά, κάτω από ένα εντυπωσιακά μεγάλο, πορτοκαλένιο μανιτάρι. Δοκιμάζοντας κιόλας την άκρη του, το βρήκαν νοστιμότατο.  Α!.. ήταν στ’ αλήθεια πολύ όμορφα μέσα στο δάσος.  Ησυχία βέβαια δεν υπήρχε.  Γιατί την κάθε μια στιγμή που πέρναγε, σκάζανε με θόρυβο οι διάφοροι σπόροι, και ανθούσαν τρίζοντας τα όμορφα λουλούδια τριγύρω, καθώς μεγάλωναν βιαστικά για ν’ αποκαλύψουν την ομορφιά των πετάλων τους. Ήταν και οι χυμοί των δέντρων, που κυκλοφορούσαν στις αρτηρίες τους, σαν κανάλια χυμών, με κάποιο συνεχές θόρυβο ροής.  Άσε πια τους φτερωτούς θαμώνες των δέντρων, που σαν ξημέρωνε, αφήναν με σοκαριστικό πανδαιμόνιο τις φωλιές τους, πετώντας για την εξασφάλιση του ημερήσιου άρτου. Αλλά κι όταν μαζεύονταν πια στα σπίτια τους μετά από τον ολοήμερο μόχθο, τιτίβιζαν ως αργά το βράδυ, παρασυρμένοι σε συζητήσεις, σχολιασμούς και κουτσομπολιά ή ακόμη  καθώς προσπαθούσαν να ταχτοποιήσουν τα νεογνά τους ή το νοικοκυριό τους. Και τι να πει κανείς για τις σαύρες και όλα τα άλλα έρποντα, πότε ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα και πότε ακάλυπτα απάνω στο έδαφος, και άλλοτε πάλι κυνηγώντας κάποια έντομα επάνω στους κορμούς των δέντρων. Ήταν βέβαια και οι μέλισσες που ζουζούνιζαν ασταμάτητα, καθώς πέταγαν από τον ένα ανθό στον άλλον. Ή μήπως τέτοια εποχή σταμάταγε ο τζίτζικας!  Ήταν αλήθεια φοβερός με την εκκωφαντική φωνή του. Θορυβώδεις ήταν ακόμη και οι ενοχλητικές μύγες, ή τα επικίνδυνα για τη μετάδοση ασθενειών, κουνούπια, που κανείς στ’ αλήθεια δε συμπαθούσε, τόσο απαίσια και λαίμαργα που ήταν.  Οι αράχνες, μόλο που οι ίδιες ήταν σιωπηλές προκαλούσαν μεγάλο θόρυβο με τα δίχτυα τους κάθε φορά που ένα έντομο κολλούσε απάνω τους και απελπισμένο πετάριζε τα φτερά του για να ελευθερωθεί.  Δε θα πρέπει να παραλείψει κανείς τους περίφημους αρουραίους του δάσους, τα διάφορα είδη ποντικιών και πολλών-πολλών άλλων μικρών και μεγάλων ζώων, που προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν  όχι μόνο την τροφή τους, αλλά και την ασφάλειά τους, από τα άλλα, τα μεγαλύτερά τους.

Τα τρία μερμήγκια όμως, δεν ανησυχούσαν για όλους αυτούς τους νέους θορύβους τριγύρω τους. Τους θεώρησαν από την πρώτη στιγμή, πολύ πιο ενδιαφέροντες και πολύ πιο κοντά στη φύση τους, από εκείνους που είχαν συνηθίσει στην πολιτεία στην οποία ζούσαν. Ξεκουράζονταν λοιπόν ήσυχα-ήσυχα και πολύ ευχαριστημένα κάτω από το ευεργετικό και νόστιμο μανιτάρι.  Ο καιρός ήταν θαυμάσια ευνοϊκός για την περιπέτειά τους. Το φως του ήλιου βρίσκοντας δρόμο ανάμεσα στα κλωνάρια και τα φύλλα των δέντρων, σε πολλά σημεία όπου υπήρχε υγρασία,  άφηνε να φανερώνονται με τη διάθλασή του τα χρώματα της ίριδας ή του ουράνιου τόξου, όπως λέμε. Τότε το δάσος έμοιαζε με θεία κοινωνία.

Οι τρεις μέρμηγκες ενθουσιασμένοι αποφάσισαν να συμφωνήσουν, ότι πράγματι το δάσος ήταν ένας θαυμάσιος τόπος διαμονής, αφού η φωνή και του πιο ασήμαντου πλάσματος ξεχώριζε ανάμεσα σε όλες  τις άλλες κι αφού όλοι κύτταζαν τη δουλειά τους. Έτσι τουλάχιστο φαίνονταν τα πράγματα, ως εκείνη τη στιγμή. Καθώς λοιπόν ξεκουράζονταν, συνέχισαν να παρακολουθούν με ατέλειωτο ενδιαφέρον την αέναη κίνηση, ώστε να καταγράψουν τα πάντα στο ημερολόγιό τους.

Κάποια στιγμή παρατήρησαν έναν αριθμό από κάμπιες εκεί μπροστά τους, που αργά αλλά πολύ μεθοδικά είχαν μισοφάει μέρος από τα χλωρά φυλλαράκια ενός θάμνου, γεμίζοντας έτσι το διάφανο σώμα τους με χλωροφύλλη. Πιο πέρα μερικές αράχνες σιγούρευαν το βραδινό τους, παγιδεύοντας αρκετά έντομα. Είδαν επίσης και έναν σκαντζόχοιρο, που κουβαλούσε στις βελόνες του κάποιες αγριοφράουλες. “Τι έξυπνο ζώο!  Και τι μεγάλο και δυνατό που είναι; Σωστό θωρηκτό!” ψιθύρισε με θαυμασμό ο μικρότερος από τα τρία μυρμήγκια. Βέβαια και αυτά μπορούσαν να καυχηθούν για τους δικούς τους στρατιώτες, τα μερμήγκια που μεγαλύτερα από τα συνηθισμένα, ζουν σε μεγάλες τρύπες στους κήπους των πόλεων. Αυτά μάλιστα τσιμπάνε δυνατά, για να υπερασπίσουν τον εαυτό τους.  Υπάρχουν και άλλα πολλών ειδών μερμήγκια, που οι τρεις φίλοι μέρμηγκες δεν γνώριζαν καλά, μια και ζούσαν στην πολιτεία.  Ανάμεσα σ’ αυτά διακρίνονται τα πράσινα μερμήγκια, που τσιμπάνε επίσης δυνατά και τ’ άσπρα μικρά μερμήγκια που  καταστρέφουν την ξύλινη δομή πολλών σπιτιών ή και δέντρα.  Υπάρχουν ακόμη οι καλούμενοι “τερμίτες”, που όταν μετακινούνται σε κοπάδια, καταστρέφουν οτιδήποτε βρεθεί μπροστά τους. Το πιο απλό κι ακαταμάχητο όπλο που μπορεί να τ’ αναχαιτίσει, είναι η δυναμική ροή νερού!..

Πολλά βέβαια απ’ όσα έβλεπαν στο δάσος οι τρεις εξερευνητές φαίνονταν άγνωστα, παράξενα ή υπερβολικά γιγάντια.  Ακόμη και οι γνωστές, οι συνηθισμένες σαύρες φαίνονταν πιο παχιές και πιο μακριές στο δάσος. “Θα πρέπει να είναι  ο καθαρός αέρας”, είχε πει ο μεσαίος ξαφνικά, κυττώντας μία απ’ αυτές και οι άλλοι συμφώνησαν μαζί του, κουνώντας πάντα τις κεραίες τους. “Το σπουδαιότερο ρόλο τον παίζει σίγουρα η άφθονη και καλή τροφή”, σκέφτηκε φωναχτά ο μικρότερος που στην πολιτεία ήταν σχεδόν πάντα πεινασμένος.

Α!.. σίγουρα είχε πολλά αξιοθαύμαστα, ετούτο το δάσος. Τι να πρωτοθαύμαζαν οι τρεις εξερευνητές! Τα ρυάκια  με τα κελαρυστά νερά τους ή τα πολύχρωμα άγνωστα λουλουδάκια που κάποτε μοσχομύριζαν μεθυστικά. Τους προκαλούσαν δέος και θαυμασμό τα τεράστια δέντρα που υψώνονταν ακίνητοι γίγαντες με τους  πολύκλαδους αρμούς και το πυκνό φύλλωμά τους. Ήταν άλλωστε θαυμαστός ο τρόπος που επικοινωνούσαν ψιθυριστά αναμεταξύ τους, όλα τα μυστικά του δάσους, μια και αγνάντευαν τόοοσο μακριά, ως εκεί που ο ορίζοντας στρογγύλευε πια!

Με όλα αυτά στο νου τους, ξεκούραστοι πλέον οι τρεις λιλιπούτειοι εξερευνητές άφησαν το μανιτάρι, που είχε παίξει το ρόλο τεράστιας φυσικής, και πολύ βολικής ομπρέλας, έστω για μικρό διάστημα και προχώρησαν βαθύτερα στο δάσος.

Οι τρεις λιλιπούτειοι εξερευνητές βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά σ’ ένα βάλτο.  Πάνω στα στεκούμενα νερά του, καθρεφτίζονταν μόλις, κάποια δέντρα, γιατί τα νούφαρα, τα σεμνά μέσα στην απλότητά τους, είχαν σχεδόν καλύψει όλη την επιφάνειά του. Τα όμορφα -εδώ κίτρινα- λουλούδια τους και τα φύλλα τους -καρδιές καλοσχεδιασμένες- μεταμόρφωναν  το βάλτο σε μοναδική ζωγραφιά.  Εδώ οι τρεις φίλοι μας συνάντησαν και γνώρισαν  τον μεγάλο γκρίζο βάτραχο, που ξεκουράζονταν επάνω σ’ ένα τεράστιο φύλλο-καρδιά. Τα μάτια του λες και θ’ άδειαζαν τις κόχες τους κάποια στιγμή.

-Ω!.. Βρεκεκέξ… κουάξ… κουάξ… Τρεις μέρμηγκες, βρεκεκέξ… κουάξ… κουάξ… με σακ-βουαγιάζ στην πλάτη τους, βρεκεκέξ… κουάξ… κουάξ…!  Είστε λοιπόν ξένοι στα μέρη μας! Βρεκεκέξ… κουάξ… κουάξ…

-Ναι κυρ-βάτραχε!.. Ξένοι είμαστε… καλά τό ‘πες!.. Είπε ο μεγαλύτερος μέρμηγκας, επιφυλακτικά. Δεν ήταν βέβαια κουνούπια για ν’ ανησυχούν, αλλά και πάλι ποιος το ήξερε τι μπορούσε να κάνει ένας τεράστιος βάτραχος σαν κι αυτόν.

-Είστε τουρίστες; Βρεκεκέξ… κουάξ… κουάξ; ρώτησε φανερά περίεργος ο μεγάλος γκρίζος βάτραχος.

-Ναι αμέ!.. Ερχόμαστε από την πολιτεία. Είμαστε εξερευνητές, κυρ… βρεκεκέξ… κουάξ… κουάξ…, μπερδεύτηκε ο μικρότερος μέρμηγκας.

-Με ονομάζουν Γκρίζο… βρεκεκέξ… κουάξ… κουάξ… ξέρετε!.. βρεκεκέξ… κουάξ… κουάξ…, είπε προσβεβλημένος ο μεγάλος γκρίζος βάτραχος.

-Μα βέβαια κύριε Γκρίζε μου… συγχωρέστε το νεαρό φίλο μας!.. είπε ο μεγαλύτερος μέρμηγκας, προσπαθώντας να καλύψει το λάθος του μικρού μέρμηγκα και να καλυτερέψει τις σχέσεις τους με το μεγάλο γκρίζο βάτραχο.

Οι τρεις φίλοι μ’ όλο που είχαν ξεκουφαθεί από το διαπεραστικό του κοασμό, προσποιούνταν για τους δικούς τους φανερούς λόγους, και απαντούσαν πολύ ευγενικά στο γκρίζο θηρίο με τη μόνιμη εξοφθαλμία.  Ξαφνικά ο Γκρίζος κόαξε “Καλή τύχη λοιπόν!.. βρεκεκέξ… κουάξ… κουάξ…”, και πήδηξε μακριά τους, πάντα απάνω στα πλατύφυλλα νουφαρόφυλλα του βάλτου.  Οι μέρμηγκες στάθηκαν για λίγο βουβοί, κυττώντας με δέος προς την κατεύθυνση που είχε εξαφανιστεί ο μεγάλος βάτραχος, που είχε αποκαλέσει τον εαυτό του “Γκρίζο”. Ανάπνευσαν τότε με φανερή ανακούφιση και σχολίασαν τον ‘βασιλιά του βάλτου’.

-Τρομερός…

-Στο άλμα μήκους!..  αποτέλειωσε την κουβέντα του μικρότερου μέρμηγκα, ο μεσαίος.

-Και σπουδαίος εντομοχάφτης!..  Ξέρετε ποιος κρατάει το νοικοκυριό του βάλτου;  ρώτησε ο μεγαλύτερος μέρμηγκας, ενώ οι άλλοι δύο άκουγαν.

-Ο Γκρίζος ασφαλώς… αλλά και πολλοί άλλοι όμοιοί του… Αγαπούν τα έντομα.  Τα… χάφτουν!  Συμπλήρωσε κυττώντας τους φίλους του με υπεροψία.

-Έχουμε υπόψη τα ταλέντα τους!  Δηλαδή… ότι καθαρίζουν το μέρος και από τα βλαβερά κουνούπια… Το ίδιο κάνουν και στους κήπους, κάποιοι συγγενείς τους. Μήπως δεν το ξέρουμε;  είπε ο μεσαίος μέρμηγκας με κάποια νευρικότητα.

-Από τα κουνούπια, κι από άλλα ενοχλητικά έντομα όπως ξέρεις! Μπράβο νεαρέ μου φίλε! Παίρνει λοιπόν στροφές το μυαλό σου αφού έχεις παρατηρήσει τόσα για τη συμπεριφορά των βατράχων!.. είπε ξανά ο μεγαλύτερος από τους τρεις μέρμηγκες, χαμογελώντας ευχαριστημένος σα δάσκαλος σε μαθητή του και συμβούλεψε:

-Αλλά, νομίζω πως είναι ώρα να κινηθούμε.  Ελάτε λοιπόν!

Τα άλλα δύο μυρμήγκια,  ακολουθώντας τον αυτοδιορισμένο πλέον αρχηγό τους, επιβιβάστηκαν σχεδόν αμέσως, επάνω σ’ ένα πλατύ νουφαρόφυλλο.  Για μερικές στιγμές σκύβοντας επάνω από τα γύρω ανοίγματα, ανάμεσα στα καλοβαλμένα νουφαρόφυλλα, εξέτασαν με περιέργεια τα μπουλούκια των γυρίνων. Κολυμπούσαν σε μεγάλες παρέες κουνώντας τη χαριτωμένη ουρίτσα τους. Ξαφνικά, εμφανίστηκε να κολυμπά ανάμεσά τους μια τεράστια μακρόλαιμη χελώνα. Αντίθετα με την εξαδέλφη της, της ξηράς, είχε εκτός από τον ασυνήθιστα μακρύ λαιμό της και μεμβράνες ανάμεσα από τα δάχτυλα των ποδιών της, παρόμοια με τις πάπιες.   Πρόσεξαν και τα νερόφιδα του βάλτου που ήταν λεπτά και μακριά.  Ήταν βέβαια και εκείνα τα μεγάλα κίτρινα νούφαρα, που σαν μικροί ήλιοι διέκοπταν και ζέσταιναν την πράσινη θολή κάποτε από τη γλίνα, επιφάνεια του βάλτου.

-Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά!.. Κούνησε το κεφάλι του ο μεσαίος μέρμηγκας.

-Καλά τα λέμε σύντροφοι, μα θαρρώ πως δεν πρέπει να επιμείνουμε άλλο στο βάλτο.  Καιρός είναι να προχωρήσουμε, είπε ο αρχηγός τους.

Οι τρεις φίλοι συγκεντρώθηκαν στο να περάσουν τον καταπράσινο από τα νούφαρα, βάλτο. Καθώς μάλιστα τα μεγάλα πλατειά νουφαρόφυλλα κείτονταν το καθένα δίπλα σε άλλα, κατάφεραν και τον πέρασαν εύκολα. Γρήγορα λοιπόν βρέθηκαν αντίπερα. Εδώ πλέον, το επίμονο μελισσοζουζούνισμα που άκουγαν από τα μέσα της διαδρομής τους στο βάλτο και συνέχισε να ενδυναμώνεται με το πλησίασμά τους στην όχθη του, έγινε εκκωφαντικό. Καθώς αποβιβάζονταν από το  τελευταίο νουφαρόφυλλο, με μεγάλο ενδιαφέρον παρατήρησαν πάνω σε δέντρο μπροστά τους, ένα ολοζώντανο τσαμπί από  μέλισσες.  Οι τρεις εξερευνητές στάθηκαν και παρακολούθησαν με περιέργεια το στρίμωγμα των μελισσών, καθώς συνωστίζονταν η μία απάνω στην άλλη, άγνωστο σε πόσα στρώματα. Άλλες πάλι πηγαινοέρχονταν σαστισμένες θαρρείς, λες και δεν μπορούσαν να βολευτούν σε κάποια μεριά.

Κάποια στιγμή είδαν κάποιον άνθρωπο -τους ανθρώπους  ασφαλώς τους γνώριζαν σαν την παλάμη τους- ντυμένο ασυνήθιστα, κάτι σαν αστροναύτης.  Τους γνώριζαν δα τους αστροναύτες, οι τρεις λιλιπούτειοι εξερευνητές, σαν κάτοικοι της μεγάλης πολιτείας, καθώς και οι περισσότεροι από τους δικούς τους εκεί πίσω. Πολλές φορές τους είχαν δει στην τηλεόραση της κουζίνας της κυρίας Ευδοκίας, όταν μαζί της καθάριζαν το πάτωμά της από τα ψιχουλάκια. Πλησίασε λοιπόν ο άνθρωπος αυτός κρατώντας μία συσκευή, κάτι σα φυσερό, ενώ ένας άλλος παρόμοια ντυμένος, κουβάλαγε ένα μεγάλο κουτί. Σταμάτησαν και οι δυο μπροστά στο δέντρο, εκεί όπου κρέμονταν το θορυβώδες αυτό τσαμπί και ο πρώτος άρχισε να ψεκάζει καπνό επάνω του, με το ιδιόρρυθμο φυσερό του.  Τα μελίσσια ησύχασαν κάπως -ή μάλλον ζαλίστηκαν από τον καπνό- και ο μελισσοκόμος –γιατί σίγουρα αυτοί οι άνθρωποι  ήταν μελισσοκόμοι- έπιασε με τα γαντοφορεμένα χέρια του το ζωντανό τσαμπί και καθώς  ο συνεργάτης του άνοιξε το μεγάλο κουτί, το έβαλε στο εσωτερικό του και το έκλεισε βιαστικά.  Ύστερα σίγουροι κι οι δυο ότι το μελισσολόι ήταν ασφαλισμένο, έβγαλαν τα καπέλα τους με το δίχτυ μπροστά και χαμογέλασαν με ευχαρίστηση.  Μία ακόμη κυψέλη, σήμαινε γι’ αυτούς μεγαλύτερη παραγωγή από μέλι.

-Σπουδαίοι!.. Δε νομίζετε;  Τρελαίνομαι για το μέλι!  Η κυρά Ευδοκία αργεί κάποτε να πλύνει στο νεροχύτη τα κουταλάκια της τα βουτηγμένα στο μέλι και τότε όλο το βράδυ μεθάμε από τη γλύκα του.  Είπε ξελιγωμένα ο μικρότερος από τη συντροφιά.

-Σιώπα λοιπόν και μη μας ανοίγεις την όρεξη!  είπε ο μεσαίος, ενώ ο μεγαλύτερός συμπλήρωσε σοβαρά.

-Υπάρχει αρκετή τροφή στο δάσος.  Είναι καιρός, που θα πρέπει σαν εξερευνητές που λέμε ότι είμαστε, να δοκιμάσουμε κάποιους νέους σπόρους.

Συμφώνησαν μαζί του οι άλλοι δύο σιωπηλά, νεύοντας με τις κεραίες τους ντροπιασμένα. Πείναγαν λοιπόν κι ήταν ώρα να φάνε και να πιούνε κάτι. Μπροστά τους, γλυκά άνθη καλλίστεμου, ήταν σκόρπια στο έδαφος, καθώς κάποια πολύχρωμα παπαγαλάκια τα είχαν κουτσουρέψει στην προσπάθειά τους να τρυγήσουν το νέκταρ τους.  Δοκίμασαν κι άλλα μικροσκοπικά σποράκια, μαλακά ή και κάπως σκληρά, και αφού απόλαυσαν την ποικιλία που το δάσος τους πρόσφερε, ξάπλωσαν κάτω από ένα βράχο κάπως βαρυστομαχιασμένα, αλλά οπωσδήποτε ευτυχισμένα.  Σίγουρα η κούραση-άσκηση και ο καθαρός αέρας του δάσους είχαν κιόλας ευεργετήσει τους τρεις λιλιπούτειους πρωτευουσιάνους.

Πήρε να βραδιάσει. Το φεγγάρι καμάρωνε για τη μοναδικότητά του στο μαύρο ουρανό.  Ήταν στις δόξες του ολοστρόγγυλο και φωτεινό καθώς βολτάριζε σαν ανέμελο αλητάκι και σίγουρα παρακολουθούσε την κίνηση κάτω στη γη.

-Κου….. κουκού…… κου….. κουκού……!

-Τί… τι είναι; τρόμαξε ο μικρότερος μέρμηγκας και στριμώχτηκε δίπλα στο μεσαίο.

-Σους! απάντησε εκείνος προσπαθώντας να δείξει ότι δε φοβάται.

Κύτταξαν το μεγαλύτερο σύντροφό τους που κοιμόταν ήσυχος.

-Από κει ακούγεται η φωνή!.. είπε τρέμοντας ο μικρότερος μέρμηγκας, κι έδειξε με το δεξί του πόδι, τον μεγάλο  πλάτανο απέναντί τους.

Κύτταξαν κι οι δυο μαζί ψηλά στον πλάτανο και τότε πανικόβλητοι είδαν δυο τεράστιους φωτεινούς κύκλους να λάμπουν μέσα στη νύχτα, κάτω από το φως του φεγγαριού.

-Τι βλέπεις; ρώτησε ο μεσαίος μέρμηγκας ψιθυριστά.

-Ότι βλέπεις κι εσύ… Δηλαδή… δυο μεγάαααλους κύκλους!.. είπε ο μικρότερος.

-Νομίζω… ότι είναι κάποια μεγάαααλα μάτια! Κάποιο… μεγάααλο πουλί, στοιχηματίζω, είπε ο μεσαίος, κάπως πιο ψύχραιμος, για να μη ρεζιλευτεί στον μικρότερο σύντροφό του.

Ότι κι αν ήταν όμως εκεί πάνω στον αιωνόβιο πλάτανο, δε φαίνονταν να μετακινείται σταλίτσα από τη θέση του.

-Τι μουρμουράτε και με ξυπνήσατε;  γκρίνιασε μισοκοιμισμένος ο μεγαλύτερός τους.

-Κου….  Κουκού…… Κου…. Κουκού…… ακούστηκε πάλι η ίδια φωνή.

Οι δυο μέρμηγκες κυττάχτηκαν ερωτηματικά.  Τους εντυπωσίαζε η αδιαφορία του αρχηγού τους.

-Μην ξέρεις του λόγου σου τι είναι ‘τούτη η λαλιά; ρώτησε ο μεσαίος το μεγαλύτερο.

Ο μεγαλύτερος μέρμηγκας άρχισε να γελά, ξυπνώντας για τα καλά τώρα.

-Ε!.. Μη μου πείτε τώρα πως δεν ξέρετε την κουκουβάγια! Μα είναι δυνατόν;  Ένα τόσο σπουδαίο πουλί, αγαπητοί μου σαν την κουκουβάγια; Είναι… ξέρετε… το σύμβολο της εξυπνάδας… ή μάλλον της σοφίας! έκανε με πολύ σπουδαίο ύφος.

-Ποιας σοφίας;  ρώτησε ο μικρότερος, διστακτικά.

-Φοβερό!.. Μα τόση λοιπόν άγνοια υπάρχει στον κόσμο;  ρώτησε με συγκρατημένη αγανάκτηση τώρα ο μεγαλύτερος μέρμηγκας.

-Με το συμπάθιο σύντροφε!  Σαν που ξέρεις τα πολλά, πες μας για να μάθουμε κι εμείς επιτέλους!..  είπε θιγμένος ο μεσαίος.

-Εντάξει… Εντάξει! Δε θα μαλώσουμε δα, γι’ αυτό!.. Θα αποδεικνύαμε ότι δεν έχουμε κουκούτσι σοφίας στον εγκέφαλό μας!.. Σοφία… είναι… να είναι κάποιος σοφός!..

-Κατάλαβα!.. Σαν τον κυρ Παντελή.  Άκουσα την κυρία Ευτέρπη που τον είπε ‘σοφό’ μια μέρα… αλλά εκείνος θύμωσε!.. Αλήθεια δεν καταλαβαίνω.  Αν είναι κάτι τόσο σπουδαίο και πρέπει να το έχουμε… τότε γιατί θύμωσε ο κυρ-Παντελής; ρώτησε πάλι γεμάτος απορία ο μικρότερός τους.

-Σοφός είναι εκείνος που έχει θησαυρό γνώσεων στο κεφάλι του, είπε υπομονετικά ο μεγαλύτερός τους.

-Φαντάζομαι πόσο μεγάλο πρέπει να ‘ναι το κεφάλι ενός σοφού! είπε ο μικρότερος ξύνοντας το δικό του με φανερή αμηχανία.

-Σταμάτησε επιτέλους να δίνεις τη γνώμη σου σε όλα και τότε ίσως να μπορέσεις να μάθεις κάτι! είπε θυμωμένα ο μεγαλύτερος και συνέχισε.

-Ακούστε λοιπόν.  Όταν οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν τη θεά Αθηνά, τη θυγατέρα του Βασιλιά των δώδεκα Θεών, Δία, πίστευαν, ότι αφού είχε γεννηθεί από το κεφάλι του πατέρα της, ήταν πολύ-πολύ σοφή. Η Θεά Αθηνά λοιπόν, η θεά της σοφίας, είχε συντροφιά της και σύμβολο της σοφίας, την κουκουβάγια.

-Έτσι ε; Σπουδαία ιστορία!  είπαν οι καϋμένοι οι μέρμηγκες, αλλά σίγουρα χωρίς να έχουν πολυκαταλάβει, γιατί η κουκουβάγια ήταν τόσο σπουδαία.  Ο μεγαλύτερός τους συνέχισε:

-Και βέβαια είναι σπουδαίο πουλί.  Βλέπετε που ακόμα και τη νύχτα διδάσκει;  Σοφό πουλί σας λέω…  Σοφό πουλί! Καταλαβαίνετε;

-Βέβαια… Πώς!.. Κι εγώ καταλαβαίνω… Δηλαδή… να… προσπαθώ να  κατάλαβω, έτσι… καλά, είπε ο μικρότερος πάλι, εκνευρίζοντας τους άλλους.

-Σε καλό σου μέρμηγκα!  φώναξε ο μεγαλύτερος.

-Σοφία είναι… Σοφία είναι… Να έχεις μυαλό… να θέλεις να μαθαίνεις… να σκέφτεσαι… να σκέφτεσαι πολύ… και ν’ ανοίγεις το στόμα σου μόνο αν έχεις κάτι σωστό κι ωφέλιμο να πεις… σ αυτούς που σ’ ακούνε… Να απαντάς σωστά… στις ερωτήσεις…, είπε ο μεσαίος, κυττάζοντας λοξά το μεγαλύτερο που είχε οργιστεί με τη χοντροκεφαλιά του νεώτερου μέρμηγκα.

-Καλά τα λέει αυτός. Άκουσες επιτέλους; Κατάλαβες; Μα είσαι τελείως… ανεπίδεκτος μαθήσεως! είπε ο μεγαλύτερος μη θέλοντας να ακούσει τίποτε περισσότερο.

-Μάλιστα!.. Συγγνώμη… Θαρρώ πως κατάλαβα… αλήθεια το λέω! είπε καταντροπιασμένος, αλλά κατά βάθος όλα αυτά τα περί σοφίας και σοφών… τον είχαν μπερδέψει τον καϋμένο.

-Έλα τώρα… Κάποια μέρα, θα καταλάβεις καλύτερα αυτά τα δύσκολα νοήματα.  Είσαι μικρός ακόμη, είπε με κάποια επιείκεια αυτή τη φορά  ο μεγαλύτερος, βλέποντας το μικρό μέρμηγκα ν’ αλλάζει χρώματα από την ντροπή του.

Ο μικρότερος ξάπλωσε με πολλές σκέψεις στο κεφάλι του. Ίσως μετά από αυτό το ταξίδι της ζωή τους, να μπορέσει να πει κι αυτός μια σπουδαία γνώμη, όπως ο αρχηγός τους “για τη σοφία… ή  τις σοφίες…”.

Επιτέλους κόπιασε ευεργετικός ο ύπνος!

Ξημέρωσε και το φως του ήλιου στέλνοντας τις πρώτες αχτίδες του να περάσουν μέσα από τα δέντρα, σκόρπισε τις τελευταίες σκιές του σκοταδιού.

Οι τρεις λιλιπούτειοι εξερευνητές, δροσίστηκαν δοκίμασαν ένα ελαφρύ πρωινό, και κίνησαν  για το δρόμο τους.  Σ’ ένα ξέφωτο στο μικρό ρυάκι που το διέσχιζε, πολλά πτηνά άρχιζαν τη μέρα τους με ένα δροσερό μπανάκι. Βουτούσαν τιτιβίζοντας και κουνώντας την ουρά τους πολύ γρήγορα μέσα στο νερό, ύστερα πέταγαν σαν τρελά στον αέρα.

-Για φαντάσου… Βρέχονται κι ύστερα πετάν… Απορώ πώς δεν αρπάζουν κανένα κρυολόγημα!.. είπε ο μικρότερος.

-Όχι δα και κρυολόγημα!  τον ειρωνεύτηκε ο μεσαίος.

-Τότε όταν βρέξει μια-δυο φορές θα πρέπει αφού μουσκεύουνται, να πεθαίνουν από πνευμονία!  είπε πάλι γελώντας ο μεσαίος.

-Δεν το ξέρεις λοιπόν σύντροφε, ότι τα πουλιά έχουν ειδικούς αδένες στο σώμα τους που παράγουν ένα είδος λίπους, κι ότι με το ράμφος τους το  αλείφουν απάνω τους, κάνοντας έτσι τα φτερά τους και τα πούπουλά τους αδιάβροχα; είπε ο μεγαλύτερος.

-Δηλαδή δε φτάνει το νερό στο δέρμα τους; ρώτησε ξανά ο μικρός.

-Ακριβώς! είπε ο μεγάλος.

-Κατάλαβα. Αλήθεια κατάλαβα, απάντησε ο μικρός μέρμηγκας πολύ σίγουρος αυτή τη φορά για τον εαυτό του.

Κύτταξε ύστερα τα πουλιά που πετούσαν στον αγέρα, και ένιωσε την επιθυμία να πετάξει και αυτός. Υπήρχε βέβαια κι ένα είδος μερμηγκιών με φτερά, κι αυτό το ήξερε. Δυστυχώς όμως δεν ανήκε στην οικογένειά τους! Γρήγορα πάντως ξέχασε τη στεναχώρια του ο μικρός μέρμηγκας, καθώς συνέχισαν τη σπουδαία πορεία τους στο καταπληκτικό δάσος, που είχε αποβεί, γι’ αυτόν κυρίως, ένα διδασκαλείο.

Μόλο που τα  δέντρα ήταν πυκνά, οι κάθετες τώρα ακτίνες που διαπερνούσαν ανάμεσά τους έδειχναν μεσημέρι. Οι τρεις σύντροφοι βρήκαν μια ηλιόλουστη γωνίτσα πάνω σε μια μεγάλη πέτρα, και ξάπλωσαν αναπαυτικά.  Ήταν ώρα να ξεκουραστούν και ταυτόχρονα ν’ απολαύσουν τον ήλιο, μια και το ατέλειωτο δάσος ήταν γεμάτο από σκιές και αρκετά υγρό. Με τις κεραίες τους σε ανάπαυση, εγκαταλελειμμένοι στο όνειρο, οι τρεις φίλοι, δεν κατάλαβαν αμέσως την κίνηση απέναντί τους, ανάμεσα σε κάποιους μεγάλους θάμνους. Ο μεγάλος όμως μέρμηγκας που δεν αναπαύονταν στην ουσία ποτέ, αφού σαν αρχηγός της αποστολής τους, ήταν ο πιο υπεύθυνος,  τέντωσε τις κεραίες του μόλις άκουσε το θόρυβο να κινείται προς το μέρος τους.

-Θεέ και Κύριε! αναφώνησε όσο πιο συγκρατημένα μπορούσε και την ίδια στιγμή πετάχτηκε επάνω τρομαγμένος.

Οι σύντροφοί του τρομαγμένοι από τις δικές του αντιδράσεις, έτρεξαν και κόλλησαν απάνω του τρομαγμένοι, ενώ προσπαθούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε.

-Εκεί! είπε ο μεγαλύτερος, τεντώνοντας την τρεμουλιαστή κεραία του προς το μέρος του άγνωστου θηρίου.

-Αχ!.. Τι… τ’ είναι; ψιθύρισε ο μεσαίος μέρμηγκας τρέμοντας.

-Πώς φοβάμαι! Μοιάζει με… δεινόσαυρο! ψέλλισε αδύνατα ο μικρότερος, και σφίχτηκε ακόμη περισσότερο δίπλα στους συντρόφους του.

-Ανοησίες!… Οι δεινόσαυροι ήταν τεράστιοι και κάποτε ψηλοί σαν τα δέντρα.  Άλλωστε δεν υπάρχουν πια. Εξαφανίστηκαν πριν από εκατομμύρια χρόνια, είπε ο μεγαλύτερος.

Ήταν όμως σχεδόν αόρατοι οι τρεις λιλιπούτειοι εξερευνητές στη γωνίτσα τους.  Από εκεί λοιπόν, άθελά τους, παρακολούθησαν το άγνωστο θηρίο να κινείται έξω από τους πυκνούς και σκιώδεις θάμνους, να  ψάχνει και να οσφραίνεται το έδαφος με το μακρύ ρύγχος του. Είχε στ’ αλήθεια ένα πολύ παράξενο μακρουλό σώμα, μέχρι μισό μέτρο στρογγυλεμένο κάπως στη μέση, με μακριά ουρά και μακρύ ρύγχος.  Το σώμα του το κάλυπτε ένα είδος φυσικής πανοπλίας. Οι τρεις λιλιπούτειοι εξερευνητές, τον παρακολουθούσαν με ανάμεικτα συναισθήματα φόβου και περιέργειας.  Ξαφνικά το μεγάλο άγνωστο ζώο σταμάτησε. Από το στόμα του πετάχτηκε η γλώσσα  του, μακριά σαν ταινία, που βυθίστηκε μέσα σε μια σχισμή του εδάφους, για να ξαναβγεί -προς μεγάλη τρομάρα των ηρώων μας- γεμάτη από τα κολλημένα μερμήγκια απάνω της.

-Πω… πω!.. Τι συμφορά για το γένος των μερμηγκιών!.. Ελάτε μαζί μου! είπε ο αρχηγός στους άλλους πολύ σοβαρά, κατευθυνόμενος τροχάδην προς ένα μεγάλο μανιτάρι, δίπλα στην πέτρα.

Κρύφτηκαν βιαστικά σε μια από τις πτυχές του και παρακολουθώντας και καταγράφοντας βαθειά στο μυαλό τους κάθε κίνησή του και κάθε λεπτομέρεια της συμπεριφοράς του, περίμεναν να περάσει το κακό.  Σίγουρα δεν εύχονταν να τελειώσει άδοξα η περιπέτειά τους. “Τι είδος ηρωισμού είναι να σε φάει ένα μυρμηγκοφάγο θηρίο!..” σκέφτηκε μέσα του ο μεσαίος! “Κι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ποιος θα μορφώσει τους δικούς μας στο συνοικισμό μας πίσω στη μεγάλη πολιτεία; Όλοι εκεί πίσω μας περιμένουν με αγωνία!”, σκέφτηκε ο μεγάλος μέρμηγκας καθώς παρακολουθούσε το μυρμηγκοφάγο θηρίο.  Ήταν αλήθεια οι ήρωες αυτών που είχαν αφήσει πίσω τους, ετούτοι οι εξερευνητές, οι μοναδικοί ως τη στιγμή εκείνη, που θα τους δόξαζαν, ανάμεσα στους άλλους μυρμηγκοσυνοικισμούς. Έπρεπε λοιπόν οι τρεις ετούτοι, να προσέχουν και να προστατεύουν τον εαυτό τους για το καλό όλων. Ποιος ξέρει πόσες μυρμηγκοφωλιές έπρεπε να αδειάσει για να χορτάσει ετούτο το “θηρίο”, ή μήπως τα μυρμήγκια ήταν το επιδόρπιό του; Η φρίκη τα είχε παραλύσει!

Βέβαια όπως  το είχαν αντιληφθεί οι τρεις μύρμηγκες, το “θηρίο” αυτό ήταν ο Αρμαντίλλο ο Μυρμηγκοφάγος, νυκτόβιο  ζώο που αρκετά παράξενα έκανε την εμφάνισή του στις ώρες της ημέρας. Η διάθεσή των τριών μυρμηγκιών είχε αλλάξει ξαφνικά. Η πορεία τους στο γεμάτο ομορφιές αλλά και φυσικές παγίδες δάσος, είχε τραπεί  από περιπετειώδης, σε αμυντική. Έπρεπε ίσως να επιστρέψουν. Δυστυχώς, όταν ξεκίνησαν, νόμισαν πως ήταν κάπως κατατοπισμένοι. Η πραγματικότητα τους διέψευσε.  Ο μυρμηγκοφάγος για παράδειγμα, ήταν άγνωστος στο πολιτισμένο περιβάλλον όπου ζούσαν. Οι μικροσκοπικοί εξερευνητές, δεν μπορούσαν να φανταστούν πόσους άλλους κινδύνους μπορούσαν ν’ αντιμετωπίσουν, αν έμεναν κι άλλο, στο κατά τα άλλα φιλόξενο δάσος!.. Όμως  χωρίς αμφιβολία η περιπέτειά τους, τους είχε πλουτίσει με σπουδαίες εμπειρίες. Οπωσδήποτε ανάμεσα στα άλλα καθήκοντά τους, όταν θα  επέστρεφαν, θα ήταν και η γνωστοποίηση στο συνοικισμό τους, στην  πολιτεία τους, για τους γνωστούς ή τους απρόβλεπτους κινδύνους του δάσους.

Τελικά ωστόσο, τους απασχόλησε το ερώτημα: να συνεχίσουν την εξερεύνησή τους, ή να επιστρέψουν στις βάσεις τους και να οργανώσουν στο μέλλον μια παρόμοια αποστολή, αλλά οπωσδήποτε ενισχυμένη και με μέλη καλύτερα εκπαιδευμένα.  Το δάσος, όπως είχαν πια διαπιστώσει, ήταν όχι μόνο ατέλειωτο, αλλά και γεμάτο από πολλών ειδών εκπλήξεις: ευχάριστες αλλά και δυσάρεστες.  Αποφάσισαν λοιπόν ομόφωνα οι τρεις τους, ότι για πρώτη φορά, είχαν δει αρκετά.

-Θα οργανωθούμε καλύτερα.  Σίγουρα είμαστε πολύ καλύτεροι γνώστες των πραγμάτων στο δάσος, από πριν.  Θα διδάξουμε τους δικούς μας, αυτούς που αγαπούν την περιπέτεια και δε φοβούνται να ριψοκινδυνεύσουν για ν’ αποκτήσουν τη γνώση.  Εσείς κι εγώ μπορούμε να σχηματίσουμε ομάδες και να ξεκινήσουμε μια ωραία αποστολή.  Μπορεί ίσως και να ετοιμάσουμε μέρη για διακοπές για τους δικούς μας.  Το δάσος είναι  για  μας το καλύτερο σχολείο.  Τι λέτε για όλα αυτά; ρώτησε σοβαρά ο αρχηγός τους.

-Σύμφωνοι… σύμφωνοι! βιάστηκε να πει ο μικρότερος.

Ο μεσαίος όμως που ήταν λίγο περισσότερο ώριμος είπε:

-Θέλει συζήτηση και σκέψη το πράγμα.. Έτσι νομίζω!..

-Συμφωνώ… κι έτσι θα γίνει!.. είπε ο μεγάλος.

Έτσι λοιπόν οι τρεις συνοδοιπόροι φορτώθηκαν τους σάκους τους και κίνησαν για το δρόμο του γυρισμού. Ακολουθώντας το ένστικτό τους, βάδισαν κατά μήκος της γραμμής των μεγάλων δέντρων, ώσπου μπήκαν στην πολιτεία.

Χωρίς αμφιβολία η κοινότητά τους, περίμενε τους πρωτοπόρους  ήρωές της, που με την πεποίθηση της κάποιας εμπειρίας τους ήταν έτοιμοι ν’ ανταποκριθούν στα όποια  νέα τους καθήκοντα, σα δασογυρισμένοι. Τώρα πλέον τους στεφάνωνε  η αίγλη των εξερευνητών του δάσους!

 Τέλος

2 σκέψεις πάνω στὸ “Τρεις λιλιπούτειοι εξερευνητές (Μία μικρή ιστορία από το βιβλίο μου, “Αλκυονίδες” [τέσσερις τόμοι ενσωματωμένοι σε ένα βιβλίο, 393 σελίδων], για όλη την οικογένεια)

  1. ¨Ένοιωσα για άλλη μια φορά παιδί, το διάβασα τόσο ευχάριστα,είναι διδακτικό ,επιμορφωτικό ακόμα
    και για τους ενήλικες.Πολύ το απόλαυσα Κυρία Πιπίνα μου!

    Μοῦ ἀρέσει

Σχολιάστε