Δείγμα από τα δοκίμια που έχουν δημοσιευτεί στον Ελληνικό Τύπο της Αυστραλίας
***************
Η δυστυχία του ξεριζωμού
(άρθρο στην Ηπειρωτική Εφημερίδα, δεκαετία του 1990)
Συναντιέμαι συχνά με συμπατριώτες της γενιάς μου. Ύστερα από τόσα χρόνια εγκατάστασης σ’ ετούτον τον τόπο, και μολονότι κάποιοι από αυτούς έχουν παντρεμένα παιδιά και εγγόνια, δεν παύουν να μιλούν για ξενιτιά, και για πατρίδα. Τι είχαν, τι χάσανε, τι έχουν, και τι ελπίζουν να έχουν. Η επαναληπτική σύγκριση μεταξύ των δύο: της πατρίδας και της υιοθετημένης, πότε αποβαίνει παρηγοριά και πότε χάος όπου κατακρυμνίζονται οι ελπίδες τους για επαναπατρισμό και “καλή ζωή”. Ο απολογισμός είναι τελικά ένας πόνος που καταποντίζει: “άτυχοι όσοι άφησαν πίσω τους πατρίδα ακόμη και αν αυτή ήταν “Ψωροκώσταινα”.
Προσωπικά ύστερα από τέτοιου είδους συζητήσεις αισθάνομαι πικραμένη και χωρίς να το θέλω πονάω συλλογικά για όλους τους συμπατριώτες μου, που έχουν μοιράσει την ψυχή τους και την αγάπη τους στα δύο. Έτσι γίνεται διπλός ο πόνος τους και η χαρά τους μικραίνει. Και όπως είναι ανθρώπινο αναλογίζομαι τα δικά μου και την διπλή θα έλεγα ατυχία όσον αφορά την οικογενειακή μας θέση σε σχέση με το ξερίζωμα από την πάτρια γη. Γιατί οι γονείς μου είναι Έλληνες της Μικράς Ασίας. Οι παππούδες μου ήταν ο ένας από την Κωνσταντινούπολη και ο άλλος από το Αμόριο όπως και οι γιαγιάδες μου. Η Μικρασιατική καταστροφή τους ανάγκασε να έρθουν και να μείνουν στην Κύπρο για μερικά χρόνια. Από εκεί ήρθαν στην Ελλάδα ταλαιπωρημένοι, κουρασμένοι, αφήνοντας τους νεκρούς τους στη Μ.Ασία και στην Κύπρο.
Υποχρεωτικά μετανάστες στην Ελλάδα οι δικοί μου -με τον τίτλο: πρόσφυγες, μέτοικος εγώ στην Αυστραλία ένεκα γάμου. Τώρα σκέφτομαι τα παιδιά μου και γνωρίζοντας τις αντιξοότητες της ζωής, ελπίζω να μη μπουν σε μία παρόμοια διαδικασία εξ ανάγκης. Γιατί μετοίκηση σημαίνει είδος μοναξιάς μέσα σε άγνωστη κοινωνία, σημαίνει είδος ξεριζώματος από τα ημέτερα, τα γνώριμα, τα οικεία, στο άγνωστο. Έχεις ποτέ σου αισθανθεί χαμένος τρομαγμένος μέσα σε πλήθος κόσμου, χωρίς έναν άνθρωπο να συνεννοηθείς ή να συζητήσεις ένα πρόβλημά σου, να συμμεριστεί τις έγνοιες σου χωρίς να σε κριτικάρει; Αυτό το ένιωσα εγώ όταν πρωτοήλθα σ’ ετούτη τη γη, ακόμη και ας γνώριζα την αγγλική, όπως τη διδάχτηκα στα ιδιωτικά σχολεία Αγγλικής του Γ. Σακελίονα ή από την γλωσσομαθή Τούρκισσα, την Κυρία Ραφέτ, στην οδό Μανωλιάσσης τότε και νυν Ναπολέοντος Ζέρβα, που περέδιδε ιδιωτικά μαθήματα, και όπως τη διδάχτηκα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων ως υποχρεωτικό μάθημα μαζί με τα άλλα.
Καθώς ο άνθρωπος είναι προσωρινός σ’ ετούτον τον κόσμο και δεν έχει το χρόνο για να δοκιμάζει και να ξεπερνάει αυτού του είδους τις αλλαγές, δοκιμάζεται και ταλανίζεται ιδιαίτερα όταν προκύπτουν τα ζωτικά θέματα της γλώσσας, των ηθών και εθίμων, επομένως των αξιών που διακρίνουν τις ράτσες του Πλανήτη.
Η μετοίκηση γίνεται ξερίζωμα και οι ουλές που παραμένουν αθεράπευτες, επηρεάζουν και τους απογόνους του ξεριζωμένου. Δεν πειράζει πόσα καλά θα εύρεις στον τόπο της μετοίκησης. Ο άνθρωπος κουβαλά μέσα του τις αθώριαστες μνήμες του που επίμονα και σε καθημερινή βάση τον ταξιδεύουν νοηρά πίσω εκεί «στα πρώην τα δικά του». Η ανάγκη του να αναζωπυρώσει το παρελθόν του στη νέα γη, είναι ένας αγώνας που τελικά απάνια επιβραβεύεται. Να πούμε πως ματαιοπονεί; Μάλλον. Πώς ονομάζουμε ετούτη την Οδύσσεια; Δύναμη της συνήθειας…. φόβο μην χαθεί μέσα στους αλλόφωνους, ανάμεσα στις άλλες κουλτούρες… ας ονομάσουμε αυτό το σύνολο των συναισθημάτων με μία λέξη: ταυτότητα.
Όλοι οι μετανάστες έχουν κάτι το γλυκανάλατο πάνω τους. δεν είναι παρά το υποπροϊόν της πικρίας και της καχυποψίας και έχει αποτυπώσει τη σφραγίδα του στο πρόσωπό τους. Πικρία, γιατί στερήθηκαν το γνωστό, το οικείο, το αγαπητό, υποψία, γιατί δεν ξέρει ο ένας για τον απέναντί του: από πού βαστάει η σκούφια του και επομένως με ποιον έχει να κάνει, αν είναι ανώτερός του είτε ως προς την εκπαίδευση είτε οικονομικά. Και βέβαια το πράγμα τις περισσότερες φορές οδηγάει και στα «ενδότερα», ακόμη και στα «ανομολόγητα» περιουσιακά στοιχεία του «ανακρινόμενου». Πώς γίνεται και τελικά εξελίσσεται σε θρασύτητα αυτού του είδους η ανάκριση, δεν το έχω ακόμη κατανοήσει, αλλά έχω το διαπιστώσει και εξ ιδίας. Γίνεται λοιπόν επιφυλακτικός, “κουμπώνεται” και αρχίζει να ρωτάει αδιάκριτες, ανόητες ερωτήσεις, ξεκινώντας από τα απλά και προχωρώντας στα πολύπλοκα και ζόρικα: “Πώς είπες πως λέγεσαι; Α, έτσι! Και… τι δουλειά κάνεις; Α, είσαι παντρεμένος… έχεις παιδιά… τι λες τόσο μεγάλα… πότε πρόλαβες και τα σκάρωσες; Πόσων χρόνων είσαι λοιπόν; Έχεις επιχείρηση… α… μαγαζί… και σπίτι εξοχικό είπες; Καλά πας λοιπόν!” Και πάει λέγοντας η δήθεν αφελής ανάκριση, που δεν είναι απλά καθαρή περιέργεια, αλλά –και παρά τα φαινόμενα- κυρίως σύγκριση.
Ευτυχώς που μετά από την πρώτη περίοδο στην νέα πατρίδα ο μετανάστης αρχίζει και προσγειώνεται-εξοικειώνεται και η προσοχή του συγκεντρώνεται σε άλλα θέματα: την πολιτική για παράδειγμα. Αν λοιπόν ανήκει στην τάξη των αδιακρίτων που δικαιολογημένα έχουν γίνει έτσι –γιατί τι άλλο να περιμένεις από κάποιον που έχει γίνει φορέας υποψίας, για να επιζήσει στον κόσμο που δεν εμπιστεύεται;- περνάς στην επίθεση κατ’ ευθείαν. Αν πάλι είσαι παθητικό μέρος στη συζήτηση περνάς στην άμυνα και προσπαθείς να μη ξεγυμνώσεις την ψυχή σου και κουρελιάσεις την αξιοπρέπειά σου σε μια τέτοια διαμάχη επαφής με έναν αδιάκριτο άγνωστο.
Τελικά δε φταίει κανείς. Φταίει η απορία, η ανάγκη για την επιβίωση, η ανικανοποίητη ψυχή και οι επιθυμίες, οι εγωϊσμοί και κυρίως -το τονίζω αυτό-, το παρελθόν. Ο μετανάστης αθεράπευτα πληγωμένος, παραμένει το θύμα, καθώς ο ίδιος έχει αποζητήσει τη μετανάστευση για οικονομικούς, πολιτικούς ή και για άλλους λόγους. Βασικά αισθάνεται και ομολογουμένως είναι ένας παρείσακτος, στην αλλαζονική, αγγλοσαξωνική κοινωνία που τον δέχεται μόνο σαν second class citizen. Κι αν σας πει κανείς του κάτι καλύτερο να είστε επιφυλακτικοί απέναντί του.
Όλοι οι μετανάστες έχουν μια ιστορία να πουν, κάποια αιτία πολύ σπουδαία πέρα από την ένδεια, για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους στη γη της επιτακτικής -κάποτε εκ των πραγμάτων-, απομόνωσης, των καγκουρώ και των κοάλα. Το τραγικό της υπόθεσης είναι, πως εδώ πολύ σπάνια οι μετανάστες αποδέχονται τη χώρα σαν πατρίδα τους, έστω και αν «τα σπλάχνα» τους -τα παιδιά τους εννοώ- αισθάνονται διαφορετικά. Και η γλώσσα του μετανάστη που καθιερώθηκε ως διδακτέα παρεκκλίνει από του φυσικού της, καθώς οι νέοι με μητρική γλώσσα την αγγλική δεν ξεχωρίζουν τα οφέλη στην γνώση της γλώσσας των πατέρων τους. Υπάρχει όμω και μία μικρή μερίδα νέων που μιλάνε τέλεια την ελληνική ή την όποια γλώσσα μιλάνε τέλος πάντων οι γονείς τους, κι αυτό τους δίνει μία αίγλη.
Στην ώριμη ηλικία του ο μετανάστης και ενώ θέλει να αποδεχτεί την ξένη γη ως πατρίδα του, ενδόμυχα είναι σαν το χέλι που όταν έρθει η ώρα του να αποδημήσει στη γη του ονείρου, πάει στον τόπο όπου γεννήθηκε. Και παρόλο που η πραγματική πατρίδα του ίσως να υστερεί σε πολλά, εκείνος επιθυμεί να πάει κοντά της. Κι αν και ίσως έχει ξεπεραστεί εκείνο που άλλοτε λέγαμε: “μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα…” διαπιστώνεται ξανά η τραγικότητα της μετανάστευσης στο βεληνεκές.
Υπάρχουν κάποιες απαντήσεις; Ίσως να υπάρχουν ίσως όμως και όχι. Ο καθείς θα πρέπει να είναι υπεύθυνος και να αποφασίσει λογικά και χωρίς συναισθηματισμούς.
“Το αίμα νερό δε γίνεται”, “βέβαια πάμε για να ξεκουραστούμε κι εμείς όπως όλοι”. Το τελευταίο αυτό: “Κι εμείς όπως όλοι”, νομοθετεί την φύση της μοίρας των μεταναστών. Το θέμα που προκύπτει σε αυτή τη θέση είναι ότι η Ελλάδα -αλλά και οι άλλες πατρίδες μεταναστών- σε θέλει με λεφτά. Για να μπορείς να ανταπεξέρχεσαι τις ανάγκες σου των γιατρών, της ιδιαίτερης νοσηλεύτριας, την εξυπηρέτηση στις δημόσιες υπηρεσίες. Πρόκειται για καθεστώς. Τα κυκλώματα είναι τρόπος ζωής και αν δεν ανήκεις σε κάποια, η ζωή σου μεταλλάσσεται από σχετικά εύκολη εδώ, σε πάρα πολύ δύσκολη εκεί. Οι επιτήδειοι δε βλέπουν χαρακτηριστικά στα πρόσωπα των ξενητεμένων ελληνο-αυστραλοχωριατών ή των ελληνο-γερμανοχωριατών ή άλλων, παρά δολάρια και μάρκα.
Υπάρχει κάποιος που δεν αγαπάει τα μάτια του; Αυτό ρωτάει κανείς όταν ρωτάει για την αγάπη του Έλληνα για την Ελλάδα. Ό,τι και να έχει πάθει και ό,τι και να του έχει συμβεί κι άσχετα προς τους λόγους που τον έδιωξαν τόσο μακριά της, την αγαπάει και την υποστηρίζει μέχρι τελευταίας πνοής. Αυτά και άλλα παρόμοια τα έχω διαπιστώσει μιλώντας και με μετανάστες άλλων εθνικοτήτων. Δεν είναι λοιπόν ένα μεμονωμένο φαινόμενο. Οι μετανάστες ευαισθητοποιούνται έκαστος διαφορετικά, και υπάρχουν κάποιοι που υποφέρουν περισσότερο από τους άλλους.
Γυρνάω πίσω μία στιγμή… εκεί που έλεγα Α… ναι βέβαια για τους Μικρασιάτες παππούδες και γιαγιάδες μου, που νεκροί από χρόνια, έχουν όλους τους απογόνους τους στην Ελλαδίτσα μας εκτός της αφεντιάς μου. Το δικό τους ξερίζωμα στιγματίστηκε με τον τίτλο της προσφυγιάς…. ενώ το δικό μου με τον τίτλο: εκλογή… εξ αγχιστείας…
Εύχομαι, όπως είπα και πριν, τα παιδιά μου και οι απόγονοί τους να μπορέσουν να συμβιβαστούν κάπου τέλος πάντων και να σταθεροποιηθούν και φυσικά εννοώ ετούτη τη χώρα ή την Ελλάδα μας και να μην προκύψει ποτέ η ανάγκη να ξεριζωθούν ακούσια τουλάχιστον!
Τέλος
Πραγματικά λυπάμαι γιατί έχετε τον πόνο του μετανάστη στην καρδιά σας .Εσείς και όσοι αναγκάστηκαν να αφήσουν τον τόπο τους για κάποιο λόγο ακόμα και άν όλα πήγαν καλά και η ζωή εκπλήρωσε τις προσδοκίες τους ,έχουν ένα όνειρο την επιστροφή. Ο θεός σας δίνει μικρά διαστήματα μέσα στον χρόνο να απολαύσετε τα χώματα μας την θάλασσα μας τους συγγενείς τις μυρωδιές μας. Κυρία Πιπίνα μου το άρωμά σας μυρίζει Ελλάδα!
Μοῦ ἀρέσειΜοῦ ἀρέσει
Έτσι είναι Άννα…Αλλά συμβαίνει κάτι θαυμάσιο στην ζωή των ξεν ιτεμένων Ελλήνων όπου κι αν βρίσκονται: η ανάγκη του να διατηρεί το παρελθόν του,τον ωθούν στο να συνεχίζει με ζέση τον γνωστό τρόπο ζωής συμβάλλοντας έτσι στην δημιουργία Ελληνικών Εστιών! Κινείται εντός αυτών με μία ιδιάζουσα υπερηφάνεια και πείσμα και ενάντια στο ρεύμα του χρόνου. Όλες οι νέες πατρίδες μεταβάλλονται σε ελληνικές και εντός αυτών ανατρέφει τα παιδιά του…. Η Αυστραλία είναι πανέμορφη έχει καλό κλίμα. .. και καλό πολιτικό σύστημα!
Μοῦ ἀρέσειΜοῦ ἀρέσει