- Ο Ορέστης[1]
(Από τη συλλογή ποιημάτων Τέταρτη Διάσταση, του Γ. Ρίτσου)
Διαφορά του Νου και της Ψυχής: Στο ποίημα Ο Ορέστης, ο ποιητής Γ. Ρίτσος, δεν απομακρύνεται πολύ από τον αρχέτυπο μύθο. Η υπό μορφήν ορισμού, αυθόρμητη διατύπωση των συλλογισμών του μέσω του ήρωά του, στοχεύει, αφενός μεν, στο πλάσιμο του δικού του μύθου και αφετέρου, στην ανανέωση του αρχέτυπου, παρόμοια όπως κάνει με όλα τα ποιήματά του, στην Τέταρτη Διάσταση.
Ο Ορέστης γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, επιστρέφει στις Μυκήνες συνοδευόμενος από τον φίλο του Πυλάδη. Βασανίζεται ανηλεώς από το ερώτημα: ‘‘γιατί ήρθαμε, γιατί πολεμήσαμε, γιατί και πού επιστρέφουμε;’’[2]. Έχει ήδη διαπιστωθεί από τον αρχέτυπο μύθο, ότι σκοπός του Ορέστη είναι η εκδίκηση για την δολοφονία του πατέρα του Αγαμέμνονα, από το χέρι της μητέρας του. Προς αυτή την κατεύθυνση, οδηγείται όχι αφεαυτού, αλλά από τη Μοίρα του και από το Θέλημα των Θεών. Πέρα ωστόσο από το πεπρωμένο και τη μοίρα που ορίζονται από ανώτερες δυνάμεις, ο ποιητής τονίζει τη διαφορά του Νου και της Ψυχής, του ατόμου, του θυμοειδούς και του συναισθήματος, τα κίνητρα πίσω από το καθήκον ή τα κίνητρα για την απόρριψή του[3].
Ως προσωπικότητα ο Ορέστης, θεωρεί ότι ο φόβος που προηγείται της δικαιοσύνης, καθιστά την ‘εκδίκηση’ γελοία[4]. Επιμένει σε ετούτο καθώς έχει πλήρη επίγνωση του ‘‘τι ο ίδιος θέλει και τι επιβάλλεται εκ των πραγμάτων’’. Είναι γεγονός ότι η ενοχή της μητέρας του, Κλυταιμνήστρας, για τον θάνατο του πατέρα του, του προκαλεί αφόρητο πόνο. Πάντα αγαπούσε τη μητέρα του, για όλα όσα εκπροσωπούσε, για τον ίδιο: τον γέννησε και τον ανάθρεψε, ‘‘επιμένει να ετοιμάζει υδρομέλι και τροφές για πεθαμένους’’ και επιπλέον επικαλείται το αλάθητο των νεκρών! Αναρωτιέται λοιπόν γιατί η ίδια, ως δολοφόνος, δεν φοβάται για την τιμωρία, ως επακόλουθο των πράξεών της. ‘‘Τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζα’’, συμπεραίνει δυστυχισμένος[5].
Διαισθάνεται επίσης, ότι όπως εκείνος, παρόμοια και η αδερφή του Ηλέκτρα, τρέφει αγάπη και μίσος για τη μητέρα τους Κλυταιμνήστρα, την τελευταία εκπρόσωπο του Μητριαρχικού Συστήματος, που καταρρέει, ολοκληρώνοντας τον κύκλο της ύπαρξής του, με τον επερχόμενο θάνατο της εκπροσώπου του, βασίλισσας και μητέρας του. Η αδερφή του Ηλέκτρα, περιγράφεται ιδιαίτερα, ως ‘‘δοσμένη στην άρνηση της ομορφιάς και της χαράς / ασκητική, αποκρουστική στη σωφροσύνη της μόνη κι ασύνδετη’[6], γεγονός που στη συνέχεια τον παροτρύνει να εικάσει το ακόλουθο: ‘‘Ίσως αυτό δεν της συγχώρεσε ποτέ η αδερφή μου / την αιώνιά της νεότητα’’[7]. Εννοεί πάντα την μητέρα τους. Πιστεύει ωστόσο, ότι η Ηλέκτρα φοβάται τη δική του εκδίκηση, εναντίον της μητέρας τους, ίσως γιατί αν λείψει ετούτη, η αδερφή του δεν θα έχει πλέον κάποιον, που να μπορεί να τον ψέγει[8]. Η Ηλέκτρα, λοιπόν, παρόμοια με εκείνον, δεν θέλει την τιμωρία της Κλυταιμνήστρας. Επιπλέον, η Ηλέκτρα, επιθυμεί να απομακρυνθεί από τη μυασμένη γη των Μυκηνών και να έρθει να ζήσει στην Αττική.
Ο σφετερισμός – οι σφετεριστές: Το παράγωγο επίθετο, χρησιμοποιείται από τον ποιητή ως έννοια, δια στόματος Ορέστη. Η ευρύτητα της σημασίας του γίνεται με μαζικούς όρους[9] ή και στον ενικό:
‘‘Τούτη η νύχτα με δίδαξε
την αθωότητα όλων των σφετεριστών. Κι όλοι μας σφετεριστές σε κάτι, -αυτοί των λαών, αυτοί των θρόνων,
εκείνοι του έρωτα ή και του θανάτου; η αδερφή μου
σφετερίστρια της μόνης μου ζωής; κι εγώ της δικής σου’’.
Το σκεπτικό του αλλάζει. Σκέφτεται ‘‘μια εκούσια μετατόπιση ίσως’’ από ‘‘το πεδίο του θανάτου, στην ελπίδα ενός αμφίβολου αυτεξούσιου’’[10]. ‘‘Θυσίες λέει και ηρωϊσμοί -ποία η αλλαγή; Χρόνια και χρόνια’’ μονολογεί ο ήρωας ή ο ποιητής, και αναρωτιέται για τη ζωή και για τα ιδανικά των ανθρώπων, και επίσης για την μετατόπισή τους, συχνά, από ετούτα. Αναρωτιέται επιπλέον για τις νέες γενιές που όπως και οι προηγούμενες, ίσως διαπιστώσουν με τη σειρά τους, τα ίδια… Σε όλα ετούτα, τα ρητορικής φύσης ερωτηματικά του, ανταποκρίνεται καθώς κατέχει την εμπειρία και τη από αυτήν, γνώση.
Έρωτας, απαισιοδοξία, άγχος: Ξαφνικά ο ποιητής περνά σε μία άλλη σφαίρα, εκείνη του έρωτα-μαγείας και δηλώνει πως πρόκειται για ‘θάμβος’[11]. Η απαισιοδοξία του είναι δικαιολογημένη, ως ένα βαθμό, καθώς τα καθορισμένα μηνύματα, δεν μεταδίδονται ικανοποιητικά ίσως ή δεν βρίσκουν την αναμενόμενη ανταπόκριση. Επομένως και η μεγάλη ηρεμία που η ύπαρξή της συνεπάγεται συγκεκριμένες συνθήκες ή καταστάσεις, παραμένει ως φαινόμενο, ουτοπική. Ο Ορέστης αποζητά το αδύνατον για τη θέση του. Αποζητά όλες τις παραπάνω ποιότητες στη ζωή του, κυρίως όμως την απολύτρωση από το καθήκον, που η συνείδησή του αλλά και η θέση του στην οικογένειά του -διάδοχος του Αγαμέμνονα- του επιβάλλουν. Ζηλεύει κάθε τι στη γύρω φύση, τα ζώα που ‘‘αναμηρυκάζουν γαληνιαία σαν μέσα στην αιωνιότητα’’ και αναρωτιέται: ‘‘Έτσι νάναι η ευτυχία;’’ Ο δύσμοιρος νέος κατακλύζεται από την απαισιοδοξία που γεννά η τρομακτική απόφασή του και η μελλοντική μυαρή πράξη του, τελικά. Και όσο παρατείνεται ο χρόνος που προηγείται της ανόσιας πράξης-εκτέλεσης της Κλυταιμνήστρας, τόσο και περισσότερο κορυφώνεται η αγωνία του.
Ο Γ. Ρίτσος βασανίζεται για τα άλυτα προβλήματα του τόπου του. Το σήμερα γίνεται παρελθόν, ιστορία… το παρόν ωστόσο παραμένει ίδιο με το παρελθόν, και η ιστορία του χτες, επαναλαμβάνεται, καθώς τίποτα δεν αλλάζει, σε ετούτη τη θανατερή στασιμότητα που οδηγεί τον πολίτη της Ελλάδας να θαρρεί, πως αέναα επικρατεί μία λιμνάζουσα κατάσταση, σε σχέση με την επίλυση των προβλημάτων της χώρας του. ‘‘Τα πηγάδια ποτέ δε γεμίζουν’’ λέει με χαρακτηριστική αγωνία και απογοήτευση[12]. Ο δημιουργός εκφράζει την απογοήτευση του κάθε ανικανοποίητου πολίτη, του κάθε Έλληνα και του εαυτού του. Οι ανικανοποίητοι πολίτες, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται πάντα και ο ίδιος, γίνονται το επίκεντρο των σκέψεών του, που ως τέτοιο, περιστρέφεται ‘‘γύρω‘ από ένα κέντρο άγνωστο, αόριστο’’, κι ωστόσο καθορισμένο[13] και γύρω από ετούτο, όλα τα άλλα. Η πορεία αυτή ελκύει ‘‘-σ’ έχει κυριεύσει ο μυστικός ρυθμός’’[14] λέει ο Ορέστης, ή ο ποιητής ως εικονικός ήρωας, λες και αναφέρεται σε αέναη δίνη αναλλοίωτων καταστάσεων.
Η μοιρολογίστρα σιωπά μη έχοντας πετύχει περισσότερα του καθιερωμένου αποτελέσματος και ο Ορέστης λέει πως θυμάται ‘‘-την αγελάδα εκείνη’’ τη ‘βουβή, λαβωμένη’, που ‘ίσως γνωρίζοντας την άρνηση και την υποταγή’ την αδιαλλαξία και την εχθρότητα, σε αυτή τη φαινομενική συμφωνία της φύσης παύει να μουγγανίζει[15]. Υπογραμμίζει με ετούτα την αιώνια δίψα του ανθρώπου για λύσεις, που ίσως τελικά την ικανοποιεί μόνο μέσα από το δικό του το αίμα, αυτό που χύνεται στους αγώνες της απελπισίας! Στους επαναστατικούς χειρισμούς που παρά τις αιματηρές θυσίες των ατόμων, δεν επιφέρουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Παρά ταύτα, παρά τις αμέτρητες αντιξοότητες που συναντά στην πορεία της ζωής του, ο άνθρωπος, δεν χάνει την ελπίδα, καθώς τίποτα δεν χάνεται στην πραγματικότητα, εφόσον υπάρχει αιωνιότητα. Το ‘‘λαχάνιασμα’’ η δόξα και η αδημονία, δεν ωφελούν κανέναν, και η θρησκεία αποτελεί, ένα μεγάλο κάποτε ερωτηματικό[16]. Στην αέναη βιο-πάλη, ήρωας αναδύεται τελικά ο λαός και η πίστη γι’ αυτό, είναι παρόμοια με εκείνη που επικρατεί για τις κατώτερες μορφές ζωής: ‘‘-ανίδεη πίστη που μυστικά μεγαλουργεί, μερμήγκι το μερμήγκι, μέσα στο σκοτάδι’’ [17].
Ο Ορέστης ύστερα από τόσες αγωνιώδεις σκέψεις τελικά εκλέγει και αποφασίζει: ‘‘Διαλέγω τη γνώση και την πράξη του θανάτου που τη ζωή ανεβάζει’’ [18]. Η εκλογή του ποιητή ταυτίζεται αναπάντεχα με την Χριστιανική πίστη, η διανόηση επιβραβεύεται με την αιωνιότητα, μέσα από τον θάνατο της θυσίας. Ο ποιητής υπογραμμίζει τα αναπάντεχα της ζωής. Ο ρόλος ή οι πράξεις των θνητών ως ζωτικά στοιχεία, δεν είναι εναρμονισμένα πάντα με τον χαρακτήρα τους. Τα μοντέλα που επιβάλλονται από τη φήμη και τη δόξα, αρμόζουν σε εκείνους που βρίσκονται ή κοντά ή εντός των κύκλων που εκπροσωπούν αυτές τις ιδιότητες, εφόσον έχουν μυηθεί σε αυτές και επομένως δεν είναι σκληρό ή βάναυσο να τις ακολουθήσουν. Οι άλλοι, αυτοί που δεν ακολουθούν μία συγκυρία και κατέχουν εξέχοντα προτερήματα, ιδιάζουσες ποιότητες, οι χαρισματικοί, αποβαίνουν οι ηγέτες ενός πλήθους.
Η παρακμή του οίκου των Ατρειδών (Μυκήνες-Μονεμβασιά) είναι μεταφορά της παρακμής της οικογένειας του ποιητή.
- Αίας[19] (Αίαντας)
(Από τη συλλογή ποιημάτων Τέταρτη Διάσταση, του Γ. Ρίτσου)
Η πίεση προσδοκιών συνόλου, σε εξέχον πρόσωπο: Στο ποίημα Αίας, ο Ρίτσος, ακολουθεί εκ νέου τον μύθο για να μιλήσει, να φιλοσοφήσει επάνω σε πολλά και διαφορετικά θέματα, τονίζοντας ιδιαίτερα την πίεση που μπορεί να ασκήσει κύκλος ανθρώπων, σε εξέχον πρόσωπο, με τις προσδοκίες του. Στη θέση αυτή τοποθετείται ο Αίαντας, που παραπονιέται για την συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω του, γιατί δεν μπορεί να μπει στο ‘‘ρούχο’’ τους. Δεν μπορεί να αφομοιωθεί μαζί τους, γιατί είναι διαφορετικός. Κάποτε που είχε αισθανθεί ανήμπορος, όχι μόνο δεν τον συμπόνεσαν οι συνάνθρωποί του, αλλά θύμωσαν μαζί του, σα να τους είχε προδώσει. Τελικά, όμως, πιστεύει ότι υπάρχει κάποια αμοιβαιότητα στις συμπεριφορές αυτές και θεωρεί ότι τους πρόδωσε, έχοντας προδώσει τον εαυτό του.
Ο Αίαντας του αρχέτυπου μύθου, αισθάνεται αδικημένος επειδή τα όπλα του Αχιλλέα δίνονται στον Οδυσσέα και όχι σε αυτόν. Όταν όμως αποφασίζει να εκδικηθεί τους Αχαιούς, γίνεται εξαίφνης, αλλόφρων, δια χειρός της θεάς Αθηνάς, η οποία ενεργεί κατ΄αυτόν το τρόπο για να προστατεύσει τους Αχαιούς. Ως ‘‘αλλοφρων’’ ο Αίαντας έρχεται εναντίον αγέλης ζώων, και σφάζει πολλά από αυτά, πιστεύοντας ότι είναι Αχαιοί. Όταν συνέρχεται από την πλάνη της τρέλας του, ντροπιασμένος από την πράξη του, αυτοκτονεί μπήγοντας το σπαθί του στο πλευρό του.
Στον Αίαντα δεν λείπουν οι εικόνες που τοποθετούν τον ήρωα, εναλλακτικά, σε αμφότερους τους κόσμους, εκείνον του κλασσικού μύθου, και τον άλλον της νεοελληνικής πραγματικότητας, όπως αυτός παρουσιάζεται από τον Γ. Ρίτσο, στην εποχή του, προσαρτώντας επιπλέον μαρτυρίες από την Καινή Διαθήκη, κατά την περίοδο του διωγμού, των πρώτων ακολούθων του Χριστού από τους Ρωμαίους.
‘‘Ένα άσπρο φεγγάρι… ανέβαινε απ’ την Ίδη[20]’, ‘-ένα άσπρο μαντίλι όπως παιδιά που παίζαμε τυφλόμυγα στη Σαλαμίνα’,
‘μέσα σε μια μεγάλη, σκοτεινή εκκλησία μες στο λιοπύρι, κι οι εικόνες
Χλωμές, ψηλές, κάτι μιλάνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα για σένα-
Ένα πελώριο φίδι[21], ένα λιοντάρι μ’ ένα αγκάθι στο πέλμα[22],
Ένα κομμένο κεφάλι στο δίσκο[23], δυο μάτια σκιασμένα’’
Το φεγγάρι προσωποποιείται στην έκφραση: ‘‘είχε ασβεστώσει το δρόμο’’ και επί πλέον μας δίνεται, όπως συμβαίνει συχνά στην δημιουργία του Γ. Ρίτσου, μία χαρακτηριστικά δραματική εικόνα μέσα από την περιγραφή[24].
Το αίσθημα της Απομόνωσης και του Μίσους: Στην απομόνωσή του ο Αίας ομολογεί ότι αισθάνεται να τον κατασκοπεύουν. Νιώθει το μίσος των Ατρειδών: ‘‘κι ο Τεύκρος[25] να λείπει στα βουνά’’, λέει με παράπονο για τη συμπεριφορά του αδερφού του, Τεύκρου. Περιγράφει το ιστορικό του πάθους του και τη χαρά του που ήταν ζωντανός[26]. Η σκηνή των κοπαδιών των γλάρων του εμπνέει εκ νέου εμπιστοσύνη στη ζωή, τον γαληνεύει και τον απαλλάσσει από τα προβλήματά του: ‘‘-ούτε τον θάνατο των άλλων ούτε και τον δικό μου αποζητώ’’, καταθέτει. Επιπλέον δεν στεναχωριέται ‘‘για την απάτη των Θεών’’, ‘‘την αυταπάτη του’’, ούτε και για ‘‘τη χλεύη των συμπολεμιστών του’’. Αισθάνεται άγγιχτος απ’ όλα αυτά, γιατί βρίσκεται μακριά[27]. Θεωρεί τα όπλα άχρηστα και ισχυρίζεται ότι ο φόβος για τον εχθρό είναι ασήμαντος, σε σύγκριση μ’ εκείνον έναντι του φίλου, ‘‘που ξέρει τις κρυφές πληγές κι εκεί σημαδεύει’’[28]. Και επομένως, ένας μπορεί να αντιμετωπίσει με περισσότερη δεξιοτεχνία και πεποίθηση, τον άνθρωπο-εχθρό, παρά τον άνθρωπο-φίλο που μάλλον συχνά, δεν τον υποπτεύεται! Τον λυπεί η συμπεριφορά των συναδέρφων του στην Τροία. Αναφέρεται στον ηρωισμό τους, αλλά και στην αχαριστία των Ατρειδών, στον υλισμό τους, στις πονηριές, στις απάτες και στους φόβους τους. ‘‘Ως πότε;’’ ρωτά με πίκρα, καθώς θεωρεί ότι και ετούτοι κυβερνώνται από την κοινή για όλους τους ανθρώπους, μοίρα, εκείνη του θανάτου: ‘‘Μια μέρα κι’ εκείνοι θα σταθούν γυμνοί μπροστά στη νύχτα’’. Αποφασίζει ότι τίποτα πια δεν ωφελεί, ακόμα ούτε εκείνη, ‘‘η κλεμμένη ασπίδα, όσο ωραία και μεγάλη’’, του Αχιλλέα, για την οποία ο Αίας του αρχέτυπου, μέσα στην τρέλα του, είχε προβεί σε εκείνες τις ανόσιες σφαγές, τόσων άμοιρων ζώων και στο τέλος στη δική του αυτοκτονία!
Οι Νεκροί: Οι νεκροί έχουν το προνόμιο να είναι ‘‘ανεξέλεγκτοι, αόρατοι’’ κι επιπλέον ‘‘απρόσβλητοι’’. Ο Αίαντας ομολογεί ότι τους ζήλεψε[29], γι’ αυτό τους το ‘‘προνόμιο’’. ‘‘Στη γέφυρα διασταυρώθηκαν μ’ ένα μπουλούκι τσιγγάνων’’ λέει ο εννοώντας τους νεκρούς. Ωστόσο, κανείς από τους πολυγυρισμένους τσιγγάνους ‘‘δεν διέκρινε’’, τη διαφορά τους, ως νεκρών. Αντίθετα οι άψυχοι μύλοι του καφέ το ένιωσαν και ‘‘σπιθίουν άξαφνα’’, παρουσιάζοντας έτσι μία έντονα διαφορετική συμπεριφορά. Επίσης ‘‘και τα εφτά κατάμαυρα άλογα έσκυψαν το κεφάλι τους στο χώμα΄ τέντωσαν το αυτί’’, με τη φυσική τους διαίσθηση, των ζωντανών, ένιωσαν την παρουσία των νεκρών υπάρξεων.
Η ζωή κυλά όμοια για πολλούς λαούς… και κυρίως για τη γη του ποιητή, που ο λαός της δε φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να αντικρύσει τον ήλιο το νοητό, παρά να υποψιάζεται απλά την ύπαρξή του, μέσα από τη νοημοσύνη των διανοούμένων της! Και μόνη η ‘αρκούδα’ –εκπροσωπευτικό σύμβολο της Ρωσίας-, στάθηκε και αντέδρασε στα ‘‘πισινά της πόδια… εμποδίζοντας την κίνηση του κόσμου’’[30], ακολουθώντας όντως, μία πορεία διαφορετική, της κοινής!
Η πίκρα: Η πίκρα και η απογοήτευση του Αίαντα – Γ.Ρίτσου διαφαίνεται μέσα από τους συλλογισμούς του ως προς την αναγνώριση των ανδραγαθιών του, από τους Έλληνες ή μη, για τη δική του θέση-στάση. Μετά από τους αλλεπάλληλους συλλογισμούς του[31], και ενώ μιλά για το μάζεμά του, το κουβάριασμά του, την κάλυψή του για την προστασία του, κάτω από την ασπίδα του -ή τη διανόηση για τον ποιητή- κυριεύεται από απελπισία. Αποζητά έναν άλλον άντρα, ίσον του, στα ‘δικά του παπούτσια’, ώστε να μιλήσει μαζί του. Να μπορέσει να κρίνει για τη νομιμότητα των σκέψεών του, για τη λογική τους υφή ή την ουσιαστική τους προσφορά. Τελικά η άλλη φυσιογνωμία που στέκεται απέναντί του για τον κάποιο διάλογο ανάμεσά τους, ως ίσου προς ίσον, είναι εκείνη του θανάτου, όταν εκείνος στέκεται μπροστά του:
‘‘Μονάχα ο θάνατός μας
είναι του καθενός μας ο ίσος. Όλα τ’ άλλα πρόχειρη λάμψη,
συμβιβασμοί, προσχήματα, εθελοτυφλίες’’ [32]
Στο περιστατικό με τη μητέρα του[33], ο Αίας αναφέρεται στο διάλογό τους. Μαζί της συζητά για πηγάδια και ανθρώπους. Θεωρεί ότι έχουν ένα κοινό εκείνος και η μητέρα του: ‘‘μια όμορφη γυναίκα πνιγμένη’’ και ‘‘που δε λέει να πεθάνει’’, που είναι ‘‘καρτερική, καρτερική’’, παρόμοια με εκείνον. Όσο ζει εκείνος ζει και η μητέρα του με την οποία ταυτίζεται, όπως αφήνεται να εννοηθεί. Αγγίζεται και εδώ η διττότητα του ανθρώπου, η σύστασή του από δύο φύλα το άρρεν και το θήλυ, παρόμοια όπως και στον λαϊκό πολιτισμό (Καραγκιόζη) και κυρίως στην ελληνική φιλοσοφία (Ηράκλειτος).
Τέλος
[1] Γ. Ρίτσος, Τέταρτη Διάσταση, 1956-1972, Τόμος ΣΤ’, 9η έκδοση, Κέδρος
[2] Τα δέκα χρόνια του Τρωϊκού Πολέμου συμβολίζουν την δεκαετία των Βαλκανικών Πολέμων και την Μικρασιατική καταστροφή. Ο Ρίτσος αναρωτιέται για τον αγώνα του ως μέλος του κουμμουνιστικού κόμματος και τα αποτελέσματά του.
[3] ο.π., σ. 75
[4] ο.π., ‘όλοι οι αντίλαλοι τη διαψεύδουν, τη χλευάζουν’, σ. 76
[5] ο.π., σσ. 77-78
[6] ο.π., σ..79
[7] ο.π., σ. 79
[8] ο.π., σ. 79
[9] ο.π., σσ. 81-82
[10] ο.π., σ. 82
[11] ο.π., σ. 83
[12] ο.π., σ. 85
[13] ο.π., σ. 85
[14] ο.π., σσ. 85-86
[15] ο.π., σ. 86
[16] ο.π., σσ. 86-87
[17] ο.π., σ. 88
[18] ο.π., σ. 89
[19] Γ. Ρίτσος, Τέταρτη Διάσταση, 1956-1972, Τόμος ΣΤ’, 9η έκδοση, Κέδρος
[20] Στην Γ’ Ραψωδία της Ιλιάδας, απαντά η προσφώνηση ‘Ζευ πάτερ, Ίδηθεν μεδέων, κύδιστε μέγιστε,’ όπως είναι οι στίχοι: 276 (σ. 276 ) ή 320 (σ. 166), Ομήρου Ιλιάς, Εισαγωγή εις το Ομηρικόν έπος υπό ΒΙΛΑΜΟΒΙΤΣ, Μετάφρασις και σημειώσεις ΝΙΚ. Ι. ΣΙΦΑΚΙ, εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ – 1940.
[21] Πρόκειται πιθανόν για τον Πύθωνα, νεότερο γιο της Γης και του Τάρταρου, το μεγαλύτερο τέρας που είχε γεννηθεί. Ο Πύθωνας από τους μηρούς και κάτω ήταν στριφτά ερπετά, και τα χέρια του που ήταν 100 λεύγες προς την όποια κατεύθυνση, σχηματίζονταν από αμέτρητα καφάλια ερπετών αντί για χέρια. Το υπόλοιπο σώμα του και μέχρι την κεφαλή του, άγγιζε τ’ αστέρια, και τα μεγάλα φτερά του, σκίαζαν τον ήλιο. Τα μάτια του έβγαζαν φωτιά και καυτές αχνιστές πέτρες έβγαιναν από το στόμα του, Robert Graves, Greek Myths, Illustrated Edition, Cassell Ltd., 1985, σσ. 53-54.
[22] Ίσως πρόκειται για τον μάρτυρα Στέφανο που σύμφωνα με την Ιστορία των πρώτων Χριστιανών και υπό τη δίωξη των Ρωμαίων είχε συλληφθεί και είχε ριφθεί στην αρένα με τα λιοντάρια για να παλαίψει μέχρι ήττας και να κατασπαραχτεί από αυτά τελικά. Για καλή του τύχη όμως βρέθηκε αντιμέτωπος με το λιοντάρι που κάποτε είχε συναντήσει στο κυνήγι και που το είχε απαλλάξει από τον πόνο αγκαθιού βυθισμένου στο πέλμα του, που δεν του επέτρεπε να περπατήσει. Το λιοντάρι που έφερε μία απίστευτη μνήμη και μία εξίσου απίστευτη και ‘υπεράνθρωπη’ ευγνωμοσύνη, στάθηκε στο δίπλα του, γλύφοντάς τον. Είχε αναγνωρίσει τον σωτήρα του. Αυτό το απίστευτο περιστατικό του είχε σώσει τελικά τη ζωή.
[23] Πρόκειται αναμφίβολλα για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο που αποκεφαλίστηκε από τον Ηρώδη για χάρη της Σαλώμης.
[24] Γ. Ρίτσος, ο. π., σ. 233
[25] Σύμφωνα με τον μύθο ο Τεύκρος ήταν γιος του Τελαμώνα και της Ησιόνης και αδερφός του Αίαντα, ιδρυτή της Σαλαμίνας της Κύπρου. Όταν ο Αίας βρέθηκε σε ανάγκη, ο Τεύκρος δεν τον βοήθησε. Τότε ο Αίας (Τελαμώνας) τον απόδιωξε κι αυτός κατέφυγε στην Κύπρο αρχικά και αργότερα στη Σιδώνα (Βιργιλίου Αινειάδα, Ι , 620). Οι Έλληνες κατά την περίοδο του Εμφυλίου είχαν μπερδευτεί αθεράπευτα. Μέχρι σήμερα η κομματικοποίηση δεν αφορά απλά ιδεολογία ή αντιλήψεις, αλλά μάλλον την ανάγκη του ‘‘ανήκειν’’ για την μεγαλύτερη εξυπηρέτηση στην καθημερινότητα και κυρίως σε σχέση με την εργασία και την μονιμότητά της, επομένως με την εξασφάλιση πόρων ζωής. Κάποτε οι Έλληνες θα πρέπει να επιδιώξουν να διορθώσουν αυτή την αναπηρία που διαιωνίζεται αρχίζοντας σα μάστιγα από την περίοδο κατοχής στους Τούρκους, και σταματά την πρόοδο του τόπου.
[26] Γ. Ρίτσος, ο. π., σ. 235
[27] Γ. Ρίτσος, ο. π., σ.236
[28] Γ. Ρίτσος, ο. π., σ. 236
[29] Οι νεκροί είναι οι μόνοι ελεύθεροι τελικά καθώς είναι απαλλαγμένοι από όλα τα δεινά που βιώνει ο Έλληνας στον τόπο του και κυρίως σε εποχές που αλλάζει το πολιτικό κλίμα και εναντίον των ατομικών και της οικογενείας του συμφερόντων. Γ. Ρίτσος, ο. π., σ. 238.
[30] Η αρκούδα συμβολίζει συχνά τη Ρωσία του εικοστού αι., Γ. Ρίτσος, ο. π., σ. 238
[31] ο.π. σ. 240
[32] ο.π. σ. 241
[33] ο.π. σ. 242