Οι κυνηγοί και το κυνήγι

Οι κυνηγοί και το κυνήγι

(από το τετράτομο βιβλίο για όλη την οικογένεια, “Αλκυονίδες”)

Ο κύριος Αγκαθωτός από καιρό τώρα παρακολουθούσε το γίνωμα των σταφυλιών.  Ούτε επιστάτης να ήταν δε θα έδειχνε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον.  Μα φυσικά… είχε τους λόγους του:  υπομονετικά περίμενε το πράσινο χρώμα της αγουρίδας να μεταμορφώνεται αργά αλλά σίγουρα, σε μελένιο.  Τότε δηλαδή που τα σταφύλια θα ωρίμαζαν και θα  γίνονταν γλυκά και γεμάτα χυμό.

Σίγουρα όμως ο κύριος Αγκαθωτός είχε παρέα στη στενή παρακολούθηση της ωρίμασης των σταφυλιών, κι άλλα ζωντανά που κι αυτά ενδιαφέρονταν για τα… μελλοντικά τραγανά σταφύλια.  Ανάμεσά τους ήταν και τα φτερωτά  αλητάκια, οι σπουργίτες.  Πετούσαν ανάμεσα στα κλωναράκια και στο πράσινο φύλλωμα της όποιας κοντούλας σταφυλιάς, σαν οι πιο γνωστικοί γεωπόνοι, εξετάζοντας την αργή πρόοδο των σταφυλιών και τσιμπολογώντας τις σγουρές άκρες που ξεπετάγονταν καταμεσίς στα κλωνάρια.  Πλησίαζε ο ευλογημένος Αύγουστος και φυσικά αυτά τα ζωντανά δε θα περίμεναν τον επίσημο τρυγητή. Θα βιάζονταν να δοκιμάσουν πρώτοι τον κεχριμπαρένιο καρπό, με το δικαίωμα των πετεινών του ουρανού. Κάποτε γεμάτα άγχος για την αργή εξέλιξη, τσιμπούσαν τον άγουρο καρπό, μόνο και μόνο για να σιγουρευτούν. Αλλά είχαν περάσει αρκετές εβδομάδες αφότου ο καρπός είχε δέσει και είχε αρχίσει να μεγαλώνει. Η επιθεώρηση που ήταν  τακτική τώρα, έδειχνε ότι το ωρίμασμα ήταν κοντά.  Είχε κι άλλα καλά αυτή η προσμονή, τους δίνονταν η ευκαιρία να συνεργάζονται ψιλοτιτιβίζοντας και να επιβεβαιώνουν ο ένας τον άλλο:

-Άιντε και κοντεύουν!.. Κύττα το αμπέλι, δεν είναι πια καταπράσινο.   Άρχισε να ωριμάζει ο καρπός και τα φύλλα πήραν να ξεθωριάσουν.

-Δε θ’ αργήσουν σίγουρα και τότε στον τρύγο απάνω θα γλεντήσουμε παρέα με τον βασιλιά Διόνυσο.

Ο κύριος Αγκαθωτός δεν ενθουσιάζονταν με την μεγάλη αισιοδοξία των πτερωτών.  Δεν ήθελε συνέταιρους στον τρύγο.

-Εμένα, δε με νοιάζει και να γίνουν μέλι. Αρκεί να μπορώ να τα τρυγήσω. Θα περιμένω μια δυο μέρες και μετά!.. σκέφτηκε δυσαρεστημένος που είχε απρόσκλητους συνεταίρους στη δουλειά του τρύγου, όπως πάντα.

Πέρασαν μια – δυο μέρες. Το τρίτο απόγευμα, αργά, την ώρα που  τα περισσότερα ζωντανά πήγαιναν στα κρεβάτια τους, κουρασμένα μετά τον ημερήσιο μόχθο, ήρθε κάτω από μια κοντούλα σταφυλιά.  Μα τι ησυχία ήταν αυτή!  Ψυχή δεν υπήρχε γύρω. Κύτταξε αργά γύρω του, λες και θα έκανε θόρυβο αν βιαζόταν.

-Ωραία λοιπόν. Για να δούμε! μουρμούρισε ευχαριστημένος για την ελευθερία που του έδινε η μοναξιά του.

Πλησίασε λοιπόν τον κορμό κι ακούμπησε πάνω του.  Μετά άρχισε να τον κουνά όσο δυνατότερα μπορούσε.  Κύτταξε γύρω του ξανά για να σιγουρευτεί και πάλι ότι ήταν μοναχός του κι επανέλαβε τις προσπάθειές του.

-Τίποτα!..  Εντάξει!.. Δεν είναι έτοιμα ακόμη, σκέφτηκε κυττάζοντας την κοντούλα σταφυλιά, ιδρωμένος από την άκαρπη προσπάθεια.

-Θα ξανάρθω γρήγορα.  Μια δυο μέρες… ίσως και τρεις!  ξανασκέφτηκε.

Έφυγε κουρασμένος και αρκετά απογοητευμένος, για την τρύπα του μέσα στο άνοιγμα του βράχου, κοντά στο φράχτη του αμπελιού. Κοιμήθηκε βαριά εκείνο το βράδυ, και πρωί-πρωί την άλλη μέρα ξεκίνησε για το μεροδούλι.  Καλή ήταν η εποχή, αρκετά τα φαγώσιμα, αν και δεν ήταν πάντα εύγευστα.  Υπήρχε πολύ ζωή στον κάμπο και τα ζωντανά, περνούσαν καλά με τα χωράφια των κατοίκων της περιοχής.

Ανάμεσα  στα ζωντανά οι λαγοί είχαν πετύχει ν’ αποκτήσουν κάποιο σεβασμό, όχι μόνο γιατί ήταν απαράμιλλοι στην ταχύτητα αλλά και για την πετυχημένη αρχιτεκτονική στα λαγούμια τους.  Τους υπολόγιζε λοιπόν ο κύριος Αγκαθωτός γι’ αυτή την εξυπνάδα τους.  Βλέπετε υπήρχαν κάποια δυσάρεστα γεγονότα στη ζωή του κύριου Αγκαθωτού, όπως άλλωστε και στη ζωή όλων των άλλων ζωντανών. Ήταν γνωστό πως κάποιοι από τους χωρικούς νοστιμεύονταν το κρέας του σκαντζόχοιρου.  Ο παππούς του -το άκουσε αυτό από τη μητέρα του- είχε φτιάξει την πιο εύγεστη σούπα στο σπιτικό του μπάρμπα Στάθη.  Αλλά κι ο πάππος του, είχε φερθεί απερίσκεπτα: πού πας και μπερδεύεσαι καλέ παππούλη ώρα μεσημέρι στ’ αμπέλι και μέσ’ στα πόδια των τρυγητών;  Τον έπιασε λοιπόν ο γενναίος Τακούλης, το εγγονάκι τότε του μπάρμπα Στάθη, αψηφώντας τα μυτερά βελόνια της κάπας του και χαρούμενος τον έφερε στη βάβω του.  Ο μπάρμπα Στάθης, τον κατάφερε να πιστέψει πως από τ’ αγκάθια του παππούλη του, αν έπαιζε μαζί του, θά ‘βγαζε κοκκινίλες στα χέρια του.  Έτσι τον σερβίρισε η βάβω του για βραδινό, λέγοντας πως είχε φτιάξει σούπα με χοιρινό.  Ο Τακούλης το λάτρευε το χοιρινό κρέας κι ακόμη περισσότερο τη σούπα “πατσάς” που έφτιαχνε η βάβω του με τα ποδαράκια του χοίρου και μπόλικο σκορδολέμονο.

 

Σε δυο μέρες λοιπόν νάτος πάλι, πρωί-πρωί, στο ήσυχο αμπέλι ο καλός σου ο κύριος Αγκαθωτός.  Τα σταφύλια είχαν αρχίσει να κεχριμπαριάζουν τώρα για τα καλά.

-Σήμερα… Σήμερα λοιπόν θα τρυγήσω! Πρέπει επιτέλους να πραγματοποιηθεί η επιχείρηση “τρύγος”, αποφάσισε μιλώντας στον εαυτό του, σα στρατηγός στο στράτευμά του, βλέποντας τα σταφύλια και τα σημάδια της ωρίμασης.

Το ίδιο δειλινό, όταν είχαν όλα ησυχάσει, επανέλαβε την επιχείρηση: “τρύγος”. Πλησίασε προσέχοντας να μην πέσει στα χέρια κάποιου άλλου “Τακούλη”, μια κι ο αμπελουργός σίγουρα ετοιμάζονταν για το πανηγύρι του τρύγου. Το φώναζαν τα σταφύλια από μόνα τους, μ’ εκείνο το χρώμα τους που έπαιρνε να μελιάζει.

Ακούμπησε πάλι, όπως και πριν, πάνω στον κορμό μιας κοντούλας σταφυλιάς κι αφού πήρε βαθειά αναπνοή, έσεισε δυνατά τον κορμό της. Περίμενε μια στιγμή κι επανέλαβε την προσπάθειά του.  Τίποτα!  Περίμενε πάλι μια στιγμή. Κύτταξε ολόγυρά του. Ήταν ερημιά και ήταν ολομόναχος. Με λίγη περισσότερη δύναμη, έσεισε και πάλι την κοντούλα σταφυλιά, αληθινά πεισμωμένος που τα σταφύλια κρατιόνταν, με το ίδιο σαν το δικό του πείσμα, πάνω στο κλίμα. Αρνιόταν λες να τ’ αποχωριστούν. Όμως  τελικά  έπεσαν κάποιες  ρόγες, ίσως οι πιο γινωμένες.  Σταμάτησε και τις κύτταξε ιδρωμένος.

-Χμ!.. Όχι σπουδαία πράγματα!  Τρίτη και φαρμακερή!  σκέφτηκε χάνοντας σίγουρα το λογαριασμό, πόσες φορές είχε τραντάξει την καϋμένη τη σταφυλιά.

Με μανία λοιπόν έπεσε πάνω στην κακόμοιρη κοντούλα που σείστηκε κι έτριξε, λες και θα ξεριζώνονταν.  Και ω του θαύματος! το χώμα γύρω του γέμισε με τις τραγανές, τις όμορφες μισοκεχριμπαρένιες ρόγες.

-Ζήτω!.. φώναξε άθελά του ο κύριος Αγκαθωτός.  Σταμάτησε όμως, φοβισμένος από την ίδια του την τόλμη. Κύτταξε γύρω του και νιώθοντας την ίδια ηρεμία στο τοπίο, άρχισε χαρούμενος να κυλιέται πάνω στις ρόγες σαν ένα αγκαθωτό τόπι. Γρήγορα γέμισαν οι μακριούτσικες βελόνες του με τις σωριασμένες σταφυλένιες ρόγες. Βεβαιώθηκε, κρίνοντας από τ’ απομεινάρια στο έδαφος, ότι είχε κάνει καλό τρύγο.

Μετά από την πλούσια συγκομιδή που του εξασφάλισε ο μόχθος του, κίνησε πολύ βιαστικός για το σπίτι του.  Έμοιαζε με εξωτικό λουλούδι σε κίνηση, καθώς οι κιτρινωπές ρόγες σκέπαζαν τη ράχη του και τις πλευρές του.  Πώς βιάζονταν ν’ απομακρυνθεί από το αμπέλι!.. Μ’ όλο που ένιωθε ότι ήταν έξυπνος και καλός νοικοκύρης, αφού ήξερε πώς να κάνει τη δουλειά του χωρίς να πέσει στα χέρια του αμπελουργού, ήθελε να σιγουρευτεί ότι δε θα είχε κάποιες δυσάρεστες εκπλήξεις.

 

Την επόμενη του τρυγητή του κυρίου Αγκαθωτού, κι ενώ δεν είχε καλά-καλά ανατείλει ο ήλιος, κατάφτασαν στο αμπέλι οι σπουργίτες. Πλησίασαν την ‘κοντούλα’ (ας την αποκαλέσουμε έτσι τελικά μια και τραβούσε τόσους επισκέπτες πάνω της) που τα σταφύλια της είχαν βέβαια μείνει περισσότερα από αρκετά, έλαμπαν κίτρινα, από την πρωινή δροσούλα.

-Μπα!  Τα βλέπεις;   Θα πέρασε ο κύριος Αγκαθωτός, σίγουρα!.. τιτίβησε ο ένας στον άλλο.

-Έτσι γίνεται ολοένα. Εντάξει… Δεν μας πειράζει.  Υπάρχει για όλους σταφύλι, και… περισσεύει! είπε ο μεγαλύτερος από την παρέα.

-Ας βιαστούμε! Δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει σε λίγο! είπε ένας άλλος.

Συμφώνησαν και όλοι μαζί έπεσαν στη δουλειά. Άρχισαν να τσιμπολογούν και να λαιμαργεύουν, συμπληρώνοντας το έργο του κύριου Αγκαθωτού. Φαίνεται όμως ότι παρατσιμπολογήσαν και μάλιστα σε τέτοιο σημείο, ώστε ζαλισμένα πια από το μεθυστικό χυμό των σταφυλιών, άρχισαν να τιτιβίζουν :

 

 

Σταφυλάκια… σταφυλάκια

όλα γλύκα, μυρωδάτα…

Σταφυλάκια… σταφυλάκια

αχ! κερένια και κρασάτα!

Εκεί που πετούσαν και πηδούσαν, τιτιβίζοντας ζαλισμένα κι ευτυχισμένα, ανάμεσα στα χαμηλοκλώναρα της ‘κοντούλας’, να κι ο γιος του αμπελουργού, ένα παλληκάρι, αυτό που έκανε τους γύρους στο αμπέλι και πρόσεχε την υγεία της ταπεινής σταφυλιάς, που πάμπολλα ήταν τα δέντρα της.

-Αχά!  Σας τσάκωσα άτιμα!  Σεις μου μακελεύετε τον καρπό ε; μουρμούρισε μοναχός βλέποντας τους σπουργίτες να μικροπετούν ανάμεσα στα κλωνάρια της ‘κοντούλας’, έχοντας κουτσουρέψει τα τσαμπιά της κι άλλα τόσα σταφύλια σκόρπια στο χώμα.

Ξεκρέμασε από τον ώμο του το δίκαννο και χτύπησε στον αέρα. Οι μικροί σπουργίτες, αν και φοβερά ζαλισμένοι, κατατρομαγμένοι πέταξαν μακριά.

-Αχ!  Θε μου!  Τι κακό;  Μόλις που γλύτωσα από τα βάρβαρα βλήματά του!.. τιτίβησε ο μεγαλύτερος από τους σπουργίτες, καταφεύγοντας σ’ έναν πυκνό θάμνο.

-Τον είδες; Καλά που γλυτώσαμε!  τιτίβησε ένας άλλος μικρότερος.

Δεν πέρασε μια μέρα, και νάτοι πάλι οι καλοί σου οι σπουργίτες, να πετούν προς το αμπέλι.

-Σταθείτε… σταθείτε!.. Πλάκωσαν οι άνθρωποι στ’ αμπέλι. Δεν είναι ένας πια… δέστε… ένας, δύο, τρεις…

-Βάλανε φύλακες λοιπόν!.. θορυβήθηκαν οι μικροί σπουργίτες και αφού στάθηκαν σε απόσταση, κυττούσαν σχολιάζοντας το δυσάρεστο γεγονός.

Πραγματικά είχε βάλει φύλακες ο αμπελουργός. Όλοι τους μάλιστα μοιάζανε καταπληκτικά. Δηλαδή, τουλάχιστον στα βασικά: φόραγαν μακριά παντελόνια, μακρυμάνικα πουκάμισα… και όλοι είχαν τα χέρια τους απλωμένα σε έκταση.  Και κάτι ακόμη πολύ σπουδαίο: όλοι φόραγαν αστεία ψάθινα, παλιά καπέλα -είχαν μάλιστα και τρύπες-, πάνω από τα ολόισια και ολόιδια  σταχένια μαλλιά τους.

-Μακριά… μακριά σας λέω!  τιτίβησαν και πάλι θορυβημένοι οι μικροί σπουργίτες μεταξύ τους.

-Έβαλε και τους τέσσερεις γιους του ο αμπελουργός, όχι όπως την άλλη μέρα που ήταν μόνον ο ένας, είπε ο πρεσβύτερος σοβαρά.

-Ο πρώτος προχτές βάρεσε μόνο στον αέρα!..  Ετούτοι σήμερα μπορεί να μας κάνουν στ’ αλήθεια κακό!..  Φύγετε… να φύγουμε… πριν μας πάρουν είδηση!.. τιτίβησε μια νεαρή μητέρα που είχε νεογνά να θρέψει και να  αναθρέψει, και που την περίμεναν με πειναλέα αγωνία να επιστρέψει στη φωλιά τους, με κάποιες νοστιμιές.

-Άκου λέει!.. Ποιος  έχει όρεξη να φάει τώρα ε;  Τέτοιο φαγητό να μας λείπει!.. τιτίβισαν ξανά αναμεταξύ τους, καθώς απομακρύνονταν θορυβώδη προς τα κοντινά δέντρα.

Τις ημέρες που ακολούθησαν έγινε ο τρύγος, αλλά οι τέσσερεις άνθρωποι εξακολούθησαν να στέκονται εκεί ακίνητοι και μετά το τέλος του, κάνοντας τους σπουργίτες και τ’ άλλα πουλιά να μη πλησιάζουν πια στο αμπέλι.

Ο αμπελουργός -σίγουρα το έχετε καταλάβει ως τώρα- άφησε τέσσερα ομοιώματα ανθρώπων εκεί, τα  σκιάχτρα, για να μπορέσει κρατήσει τους απρόσκλητους επισκέπτες του μακριά.

 

 

2 σκέψεις πάνω στὸ “Οι κυνηγοί και το κυνήγι

  1. Ο Αγκαθωτός ο υπομονετικός με μόχθο κατάφερε να εξασφαλίσει την σοδειά του
    τα σπουργιτάκια λαίμαργα και άπληστα τιμωρήθηκαν και έχασαν και την τελευταία ρόγα που έπεσε χάμω .Γιατί έχουν γνώση οι φύλακες .Πόσο ευχάριστα και διδακτικά είναι αυτά που γράφετε Κυρία Πιπίνα!

    Μοῦ ἀρέσει

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Εἰκόνα Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Twitter. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...