Ο κυρ-Γιάννης ο παπουτσής και η καθημερινή μου πορεία
(Βιογραφική (μου) αφήγηση, από το βιβλίο μου Αλκυονίδες…)
-Γεια σου Γιάννη. Ήρθαμε. Σού ‘φερα τη μικρή.
-Καλώς τους, είπε ο κυρ-Γιάννης ο παπουτσής και σηκώθηκε από την καρέκλα του. Φόραγε όπως πάντα την κατασημαδεμένη, από την πολυκαιρία και τα υλικά που χρησιμοποιούσε, δερμάτινη ποδιά του. Οι τσέπες της πάντα σακούλιαζαν από το περιεχόμενό τους. Τα μεγάλα, επιδέξια χέρια του ήταν ροζιασμένα, χοντρόπετσα και μαυρισμένα από όλα τα διαφορετικά υλικά που χρησιμοποιούσε. Τα γνωρίζετε ίσως οι περισσότεροι από εσάς. Είναι: τα δέρματα, τα χρώματα, οι κόλλες, κι άλλα, που σίγουρα δεν είναι ευγενικά για το ανθρώπινο δέρμα.
Εγώ κύτταζα τον κυρ-Γιάννη σκουντουφλιασμένη. Ένιωθα πως ο πατέρας μου ήταν πολύ άδικος απέναντί μου, μια και μου φέρνονταν σα να ήμουν αγόρι. Δεν ήμουν παραπάνω από δέκα χρόνων, αλλά σίγουρα μου έπεφτε η υπόληψη να με πηγαίνει μια φορά το χρόνο ή και δύο κάποτε στον κυρ-Γιάννη και να μου παραγγέλνει δερμάτινες μπότες.
-Τι είμαι εγώ ε; αγόρι είμαι; φώναζα γκρινιάζοντας στη μάνα μου.
-Μα είναι μόνο για το σχολείο κορίτσι μου. Δεν μπορείς να φοράς τα λουστρίνια σου όταν ο καιρός δεν είναι καλός. Πόσες φορές θα τα πούμε; έλεγε η μάνα μου υπομονετικά.
Αλλά βέβαια έκανα τα παράπονά μου, μόνον εκεί που μου περνούσε, δηλαδή στη μητέρα μου, αφού δεν τολμούσα να υψώσω τη φωνή μου στον πατέρα μου, που ήταν αυστηρός μαζί μας.
-Εγώ δε θα τα φορέσω τα σκαρπίνια που παραγγέλνει ο πατέρας μου! Να το ξέρεις!.
Η μάνα μου χαμογέλαγε κι έλεγε ξανά:
-Έλα, έλα τώρα!.. Δεν ήταν δα και τόσο άσχημα τον περασμένο χρόνο! Τα φόραγες στο σχολείο με χοντρές καλτσούλες και δεν κρύωνες!
-Ποιος το είπε αυτό μαμά; Νομίζεις ότι τα πόδια μου δεν γίνονται μπούζι από τα χοντροπάπουτσα που μου σκαρώνει αυτός ο κυρ-Γιάννης, ο… φίλος του μπαμπά;
-Ε… Όχι και φίλος του μπαμπά! Απλά είναι καλός τσαγκάρης ο άνθρωπος, μου θύμισε και πάλι η μητέρα μου με τον γλυκό της τρόπο.
Τώρα στεκόταν απάνω από το κεφάλι μου ο κυρ-Γιάννης χοντροκομμένος και μαυριδερός κι ομολογώ πως δεν μου άρεσε καθόλου, έτσι όπως ήταν βρώμικος.
-Έλα παιδί μου κάθισε εδώ, είπε και μου ‘δειξε το ίδιο κάθισμα που είχα καθίσει και τον περασμένο χρόνο. Πήρε ένα επίσης λερωμένο τετράδιο με χοντρό χαρτί, και μου είπε να βγάλω το δεξί μου παπούτσι. Έπιασε μετά την πατούσα μου και την απόθεσε επάνω στο τετράδιο κι έκανε το σχήμα του ποδιού μου στο χαρτί. Ύστερα πήρε πάλι τη μεζούρα και μέτρησε το μήκος του ποδιού μου και το πλάτος κάτω στα δάχτυλα.
-Κυρ-Πάνο τι χρώμα θα τα φτιάξουμε ‘φέτος; ρώτησε ο τσαγκάρης.
-Τι χρώμα σου αρέσει παιδί μου; ρώτησε ο πατέρας μου και πριν να προλάβω ν’ ανοίξω το στόμα μου, πρόσθεσε:
-Καφέ καϋμένε, καλό χρώμα είναι. Πάει ωραία στο σεβρό. Της αρέσει της μικρής, έτσι δεν είναι παιδί μου; Και πού ‘σαι… Γιάννη, κάνε ‘τα γερά και βάλε και κανα-δυο πεταλάκια στις φτέρνες και στις μύτες. Ξέρεις εσύ… όπως πέρυσι.
Τσιμουδιά εγώ. Άλλωστε ποιο θα ήταν το όφελος. Ο πατέρας μου αποφάσιζε, ο πατέρας μου παράγγελνε, αφού μάλιστα ήταν για το “καλό μου”! Έτσι λοιπόν δεν υπήρχε κανένας λόγος για να μιλώ. Ήταν και κάτι ακόμα. Δεν τολμούσα. Μια φορά είχα ξεσπαθώσει κι είχα πει τη γνώμη μου, κι ο πατέρας μου, αντίθετος καθώς ήταν και δεν ήθελε να “πάρω αέρα”, με φωνή που δε σήκωνε μιλιά, με κατσάδιασε: “από πότε άρχισες εσύ να έχεις γνώμη, μικρό κορίτσι πράμα;” Αυτό σίγουρα με είχε κάνει να το μετανιώσω που είχα ανοίξει το στόμα μου. Έτσι λοιπόν ούτε και για τα πεταλάκια στα σκαρπίνια μου είχα το δικαίωμα του λόγου.
Την περασμένη χρονιά είχα φάει τις φτέρνες και τις μύτες από τα μποτάκια μου, εκεί ακριβώς, όπου ο προνοητικός τσαγκάρης μας είχε βάλει ένα μικρό πεταλάκι. Τότε βέβαια ήταν το μυστικό μου, το πώς και το πού έγινε αυτό, τόσο πολύ γρήγορα. Τώρα όμως μετά από τόσα χρόνια, ο γεμάτος ζαβολιά τρόπος που κυριολεκτικά “έτρωγα” τα πεταλάκια των σκαρπινιών μου, τόσο γρήγορα, είναι σχεδόν αστείος. Ήταν βλέπετε το τσιμέντο κάτω από τη μεγάλη αψίδα στην είσοδο της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας. ‘Δηλαδή;’ ίσως θα ρωτήσετε. Εξηγώ λοιπόν: όταν είμαστε απογευματινοί στο σχολείο, το χειμώνα που η μέρα ήταν μικρή, ήταν συνήθως βράδυ όταν τελειώναμε το σχολείο. Βγαίνοντας λοιπόν προς το δρόμο[1], περνούσαμε κάτω από την αψίδα όπου το έδαφος ήταν στρωμένο με τσιμέντο. Σαν παιδιά που είμαστε, ακόμη κι εκείνη την ώρα, παίζαμε. Έτσι συναγωνιζόμαστε με πάθος σχεδόν, για το ποιος θα έκανε τις περισσότερες σπίθες, σέρνοντας μανιωδώς τα πεταλάκια των παπουτσιών μας -όσοι είμαστε “πεταλωμένοι” βέβαια-, πάνω στην τσιμεντένια επιφάνεια. Διασκεδάζαμε λοιπόν έτσι, ενθουσιαζόμαστε κι επαναλαμβάναμε το ίδιο… και το ίδιο… αρκετές φορές, ώσπου βαριόμαστε. Δεν κάναμε τέτοια πράγματα στο φως της ημέρας, όχι από φόβο μήπως μας δούνε και μας κάνουν παρατήρηση οι δάσκαλοί μας, αλλά γιατί οι σπίθες φάνταζαν μόνο μέσα στο σκοτάδι σαν “άπειρα μαγικά αστράκια”!.
Ευτυχώς λοιπόν που τη μια εβδομάδα είμαστε “πρωινοί” και την άλλη “απογευματινοί”[2], διαφορετικά δε θα βαστούσαν τα έρημα τα σκαρπίνια πάνω από ένα μήνα. Σαν τρώγονταν τα πεταλάκια τα πήγαινα μόνη μου στον κυρ-Γιάννη. Μια φορά όμως με κύτταξε προσεκτικά με υποψία, και μετά είπε σκεφτικός:
-Χμ!.. τα κατάφερες πάλι πολύ γρήγορα κι αυτά τα πεταλάκια! Θαρρώ πως πρέπει να σου βάλω δυνατότερα.”
Είχα τρομάξει ακούγοντας τον κυρ-Γιάννη να το λέει, καθώς αυτόματα σκέφτηκα τον κρότο που θα έκαναν αυτά τα ακόμη μεγαλύτερα πεταλάκια όταν θα περπάταγα στο καλντερίμι του Κάστρου ή στα τσιμεντένια πεζοδρόμια της οδού Αβέρωφ. Γιατί αυτός ήταν συνήθως ο δρόμος που χρησιμοποιούσα καθημερινά για να ανέβω στο σχολείο μου. Πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό μου αυτή η πορεία και τότε γεννήθηκε μέσα μου ο φόβος της αποκλειστικής προσοχής των γύρω μου, κάτι που με έκανε να κοκκινίζω ολόκληρη από εντροπή. Σκέφτηκα πώς όλοι θα γύριζαν να με κυττάξουν σαν περνούσα και ίσως και να χαμογελούσαν αδίσταχτα και περιπαιχτικά, εις βάρος μου. Η διαδρομή μου θα ήταν ένα μαρτύριο, καθώς ήταν μακρόχρονη και μέσα από κεντρικά σημεία της πολιτείας μας.
Εδώ θα κάνω μια μεγάλη παρένθεση για να θυμίσω στον εαυτό μου τη διαδρομή, που αν κι έχουν αλλάξει αρκετά πράγματα από τότε, η απόσταση παραμένει ίδια, σαν τον παλιό, καλό καιρό.
Έβγαινα λοιπόν από το Κάστρο μέσα από την οδό Ανδρονίκου, όπου μέναμε. Έχοντας ξεκουφάνει με τα πεταλάκια μου τους γειτόνους που ίσως και να κρυφοκύτταζαν πίσω από τις κουρτίνες στα μικρά τους παράθυρα, έφτανα στη μεγάλη και κυρία Πύλη του. Αυτή ήταν στρωμένη με γυαλιστερό από το φάγωμα καλντερίμι, σίγουρα από την επίμονη χρήση των κατοίκων του Κάστρου, μέσα στο χρόνο.
Περνώντας την Πύλη έκανα πάντα το σταυρό μου γιατί εκεί δίπλα, αριστερά καθώς έβγαινα, ήταν το εικονισματάκι του Αγίου Γεωργίου του Νεομάρτυρα, του πολιούχου των Ιωαννίνων. Έβγαινα λοιπόν από το Κάστρο -απέναντι ήταν το εστιατόριο του Γατσάνη- και έμπαινα στην πλατεία που έφερε το όνομά του Αγίου ή αλλιώς Κουρμανιό. Προσπερνούσα στη σειρά, τη λαϊκή και την ψαραγορά του καιρού, που ήταν γεμάτη από τους νησιώτες ψαράδες. Αυτοί κρατούσαν τα ψάρια τους ολοζώντανα μέσα σε τενεκεδένια δοχεία, γεμάτα με λιμνίσιο νερό, κι αυτά σε ξύλινα καρότσια που τα έσπρωχναν με τα χέρια τους. Έπιαναν με τα δίχτυα τους μεγάλη ποσότητα τσιμούλες, και λιγότερα: κυπρίνους, χέλια και καραβίδες, για τον επιούσιο.
Οι Γιαννιώτες αγαπούσαν τα ψάρια και θεωρούσαν το χέλι κάτι το εξωτικό. Ψώνιζαν λοιπόν το εγχώριο ψάρι με θρησκευτική προσήλωση. Ήταν πάνω απ’ όλα φρέσκο και το έβλεπαν. Έτσι οι ψαράδες πήγαιναν καλά. Ένας φόβος υπήρχε: με την τόση τσίμα που έπιαναν τι θα απογίνονταν τα ψάρια της λίμνης σε λίγα χρόνια[3];
Πιο πάνω, πάντα στην αριστερή πλευρά[4], ήταν ένα παλιό εστιατόριο που μύριζε κάθε πρωί από τον πατροπαράδοτο Γιαννιώτικο πατσά. Αργότερα έφτιαξαν εκεί κι έναν υπόγειο, ηλεκτρικό φούρνο, όπου έψηναν κανταΐφι και φύλλο. Όταν πέρναγα από εκεί η καμένη μυρωδιά, η τσίκνα που έβγαινε από τα ζυμαρικά, μ’ έκανε να βήχω.
Προσπερνώντας το δρόμο που οδηγούσε στο ένατο δημοτικό σχολείο, ερχόμουν στη γωνία στο άνοιγμα πια της οδού Αβέρωφ. Νομίζω ότι εκεί υπήρχε ένα “παλιατζίδικο”, όπως ονόμαζαν τα παλαιοπωλεία οι Γιαννιώτες τον καιρό εκείνο, που αργότερα έγινε χρυσοχοείο. Δίπλα του υπήρχε το πιο αγαπημένο μου μαγαζί: το “μπουγατσοπωλείο” του Σακελλαρίου. Θεέ μου… ύστερα από τόσα χρόνια το στόμα μου θυμάται ακόμη με αθεράπευτη νοσταλγία, την υπέροχη γεύση της μπουγάτσας, του μπουγατσοκούλουρου, της καρυδόπιττας, της ρεβανής, του μπακλαβά, της τουλούμπας και του γαλακτομπούρεκου. Λίγο πιο πάνω περνούσα το μαγαζί του Γιάννη του Κολυβάκη, που ήταν έμπορας ειδών μπακαλικής. Αργότερα έγιναν συνεταίροι με το θείο μου το Σωτήρη ή “Μπέμπη”, στις επιχειρήσεις τσιντσιλά κι άλλων ζωντανών, έξω από την πολιτεία μας, πέρα από το Πέραμα, στην τοποθεσία, Στρούνι.
Από τη διαδρομή αυτή θυμάμαι πολύ ζωντανά, ακόμη ένα μαγαζί που αγαπούσα: το ζαχαροπλαστείο τα “Αγαπημένα”. Εκεί κατέθετα πολύ συχνά τον οβολό μου για τις μοναδικές ελικοειδείς καραμέλες με τις διαφορετικές γεύσεις. Σ’ αυτό το ζαχαροπλαστείο και οπωσδήποτε στη μεγάλη αδυναμία μου για τα γλυκά γενικά, οφείλω σε μεγάλο ποσοστό, τα όποια μετέπειτα μικροπροβλήματα στα δόντια μου.
Περνούσα ύστερα μερικά ακόμη μαγαζιά που δεν τα θυμάμαι πολύ καλά, προφανώς γιατί ήταν “κοινά και τετριμμένα”[5]. Επόμενο ήταν το άνοιγμα ενός μικρού δρόμου και μετά το ζαχαροπλαστείο χοντρικής πώλησης, του Ζώγκου. Αυτό το ζαχαροπλαστείο το θεωρούσα “άκρως σπουδαίο”. Ιδιοκτήτης του ζαχαροπλαστείου ήταν ο κύριος Ζώγκος, ένας συμπαθής ηλικιωμένος κύριος -έτσι τον γνώρισα εγώ πολύ αργότερα, από τη γιαγιά μου, τη Σουλτάνα Μ. Ο ηλικιωμένος κύριος είχε φερθεί πολύ ωραία στους θείους μου και στην γιαγιά μου, που χαροκαμένη μητέρα και χήρα, έφερνε επί πλέον το στίγμα της προσφυγιάς από τη Μικρασιατική καταστροφή. Η γιαγιά μου με τα παιδιά της, έχοντας αφήσει πίσω τους την παραθαλάσσια πολίχνη, προσπαθούσαν να βρουν τρόπους στην πολιτεία μας, για να επιβιώσουν σαν οικογένεια, στην περίοδο του 1943-1950. Τότε ήταν που ο κύριος Ζώγκος τους είχε επιτρέψει να πουλάν πάνω σε μπάγκο, στο πεζοδρόμιο μπροστά από το μαγαζί του, το σαπούνι που έφτιαχναν, με τ’ απομεινάρια στο πάτο βαρελιών[6] λαδιού. Από εκεί μάλιστα ξεκίνησε η πρώτη μικρή επιχείρηση των θείων μου, που αργότερα εξελίχτηκε σε εμπόριο χοντρικής πώλησης λαδιών και αντιπροσωπείες στην ευρύτερη περιοχή, γνωρίζοντας την επιτυχία.
Συνεχίζοντας την πορεία μου, πέρναγα τη μεγάλη διασταύρωση της οδού Αβέρωφ με το δρόμο της οδού Μητροπόλεως, αριστερά και Ανεξαρτησίας, δεξιά. Προχωρώντας, περνούσα μπροστά από πολλά και διάφορα μαγαζιά, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και μερικά χρυσοχοεία-κοσμηματοπωλεία. Αργότερα έγιναν και κάποια υποδηματοποιεία όπως του Κωσταδήμα και του Λύτη.
Πλησίαζα έτσι πια την Κάτω Πλατεία, που άνοιγε στην κορφή της οδού Αβέρωφ. Εκεί αργότερα έγινε και ο κινηματογράφος “Δωδώνη”, πίσω από όπου σήμερα βρίσκεται και ένα από τα μεταγενέστερα Γιαννιώτικα μουσεία. Γενικά όλη η μικρή περιοχή, εκεί πίσω, ονομάστηκε Λιθαρίτσα. Η άκρη της περιοχής επιτρέπει την πανοραματική θέα της Παμβώτιδας.
Η οδός Αβέρωφ λοιπόν έκλεινε στο άνοιγμα της Κάτω Πλατείας, την οποία περνούσα βαδίζοντας πάντα στο αριστερό της μέρος, που ήταν η φυσική συνέχεια της Αβέρωφ. Σειρά τώρα είχε η Μεραρχία, όπου πάντα φύλαγε σκοπιά ένας στρατιώτης. Λίγο αργότερα στην ανηφόρα, περνούσα το “Άλσος των ηρώων”, αριστερά πάντα, όπου υπήρχε το άγαλμα του αγνώστου στρατιώτη, αλλά και το τούρκικο παλιό ωρολόγι της πολιτείας μας.
Ύστερα στη σειρά, βάδιζα μπροστά από το ξενοδοχείο “Αβέρωφ”, και το λουστράδικο του Αϊβατίδη[7]. Ήταν και κάποια άλλα μαγαζιά εκεί, που δεν τα θυμάμαι, υποθέτω γιατί δεν μ’ ενδιέφεραν. Από τη διασταύρωση και μετά άρχιζε η μεγάλη Πλατεία, η απάνω Πλατεία, που αργότερα ονομάστηκε της Νομαρχίας από το μέγαρο Νομαρχίας, στα δεξιά, όπως ανεβαίνουμε. Πάντα βαδίζοντας αριστερά, περνούσα το μεγάλο εξοχικό καφενείο, “Όασις”[8] που είχε συνήθως κάποιους θαμώνες, εκτός από τις βροχερές ημέρες ή εκείνες της παγωνιάς ή του χιονιά.
Στη συνέχεια μέσα στη σημερινή πλατεία της Δημοκρατίας ήταν το πάρκο του “Παπάγου”[9]. Από εκεί χρησιμοποιώντας αρχικά ένα μονοπάτι από πηλό[10], γνωστό μόνο σ’ εκείνους που έμεναν στους μικρούς δρόμους κάτω από το πάρκο, μπορούσε κανείς να κατέβει ή ν’ ανέβει στην Πλατεία. Αργότερα έγινε πιο εύκολη κι ασφαλής η κάθοδος των περαστικών προς εκείνα τα μέρη, με τα σκαλοπάτια που έφτιαξε ο Δήμος της πολιτείας μας. Έτσι άλλωστε μπορούσε κανείς να συντομεύει το δρόμο του προς την οδό Παύλου Μελά κι από κεί προς τη γνωστή εκκλησία της Αγίας Μαρίνας ή προς την περιοχή της Καλούτσας, όπου βρίσκονταν ακόμη ένα σιωπηλό τζαμί.
Ακολουθούσε ένα ακόμη μικρό θερινό κέντρο δίπλα στον επίσης θερινό κινηματογράφο “Έσπερο” και μετά μπαίνοντας πλέον στην οδό της 28ης Οκτωβρίου, πέρναγα απέναντι. Ο δρόμος είχε τότε, στην πλευρά του αυτή, αριθμό πεύκων γεμάτα κουκουνάρια που τα μαζεύαμε και βγάζοντας τον σπόρο τους, τον σπάζαμε για να χαρούμε το εύγεστο περιεχόμενό τους. Τα χέρια μας τότε γανώνονταν σχεδόν από το χρώμα που τους περιτύλιγε, αλλά αυτό δε λιγόστευε την ικανοποίησή μας. Εξάλλου με τις βελόνες του πεύκου φτιάχναμε κοντά ή μακριά περιδέραια και τα φοράγαμε γύρω από το λαιμό μας, με την ίδια ίσως φιλαρέσκεια και ικανοποίηση, που θα νιώθαμε αν φορούσαμε κάποια πολύτιμα περιδέραια. Στο ανοιχτό αυτό τρίγωνο με τα πεύκα αργότερα, η βιομηχανία “Τρία Άλφα”, έστησε ένα τεράστιο διαφημιστικό ωρολόγι. Σήμερα είναι μικρό άλσος με καφενεία και μια σειρά μαγαζιά δίπλα του.
Σειρά είχε μετά το πεζοδρόμιο μπροστά από τη χειρουργική κλινική του Γιαννή και ώσπου να πεις δύο, ήμουν πλέον στην τεράστια είσοδο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Έπαιρνε ετούτη η διαδρομή, τρία σχεδόν τέταρτα, χωρίς να “χαζεύω”.
Όταν τελείωνε το σχολείο κι επέστρεφα στο σπίτι μου, έπιανα την δεξιά πλευρά του δρόμου και κατέβαινα με κατεύθυνση το σπίτι μου.
Στην πλευρά αυτή του δρόμου μου υπήρχαν πολύ αξιόλογα κτίρια. Μεταξύ αυτών διακρίνονταν με τη σειρά: ο θερινός κινηματογράφος “Τιτάνια”, πριν από το δρόμο προς την Πλατεία “Πάργης”, και μετά από αυτόν οι δύο κινηματογράφοι “Ορφέας”, ο θερινός και ο χειμερινός. Ανάμεσα στους δύο δρόμους χτίστηκε αργότερα το μέγαρο της Νομαρχίας. Ακολουθούσε η Στρατιωτική Λέσχη[11] με το ωραίο δέντρο της μανόλιας στο προαύλιό της, που χρησίμευε σα χώρος καφενείου. Αργότερα, δίπλα στο νέο πια Μέγαρο της Στρατιωτικής Λέσχης, έγινε το βιβλιοπωλείο της “Εστίας”. Ύστερα υψώνονταν το ξενοδοχείο “Ακροπόλ”, ένα πολύ όμορφο κι αρχοντικό κτίριο, από τα μοναδικά στην πολιτεία μας την εποχή των παιδικών μου χρόνων. Η επιχείρηση ανήκε στον Καλογερίδη που ήταν πελάτης του πατέρα μου. Αφού περνούσα λοιπόν τη μεγάλη διασταύρωση, στη γωνία στέκονταν το ξενοδοχείο “Ίλιον”. Δίπλα θαρρώ ήταν το μεγάλο πρακτορείο εφημερίδων, απ’ όπου αγόραζα τα “Εικονογραφημένα Κλασσικά”, το “Μικρό Ήρωα” κι άλλα παιδικά περιοδικά. Ακολουθούσε το “Διεθνές”, το Λουκουμάδικο του Κωστούλα, το καφενείο και τα ποδοσφαιράκια του Ιασωνίδη, ο χειμερινός κινηματογράφος “Τιτάνια”, το “Σελέκτ” ένα άλλο νεώτερο μπουγατσοπωλείο τρέλα, και μετά ο δρόμος απέναντι από τη Μεραρχία.
Στην επόμενη γωνία βρίσκεται πάντα το μεγαλοπρεπές Δημαρχιακό Μέγαρο με τη σπουδαία Ζωσιμαία βιβλιοθήκη[12]. Πιο κάτω και πριν να μπούμε στην Αβέρωφ, φάνταζε το μπουγατσοπωλείο-γιαουρτάδικο του Δήμου και μπαίνοντας πια στην Αβέρωφ υπήρχαν στη σειρά, εκτός από το δεύτερο μπουγατσοπωλείο του Σακελαρίου, ένα σπουδαίο στραγαλάδικο, και μια σειρά από χρυσοχοεία. Τέτοια ήταν του Ιωαννίδη, του Τζουμάκα, κι άλλα.
Ακολουθούσε μετά ένα φαρμακείο, δίπλα σε μια στοά που έβγαινε στον πίσω παράλληλο δρόμο, και στη γωνία το υποδηματοποιείο του κυρ-Παντελή που ήταν και λογιστής στην επιχείρηση των θείων μου. Στο ίδιο τετράγωνο στρίβοντας ετούτη τη γωνία, και πάνω στο δρόμο που γίνεται στη συνέχεια οδός Ανεξαρτησίας είχε ανοίξει τελευταία -όταν τελείωνα πια το Γυμνάσιο- το υποδηματοποιείο του Παπούλια.
Προχωρώντας τώρα στην επόμενη γωνία, απέναντι από το υποδηματοποιείο του Παντελή, ήταν το ωρολογοποιείο του Τάσσου, ένα ακόμη ζαχαροπλαστείο, πιο κάτω ένα καθαριστήριο, και… κάποιο παλαιοπωλείο, εκείνο του χοντρού του Βύρωνα του Εβραίου[13].
Μετά πάλι η Πλατεία του αγίου Γεωργίου ή Κουρμανιό. Πέρναγα στη γωνιά το φουρνάρικο του κυρ-Νάκου, το κρεοπωλείο του Σακκά, το ζαχαροπλαστείο του κυρ-Χρήστου, ένα εστιατόριο, ένα ακόμη νεότερο φουρνάρικο “Γερμανικό” και μετά, μέσα στο Κάστρο πλέον στην πρώτη γωνία του δρόμου αριστερά… άλλον ένα φούρνο –τρελαινόμουν για τα τραγανά του ψωμιά-. Απέναντι από τον φούρνο, στη δεξιά του δρόμου, ήταν το καφε-παντοπωλείο του Δερμάνη και μετά σπίτια… σπίτια… σπίτια ώσπου να φτάσω επιτέλους στο δικό μου!.. Αγαπημένο Κάστρο! Χιλιάδες αναμνήσεις!
Ερχόμενη πίσω στην αρχική ιστορία, τώρα πια… καταλαβαίνετε λοιπόν (ύστερα απ’ όλη αυτή την αναφορά φυσικά) γιατί έλιωνα τα παπούτσια μου. Και σα να μην έφτανε αυτό, έβαζα κι εγώ το χεράκι μου παίζοντας με την ομάδα, ή με το κουτσό αλλά κι άλλα παιγνίδια, που θαρρείς κι είχαν εφευρεθεί για το καλό των τσαγκαράδων!
Είπα λοιπόν στον κυρ-Γιάννη:
-Η μάνα μου δεν τα θέλει έτσι που λες κυρ-Γιάννη. Μικρά να μου τα βάλεις τα πέταλα για να μη κροταλούν στο δρόμο και…
Ο κυρ-Γιάννης με κύτταξε προσεκτικά και χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι του με κατανόηση:
-Ας είναι… για το χατήρι της μάνας σου… έτσι;
Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
Σε τρεις-τέσσερεις μέρες με φώναξε λοιπόν ο κυρ-Γιάννης ο παπουτσής να δοκιμάσω τα καινούργια παπούτσια μου. Ήταν εκεί μισοσολιασμένα. Είχε ετοιμάσει το απάνω μέρος του παπουτσιού, και είχε περάσει τη μεσοσόλα, με ωραίες χοντρές άσπρες βελονιές και ψαρόκολλα φτιαγμένη από τα ψάρια της Παμβώτιδας, έτσι τουλάχιστον μου είχε πει μια μέρα που τον ρώτησα γεμάτη περιέργεια, για τον τρόπο που κόλλαγε τα δημιουργήματά του. Τα είχε φορεμένα απάνω σε καλαπόδια. Μόλις με είδε είπε μισοσοβαρά:
-Κάθισε, παιδί μου. Δε θ’ αργήσω.
Κάθισα. Έραβε κάτι εκείνη τη στιγμή χρησιμοποιώντας δύο σκληρές γουρουνότριχες για βελόνες και κάθε τόσο πέρναγε το δυνατό σπάγγο τους μέσα σε κερί που το ζέσταινε στη χαμηλή φλόγα ενός μάλλον δυνατού καμινέτου. Διασταυρώνοντας τις βελόνες του, τις έβλεπες ν’ αφήνουν στο πέρασμά τους τις βελονιές καλοβαλμένες και με αναλογία σα νά ‘βγαιναν από μηχανή, σαν το γαζί σε ύφασμα.
“Είναι καλός τεχνίτης ετούτος”, σκέφτηκα και κύτταξα τα χέρια του πιο προσεχτικά. Φόραγε γυαλιά ο κυρ-Γιάννης. Δεν το είχα προσέξει πριν. “Για να βλέπει καλά…”, σκέφτηκα και καθώς θυμήθηκα την περιγραφή της αλεπούς στο παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας, μ’ έπιασαν τα γέλια. Ο κυρ-Γιάννης με κύτταξε παραξενεμένος.
-Θα φαίνουμαι σαν αγόρι, είπα για να κρύψω την ενοχή μου.
-Α! όχι κι έτσι! Ετούτα είναι ωραία και λεπτοκαμωμένα, όχι σαν εκείνα που φορούν τ’ αγόρια!
Τελικά τα δοκίμασα κι ένιωσα πως ήταν μαλακά, καλύτερα από τα περυσινά. Το είπα:
-Ευτυχώς δεν είναι τόσο σκληρά σαν τα περυσινά!
-Ε τι να κάνουμε παιδάκι μου! Κάθε χρόνο και καλύτερα. Ελπίζω να σου αρέσουν… Εσείς τα κοριτσάκια, αγαπάτε τα λεπτοκαμωμένα λουστρίνια. Αλλά αυτά εδώ είναι αντοχής και κρατάνε τη βροχή και το χιόνι, όταν πας στο σχολείο. Κι εκεί που σ’ έστειλε ο βλογημένος ο πατέρας σου! Καλά είναι δεν αντιλέγω… Σπουδαίο σχολείο… Μα κομμάτι μακριά!..
Είχε δίκιο ο κυρ-Γιάννης. Το σχολείο μου ήταν μακριά κι ο χειμώνας “κομμάτι” βαρύς στην πολιτεία μας. Αποφάσισα να σοβαρευτώ όπως κι ο κυρ-Γιάννης και να δείξω ότι ήμουν μεγάλη και ώριμη κοπέλα, γι’ αυτό και βιάστηκα να συμφωνήσω μαζί του. Έτσι όταν πια τελείωσε η πρόβα έφυγα, αφού πρώτα τον ευχαρίστησα ευγενικά.
Τα ‘σκαρπίνια’, όπως τα αποκαλούσε ο πατέρας μου, ήταν έτοιμα σε δυο-τρεις μέρες. Τα έφερε τυλιγμένα σε μια καφετιά κόλλα σαν εκείνη που τύλιγε τα βιβλία ο κυρ-Χόβολος, ο βιβλιοπώλης μας, στην οδό Καλλάρη. Εγώ ευχαρίστησα τον πατέρα μου φιλώντάς του το χέρι, όπως με συμβούλεψε η μητέρα μου, κάτι το συνηθισμένο στην οικογένειά μας.
Ο πατέρας μου εκείνο το Φθινόπωρο, όπως και κάθε χρόνο, μου αγόρασε ένα όμορφο αδιάβροχο από τον Μουμούδη, απέναντι από το μαγαζί του, και ένα ζευγάρι ψηλές λαστιχένιες μπότες από τον Κωσταδήμα, για τις βροχές και τα χιόνια. Όλα όσα μου αγόραζε, είχα μάθει να τα φορώ αδιαμαρτύρητα, με μια συγκατάβαση που στηρίζονταν στην άποψη “οι γονείς μου ξέρουν καλύτερα από εμένα”! Άλλωστε αυτό είχα καταλήξει να το πιστεύω, γιατί πέρα από την παιδική κοριτσίστικη -έμφυτη θα ‘λεγα- κοκεταρία, το γεγονός ήταν ότι στην πόλη μας, τους χρόνους εκείνους τουλάχιστον, ο χειμώνας ήταν χειμώνας “όνομα και πράγμα”. Είχα διαπιστώσει ότι όλα αυτά, ήταν τελικά καλά για την υγεία μου και κυρίως την υγεία των ποδιών μου, που ήταν υποχρεωμένα να κάνουν το καθημερινό μακρινό δρομολόγιο στο σχολείο. Τα εφόδια που ο πατέρας μου φρόντιζε ν’ αγοράζει για την προστασία μου, πάντα περνούσαν τις εξετάσεις τους με άριστα, στα Πρωτοβρόχια του Φθινοπώρου και στην βαρυχειμωνιά. Φυσικά και παραδεχόμουν τελικά ότι και τα μποτίνια ή σκαρπίνια που μαστόρευε για την αφεντιά μου ο κυρ-Γιάννης, ανήκαν στα πρώτης τάξης εφόδια για την πάλη εναντίον των φυσικών στοιχείων της πολιτείας μας, κι ας παραπονιόμουν.
Ο κυρ-Γιάννης σίγουρα ήξερε τη δουλειά του, κι εγώ είχα αρχίσει να καταλαβαίνω και να υπολογίζω τους κόπους, τις συμβουλές και τις πράξεις των γονιών μου, που απλά δήλωναν, με τον τρόπο τους, την αγάπη τους προς το άτομό μου.
[1] Σημερινή λεωφόρος Δωδώνης, στα Γιάννινα πάντα.
[2] Όπως αποκαλούσαμε τους εαυτούς μας ανάλογα με τις ώρες των μαθημάτων μας, μια τακτική οικονομίας του χώρου που δεν ήταν αρκετός για τον αριθμό των μαθητών του εξατάξιου, του τετρατάξιου και των δύο μονοτάξιων σχολείων του ιδρύματος.
[3] Όπως και έγινε δυστυχώς. Πραγματικά κατεστράφη η πληθώρα εκείνη των αλιευμάτων. Η μόλυνση και η συνεχής αλιεία και η έλλειψη επιστημονικής νουθεσίας, κατέστρεψε τα ψάρια, τα χέλια και τις καραβίδες. Όπως και πριν, βάλανε νέα είδη ψαριού που προέρχονται από λίμνες του εξωτερικού.
[4] Περπατούσα πάντα στην αριστερή πλευρά της πλατείας όταν πήγαινα στο σχολείο μου (Ζ.Π.Α) και την δεξιά της, όταν τελείωνε το σχολείο και κατέβαινα για να πάω στο σπίτι μου.
[5] Ήταν μια έκφραση που τη συνήθιζα από πολύ μικρή γιατί πίστευα ότι ήταν σπουδαία και θεωρούσα ότι με ‘μεγάλωνε’ ποικιλοτρόπως.
[6] Χωρίς να ξέρω πολλές λεπτομέρειες, πιστεύω ότι αγόραζαν τα κατακάθια στα βαρέλια λαδιών, πολύ φτηνά από τους εμπόρους ελαιόλαδου, και πολύ πιθανόν από έναν Τούρκο που είχε το μεσιτικό γραφείο λαδιών στην οδό Καλλάρη. Σχεδόν δίπλα στου γέρο-Τούρκου -όπως τον θυμάμαι εγώ-, οι θείοι μου αργότερα άνοιξαν τη δική τους επιχείρηση που ανθούσε στην κυριολεξία ως το 1964. Εκείνη τη δυσοίωνη για όλη την οικογένεια, χρονιά, ο ένας από τα αδέρφια της μητέρας μου και συνεταίρος στην επιχείρηση (ανάμεσα σε γαμπρό και το μοναδικό αδερφό του Ηλία), ο θείος μου ο Χρίστος, πέθανε πολύ νέος, μόλις 42 χρόνων, από ένα μοιραίο πέσιμο, την ημέρα του Αγίου Σπυρίδωνα το Δεκέμβρη. Το δυστύχημα συνέβη έξω από το μαγαζί του “Ζουρνά”, που ήταν σε γωνία της οδού “Λόρδου Βύρωνος”.
[7] Αργότερα αυτά γκρεμίστηκαν και στη θέση τους τοποθετήθηκαν τα καθίσματα του μεγαλύτερου, τότε και πολυτελούς ζαχαροπλαστείου, του “Διεθνές”.
[8] Περίεργες οι καταστάσεις σχετικά με το άλλοτε περίφημο στέκι διανοουμένων και άλλων.
[9] Έναν πλακόστρωτο χώρο με σιντριβάνι που ονομάζονταν έτσι από το άγαλμα προς τιμή του στρατηγού Παπάγου. Αυτό βρίσκονταν στη γωνία, δίπλα στην “Όασι”, κι αργότερα μεταφέρθηκε από εκεί.
[10] Μικρή μαθήτρια μόνο οχτώ-εννέα χρόνων ερχόμουν εδώ με κάποια φίλη, τη Μάγδα, που έμενε στα σπίτια από κάτω, και έκοβα κομμάτια πηλού. Τον φέρναμε κάποτε στο σχολείο όπου και το χρησιμοποιούσαμε για να πλάσουμε διάφορα αντικείμενα στην ώρα της χειροτεχνίας.
[11] Στο ετήσιο καρναβάλι οργανώνονταν το “μπαλνταφάν” για τα παιδιά. Αργότερα ξαναχτίστηκε σε μοντέρνο ρυθμό, ίσως πιο ενωρίς και από το μέγαρο Νομαρχίας, δεν καλοθυμάμαι.
[12] Σήμερα στεγάζεται εδώ το Δημαρχείο της πόλης μας.
[13] Δεν τον συμπαθούσα γιατί με παρακολουθούσε και πρόσεχε τη συμπεριφορά μου και αν νόμιζε ότι κάνω κάτι στραβό τό ‘τρεχε του πατέρα μου. Τον είχα βαφτίσει “Ιούδα” και πολλές φορές άλλαζα δρόμο και πήγαινα από την οδό Καλλάρη για να τον αποφεύγω. Ο ίδιος, αν και παντρεμένος, ήταν άκληρος.