Τα ανθρωπάκια του Αλέξη

Τα ανθρωπάκια του Αλέξη

(Μία ιστοριούλα από τις Αλκυονίδες….)

Ο Αλέξης ήταν ξυλογλύπτης από τους πιο φημισμένους στα μέρη τους. Και τι δεν καλλιτεχνούσε. Στο εργαστήρι του, είχε πολλά αντικείμενα σκαρωμένα σε ξύλο, κάποτε πραγματικά έργα τέχνης. Έτσι έβλεπαν οι επισκέπτες του σκαλιστές καρέκλες και τραπέζια, τραπεζάκια του καφέ, σιφονιέρες, κονσόλες, βιβλιοθήκες, κωμούς, αλλά κι άλλα μικρότερα αντικείμενα όπως κηροπήγια ή κορνίζες για διάφορες χρήσεις. Ανάμεσα σ’ όλα αυτά ξεχώριζαν και διάφορα χρήσιμα αντικείμενα για τα παιδιά που τ’ αγαπούσε ιδιαίτερα, όπως κασετίνες μολυβιών ή αριθμητήρια, καθώς και παιχνίδια. Οι ανθρώπινες φιγούρες του, τ’ αυτοκινητάκια, τα ξύλινα σπιτάκια, τα τραινάκια, τα κουνιστά άλογα και πολλά άλλα -ήταν αδύνατο να θυμάται κανείς όλα τα έργα του- έκαναν μεγάλη εντύπωση, αλλά όπως καταλαβαίνετε, ξετρέλαιναν κυρίως τα παιδιά. Έφτιαχνε ακόμη τα λεγόμενα μαγικά κουτιά, που σαν τ’ άνοιγε κανείς πετιόνταν από μέσα ένας χαριτωμένος αρλεκίνος ή άλλοι κωμικοί χαρακτήρες που ξάφνιαζαν και ενθουσίαζαν όχι μόνο τα παιδιά, αλλά και τους μεγάλους.

Συχνά, τα γειτονόπουλα τον επισκέπτονταν και χάζευαν παρακολουθώντας τα θαυματουργά χέρια του να δουλεύουν το ξύλο. Δε χόρταιναν να κυττάζουν τα εντυπωσιακά έργα του, να τ’ αγγίζουν, να τα περιεργάζονται και να τα ποθούν για δικά τους.  Ο Αλέξης ποτέ δεν έκανε παρατηρήσεις στα παιδιά ή τα μάλωνε. Ήταν πάντα καλοδεχούμενα στο εργαστήρι του. Αυτή η συμπεριφορά του αλλά και η σοβαρότητά του, είχαν εμπνεύσει στα παιδιά, μεγάλο σεβασμό προς αυτόν και την τέχνη του. Σίγουρα μερικά απ’ αυτά θα γίνονταν μαθητές του, σα θα μεγάλωναν ακόμη λίγο.

 

Ο Αλέξης για να δημιουργεί τα περίφημα σκαλιστά του, στο πλήθος των ραφιών του εργαστήριου του, είχε τοποθετήσει όλων των ειδών τα εργαλεία που τον βοηθούσαν στη δουλειά του: πριόνια και πριονάκια χειρονακτικά ή ηλεκτρικά, λεπτές ή μεγάλες κορδέλες,  σκαρπέλα πολλών μεγεθών, λίμες και πλάνες ηλεκτρικές και μη,  διαφορετικά κατσαβίδια ηλεκτρικά και μη, βίδες και βιδούλες, σφυριά, σφυράκια και… οπωσδήποτε, πολλών ειδών κόλλα. Πάντα υπήρχε άφθονο το ξύλο σαν πρώτη ύλη, σε κομμάτια ή και σε όγκους για την κατασκευή των έργων του.

 

Μερικά από τα βαριά μηχανήματα ήταν στερεωμένα σε επίσης βαριούς πάγκους στην άκρη του εργαστήριου ή προσαρμοσμένα σ’ ένα μεγάλο και πολύ βαρύ τραπέζι, πάντα σκεπασμένο από εργαλεία, υλικά και πριονίδι.

Τα πρωινά που άνοιγε τις πόρτες του εργαστηρίου του, το πάτωμα και το τραπέζι ήταν καθαρά. Καθώς όμως προχωρούσε η μέρα, τα πάντα γέμιζαν από σανιδένια σκόνη και πριονίδι, που κάποτε συσσωρεύονταν εδώ κι εκεί σε μικρά βουναλάκια. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι το σπίτι του Αλέξη ήταν πάνω από το εργαστήρι του. Μπορούσε λοιπόν ν’ ανεβοκατεβαίνει, αν υπήρχε κάποιος λόγος, χωρίς να χάνει διόλου τον καιρό του.

 

Ένα πρωινό ο Αλέξης ξύπνησε με πολύ κέφι. Σηκώθηκε έριξε νερό  στο πρόσωπό του και χωρίς να φάει πρωινό, κατέβηκε στο εργαστήρι του. Κατευθύνθηκε προς τη γωνία όπου ήταν ένας σωρός από στρογγυλά μαλακά ξύλα,  διαφορετικού πάχους και μήκους. Απ’ αυτά διάλεξε δύο κομμάτια, με ομαλή επιφάνεια. Το ένα ήταν λεπτό και μακρύ και το άλλο ήταν πιο παχουλό και πιο κοντό. Κάθισε μπροστά στο μπάγκο του κι άρχισε, χρησιμοποιώντας κοπίδια ή σκαρπέλα, να δουλεύει με καταπληκτική  γρηγοράδα, πρώτα το παχύτερο ξύλο. Τα χέρια του, σα μαγικές μηχανές,  ξέρανε που ακριβώς να  βαθαίνουν τις χαραματιές και πού να τις απαλύνουν. Δεν άργησε  λοιπόν να του δώσει το σχήμα που ήθελε: τη μορφή και το σώμα ενός παχουλού ανθρωπάκου που τα μέλη του σώματός του έπρεπε να ενωθούν με κάποιο έξυπνο σίγουρα τρόπο στις κλειδώσεις, ώστε να κινούνται εύκολα. Αυτό και έκανε. Πρώτα λοιπόν άνοιξε, με μία ψιλή-ψιλή αρίδα, τρυπούλες από την μια άκρη στην άλλη, κι ένωσε με μικροσκοπικά μεταλλικά κουμπιά τα μέλη του, ώστε αυτά να κινούνται. Τέλος ακούμπησε τον κοντοχοντρούλη ανθρωπάκο του, σε μιαν άκρη και στάθηκε για να τον εξετάσει από μακριά. Μόρφασε ικανοποιημένος.

Ύστερα πήρε το λεπτό στρογγυλό ξύλο στα γόνατά του και με τον ίδιο τρόπο το δούλεψε ώσπου έφτιαξε με την ίδια τεχνική, ένα δεύτερο ανθρωπάκι, ψιλόλιγνο αυτή τη φορά.  Μετά σαν τον τελείωσε, τον τοποθέτησε δίπλα στο πρώτο του, τον κοντοχοντρούλη ανθρωπάκο. Έψαξε  και βρήκε μέσα στο μεγάλο κουτί με τις μπογιές και τα πινέλα, τα πιο κατάλληλα χρώματα και τα ανάλογα πινέλα κι έβαψε τα ανθρωπάκια του. Με πολλή υπομονή έφτιαξε πρώτα τα μάτια τους, ύστερα τα φρύδια τους, και τελευταίο το στόμα τους. Η χαριτωμένη-πλακωτή μυτούλα, τους έδινε έναν εξωτικό ύφος, ενώ το ριγωτό τους σακάκι και το μαύρο τους παντελόνι, τους έκανε να μοιάζουν με μικροσκοπικούς καλοντυμένους κυρίους.  Ο κοντοχοντρούλης ανθρωπάκος είχε χαρούμενο πρόσωπο που το στόλιζε ένα πλατύ χαμόγελο.  Ο ψιλοαδυνατούλης αντίθετα φαίνονταν μίζερος. Κρέμασε λοιπόν ο Αλέξης τα ανθρωπάκια του από ένα σύρμα και βάλθηκε να τα καμαρώνει με μεγάλη ικανοποίηση για μερικά δευτερόλεπτα. Ύστερα κάθισε στη θέση του και πάλι για να συνεχίσει με κάτι διαφορετικό.

 

Ήταν πια μετά το μεσημέρι. Ο Αλέξης είχε εργαστεί για πολλές ώρες. Τα παιδιά της γειτονιάς είχαν σχολάσει  από τα μαθήματά τους κι αφού απόφαγαν, βγήκαν για λίγο παιχνίδι.  Έπαιξαν και γέλασαν, ώσπου ο Παύλος πρότεινε να πεταχτούν στου Αλέξη, για να δούνε μήπως και σκάρωσε κάτι καινούργιο.

-Και δεν πάμε; συμφώνησαν όλοι μαζί του.

Δεν άργησαν λοιπόν τα παιδιά να ξεκινήσουν, και την επόμενη στιγμή βρίσκονταν στο εργαστήρι του Αλέξη.

-Γεια σου Αλέξη, φώναξαν μπαίνοντας μέσα όλοι μαζί.

-Μπα!.. καλώς τα! Σαν τα χιόνια!.. τα πείραξε αυτός και γέλασε.

-Τι καλά μας σκάρωσες σήμερα;  ρώτησε ο Άρης.

Ο Αλέξης δε μίλησε, αλλά με το δάχτυλό του, τους έδειξε στη γωνία τα δύο ανθρωπάκια του που στέγνωναν κρεμασμένα από το σύρμα.

Τα παιδιά έτρεξαν προς τα κει.

-Μπράβο… Μπράβο!.. Αλέξη είσαι ο πρώτος! φώναξε ο Χρίστος.

-Τα βάφτισες Αλέξη; ρώτησε η μικρή Μαρία με περιέργεια.

Ο Αλέξης γέλασε καλοκάγαθα, καθώς τα παιδιά τον ρωτούσαν τόσες πολλές ερωτήσεις.

-Αλέξη, μπορώ να τ’ αγγίξω; ρώτησε με αγωνία ο μικρός Σωτήρης.

-Ναι αμέ!.. Όμως… απλά να  τ’ αγγίξεις! Έτσι; Γιατί είναι φρεσκοβαμμένα, αν και… φαίνονται στεγνά, είπε ο Αλέξης με προθυμία.

Ξανακύτταξε ωστόσο το μικρό Σωτήρη  με κάποια περιέργεια, γιατί παρατήρησε ότι δεν ήταν όπως πάντα χαρούμενος.

Ο Σωτήρης άγγιξε δισταχτικά τα δυο ανθρωπάκια και χωρίς άλλη κουβέντα παραμέρισε μελαγχολικό.  Ξεχασμένος κίνησε προς την πόρτα του εργαστηρίου, χωρίς να χαιρετήσει κανέναν.  Ο Αλέξης παρακινημένος από την αλλαγμένη συμπεριφορά του μικρού, ρώτησε τα παιδιά παραξενεμένος:

-Τι έχει ο Σωτήρης;

-Δεν τά ‘μαθες Αλέξη; Είναι άρρωστο το αδερφάκι του ο Γιωργάκης.  Τον πήραν στο νοσοκομείο χτες βράδυ, είπε ο Άρης με στόμφο.

Ο Αλέξης δε μίλησε.  Σε λίγο τα παιδιά τον χαιρέτησαν και τον αφήσανε μόνο. Αργά το απόγευμα, ο Αλέξης χτύπησε την πόρτα του κ. Πετρίδη, του πατέρα του Σωτήρη. Πριν από καιρό ο κ. Πετρίδης  είχε τραυματιστεί πέφτοντας από τη σκάλα, καθώς έβαφε σε κάποια οικοδομή. Ευτυχώς είχε πάθει μόνο κάποια κατάγματα, ήταν όμως ακόμη στο γύψο και δεν μπορούσε να εργαστεί. Του άνοιξε η κυρία Διδώ, η γυναίκα του.

-Καλησπέρα σας, είπε ευγενικά ο Αλέξης.

-Α!.. Ο Αλέξης!  Καλησπέρα, είπε έκπληκτη η κυρία Διδώ.

-Μ’ όλο το θάρρος… ξέρετε… έμαθα για το Γιωργάκη και ήρθα να σας ρωτήσω… πώς είναι;

-Καλύτερα, “δόξα τω Θεώ”! Δεν ήταν και πολύ καλά τελευταία. Χτες βράδυ όμως, δυσκολεύονταν πολύ στην αναπνοή. Τον πήγαμε λοιπόν επειγόντως στο νοσοκομείο, για ν’ αποφύγουμε τις επιπλοκές.  Άσθμα είπε ο γιατρός, Αλέξη!  Είναι που δεν μπορεί κι ο άντρας μου!  είπε στεναχωρημένη η κυρία Διδώ.

-Θα ήθελα να επισκεφτώ το Γιωργάκη απόψε κυρία Διδώ. Και θα ήθελα να σας ευχηθώ και περαστικά του συζύγου σας, είπε ευγενικά ο Αλέξης και χαιρετώντας την κίνησε για να φύγει.

-Νά ‘σαι καλά Αλέξη! Θα χαρεί πολύ να σε δει ο Γιωργάκης μου. Ξέρεις δα πόσο  σ’ αγαπούν και τα δυο μου παιδιά, είπε η μητέρα του Σωτήρη.

 

Εκείνο το βράδυ, στις ώρες των επισκέψεων ο Αλέξης πετάχτηκε στο νοσοκομείο για να δει το μικρό Γιωργάκη.  Κράταγε στα χέρια του ένα περιποιημένο χάρτινο πακέτο. Η κυρία Διδώ ήταν εκεί μαζί με το Σωτήρη.

-Γιωργάκη, κύτταξε ποιος ήρθε να σε δει!.. είπε η κυρία Διδώ συγκινημένη.

Ο Γιωργάκης χαμογέλασε αχνά και είπε αδύναμα:

-Αλέξη… είναι αλήθεια ότι έφτιαξες δυο όμορφα ξύλινα ανθρωπάκια που κουνούν τα χέρια τους, τα πόδια τους και το κεφάλι τους;

-Και τη μέση τους!.. γέλασε ο Αλέξης.

-Θα προλάβω άραγε να τα δω κι εγώ; ξαναρώτησε με κάποια αγωνία.

-Και βέβαια!  Τ’ ανθρωπάκια μόλις έμαθαν ότι δεν ήσουν καλά, μου ζήτησαν να τα φέρω στο νοσοκομείο, για να σε δουν.  Νομίζω ότι θέλουν να σου κάνουν παρέα, για να μην είσαι μοναχός σου το βράδυ, είπε σοβαρά ο Αλέξης κλείνοντάς του το μάτι.

-Αλήθεια; ρώτησε ο Γιωργάκης κι ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του, με μάτια που έλαμπαν από τη χαρά.

Ο Αλέξης χωρίς να προσθέσει τίποτα άλλο  ακούμπησε στα μικρά του χέρια το δέμα που κρατούσε.

Ο μικρός Γιώργος δεν τολμούσε να τ’ αγγίξει. Τότε ο Σωτήρης πλησίασε και τον ρώτησε ανυπόμονα:

-Να σε βοηθήσω Γιωργάκη;

-Ναι!  Ναι! Αν μπορείς! απάντησε εκείνος με φανερή λαχτάρα.

Ο Σωτήρης βιάστηκε ν’ ανοίξει το δέμα και να, τα δύο ζωηρόχρωμα ξύλινα ανθρωπάκια του Αλέξη ήταν εκεί, μπροστά τους, με τα μέλη που κλυδωνίζονταν, με τα ζωηρόχρωμα πρόσωπά τους,  έτοιμα λες να μιλήσουν ή να παίξουν και να δώσουν τη χαρά στον άρρωστο Γιωργάκη.

-Αχ!.. δεν είναι όμορφα;  Δεν είναι σαν αληθινά; ρώταγε απανωτά ο Γιωργάκης, μην ξέροντας τι να πει για να εκφράσει τη χαρά του, για ετούτη την απροσδόκητη ευτυχία.

-Εγώ είμαι το σκυθρωπό ανθρωπάκι, είπε ο Σωτήρης μ’ ένα πλατύ κι ευτυχισμένο χαμόγελο, σηκώνοντας τον ψιλολιγνό ανθρωπάκο…

-Κι εγώ το χαρούμενο! Έτσι; είπε ο Γιώργος σηκώνοντας τον κοντοχοντρούλη γελαστό ανθρωπάκο.

Τα δυο παιδιά είχαν κιόλας ξεχάσει τους άλλους μέσα στο δωμάτιο του Νοσοκομείου και είχαν συγκεντρωθεί στα δύο ξύλινα ανθρωπάκια, που τα μέλη τους κλυδωνίζονταν  στον αέρα με τον πιο χαριτωμένο τρόπο.

-Ας τα βαφτίσουμε λοιπόν, είπε κάποια στιγμή ο Σωτήρης.

-Πώς θα τα ονομάσουμε; ρώτησε ο Γιώργος.

-Χμ! Αυτό είναι. Εγώ λέω… να τα βαφτίσουμε Πίνγκη και Πόνγκη!.. Και ξέρεις γιατί; Γιατί χοροπηδούν τόσο ελαφρά, σαν τις μπαλίτσες του Πινγκ Πόνγκ.  Κύτταξε!.. είπε και κούνησε τον ένα από τους δύο, κάνοντάς τον να κουνάει τα μέλη του τρελά στον αέρα, είπε ο Σωτήρης και ξαναρώτησε:

-Σου αρέσουν αυτά τα ονόματα;

-Ναι, αμέ!  Καλά είναι για αρχή. Αν θέλουμε μπορούμε να τ` αλλάξουμε όταν βρούμε άλλα καλύτερα. Έτσι δεν είναι; ρώτησε ο Γιώργος.

Ο Αλέξης που παρακολουθούσε ευχαριστημένος τα δύο παιδιά, είπε ανακατεύοντας μια στιγμή, τα μαλλιά του Γιώργου:

-Εγώ Γιωργάκη έχω τη γνώμη, ότι για να παίξεις καλύτερα με το Σωτήρη και τα ανθρωπάκια, θα πρέπει να βάλεις τα δυνατά σου να γίνεις γρήγορα καλά και να βγεις από το νοσοκομείο.  Όλοι περιμένουν στη γειτονιά για να σε δουν πίσω γρήγορα και καλά. Και πιο πολύ απ` όλους, ο αδερφός σου ο Σωτήρης. Σύμφωνοι;

Ο Γιωργάκης κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και συγκεντρώθηκε και πάλι στα δύο φανταχτερά ανθρωπάκια. Δεν έλεγε πια πολλά, γιατί ντρέπονταν από το μεγάλο φίλο του, τον Αλέξη, αλλά κυττάζοντας τα δύο ανθρωπάκια, έβλεπε την αγάπη του προς το άτομό του, αλλά κι όλα τ’ άλλα παιδιά.

Η χαρά που έδωσε στον άρρωστο Γιωργάκη το δώρο του Αλέξη και τα καλά του λόγια για τα παιδιά της γειτονιάς, βοήθησαν ώστε ο μικρός να θέλει να γίνει γρήγορα καλά.  Δεν άργησε λοιπόν ν’ αφήσει το νοσοκομείο. Και καθώς ο πατέρας του, ο κύριος Πετρίδης, βγάζοντας το γύψο από το πόδι του, ήταν πια ελεύθερος και ικανός να επιστρέψει στη δουλειά του, η σιγουριά και η χαρά είχαν γυρίσει ξανά στο σπιτικό τους.

Ο Γιωργάκης και ο Σωτήρης όταν επισκέπτονται τον Αλέξη πάντα κουβαλάνε τα δύο ανθρωπάκια για να τα δει και να τον δουν… μια κι είναι δικά του παιδιά, δικά του δημιουργήματα.

Ο Αλέξης ο απλός και καλός καλλιτέχνης του ξύλου, ένιωθε πάντα μια κρυφή χαρά σα θυμόταν ότι βοήθησε κι αυτός λιγάκι στην ανάρρωση ενός σοβαρά άρρωστου παιδιού, του μικρού φίλου του Γιωργάκη, δίνοντάς του την αυτοπεποίθηση, που δίνει το δώρο της αληθινής αγάπης.

Σχολιάστε