Της Φύσης τα Καμώματα

Της Φύσης τα Καμώματα

 (Ποίηση για τα παιδιά…Από το τετράτομο βιβλίο μου για όλην την οικογένεια… “Αλκυονίδες”)

α’.  Στον κήπο μου

Τι μέρα είναι ξάστερη

Αγέρι δε φυσάει.

Κι ο ήλιος εξοχότατος

χαμόγελα σκορπάει.

Αχ!.. Είναι ημέρα μαγική,

όπως και κάθε άλλη

στον κήπο μου τον όμορφο

στο σπίτι μου το πατρικό

άνοιξη μυρωδάτη μου

τρελό καλοκαιράκι…

φθινόπωρο μελένιο μου

χειμώνα κυδωνάτε!

 

Κάποιας γωνιάς πώς με τραβά

η  ζωντανή χλωρίδα.

Στη ζωντανή του τη σκιά

πλάτανος μ’ αγκαλιάζει.

 

Ακούω κάποιους θορύβους

που πριν τους αψηφούσα.

Τα φύλλα που θροΐζουνε

κάπου παραμερίζουν.

 

Με κάποια τιτιβίσματα

μικρά, γλυκά σφυρίγματα

οι φτερωτοί μου γείτονες

δηλώνουν παρουσία.

 

Ασύστολα, χαρούμενα,

ακούραστα, δραστήρια,

φροντίζουν κάποια νεογνά.

 

Γυμνά, τυφλά κι αχόρταγα

το ράμφος πώς ανοίγουν

με πάθος και μανία!

Μα είναι τόσο αστεία!

 

Ψύχραιμοι οι φτερωτοί γονείς

φροντίζουν το συσσίτιο

μεσ’ τη μικρή φωλίτσα τους.

Πολλά καλούδια σήμερα

μοιράζουν στα μωρά τους.

 

Μικρά σκουλήκια κι έντομα

σποράκια κάθε είδους.

Και μη θαρρείτε είν’ αρκετό

ένα και μόνο γεύμα!

 

β’. Ένας ιδιόρρυθμος τραγουδιστής

Αλλά… ακούτε;

ακούστε σας  παρακαλώ!..

 

“Τζζζζζ… τζζζ…τζζζζζζ…”

 

Και βέβαια είναι ο τζίτζικας!..

Και ποιος δεν τον γνωρίζει;

 

Τραγούδι που το κάνει!..

Επίμονος, αδιάκριτος

και μέρα μεσημέρι

ξεκούφανε τον κήπο μου.

 

Με τα φτερά τα διάφανα

συνθέτει το σκοπό

χωρίς βαρυγκώμια,

περνάει τον καιρό

 

“Τι να την κάνεις τη ζωή

αν δε τη διασκεδάσεις;”

 

Με θόρυβο την εξυμνεί

αυτό τον τρόπο ξέρει

αυτό ‘ναι το πιστεύω του,

γι αυτό και μόνο ζει!

 

γ’. Η αράχνη

Μα η αράχνη διαφωνεί

με τη νοοτροπία

του ζωηρού του τζίτζικα

που κάνει φασαρία.

 

Είναι γιατί έχει μάθει αλλιώς

να ζει και να παράγει

με μια δουλειά σχολαστική:

την ύφανση ιστών.

 

Α! είναι υφάντρα θαυμαστή.

Ποιος θα το αμφιβάλλει;

Η “μάνα” της τη βλόγησε

γι αυτή την προκοπή της

θαυμάζουν και οι άνθρωποι

τη φίνα ύφανσή της .

 

Ολημερίς κι ολοβραδίς

το χρόνο της υφαίνει.

Στήνει το υφάδι της ζωής

θηρεύει την τροφή της.

 

δ’.  Το σαλιγκάρι

Το σαλιγκάρι έρχεται!

Έφτασε πια στην άκρια

της ασημιάς  πορείας του

τ’ αργό, το τσιγγανόπουλο,

και της πρασιάς αλήτης…

Αλλοίμονο… στον κήπο μου!

 

Μα ο κυρ-Θάνος, σίγουρα,

τον ένοχο θα πιάσει,

τ’ αχνάρια του τα ασημιά

καλά τα ξεχωρίζει.

Αλλοίμονο στο δράστη

αυτόν που κατατρύπησε

τα τρυφερά  μαρούλια!..

 

ε’. Κοντολογίς κι ο μέρμηγκας…

Κι εσύ μικρέ!

Σαν τι θαρρείς πως  κάνεις;

Στο χέρι μου σκαρφάλωσες

δεν περπατάς σε δέντρο!

 

Δε στό ‘παν οι κεραίες σου;

Λάθος το δρόμος πήρες!

Άιντε, και δεν πειράζει.

Θα  σ’ ακουμπήσω απαλά

στου δέντρου το φλοιό.

Διάλεξε από μόνος σου

την όποια σου πορεία.

 

Θα συναντήσεις σίγουρα

δικούς σου συναδέλφους.

Ίσως με τις κεραίες τους

σου πουν σπουδαία νέα!..

 

Είναι σκληρό το στοίβαγμα

μέσα στις αποθήκες.

Σα νοικοκύρης είσαι καλός

-και σίγουρα το ξέρεις-

και πριν πεινάσεις πάντοτε

σοδειά αποθηκεύεις.

 

στ’. Η κουρούνα

“Κράαααα!.. Κράαααα!..”

Είν’ η κουρούνα…

Τη βλέπεις πώς πετάει χαμηλά;

Άκου την! Σκούζει και φωνάζει!

Παιδάκια έχει νιόγεννα

στην ψαθωτή φωλιά της.

Και σα μητέρα στοργική

γίνεται απειλητική

όταν ανύποπτα περνάς

στο δίπλα απ’ τη φωλιά της.

 

ζ’. Η σαύρα που κρύωνε!..

“Κρυώνω!.. Αχ! πώς κρυώνω!..

Σήμερα  ίσως πιο πολύ.

Δεν ξέρω τι μου φταίει!

Αχ!  Και πού νά ‘μπω να κρυφτώ;

Βιάσου ήλιε, κυρ-ήλιε μου!

Βιάσου κι έχω παγώσει!

 

Πώς να ζεστάνω το κορμί

το αίμα κρύο ρέει!

Το σώμα μου -αχ!  μούδιασε.

Τα μέλη δεν ορίζω!..”

Τρέμει η σαύρα η φτωχή

τον ήλιο πώς προσμένει!

Τα μάτια της κρατά κλειστά

το κρύο πώς δεν το βαστά!..

 

η’. Ο φωνακλάς φύλακας

“Γαβ!  Γάααααβ!..  Μα είσαι…

-ναι το δηλώνω επίσημα-

είσαι μια αναιδής!

Άλλως δεν εξηγείται

το πώς γυρνάς στο γύρω μου!

Σου τό ‘πα χίλιες δυο φορές

κι αρχίζω να πιστεύω

πως είσαστε πολύ κουτές

όλες εσείς οι γάτες!

Σου το τονίζω, το λοιπόν,

-ας είναι έχω υπομονή-

να μην τολμήσεις πονηρή

να διαμαρτυρηθείς,

που τριγυρνάς αδέσποτη

μέσ’ τα δικά μου σύνορα,

και τα παραβιάζεις

με μια αναίδεια περισσή.

Φύγε λοιπόν από εδώ!

Μιλάω σοβαρά…

κι άφησε τα σκερτσάκια σου.

Θα σε βουτήξω απ’ την ουρά…”

 

“Χμ!..

Δες τον που κάνει το σκληρό!

Κόπιασε πια του λόγου σου

μεγάλε φωνακλά!

Και αν με βλέπεις σιωπηλή

ξέρε το

δεν έχω ανάγκη από φωνές.

Εγώ, που με περιφρονάς

έχω για όπλα φοβερά

τα νύχια μου τα κοφτερά.

 

Γαυγίζοντας-γαυγίζοντας

με ζάλισες στ’ αλήθεια!

Μη με κυττάς με ζαβολιά

σκάνδαλο είσ’ αληθινά.

Και σαν γαυγίζεις,

πού το πας;

 

Είμαι η Ρόζα η κομψή!

Στο ροζ το κορδελάκι μου,

φορώ το κουδουνάκι μου,

και -ζήλεια σου!-

όλοι μ’ αγαπούν

στην αγκαλιά τους

με κρατούν.

 

Εγώ… έχω χάρη περισσή

και πολύ… όμορφη φωνή,

λίγο ναζιάρικη, μπορεί.

Κι αν περπατώ νωχελικά

αρίστευσα στ’ ακροβατικά!

Είμαι -να ξέρεις- μια κυρία

και δε χωρά αμφιβολία…

 

Πάψε να είσαι βαρετός

γίνε σταλίτσα τυπικός

μια νότα μόνο σκεπτικός.

Όχι μ’ αναίδεια να γαυγίζεις

τη σκιά μου, σα… μυρίζεις!..”

 

θ’. Η στοργική Μαντώ

“Μαντώ μας φρέσκια παχουλή

με καφετιούς λεκέδες, παρδαλή

βόσκεις… και βόσκεις…

Πώς σ’ άρεσε τ’ ολόδροσο λιβάδι;

Το τριφυλλάκι π’ άχνιζε

απ’ τη δροσιά του πρωινού;

Ήταν γλυκό και καθαρό

ήταν γεμάτο ήλιο;

 

Μπράβο Μαντώ μου τρυφερή!..

Ξέρεις… εσύ…

πού ‘χω αδερφάκι νήπιο

μανούλα στο κρεβάτι

και τον πατέρα στον αγρό

τ’ αλέτρι να παλεύει.

Τελεύει τ’ όργωμα αύριο

μεθαύριο τη σπορά

και σα θα φτάσει ο θεριστής

τα κόπια του θα μάσει.

 

Κι είμαι μικρή, μικρό παιδί

και τι να πρωτοφτιάξω;

Το γάλα σου χρειάζομαι

καλή μου αγελαδίτσα!..

Άιντε Μαντώ μου, για να δω

έφτιαξες γάλα αρκετό

να πιεί το νέο μας μωρό

η μάνα στο κρεβάτι

φλιτζάνι του πατέρα μου

σταλίτσα και για μένα!

 

ι’. Ο… Υπομονετικός

Φίλος μου μοναδικός

ο Υπομονητικός μου!

Κάνει κουράγιο για τους δυο,

σαν πάμε στο παζάρι.

 

Κρεμμύδια τον εζάλωσα

πατάτες και αντίδια.

Πάμε να τα πουλήσουμε

στη λαχαναγορά.

 

Αξίζει το χρυσό σταυρό

το τίμιο κούτελό του.

Χάντρα διπλή και κόκκινη

γοργά να περπατάει.

Μια μπλέ για το βασκάνισμα

μάτι να μην τον πιάνει!

 

Χαρίσματα Υπομονητικέ

σε φόρτωσε ο Πλάστης!

Είσαι καλός και σιωπηλός

τι βάσανα κι αν έχεις;

Ούτε μιλάς, μηδέ ζητάς

ρεγάλο παραπάνω

απ’ το σανό τον ταχτικό

που στο λαιμό σου βάνω!

 

ια’. Η αγαπητή Κόκκινη Ρου

Η Κόκκινη η Ρου,

είναι παγκόσμια γνωστή.

Μην την παρεξηγείτε

που κάποτε είναι βιαστική.

 

Ρωτάτε! Μα τι λέτε;

Δε βλέπετε που κουβαλά

το Τζόη, το μωρό της;

 

Η Αυστραλέζα φίλη μου

-η Κόκκινη η Ρου-

είναι αλήθεια ντροπαλή.

Συχνά λοιπόν, διακριτικά

βλέπετε να κρατά

την κάποια της… απόσταση.

 

ιβ’. Ο Σόλων, το σοφό κοάλα

Ο Σόλων ο… σοφός

μόνιμα πλέον κατοικεί

στο φιλικό ευκάλυπτο.

Μα… φυσικά, θα πείτε.

Πού αλλού θα ζούσε

ένα σοφό κοάλα;

Ψηλό, γερό και πράσινο

τον κατοικεί ο Σόλων μας

για το καλό του…  κλίμα

χειμώνα-καλοκαίρι.

Ευάερος, ευήλιος και…

με καλή κουζίνα!

Έτσι λοιπόν τόσο ψηλά,

στον έβδομο ουρανό

-και γιατί όχι;-

μέσα στην απομόνωση

μορφώνεται ο Σόλων μας

με το να βλέπει μακρυαααά!..

του κόσμου τα περίεργα.

 

Όπως θα διαπιστώσετε

φιλοσοφεί… φιλοσοφεί…

-φιλοσοφος για πάντα-

φύλλα μασώντας τρυφερά

κυττάζοντας παντοτινά…

με τέλεια ηρεμία!

 

ιγ’.   Μία φτερωτή αγενής

Φαίνεται, όλα τα πλάσματα,

κοινά έχουν μεταξύ τους!..

Στο φτερωτό βασίλειο

που ανήκει η  κουκαμπάρα

είναι  μια παρουσία

μάλλον συμπαθητική

ολίγον ‘τι πληθωρική

καθώς γελά αδιάκριτα

ίσως προς το πολύ!

 

Θα λέγανε οι Αυστραλοί

“She is laughing

her head… off!”

 

Σα να μη φτάνει μόνο αυτό

το γέλιο της είναι κολλητικό!..

Κι αν γελούν μαζί της κάποιοι

κάποιοι άλλοι τη βαριούνται.

Τη θεωρούν αδιάκριτη,

μπορεί και αναιδή…

Μα αυτή…

γελά, γελά, γελά…

και διόλου δεν τη νοιάζει

αν πούνε πως χασκογελά

και προκοπή δεν κάνει!

 

ιδ’.  Μέλλουσα μητέρα

Θα πρέπει να κουράστηκε το

πλουμιστό παγώνι.

Όσο και αν προσπάθησε

τα κάλλη του να δείξει

κι όσο και να δοκίμασε

με άναρθρες φωνές

την προσοχή της φίλης του

να ελκύσει, ν’ αποσπάσει…

άδικα ματαιοπονεί!

Γιατί η Παγώνα,

μέλλουσα κυρία-μαμά

είν’ απασχολημένη,

και αγνοεί μεθοδικά…

το όμορφό της ταίρι…

Μόνο τ’ ωραίο της τ’ αυγό

φροντίζει!

Ζει μόνο γι αυτό!

 

ιε’. Ένας άπειρος κυνηγός

“Ω! είναι τόσο λαίμαργος!”

Απορεί ο μικρός σπουργίτης,

βλέποντας πολύπειρο,

συγκάτοικο σπουδαίο

που αναπηδώντας συνεχώς

ραμφίζει με μανία

τα ψίχουλα τριγύρω του.

 

Κουράστηκε ο μικρός λοιπόν

να προσπαθεί, να προσπαθεί

μάταια να πηδάει,

και κάποιο απ’ τα ψίχουλα

στο ράμφος του να βάλει…

Τον έμπειρο τον κυνηγό

όλο παρατηρεί,

που ξαφνικά αποχωρεί

αφήνοντας ελεύθερο

το αδειανό… πεδίο.

 

Μα θαύματα συμβαίνουνε…

Νάτη η κρησάρα  ανοίγει

κι ένα αγοράκι στοργικό

ρίχνει τριφτάδες στο σκαλί.

Διστακτικός ο φίλος μας,

κυττάζει τα καλούδια.

Πηδά τριγύρω, ολόγυρα.

Κυττάει ξανακυττάει,

κι αφού στρογγυλοκάθεται

τσιμπάει κι ευλογάει.

 

Έχει ο Θεός για τον έμπειρο

έχει και για τον άπειρο!..

 

ιζ’. Έπαιξα κι εχάρηκα…

Με τον Ερμή, στα πόδια μου

και τη Χιονάτη αγκαλιά

με πήρε ο ύπνος ο γλυκός

τα όνειρα τα μελάτα …

 

Λιάζεται πολύτεκνη η ροδιά

κι η νεραντζιά χωρίς ντροπή

παινεύει το χρυσό της.

Το γιασεμί αυλόπορτας

μελίσσι το βαραίνει

που στο βαρύ του άρωμα,

μεθάει και παραδέρνει.

 

Η σαύρα σούρθηκε αστραπή

και στάθηκε στην πέτρα

μπερδεύοντας τα μάτια μου

με το έξυπνό της χρώμα.

 

ιη’ Ο Ερμής

Στον… “άπαντα”

ενοχλημένος

σηκώνεται, γαυγίζει:

 

“Μα επιτέλους!..

Τι πλάσμα όλο εγωισμό

τούτο το θηλυκό!

Κατέβα κάτω το λοιπόν!

Σαν τι θαρρείς πώς είσαι;

“Παπουτσωμένος Γάτος”;

 

“Είσαι γελοίος σίγουρα…

Γελοίος και ζηλιάρης…

Πώς θα μπορούσα

νά ‘μαι ΕΓΩ…

“Παπουτσωμένος Γάτος”;

Πάψε επιτέλους να ζηλεύεις…

τον εαυτό σου μην παιδεύεις!

Βαρύς ‘σαι για τη Μέλισσα,

ενώ εγώ… δεν είμαι!”

 

“Άκου να δεις… Εγώ…

καθόλου δε ζηλεύω.

Ωστόσο  όμως επιμένω!

Κατέβα κάτω το λοιπόν,

αρσενικό η θηλυκό,

γιατί θα σου θυμώσω!”

 

“Σκασίλα μου!..

Κι όσο κι αν θέλεις θύμωνε,

καθόλου δε με νοιάζει!”

 

“Γαβ… Γαβ…

Μα είσαι…

είσαι… αδιάντροπη!

σα σκαρφαλώνεις

όπου βρεις όπου βρεις.

Κάνεις και τη μοιραία…

αλήθεια είσαι χυδαία!”

 

“Ερμή!

Πάψε επιτέλους να χαρείς

τι τάχα νά ‘χεις πάθει;

Θα την ξυπνήσεις σίγουρα

την άμοιρη Χιονάτη…

Όμως δε σ’ άκουσα καλά!

Θαρρώ πως είπες κάτι!”

 

“Αλήθεια!  Τι σαν είπα;

Δημοκρατία είν’ αυτή

σ’ ετούτη μέσα την αυλή:

να κυβερνούν τα θηλυκά,

να υπακούουν τα σκυλιά;”

 

“Έλα… γκρινιάρης

πού ‘χεις γίνει!

Πάρε το μπισκοτάκι σου.

Τα μάτια σου να κλείνεις

στη Χιόνα που και που!

Μην το ξεχνάς πως

είσαι το έμπιστό μου

μικρό μου φιλαράκι.

 

Στο μαξιλάρι σου κι εσύ

Χιονάτη μου απαλή,

που αγαπάς τον ήλιο

αλλά… και τον Ερμή!”

Μα πού  ν’ ακούσει ο Ερμής

που έχει αγριέψει.

Στήνει τ’ αυτιά και την ουρά

τα πόδια του τεντώνει

και χοπ! μία και δυο…

στο δίπλα της Χιονάτης,

που ξύπνια συσπειρώνεται

στην αγκαλιά της Μέλισσας.

 

“Φύγε σου λέω καυγατζή!..

Ποτέ μου δε σε πείραξα.

Ζηλεύεις που η Μέλισσα

μ’ έχει στην αγκαλιά της;

Πού ‘μαι γλυκιά και τρυφερή,

ζεσταίνω την καρδιά της;

χαϊδεύουμαι και μ’αγαπά,

είμαστε κόρη και μαμά;

Στον Λαοκράτη πήγαινε

που παίζει και χοροπηδά

την μπάλα πάντοτε χτυπά

και χαίρεται να κυνηγά…”

 

“Αλήθεια με κουράσατε

τα δυο σας που μαλώνετε.

Σας αγαπώ -το ξέρετε-

τα δυο σας… μ’ αγαπάτε.

Πάψτε λοιπόν να τρώγεστε

και να λογομαχάτε.

Κι ακόμη πιο καλύτερα…

να παίξτε τώρα πάτε.

Έχω κι εγώ δουλειές πολλές

φτάνουνε πια οι τεμπελιές!..”

 

Η μαγική αυλή

του μπάρμπα-Ζήση

Στην αυλή του μπάρμπα-Ζήση,

βρίσκονταν μια αποθήκη

κλειδωμένη, ξεχασμένη…

Σαν περνούσες ή στεκόσουν

στο παλιό της το κατώφλι

άκουγες λογιών θορύβους

ροκανίσματα, ψιθύρους,

φτερουγίσματα, τριγμούς…

Ένας κόσμος θαυμαστός

ζούσε στο σκοτάδι της.

Ζωντανεύαν τ’ άδεια ράφια

τα έπιπλα χωρίς ποδάρια!

 

Οι αράχνες, οι υφάντρες

στήναν χρόνους και καιρούς

μια μικρή βιοτεχνία

θαυμαστή, όλο φινέτσα

μια μικρή αυτοκρατορία

που σακούλιαζε απ’ τα ύψη

κι απ’ τα ξύλινα καδρόνια.

 

Στις γωνιές της αποθήκης

όπου υπήρχε μια πτυχή

είχαν στέκι οι κατσαρίδες

σίγουρα κι ασυζητητί!

Μαύρες, καφετιές, ξανθές

γιγαντιαίες ή μικρές

γρήγορες και φτερωτές

τέλεια θωρακισμένες

νιώθανε ασφαλισμένες.

 

Στις φιλόξενες τρυπούλες

που ο χρόνος είχ’ ανοίξει

στήσαν το νοικοκυριό τους

οι φτωχοί οι ποντικοί

που τα δόντια τους τροχίζαν

στα πατώματα που τρίζαν!..

 

Ο φτωχός ο μπάρμπα-Ζήσης

είχε μείνει μοναχός

και το λιγοστό φαγί του

το μοιράζονταν μαζί του

το σκυλάκι του, ο  Γιαννιός.

Ο σκουπιδοτενεκές του

σπάνια είχε καλούδια.

Γέμιζε κατά κανόνα

με σακούλες και με φλούδια.

Στη μιζέρια του αυτή

μια γειτόνισσα καλή

η Αμέρσα, η δασκάλα

τού ‘φερνε  ζεστό φαγάκι

κόκκαλα για το σκυλάκι.

Τού ‘φτιαχνε και τη ντουλάπα

κι όλα τα απομεινάρια

μιας αλλοτινής ζωής

του γεράκου του φτωχού

φρόντιζε να καθαρίζει.

Άλλη μια φορά λοιπόν

η Αμέρσα, η καλή

βρήκε μέσα στη ντουλάπα

στεγνές κόρες το ψωμί

και τυρί αφυδατωμένο

σε γωνιά παρατημένο.

 

Σαν καλή νοικοκυρά

ρίχνει τ’ αποφάγια όλα

μεσ’ το σκουπιδοτενεκέ

σαν περάσει ο σκουπιδιάρης

την αυλή να καθαρίσει

κι έτσι θα μοσχομυρίσει

το αγιόκλημα στο φράχτη.

 

Ο κυρ-Εξηνταβελόνης

μέρμηγκας με τ’ όλα του

πέρασε κάποια στιγμή

βιαστικά να ερευνήσει.

Ήταν σε αποστολή.

Λίγα τρίμματα ζητούσε

τη δουλίτσα του κυττούσε.

 

Να ο σκουπιδοτενεκές!..

Ήξερε από εμπειρία

ότι είναι αδειανός.

Μήπως όμως… κατά τύχη

έκρυβ’ ένα… θησαυρό;

Μπα!..

 

Μήνες και σαν τριγυρνούσε

‘κει στο σκουπιδοτενεκέ;

Τον καιρό του σπαταλούσε.

Δεν υπήρχε ΕΝΑΣ ΜΕΖΕΣ!

 

Σήμερα καθώς περνούσε

γνώμη άλλαξ’ ο φτωχός.

 

“Άιντε ακόμη μια φορά…

κι ίσως είμαι Ο ΤΥΧΕΡΟΣ!”

 

Ω! του θαύματος λοιπόν.

Βγήκε στ’ αλήθεια τυχερός!

Βρήκε κόρες το ψωμί

μα… κι  εκείνο το τυρί!

Βγήκε σαν κυνηγημένος.

“Τούτο κι αν δεν είναι τύχη!..”

Το θεό του ευλογούσε

το μπάρμπα-Ζήση, ευχαριστούσε.

Έφυγε λοιπόν με βιάση.

Βρίσκει κάποιους συνεργάτες

και κινώντας τις κεραίες

διηγείται λεπτομέρειες!..

 

“Σύντροφοί μου εργατικοί

έχουμε δουλειά πολλή…

Πρέπει να συγκεντρωθούμε

και ας μην αργοπορούμε!

Πάω να ειδοποιήσω

όοολο το συνοικισμό

γρήγορα να κινηθούμε

στου μπάρμπα-Ζήση το χωριό!..

Να φροντίσουμε θα πρέπει

πάντα όλοι μας μαζί.

Αφθονία μεν υπάρχει…

-και δεν είναι… ότι λάχει-

χρόνος όμως, πολύ λίγος!”

 

Αυτά λέει ο μέρμηγκας

σ’ όποιους τώρα συναντάει.

Τρέχει-τρέχει βιαστικός

δώθε πάει, ‘κείθε πάει,

ήρωας πραγματικός.

Καθώς τρέχει μ’ αγωνία

πέφτει σε μια κατσαρίδα.

 

“Γεια σου Εξηνταβελόνη.

Για πού τόσο βιαστικός;

Βρήκες τίποτα τριγύρω…

Ψάχνω-ψάχνω και μυρίζω

χωρίς προκοπή γυρίζω!..

Πείνες πού ‘χω αδερφέ μου

μ έφαγε η αγωνία…”

 

“Ναι κυρά μου Κατσαρίδα…

Συμφωνώ κι εγώ μαζί σου!..

Βιάζουμαι όμως να φύγω

τρέχω στο συνοικισμό!”

 

Η κυρία Κατσαρίδα

λίαν ενεργητική

κατευθύνεται κι αυτή

πού αλλού; στον τενεκέ

την ελπίδα των ενοίκων

στου μπάρμπα-Ζήση την αυλή.

 

Χώνεται ολάκερη

και δεν ψάχνει και πολύ.

Βρίσκει αρκετό φαγί:

το ψωμί και το τυρί.

Πεινασμένη καθώς ήταν

τρώει-τρώει βιαστική

κι όταν έχει αποχορτάσει…

γίνετ’ ευεργετική.

 

Βγαίνει αποφασιστική

τρέχει μεσ’ την αποθήκη

να διαδώσει τα στερνά.

 

Ξάφνου βγαίνει ο Λυχούδης

ο γείτονας της ποντικός

που χωμένος στη γωνία

μασουλούσε μ’ αγωνία.

 

“Ω!.. Κυρία Κατσαρίδα!..

Όπως πάντα βιαστική…

Πώς τα πας από προμήθειες…

Ψώνισες για σήμερα;

Κι έχω πείνα τρομερή!..”

 

“Κυρ Λυχούδη, φεύγω-φεύγω…

Είμαι αλήθεια βιαστική!”

 

Ο Λυχούδης ξέρετε,

-μην τον βλέπετε έτσι δα!-

γίνεται πολύ σπουδαίος

κάπου- κάπου, ειλικρινά!

Όπως τούτη τη στιγμή…

Κι εξηγώ:

όταν είναι λιγωμένος

αντρειώνεται ο καϋμένος!

Έχει σοβαρές αιτίες

σοβαρές υποχρεώσεις.

Στη μικρή του τη φωλιά

βρίσκεται η Μουσουδίτσα,

η πιστή του η ποντικίνα

και τα πέντε τους μικρά.

 

Η φτωχή συντρόφισσά του

που την έσφαζε η πείνα

τα μωρά της τα καϋμένα

είχε έγνοια η κακομοίρα.

 

“Μουσουδίτσα…

γρήγορα κυρά μου κάνε,

άσε τα μωρά και πάμε.

Την κυρία Κατσαρίδα

μόλις είδα βιαστική.

Σήμερα κάτι θα φάμε.

 

Οι μεγάλες της κεραίες

μύριζαν ψωμί… τυρί!..

Στου μπάρμπα-Ζήση…

Ο τενεκές…

Εκεί θά ’ναι Ο ΜΕΖΕΣ!..”

 

Η κυρά η Κατσαρίδα

συμβουλεύει τους δικούς της

παίρνοντάς τους στην αράδα.

 

“Να βιαστείτε… με ακούτε;

μην αργείτε… ούτε στιγμή…

για να φάτε, αν πεινάτε!..”

 

Μα στο διάστημα αυτό

το ζευγάρι ποντικών

αμπαρώσαν τα παιδιά τους

στη μικρή-μικρή φωλιά τους

τρέχουν-τρέχουν βιαστικοί

στου μπάρμπα-Ζήση την αυλή.

Στέκονται για μια στιγμή

και κυττάζουν μ’ απορία

την ατέλειωτη πορεία

των ξανθών των μερμηγκιών.

Τα καλά σου περπατούσαν

κάθε τόσο σταματούσαν

και μ’ ευγένεια περίσσεια

τις κεραίες τους κουνούσαν

τους συντρόφους χαιρετούσαν

και οσμές ακολουθούσαν…

Ήταν μια σωστή στρατιά

τα μερμήγκια τα ξανθά.

Καταλάβατε… σωστά

στόχος τους  ποιος ήταν:

τα σκουπιδοφαγητά!..

 

“Μουσουδίτσα μου γλυκιά…

αντιλήφθηκες… νομίζω!

Συνοδεία έχουμε.

Ας βιαστούμε το λοιπόν

πριν να γίνει μακελειό!”

 

Τρέχουν σαν την αστραπή

και βουτάν στον τενεκέ.

Μέσ’ στην αγωνία τους

μασάνε ραφινέ…

Τρώνε όλο το ψωμί

τρώνε κι όλο το τυρί.

Με γεμάτη την κοιλιά τους

-φανερά στρογγυλεμένοι-

τρέχουν-τρέχουν στη φωλιά τους.

 

“Αχ παιδάκια μου μικρά

έχετε έναν πατέρα…

Ήρωα πραγματικόν!..

Απ’ την αγάπη την πολλή

φροντίζει όλη μέρα.

Γάλα φρέσκο κι αρκετό

θά ‘χετε  για βραδινό,

θά ‘χετε για πρωινό…”

 

Στο μεταξύ… ο αγώνας

για το βιοπορισμό

στο ίδιο πάντα μέτωπο

συνεχίζεται σφοδρός!

 

Έτσι…

πριν προφτάσουν τα μερμήγκια

σπρώχνονται οι κατσαρίδες

γρήγορες οι καψερές.

Τρέχουν δώθε, τρέχουν κείθε

κι είναι αλήθεια νευρικές.

Μα πού πήγε το ψωμί

και πού νά ‘ναι το τυρί;

Μήτε καν κάποιες τριφτάδες…

Φύγαν όλες οι ρημάδες;

Η κυρία Κατσαρίδα

πού ‘χε όλη τη φροντίδα…

κρύβεται πάει η καϋμένη.

Είναι πια κυνηγημένη!

 

Τρίτα ήρθαν τα μερμήγκια

στη μεγάλη εκστρατεία.

Πάντοτε μεθοδικά

σίγουρα, σχολαστικά

άκρως οικονομικά

ψάχνουν… ψάχνουν…

κι όλο ψάχνουν!

Μα πού πήγαν τ’ αγαθά;

Με φτωχά απομεινάρια

πέντε-δέκα ψιχουλάκια

θα γεμίσουν τα κελάρια

αποθήκες, προμηθάρια;

Είναι αποκαρδιωμένα…

Νιώθουν -το χειρότερο!-

πως είναι προδομένα!

Αχ! Ο Εξηνταβελόνης!

Πού να κρύφτηκε λοιπόν

που ‘κανε το σαματά

κι έλεγε λόγια παχιά;

 

Δεν αργούνε να τον βρούνε

στη γωνία τον στριμώχνουν

κι εξηγήσεις του ζητούνε.

………………………………….

Του μπάρμπα-Ζήση η αυλή

φτωχική μα… μαγική

σφύζει… σφύζει από δράση

απ’ το βράδυ ως το πρωί.

 

Μεσ’ τον κόσμο των εντόμων

τρωκτικών κι άλλων αρχόντων…

σίγουρα θ’ ανακαλύψεις

πλήθος μικροκοινωνίες

άλλους κόσμους θαυμαστούς

που η φύση έχει πλάσει

με την ίδια τη φροντίδα

και πολλή-πολλή στοργή

όπως και την αφεντιά μας!..

 Τέλος

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...