Το στραμπούλισμα, μία αληθινή ιστορία από τις “Αλκυονίδες” μου
Είχαμε μπει στο Φθινόπωρο για τα καλά. Ο πατέρας μου έστησε τη σόμπα μέσα στο τεράστιο υπνοδωμάτιο, όπου κοιμόμαστε όλη η οικογένεια. Είμαστε όλοι μικροί κι εγώ η μεγαλύτερη από τ’ αδέρφια μου, μόλις έξι χρόνων.
-Παρήγγειλα τα ξύλα, είπε ο πατέρας μου. Θα φέρουν ένα φόρτωμα. Θα τα κόψει ο Τάσσος, που είναι δικός μας άνθρωπος. Είναι ωραία και στεγνά ξύλα. Θα τα φέρουν αύριο το πρωί, κι ο Τάσσος θα μας τα κόψει την επόμενη. Νά ‘μαστε έτοιμοι για το Δεκέμβρη.
Η μητέρα μου ευχαριστήθηκε μ’ αυτά τα λόγια. Πάντα την ανησυχούσε ο χειμώνας στην πολιτεία μας, μια και είχαν μεγαλώσει και ζήσει αυτή κι ο πατέρας μου σε παραθαλάσσια πολίχνη, ως την στιγμή που παντρεύτηκαν. Στην πολιτεία όπου εμείς γεννηθήκαμε και την κάναμε δική μας, είχαν καταφθάσει οι γονείς μου νιόπαντροι, φορτωμένοι με όνειρα κι ελπίδες για ένα καλό μέλλον για τους ίδιους και τα παιδιά που θα γεννιόνταν από την ένωσή τους. Όλα ήταν μια χαρά, εκτός από το φοβερό κρύο, που δεν μπορούσαν να το συνηθίσουν, έστω κι αν είχαν ήδη ζήσει σ’ αυτήν αρκετά χρόνια.
Πράγματι την άλλη μέρα ήρθε ένα μικρό φορτηγό κι άφησε τα ξύλα έξω από την μεγάλη αυλόπορτα, στην μέση του δρόμου που δεν οδηγούσε πουθενά. Είχε μείνει ωστόσο αρκετός χώρος για να περνά και να σταθμεύει έξω από το σπίτι του ο αμαξάς της γειτονιάς μας, ο άνδρας της κυρά Σοφίας της “χοντρής”, όπως την αποκαλούσαμε κρυφά εγώ και τ’ άλλα “νιάνιαρα” της γειτονιάς, γιατί τόσο “μας έκοβε”.
Το ίδιο απόγευμα εγώ το “τρελό” της οικογένειάς μας, βρήκα ανοιχτή την βαριά αυλόπορτα κι αποφάσισα να κατακτήσω το ξύλινο οχυρό, με παρόμοιο ίσως πάθος, εκείνου ενός κατακτητή της κορυφής των Ιμαλαΐων. Σκαρφάλωσα λοιπόν γρατσουνίζοντας τα πόδια μου και μ’ όλο που ήμουν “κορίτσι”, δεν πτοήθηκα. Έφτασα λοιπόν στην κορυφή όπου αυτοανακηρύχθηκα νικήτρια και τόση ήταν η ικανοποίησή μου γι’ αυτό, που άρχισα να χορεύω μ’ ενθουσιασμό, ώσπου… κάποια στιγμή το αριστερό μου πόδι βούλιαξε ξαφνικά σ’ ένα κενό μεταξύ των ξύλων. Προσπάθησα στην αρχή να το τραβήξω με την πίστη ότι θα τα κατάφερνα, δυστυχώς όμως χωρίς επιτυχία. Προσπάθησα ακόμη μερικές φορές. Αλλά εκείνο είχε πιαστεί ανάμεσα στα μακριά ξύλα, ενώ ένα άλλο από πάνω είχε πέσει και το είχε κλειδώσει. Έτσι το πόδι μου βρέθηκε ξαφνικά για τα καλά παγιδευμένο, ανάμεσα στο σωρό με τα ξύλα κι επομένως κι εγώ ολόκληρη, αφού δεν μπορούσα πλέον όχι μόνο να χορεύω αλλά ούτε να κινούμαι. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι καθώς δεν ήμουν πια ελεύθερη να φύγω από εκεί πάνω, οι δικοί μου θα διαπίστωναν άλλη μια φορά το περιπετειώδες του χαρακτήρα μου. Αυτό βέβαια δεν το ήθελα. Σκεφτόμουν τις συνέπειες και αγωνιούσα. Κάθισα μερικά λεπτά με υπομονή χωρίς να κινούμαι, ψιθυρίζοντας κάποια ευχή και φυσικά κάποια υπόσχεση: “Σε παρακαλώ Θεούλη μου, κάνε να το λευτερώσω το ποδαράκι μου, και… στ’ ορκίζομαι… δε θα το ξανακάνω!” Ύστερα προσπάθησα και πάλι. Μάταια όμως, κι αυτήν την φορά άρχισα να κλαίω, όσο μπορούσα πιο ήσυχα. Αυτό όμως δε βάστηξε. Σταμάτησα και πάλι απότομα γιατί δεν ήθελα να με δει κανείς. Το ευτύχημα τελικά ήταν ότι δεν υπήρχε κανένας από τους λιγοστούς γείτονες εκείνη την ώρα για να με δουν. Και να ήταν όμως, ούτε και που θα ασχολούνταν με την αφεντιά μου, μια και τα ξύλα ήταν δικά μας. Άλλωστε τίποτα δεν μαρτύραγε την θέση στην οποία βρισκόμουν. Πρόσεχα να μη φαίνομαι ότι είχα παγιδευτεί. Δεν ήθελα βέβαια και να με κοροϊδεύουν αργότερα για το πάθημά μου.
Ξαφνικά άκουσα τη μάνα μου να με φωνάζει.
-Ποινιώ!.. Ποινιώ!..
Πάγωσα. Το μυαλό μου άδειασε ξαφνικά και ο πανικός με κατάλαβε. Έσφιξα τις παλάμες μου. Δεν μπόρεσα να μιλήσω από το φόβο μου.
“Αχ! Θεούλη μου! Τώρα θα με δει η μαμά εδώ πάνω και… και τι θα κάνω;” αναρωτήθηκα στυλώνοντας με ανείπωτη αγωνία τα μάτια μου πάνω στην τεράστια, μισάνοιχτη αυλόπορτα.
Ξάφνου ακούστηκε και πάλι η φωνή της:
-Ποινιώ… Ποινιώ…
Νά την που φάνηκε εκεί μπροστά μου στο κατώφλι, η μάνα μου. Την κύτταξα καταστεναχωρημένη.
-Ποινιώ! Τι κάνεις εκεί πάνω; φώναξε μισοθυμωμένη, αλλά περισσότερο ανήσυχη.
-Κατέβα λοιπόν!
-Δεν μπορώ μαμά μου! είπα και ξέσπασα αυτήν την φορά στο κλάμα.
Έτρεξε η καϋμένη κοντά στο σωρό με τα μεγάλα ξύλα και ρώτησε με αγωνία.
-Γιατί κοριτσάκι μου δεν μπορείς;
-Δε μπορώ σου λέω μαμά μου! Πονάω μαμά μου!..
Η μάνα μου πρόσεξε επιτέλους ότι καθόμουν κάπως παράξενα απάνω στον σωρό. Ανέβηκε πολύ προσεχτικά και κύτταξε. Τράβηξε ένα ξύλο όσο μπορούσε καλύτερα και το πέταξε πιο πέρα. Μετά ένα δεύτερο κι ένα τρίτο και είδε επιτέλους το πόδι μου ελεύθερο.
-Έλα, τράβα τώρα το πόδι σου… και προσεχτικά να κατέβουμε κάτω, είπε.
Υπάκουσα πάντα μισοκλαίγοντας, και τραβώντας το ελευθερωμένο πόδι μου, προσπάθησα να το πατήσω. Με σταμάτησε όμως ένας πρωτόγνωρος δυνατός πόνος.
-Μαμά μου… πονάω! έκλαψα ακόμη δυνατότερα αυτή τη φορά.
Χωρίς μιλιά, με τράβηξε η καϋμένη από την μέση με προσοχή και ύστερα περνώντας το μπράτσο της κάτω από τις μασχάλες μου, σηκώνοντάς με σχεδόν στον αέρα, με βοήθησε να κατέβω μαζί της, τον μικρό όγκο των ξύλων. Με έφερε στο καθιστικό και μ’ ακούμπησε στο μεγάλο καναπέ. Η γιαγιά μου έτρεξε κοντά μου ανήσυχη.
-Τι έγινε παιδάκι μου; ρώτησε την μάνα μου.
-Θα με τρελάνει αυτό το παιδί μάνα, είπε εκείνη ανήσυχη.
Η γιαγιά μου κύτταξε τις γρατσουνιές στο τρυφερό δέρμα κι αναστέναξε.
-Αχ παιδάκι μου είναι ανήσυχο ετούτο το μικρό. Δεν το βλέπεις τι αδυνατούλικο που είναι από την ζωηράδα του; Παίζει σαν αγόρι! Της αρέσουν τα ζωηρά παιγνίδια. Ούτε μια φορά δε γυρίζει να κυττάξει τις κούκλες. Απορώ που κρατά με τόση φροντίδα την κούκλα που της χάρισε ο Μπέμπης.
-Ε! Εκείνη είναι μονάχα μάνα! Πότε παίζει σαν κοριτσάκι; απάντησε η μάνα μου καταστεναχωρημένη.
Εγώ γκρίνιαζα από τον πόνο, καθώς η μάνα μου καθάριζε τις γρατσουνιές με ιώδιο. Δε μου άρεσε καθόλου το κιτρινωπό χρώμα του. Με έκανε να νιώθω ότι ήμουν πολύ τραυματισμένη.
-Πρήστηκε άσχημα ο αστράγαλός της, είπε η μητέρα μου σκεφτική.
-Στραμπούλισμα φαίνεται να είναι! είπε η γιαγιά μου στεναχωρημένη.
-Πού να τρέχω τώρα μάνα; ρώτησε η μάνα μου την γιαγιά μου.
-Στη Μαρούσιου, να την πάμε.
-Όχι πριν νά ‘ρθει ο Πάνος μου! είπε η μάνα μου κυττάζοντας το πόδι μου.
Όταν ήρθε τελικά ο πατέρας μου στο σπίτι, ήταν δύο και μισή το μεσημέρι. Ο καϋμένος στεναχωρήθηκε που με είδε σ’ αυτά τα χάλια.
-Στης Μαρούσιους της Αρβανίτισσας να το πάμε το παιδί, είπε η γιαγιά μου ήσυχα.
-Μα τι λες τώρα μητέρα; Πρώτα-πρώτα, δεν έπρεπε το παιδί να είναι εκεί έξω, μόνο του. Και δεύτερο, έπρεπε νά ‘ρθει η Μαίρη στο μαγαζί, να μου πει το και το, να το πάμε το παιδί στο γιατρό. Δεν είμαστε δα και μακριά! Δεν πειράζει για το δεύτερο. Θα πάω στα παιδιά να του ρίξω ένα τηλεφώνημα, είπε ο πατέρας μου σχεδόν θυμωμένα.
Λέγοντας “παιδιά” ο πατέρας μου, εννοούσε τους θείους μου, τ’ αδέρφια της μητέρας μου, που ήταν εκεί στον δίπλα δρόμο, στην οδό Καλλάρη.
Πράγματι μετά από μία-μιάμιση ώρα ήρθε ο οικογενειακός μας γιατρός, ειδοποιημένος από τον πατέρα μου. Πασπάτεψε τον πονεμένο αστράγαλό μου για να αισθανθεί το όποιο πρόβλημα στα κόκκαλα. Έπιασε και κούνησε όλα τα δάχτυλα, ενώ εγώ γκρίνιαζα από τον φόβο του πόνου. Όταν επιχείρησε τελικά να το κουνήσει στον αστράγαλο, τσίριξα με αγωνία. Ύστερα έμπηξα τις φωνές ‘εξω φρενών:
-Παλιογιατρέ φύγε! Δε σε θέλω… Αχ!.. πονάω! Μαμά μου πέστου!.. Μη μ’ ακουμπάς κακέ!
Εκείνος χαμογέλασε με κατανόηση και είπε ήρεμα, ενώ τα δάκρυά μου έτρεχαν ακόμη από τον πόνο.
-Έλα Ποινιώ… μην κλαις άλλο… Έπρεπε να δούμε τι έχει το πόδι σου… Δεν έχεις τίποτα! Θα γίνει γρήγορα καλά και θα παίζεις πάλι όπως και πριν. Ήσυχα όμως ε; Όχι πάνω στους μεγάλους σωρούς από τα ξύλα! είπε και γυρίζοντας προς τον πατέρα μου πρόσθεσε:
-Στραμπούλισμα, φαίνεται νά ‘ναι Πάνο.
-Να την πάμε σε κάποια πρακτική γιατρέ να το φτιάξει; ρώτησε ο πατέρας μου.
-Ποια; Ξέρετε καμιά; ρώτησε εκείνος.
-Έχουμε την κυρά Μαρούσιου την Αρβανίτισσα, εδώ κοντά, στο Κάστρο μένει. Είναι γνωστή σε πολλούς για τα χέρια της και την ικανότητά τους, είπε η μητέρα μου.
-Την ξέρω την κυρά-Μαρούσιου, είναι καλή. Να την πάτε και να την κρατήσετε μέσα μερικές ημέρες, για να μη ξανασκαρφαλώσει… σε βουνά! είπε δήθεν θυμωμένος ο γιατρός κυττάζοντάς με, ενώ εγώ έκλεισα τα μάτια μου για να μην τον βλέπω.
Η ταλαιπωρία μου συνεχίστηκε στης ηλικιωμένης Αρβανίτισσας το καθιστικό, όπου βουτώντας το πόδι μου σε θερμή σαπουνάδα άρχισε πολύ προσεκτικά με τα χέρια της να το μαλάζει, να το γυρνάει προσεχτικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Πόναγα έκλαιγα χαμηλόφωνα, ενώ αυτή με παρηγορούσε στην δική της γλώσσα και συνεχώς σταύρωνε το πόδι μου με ένα χαμόγελο στ’ αγαθά της μάτια. Μέσα στο χάλι μου ένιωθα ότι το λάθος ήταν αληθινά δικό μου και ότι κάποια ανώτερη δύναμη με τιμωρούσε, γιατί είχα βγει κρυφά έξω και είχα βάλει σε φασαρία όλη την οικογένειά μου.
Στο τέλος η “Αρβανίτισσα” με τα ευεργετικά χέρια, έφτιαξε ένα μείγμα με μαστίχα κι αυγό το έβαλε πάνω σε ένα δυνατό λευκό ύφασμα και τύλιξε μ’ αυτό τον αστράγαλό μου.
Δε θα το πιστέψετε, αλλά αργότερα στη ζωή μου στραμπούλισα άλλες δυο φορές τους αστραγάλους μου και δεν ήταν καθόλου το αποτέλεσμα κάποιας ζαβολιάς. Τελικά όμως φαίνεται ότι δυνάμωσαν οι μυς κι έτσι έλειψαν περαιτέρω τα σχετικά προβλήματα.
Τέλος
Το φαντάζομαι αυτό το ζωηρό κοριτσάκι την Ποινιώ να κυριαρχεί επάνω στο ξύλινο όρος που ήθελε να κατακτήσει και την αγωνία της για το πάθημά της. Η άνάβαση είναι επίπονη σε οποιοδήποτε στάδιο και ηλικία της ζωής μας Κυρία Πιπίνα μου ,απλά τώρα πιά έχουμε καινούργιες τεχνικές για να αντιμετωπίζουμε τα στραμπουλήγματα της ζωής .Πολύ όμορφη η αφήγησή σας!!!
Μοῦ ἀρέσειΜοῦ ἀρέσει
Ευχαριστώ Άννα…. πρόκειται για βιογραφικό επεισόδιο τελικά!
Μοῦ ἀρέσειΜοῦ ἀρέσει