Η Ελένη του Γιάννη Ρίτσου

Από την ανέκδοτη Συλλογή: Κριτικές Μελέτες

Η Ελένη![1]Πρόκειται για ένα ακόμα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου που εκδόθηκε χωριστά, αλλά είναι επίσης το όγδοο στη σειρά, μυθολογικό ποίημα, στη συλλογή ποιημάτων του: Τέταρτη Διάσταση. Η ‘ωραία’ Ελένη, ‘το μήλο της έριδος’ ανάμεσα στον Μενέλαο και στον Πάρη αρχικά, και στη συνέχεια η αίτία για τον Τρωϊκό Πόλεμο, έχει απασχολήσει αριθμό λογοτεχνών ή διανοουμένων, παντού, όπου η αρχαιοελληνική ιστορία, η ελληνική μυθολογία και τα ελληνικά κλασσικά έπη, ενδιαφέρουν.  Από τους Έλληνες λογοτέχνες-διανοούμενους, ο Νίκος  Καζαντζάκης την αναφέρει στις τραγωδίες του: Βούδας[2], ως σύμβολο παρόρμησης για το άνοιγμα του Νου, των Ελληνίδων και των Ελλήνων εν γένει,  και στο Οδυσσέας[3], της αποδίδει διαφορετικά πρόσωπα και ικανότητες.

Ο Ρίτσος είναι στα εξήντα του όταν ασχολείται με τον μύθο της Ελένης. Κατέχεται από την κατάθλιψη των ανθρώπων που έχουν περάσει στην Τρίτη Ηλικία.   Η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει διέξοδο στο ανίατο πρόβλημα της ηλικίας, ούτε στη φθορά, που -έρποντας κυριολεκτικά-, επιβάλλεται στο ανθρώπινο σώμα με το πέρασμα του χρόνου, δεν βοηθά τον διανοούμενο-ποιητή. Επηρεάζεται ο ίδιος προσωπικά και περαιτέρω η δουλειά του, καθότι ως μοιραίο φαινόμενο συνδέεται με το σκεπτικό του και με την αγωνία του και τον βασανίζει.  Στο ποίημα Ελένη, που αποτελεί την έμμεση εξομολόγησή του,  αποκαλύπτεται η ειλικρίνειά του, ενδεικτική ηρωϊκού ανδρός: τουτέστιν, ο ποιητής αποδέχεται μειλήχια την αναπόφευκτη ήττα του στον αγώνα του με τον χρόνο.

Η ιστορία του Ρίτσου εξελίσσεται σε μισοερειπωμένο παλάτι.  Η εγκατάλειψη του κτίσματος είναι εμφανής. Ο παρών επισκέπτης, παλιός γνωστός της άλλοτε ωραίας Ελένης, έχει να τη δει πολλά χρόνια: ‘εικοσιδύο; Εικοσιτριώ;’ αναρωτιέται. Την τελευταία φορά που την είχε δει, δεν μπορούσε να πει για την ηλικία της.  Τώρα όμως –όταν εκείνη  εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά του, του προκαλεί σοκ: ‘Όχι, όχι -δεν είναι δυνατόν.  Γριά –γριά- εκατό, διακοσίω χρονών’ συλλογιέται.  Ωστόσο τα μάτια της Ελένης, ξεχωρίζουν. Ίσως διατηρούν από την αλλοτινή γυναίκα, την ακτινοβολία της ομορφιάς της.  Όχι, ακριβώς, είναι ‘πιο μεγάλα, αυταρχικά, διεισδυτικά, άδεια’, θεωρεί τελικά, ο επισκέπτης. Διαπιστώνει επίσης κάτι, πολύ σημαντικό: η Ελένη έχει αλλάξει και ως προς το πνεύμα, και νά ‘τη που επιχειρεί να τον μεταπείσει με τα λόγια της: ‘ναι, ναι, -εγώ είμαι.  Κάτσε λίγο.  Κανένας πια δεν έρχεται.  Κοντεύω να ξεχάσω τα λόγια’, εξομολογείται. Με δυο λόγια, ζωγραφίζει την εικόνα της εγκατάλειψής της από την ομήγυρη που συνήθιζε να έχει, αφότου μαράθηκε η αταίριαστη ομορφιά της. Ούτε εκείνος ο περίφημος μύθος της αλλοτινής αρπαγής της, από τον Πάρη, έχει πλέον τη δύναμη να την κάνει περισσότερο ελκυστική, στο γήρας της.

Με τη συμπεριφορά της, η Ελένη, πείθει ότι έχει συνθηκολογήσει με τη νέα μορφή της, καθώς δεν έχει άλλες εκλογές. Σε αυτό το στάδιο της ζωής της τη συντροφεύουν μόνιμα  η αποδοχή της για  τη λησμονιά των άλλων, η μοναξιά της, η ταπείνωσή της.  Παρά ταύτα, το μεγαλειώδες παρελθόν δεν εννοεί να την αφήσει: ‘σα να κρατιέμαι απ’ αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα’, ομολογεί ηττημένη από αυτή την πραγματικότητα.  Εφόσον η μνήμη της διατηρείται ακμαία, το παρελθόν της, πάντα παρόν και πολύ δυνατό, είναι αδύνατον να την αφήσει ήσυχη. Να λοιπόν η φωτογραφία της μητέρας της, Λήδας[4] -μέρος αυτής της μνήμης-, που βρίσκεται μπροστά της, ενώ οι ήρωες του Τρωϊκού Πολέμου αποτελούν απόηχους μόνο, ενός πολυσήμαντου παρελθόντος. Ο Ρίτσος έχει απομακρύνει την ηρωΐδα του από το αρχέτυπο περιβάλλον της –εκείνο του Ομήρου-, και την έχει μεταφέρει σε μία άλλη χρονική διάσταση, ένα άλλο χρονικό πλάνο, αυτό της εποχής του. Έτσι η Ελένη κινείται μέσα στα όρια  του σύγχρονου, του δικού του περιβάλλοντος, που στην ουσία αποτελεί μία ξένη πραγματικότητα, όχι απλά ιστορική, αλλά και ως προς την μετάθεσή της, από το γήρας και την εγκατάλειψη, όπως τονίζει, στη νιότη και τη φήμη: ‘απ’ το ρολόϊ της Μητρόπολης σε άλλη διάρκεια’ λέει[5]. ‘Το παρελθόν βαραίνει.  Όταν εσύ φύγεις κάποιος άλλος παίρνει τη θέση σου’, λέει με λύπη και νοσταλγία, η Ελένη.  Πρόκειται βέβαια για τη λυπηρή διαπίστωση του ποιητή, δια στόματος γυναίκας, και δη της Ελένης, που η απαγωγή της-θρύλος, είχε αλλοτινά κατασπαράξει τόσους ήρωες.  Πρόκειται για έναν μαρασμό που της επιβάλλεται, παρά τη θέλησή της-  και σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της, αποτελεί έτσι μία τελική χασμωδία, που ακολουθεί ένα φανταχτερό παρελθόν. Το διάσημο παρελθόν της, αποτελεί ουσιαστικά είδος  ανυποχώρητου φαντάσματος, που την κυνηγά ανελέητα

Τα παρόμοια συμβαίνουν και στο ποίημα, της ίδιας συλλογής, του Γ. Ρίτσου, Χρυσόθεμις, όπου  η μελλοντική απουσία που πλησιάζει με αυξανόμενη ταχύτητα στο πέρασμα του χρόνου, είναι το μόνο αληθινό φαινόμενο που  επιβάλλεται, και αναμφίβολα δεν μπορεί να αγνοηθεί.  Επικρατεί ο ρεαλισμός, η υπαρξιστική θεωρία: πως ό,τι γεννιέται είναι εκ φύσεως,  μελλοθάνατο. Πρόκειται για μία ωμή πραγματικότητα αυτή που καθορίζει την πορεία του ανθρώπου ή οιουδήποτε άλλου οργανισμού, στο κλείσιμο του κύκλου του της ζωής, όπως αυτός  καθορίζεται: από το σκοτάδι στο φως και πάλι στο σκοτάδι, όπως γραφικά το παρουσιάζει με τη θεωρία του Elan Vital ο H. Bergson[6]. Η ανάγκη της παρηγοριάς μένει αναπάντητη, και όταν υπάρχει, το αποτέλεσμά της είναι τραγικά απατηλό: δεν υπάρχει ζωή μετά θάνατον!

Η απουσία ωστόσο που διαγράφεται έντονη γύρω από την Ελένη, ενισχύει το συναίσθημά της ότι οι νεκροί ζουν, ενεργούν και επηρεάζουν, έστω και από μία άλλη, ξένη σε εκείνη, διάσταση.  Αυτό  όμως οφείλεται στο γεγονός ότι εκείνη είναι ακόμη ζωντανή και επίσης, επειδή τους θυμάται, έστω και αμυδρά.  Δεν την ενοχλούν, καθότι αποτελούν μέρος της μνήμης της, μονάχα. Αισθάνεται ότι οι νεκροί κυκλοφορούν, ότι αδιαφορούν για τα επίγεια, και ότι είναι τόσο ανόητοι όσο και οι θνητοί,  ‘μονάχα πιο ήσυχοι[7]!

Η Ελένη -που έχει επωμιστεί  ένα πολυσήμαντο παρελθόν- διαπιστώνει επιπλέον ότι, η κατάληψη του σώματός της από το γήρας, ενοχλεί τους άλλους. Οι δούλες της για παράδειγμα, δεν την αποδέχονται στην ηλικία της, δεν ενδιαφέρονται καθόλου για την αλλοτινή αίγλη της.  Δεν την υπολογίζουν ακόμη και όταν ζητά ένα καφέ. Μα επιτέλους είναι και άσχετες, ακοινώνητες, και δεν κατέχουν παιδεία. Ακόμα και έτσι όμως, η Ελένη που έχει συνείδηση για το ποιόν της, γνωρίζει, ότι ως θρύλος επικεντρώνει την προσοχή -κατ’ επανάληψη μάλιστα- και επίσης -που είναι και το σπουδαιότερο απ’ όλα-,  επειδή είναι ακόμα ζωντανή η φήμη του θρύλου της, την καθιστά αθάνατη.  Αναμφίβολα δεν ανήκει στη μάζα των ρηχών υπάρξεων. Ως μεγαλειώδης σκιά του παρελθόντος, έχει επιπλέον κατορθώσει να απομακρύνει από μέσα της τη μνήμη των ηρώων του Τρωϊκού Πολέμου: αφού μπορεί και επιλέγει τις μνήμες της, την αφήνει να  ξεθωριάσει μέσα της.  Στην πορεία του χρόνου, πολλά φοβερά ή σπουδαία γεγονότα παραμερίζονται και ίσως ακόμη και να ξεχνιούνται, όπως ‘ο φόνος του Αγαμέμνονα ή η σφαγή της Κλυταιμνήστρας’.  Μπορεί ο άνθρωπος να αρέσκεται να ξεχνά τα άσχημα και εκείνα που τον πονούν και προτιμά να καταφεύγει σε ειρηνικές εικόνες, φαινομενικά ασήμαντες, όπως εκείνη, όπου ‘ένα πουλί καθισμένο στη ράχη ενός αλόγου’:  αποτελεί μία ασήμαντη ίσως ανάμνηση, ανεξήγητου ωστόσο μυστηρίου!  Ο εκ φύσεως ευαίσθητος άνθρωπος δίνει σημασία σε άσχημα πράγματα στην καθημερινότητα της ζωής του, ακόμη και σε κάποια, όχι και τόσο σημαντικά, όπως όταν κάποιος που σκοντάφτει, ανησυχεί μήπως τον είδε κανείς, γιατί υπολογίζει την κριτική του.  Ακόμη κι ένα άψυχο πράγμα σαν το χαρτί, επισύρει την προσοχή ενός, καθώς αφήνει στη χειραγώγησή του ένα ιδιάζον τρίξιμο[8].

Η Ελένη αισθάνεται ότι κουράζεται από την επανάληψη των γεγονότων στην πορεία της ζωής της, αυτό το ιστορικό της, την κουράζει. Τόσες και τόσες σπουδαίες στιγμές έχουν ξεπεραστεί.  Πολιτείες όπως η Αθήνα, η Σπάρτη, η Κόρινθος, η Θήβα, η Σικυών, έχασαν την αίγλη τους, των κλασσικών χρόνων[9], πόσο μάλλον ένας απλός άνθρωπος, έστω και αυτή η φημισμένη ‘Ωραία’ της Μυθολογίας.   Και αυτή η ανθρώπινη λαιμαργία κουράζει, καθότι όλο και περισσότερο αποδεικνύεται μάταια.  Η Ελένη καταγράφει το φαινόμενο στις πράξεις των δούλων της, που χθαμαλοί όντες, αφαιρούν τα έπιπλά της, και εκείνη δεν κάνει τίποτα άλλο, παρά να τ’ αποχαιρετά με ένα απλό: ‘Γεια σας’! Δεν τα χρειάζεται πια[10].  Παράλληλα  διαπιστώνει τη λαιμαργία των ανθρώπων να συνάζουν πολλά πράγματα, σε ένα μικρό χώρο.

Η Ελένη προχωρεί τώρα και στη σύγκριση των φύλων, ως προς τη ματαιοδοξία τους. Συγκρίνει και συμπεραίνει ότι το θήλυ διαθέτει περισσότερο χρόνο να σκεφτεί, αντίθετα οι άρρενες ‘δε σταματούν… να σκεφτούν – ίσως φοβούνται… δειλοί ματαιόδοξοι, πολυάσχολοι, προχωρούν στο σκοτάδι’ καταθέτει.  Εξομολογείται ότι τους άντρες τους αγάπησε στον ύπνο τους[11], όπου ηρεμούν, γαληνεύουν, φαίνονται αδύναμοι: ‘κι ο ύπνος σου επιβάλλει το σεβασμό, γιατί ’ναι τόσο σπάνιος[12], λέει αποκαλύπτοντας τον σκεπτικισμό της, αλλά παράλληλα και τα μητρικά της συναισθήματα, τα της γυναίκας!

Το πολυσήμαντο θέμα των αναμνήσεων εφ’ όλης λοιπόν της ύλης:  από την Σπάρτη στην Τροία και πάλι πίσω στην Σπάρτη,  απασχολεί επίμονα την Ελένη.  Έχει αναπτύξει τις δικές της σχετικές θεωρίες: ότι οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν στο πέρασμα του χρόνου, ότι δε συγκινούν, ότι είναι απρόσωπες και γαλήνιες[13]. Η ίδια, νέα και όμορφη, ορθωνόταν  ‘-ελεύθερη από το φόβο του θανάτου και του χρόνου’,  με κρυμένο το χαμόγελο της ελευθερίας, πίσω από ένα λουλούδι κρεμασμένο στα χείλη. Αναμφίβολα υπήρξε σύμβολο του έρωτα. Τώρα όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν και η ίδια είναι μία ανήμπορη και ξεπερασμένη παρουσία.  Κρίνει λοιπόν και συμπεραίνει ότι η Τροία υπήρξε η δοξασμένη πόλη της νιότης της και η Σπάρτη η πολιτεία-σταθμός του γήρατός της[14]: ‘και ν’ ακούς με το νερό που κοχλάζει / κάτι δακτυλικούς εξαμέτρους από κείνη την Τρίτη / Ραψωδία[15].

Η Ελένη έχει προσγειωθεί στο ρεαλισμό της πραγματικότητας, στην οποία διάγει το υπόλοιπο της ζωής της. Τώρα πλέον περιορίζεται στα κοινά, στα ανθρώπινα, καθώς εκ των πραγμάτων έχει φύγει από εκείνη, την αλλοτινή της, αίγλη.  Δεν ωφελεί να γυρνά κανείς τα μάτια της ψυχής του, σε κάτι που έσβησε προ καιρού και για πάντα. Ούτε και είναι δυνατή η αναζωπυρωσή τους.  Η ζωή της στην Σπάρτη πλέον αποδεικνύεται άδοξη, βασική, στοιχειώδης, η αλληλογραφία της σχεδόν ανύπαρκτη και οι συλλυπητήριες κάρτες που λαβαίνει, υπερτερούν. Η παρουσία του θανάτου σκιαγραφείται έντονη γύρω της.  Μάταια ο Μενέλαος γυρνούσε πίσω στις παλιές ιστορίες, κάποιας σημασίας.  Ακόμη και η θρυλική Οδύσσεια ήταν μία δικαιολογία του συνώνυμου ήρωά της.  Και οι ‘Συμπληγάδες… τις νιώθεις ασάλευτες, μαλακωμένες / πιο τρομερές από πριν΄ γιατί  ‘-δεν συνθλίβουν, πνίγουν σ’ ένα πηχτό μαύρο ρευστό / δε γλυτώνει κανένας[16]λέει, και με αυτή τη μεταφορά της  περιγράφει την μοιραία πορεία, προς το σιωπηλό σκοτεινό και άγνωστης υφής, θάνατο.  Οι Συμπληγάδες, σε μία αντίθετη κατάσταση από την γνωστή, αποστασιοποιούνται του μύθου, τοποθετούνται σε ακινητοποίηση, αποβαίνουν είσοδος στον Άδη, και η ηρωΐδα πορεύεται σταθερά και γρήγορα ανάμεσά τους, χωρίς μάλιστα να υπάρχει η ανάγκη της βιασύνης.  Στο τέλος της ζωής, και όσο μικραίνει ο χρόνος της, παρουσιάζεται να τρέχει με ασύλληπτη ταχύτητα, προς το κλείσιμο του κύκλου της.  Εκείνη που δεν απουσιάζει ουσιαστικά είναι η  συντριβή, καθώς το τέλος είναι η σιωπή, και όχι η κραυγή μιας ωδύνης, επίσης ανύπαρκτης.

Η Ελένη έχει κουραστεί, έχει φτάσει στο τέλος του απολογισμού της ζωής της.  Ζητά από τον επισκέπτη της να φύγει: ‘Μπορείς να φύγεις τώρα’, λέει χωρίς πάθος. Είναι η στιγμή που περίμενε: την αποχώρησή του για να  ξεκουραστεί, να κοιμηθεί.  Κατευθυνόμενος προς την εξώθυρα ο επισκέπτης, ακούει φωνές. Επιστρέφει βιαστικά, για να τη βρει καθιστή στο κρεββάτι της. Είναι όμως νεκρή.  Όταν οι αστυφύλακες έχουν τοποθετήσει τη σωρό της, εκείνος ορίζει: ‘Για το νεκροτομείο’. Νιώθει ολομόναχος στην απέραντη σιωπή του κενού που δημιουργείται από την απουσία της Ελένης.   Αναρωτιέται:  ‘Πού θα πήγαινε τώρα;’ Διαπιστώνεται ότι η Ελένη είχε κάνει λάθος.  Έστω στο γήρας της, είχε πετύχει να γεμίσει το κενό ενός ακόμη, ανθρώπου.

 Τέλος

Βιβλιογραφία

Robert Graves, Greek Myths, Illustrated Edition, Cassell  Ltd., 1985,  σς.53-54

Henri Bergson, The Two Sources of Morality and Religion , N.York, 1935

Ν. Καζαντζάκης, ΒούδαςΓ’ Θέατρο, Δεύτερη Ανατύπωση, 1998, σ.737

Ν. Καζαντζάκης, Οδυσσέας, Α’ Θέατρο, Τραγωδίες με αρχαία θέματα, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Β΄Ανατύπωση, Αθήνα, 1998

Ν. Καζαντζάκης: Ιουλιανός ο Παραβάτης, Β’ Θέατρο, Τραγωδίες με αρχαία θέματα, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Β΄Ανατύπωση, Αθήνα, 1998

Ομήρου, Ιλιάς, Πάπυρος, εν Αθήναις  1940, Εισαγωγή εις το Ομηρικόν έπος υπό Βιλάμοβιτς, Μετάφρασις και σημειώσεις: Νικ.Ι. Σηφάκι

Παντελής Πρεβελάκης, Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, Συνολική θεώρηση του έργου του, β’ έκδοση, Κέδρος 1983

Γιάννης Ρίτσος, Ελένη, Τρίτη έκδοση, Κέδρος  (το ποίημα Ελένη, ανήκει επίσης στην ποιητική  συλλογή του Γ.Ρίτσου: Τέταρτη Διάσταση)

Γιάννης Ρίτσος, Τέταρτη Διάσταση, 1956-1972, Τόμος ΣΤ, Ενάτη έκδοση, Κέδρος, ποιήματα: Φιλοκτήτης, Ορέστης, Αίας

Γιάννης Ρίτσος, Χρυσόθεμις, Δωδέκατη έκδοση, Κέδρος

                          …………………………………………………

[1] Γιάννης Ρίτσος, Ελένη, Τρίτη έκδοση, Κέδρος και επίσης στη συλλογή ποιημάτων του: Τέταρτη Διάσταση

[2] Στο Βούδας, δια στόματος του Α’ Έλληνα, ο ποιητής ερμηνεύει την αξία του μύθου της αρπαγής της Ελένη: ‘ίσκιος η Ελένη, βλογη- / μένος ο ίσκιος της! Γιατί για τον ίσκιον ετούτον / πολεμώντας, πλατύναμε το νου μας, αντρειέψαμε / τα κορμιά μας, γυρίσαμε στην πατρίδα κι ήταν τα / φρένα μας γιομάτα περιπλάνησες κι αντρεία’ και / τα καράβια μας / Γιομάτα  λεβεντιά…’ Ν. Καζαντζάκη, Βούδας,  Γ’ Τόμος, Δεύτερη Ανατύπωση, 1998, σ.737

[3] Στην Τραγωδία: Οδυσσέας, η Ελένη αποκτά ποικιλία ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών όπως όταν ο Τηλέμαχος την παρουσιάζει να τον γαληνεύει με βοτάνι μαγεμένο, στο κρασί του και με τη φωνή της να τον ενθαρρύνει να αναλάβει τα ηνία στη θέση του αγνοούμενου πατέρα του Οδυσσέα (485).  Ο Οδυσσέας αναφέρεται στα λόγια της στον Τηλέμαχο (σ.445) που πιστεύει στη συνέχεια ότι μόνο την Ελένη δεν ξεγελασε ο Οδυσσέας, όταν κουρελιάρης, την Αθηνά μπήκε να κλέψει και να φέρει τη Νίκη στο στρατό τους στην Τροία (σ.450).  Παρουσιάζει ακόμη τη ζήλεια της Πηνελόπης για την Ελένη και τη διαβεβαίωση του Οδυσσέας ότι ‘η δόξα’ της ‘της άμυαλης,…, δε μοιάζει Ελένης!’(σς.476-477), Ν.Καζαντζάκης, Α’ Θέατρο, Τραγωδίες με αρχαία θέματα, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Β΄Ανατύπωση, Αθήνα, 1998

[4] Μεταξύ άλλων μύθων είναι και ετούτος κατά τον οποίο η Ελένη είναι θυγατέρα του Δία και της Λήδας, και αδερφή των Διοσκούρων: Κάστορα και Πολυδεύκη, Robert Graves, Greek Myths, Illustrated Edition, Cassell  Ltd., 1985,  p.72

[5]Γ. Ρίτσος, Ελένη, ο.π., σ. 12

[6] Henri Bergson, The Two Sources of Morality and Religion , N.York, 1935

[7] Γ. Ρίτσος, Ελένη, ο.π., σ. 14

[8] ‘ένα  τρίξιμο ιδιαίτερο’ σελ. 19, Ίσως έτσι να ‘γυρεύει κάποιον αδέκαστο μάρτυρα για τη σεμνή μυστική του πορεία’ δηλώνει έμμεσα ο λεπτολόγος ποιητής Από  αυτή τη σεμνότητά του ορμώμενος ο Γ. Ρίτσος, θεωρεί αναγκαία την ειλικρινή κριτική, η οποία θα ανασύρει την παρουσία του από τη σκιά στο φως, θα αναγνωρίσει το έργο του και θα του παρέχει αιτία και δύναμη για να συνεχίσει. Το τρίπτυχο: Αρχέτυπος Μύθος,  Προσωπικός Μύθος, Διαχρονικό Κοινωνικό, Πολιτικό, Ιστορικό περιβάλλον, χειροπιασμένα αναδύονται και εδώ, όπως και απανταχού στο έργο του Τέταρτη Διάσταση.

[9] Γ. Ρίτσος, Ελένη, ο.π., σ. 19

[10] Γ. Ρίτσος, Ελένη, ο.π., σ. 20, Γνωστή η λαϊκή φράση: ‘μαζί της (-του) θα τα πάρει;’ Για κάποιον που δεν χρειάζεται υλικά πράγματα εκεί που πρόκειται να πάει.

[11] Στο έργο του Ν.Καζανζτάκη: Ιουλιανός ο Παραβάτης η  Μαρίνα  αισθάνεται  τρυφερότητα προς τον άπιστο αγαπημένο της όταν  εγκαταλείπεται στην αγκαλιά του ύπνου σαν ένα αθώο παιδί, και είναι επομένως απροστάτευτος που χρήζει προστασίας.  Στην προκειμένη περίπτωση από τους εχθρούς του και κυρίως τους Ναζωραίους.

[12] Γ. Ρίτσος, Ελένη, ο.π., σ.  22

[13] Γ. Ρίτσος, Ελένη, ο.π., σ. 22

[14] Γ. Ρίτσος, Ελένη, ο.π., σ. 25

[15] Γ. Ρίτσος, Ελένη, ο.π., σ. 25

Πρόκειται για την Τρίτη Ραψωδία της Ιλιάδος του Ομήρου, όπου αρχικά ο Αλέξανδρος – Πάρις προκαλεί σε μάχη τους άρχοντες των Ελλήνων αλλά υποχωρεί με τρόμο μόλις ο Μενέλαος έρχεται εναντίον του (στιχ. 1-37, σσ.140-144).  Η Ελένη παρουσιάζει δύναμη χαρακτήρα στην πίεση της Αφροδίτης της προστάτισσας του Αλεξάντρου – Πάρι, να σμίξει με αυτόν. Τελικά υποκύπτει στις απειλές της.  Διατηρεί επίσης τον θαυμασμό της προς τον Μενέλαο (στιχ. 383-447, σσ. 172-178), Ομήρου Ιλιάς, Πάπυρος, εν  Αθήναις, 1940, Εισαγωγή εις το Ομηρικόν έπος υπό Βιλάμοβιτς, Μετάφρασις και σημειώσεις Νικ. Ι. Σηφάκι.

[16] Γ. Ρίτσος, Ελένη, ο.π., σ. 27

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3 σκέψεις πάνω στὸ “Η Ελένη του Γιάννη Ρίτσου

  1. O χρόνος είναι αμείλικτος εχθρός όχι μόνο για τους ανθρώπους αλλά για οτι υπάρχει. ζεί η απλά φαίνεται. Η Ελένη συμβιβάστηκε με την ηλικία της αλλά ήρθε το τέλος, και όμως όλοι αντιδρούμε στο πέρασμά του αλλά δεν έχουμε αλλη επιλογή. Χαίρομαι που διάβασα΄μία απο τίς μελέτες σας Κυρία Πιπίνα μου και ιδιαίτερα επειδή αναφέρεστε στον Γ. Ρίτσο!

    Ἄρεσε στοὺς 1 πρόσωπο

Σχολιάστε