Η μάγισσα Κλειώ (μύθος σε στίχους, από το βιβλίο μου ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ)

Η μάγισσα Κλειώ

Κάποτε σ’ άλλους καιρούς

ζούσε μια μάγισσα, η Κλειώ…

Είχε σπουδαίο σπιτικό.

Μάλιστα. Και ξέρετε πού;

Σε μία καλύβα μαγική

που πλάτανο σκαρφάλωνε,

-παράξενα ή φυσικά –

και  χώραγε τη μάγισσα

και όλο της το βιος:

τα μαγικά της έπιπλα

τα μαγικά βοτάνια της

το τζάκι της, που άναβε

χειμώνα, καλοκαίρι…

Γιατί πρέπει να ξέρετε

στο τζάκι της Κλειώς

χύτρα κρεμόνταν μπρούτζινη

και καλοδουλεμένη!..

 

Στη χύτρα τούτη έβραζε

μερόνυχτα η καλή σου

-για χρόνους τώρα και καιρούς-

τη λατρευτή της σούπα:

τη σαυρομερμηγκόσουπα.

Σας δίνω εδώ τη συνταγή

ώστε να καταλάβετε,

τι άρεσε στη μάγισσα Κλειώ.

Τα υλικά της ήτανε λοιπόν:

σαύρες ποικίλου χρώματος

-κίτρινες και πράσινες,

γκρίζες ή καφετιές-

ολόξανθα μερμήγκια…

μια χούφτα αλατοπίπερο,

δυο κούπες το κρασί!

 

Τη σαυρομερμηγκόσουπα την έπαιρνε

λοιπόν για πρωινό

για γεύμα και για δείπνο.

 

Η υπέροχη μάγισσα Κλειώ

-που ήταν πολύ νέα-

μόλις διακόσια εννέα…

-χρονών και βέβαια εννοώ-

ευτυχώς, ναι ευτυχώς…

γεννήθηκε τεμπέλα!

Τα πρωινά σαν ξύπναγε

τεντώνονταν, φταρνίζονταν,

συνέχεια χασμουριόταν.

Κύτταζε στον καθρέφτη της

πού ‘λεγε “καλημέρα”,

κι εκείνη αναιδέστατα

του απαντούσε νευρικά

“την πιο κακή σου μέρα”!

 

Όμως παιδιά… αληθινά

η μάγισσα Κλειώ

δεν ήτανε διόλου κακιά…

Ήταν απλά… παράξενη.

Πολύ παράξενη παιδιά!

Κάθε που ξύπναγε λοιπόν

ρούφαγε κυριολεκτικά

τη σαυρομερμηγκόσουπά της

χάιδευε το κουνούπι της

φίλαγε τη Μαυρή της

(τη γάτα της τη μαγική

που όλοι σαν κοιμόνταν

άνθρωποι, ζωντανά, φυτά…

στο δάσος περιδιάβαζε

και σαύρες, σαύρες μάζευε

μερμήγκια και βοτάνια

για της Κλειώς τη λατρευτή

τη σαυρομερμηγκόσουπα!)

 

Έπαιρνε μετά μια κορδέλα

γυαλιστερή κι ως ένα πήχη

(της άρεσαν οι θαλασσιές

κι οι κόκκινες κορδέλες

οι κίτρινες, οι πράσινες

οι άσπρες κι οι μαβιές).

Μπορείτε να μαντέψετε

τι σκάρωνε η Κλειώ;

Βλέπω προβληματίζεστε!

Μη σπαζοκεφαλιάσετε

αμέσως εξηγώ:

Στο μπαλκονάκι έβγαινε

η περίφημη Κλειώ

κρατώντας μια κορδέλα

και ψιχουλάκια έριχνε

στα πόδια της μπροστά.

Σαν τα πουλιά πλησίαζαν

να φάνε ψιχουλάκια

τά ‘πιανε και τα χάιδευε

κι όλο σιγομουρμούριζε:

 

“Χάντρα… χάντρα και χαντράκι…

για το ροζ μου κορδελάκι…”

 

Καθώς λοιπόν  εψέλλιζε

τα λόγια της αυτά

νά σου κι αλλάζανε μορφή

τ’ ανύποπτα πουλάκια:

γίνονταν χάντρες πλουμιστές!..

Τις πέρναγε όλες λοιπόν

στ’ όποιο το κορδελάκι

κι αυτό με τη σειρούλα του

στο μακριό λαιμό της

και τους καθρέφτες ζάλιζε

με σκέρτσα και με νάζια!..

 

Ένα πρωινό η μάγισσα Κλειώ,

ξύπνησε συγχυσμένη:

 

“Μα τη σκουλικομερμηγκότρυπα

και τις καλές μου φίλες τις αράχνες,

θαρρώ πως κάποιος βάλθηκε

σήμερα να με σκάσει!

Ψυχή μου!

Τούτο δεν ήταν όνειρο

ήτανε εφιάλτης!

Κάποιος με καταράστηκε,

πώς άλλως εξηγείται;

Ήτανε άραγε η Λογού

ή ήταν η Γκρινιάρα;

Λες νά ‘ταν η Μίζερη

ή… μήπως η Λαχτάρα;

Χμ!..

Θαρρώ πως ήτανε αυτή

αυτή… η τελευταία,

που μου σκαρώνει όνειρα

-κακόβολα  στ’ αλήθεια-

κι έτσι μέσα στον ύπνο μου,

τα ρίχνει από… ζήλεια!

Λαχτάρα αχ! πού θα μου πας;

 

 

Ακούστε όλα τα παιδιά

πού ‘χετε νου και κρίση

και πέστε μου αν άδικο

έχω, για να θυμώνω:

 

Ήμουνα λέει υπέροχη…

όμορφη και γλυκιά

νεράιδα, γλυκομίλητη,

νεράιδα, ενός δάσους…

που αγαπούσα τα παιδιά

και αγαπούσα τα πουλιά…

Πέστε μου αλήθεια σοβαρά,

μα είναι πράγματα αυτά;

Ποιος; Εγώ!.. Πα, πα, πα, πα!

Αυτό είναι αδύνατον παιδιά!

Πάαααντοτε, κάθε νια χρονιά

κερδίζω στην ασχήμια

όταν περιμαζώνουνται

οι μάγισσες του κόσμου!..

 

Εγώ η περίφημη,

για την ασχήμια μου, Κλειώ

και πάλι ερωτώ: Πώς είναι δυνατόν;

Που σαν με δούνε οι άνθρωποι

το βάζουνε στα πόδια

και σα με βλέπουν τα παιδιά

πλαντάζουνε στα γέλια;

Και… τα πουλάκια σκιάζουνται

στο δρόμο μου να βγούνε

και σταματούν να τραγουδούν

μην και τ’ ανακαλύψω;

Και τα ζωάκια βιάζουνται

κι αλλάζουνε πορεία

συχαίνουνται τη μυρουδιά

της σαύρας μεσ’ τη σούπα μου!..”

Είπε… είπε… είπε πολλά

συγχυσμένη η Κλειώ.

Κάποια στιγμή μπερδεύτηκε

μέσα στη δυστυχία της

και τσίριξ’ άθελά της:

 

“Λευτεριά… λευτέρωσέ τα

τα ρημάδια τα πουλιά!..”

 

Ω!.. αν μπορούσατε

μόνο να φανταστείτε!

Οι χάντρες στο λαιμό της

που ήτανε δεκάδες….

ίσως κι εκατοντάδες…

γινήκαν ξαφνικά πουλιά.

 

Θαρρείς ξυπνούσαν τα φτωχά

απ’ το βαθύ τους λήθαργο.

Σαστισμένα δοκιμάζαν

τα φτερά τα μουδιασμένα.

Και πιασμένα καθώς ήταν

-από τα ποδαράκια τους-

στης Κλειώς τη ροζ κορδέλα…

φτερούγισαν, και  πέταξαν

τραβώντας την Κλειώ!..

 

Ήταν αλήθεια έτσι…

ή μήπως φανταζόμαστε παιδιά

την ιστορία;

 

Μα… Νάτη, νάτη η Κλειώ

που πετά στον ουρανό!

Την τραβούνε τα πουλιά

κι είναι η πρώτη της φορά

που ταξίδι τέτοιο κάνει

δίχως σκούπα μαγική

δίχως λόγια μαγικά

ή βοτάνια μυστικά!..

Η Κλειώ αναμαλλιασμένη

δίχως το μακρύ της κώνο

δίχως κάλτσες τρυπημένες

ή και χιλιομπαλωμένες

χωρίς σάνταλα στα πόδια

παρδαλά ή χαλασμένα

σέρνεται απ’ τα πουλιά

σε κορδέλα ροζακιά!..

 

Προσπαθεί και προσπαθεί

στίχους λέει και στιχάκια

λέξεις, ρίμες και λογάκια…

Μα… οι σκέψεις οι πολλές

τα πολλά παράπονα

μπερδευτήκαν στο μυαλό της

σα “χωριάτικη… σαλάτα”!

 

“Μα τη σκούπα π’ αγαπώ

ξέχασα τα λόγια μου

και τα καμώματά μου!”

 

Σταματούνε σαστισμένοι

οι διαβάτες που περνούν

και καθώς καλά κυττούν

ερωτούν ξεκαρδισμένοι

πώς ευρέθηκ’ επιτέλους

η Κλειώ αναμαλλιασμένη

να πετά στον ουρανό!

Τι αστεία φαίνεται!

Κάνουν χάζι άθελά τους

καθώς βλέπουν την Κλειώ

άτακτα να παρασύρεται

από πουπουλένια ζώνη

στον ηλιόλουστο ουρανό!

 

Αλλά όλα τα πουλάκια

πού ‘ταν ταλαιπωρημένα

κουραστήκαν τα καϋμένα

να τραβούνε την Κλειώ

απ’ τη ροζακιά κορδέλα.

Προσγειώνονται λοιπόν

στα κλωνάρια μιας συκιάς.

Κι η Κλειώ από κοντά…

 

Βρίσκει τρόπο τελικά

να γλιστρήσει ομαλά

απ’ τη ροζακιά κορδέλα.

Δυστυχώς όμως ακόμη

δε θυμάται μία λέξη

απ’ τα μαγικά της λόγια.

Τι να κάνει η ατυχής;

Λύνει τώρα βιαστικά

τα πουλάκια… τα πουλιά

που τραβάν’ ευτυχισμένα

παίρνουν δρόμο μακρινό…

 

Όρκο κάνει η Κλειώ,

άλλο πια να μην αγγίξει

τα καϋμένα τα πουλιά.

Καθισμένη, κουρασμένη

πάνω στη μικρή συκιά

δένει την κορδέλα της

την κάνει ανεμόσκαλα

απ’ το ‘λεύτερό της άκρο.

 

Κατεβαίνει το λοιπόν

και καθίζει εκειδά

ακουμπώντας κουρασμένη

στης συκιάς το κορμοδέντρι.

 

“Ωχ!.. Τι περιπέτεια!..”

 

Μουρμουρίζει η Κλειώ,

κουνώντας το κεφάλι της

το παραζαλισμένο.

 

Α!.. Δες μια έκπληξη!..

Βέβαια είν’ ευχάριστο

να βρεθεί μπροστά εκεί

η Κλωθώ, η θυγατέρα!

Μέτρα τύχη… μια φορά!

 

“Αχ! Μάνα μου, μανούλα μου!

Σ’ έψαχνα παντού!

Το πιστό σου κουνουπάκι

μήνυμα μου έστειλε

κι έτρεξα για να σε βρω.

Μήπως αλήθεια ξέχασες

τη σαυρομερμηγκόσουπά σου;

Ή μήπως και φταρνίστηκε

η γάτα σου η Μαυρή;

Σίγουρα θα χουζούρευε

πρωί-πρωί η καλή σου

κι ούτε και που σου θύμισε

τα ξόρκια σου η κουτή!

Νά ‘σουν και καμιά γριά;

Είσαι νια, διακόσια εννιά!”

 

Τι ν’ απαντήσει πια η Κλειώ;

Να πει για τ’ όνειρό της;

Το φοβερό της όνειρο;

Δεν τόλμαγε να πει…

ήταν…ω! ήταν μια ντροπή!..

 

“Μη με ρωτάς Κλωθώ μου.

Πάρε με αν μπορείς

πίσω στο σπιτικό μου.

Μια κι έχεις τη σκουπίτσα σου

τρανό καλό θα κάνεις!”

 

Έτσι που λέτε οι μάγισσες

η Κλειώ και η Κλωθώ

ανέβηκαν στη σκούπα τους

και τράβηξαν το δρόμο τους.

 

“Αχ! δεν τα θέλω άλλο πια

τα σιχαμένα τα πουλιά

για χάντρες στο λαιμό μου.

Φτάνει το καλυβάκι μου

το όμορφο το τζάκι μου.

Μιλώντας στο κουνούπι μου

παίζοντας τη Μαυρή μου

μετρώντας κάθε τρίχα μου

από την κεφαλή μου

το ξακουστό μοναδικό

το πράσινο μαλλί μου

ρουφώντας ασταμάτητα

τη σαυρομερμηγκόσουπά μου

τον καιρό μου θα περνώ

τον εαυτό μου θα γλεντώ

τον Πλάστη μου θα ευλογώ!

 Τέλος

2 σκέψεις πάνω στὸ “Η μάγισσα Κλειώ (μύθος σε στίχους, από το βιβλίο μου ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ)

  1. Για άλλη μια φορά ένοιωσα παιδί στο κόσμο των μαγισσών και των νεράιδων του δάσους ,με το γλαφυρό ποίημα σας και με τις πολύχρωμες εικόνες να περνούν μπροστά μου σαν εικονογραφημένο πραμύθι. Βέβαια πέρνουμε και το δίδαγμα μας ,ότι η εμφάνιση δεν έχει καμία σχέση με την καλοσύνη και τις αρετές .Πολύ ευχάριστο Κυρία Πιπίνα μου!

    Μοῦ ἀρέσει

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Εἰκόνα Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Twitter. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...