Ανθρώπινο Πεπρωμένο: Δίπλα στα προηγούμενα συμπεράσματα της μοναξιάς, του μοιρόγραφτου και του a priori, έρχεται να προστεθεί και ετούτο, της ιδιάζουσας ξενιτιάς. Στο ποίημα Ελένη, η συνώνυμη πρωταγωνίστρια, τοποθετείται στη θέση της Ελένης του Μενελάου, της ωραίας των Ελλήνων, κατά τον αρχέτυπο ελληνικό μύθο. Η ηρωίδα του ανανεωμένου μύθου, κατέχεται από τα αιώνια ερωτήματα, αυτά που βασανίζουν τους θνητούς εν γένει, και επιπλέον από κάποια άλλα ιδιάζοντος χαρακτήρα, καθώς αφορούν συγκεκριμένες ποιότητες της γυναίκας. Παρόμοια με την ηρωίδα του ποιήματος Χρυσόθεμις, αναφέρεται αφενός με στην ανθρώπινη μοίρα που σημαδεύεται από τη βραχύτητα της ζωής, και αφετέρου στην «ξενητειά», όπως έντεχνα αποκαλεί την ανύποπτη εξέλιξη της νεότητας σε γήρας[1]. Είναι τόσο ρεαλιστική όσο και θλιβερή, ετούτη η μετάβαση που επιτελείται με το σύντομο ταξίδι της ζωής. Από την χαριτωμένη περίοδο της νεότητας του ανθρώπου, από την περίοδο της ακμής και της απόλυτης δύναμης, στο περίεργο, στο δύσκολα αποδεκτό και αναπόφευκτο, τελικά, στάδιο μαρασμού σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ετούτη η αναπόφευκτη ξενιτιά, είναι σκληρή και χωρίς πισωγυρισμό. Είναι η αδιαμφισβήτητη αξία των διοδίων για το υπέροχο ταξίδι της ανθρώπινης ύπαρξης που ξεκινά από το σκοτάδι της μήτρας για να εμβαπτιστεί στο φως της ύπαρξης στην αληθινή ζωή. «Ω αυτή η ξενητειά μας μέσα στα ίδια μας τα ρούχα που παλιώνουν / Μες στο ίδιο μας το δέρμα που ζαρώνει…»
Η ηρωίδα του Ρίτσου που μετακινείται εύκολα από το δικό της το επίκαιρο επίπεδο (του Ρίτσου), στο άλλο του αρχέτυπου μύθου (του Ομήρου) και με το δικαίωμα της συνωνυμίας της με την ηρωίδα του, μπορεί να μιλά για την πανάκριβη ξενιτιά της Ελένης του Μενελάου από την ομορφιά της νεότητας στην ουδετερότητα του γήρατος, χωρίς καν να ενδιαφέρεται για την άλλη πολύσημη ξενιτιά, εκείνη που κόστισε τη στράτευση στην εκστρατεία της αφρόκρεμας των ηρώων της Ελλάδας της εποχής (σύμφωνα πάντα με τον Όμηρο), σε μακρινή γωνιά της γης -έστω ελληνικής-, για να εκδικηθούν την απαγωγή της, της ωραίας τους, από τον Πάρη, τον ανώριμο νεαρό πρίγκιπα της Τροίας (Ίλιον), και ανύποπτο για το τι θα επακολουθούσε.
Η ξενιτιά της ηρωίδας του Ρίτσου ως Ελένης του Μενελάου, είναι κατοχυρωμένη στο έπος του Ομήρου, με την απαγωγή της και την άφιξή της στην Τροία. Η επιστροφή της στην Σπάρτη, μετά από δέκα χρόνια ολέθριων πολέμων, σημαίνει ότι είναι ακόμη μία όμορφη γυναίκα, αν και όχι στην πρώτη της νεότητα, εκείνη που παρέσυρε τον Πάρη και τον ελληνικό κόσμο της εποχής της και κατά συνέπεια και στον περίφημο δεκαετή Τρωικό πόλεμο. Η θεμιτή ξενιτιά του Γ. Ρίτσου από τη νεότητα στο γήρας και η άλλη η αθέμιτη από την Αθήνα στη Γυάρο -και αλλού-, ως εξόριστος, οριοθετεί την περιπέτειά του (και των ομοϊδεατών του) και ενδυναμώνει τη αντίληψη του δοκιμασμένου ιδεολόγου της αριστεράς.
Στην ξενιτιά του γήρατος πλέον, η Ελένη, αποδέχεται το πεπρωμένο της με την πικρία του ανθρώπου που περνά στον κύκλο της οδυνηρής πραγματικότητας, της τρίτης ηλικίας. Διανύοντας ετούτον τον κύκλο υφίσταται την απόλυτη επίδρασή του και τις συνέπειές της. Αισθάνεται όλο και περισσότερο αδύνατη στις εκφάνσεις της ζωής, γνωρίζει μόνο καλά, ότι η εξελικτική ετούτη μεταβίβαση την προετοιμάζει για την ολοκλήρωση του κύκλου της ύπαρξής την, στον ορατό κόσμο. Επιστατεί ο ανθρώπινος φόβος του θανάτου, και αυτόν τον περίεργο φόβο για το άγνωστο σκοτάδι, η Ελένη[2] τον εκπροσωπεί με τον πιο ηχηρό τρόπο. Εκπροσωπεί την αγωνία του ανθρώπου που κοιτάζοντας την παρελθούσα ζωή του, αντιλαμβάνεται πώς είναι μόνο ένα βραχύβιο όν. Η εικόνα μουσικού οργάνου -της κιθάρας- που τρέμει στον τοίχο, συνάδει με τον ανθρώπινο πανικό της ηρωίδας, για το προγεγραμμένο τέλος. «Μια μέρα θα πεθάνουμε»[3], μονολογεί έτσι απλά, στοχαστικά, χωρίς πάθος, η γερασμένη Ελένη. Υπάρχει ο απλός, ο ήσυχος, ο φυσικός θάνατος εν όψει. Όταν όμως το γήρας καταντά επώδυνο, ο γέρων άνθρωπος βρίσκει κάποια παρηγοριά στο θάνατο: «κι αυτό ήταν μια βέβαιη εκδίκηση και φόβος και παρηγοριά», λέει στον επισκέπτη της και απαριθμεί με ήσυχη τρόπο την μασημένη αγανάκτησή της, τα κάποια παράπονά της. Αναφέρεται στην απαίσια συμπεριφορά των δούλων της απέναντί της και εξομολογείται με τα παραπάνω λόγια της, την ικανοποίησή της, που σχετίζεται με την φήμη, και την διατήρηση αυτής μετά θάνατον. Η Ελένη έχει πειστεί ότι ο δεύτερος, ο ηθικός θάνατος των δούλων της, είναι απόλυτα βέβαιος, από την έποψη της απούσης μελλοντικής μνείας τους. Αυτό την ικανοποιεί, καθώς είναι άδικοι απέναντί της, εκμεταλλεύονται τις μυϊκές της ικανότητες και κλέβουν ακόμη και τα έπιπλά της. Θεωρεί ότι είναι άξιοι μίας τέτοιας, θείας τιμωρίας για τη συμπεριφορά τους απέναντί της, τώρα που είναι αδύναμη και δεν τη φοβούνται. Για τον εαυτό της είναι απόλυτα βέβαιη ότι ισχύει το αντίθετο. Η «παρηγοριά» στην οποία αναφέρεται παραπάνω, οφείλεται στην πεποίθησή της και την από αυτήν ικανοποίησή της, ότι το επερχόμενο τέλος της, είναι άμεσα συνδεδεμένο με την αθανασία που της εξασφαλίζει η φήμη της (ο ποιητής είναι βέβαιος για την διατήρηση της μνήμης του στις επόμενες γενιές των Ελλήνων).
[1] Γ. Ρίτσος, Χρυσόθεμις (1970), χωριστό τεύχος, Κέδρος, 12η έκδοση, σ. 13.
[2] Γ. Ρίτσος, Ελένη (1970) Χωριστό τεύχος, Κέδρος, 3η έκδοση ο. π., σ. 17.
[3] Αυτόθι, σ. 17.