Τζούλη Τζένκινς Κελί 333 (μυθιστόρημα… Σύδνεϋ 2012)

Τζούλη Τζένκινς

Κελί 333

«Ούουου!.. Ούουου!.. Ούουου!.. Ούουου!..» Οι φωνές αντηχούσαν δυνατές και αναμειγνύονταν με τους αντίλαλους που δημιουργούσαν, έτσι όπως δέρνονταν ανάμεσα στους τεράστιους γυμνούς τοίχους των τσιμεντένιων διαδρόμων του συγκεκριμένου ορόφου. Βρίσκανε θαρρείς διέξοδο μέσα από τα κάγκελα των κελιών που παρατάσσονταν με γεωμετρική ακρίβεια στις πλευρές του ορόφου, για να πλημμυρήσουν τελικά και τους υπόλοιπους ορόφους του κρατητηρίου γυναικών. Οι τεράστιες τσιμεντένιες σκάλες ξεκινούσαν από το ισόγειο και έφταναν και ως τον τέταρτο όροφο, σχηματίζοντας ένα τεράστιο τετράγωνο κενό, μέσω του οποίου, οι φύλακες μπορούσαν να παρακολουθούν άνετα την κίνηση των συναδέλφων τους στις σκάλες ή στους στενούς διαδρόμους  των ορόφων και να ακούν τους περισσότερους θορύβους ή ήχους, σαν μέσα από χοάνη μεγαφώνου. Η επιτυχία ως προς την εξασφάλιση της  ακροαματικότητας του κτηρίου, αποτελούσε είδος εφιάλτη για τις ήσυχες κρατούμενες, καθώς όταν κάποιες από αυτές έκαναν φασαρία, τιμωρούνταν εξίσου και εκείνες που δε συμμετείχαν.

Η Τζούλη Τζένκινς στο κελί 333, αν και νέα τρόφιμος ετούτων των γυναικείων φυλακών, είχε ήδη μία ιστορία, ένα παρελθόν με περιστατικά παράβασης του νόμου, σύλληψης, προσαγωγής ενώπιον του εισαγγελέα, και κράτηση σε αναμορφωτήριο ή σε φυλακή…  Έτσι λοιπόν από τις πρώτες κιόλας ώρες, δε δίστασε να πρωτοστατήσει στις αντιδράσεις κατά των φυλάκων της, κυρίως όταν  εκείνοι επιθεωρούσαν το κελί της ή τα άλλα κελιά και τις συμπεριφορές της ή τις συμπεριφορές των άλλων κρατούμενων.  Έδειχνε τη δυσαρέσκειά της εναντίον του συστήματος του ‘δικαίου’, τσιρίζοντας και  σέρνοντας κυριολεκτικά με μανία, ένα αλουμινένιο κύπελλο πάνω στα κάγκελα της βαριάς εισόδου, στο κελί της.  Με τη συμπεριφορά της ξεσήκωνε και άλλες κρατούμενες, που ερεθισμένες από την φασαρία, ακολουθούσαν το παράδειγμά της. Άλλες πάλι, περίμεναν στωικά  να τελειώσει εκείνο το εκκωφαντικό «πανηγύρι»,  που μόνο τη θέση τους χειροτέρευε. Έρχονταν ωστόσο και οι ώρες της μεγάλης κατάθλιψης και της σιωπής και τότε η Τζούλη δεν ενδιαφερόταν να δημιουργήσει επεισόδια, να βγει για να περπατήσει ή να ασκηθεί με τις άλλες γυναίκες στον αυλόγυρο των φυλακών,  ούτε και ενδιαφερόταν  να βάλει μπουκιά στο στόμα της. Οι άλλες γυναίκες που γνώριζαν το θλιβερό και πολύπλοκο παρελθόν της Τζούλη, υποστήριζαν ότι δεν έπρεπε να βρίσκεται ανάμεσά τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορούσαν να επαναστατούν εναντίον των αρχών του τόπου για την τιμωρία της στη φυλακή και κατ’ επέκταση και της δικής τους τιμωρίας ή φυλάκισης.

……………………………………………………………

«Μαμά… μαμά, πού είσαι;» φώναξε από το διάδρομο, η οκτάχρονη Τζούλη Τζένκινς, τραβώντας ταυτόχρονα από τους ώμους της  τον σχολικό σάκο και  αφήνοντάς τον στη συνέχεια, σε πολυθρόνα του χώρου υποδοχής, του σπιτιού.  Όπως συνήθως είχε ανοίξει την είσοδο με το κλειδί της, όμως κάτι έλειπε από τη συνήθη φιλόξενη ατμόσφαιρά του.  Σταμάτησε λοιπόν για μία στιγμούλα, λες και ήθελε να ακροαστεί κάτι. Περίμενε για κάποιες κινήσεις όπως συνήθως, κάποιες θετικές αντιδράσεις από τα οικεία της πρόσωπα. Τέτοια ώρα, την όποια συνηθισμένη ημέρα της εβδομάδας, η Ρουθ, η μητέρα της, είχε ήδη πάει στο σχολείο, είχε παραλάβει τον μικρότερό της αδερφό, Ντέιβιντ –τον φώναζαν και Ντέιβ- από το νηπιαγωγείο και ήταν εκεί,  στο σπίτι τους, παρέα οι δυο τους, για να την υποδεχτούν. «Μαμά!» φώναξε ξανά η μικρή, κάπως άγρια αυτή τη φορά, κατειλημμένη από μία ανεξήγητη ανησυχία.  Σώπασε ξανά και αφουγκράστηκε με χτυποκάρδι αυτή τη φορά. Νόμισε ότι άκουσε κάτι.  Τρομαγμένη στάθηκε  ακίνητη, και τότε έφτασε στ’ αυτιά της ένα σιγανό βογγητό. Παρά τον πανικό της, αφουγκράστηκε ξανά λες και για να βεβαιωθεί ακόμα μια φορά, και αμέσως ύστερα, βιάστηκε με κομμένη αναπνοή, στην κρεβατοκάμαρα της μητέρας της, από όπου ερχόταν το ασυνήθιστο βογγητό.  Με το που πάτησε το πόδι της στο κατώφλι της, αντίκρισε τη μητέρα της πάνω στο μεγάλο κρεβάτι, σε μία παράξενη στάση σύμπτυξης, με τα ρούχα της ακατάστατα, αλλού τραβηγμένα κι αλλού βγαλμένα και ανήμπορη να αρθρώσει λέξη ή να κινηθεί, πέρα από εκείνο το βογγητό ανθρώπου, σοβαρά πληγωμένου. Σοκαρισμένο από το θέαμα το κοριτσάκι, πλησίασε μηχανικά θαρρείς το κρεβάτι της μητέρας της.  Κοίταξε τη μητέρα της με ορθάνοικτα μάτια και με κομμένη αναπνοή κατάλαβε ότι ήταν τραυματισμένη. Το μωλωπισμένο πρόσωπό της Ρουθ το ράντιζαν ασταμάτητα τα δάκρυά της.  Η Τζούλη που είχε πάψει τώρα πια να ακούει και να βλέπει οτιδήποτε άλλο, πέρα από εκείνη την απίστευτα τραγική εικόνα, της πολυαγαπημένης μητέρας της,  τεντώθηκε και έσκυψε πάνω της ενώ τα δάκρυά της ράντιζαν το πρόσωπό  της.  Χλωμή σα νεκρή και με σφιγμένα τα χείλια, την κοίταζε για λίγες στιγμές, σα να προσπαθούσε να συλλάβει το μέγεθος της πραγματικότητας που μαρτυρούσε. Τρέμοντας άπλωσε την μικρή παλάμη της και χάιδεψε το ιδρωμένο μέτωπό της.  Εκείνη τη στιγμή η Ρουθ άφησε ένα νέο βογγητό.  Η Τζούλη, ακίνητη, λες και είχε παγώσει έτσι με το χεράκι της αφημένο πάνω στο μέτωπο τη μητέρας της,  δεν μπορούσε καν να κινηθεί.  Τι μπορούσε  να είχε συμβεί;  Σα στον ύπνο της, άκουσε ένα νέο βογγητό της Ρουθ, και λες και ξυπνούσε από έναν λήθαργο, πετάχτηκε σαν ελατήριο, έτρεξε στην εξώπορτα, την άνοιξε βίαια και στη συνέχεια έτρεξε στο διπλανό σπίτι, του Μπεν Μπεργκ και της συζύγου του, Τζην, οικογενειακών τους φίλων. Επιπλέον η Τζην ήταν  η μητέρα της καλύτερης της φίλης, της Λίας. Χτύπησε με μανία την προστατευτική πόρτα της εισόδου.  Όταν η Τζην άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της αντίκρισε τη μικρή της Ρουθ, που έκλαιγε με αναφιλητά.  Το σουφρωμένο ύφος της μαλάκωσε στο αντίκρισμα της ταραγμένης μικρής και μία βαθιά ανησυχία πήρε τη θέση της.  Η εικόνα της οχτάχρονης Τζούλη, έκανε την καρδιά της να βουλιάξει στο στήθος της.  Αγκάλιασε τη Τζούλη που έτρεμε από σοκ, τρομαγμένη. «Τι συμβαίνει κορίτσι μου;» τη ρώτησε αναστατωμένη.  «Η μαμά, η μαμά, η μαμά!..» μπόρεσε κι άρθρωσε μονάχα ανάμεσα στους λυγμούς της  η Τζούλη δείχνοντας με το χέρι της το σπίτι της.  Η Τζην φοβισμένη από τα χάλια της μικρής, την αγκάλιασε  με λαχτάρα. Το μικρό σώμα της Τζούλη σπαραζόταν μέσα  στην αγκαλιά της, ενώ  δεν μπορούσε να σταματήσει εκείνο το γοερό ξέσπασμα  λυγμών κι αναφιλητών. Η Τζην σηκώθηκε αποφασιστικά ξαφνικά  και πιάνοντας το χέρι της Τζούλη φώναξε με ένα είδος οργής: «Λίο! πρόσεχε τα αδέρφια σου για λίγο.  Πάω δίπλα…  στης Ρουθ, μ’ ακούς;» «Ναι μαμά… Ο.Κ.» φώναξε εκείνος. Η Τζην τράβηξε τη Τζούλη και μαζί βιάστηκαν στο σπίτι της.  Η Τζην μπήκε τρέχοντας μέσα και φώναξε με αγωνία: «Ρουθ… Ρούθη!»  ενώ η Τζούλη κλαίγοντας σιωπηλά τώρα, την τράβηξε με δύναμη προς την κρεβατοκάμαρα της μητέρας της.  Η Τζην εκεί μπροστά στο κατώφλι της πόρτας της κρεβατοκάμαρας της Ρουθ, κοκάλωσε.  Έφραξε το στόμα της με τις παλάμες της, ενώ τα μάτια της είχαν πεταχτεί από τις κόγχες τους, από την ανείπωτη φρίκη.  Ένας βρόγχος ερχόταν από τη μεριά της Ρουθ.  Η Τζούλη είχε πέσει γονατιστή δίπλα στο κρεβάτι της μητέρας της και βαστώντας το ματωμένο της χέρι, έκλαιγε σιγανά, λες και δεν ήθελε να την ενοχλήσει.    «Θεέ μου, Θεέ μου! Ποιος σου το έκανε αυτό κορίτσι μου;» σπάραξε η Τζην κλαίγοντας και διάταξε τη Τζούλη να φέρει γρήγορα, ένα ποτήρι με νερό. «Ποιος κακούργος σε μακέλεψε, παιδί μου;» ξαναφώναξε, χάνοντας την αυτοκυριαρχία της, η φίλη της Ρουθ.  Η Τζούλη έτρεξε με το νερό στο χέρι της και το έδωσε στην Τζην που με πάθος ράντισε το πρόσωπο της Ρουθ, λες και θα την έκανε καλά. Όμως η Ρουθ τώρα πια, είχε σιωπήσει εντελώς. Τότε η Τζην λες έχοντας συνέλθει από το πρώτο της σοκ, όρμησε σαν τρελή στο τηλέφωνο, στο Χωλ του σπιτιού.  Σχημάτισε τρία μηδενικά και κάλεσε με την ανείπωτη αδεξιότητα της αγωνίας. «Γρήγορα, γρήγορα, ελάτε αμέσως… σας ικετεύω… μια νέα γυναίκα… την κατασπάραξαν… Χρειαζόμαστε ασθενοφόρο…»  Στην κατάσταση που βρισκόταν και η ίδια τώρα πια, έδωσε με χίλια ζόρια στην αστυνομία τη διεύθυνση και είπε ότι θα τους περίμενε εκεί προσωπικά.  Ο άνθρωπος στην άλλη άκρη της γραμμής, της ζήτησε να ηρεμήσει αν πραγματικά ήθελε να τους βοηθήσει, για να τη βοηθήσουν.  Η Τζην χαμήλωσε τον τόνο της απελπισίας της, με μεγάλη προσπάθεια.  Έδωσε ξανά τη διεύθυνση μπερδεύοντας κάποια στιγμή και τους αριθμούς του σπιτιού της Ρούθ με το δικό της και έχοντας συναίσθηση  του πανικού της, ικέτευσε και πάλι, αυτή τη φορά  για  τη συγγνώμη της υπηρεσίας με την οποία επικοινωνούσε.  Αφήνοντας το τηλέφωνο στη βάση του, έτρεξε πίσω στη Ρουθ.  Της έβρεξε ξανά και πάλι το πρόσωπο, χωρίς να πειράζει τίποτα απολύτως, όπως είχε κάνει εξ αρχής και όπως την είχαν συμβουλέψει από το τηλέφωνο. Με τη σειρά της συμβούλεψε και τη Τζούλη να κάνει το ίδιο. Ύστερα σα να θυμήθηκε ρώτησε τη Τζούλη: «Ο Ντέιβ, πού είναι ο Ντέιβ;»  Αγχωμένη έτρεξε σαν τρελή στο δωμάτιο του μικρού αγοριού της φίλης της. Φώναξε κλαίγοντας: «Ντέιβ… Ντέιβ!  Πού είσαι αγόρι μου;» Τρελή από αγωνία  μπήκε μέσα κι άρχισε να ψάχνει με μάτια, με χέρια, μ’ αυτιά, θαρρείς στα τυφλά, ασυνείδητα.  Ξαφνικά σταμάτησε για ν’ ακούσει. Ένας ελάχιστος θόρυβος έφτασε,  λες και κατευθείαν στην ψυχή της. Ξανακοίταξε τριγύρω σαν χαμένη. Έσκυψε αναψοκοκκινισμένη και κοίταξε κάτω από το κρεβάτι του παιδιού, ανασηκώνοντας με αργές κινήσεις τα καλύμματα.  Το είδε να την κοιτάζει με ορθάνοιχτα, τα φοβισμένα μάτια του. «Έλα αγόρι μου, έλα, λοιπόν!» είπε απλώνοντας τα χέρια της και προσπαθώντας να χαμογελάσει στο αγοράκι των τεσσάρων χρόνων.  «Όλα θα γίνουν και πάλι όπως και πριν! Η μαμά θα γίνει καλά, μη φοβάσαι, παιδί μου!» Το παιδί την κοίταζε χωρίς να κουνιέται. Είχε παγώσει θαρρείς. «Έλα ψυχή μου, βγες από εκεί. Έλα να δεις τη Τζούλη σου! Σε περιμένει αγόρι μου. Έλα να χαρείς!»  Η Τζούλη είχε αφήσει τη μητέρα της και παρακολουθούσε παγωμένη την προσπάθεια της Τζην.  Είχε ξεχάσει εντελώς τον Ντέιβιντ. Αισθανόταν διπλά ένοχη τώρα.

Κάποια στιγμή, κατέφθασε και το ασθενοφόρο.  Η πόρτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή όταν αφίχθησαν ασθενοφόρο και η αστυνομία, αμέσως πίσω του.  Μη βλέποντας όμως κανέναν, φώναξαν και ταυτόχρονα χτύπησαν. «Είναι κανείς εδώ;» Η Τζήν πετάχτηκε σαν ελατήριο. «Περάστε, από εδώ,  φωνάζοντας και τρέχοντας προς την είσοδο όπου περίμεναν οι άνθρωποι Πρώτων Βοηθειών και η αστυνομία. Τους άνοιξε βιαστικά,  και στη συνέχεια τους κατεύθυνε προς την κρεβατοκάμαρα της Ρουθ, δείχνοντας ταυτόχρονα με το χέρι της.  Οι άντρες των Πρώτων Βοηθειών και της αστυνομίας μοιράστηκαν.  Και ενώ οι πρώτοι έτρεξαν με το οξυγόνο και το βαλιτσάκι με τα απαραίτητα για τις πρώτες βοήθειες  στο δωμάτιο της σοβαρά τραυματισμένης Ρουθ, η Τζην προσπαθούσε να κρατηθεί για να μην καταρρεύσει κι εκείνη τελικά από το φριχτό πλήγμα. Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί, να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της για να βοηθήσει τα κατατρομαγμένα παιδιά της αναίσθητης φίλης της.  Είχε ξεχάσει τα δικά της παιδιά που τα είχε αφήσει στο σπίτι στην φροντίδα του γιου της, Λέων.  Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να πάρουν κάποιες πληροφορίες από τη μικρή Τζούλη και από την Τζην.  Βασικά και η Τζούλη και η Τζην δεν είχαν δει ή ακούσει τίποτα, ως τη στιγμή που βρέθηκαν μπροστά στο ημιθανές σώμα της Ρουθ. Ο τετράχρονος Ντέιβιντ ήταν πιθανόν ο μόνος μάρτυρας του κακουργήματος, εναντίον της μητέρας του! Προς το παρόν όμως,  ετούτη η εκδοχή, ως εικασία, έπεφτε στο κενό. Όσο για το διάστημα που θα απαιτούσε η διαλεύκανση των συνταρακτικών γεγονότων της κακοποίησης της Ρουθ, εκ των πραγμάτων, φυσικά, ήταν άγνωστο.  Βασικός λόγος για τις επερχόμενες απαντήσεις στα τιθέμενα ερωτηματικά και εκείνα που θα προέκυπταν στη πορεία,  υπήρξε και οδυνηρή διαπίστωση, αμέσως σχεδόν μετά από την ανακάλυψη του μικρού Ντέιβιντ,  ότι είχε χάσει τη φωνή του, ίσως ακόμη και τη μνήμη του, προφανώς  από το σοκ  που του προκάλεσαν ο τρόμος και ο φόβος. «Αμυντικός μηχανισμός… για την αυτοπροστασία του» είχαν συμφωνήσει  ως προς τη διάγνωσή τους, ο ψυχίατρος και η ψυχολόγος, ύστερα από αλλεπάλληλες προσπάθειες να κάνουν το μικρό παιδί να αντιδράσει στις ερωτήσεις τους ή στα πειράματά τους, τις ημέρες που ακολούθησαν το δυστύχημα.

Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, οι δύο νοσηλευτές, είχαν προσφέρει επί τόπου, τις απαραίτητες βοήθειες. Είχαν σηκώσει την αναίσθητη Ρουθ, και την είχαν τοποθετήσει προσεκτικά, στο φορείο αφού πρώτα είχαν προσαρτήσει μάσκα οξυγόνου στο πρόσωπό της και ενδοφλέβιο ορό στο αριστερό της χέρι.  Στη συνέχεια την ανέβασαν στο ασθενοφόρο.  Κάποιοι γείτονες που παρακολουθούσαν έντρομοι το φορείο της, ρωτούσαν ο ένας τον άλλον, τι είχε άραγε συμβεί. «Τα πράγματα δεν φαίνονται  καλά για τη φτωχή Ρουθ!» είπε κάποιος με τρεμουλιαστή φωνή. «Και τα δυο παιδάκια της; Τα κακόμοιρα! Ευτυχώς που η Τζην βρίσκεται πολύ κοντά τους και μπορεί να τα βοηθήσει, έστω και μέχρι να ειδοποιηθούν οι άλλοι συγγενείς και ιδιαίτερα η Κάρολ, η αδερφή της Ρουθ!» είχε πει  κάποια γειτόνισσα.  Επικρατούσε ταραχή, λύπη και ανησυχία. Δεν θυμόνταν παρόμοια περιστατικά στη γειτονιά τους. «Φοβερό! Πρέπει να μάθουμε, τι και πώς έγινε, ώστε να μπορούμε να φυλαχτούμε! Λες να ήταν κακοποιοί αυτοί που προκάλεσαν ετούτη την τραγωδία; Πιθανόν κάποιος που προσπάθησε να κλέψει; Να ρωτήσουμε την αστυνομία;» «Η αστυνομία έχει δουλειά! Αλλά τελικά κάτι θα μάθουμε από τις ειδήσεις στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο ή στις εφημερίδες». Λέγανε και ξελέγανε, αλλά ήταν ανίκανοι να διαφωτίσουν αλλήλους και κυρίως τους απόμακρους περίεργους και ανήσυχους γείτονες, εκείνες τις στιγμές  της σύγχυσης.

Η Τζην, αφού συμβούλεψε ακόμη μια φορά τα παιδιά της που στέκονταν απέναντί  της και παρακολουθούσαν με περιέργεια την κίνηση και την εξέλιξη των  γεγονότων σε σχέση με τη ‘θεία Ρουθ’, άρπαξε  τον  φοβισμένο Ντέιβιντ στα χέρια της και με τη Τζούλη,  που κλαίγοντας αρνιόταν να μείνει μακριά από τη μητέρα της, δίπλα της, οδήγησε το αυτοκίνητό της,  ακολουθώντας το ασθενοφόρο που είχε κιόλας αποχωρήσει, ενεργοποιώντας τη σειρήνα του.

Συνεχίζεται…

………………………………………………………………….

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Εἰκόνα Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Twitter. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...