- Ένας Άνθρωπος
από το βιβλίο μου …και ο Θεός έπλασε τον άντρα…
«Έτσι λοιπόν ζούσε ο Μάρκος…. Μόνος, εκεί στο μικρό διαμέρισμά του παρέα με τα βιβλία του, όταν δεν εργαζόταν, κι όταν εργαζόταν, έγραφε. Ήταν δημοσιογράφος, συγγραφέας, ποιητής…»
Ο Μάρκος ήταν ιδιόρρυθμος. Το πίστευε και ο ίδιος δίπλα στους άλλους που τον γνώριζαν και επικοινωνούσαν μαζί του. Είχε ευαισθησίες, πολλές ευαισθησίες και μάλιστα σε βαθμό που ενοχλούσε. Αυτόν με τη σειρά του τον ενοχλούσε αφάνταστα το πρόσωπο της κοινωνίας, τον έτρωγε το άγχος για το μέλλον της κι έτρεχε να δημοσιεύσει άρθρα όπου μπορούσε, κάθε φορά που συνέβαιναν ανορθόδοξα κατά την άποψή του, γεγονότα. Τα κατέγραφε και τα χρωμάτιζε με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο.
Τον πείραζε κατά κόρον το γεγονός ότι οι άνθρωποι ήταν απρόσεκτοι, άδικοι, άπονοι, σκληροί με τον συνάνθρωπό τους αλλά και με τη «μάνα τη Φύση». «Θα μας τιμωρήσει κάποια στιγμή, θα μας τιμωρήσει πανάθεμά μας!» μονολογούσε και σχεδίαζε πάνω στο μπλοκ ένα κύμα τεράστιο να σαρώνει τα πάντα μπροστά του. «Μ’ ένα τσουνάμι… έναν κυκλώνα… ένα σεισμό ίσως, που είναι εξίσου φοβερός… Με την πρόσκρουση της γης με άλλο πλανήτη… ίσως και να είναι ζήτημα χρόνου ο αφανισμός μας. Μπορεί να επέλθει ακόμη και από έναν μετεωρίτη!» σκεφτόταν αγχωμένος και σαν να αφυπνιζόταν μέσα του ένας δαίμονας, καθόταν κι έγραφε ένα νέο άρθρο.
Γνωστοποιούσε, προειδοποιούσε επιστήνοντας την προσοχή των αναγνωστών του στην καλή μεταχείριση της φύσης, την προστασία της από την παντός είδους φωτιά: την αδηφάγα, την άδικη «φωτιά» του πολέμου, την αλλόκοτη «πυρηνική» φωτιά, τη φωτιά του εμφυλίου, τη φωτιά που βάζει το χέρι ενός πυρομανή…
Παρακινούσε ως προς την εκτέλεση των παραινέσεων στην περίοδο ειρήνης στην οποία πορεύονταν και μεταξύ αυτών την πρόληψη και την αναδάσωση για την σωστή διατήρηση και ισορροπία του οικολογικού συστήματος. Το δάσος με την απορρόφηση των υδάτων, με την προστασία που παρέχει στην πανίδα, αποτελεί βασικό δώρο της φύσης στον άνθρωπο. Κι αν τους αποκαλούν «πνεύμονες», είναι μονάχα λόγια… και τίποτα άλλο μα τω Θεώ!» Ας όψονται οι ιθύνοντες.
Κήρυττε λοιπόν την αγάπη προς τα δέντρα, τα φυτά και τα ζώα, το σεβασμό προς τη θάλασσα και το περιεχόμενό της, αλλά κυρίως τα θαλάσσια κήτη. «Φαντάσου ακόμη και οι Ιάπωνες μας δουλεύουν! Τάχα κάνουν έρευνες και μόνο έρευνες δεν κάνουν. Σε λίγο δε θα υπάρχει φάλαινα στον Ειρηνικό! Δεν υπήρχαν μόνο οι άνθρωποι στον πλανήτη!» Τρωγόταν ο Μάρκος με τα παράλογα και με τα άδικα. Όμως όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, ήταν φωνή πνιγμένη στην κουφαμάρα των ενδιαφερομένων που στόχευαν πάντα στο να αγνοούνται οι «επαναστάτες» του είδους του. Έτσι ήταν και έτσι τα είχε βρει ο Μάρκος και η γενιά του, και τα παρόμοια θα εξακολουθούσαν να συμβαίνουν στο μέλλον, αναμφίβολα. Όπως το επέβαλε το κατεστημένο της δύναμης επικρατούσαν τα μεγάλα συμφέροντα. Και επομένως και τα σχετικά με κάποιες πολύ σημαντικές δασικές περιοχές, όπως εκείνες πάνω στις πλαγιές των λόφων της πολιτείας τους. «Κι εκείνο το διώροφο, από τον πατέρα του το βρήκε ο κύριος Ι……….ής;» είχε ρωτήσει τον Νομάρχη σε μία επίσκεψή του στη Νομαρχία ο Μάρκος, κι εκείνος πέρα από το γεγονός ότι «είχε κοκκινήσει σαν παντζάρι», προσποιήθηκε πως δεν καταλάβαινε τι εννοούσε. Ο Μάρκος είχε «τσατιστεί» με τον Νομάρχη -δεν το είχε κρύψει- και είχε γράψει ότι «όταν οι ιθύνοντες ευλογώντας τους αχρείους, ευλογούν τα γένια τους, οπότε οι πρώτοι… είναι δύο φορές αχρείοι!»
Μία ακραία εφημερίδα είχε δημοσιεύσει το «καυτό» άρθρο. Ήταν εφημερίδα της αντιπολίτευσης. Προστέθηκαν πλάγιες κατηγορίες για έναν από τους «σπουδαίους» της «εν δυνάμει» παράταξης, ότι ρουσφετολογούσε λέει σε βάρος της πόλης και κατέστρεφε «τους πνεύμονές της». Έκανε λέει χατίρια για να κερδίζει ψήφους. «Κατακαϋμένη πατρίδα!» πάντα ωχριούσαν «τα δίκαια» μπροστά «στα δίκαια των δυνατών»!
Εκ των πραγμάτων κάποιοι αγανακτούσαν με την αθυροστομία του άντρα και αντιδρούσαν αγανακτησμένοι. «Κόφτου τη γλώσσα για να μάθει!» είχαν πει κατά καιρούς οι πειραγμένοι. «Φταίνε οι εφημερίδες που δημοσιεύουν τα ληβελογραφήματά του! Αυτές πρέπει να τιμωρηθούν!» έλεγαν άλλοι, απαντώντας στους πρώτους. Είχαν βέβαια τα δικά τους συμφέροντα να προασπίσουν, που συνδεδεμένα με τον Τύπο, τα έβλεπαν να ζημειώνονται με την μείωση ζήτησης των δικών τους φύλων.
Οι εφημερίδες τον αγαπούσαν εν γένει τον Μάρκο… αν και στα κρυφά. Ο «ανήρ είχε θράσος», ανατάραζε τα «λιμνάζοντα», πείραζε κάποιους «δυνατούς», υπέσκαπτε κάποιους άλλους, μεμφόταν κάποια κοινωνικά στρώματα και υποδαύλιζε τη φαντασία των νέων, που ήταν και το σημαντικότερο. Δεν ήταν….. φίλος καμιάς χώρας «πέρα από το συνάφι του», απλά γιατί ήξερε πως η αδυναμία κοστίζει και αν η πατρίδα του έμπαινε και κάποια άλλη στιγμή στο μέλλον, στο στόχαστρο, όπως είχε συμβεί «πολλάκις εις το παρελθόν, Θεός φυλάξοι την!» Δεν υπάρχει μπέσα όταν κυβερνούν τα συμφέροντα, τα όποια συμφέροντα τέλος πάντων.
Ο Μάρκος ήταν μοναδικός στο είδος του. Δεν ανήκε σε κανένα πολιτικό κόμμα. Ήταν ένας ιδιόρρυθμος τύπος, ένας επαναστάτης. Αυτό ήταν. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να μπει στα γρανάζια μιας όποιας μηχανής; Αν το έκανε δε θα τολμούσε να μιλάει όπως μιλούσε. Θα δενόταν χειροπόδαρα, θα του κολλούσαν φίμωτρο στο στόμα του, «σκυλί υπόδουλο» στα συμφέροντα κάποιων, πάντα. Αστείο πράγμα και να το σκεφτόταν κανείς αυτό για τον Μάρκο. Όταν μάλιστα κάποιοι μέσω γνωστών του, του είχαν προτείνει να μη γράφει εναντίον συγκεκριμένων, συγκεκριμένου κόμματος «με το αζημείωτο βέβαια», ο Μάρκος είχε γελάσει ειρωνικά: «Ν’ αλυσοδεθώ από μόνος μου; Πού ακούστηκε τέτοιο χωρατό;»
Ο Μάρκος ήταν η εξαίρεση. Έγραφε λοιπόν και δεν τον ένοιαζε αν θα τον κατέτρεχαν, ή τον τιμωρούσαν τελικά για τα «τρελά του». Αδέκαστος, τρομερός γραφιάς, δεινή, καυτή πένα, δριμύ πνεύμα, ένας «αθεόφοβος τρελός» που στην ουσία κανείς δεν τολμούσε να πειράξει, καθώς τα γραπτά του ήταν της αλήθειας και όλοι το ήξεραν, μόνο που οι ίδιοι δειλοί, δεν θα τολμούσαν ποτέ τα παρόμοια.
Η συγκεκριμένη εφημερίδα που τον φιλοξενούσε σε τακτική βάση, τον χρησιμοποιούσε για τους δικούς της σκοπούς: Τη δημοσιότητά της, την πώληση των φύλων της, τη φήμη της… Όμως τον Μάρκο δεν τον ενδιέφερε. Επεδίωκε να περνάει τα μηνύματά του, όπως μπορούσε, άσχετα με τα όποια παρεμφερή συμφέροντα της εφημερίδας.
Κάποιος, προσωπικότητα της πολιτείας, που φρόντιζε να μένει ανώνυμος συγκαλύπτοντας τις προσπάθειές του για το καλό του τόπου, είχε συμπαθήσει τον «άνθρωπο-Μάρκο» και έχοντας αντιληφθεί τις αντιδράσεις πολλών συντοπιτών τους εναντίον του, τον είχε συμβουλέψει.
«Άκου φίλε κι αδερφέ. Φοβάμαι για σένα. Ενοχλείς. Γράφεις πολλά που αναμοχλεύουν το μίσος. Οι μισοί άρχισαν να κυττάζουν τους άλλους μισούς, με υποψία. Οι δασονόμοι τρέμουν για τις θέσεις τους. Μερικοί φοβούνται μήπως κατηγορηθούν ότι κλείνουν τα μάτια σ’ εκείνους που καταπατούν δασικές περιοχές, κι άλλοι μήπως στην περιοχή τους γίνει καμιά πυρκαγιά και θεωρηθούν συνυπεύθυνοι». Ο Μάρκος τον είχε ευχαριστήσει και κυττώντάς τον στα μάτια είχε πει λυπημένα: «Μήπως έχεις την εντύπωση αδερφέ μου ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι; Και κάτι ακόμα: αν σταματήσω να γράφω εγώ, νομίζεις ότι δε θα βρεθεί άλλος να πάρει τη θέση μου; Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που κρατούν τα μάτια τους ορθάνοιχτα για να παρατηρούν, να καταγράφουν και να προειδοποιούν με το όποιο κόστος, ή το όποιο τίμημα. Πώς θα προχωρήσει η ζωή χωρίς αυτόν «τον κάποιο» ν’ ανασκαλεύει την ανθρώπινη συνείδηση; Ακόμη κι όταν λένε γι’ αυτόν ότι είναι «Φωνή βοώντος εν τη ερήμω!»
Ένα πρωί βρήκαν το Μάρκο καθισμένο σε ένα παγκάκι. Είχε παγώσει. Μία μικρή, μαυριδερή τρύπα στο μέτωπό του αποτελούσε τη μοναδική μαρτυρία της εκτέλεσής του. Ένας νεαρός φοιτητής της δημοσιογραφίας είχε παρατηρήσει στο άρθρο του για την εκτέλεση του «επαναστάτη»: «…θύμα στο βωμό της ανικανότητας των ανθρώπων να απολυμάνουν τη φύση από τους θύτες που τη μιαίνουν!»
**********************************************
- Ο «Μοναχός»
Στο βουνό… εκεί ζούσε, σε μία μικρή σπηλιά. Κάπου εκεί κοντά του περνούσε ένα παρακλάδι του ποταμού που διέσχιζε την κοιλάδα πιο κάτω. Ένας χώρος ιερός, ασκητικός, ανθρώπινος. Το λυχνάρι στο τραπέζι όπου έγραφε ή έτρωγε ή μαστόρευε, το στρώμα και τρεις κουβέρτες ήταν τα έπιπλά του. Το καμινέτο, μία κατσαρόλα, ένα-δυο πιάτα και ισάριθμα ποτήρια, ήταν τα επιπλέον, που μαρτυρούσαν ότι δεν είχε αποβάλλει εντελώς τις συνήθειές του, της κοινωνικής μονάδας. Είχε μαζί του έναν κάτασπρο σκύλο, τον Άγγελο, και είχε φτιάξει ένα φιλόξενο κοτέτσι με πέντε κοτούλες που όλες έφεραν γυναικεία ονόματα: Κούλα, Βασούλα, Βαγγελίτσα, Βικτωρούλα, Λιτσάκι.
Μόνος και ξεχασμένος όπως το είχε επιδιώξει, όταν παρουσιαζόταν στην πόλη, τον χαιρετούσαν ελάχιστοι μ’ ένα: «Γεια σου βρε Νίκο! Τι χαμπάρια; Χάθηκες!» απομεινάρια γνωριμιών της αλλοτινής του ζωής, τότε που φοιτούσε στη Θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου… «Ε, όχι και χάθηκα… έχω και δουλειές!» έλεγε μετριόφρονα, μ’ ένα συμμαζεμένο χαμόγελο και απομακρυνόταν όσο πιο γρήγορα γινόταν.
Ε, ναι, κατέβαινε που και που για να πάρει τους τόκους από κάποια χρήματα που είχε καταθέσει -χρόνια τώρα-πουλώντας το πατρικό του. Ήταν έλεγαν, συγγραφέας και αγιογράφος. Κανείς δεν ήξερε, αλήθεια. Δεν ήξεραν πού έμενε, δεν ήξεραν πώς ζούσε, αν ήταν μόνος ή αν είχε φίλο ή σκύλο ή γυναίκα… Γυναίκα; Αυτό ίσως ήταν το «μόνο πράγμα» που δε θα έβαζε ποτέ στη ζωή του ο άνθρωπος. Ήταν πέρα για πέρα «μοναχός» με όλη την έννοια της λέξης. Ένας αγιάνθρωπος στην ουσία, αν πιστεύει κανείς ότι η γυναίκα είναι ο «σατανάς που παραπλανά το «άγιο κτίσμα του θεού», τον άντρα!»
Ο Νίκος είχε μάθει από μικρός, ότι ο άντρας είναι ον με κατευθύνσεις, είναι το πλάσμα του Θεού και μάλιστα το θνητό αντίγραφό του, και η γυναίκα το παράπλευρο κομμάτι του σώματός του, οπότε δεν ήταν απευθείας ή από πρώτο χέρι, πλασμένη από το Θεό. Αυτή η πίστη τον βόλευε άλλωστε, καθώς τον βοηθούσε να αισθάνεται ότι ήταν απόλυτα φυσικός… αν όχι τίποτα άλλο… ο βίος που διήγε τέλος πάντων!
Αλλά δεν πίστευε και σε τίποτα περισσότερο ο άνθρωπος. Αγαπούσε τη μοναξιά του και όταν ξημέρωνε, αφού τακτοποιούσε τα ζώα του, έψηνε ένα τσάι κι έτρωγε ένα αυγουλάκι. «Νά ‘ναι καλά οι γυναίκες μου!» έλεγε εννοώντας τις κοτούλες του. Ναι αυτές του πρόσφεραν κάτι πολύ χρήσιμο, τ’ αυγουλάκια τους και αν έβγαινε και κανένα μικρούλι από αυτά -όταν τα άφηνε στην κλώσα- του επέτρεπε να μεγαλώσει. Έσφαζε τότε την παλιά κότα που γερασμένη πια όφειλε να παραχωρήσει τη θέση της στο κοτέτσι, σε μια νια. Από την σφαγμένη παλιά κότα, έβγαινε πεντανόστιμο το ζουμάκι που το φύλαγε μια-δυο μέρες για να πίνει κι από λίγο σα φάρμακο, κυρίως το χειμώνα με τα κρύα. Για να καρδαμώσει λοιπόν έτρωγε και το ελαφρύ άσπρο στηθάκι της. Χρειαζόταν αυτή η ανακύκλωση, όπως συμβαίνει με όλα τα καλά σ’ ετούτο τον κόσμο: όταν μεγάλωναν λοιπόν οι κότες του κι άφηναν απογόνους, τις έσφαζε, και οι θυγατέρες τους -οι νιες κοτούλες- έπαιρναν με τη σειρά τους τα ονόματα των μανάδων τους κι έτσι υπήρχε μία καταπληκτική διαπίστωση κληρονομικότητας στο κοτέτσι του!
Με τους γιατρούς δεν είχε πάρε-δώσε. Μια φορά που είχε κρυώσει είχε βάλει κομπρέσες με ρίγανη και λάδι στο στήθος του –κάπου το είχε ακούσει, ίσως από τις γιαγιάδες του ή από τους παππούδες του, δεν θυμόταν τώρα πια-, ρούφαγε φρέσκια μέντα στην τσάφκα του κι έτρωγε σκόρδα με τη σέσουλα, από την αρμαθιά που είχε φτιάξει με τα δικά του, τα φυτευμένα στον κηπάκο του: «μόνο οικολογικά προϊόντα!» έλεγε μονολογώντας και γελούσε ευχαριστημένος. Έκοβε και κανένα φρούτο από την μανταρινιά του προς το χειμώνα ή κανένα κορόμηλο το καλοκαίρι, από την «εκ Θεού πεφυτευμένη κορομηλιά» εκεί δίπλα του. Όταν κατέβαινε στην πόλη αγόραζε φρέσκο ψωμί που η κόρα του το έκανε ακόμη πιο λαχταριστό, τυρί φέτα, λάδι, σαπούνι και κανένα πάναντολ για τους πονοκεφάλους του, αν και αυτό ήταν σπάνιο φαινόμενο για την αφεντιά του. Μία φορά στις τόσες αγόραζε κανένα εσώρουχο ή κανένα ρούχο για να μην κρυώνει. Δεν ήταν δα και άνθρωπος των σπηλαίων ο χριστιανός! Στον 21ο αι. ζούσε, είχε και πανεπιστημιακή μόρφωση… Άλλα ήταν τα αίτια που τον είχαν απομακρύνει από την πολυκοσμία της πολιτείας και από την καθημερινή ματαιότητα, που μόνο κακό έκανε.
Μια μέρα τον ακολούθησε από μακριά, και εν αγνοία του, ένας αλλοτινός του φίλος. «Να μη μείνει καμιά μέρα ξερός ο άνθρωπος και δεν τον πάρει κανείς είδηση, έτσι μοναχός που ζει», είχε σκεφτεί. Τον είχε ακολουθήσει με το αυτοκίνητό του: όταν εκείνος είχε επιβιβαστεί στο λεωφορείο αρχικά και ύστερα όταν κατέβηκε από αυτό, τον ακολούθησε με το αυτοκίνητό του, εξ αποστάσεως πάντα και μέχρι ενός σημείου τελικά. Ύστερα αναγκάστηκε να παρκάρει το όχημά του και να ακολουθήσει τον Νίκο, μέσα από ένα καλογραμμένο μονοπάτι ανάμεσα σε μυρτιές, βατομουριές και αγριοκορομηλιές.
Δεν είχαν περπατήσει περισσότερο από σαράντα λεπτά όταν από κάποια απόσταση, τον είδε να μπαίνει σε μια εσοχή στους πρόποδες του βουνού. «Δεν είναι κι άσχημα εδώ πάνω, μα τω Θεώ!» είχε θαυμάσει ο άντρας βλέποντας στα πόδια του τη μικρή κοιλάδα από το ένα μέρος και μέρος της πόλης από το άλλο. «Καλά βολεύεται ο άνθρωπος. Λεωφορείο ως το μονοπάτι και άντε και τρία τέταρτα δρόμος… γυμναστική είναι στον πάτο της γραφής. Τον άθλιο, δίπλα μας είναι και δεν το ξέραμε!» χαμογέλασε με συμπάθεια.
Προχώρησε ήσυχα, προσεκτικά. «Νίκο, ε Νίκο!» φώναξε σε ελάχιστη απόσταση από το άνοιγμα, όπου τον είχε δει να μπαίνει. Ο Νίκος εμφανίστηκε, σχεδόν αμέσως. «Έλα Παύλο… καλώς ήρθες!» είπε εκείνος εκπλήσσοντας τον Παύλο, με την ηρεμία του. Λες και τον περίμενε. «Μη με κυττάζεις σα να είμαι φάντασμα. Ήξερα πως μ’ ακολουθούσες. Σε είδα από το παράθυρο του λεωφορείου και ύστερα σ’ ένιωθα πάντα πίσω μου. Ήθελα να δω πώς θα φερθείς, να δω τις αντιδράσεις σου. Δεν πειράζει που με παρακολούθησες μέχρις εδώ. Δεν κρύβομαι. Να το ξέρεις, σου λέω την αλήθεια». «Καλά Νίκο φίλε, δεν είπα κάτι τέτοιο. Απλά σκέφτηκα ότι είναι καλό να ξέρει κάποιος που είσαι… Άνθρωποι είμαστε», είπε μετριόφρονα ο Παύλος. «Ευχαριστώ πολύ, που ενδιαφέρεσαι αν και μπήκες σε κόπο με αυτό που έκανες» είπε ο Νίκος και συμπλήρωσε: «Είναι γεγονός ότι με γοητεύει ετούτη η ερημιά». «Δεν μπορώ να το πιστέψω απόλυτα, αλλά θα το δεχτώ μα την αλήθεια» είπε ο Παύλος.
Τον κύτταξε σα να τον πρωτο αντάμωνε. «Μα τι κάνεις εδώ πάνω ολομόναχος; Είσαι μήπως άρρωστος και κρύβεσαι;» ρώτησε πάλι και τον κύτταξε με συμπόνοια. Ο Νίκος χαμογέλασε. «Όχι… Καλά είμαι… Μια χαρά είμαι. Αλλά πρέπει να δεχτείς και να καταλάβεις ότι μου αρέσει αυτός ο τρόπος ζωής, είναι να… πώς το λένε; η επιλογή μου. Είναι σωστή αυτή η επιλογή μου. Αυτό θα ήθελα να τονίσω. Αισθάνομαι ελεύθερος, σαν τον Πρωτότοκο στον Παράδεισο… Σέβομαι την πολύτιμη μοναξιά μου… Άραγε το καταλαβαίνεις αυτό που λέω;» Ο Παύλος μάλλον «εκ συνηθείας» αντιστέκεται στα όσα ακούει. Επιμένει. «Μα θα μπορούσες να ζεις κοντά μας, να σε βλέπουμε, να εργάζεσαι όπως και πριν, να προσφέρεις και να ζεις σαν άνθρωπος και κανονικά… μέσα σ’ ένα σπίτι. Όχι έτσι, σαν άνθρωπος των σπηλαίων! Αποφεύγεις!..» Ο Νίκος γέλασε. «Δεν αποφεύγω τίποτα. Μια χαρά είμαι πίστεψέ με. Έχω όλα όσα χρειάζομαι. Κάποια στιγμή θα κατεβάσω τη ζωγραφική μου στην πόλη…» «Ζωγραφική είπες; Ζωγραφίζεις; Α ναι, ναι βέβαια… Θυμάμαι τότε στο Πανεπιστήμιο, που κάπου και που μας παρουσίαζες και κανένα δείγμα του ταλέντου σου. Το είχα ξεχάσει, φίλε μου». Ο Νίκος χαμογέλασε. «Ναι… και γράφω… γράφω για εκείνα που δεν έμαθα στα σχολεία και στο Πανεπιστήμιο, για όλα όσα δεν λέγονται όταν καταλαμβάνεις τα θρανία και που οι ακαδημαϊκοί τ’ αποφεύγουν, καθώς μπορεί να θεωρηθούν προπαγανδιστές μιας κάποιας θεωρίας και μπορεί να χαλάσει η φήμη τους… και χάσουν και τη δουλειά τους. Εγώ φίλε μου, σέβομαι πρώτα τον εαυτό μου και παρουσιάζω την αλήθεια, όπως τη βλέπω από το πρίσμα της μοναξιάς μου. Χαίρομαι για την αγιοσύνη του ανθρώπου όταν την μπορεί, μακριά από την κοινωνία κι όμως πέρα για πέρα μέσα σ’ αυτήν. Μ’ αρέσει αυτή η ερημιά, αυτή η μοναξιά. Αυτό που αποκαλείς εσύ ζωή των σπηλαίων… εγώ την αποκαλώ καταφύγιο από την τρέλα».
«Τι γράφεις λοιπόν;» ρώτησε ο Παύλος με ενδιαφέρον. «Γράφω για τον ευφυή άνθρωπο, που αφού έγινε πρώτα άνθρωπος, ύστερα σοφίστηκε πώς να καταστρέφει τον συνάνθρωπό του για να τον τραβολογάει στην ανάγκη του. Εν ολίγοις, εξελισσόμενος ο άνθρωπος έγινε ακριβώς το αντίθετο: απάνθρωπος. Κατάλαβες; Ένα νόμισμα που οι δύο όψεις του καλός-κακός, εξελίχτηκαν τελικά να ισοδυναμούν: καλός-κακός = κακός. Η επιτυχία και η δύναμη δεν αποκτώνται για την πλάκα. Έχουν τον σκοπό τους που δεν είναι άλλος από το control και το management. Με καταλαβαίνεις; Κι ύστερα όταν οι κακομοίρηδες οι μικράνθρωποι επαναστατούν κατά της εξουσίας που τους ρουφάει το αίμα, εκείνοι και πάλι εφευρίσκουν μία πολιτική θεωρία για να τον καλοπιάσουν… Μιλάνε για ανθρώπινα δικαιώματα… Δίνοντάς του δήθεν πανανθρώπινα δικαιώματα, τους ωθούν ώστε να συνεργούν και πάλι στην ίδια κατάληξη: να δίνουν το δικαίωμα συγκέντρωσης της δύναμης σε μια χούφτα ανθρώπων -τους ηγέτες τους- ώστε να αστυνομεύουν την τήρηση αυτών… αστυνομεύοντας εκ νέου τον δότη τους δηλαδή τον αδύνατο άνθρωπο τελικά. Φαύλος κύκλος! Κατάλαβες τι σου λέω; Είναι μεγάλο το κόλπο του ανθρωπισμού του, τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Εν ονόματί τους, τώρα επιβάλλει τους αντιτρομοκρατικούς νόμους, σε μία εποχή που η τρομοκρατία επιβάλλεται εκατό τα εκατό από τους δυνατούς στους αδυνάτους, που επαναστατούν τελικά οι ταλαίπωροι χρησιμοποιώντας τη μέθοδο που οι δυνατοί εφαρμόζουν, εκείνη της τρομοκρατίας!..»
Ο Παύλος κουνάει το κεφάλι του. «Ναι φίλε μου… είναι θλιβερά όλα αυτά!» «Δεν υπάρχει ισορροπία στη ζωή, λείπει εντελώς ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στη δύναμη και στην αδυναμία, στον πλούτο και στη φτώχεια» είπε πάλι ο ερημίτης καλλιτέχνης.
Έχοντας πει αυτά, πιάνει τον Παύλο από το μπράτσο και τον οδηγεί στη σπηλιά του. «Έλα Παύλο. Θέλω να σου δείξω τον πόνο που τρώει τα σωθικά μου…» λέει και τον φέρνει μπροστά σε έναν από τα τοιχώματα της σπηλιάς. Τραβάει ένα μεγάλο σεντόνι. Είναι ένας τεράστιος πίνακας: ένας τεράστιος ημίγυμνος, πληγωμένος Χριστός που γελάει ειρωνικά. Κρατάει το αγκαθωτό στεφάνι στ’ αριστερό του χέρι με απαξίωση και το δεξί του -σφιγμένη γροθιά- είναι υψωμένο εναντίον του ουρανού που τον κυττάζει με σφιγμένα τα πικραμένα χείλια. Γύρω του οι άνθρωποι τραγουδούν, τινάζονται στον αέρα με μακαρόνια δυναμίτη, σκοτώνουν και σκοτώνονται. Ένα πυρηνικό μανιτάρι καταβροχθίζει δύο πολιτείες, και τα νοσοκομεία γεμίζουν με ό,τι απόμεινε: παραμορφωμένα ημιθανή όντα. Πιο πέρα κάποια ρακένδυτα παιδιά ψάχνουν σε σωρούς σκουπιδιών και δίπλα κάποιες απαίσιες λιγδερές γυναίκες γυμνώνονται μπροστά στα μάτια πεινασμένων «λυκανθρώπων», που με γλώσσες κρεμασμένες προσπαθούν να γλύψουν τις γυαλιστερές από τον ίδρωτα βρώμικες σάρκες τους. Δίπλα απλώνεται η έρημος, όπου κουφάρια μαύρων καταβροχθίζονται από τεράστιους κόνδορες ή άλλα όρνια και οι πολιτισμένοι λευκοί απολυμαίνουν τον τόπο ψεκάζοντάς τον. Ένα τεράστιο κύμα -ένα τσουνάμι- που έρχεται απειλητικό από πάνω από τη δεξιά άκρη του πίνακα, είναι έτοιμο να καταπιεί όλα όσα απεικονίζονται. Η απειλητική παρουσία του, η ικανή να καταπιεί και να σαρώσει τα πάντα στο πέρασμά του, είναι η μοναδική διέξοδος στην μόλυνση που επικρατεί.
Ο Παύλος κάνει μία γκριμάτσα. Κουνάει το κεφάλι του. «Ευτυχώς φίλε μου που η κοινωνία ψοφάει για διαστρεβλωμένες καταστάσεις πάνω στον καμβά. Αλλιώς…» «Ο άνθρωπος πρέπει να μάθει να κυττάζει την αλήθεια στα μάτια. Αυτοί είμαστε: «Ανθρωπόμορφα Τέρατα». Κάνουμε πως λυπόμαστε, κάνουμε πως πονάμε για τον άλλον… στην ουσία φοβόμαστε για τα τομάρια μας, γιατί θα μπορούσε να συμβεί και σ’ εμάς και πασχίζουμε να γίνουμε παντοδύναμοι, untouchable!.. Ευτυχώς που η φύση έχει ένα σύστημα ανακύκλωσης που είναι και το ευφυέστερο φίλε μου. Έτσι, όταν πια φτάνουμε στο αποκόρυφο της αποκοτιάς, μας δίνει μια και πάει…» λέει ο Νίκος ήσυχα. Ο Παύλος τον κυττάζει. «Τι θέλεις να πεις;» «Τίποτα. Θέλω να πω πως βρήκα την ηρεμία μου εδώ πέρα. Κατεβαίνω μόνο για κάποια υλικά κι εξαφανίζομαι στα γρήγορα. Τώρα που μου έκανες την τιμή να μ’ ακολουθήσεις, θα σε παρακαλέσω να με βοηθήσεις με τη ζωγραφιά αυτή. Θέλω να την δείξω και να την πουλήσω. Χρειάζομαι τα χρήματα… θα σου εξηγήσω εν καιρώ», λέει και τον κυττάζει μέσα από τα παράθυρα των ματιών του κατευθείαν μέσα στην ψυχή, με τη δική του, τη μυστικοπαθή. Ο Παύλος ταράζεται. Ανταποδίδει το κοίταγμα του Νίκου. Είναι ήρεμος, τον προσέχει καλά. Σκέφτεται για λίγο και ύστερα λέει: «Εντάξει. Άσε με να το κυττάξω λιγάκι». «Ευχαριστώ φίλε!» λέει ο Νίκος απλά.
Ένα μήνα αργότερα άρθρο σε εφημερίδα γράφει: «Ένας καταπληκτικός πίνακας κρεμάστηκε εχτές στην Πινακοθήκη της Πόλης μας. Το ταλέντο που κρύβεται πίσω απ’ αυτόν, δεν αποκαλύφθηκε. Ανήκει σ’ άγνωστο καλλιτέχνη που επιμένει ν’ αναγνωρίζεται μόνο από τα γράμματα Ν. Ζ. Ο πίνακας πουλήθηκε σε πλειστηριασμό για είκοσι χιλιάδες Ευρώ. Εκπρόσωπος του καλλιτέχνη και αρχικός εκτιμητής του έργου υπήρξε ο Παύλος Χνουτάκης, ο διευθυντής της Πινακοθήκης της Πόλης μας. Τα χρήματα από την πώληση του αριστουργήματος θα διατεθούν υπέρ του Νοσοκομείου Ανιάτων. Η συγκινητική προσφορά του ανθρώπου που επιμένει να παραμείνει εκτός του σκηνικού της πόλης μας και μακριά από τα μάτια των θαυμαστών του, είναι το ελάχιστο, όπως δήλωσε στον κ. Χνουτάκη, που μπορούσε να προσφέρει άνθρωπος προς τον συνάνθρωπο. Αναρωτιόμαστε αν θα μας κάνει την τιμή να στολίσει και κάποιους άλλους χώρους Δημοσίων Υπηρεσιών της πόλης μας, με έργα του. Αναρωτιόμαστε πότε θα έχουμε την τιμή να σφίξουμε τ’ άξια χέρια του και να τον συγχαρούμε αυτοπροσώπως τόσο για το καταπληκτικό του ταλέντο όσο και για την ανθρωπιά του και τη γενναιοδωρία του !»
Ο Νίκος πέταξε τα αποκόμματα των εφημερίδων στο μικρό τζάκι της σπηλιάς του. Δεν είχε ανάγκη να κρατήσει τίποτα από εκείνα που είχαν γραφεί «υπέρ» του, από τους συντοπίτες του. Η φήμη ήταν εφήμερη και το ήξερε. Ένα είχε σημασία: η δουλειά του είχε πιάσει τόπο και είχαν βοηθηθεί κάποια άτυχα πλάσματα. Τι άλλο θα μπορούσε να ευχαριστήσει τον άνθρωπο περισσότερο απ’ αυτό; Δεν ήταν μία απόδειξη ότι οι άνθρωποι είχαν ακόμη ψυχή; Γέλασε κυττάζοντας τον ουρανό: «Καλά πήγαμε φίλε μου! Ξετρυπώσαμε την ευαισθησία και τη γενναιοδωρία του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο. Άντε, πάω για ύπνο τώρα!»
τέλος….