Β’. Οι Έλληνες, και η προσαρμογή τους στην Αυστραλία
Β’. 1. Παράγοντες και Θεσμοί που έχουν συμβάλλει στη διατήρηση και στην πτώση της Ελληνικής Γλώσσας, στους Έλληνες της πρώτης γενιάς στην Αυστραλία ( Sydney, April 1995)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΕΙΡΆ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΟΜΟΣ Α΄, Σύδνεϋ 2014
Μία ελάχιστη εισαγωγή: Το θέμα αφορά συνισταμένη πολλών επί μέρους θεμάτων, τα οποία έχουν ως επίκεντρο τους παράγοντες ή θεσμούς που συνέβαλαν στην διατήρηση ή στην πτώση της Ελληνικής γλώσσας στους Έλληνες της πρώτης γενιάς στην Αυστραλία.
Η γλώσσα και ο πολιτισμός των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία: Η Γλώσσα είναι ένα χώρος ευρύτατος και πολύ-μελετημένος. Γλώσσα σημαίνει λόγος, πολιτισμός, παιδεία, σημαίνει άνθρωπος που τη χειρίζεται ανάλογα με τις ανάγκες του τις προσωπικές και ακόμη περισσότερο τις επαγγελματικές. Με τη γλώσσα ο άνθρωπος εκφράζει σκέψεις, έννοιες, αισθηματικές και κοινωνικές ανάγκες, με απώτερο σκοπό την επικοινωνία με τον απέναντι. Η γλώσσα είναι το εργαλείο-ταυτότητα ενός λαού, «Η γλώσσα του λαού είναι η Αγία Ανάσταση» λέει χαρακτηριστικά ο Πρεβελάκης[1]. Χωρίς γλώσσα ο άνθρωπος απομονώνεται, καθώς αυτή είναι συνυφασμένη με αυτόν τον εαυτό του, την προσωπικότητά του, τα βιώματά, τα βιώματα της φυλής του και τον πολιτισμό της. Αλλάζοντας τρόπο ζωής, αλλάζοντας τον χώρο όπου διαβιώνει και κυρίως τη γλώσσα, δεν σημαίνει ότι αυτόματα ο άνθρωπος υποχρεώνεται ως μονάδα να αποβάλλει πολλά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, ν’ αλλάξει ολικώς ή έστω μερικώς τον τρόπο της σκέψης του, για να υιοθετήσει το νέο-ξένο με στόχο την επικοινωνία του και περαιτέρω την προσωπική του ικανοποίηση. Απλά χρειάζεται να οπλιστεί με επιπλέον γνώσεις και να εκπαιδευτεί, έστω και μετά την άφιξή του στον όποιο ξένο τόπο, ώστε να καταστεί εύκολη και ευχάριστη η ζωή του.
Με την άφιξή του στην Αυστραλία ο Έλληνας μετανάστης, συχνά χωρίς την απαραίτητη εκπαίδευση στη δική του γλώσσα, αναγκάστηκε να υποστεί και να ανεχθεί την οδυνηρή διάκριση, καθώς η νέα γλώσσα ως άγνωστη αρχικά και αργότερα μέχρι ενός σημείου, εργαλείο επικοινωνίας, αποτελούσε εμπόδιο για την πλήρη και εφ’ όλης της ύλης, επικοινωνία του με τον Αγγλο – Αυστραλό κυρίως, συνάνθρωπό του. Υπό την πίεση της καθημερινότητας αναγκάστηκε να αλλάξει πολλά από τα κεκτημένα του και να προσαρμοστεί όσο μπορούσε καλύτερα στη νέα γη της παραμονής του.
Το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον της Αυστραλίας επεδίωκε την πολιτική του melting pot, παρόμοια όπως και οι ΗΠΑ. Παράλληλα όμως είναι επιβεβαιωμένη και η αρνητική τάση του μετανάστη εν γένει, να δεχτεί μια τέτοια αλλαγή, πρώτον γιατί είναι αδύνατη και δεύτερον γιατί είναι ώριμος και επομένως είναι αδύνατον να ταυτιστεί με τους Αγγλο-Αυστραλούς, με τον τρόπο που η χώρα θα ήθελε, επεδίωκε και προφανώς θα επιδιώκει μεθοδικά στο διηνεκές.
Ο Έλληνας μετανάστης κουβαλά μέσα του αδιάσειστα χαρακτηριστικά: την παράδοσή του και άσχετα με την κοινωνική τάξη ή την εκπαίδευσή του. Έχει γνώση της καταγωγής του και γνωρίζει την ιστορία του, τουλάχιστον των δύο τελευταίων αιώνων. Είναι δεδομένο ότι η ιδεολογία για την ελευθερία και την ανεξαρτησία, είναι δεμένα άρρηκτα με τη γλώσσα, το λόγο.
Τη δύναμη της γλώσσας την αισθάνεται ο Έλληνας σαν κάτι έμφυτο μέσα του, περισσότερο ίσως από κάθε άλλον μετανάστη σε ετούτη την ήπειρο. Η γλώσσα του διατηρήθηκε ακατάλυτη στους αιώνες, δοκιμάστηκε από τον Τουρκικό ζυγό των τεσσάρων αιώνων (αλλού όπως στην Ήπειρο, στη Μακεδονία ή στην Κρήτη για πέντε αιώνες) και αναδύθηκε αλώβητη και νικήτρια μέσω της Δημοτικής ποίησης. Και ενώ η μεγαλουργούσα Ευρώπη πίστευε ότι ο Ελληνισμός κατά την τουρκική κατοχή, διέρχονταν σκοτεινούς αιώνες αφανισμού του ‘πάλαι’ μεγαλείου της, αποδείχτηκε ότι αυτοί οι ‘σκοτεινοί’ αιώνες, ήταν αιώνες συσπείρωσης του Γένους και προσπάθεια διάσωσης του Ελληνισμού, όπως αποδεικνύει ο μεταφερόμενος προφορικός Λόγος στη Δημοτική Ποίηση.
Η λέξη διάλογος ‘λέξη ελληνικής καταγωγής’[2] είναι αληθινά προϊόν της Ελληνικής ιδιοφυΐας. Ο Έλληνας αγαπά το λόγο, τη συζήτηση- διάλογο, και δεν χρειάζεται την όποια είδους μόρφωση για να εκφράσει τις απόψεις του σε όλα τα θέματα, αρχίζοντας από τα οικιακά, τον κήπο, τη μαγειρική ή τον πολιτισμό εν γένει, και επεκτείνεται στην πολιτική ζωή, ακόμη και στην επιστήμη. Και το έχει ήδη αποδείξει τελικά με το αυτούσια δικό του δημιούργημα, τη δημοτική ποίηση.
Στην Αυστραλία το πρόβλημα επικοινωνίας με τους αγγλόφωνους, δεν κατέβαλε τον Έλληνα μετανάστη. Μπορεί να πληγώθηκε κάπως η υπερηφάνεια του, στάθηκε όμως ορθός και απτόητος στις αντιξοότητες που αντιμετώπιζε, σε όλα τα μέτωπα και κυρίως στο θέμα της γλώσσας, που αποτελούσε εφαλτήριο βάση για την πρόοδό του στο αγγλόφωνο περιβάλλον της νέας Γης. Προσπάθησε να βοηθήσει τον εαυτό του χρησιμοποιώντας και πάλι την πολιτιστική κληρονομιά του. Ότι λοιπόν δεν μπορούσε να προφέρει ή να κατανοήσει πλήρως, το μετέφερε στο δικό του λεξιλόγιο, με την προσθήκη μίας ελληνικής κατάληξης στις αγγλόφωνες λέξεις που αντιμετώπιζε. Για παράδειγμα τις αγγλικές λέξεις: bus, beach, sandwich, τις έκανε δικές του προσθέτοντας ελληνικές καταλήξεις μπάσι, μπίτσι, σέμιτζα (η λέξη sandwich αλλάζει και φωνητικά).
Σύντομο ιστορικό της άφιξης, της εγκατάστασης και του επίπεδου διαβίωσης των Ελλήνων μεταναστών Down–Under: Κατά την περίοδο της εγκατάστασης των πρώτων Ευρωπαίων στην Αυστραλία το 1788 και μέχρι την έναρξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, οι περισσότεροι μετανάστες στην Αυστραλία ήρθαν από την Αγγλία. Το 1945, πάνω από το 90% του πληθυσμού της ήταν Βρετανοί[3]
Τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης στην Αυστραλία δεν υπήρχε κανένα πρόγραμμα που να ανταποκρίνεται στις ικανότητες ή τις ανάγκες του μετανάστη. Την περίοδο όμως της ελληνικής μαζικής μετανάστευσης 1950-1960, οι Έλληνες μαζί με τους μετανάστες από άλλες χώρες, αποτέλεσαν το εργατικό υλικό, ανθρώπινη μάζα τύπου ρομπότ, για τα εργοστάσια ή άλλες δύσκολες ή βαριές εργασίες εκεί όπου υπήρχε έλλειψη χεριών, και όπου δεν απαιτείτο η Αγγλική στο βαθμό δεξιότητας. Με τον τρόπο αυτό αγνοήθηκαν εντελώς οι ανάγκες των μεταναστών, μεταξύ των οποίων και η ανάγκη εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας, που ήταν απαραίτητο εργαλείο εκτός του εργοστασίου, όχι μόνο για την επικοινωνία αλλά και για την εξέλιξη της προσωπικότητας του μετανάστη. Η άγνοια της γλώσσας ήταν ένα σοβαρό μειονέκτημα, που έφερνε τους μετανάστες σε δύσκολη θέση, σε κάθε βήμα της καθημερινότητας και τους υποβίβαζε στα μάτια των αγγλόφωνων συμπολιτών τους. Η πρόνοια, η στέγαση, η στοιχειώδης βοήθεια σε οποιοδήποτε χώρο, απαιτούσε την παρουσία διερμηνέα, υπηρεσία που δεν ήταν διαθέσιμη παντού και πάντα, για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι Αγγλο-Αυστραλοί κατείχαν τις θέσεις των αφεντικών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Έλληνες μαζί με τους άλλους, διαφορετικής προέλευσης μετανάστες, επέκειντο την καθοδήγηση ή την όποια είδους χειραγώγηση, της οποιασδήποτε προσωπικότητας που κατείχε την αγγλική γλώσσα. Έχει διαπιστωθεί και καταγραφεί η επιδεικτική περιφρόνηση των Αγγλο-Αυστραλών προς τους μετανάστες, επειδή μειονεκτούσαν ως προς τη γλώσσα, και πολύ περισσότερο, όταν επρόκειτο για πρόβλημα, όπως μία άδικη συμπεριφορά. Ο μετανάστης δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους συμπεριφορές, καθώς δεν ήταν σε θέση να διατυπώσει τα προβλήματά του ή τα όποια παράπονά του. Τα προβλήματα λοιπόν ‘μποτιλιάζονταν’ μέσα του. Το ηθικό του ήταν διαρκώς μειωμένο -‘πεσμένο’- και η μόνη ανακούφισή του ήταν η καλή απόδοσή του στον χώρο της εργασίας του για την εξασφάλιση του μισθού του, η οικογένειά του εφόσον υπήρχε, η επικοινωνία και οι συναντήσεις του με τους συγγενείς ή φίλους, αν και εφόσον υπήρχαν αυτοί.
Τα σπορ αλλά και τα παιχνίδια τράπουλα ή τάβλι και σπανιότερα το σκάκι, τον βοηθούσαν να ξεφεύγει από τη θέση του, του ‘ρομπότ’ του εργοστασίου και να επανέρχεται στην κοινωνικότητά του. Την περίοδο 1950-1960, ο Έλληνας αγαπούσε το σπορ της πάλης και το ποδόσφαιρο και ετούτα τα δύο, τον βοηθούσαν ουσιαστικά στη διέξοδό του από το άγχος και την απομόνωσή του, από την Αυστραλιανή κοινωνία, που απλά ήταν και αφιλόξενη απέναντί τους, πέρα από την εκμετάλλευσή τους. Ο απόγονος του Οδυσσέα δεν αισθανόταν ότι σε ετούτη τη χώρα, μπορούσε να αποδεχτεί εκείνο που πίστευε ανέκαθεν, δηλαδή ‘όπου γης πατρίς’. Υπό την απάνθρωπη πολιτική της ‘αγγλοκρατούμενης’ Αυστραλίας, αδυνατούσε να γίνει μέρος της κοινωνίας της, αφού του απαγόρευαν να είναι ο εαυτός του, τελικά. Η όποια βοήθεια, από το αυστραλιανό κράτος απέβλεπε την συγχώνευση των μεταναστών με τον προϋπάρχοντα Αγγλο-Αυστραλιανό πληθυσμό. Όμως ετούτο το ‘μακάβριο’ πείραμα, παρά την επίμονη εφαρμογή του, απέτυχε παταγωδώς.
Η παιδεία των Ελλήνων μεταναστών και η αγγλική γλώσσα: Χαρακτηριστικό είναι επίσης και ένα άλλο φαινόμενο, που καταγράφτηκε την περίοδο 1950-1960, και ενωρίτερα. Η μάζα των μεταναστών από τον ελλαδικό χώρο, υστερούσε εκπαίδευσης πριν από την περίοδο των πολέμων και στην διάρκεια αυτών. Αργότερα με την άφιξη Ελλήνων προσφύγων, εξαιτίας της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, πολλοί μορφωμένοι Έλληνες πρόσφυγες και μη βρήκαν το δρόμο τους για την Αυστραλία. Πολλοί από τους Έλληνες πρόσφυγες πέρασαν στην Αίγυπτο όπου και παρέμειναν, κάποιοι όμως από αυτούς έφυγαν από την Αίγυπτο, και πήραν το δρόμο της μετανάστευσης στην μακρινή από την Μεσόγειο, χώρα της Αυστραλίας. Στο μεσοδιάστημα τα παιδιά των πρώτων Ελλήνων μεταναστών, που είχαν καταφτάσει στην Αυστραλία πολύ πριν, από τον Δεύτερο κυρίως Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν αρχίσει να παίρνουν τη νοοτροπία των Αυστραλών. Έχουν γεννηθεί και έχουν εκπαιδευτεί εδώ, επομένως ομιλούν την αγγλική που είναι η μητρική τους γλώσσα, άπταιστα. Είναι Αυστραλοί υπήκοοι από Έλληνες γονείς. Ετούτα τα παιδιά βαδίζουν την οδό που ακολουθούν οι Αγγλο-Αυστραλοί της ίδια γενιάς, στην ίδια χώρα, ως ισότιμοι πλέον πολίτες της και όμοιοί τους.
Οι μορφωμένοι Έλληνες μετανάστες και επιπλέον τα Αυστραλο-Ελληνόπουλα της πρώτης γενιάς είναι σε θέση να βοηθήσουν, με τις σπουδές που έχουν κάνει και με τις ειδικότητες που έχουν αποκτήσει, τους ομογενείς, οι οποίοι έχουν έρθει στην Αυστραλία την περίοδο του 1950-1960. Κάποιοι από ετούτους τους μορφωμένους νέους αναλαμβάνουν να εργαστούν ως διερμηνείς. Έτσι οι ομογενείς που είχαν διέλθει καταστάσεις απορίας, βαθμηδόν μεν, αλλά σίγουρα, αποκτούν ένα προνόμιο που καθιστά τη ζωή τους ευκολότερη.
Μέχρι το 1960 οι Αυστραλοί εκπαιδευτικοί παραβλέπουν συστηματικά και εν γνώσει τους αρνούνται τα προβλήματα των μεταναστών στη χώρα τους. Παραβλέπουν τις ανάγκες εκείνων που προέρχονται από περιβάλλοντα όπου η αγγλική είναι ως επί το πλείστον, άγνωστη και επομένως όχι ομιλούμενη γλώσσα. Με συγκεκριμένα προγράμματα σπρώχνουν τους μετανάστες συστηματικά, στη γλωσσική και πολιτιστική απομόνωση. Πιστεύουν πως ετούτη η μέθοδος θα αναγκάσει τον μετανάστη να ενδώσει στην ασκούμενη απέναντί του, πολιτική της χώρας. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί στις Η.Π.Α.
Ο τρόπος επιβολής της Αγγλικής γλώσσας, εγείρει εμπόδια στη ζωή του στον μετανάστη, καθώς απαιτεί περισσότερα από ένα ουσιαστικά στοιχεία: την άρνηση του παρελθόντος του και της πολιτιστικής κληρονομιάς του. Αυτά από μόνα τους, εγκλείουν τεράστιο φορτίο στοιχείων, συνυφασμένων με την αυτή καθαυτή ύπαρξη του μετανάστη. Ο νιόφερτος μετανάστης δεν μπορεί ούτε είναι έτοιμος για μία τέτοιου είδους ριζική θα έλεγε κανείς μεταμόρφωση. Απλά γιατί δεν είχε καν προβλέψει το αίτημα της ξένης χώρας, ούτε και προέβη εξαιτίας του στην προετοιμασία για μία τέτοια ριζική μεταβολή της προσωπικότητάς του σε όλες τις διαβαθμίσεις της. Η τέτοια κατεύθυνση για την επιβίωσή του σε μία χώρα σαν την Αυστραλία, που συν τοις άλλοις, είναι πολύ μακρινή και απομονωμένη από την Ευρώπη, αποτελεί συντελεστή ψυχικής του καταπίεσης και επομένως είναι καταστροφική. Τα εμπόδια που ορθώνονται εξαιτίας της γλώσσας του, αποκλείουν την ομαλή εξέλιξη της διαβίωσής του. Η υπόσχεση για εργασία και η μέσω αυτής αποκόμιση αγαθών, δεν αρκούν. Ο μετανάστης σπρώχνεται στο διχασμό της προσωπικότητάς του. Διαπιστώνει όμως και εάν άλλο σπουδαίο στοιχείο: ο Αυστραλός συμπολίτης του δεν έχει την εκπαίδευση να κατανοήσει το δράμα και τα αδιέξοδα του μετανάστη. Αν και η εκπαίδευση από μόνη της δε φτάνει. Η παιδεία οφείλει να βοηθά στην κατανόηση του ψυχισμού των συνανθρώπων τους, και τις αντιδράσεις τους κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Ατυχώς και ο Έλληνας μετανάστης δεν έχει εκπαιδευτεί επαρκώς στη μητρική του, γλώσσα ώστε να δυνηθεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του κράτους και να μπορέσει να μάθει εύκολα την Αγγλική. Τελικά τα παιδιά των μεταναστών παρά τις αντιξοότητες που οι γονείς τους είχαν αντιμετωπίσει ή και αντιμετωπίζουν, κατορθώνουν και να εκπαιδευτούν και επάξια να καταλάβουν τη θέση τους στην Αυστραλιανή κοινωνία, αποκτώντας επαγγελματικούς τίτλους: του ιατρού, δικηγόρου, λογιστή κτλ., οι οποίοι δικαίως τους ανεβάζουν στα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα της αυστραλιανής κοινωνίας.
Γέφυρα μετανάστευσης ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Αυστραλία: αποδοχή των εδώ πραγμάτων και προσπάθεια βελτίωσης: Οι Έλληνες μετανάστες της δεκαετίας 1950-60, αποτέλεσαν γέφυρα μετανάστευσης ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Αυστραλία, καθώς άνοιξαν το δρόμο για την υποδοχή συγγενών: γονέων, αδερφών, εξαδελφών, ανιψιών, αρραβωνιαστικών (μνηστήρων), στην Αυστραλία. Ετούτη την περίοδο γίνονται γάμοι ‘δι’ αλληλογραφίας’ ή μέσω συγγενών. Οι περισσότεροι Έλληνες καταφθάνουν σε ετούτη τη μακρινή χώρα με πολυσχιδείς τρόπους και πολλοί από αυτούς με την άφιξή τους, ενισχύουν οικονομικά τις οικογένειές τους. Για τους Έλληνες της Ελλάδας η Αυστραλία ήταν μία χώρα, τόσο μακρινή, που θεωρείτο πραγματική εξορία ή είδος καταδίκης στη λησμονιά και στον μαρασμό. Ήταν δύσκολα ετούτα τα χρόνια και μεγάλη η ταλαιπωρία των πρωτοπόρων, στην περιπέτεια ετούτης, της πραγματικά ‘Οδύσσειας’, μετανάστευσης.
Οι Έλληνες μετανάστες αποδεχόμενοι τη μοίρα τους προσπαθούν να βρούνε τρόπους να βελτιώσουν μόνοι τους τις συνθήκες της ζωής τους, στην αφιλόξενη γλωσσικά και πολιτιστικά, Αυστραλία. Οι άσχημες, οι υβριστικές εκφράσεις διάκρισης, εκ μέρους μερίδας εντοπίων Αυστραλών, χαμηλής εκπαίδευσης κυρίως, (όπως, go back home, μεταξύ άλλων), δεν λαμβάνονται υπόψη από τους Έλληνες μετανάστες. Υπάρχει η ελπίδα ότι στο μέλλον, θα υπάρξει βελτίωση συμπεριφοράς απέναντί τους, εκ μέρους των Αγγλοαυστραλών. Καθώς όμως δεν είναι διατεθειμένοι να ανεχτούν ετούτου του είδους τις καταπιέσεις στη γλώσσα τους ή στην έκφραση του πολιτισμού τους, δραστηριοποιούνται, συναντώνται, συζητούν, ανταλλάσσουν απόψεις και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα ποικίλα προβλήματά τους, από κοινού. Στην πορεία του χρόνου, οι αριθμοί τους μεγαλώνουν, δημιουργούνται οι πρώτες ομάδες, οι αδελφότητες, οι ενώσεις ή τα σωματεία, τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ως προς την διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμικών της στοιχείων. Καταβάλλεται προσπάθεια προβολής των αιτημάτων των μεταναστών από την κοινωνία εντός της οποίας δραστηριοποιούνται και από την οποία, αν και είναι ενεργά μέλη της, αγνοούνται. Κτίζονται εκκλησίες, ιδρύονται καφενεία, εστιατόρια, θέατρα και αργότερα απογευματινά σχολεία, που φιλοξενούνται, από τις πρώτες κιόλας ημέρες, στους χώρους των εκκλησιών της Αρχιεπισκοπής ή των ελληνικών κοινοτήτων κυρίως, και τα οποία εξακολουθούν να είναι πολυπληθή και να προσφέρουν στην ελληνική παροικία. Δημιουργούνται επίσης εθελοντικοί οργανισμοί, που δυναμώνουν το ηθικό των Ελλήνων, όπως η Ελληνική Κοινωνική Πρόνοια στο Redfern του Σύδνεϋ, στην Αδελαΐδα δύο οργανισμοί Πρόνοιας, στη Μελβούρνη ο Οργανισμός Αυστραλο-Ελληνικής Πρόνοιας (1972).
Οι χώροι όπου οι Έλληνες μετανάστες συναντούν τους ομογενείς τους και επιτρέπουν στον εαυτό τους, να επικοινωνεί ελεύθερα στη γλώσσα τους, εξελίσσονται σε κέντρα, όπου κυκλοφορούν αρχικά, χειρόγραφα δελτία ειδήσεων, και αργότερα εκτυπώνονται στην Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα του Σύδνεϋ και της Μελβούρνης. Εκτυπώνονται επίσης εγκύκλιοι διαφόρων αδελφοτήτων, συλλόγων και λεσχών. Αυτά τα πρώτα δελτία ειδήσεων υπήρξαν η βάση για την ανάπτυξη του Ελληνόφωνου Τύπου στην Αυστραλία.
Ο Ελληνικός Τύπος στην Αυστραλία: Το 1913, ιδρύεται η πρώτη Ελληνική εφημερίδα στη Μελβούρνη, Αυστραλία. Ιδρυτής και ιδιοκτήτης της, είναι ο Ευστράτιος Βενλής από τη Μυτιλήνη, γιος της οικογενείας λογίων, Βερναρδάκη[4]. Το 1914 ιδρύεται στο Σύδνεϋ, η εφημερίδα Ωκεανίς. Το 1922 η εφημερίδα Αυστραλία πωλείται στο Σύδνεϋ, όπου συνεχίζεται να εκδίδεται από τους αδερφούς Μαρινάκη, και με νέο τίτλο: Το Εθνικό Βήμα. Η εφημερίδα αποβαίνει ζωτικός κρίκος συνδέσμου, των αποδήμων Ελλήνων με την Ελλάδα. Ενημερώνει τον Έλληνα για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αργότερα για τη Μικρασιατική καταστροφή και για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στη συνέχεια. Το 1925 (στις 16 Νοεμβρίου), κυκλοφορεί στο Σύδνεϋ, ο Πανελλήνιος Κήρυκας. Το Εθνικό Βήμα είναι συντηρητική εφημερίδα. Τα συνθήματά της «πίστη, πατρίδα, οικογένεια», έρχονται να ενισχύσουν ετούτη τη θέση. Αντίθετα ο Πανελλήνιος Κήρυκας, υποστηρίζει την Ελληνική Κοινότητα και τα δημοκρατικά της δικαιώματα. Το 1930 οι δύο ετούτες εφημερίδες, αλλάζουν στρατόπεδα ιδεολογίας και υποστήριξης. Το 1930 κυκλοφορεί στην Αδελαΐδα η Αγγλο-Ελληνική εικονογραφημένη επιθεώρηση: Ο ανθρωπισμός, το 1932 ο Αγγελιοφόρος της Κουηνσλάνδης, το 1936 το Φως, και το 1957 ξεκινά η εφημερίδα Νέος Κόσμος της Μελβούρνης. Από το 1950 μέχρι σήμερα εμφανίστηκαν περισσότερες από σαράντα εφημερίδες και περιοδικά, και τα περισσότερα από αυτά στη Μελβούρνη.
Η εφημερίδα αποτελεί πνευματική τροφή για τον Έλληνα. Οι στόχοι της όπως λέει στην πρώτη σελίδα της, η εφημερίδα Πανελλήνιος Κήρυκας, είναι «η φώτιση και η μόρφωση». Αλλά δε σταματά εκεί. Βοηθά τον λογοτέχνη να δημοσιεύσει την ύλη του, που διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να την επικοινωνήσει στην ελληνική παροικία και κυρίως για οικονομικούς λόγους. Η εφημερίδα στοχεύει στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας εντός των ελληνικών κύκλων, εντός της οικογένειας και φυσικά στη διατήρηση του ελληνικού πολιτισμού. Άσχετα λοιπόν με το ποια είναι η πολιτική μερίδα που υποστηρίζουν οι ελληνικές εφημερίδες, ή αν ακολουθούν διαφορετική τροχιά, παραμένουν ενωμένες στην προσπάθειά τους να ενθαρρύνουν τους Έλληνες, ως προς τη διατήρηση της εθνικής τους κληρονομιάς.
Η οικογένεια: τα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών: Τον ζήλο των Ελλήνων μεταναστών για πρόοδο, σε ετούτη τη χώρα, τη σκίαζε πάντα μία ανησυχία: το μέλλον των παιδιών τους και το πολιτιστικό μέρος της αγωγής τους. Τους απασχολούσε έμμονα η έγνοια αν θα κατορθώσουν να μεταλαμπαδεύσουν τα δικά τους πιστεύω, την αγάπη τους και την φροντίδα για τη διατήρηση της γλώσσας και της κουλτούρας που με τόσο πάθος και ευλάβεια φύλαγαν πάντα για τα παιδιά τους.
Τα παιδιά των μεταναστών πήγαιναν στα κρατικά σχολεία, που όμως δεν είχαν να προσφέρουν πολλά από όλα εκείνα (που ελπίζει ο Έλληνας γονιός για τα παιδιά του), στα Ελληνόπουλα της πρώτης γενιάς. Στο σπίτι τους μιλούν ελληνικά και ως την ημέρα της έναρξης της εκπαίδευσής τους στο σχολείο, δεν ομιλούν καθόλου την Αγγλική ή την ομιλούν ελάχιστα. Επομένως τα ελληνόπαιδα όταν αρχίζουν το σχολείο, μειονεκτούν ως προς την Αγγλική γλώσσα, έναντι των αγγλόφωνων παιδιών, τα οποία ανώριμα ως είναι λόγω ηλικίας, εύκολα παρασύρονται στο να τα ταπεινώνουν με αναξιοπρεπή επώνυμα και χλευασμούς. Συχνά δε βοηθά και το οικογενειακό τους, αγγλοσαξωνικό περιβάλλον.
Σύμφωνα με τη μελέτη Appleyard and Aniera, to 1978, η πρόοδος των Ελληνοπαίδων στα σχολεία, υπήρξε χαμηλότερη του μέσου όρου. Πολλά παιδιά χωρίς να παρουσιάζουν εμφανή τα σημάδια του ψυχολογικού τραυματισμού τους, δε φαίνεται να ξεπερνούν τις δυσκολίες, όταν ολοκληρώνουν τη στοιχειώδη εκπαίδευσή τους, κυρίως σε σχέση με την εκμάθηση της γλώσσας. Είναι όμως γεγονός, ότι ο τρόπος διδασκαλίας στο αυστραλιανό εκπαιδευτικό σύστημα, δεν προσφέρει καμία βοήθεια στα ξενόγλωσσα παιδιά των μεταναστών. Εξακολουθεί να επικρατεί μία εσκεμμένη αμέλεια και παραγκώνιση τυχόν προβλημάτων εκ μέρους του εκπαιδευτικού συστήματος. Οι Αυστραλοί περίμεναν από τα παιδιά των μεταναστών να αρπάξουν την αγγλική γλώσσα μέσα στην τάξη, χωρίς ιδιαίτερα μαθήματα προσαρμογής στο ξενόγλωσσο περιβάλλον, μόνο με την τριβή τους με τα αγγλόφωνα παιδιά. Τα παιδιά υπέφεραν υπό το βάρος των πολλαπλών προβλημάτων τους, όπως αποκαλύπτεται από τις έρευνες. Πρόκειται για την πίεση που δέχονται από τους γονείς τους ως προς τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, παράλληλα με την εκμάθηση της αγγλικής -την επιτακτική επιβολή μιας άγνωστης σε αυτά γλώσσας-, από την Αγγλο-Σαξωνική επικράτεια στη σχολείο και επιπλέον την κατά συνέπεια ταπείνωση και τον χλευασμό. Το πολύμορφο για τα παιδιά, πρόβλημα, οξύνεται περαιτέρω με την ολοσχερή απουσία της κατανόησης των εκπαιδευτικών.
Αποτέλεσμα όλων ετούτων των καταστάσεων είναι η διαίρεση της κοινωνίας της Αυστραλίας σε άνισα μεταξύ τους κομμάτια. Η ανισότητα που επικρατεί σε όλα τα επίπεδα δυσχεραίνει την επικοινωνία ανάμεσά τους. Το μόνο βέβαιο είναι, ότι οι οικογένειες των μεταναστών υποφέρουν. Επόμενη και ακόμη πιο τραγική συνέπεια, είναι το αγεφύρωτο συχνά χάσμα παρεξήγησης, που δημιουργείται ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά τους. Τα συναισθήματα απελπισίας, θυμού, άγχους και το από αυτά αδιέξοδο, τυλίγουν, πνίγουν τους γονείς με το σκεπτικό ότι θα χάσουν τα παιδιά τους.
Το πολυσήμαντο, το πολύτιμο σκέλος της τραγικής κατάστασης, τα παιδιά, συγχυσμένα από την κατάσταση στην οποία κλειδώνονται ακούσια, αισθάνονται το δίπολο της πίεσης που είναι αφενός η οικογένεια και αφετέρου το περιβάλλον. Αυτή η διπλή πίεση την οποία πολλά από τα παιδιά αδυνατούν να τη χειριστούν, εξελίσσεται σε μίσος που επιστρέφεται στους δύο παράγοντες που την προξενούν, δηλαδή στην οικογένεια και στο περιβάλλον. Σε πολλές περιπτώσεις μερίδα από ετούτα τα παιδιά αποκηρύττει αυτό που φαίνεται ευκολότερο ή λιγότερο οδυνηρό: την εθνικότητά τους, για να γίνουν αποδεκτά στους κύκλους των αγγλόφωνων συμμαθητών ή φίλων, στη γειτονιά, στο σχολείο ή και αλλού. Με το σύστημα που επικρατεί στην Αυστραλία την περίοδο, στην οποία αναφερόμαστε μέχρι στιγμής (1950-1960), τα παιδιά αποβαίνουν ένα είδος πειραματόζωων στη αγγλόφωνη κοινωνία της.
Εργοστάσια και εκπαίδευση, ψυχολογικά προβλήματα των μεταναστών ελλείψει γνώσης της αγγλικής: Στα εργοστάσια της Αυστραλίας την περίοδο του 1950-1960, επιχειρείται ήδη, μία προσπάθεια για τάξεις διδασκαλίας της Αγγλικής στους εργαζόμενους, με τη βοήθεια του Οργανισμού Αυστραλο – Ελληνικής Πρόνοιας. Αναγκαστικά πλέον, καταβάλλονται προσπάθειες για την ελάττωση των ψυχολογικών προβλημάτων του μετανάστη. Διαπιστώνεται ότι οι Ελληνίδες μετανάστριες παρουσιάζουν υψηλότερο ποσοστό ψυχολογικών προβλημάτων, από εκείνο των αρρένων Ελλήνων μεταναστών. Η μελαγχολία και οι νευρώσεις κατέχουν μεγαλύτερο ποσοστό στις Ελληνίδες μετανάστριες, από εκείνο του μεσαίου όρου του λοιπού αυστραλιανού πληθυσμού[5]. Εξάλλου το γεγονός και μόνο ότι οι μετανάστες δυσκολεύονται να μιλήσουν για τα όποια προβλήματά τους, συχνά δημιουργεί αξεπέραστο άγχος, σε μεγάλη μερίδα μεταναστών αμφοτέρων των φύλων.
Ενέργειες για την προάσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών. Γλώσσα και πολιτισμός: Το 1970 ξεκινά στην Αυστραλία το κίνημα για την ώθηση των γλωσσών και του πολιτισμού διαφόρων μεταναστευτικών ομάδων. Η επίσημη θέση της κυβέρνησης ως προς το πρόγραμμα αφομοίωσης (Opperman 1966)[6] πάντων των μεταναστευτικών ομάδων στον αγγλόφωνο τρόπο διαβίωσης, αντικαθίσταται επί Κυβέρνησης Whitlam (1972-1975). Το Υπουργείο Παιδείας, διοργανώνει έρευνα τo 1976, σύμφωνα με την οποία, 84.000 παιδιά υστερούντο κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού. Για πρώτη φορά διαρρέει από την πολιτική αρχή της χώρας η υποστήριξη των γλωσσών και του πολιτισμού που αντιπροσωπεύουν. Υφίσταται μία ευρέως δυναμική αλλαγή στο σύστημα της χώρας, που επιτρέπει την ελεύθερη καλλιέργεια και επίδειξη γλώσσας και του αντίστοιχου πολιτισμού. Κατά συνέπεια ο Οργανισμός της Αυστραλο – Ελληνικής Πρόνοιας[7] θέτει σε εφαρμογή τους στόχους της. Το 1977 ο Οργανισμός απαρτίζεται από δέκα άτομα που πληρώνονται από την Πολιτειακή Κυβέρνηση.
Τα παιδιά επηρεασμένα από τις ενέργειες και εν γένει τις προσπάθειες των γονέων τους, βαθμηδόν αποδέχονται την παράδοσή τους και κατανοούν τη νοοτροπία τους, με σεβασμό πλέον. Αποδέχονται τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα αλλά και το ρόλο τους των συνεχιστών της οικογένειας και των εθιμοτυπιών, όπως για παράδειγμα, τον γάμο μεταξύ μελών της ίδιας ομάδας. Καθώς ο Έλληνας αντιπροσωπεύεται πλέον στην πολιτεία, αποκτά αριθμό ευυπόληπτων μελών στην αυστραλιανή κοινωνία. Οι αγώνες και οι προσπάθειες των πρωτοπόρων αγωνιστών, να πολεμήσουν και να νικήσουν το κατεστημένο και να αλλάξουν την πολιτική της Αυστραλίας, τελικά αποδίδουν καρπούς.
Ο Έλληνας με την ίδια διάθεση, εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει τη γλώσσα του, τον εαυτό του, την πατρίδα του, την ιστορία του λαού του[8]. Ελληνικές διάλεκτοι, όπως η Ποντιακή και η Κυπριακή, παρουσιάζουν ισχυρή, ζωντανή εθνολογική υπόσταση, και καλλιεργούνται με πάθος ως πολύτιμη κληρονομιά της ελληνικής ιστορίας και της αντίστοιχης παράδοσης. Δώδεκα θεατρικοί όμιλοι παίζουν στη Νεοελληνική γλώσσα (κωμωδία-ηθογραφικό) στην Ποντιακή και Κυπριακή Διάλεκτο, ιδιαίτερα στην Μελβούρνη[9].
Η Ελληνική γλώσσα ως ξένη προς την Αγγλική, αριθμητικώς, έρχεται δεύτερη μετά την Ιταλική: Ο Clyne (1982, 1991) και ο Α. Τάμης (1986, 1991) απέδειξαν με ισχυρά επιχειρήματα ότι η Ελληνική γλώσσα στην Αυστραλία, είναι αριθμητικώς η δεύτερη γλώσσα μετά την Ιταλική και εξαιρουμένης της Αγγλικής[10]. To 1986 οι στατιστικές έδειχναν, ότι το 99.7% από τους Έλληνες της πρώτης γενιάς, μιλούσαν Νέα Ελληνικά, σε καθημερινή βάση. Ότι το 62% των Ελλήνων, χρησιμοποιούσαν μόνο την Ελληνική γλώσσα, το 34% των Ελλήνων, χρησιμοποιούσαν την Ελληνική και την Αγγλική γλώσσα και το 4% ομιλούσαν αποκλειστικά σχεδόν, την Αγγλική. Τον ίδιο χρόνο, το 1986, οι στατιστικές έδειχναν πως από 227.161 Έλληνες που ερωτήθηκαν και που είχαν έρθει πριν από είκοσι ή περισσότερα χρόνια, από την Ελλάδα, το 90% μιλούσαν ως πρώτη γλώσσα στο σπίτι τους, την Ελληνική, 96% μιλούσαν την Ελληνική σε κοινωνικό περιβάλλον και το 44%, μιλούσαν την Αγγλική στην εργασία τους[11].
Το 1989 οι στατιστικές έδειξαν ότι τα Νέα Ελληνικά ήταν η 2η προτιμητέα γλώσσα μετά την Αγγλική, στο επίπεδο του H.S.C./V.C.E., στην Βικτώρια, μεγαλώνοντας έτσι την ανάγκη της επέκτασής της στο Πανεπιστήμιο[12]. Οι τελευταίες αποφάσεις της κυβέρνησης να υιοθετηθεί στο σχολείο η διδασκαλία μίας δεύτερης γλώσσας (το 1992[13] ), ενδυνάμωσε ακόμη περισσότερο την επιθυμία ή τους λόγους για τη μελέτη της μητρικής γλώσσας, η οποία σταμάτησε να παίζει δευτερεύοντα ρόλο στην Αυστραλία. Ωστόσο και σήμερα ακόμα και παρά την πρόοδο ως προς την αποδοχή της Ελληνικής γλώσσας και την ελεύθερη μελέτη της, υπάρχουν περιπτώσεις όπου παρουσιάζεται να διακινδυνεύει η γλώσσα όχι πλέον από Κυβερνητικούς παράγοντες, αλλά από την Αρχιεπισκοπή της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας, σύμφωνα με τον Α. Τάμη. Ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι η Αρχιεπισκοπή έχει πάρει τη θέση, να υιοθετήσει την Αγγλική για προσελκύσει τα Ελληνόπαιδα. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στις ΗΠΑ, με καταστρεπτικές συνέπειες για την πρόοδο της Ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού. Γιατί αυτός ο τρόπος υποβοηθά την αφομοίωση του Ελληνισμού από τον Αγγλο-Αυστραλιανό πληθυσμό, υποστηρίζει ο Α. Τάμης. Αν ετούτη η υπόθεση αποβεί το κατεστημένο στην Αυστραλία, είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει ανάλογη αντίδραση εκ μέρους των ελληνικών πληθυσμών.
Το όργανο της γλώσσας: Παρά το γεγονός ότι η ελληνική γλώσσα ως ζωντανός οργανισμός, έχει δεχτεί φωνολογικές αλλαγές εξαιτίας του περιβάλλοντος στο οποίο εξελίσσεται, το κατ’ εξοχήν λεξικό της παραμένει σχετικά αναλλοίωτο. Είναι βέβαιο ότι στον Ελλαδικό χώρο η γλώσσα ως εργαλείο επικοινωνίας δέχεται πιθανόν λιγότερες επιδράσεις αφ’ εαυτής. Το γεγονός ότι επιτρέπεται η διείσδυση στο λεξιλόγιό της πολλών ξένων στοιχείων και η συγχώνευσή τους με αυτή, δεν βοηθά στην διατήρηση της γλώσσας ως ατόφιου μηχανισμού επικοινωνίας και μεγαλώνει το γλωσσικό χάσμα ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες και ανάμεσα στις ομάδες των νέων και στις ομάδες των μεγαλύτερων σε ηλικία, ατόμων.
Η γλώσσα των εφημερίδων δέχεται επιδράσεις, οι οποίες σχετίζονται κυρίως με τη μετάφραση κειμένων, από την ενημέρωση στην αγγλική. Παρουσιάζονται οι εξ’ ανάγκης μεταφράσεις αγγλικών εκφράσεων και όχι πάντα με απόλυτη επιτυχία, ή οι εξ ανάγκης νεολογισμοί, οι οποίοι εισχωρούν στο λεξιλόγιό τους και από στην ευρύτερη ελληνική όπου και ακολουθεί η από την τακτική χρήση τους -εξ εθισμού- συγχώνευσή τους.
Η ελληνική μητρόπολη αναγνωρίζει τη σημασία της όσο το δυνατόν καλύτερης διατήρησης της γλώσσας, στην Αυστραλία, καθώς ετούτη έχει σχέση με τη διατήρηση του ελληνικού φρονήματος: Η διαδικασία βοηθά ώστε ο Έλληνας εν γένει να διατηρεί στη συνείδησή του, το ελληνικό του φρόνημα, να αισθάνεται Έλληνας και να δρα ως Έλληνας. Ως τέτοιος επιδιώκει τη διατήρηση των δεσμών του με την Ελλάδα, και το πετυχαίνει ετούτο μέσω της επαφής του με την οικογένειά του ή με τους παλιούς φίλους του, με τις επισκέψεις του στην Ελλάδα. Αγοράζει ίσως ένα κομμάτι γης ή χτίζει σε κάποιο χωράφι που του κληροδοτήθηκε, θέτει τις βάσεις για το χτίσιμο μιας επιχείρησης στην οποία ή και δίνεται προσωπικά, ή αφήνει δικούς του ανθρώπους στη θέση του, όταν καλείται πίσω στην Αυστραλία για διαφόρους λόγους, κτλ. Οι κινήσεις ετούτες προϋποθέτουν διάθεση και κυκλοφορία χρήματος ή συναλλάγματος. Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη αυτή της σχέσης με τον Έλληνα επιχειρηματία, τον επιστήμονα ή τον επισκέπτη της Διασποράς.
Ο τρόπος ετούτος ενδυναμώνει τους δεσμούς της Μητρόπολης με την ελληνική παροικία της Αυστραλίας. Σύμφωνα με τον R. Appleyard, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, συνέβαλε ως προς την ενίσχυση των σχέσεων της Μητρόπολης (Ελλάδας) και της ελληνικής παροικίας στην Αυστραλία[14].
Το κράτος της Αυστραλίας και ο Έλληνας μετανάστης: Στις περιπτώσεις στις οποίες οι εν ανάγκη (σύνταξη, αποζημίωση, ιατρική περίθαλψη κτλ. ) Έλληνες, δεν ομιλούνε την Αγγλική γλώσσα, το κράτος συνδράμει με τη διάθεση διερμηνέων.
Για την διατήρηση της ελληνικής παιδείας, εκεί όπου υπάρχει σύνολο Ελλήνων, λειτουργούν τα απογευματινά σχολεία της Ελληνικής Κοινότητας ή της Αρχιεπισκοπής, για τα παιδιά του Δημοτικού και οι ώρες διδασκαλίας κυμαίνονται. Οι μαθητές διδάσκονται ανάγνωση, γραφή, ιστορία, γεωγραφία και παίρνουν επιπλέον μία γεύση Θρησκευτικών εδώ, ή στα Κατηχητικά σχολεία όπου ακούνε τις ερμηνείες του Ευαγγελίου ή μαθαίνουν τραγούδια που αφορούν ποικίλα θέματα.
Οι μαθητές του Γυμνασίου παρακολουθούν τα ελληνικά μαθήματά τους το Σάββατο (9-11, πρωινές ώρες), με τη χορήγηση του Υπουργείου Παιδείας του Αυστραλιανού κράτους καθώς το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας συμπεριλαμβάνει και το μάθημα των Ελληνικών στα λοιπά μαθήματα του Γυμνασίου. Η Ελληνική γλώσσα περνά βαθμηδόν στο στάδιο της ελεύθερης καλλιέργειας και με την ίδρυση του Νεοελληνικού Τμήματος στα Πανεπιστήμια της Αυστραλίας, αναγνωρίζεται ως γλώσσα μεγάλου τμήματος του πληθυσμού της.
Δίπλα σε ετούτες τις προσπάθειες για τη διατήρηση του ελληνικού πολιτισμού στην Αυστραλία, οι διάφορες ελληνικές οργανώσεις, σωματεία ή αδελφότητες, συμβάλλουν τα μέγιστα με διαλέξεις φιλολογικού, ιστορικού ή γεωγραφικού περιεχομένου, με την οργάνωση εκδρομών εντός και εκτός της πολιτείας τους, με χορούς και σχετικό φαγοπότι, με πανηγύρεις και παραδοσιακά εδέσματα, με απογευματινά τσάγια, εράνους, εκθέσεις καλλιτεχνικού και άλλου περιεχομένου, με το θέατρο (με έργα κλασσικά ή σύγχρονα) κτλ. Είναι γνωστό το Ελληνικό Φεστιβάλ που οργανώνει η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα (άρχισε πριν από 13 χρόνια[15]) ενιαύσια και με επιτυχία, από της ιδρύσεώς της στοχεύει στην αποδοχή της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού από την ελληνική νεολαία και ευρύτερα στην κοινωνία της Αυστραλίας.
*******************
Επίλογος
Σε ετούτο το κείμενο έγινε μία προσπάθεια σύνοψης τινών παραγόντων και θεσμών, στοιχείων που έχουν συμβάλλει στη διατήρηση ή στην πτώση της ελληνικής γλώσσας στους Έλληνες της πρώτης γενιά στην Αυστραλία. Το θέμα είναι μεγάλης σημασίας καθώς ακόμη και σε ετούτη τη φάση ετούτη την χρονική περίοδο (1995), οι ανησυχίες για τη διατήρηση και τη συνέχιση και διατήρηση της ελληνικής γλώσσας επιμένουν να είναι παρούσες. Οι μελλοντικές γενιές θα πρέπει να αγαπήσουν τον ελληνικό πολιτισμό, να αισθανθούν την ανάγκη να γίνουν μέρος της, να ταυτιστούν μαζί της, να διατηρήσουν επομένως την ελληνική γλώσσα.
Σήμερα, έτος 2013, η ελληνική παροικία της Αυστραλίας διατηρείται ακμαία και οι προσπάθειες συνεχίζονται ακατάβλητες με την ίδια επιμονή και επαγρύπνηση, πάντα με τους ίδιους στόχους, που στοχεύουν στα κάλλιστα αποτελέσματα.
*******************
Βιβλιογραφία
- (UNE) Division of Modern Greek –Resource Booklet The Greek presence in Australia (Sydney yr. 1995).
- Appleyard Reginald, The Greeks in Australia, A new Diasporic Hellenism, pp. 363-381.
- Harvey J., The Social Impact of migrant Women. Greek Women: Some Observations, in D.J. Phillips and J. Houston (eds.), Australian Multicultural Society: Identity, Communication, Decision Making, Dove Communications, Melbourne, 1984, pp.163-168.
- Καναράκης Γιώργος, Ο Ελληνικός Τύπος της Αυστραλίας και η Λογοτεχνική του Προσφορά, Αντίποδες Αρ. 25/26. 1989, σσ. 15-26.
- Kanarakis George, A Contribution towards the Study of the Greek Press in Australia, Modern Greek Studies (Australia, New Zealand), Vol. I, 1993, pp.79-96..
- Hearst S., Greek Families, Ethnic Family Values in Australia, D.Storer (ed) Prentice – Hall of Australia, P/L Sydney, 1985, pp.121-142.
- 1. Machalias Ruth, First Generation Greek Migrant Woman in Australia, S. Gamage (ed), A Question of Power and Survival? Studies of Assimilation, Pluralism and Multiculturism in Australia, UNE Publishing Unit, Armidale, 1993, pp.171-178.
- Tamis Anastasios, Investigation into Current State of the Greek Language and its Dialects in Australia: Linguistic, Psychological and Sosiological (Pluralingualisme Socioliquistique De La Grecque, Sorbone University, Paris, June 1992, pp.56-82).
- Gilchrist Hugh, Australians and Greeks, Vol. I, The Early years, (Church and Community pp. 261-295), Halstead Press, 1992, (The View From the Press, pp. 337-364).
- Hellenic Studies Forum inc. Greeks in English Speaking Countries, Melbourne 1992.
- 2. Harry J. Psomiades, Greeks and the Diaspora, Problems and Prospects, pp. 139-147.
- Dounis Konstandina, A Portrait of Greek Women in Australia as perceived Through the Interplay of Social Writings, Oral History and the Imperative of Personal Experience, pp. 117-129.
- Kanarakis George, The Literature of Greek Australians as a Shaper of Community Attitudes on Greek, pp. 273-278.
- Nickas Helen, The Literary Contribution of Greek Australian Women Writers, pp. 273-278.
- Tamis Anastasios, Language in Australia: Linguistic and Social Investigations on the State and Future of the Greek Language, pp.283-305.
- Vodra Josef, The History of Greeks in Australia, Translation in Greek by George Psaros, Widescope Publishers, Melbourne, Australia, 1979.
********************
Υποσημειώσεις
[1] Παντελής Πρεβελάκης, Ο ήλιος του θανάτου, Αθήναι, Βιβλιοπωλείον της ‘Εστίας’, Αθήνα 1989.
[2] Josef Vodra, The History of Greeks in Australia, Greek translation by George Psarros, 1979, Widescope International Publishers P/L (p.144).
[3] Reginald Appleyard, The Greeks of Australia, A new Diasporic Hellenism, p.363 from the Book of Sp. Vryonis, Greece on the Road to Democracy: From the Junta to Pasoc 1974-1986, Aristides D. Karatzas, New Rochelle (New York).
[4] George Kanarakis, A Contribution Towards the Study of the Greek Press in Australia, Modern Greek studies (Australia and New Zealand), Vol. 1 1993 pp.79-96. Επίσης στο περιοδικό Αντίποδες, Καναράκης Γ., Ο Ελληνικός Τύπος της Αυστραλίας και η Λογοτεχνική του Προσφορά, Αριθ. 25/26, 1989, σσ., 15 – 26.
[5] Krupinski S. and Allan Stoller, 1965, Incidence of Mental illness in Victoria, ref. Appleyard R.: The Greeks in Australia: A New Diasporic Hellenism, Sp. Vryonis, Jr. Greece on the Road to Democracy, Ar. Karadzas, From the Junta to Pasok 1974-1986, New Rochelle (N. York) p. 372, (the herein info, from the Resource Booklet of the Modern Greek Department of UNE).
[6] A. Tamis, Language in Australia, from the book Greeks in English Speaking Countries, Hellenic Studies Forum Incorporate Melbourne, 1992, p. 283.
[7]Ο Οργανισμός ιδρύεται από ομάδα Ελλήνων εκπαιδευμένων στην Αυστραλία, υπεύθυνων για την ίδρυση του Ελληνικού Συνδέσμου Επιστημόνων, με στόχο την ίδρυση με εράνους, της έδρας Νεοελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης.
[8] ‘Ethnodialect’ instead of ‘Ethnolect’, στον Α. Τάμη, αποκαλείται η διαδικασία που οδηγεί τα Νεοελληνικά στην απλοποίησή τους και αφομοίωσή τους από την Αγγλική, με κατάληξη το θάνατο της γλώσσας), A.Tamis, A. Investigation Into the Current State of the Greek Language and its Dialects in Australia, Paris, June 1992, pp. 64-65, (Resource Booklet: The Greek Presence in Australia).
[9] Ibid, p. 67.
[10] Ibid, p. 67.
[11] A. Tamis, Language in Australia, from the book Greeks in English Speaking Countries, Hellenic Studies Forum Incorporate Melbourne, 1992, p. 286.
[12] A. Tamis, Investigations Into the Current State of the Greek Language and its Dialects in Australia, Paris, June 1992, ibid, p.68, (Resource Booklet: The Greek Presence in Australia).
[13] A. Tamis, ibid.
[14] Division of Modern Greek-Resource booklet (UNE): The Greek Presence in Australia, R. Appleyard, The PASOK Government and Greeks Abroad. R. Appleyard, Greeks of Australia, A New Diasporic Hellenism, p. 378.
[15] Η εργασία ετούτη γράφτηκε το 1995. Οπότε τα έτη παρουσίασης του Ελληνικού Φεστιβάλ της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας, σήμερα 18/11/2013 (η ημερομηνία που ολοκληρώνεται ετούτο το κείμενο, στις Κριτικές Μελέτες), αισίως είναι 41 χρονών.
ΤΕΛΟΣ