Κωτσαρής ο φοβητσιάρης

Κωτσαρής ο φοβητσιάρης

Μια ιστοριούλα από τις ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ μου (Β΄έκδοση, 2014), ένα τετράτομο βιβλίο για όλη την οικογένεια….

Ο Κωτσαρής  ήταν ένας νέος άντρας που ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό.  Ο πατέρας που είχε πολλά χρήματα, ήταν ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας της περιοχής.  Γι αυτό ίσως κι ο Κωτσαρής είχε γίνει ένας ψωροπερήφανος νέος.  Περπατούσε με το κεφάλι ψηλά και με ύφος ακατάδεκτο.  Φόραγε τα  καλά του τα ρούχα όλες τις ώρες της ημέρας, γιατί δεν πολυσκοτίζονταν να δουλέψει.  Ο πατέρας του τον χαρτζιλίκωνε καλά κι ο νέος καμάρωνε σα να ήταν κάποιος σπουδαίος ήρωας, γενναίος και άφοβος.

Τον ήξεραν βέβαια όλοι στο χωριό μικροί και μεγάλοι και κρυφομιλούσαν σαν περνούσε από μπροστά τους.  Ψιθύριζαν κουνώντας το κεφάλι τους αποδοκιμαστικά, ενώ οι νέες γυναίκες και τα κοριτσόπουλα τον κρυφοκύτταζαν, σιγοψιθύριζαν αναμεταξύ τους κουτσομπολιά, και κρυφογελούσαν ειρωνικά για το πολυσπούδαστο ύφος του και την επιδεκτικότητά του!

Τα παιδιά της γειτονιάς είχαν μάλιστα αρχίσει να σκαρώνουν μικρές φανταστικές ιστορίες εις βάρος του και λέγανε πολλά αστεία για το ύφος του και το καμάρωμά του.   Κάποια στιγμή μάλιστα τα ίδια τα παιδιά, κι ενώ μιλούσαν και πάλι για τον Κωτσαρή, παρακινημένα από τη φυσική για την ηλικία τους περιέργεια, άρχισαν ν’ αναρωτιούνται αναμεταξύ τους, αν πράγματι ήταν γενναίος και άφοβος όπως δείχνονταν και τι θα έκανε, αν ξαφνικά παρουσιάζονταν μπροστά του, κάτι “ας πούμε το… ασυνήθιστο ή το φοβερό!..”  Με τα πολλά λοιπόν, σκέφτηκαν να του σκαρώνουν μια φάρσα, έτσι για να τον λαχταρίσουν και να γνωρίσουν, ποιος στ’ αλήθεια ήταν.  Αποφάσισαν να του στήσουν καρτέρι στη γωνιά του δικού του μικρού δρόμου και του δικού τους, απ’ όπου περνούσε για να πάει στο σπίτι του.  Περιττό να ειπωθεί, ότι τον παρακολουθούσαν για μια-δυο μέρες ώστε να κάνουν σωστή δουλειά.

Σύμφωνα λοιπόν με το σχέδιο, ένα βραδάκι, τέσσερα γειτονόπουλα, έριξαν απάνω τους άσπρα σεντόνια και κρύφτηκαν από δυο στις δυο άκρες του σκοτεινού δρομάκου.  Ο κόσμος όλος είχε κλειστεί στα σπίτια του και τα παράθυρα ήταν όλα φωτισμένα.  Τα παιδιά που ήταν κρυμμένα στην αρχή του δρόμου, μόλις τον είδαν να έρχεται και πριν καλά-καλά αρχίσει ν’ ανηφορίζει το δρομάκι, έδωσαν το σύνθημα στους άλλους που περίμεναν πάνω στην στροφή του δρόμου, σφυρίζοντας ένα τραγουδάκι όπως είχαν συνεννοηθεί:

Καρτέρα με αστέρι μου

και σού ‘ρχομαι  νυχτιά.

Κι αυγερινός σα γίνουμαι

σε παίρνω αγκαλιά!

Βέβαια ο Κωτσαρής συνέχισε το δρόμο του ανύποπτα, με την ίδια πάντα σιγουριά του ‘βουτυρόπαιδου’. Προχώρησε λοιπόν καμαρωτά – καμαρωτά, έστω κι αν δεν έβλεπε κανέναν τριγύρω του.  Είχε συνηθίσει σ’ αυτό το ύφος. Ξάφνου άκουσε κάποιους παράξενους ήχους και σταμάτησε για να καταλάβει καλύτερα, τι ήταν και για να εξακριβώσει από πού έρχονταν.

Ου………..  Ου………..  Ου……….

Όϊ………..   Όϊ………… Όϊ………..

Ταυτόχρονα με τις φωνές παρουσιάστηκαν μπροστά του και σε απόσταση, κάποια παράξενα πλάσματα, ντυμένα μ’ άσπρα σάβανα, που κινούνταν παραπατώντας και κουνώντας τα σαβανωμένα άκρα τους, σα να προσπαθούσαν να πιαστούν από κάπου.  Πάγωσε ο δύστυχος ο Κωτσαρής.  Άθελά του θυμήθηκε τις ιστορίες της γιαγιάς του, όταν ήταν μικρός, για κάποια παράξενα όντα που έρχονται, καθώς του ιστορούσε, ξαφνικά κι από πουθενά. Άλλοτε πάλι του έλεγε για τους αποθαμένους που γυρνάν πίσω, γιατί θέλουν κάτι από τους ζωντανούς.  Τα φαντάσματα,  έτσι τα λένε.

-Αχού! Αυτό είναι! Φαντάσματα! Ξορκισμένα να ‘ναι! είπε παγωμένος ο κακομοίρης ο Κωτσαρής.

Για μια στιγμή ή δυο, δεν ήξερε τι να κάνει. Έκανε μερικά βήματα πίσω κι έριξε μια ματιά έχοντας στο νου του να τρέξει.  Αλλά για κακή του τύχη, δύο ακόμη από τα ίδια, έρχονταν κατά πάνω του από την αντίθετη κατεύθυνση.  Κύτταξε μπροστά του κλείνοντας τ’ αυτιά του και μετά  πίσω του και ξαφνικά όρμησε στην πρώτη πόρτα που είδε μπροστά του κι άρχισε να χτυπά, καλώντας για βοήθεια κατατρομαγμένος.

-Βοήθεια!.. Βοήθεια!.. Φαντάσματα χριστιανοί!..  Βοήθεια!..

Ανοίγει η πόρτα απότομα κι άλλες τριγύρω, από τις φωνές του κακομοίρη του Κωτσαρή.  Ανοίγουν παράθυρα και παντζούρια και κρέμονται από πάνω τους οι συγχωριανοί του παραξενεμένοι για να δουν τι τέλος πάντων τρέχει.  “Μην είχε γένει κανένα δυστύχημα;”.

-Μπα!.. Εσύ ‘σαι η αφεντιά σου μωρέ Κωτσαρή;  Τ’ είναι μωρέ που φωνασκείς σα να σε σφάζουν;  Και τ’ είναι η ώρα; ρωτάει απανωτά ο γερο-νοικοκύρης του σπιτιού.

Ο κακομοίρης ο Κωτσαρής που είχε τώρα καταπιεί από εντροπή τη γλώσσα του, χωρίς να κυττάζει δεξιά ή αριστερά, δείχνει απλώνοντας τα χέρια του σε έκταση.  Ο γερο-νοικοκύρης σκύβει και κυττάζει πρώτα δεξιά και μετά αριστερά.  Ύστερα εντελώς απορημένα λέει σουφρώνοντας τα φρύδια του δυσαρεστημένος.

-Μπα!.. Γιε μου… δεν είναι κανένας σ’ λέω… Κανένας!

Επειδή έβλεπε ότι ο Κωτσαρής έτρεμε, ξαναείπε στεναχωρημένος:

-Μπα!  Κύτταγε κι από μόνος σ’ γιε μ’!  Βλέπς; Κανένας!..

Κυττάζει εδώ, κυττάζει εκεί, ο τρομαγμένος Κωτσαρής και πράγματι δεν υπήρχε κανένας απολύτως στο δρόμο και προς τις δύο κατευθύνσεις. Χαμογελώντας τότε ο γερο- νοικοκύρης προσπάθησε να τον ενθαρρύνει λέγοντας ένα αστείο:

-Μπα!.. Γιε μ’!.. Μην κι ήπιες στον καφενέ και τώρα βλέπς σκιώματα;

Τι να πει ο Κωτσαρής;  Χαμογέλασε αδέξια και κούνησε το κεφάλι του αριστερά και δεξιά.  Βλέποντάς τον έτσι δυστυχισμένο ο γερο-γείτονάς του τον χτύπησε στην πλάτη και τον καληνύχτησε:

-Άει… Καλή νύχτα σ’ γιε μ’ και δεν πειράζει!..

Ο Κωτσαρής ένιωθε ότι είχε πια ρεζιλευτεί. Άκουγε πίσω από τις πόρτες που έκλειναν πνιχτά γέλια και σιγομουρμουρίσματα. Και τα παντζούρια έκλειναν επιδειχτικά, για να δηλώσουν κάποιοι και κάποιες την παρουσία τους. Κατέβασε λοιπόν το κεφάλι του κι ανηφόρησε συγχυσμένος, καταντροπιασμένος απ’ όλο το περιστατικό.

Τα παιδιά ξεκαρδισμένα από το μακάβριο αστείο τους, σα να μην είχε συμβεί τίποτα, κρύψανε τα σεντόνια σ’ ένα τενεκέ της γειτονιάς και μαζεύτηκαν γρήγορα στην κορυφή του δρόμου για να ιδούν τον Κωτσαρή που ανηφόριζε το δρομάκι, κυττώντας πότε δεξιά, πότε αριστερά και πότε πίσω μουδιασμένος κι αντιδρώντας στον παραμικρό θόρυβο.  Τα παιδιά κατηφορίζοντας τώρα, σταμάτησαν και τον καλησπέρισαν δήθεν πολύ σοβαρά. Δεν μπορούσαν όμως να κρύψουν τα πονηρά γελάκια τους, όταν τον προσπέρασαν, κάτι που ο Κωτσαρής βουτηγμένος στις  μαύρες σκέψεις του ούτε καν πρόσεξε.  Με κατεβασμένο το κεφάλι τρύπωσε στο σπίτι του.  Δεν ήξερε πια τι ήταν χειρότερο: τα φαντάσματα που είχε δει, αν τα είχε βέβαια δει, γιατί ποιος το ξέρει; μπορεί και να τα είχε φανταστεί,  ή το ρεζιλίκι του στη γειτονιά.

Την άλλη μέρα, με το υπέροχο φως του ήλιου, που σκορπά όλες τις κακόβολες σκιές και φωτίζει όλες τις κακοτοπιές, ο Κωτσαρής βγήκε από το σπιτικό του, να πάει στη δουλειά του, όποια κι αν ήταν αυτή.  Δεν ήταν όμως ο εαυτός του, όπως τον ήξερε όλο το χωριό. Είχε το κεφάλι του σκυφτό και ήταν σε  βαθειά συλλογή κι ας περπατούσε.  Καλημέριζε όλους τους συγχωριανούς του ταπεινά και ήσυχα, πράγμα που έκανε βαθειά εντύπωση σε όλους. Τα παιδιά που βγήκαν μπροστά του, αν και τα είδε που χαμογέλασαν πονηρά, δεν το πολυσκέφτηκε.  Ο Κωτσαρής είχε καταπιεί την υπερηφάνεια του και την ακαταδεξία του, γιατί εκείνο το επεισόδιο με τα φαντάσματα τον είχε στ’ αλήθεια γελοιοποιήσει στο χωριό.  Εκείνο όμως που τον τρόμαζε περισσότερο, ήταν ότι δεν ήταν καθόλου σίγουρος για το τι είχε συμβεί, αφού ήταν ο μόνος που είχε αντικρύσει εκείνα τα φαντάσματα, καθώς απέδειξε η συμπεριφορά των συγχωριανών του.

Μια από τις ημέρες που ακολούθησαν εκείνο το περίεργο γεγονός, και μέσα στο καταμεσήμερο, κάποια παιδιά της γειτονιάς που γύριζαν από το σχολείο, βάδιζαν πίσω από  τον Κωτσαρή, που κι αυτός  ανηφόριζε απλός και συμμαζεμένος για το σπίτι του.  Ξαφνικά και προς μεγάλη του έκπληξη άκουσε να έρχονται από το μέρος των παιδιών, εκείνες οι ίδιες οι φωνές που είχε ακούσει από τα φαντάσματα εκείνο το φοβερό βράδυ:

Ου…….  Ου……… Ου………

Όι……..  Όι………  Όι………

Μεμιάς ο Κωτσαρής κατάλαβε τι είχε συμβεί εκείνο το βράδυ της ντροπής.  Τα παιδιά λοιπόν του είχαν σκαρώσει εκείνη τη φοβερή φάρσα.  Δεν είπε όμως τίποτα.  Συνέχισε το δρόμο του σκεφτικός και πολύ ικανοποιημένος που τουλάχιστο είχε την εξήγηση που γύρευε.  Τα παιδιά με το δικό τους τρόπο του είχαν δώσει το μάθημα της ταπεινοσύνης, που χρειάζονταν.  Βέβαια δεν αισθάνονταν και πολύ καλά, που ακόμη και τα μικρά παιδιά είχαν βαριεστήσει με την κούφια περηφάνια του, αλλά τουλάχιστο, σκέφτηκε, δεν ήταν και τόσο αργά για ν’ αλλάξει και να καλυτερεύσει τη γνώμη των συγχωριανών του, απέναντί του.  Ήταν ακόμη, και ευτυχώς, νέος άνθρωπος.

Αποφάσισε λοιπόν να διορθώσει όσο μπορούσε τα ελαττώματά του, να φανεί έτσι δυνατός, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εκτίμηση όλων στο χωριό. Καλή ήταν η περηφάνια, όταν όμως είχε το δίκιο της να υπάρχει.  Όταν μάλιστα συνοδεύονταν από την απλότητα, την αξιοπρέπεια, τη γενναιοδωρία και την ταπεινότητα, όπου και όταν χρειάζονταν.

Ο Κωτσαρής τα κατάφερε κι άλλαξε. Έγινε μάλιστα ένα αξιόλογο παλληκάρι που γέλαγε στην ανάμνηση εκείνης της αξέχαστης φάρσας, από τα μικρά παιδιά του χωριού, στην εφηβική του ηλικία.

-Βρε, βρε, τα τζαναμπέτια… νά ‘ξερες τι μού ’χαν σκαρώσει!.. έλεγε γελώντας, κάθε φορά που θυμόταν και ιστορούσε εκείνη την περιπέτειά του σε φιλικό γύρω.

Και τα έλεγε τόσο ωραία, που τους έκανε όλους να γελούν με την καρδιά τους και να καμαρώνουν τον τρόπο του.  Σίγουρα ήταν δύσκολο να πιστέψουν πως ένα τέτοιο παιδί, μπορούσε νά ήταν πριν από καιρό, τόσο αλλιώτικο.  Κι όταν αργότερα πήρε την καλύτερη κόρη του χωριού κι απέκτησε οικογένεια, προσπάθησε να διδάξει και στα παιδιά του την αξία της απλότητας και της ταπεινοφροσύνης.  Είχε γίνει εμπειρογνώμων στο θέμα αυτό.

ΤΕΛΟΣ

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...