Ο Καζαντζάκης, ο Ίψεν και το τρίγωνο των σχέσεων
αντίστοιχα στα θεατρικά: Φασγά – Ρόσμερσχολμ
Δρ Πιπίνα Δ. Έλλη (Dr Pipina D. Elles)
***
Εισαγωγή
Τα θεατρικά δράματα, Φασγά[1] του Ν. Καζαντζάκη[2] και το δράμα Ρόσμερσχολμ του Ίψεν[3] (Ibsen Henrik), διακρίνονται για τις ομοιότητες[4] και τις αναλογίες που παρουσιάζουν. Το κείμενο που ακολουθεί πραγματεύεται τις πιο εμφανείς από αυτές τις ομοιότητες και τις αναλογίες. Η Ελένη, η γραμματέας του Λώρη στο Φασγά, ταιριάζει σε πολλά σημεία με τη Ρεβέκκα, την πρωταγωνίστρια του Ρόσμερσχολμ. Όπως η Ελένη του Φασγά, εισχωρεί ανάμεσα στο αντρόγυνο Ρόσμερ και Μπεάτα, και πετυχαίνει να εκτοπίσει μόνιμα τη Μπεάτα, οδηγώντας την στην αυτοκτονία[5].
Φασγά και Ρόσμερσχολμ : Γενικά
Τα δύο θεατρικά πραγματεύονται τις σχέσεις τριών ανθρώπων (‘Ιψενικό τρίγωνο’):
Α’. το συζυγικό ζευγάρι και την σχέση τους
Β΄. το συζυγικό ζευγάρι και η σχέση του με ένα τρίτο πρόσωπο, μία άλλη γυναίκα
***
Και στα δύο θεατρικά η άλλη γυναίκα η ξένη ή η παρείσακτη, εκτοπίζει την νόμιμη σύζυγο για του εξής λόγους:
α’. τον κορεσμό των συζυγικών σχέσεων,
β’. την υπερβολική επέμβαση στις δραστηριότητες του ενός ή του άλλου,
γ’. τη μείωση ή απάλειψη του προσωπικού χώρου ελευθερίας
δ’. την κατά συνέπεια ανάγκη της αλλαγής και της απαλλαγής από την ρουτίνα
ε’. την αντικατάσταση της ρουτίνας από κάτι εντελώς διαφορετικό, ανανεωτικό, ή συναρπαστικό σύμφωνα με την αντίληψη του συζύγου.
***
Το τρίτο πρόσωπο, η γυναίκα που επεμβαίνει και αναστατώνει τη συζυγική ρουτίνα, εμφανίζεται από τα έξω κατόπιν πρόσκλησης, για να ικανοποιήσει κάποια ανάγκη του ζεύγους. Συνήθως παρουσιάζεται για να υπηρετήσει το ένα (Φασγά) ή και τα δύο μέλη της οικογένειας ή του ζεύγους (Ρόσμερσχολμ). Στην πορεία του χρόνου το τρίτο πρόσωπο, παίρνει μία συγκεκριμένη στάση έναντι του ζεύγους και σε ακαθόριστο χρόνο προκαλεί την ρήξη ανάμεσά τους, που πιθανόν είναι μοιραίο να συμβεί ούτως ή άλλως, καθώς η σχέση του αντρόγυνου έχει παρακμάσει εκ των πραγμάτων και βρίσκεται σε κατιούσα. Με τα πρώτα σύννεφα στον φαινομενικά μάλλον, γαλήνιο ορίζοντα, αποκαλύπτεται η έλλειψη της αμοιβαίας αγάπης μεταξύ των συζύγων, ο αλληλοσεβασμός, η στενή επαφή τους ή η βασική συνεννόησή τους. Ίσως η σχέση του ζεύγους περνά μία από τις συνηθισμένες συζυγικές κρίσεις που ξεπερνιούνται με τη συγκατάβαση των δύο. Σε μία κρίση όμως, αυτού του είδους, το τρίτο πρόσωπο που έχει ήδη λάβει θέση στο οικογενειακό περιβάλλον του ζεύγους και έχει δημιουργήσει μία γνώμη για τις σχέσεις του, μπορεί να επέμβει με επιδεξιότητα για τους δικούς του προσωπικούς λόγους και σε αόριστο χρόνο προκαλεί δυνατές ρωγμές στους δεσμούς που ένωναν μέχρι τότε το ζεύγος, και κατά συνέπεια μία σκληρή διάσταση. Το φαινόμενο απαντά, εκεί όπου οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν πώς να ανανεώνουν τη μεταξύ τους σχέση. Η καθημερινή και από κοινού διατριβή δύο ανθρώπων, κουράζει και όταν το νέο, η ανανέωση που είναι απαραίτητη, δεν αποτελεί ενθουσιώδη εφεύρεση, τότε η επεμβατική παρουσία του τρίτου προσώπου, εντελώς διαφορετικού και ενδιαφέροντος, ως ένα σημείο, εκείνη την κρίσιμη στιγμή, προκαλεί τη μοιραία ούτως ή άλλως, ρήξη του αντρόγυνου. Εδώ οφείλεται να τονιστεί η φιλοδοξία και οι στόχοι της ξένης, που ενώ έρχεται απλά για να εξυπηρετήσει το ζεύγος, ενστικτωδώς πλέον και εκ των πραγμάτων, οι επιδιώξεις της διογκώνονται. Η ξένη πετά τη μάσκα της, αλλάζει δραματικά και εξελίσσεται σε μία παρείσακτη, που εκμεταλλεύεται την ατμόσφαιρα που επικρατεί στο σπιτικό του ζεύγους, και που τελικά διεισδύει ανάμεσά τους για να διεκδικήσει περισσότερα από όσα δικαιούται, αρχικά τουλάχιστον. Η επέμβασή της δρα χειρουργικά στην σχέση του αντρόγυνου, ένας ανθρώπινος ‘καρυοθραύστης’ που τσακίζει.
***
Φασγά: Στο Φασγά η ξένη, η Ελένη, προσλαμβάνεται ως γραμματέας του Λώρη, συζύγου της Ελένης, ο οποίος είναι επιστήμονας και συγγραφέας. Με τις συμβουλές της, σε σχέση με την συγγραφική του δημιουργικότητα, εξελίσσεται σε απαραίτητη παρουσία. Τον εμπνέει, ώστε ετούτος να παραληρεί από ενθουσιασμό για την προσφορά της, ερμηνεύοντας τις υπηρεσίες της, όχι απλά ως δεξιότητα, αλλά και ακόμη παραπέρα. Την υψώνει βαθμηδόν σε ένα επίπεδο εξωτικό, και μαζί της ταξιδεύει στην σφαίρα του έρωτα. Και μολονότι ο Λώρη εκλαμβάνει αυτή την στενή σχέση με την Ελένη, σαν κάτι αμοιβαίο ανάμεσά τους, είναι φανερό ότι η Ελένη δεν αισθάνεται τα παρόμοια για τον Λώρη. Τα σχέδιά της διαφέρουν. Στόχοι της είναι να τον σπρώχνει διαρκώς να παράγει ποιοτικό συγγραφικό έργο, για να γίνει επιτυχής και διάσημος, όχι μόνον για τον εαυτόν του αλλά και για εκείνη. Φιλοδοξία της είναι να αναγνωριστεί ως η γυναίκα, πίσω από τον συγγραφέα. Το μεγαλύτερο λάθος της είναι η έλλειψη μέτρου. Μέσα στη μανία της να πετύχει στους στόχους της, δεν αντιλαμβάνεται τις συνέπειες της πίεσης, την οποία ασκεί στον Λώρη, ώσπου εκείνος, κάποια στιγμή, αρρωσταίνει ψυχολογικά και φυσιολογικά τελικά. Αν και πολύ αργά, ο Λώρη αναγνωρίζει τα λάθη του με την Ελένη, αλλά ταυτόχρονα θεωρεί την πρώην σύζυγό του, Μαρία, εξίσου ένοχη με εκείνη, καθώς είχε πειστεί ότι η Μαρία αδιαφορούσε για το ταλέντο του και τις προσωπικές του ανάγκες και ήθελε να τον δαμάσει με τα δικά της ηνία, στα δικά της χαμηλά, μέτρα και σταθμά. Έτσι καταλήγει να τις μισεί και τις δύο και να τις θεωρεί υπεύθυνες για την κατεστραμμένη υγεία του και για τη παρακμή του ως συγγραφέας.
***
Ελένη: Στο Φασγά, εκπλήσσει η μεθοδικότητα και η διαδικασία στην πορεία της εκτόπισης της νόμιμης γυναίκας του Λώρη, Μαρίας από την ξένη γυναίκα, την Ελένη. Αρχικά παρουσιάζεται να εισέρχεται με μία αποστολή: να λειτουργήσει ως ωφέλιμο πρόσωπο για τον Λώρη. Όμως πολύ σύντομα και σχεδόν απροειδοποίητα, εισβάλλει σκοπίμως στο φαινομενικά ήρεμο, τουλάχιστον ως τότε, οικογενειακό περιβάλλον του Λώρη και της Μαρίας. Εκ μέρους της Ελένης υπάρχει μία επιθυμία, μία τάση κατάληψης του αρχικά φιλόξενου χώρου της οικογένειας του Λώρη. Η επιθυμία της είναι τέτοια, που οδηγεί στην σύλληψη κακόβουλου σχεδίου. Η διαδικασία της εφαρμογής του, αποκαλύπτει μία ραδιούργα γυναίκα, που σε ασύλληπτο χρόνο εξελίσσεται σε επικίνδυνο πρόσωπο, που δε βάζει φρένο, παρά μόνο με την αισθηματική καταστροφή του ενός από τους δύο, αρχικά της Μαρίας. Οι τρόποι που χρησιμοποιεί η Ελένη παρουσιάζονται ως εν εξελίξει. Ουσιαστικά όμως δεν εμφανίζονται ως ωφέλιμοι ή ευνοϊκοί για κανέναν, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας. Στο φινάλε του δράματος αποδεικνύεται πως τα φαινόμενα δεν απατούν τελικά. Η Ελένη, επιδιώκει να χειριστεί όλες τις ευκαιρίες που της δίνονται. Σαν αράχνη υφαίνει το δίχτυ της σε ανύποπτο χρόνο και σε ένα απροσδιόριστο κενό, όπου επωάζεται η καταλληλότητα και οι συνθήκες είναι πρόσφορες, για μία τέτοιου είδους επικίνδυνη ακροβασία. Αποβλέποντας σε προσωπικό όφελος, καταστρώνει το σχέδιο κατάληψης, της θέσης της πρώτης γυναίκας, της Μαρίας, η οποία εκτοπίζεται όλο και περισσότερο από το βάθρο της, ως συζύγου του Λώρη, με τον ένα ή άλλον τρόπο. Η Μαρία ως γυναίκα διαισθάνεται από πολύ ενωρίς την υποκριτικότητα της παρείσακτης Ελένης, αλλά δεν μπορεί να την σταματήσει, καθώς η ίδια έχει κάνει τα λάθη της, σε σχέση με τις επιτακτικές ανάγκες του συζύγου της. Ο Λώρη, είναι ένας επιστήμονας-δραματικός συγγραφέας. Οι κατηγορίες για την Μαρία έχουν ήδη αριθμηθεί και νομιμοποιηθεί από τον ίδιο. Η κυριότερη ίσως είναι ότι η Μαρία, είναι απασχολημένη με την αγωγή των παιδιών της και με το σπιτικό της και παραβλέπει τα ‘υψηλά’ νοήματα της ζωής που απορροφούν τον Λώρη, ή τις υψηλές ενασχολήσεις του. Όμως με το μέγα λάθος της, να καταστρέψει το χειρόγραφο του έργου του Λώρη, Ιουλιανός[6], επισφραγίζει την καταδίκη της από εκείνον και την μόνιμη απομάκρυνσή του, από εκείνη.
***
Ρόσμερσχολμ: Στο Ρόσμερχολμ η πρωταγωνίστρια του δράματος, Ρεβέκκα, έρχεται από τον Βορρά, ως πρώην υιοθετημένη γιατρού και προσλαμβάνεται κατόπιν συστάσεων, στο σπίτι του πάστορα Ρόσμερ και της συζύγου του, Μπεάτας. Η ζωή της Ρεβέκκας ως υιοθετημένης, προφανώς έχει διαμορφώσει σε τυχοδιωκτική, την συμπεριφορά της. Η άλλη γυναίκα του δράματος, η νεκρή Μπεάτα, είναι η αντίπαλος της Ρεβέκκας. Φαινομενικά τουλάχιστον η απούσα Μπεάτα, θεωρείται μία αδύνατη, μία εντελώς ανύποπτη παρουσία. Ενόσω ζούσε συγκεντρωνόταν στην ενασχόλησή της με τα συνήθη. Η Ρεβέκκα δεν είναι παρά οικιακή βοηθός του ζεύγους, Ρόσμερ – Μπεάτα. Στο ξεκίνημα του δράματος η Μπεάτα είχε ήδη αυτοκτονήσει. Αιτία της αυτοχειρίας της υπήρξε η διαπίστωση της σχέσης του Ρόσμερ με την Ρεβέκκα. Πνίγεται στο ποτάμι, χωρίς ίσως να έχει υπολογίσει το αντίκτυπο της πράξης της, στην σχέση των δύο εραστών. Ή μήπως και το είχε ‘κοστολογίσει’;
Η θέση της Μπεάτα, είναι παρόμοια με της Μαρίας του Φασγά, ίσως με μικρές διαφορές τεχνικής υφής και επιπλέον η Μπεάτα αυτοκτονεί. Η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στις δύο γυναίκες της Ελένης του Φασγά και της Ρεβέκκας του Ρόσμερχολμ, είναι ότι η δεύτερη (Ρεβέκκα), αισθάνεται αληθινή αγάπη για τον Ρόσμερ. Ο ήρωας του Ίψεν αποδεχόμενος τα πάντα, της ζητά τελικά την απόδειξη αυτής της αγάπης της. Όμως ετούτο δεν αφορά την κατάθεση όρκων ή άλλων λεκτικών επιβεβαιώσεων. Πρόκειται για ένα υπερβολικό αίτημα, μία θανατική καταδίκη, τελικά. Γιατί το αίτημα του Ρόσμερ, είναι το ακόλουθο: η Ρεβέκκα οφείλει να επισφραγίσει την απόδειξη της αγάπης της, με θυσία ανάλογη με εκείνη, της Μπεάτα. Αν και δεν το θέτει ευθέως, αλλά ως ερώτημα: θα ήταν άραγε ικανή να πνιγεί για την αγάπη του, στο ίδιο ποτάμι, όπως η σύζυγός του Μπεάτα; Και όμως ο Ρόσμερ είναι χριστιανός πάστορας, άνθρωπος της εκκλησίας. Είναι άραγε ενσυνείδητη ή υποσυνείδητη η στάση του έναντι της παρείσακτης Ρεβέκκας, με στόχο την τιμωρία της; Μπορεί ένας να σκεφτεί ότι ο Ίψεν επιδιώκει και κάτι ακόμα: την υποψία του αναγνώστη ή του θεατή, για την υπερπέραν εκδίκηση της νεκρής Μπεάτα, εναντίον του Ρόσμερ και της Ρεβέκκας, εμφυτεύοντας από το έρεβος του θανάτου στον Ρόσμερ, την ανατριχιαστική ιδέα της απόδειξης της αγάπης της Ρεβέκκας, παρόμοια όπως είχε κάνει εκείνη (η Μπεάτα). Ίσως όμως με ετούτο το παράλογο αίτημα, παρουσιάζεται ότι ο Ρόσμερ επιδιώκει να απαλλαγεί και από τη Ρεβέκκα, που είναι η ζωντανή απόδειξη της ενοχής του. Είναι δυνατόν, ακόμα και να μην επιθυμεί στο πλευρό του, την παρουσία οποιασδήποτε γυναίκας. Όμως στην πορεία, όλες ετούτες οι εικασίες ανατρέπονται τελικά…
Αντίθετα στο Φασγά και στην πορεία της υπόθεσης, η Ελένη δεν προσπαθεί ούτε και μπορεί να πείσει πλέον τον Λώρη, για την αγάπη της. Έχει αποκαλυφθεί στα μάτια του ότι τα κίνητρά της ήταν εξ αρχής, προσωπικού ενδιαφέροντος, έτσι αποτυγχάνει και η ίδια μαζί του, ως μέρος ενός δυστυχισμένου τριγώνου σχέσεων. Ο Λώρη μισεί και τις δύο γυναίκες τελικά, αποδίδοντάς τους όλες τις ευθύνες της καταστροφής του. Οι τύψεις του ως οπτασίες γυναικών, ντυμένες πολύχρωμα, τον χλευάζουν: «Πόθοι αετού και φτερά πεταλούδας! Χα χα χα!», όταν αλκοολικός, άρρωστος, μόνος και περιφρονημένος, καταφεύγει ημιθανής σε δάσος. Η επιτυχία του θεατρικού θεωρείται άρτια, καθώς οι επιδράσεις αυτής της διαδικαστικής πορείας, επιφέρει τα υπολογισμένα αποτελέσματα ή τις τελικές συνέπειες.
Οι παρείσακτες: Ελένη η κυνική, Ρεβέκκα η από αγάπη εκμεταλλεύτρια, τελικά: Η Ρεβέκκα του Ίψεν, η δυνατότερη από τις δύο γυναίκες του τριγώνου, έχει εξαρχής επίγνωση της δύναμής της και κάποια στιγμή υπογραμμίζει τη δική της απόφαση όπως ήδη την έχει επιβάλλει στο σπιτικό του Ρόσμερ: “Μου φαινόταν πως υπήρχαν δυο υπάρξεις εδώ, και έπρεπε να γίνει ανάμεσά τους εκλογή, Ρόσμερ. Ή η μια ή η άλλη” λέει, ενώ όταν κατηγορείται εκ των υστέρων από τον Κρόλλ για τη στάση της, παρακινείται να αντιδράσει με θυμό: “Μα και υποθέτετε λοιπόν πως ενεργούσα με ψύχραιμη λογική!” Το ίδιο θα μπορούσε να πει και η Ελένη στο Φασγά, δικαιολογώντας τις πράξεις της, έναντι της συζύγου του Λώρη, Μαρίας. Γεγονός παραμένει η ενσυνείδητα μυστική, από τους άλλους, προσπάθεια της Ρεβέκκας: “Ήθελα να φύγει από τη μέση η Μπεάτα. Με έναν οποιοδήποτε τρόπο” ομολογεί[7] και επιδεικνύει την αποφασιστικότητα με την οποία ενήργησε, αλλά και την επιτυχία των πράξεών της. Όπως η Ελένη του Φασγά ασκεί ήσυχα και μεθοδικά, μία ακατανίκητη επίδραση στον Λώρη ως γραμματέας του, παρόμοια και η Ρεβέκκα χρησιμοποεί τον Ρόσμερ ως υποχείριό της, όπως σημειώνει ο ίδιος μετά:
“Ρόσμερ: Ποτέ δεν είχες πιστέψει σε μένα. Ποτέ δεν είχες πιστέψει πως θα ήμουν άξιος να φέρω σε νικηφόρο πέρας αυτή την υπόθεση. / Ρεβέκκα: Είχα πιστέψει ότι οι δυο μας εμείς μαζί, θα φτάναμε να το κατορθώσουμε./ Ρόσμερ: Δεν είναι αλήθεια. Είχες πιστέψει πως εσύ μονάχη θα κατόρθωνες κάτι μεγάλο στη ζωή. Πως εμένα μπορούσες να με μεταχειριστείς ως όργανο για το σκοπό σου. Πως μπορούσα να σου είμαι χρήσιμος στα σχέδιά σου. Αυτό είχες πιστέψει.”[8]
Η Ρεβέκκα κάνει τελικά ότι η Ελένη του Φασγά, δεν τολμάει. Αποδέχεται δηλαδή ότι εισχώρησε ανάμεσα στο αντρόγυνο, Ρόσμερ – Μπεάτα, με έναν σκοπό, την ατομική της επιτυχία, για την ατομική της ευτυχία. Επιχείρησε ένα παράτολμα κυνικό σχέδιο και πέτυχε. Έχει το θάρρος ή το θράσος και το ομολογεί:
“Ρεβέκκα: Είναι πραγματικά η αλήθεια, πως κάποτε άπλωσα τα δίχτυα μου για να καταφέρω να εισχωρήσω μέσα εδώ στο Ρόσμερσχολμ. Γιατί ελογάριαζα πως εδώ μέσα χωρίς άλλο θα κατόρθωνα να κάμω την τύχη μου. Με τούτονε ή με κείνονε τον τρόπο, με έναν οποιοδήποτε τρόπο δηλαδή.” [9]
Η Ρεβέκκα τελικά είχε σταματήσει σε ένα καθοριστικό για την ίδια σημείο, τότε, που ερωτεύτηκε τον Ρόσμερ. Ομολογεί μία πάλη ανάμεσα στην Μπεάτα και το άτομό της, που αποτελεί στοιχείο παράλληλο της διαμάχης της Ελένης με την Μαρία στο Φασγά[10] του Ν. Καζαντζάκη. Ο Ίψεν παρουσιάζει την Ρεβέκκα δυνατότερη από το αντρόγυνο Ρόσμερ-Μπεάτα, σύμφωνα με τον Ρόσμερ και η Ρεβέκκα απαντάει: “Σε γνώριζα καλά ώστε να το ξέρω, -ήταν αδύνατο να φτάσω σε σένα, χωρίς πρώτα να γίνεις λεύτερος και στις σχέσεις και στο πνεύμα”[11]. Αργότερα η Ρεβέκκα υποστηρίζει ότι ο Ρόσμερ ήρθε πίσω στον πραγματικό εαυτό του, με τη δική της παρουσία[12] μόνο αφού έφυγε από τη μέση η σύζυγός του, Μπεάτα.
Η Ρεβέκκα, διαφέρει από την Ελένη του Φασγά, όταν ομολογεί, πως έχοντας αγαπήσει τελικά τον Ρόσμερ ήταν ευτυχισμένη στην απλή συνύπαρξη με εκείνον, χωρίς απαιτήσεις[13]. Ο Ρόσμερ επιδιώκει την απόδειξη της αγάπης της, και την ρωτάει αν είναι έτοιμη να ακολουθήσει για χάρη του, το δρόμο της Μπεάτα. Ο εγωισμός του ηττημένου, από τις συγκυρίες της ζωής, άντρα, έχει αγγίξει τα όρια του παροξυσμού[14]. Είναι εκείνος που την πιέζει τώρα ασφυκτικά κάνοντας σύγκριση των δύο γυναικών: “… Ένας ίλιγγος σε τραβάει κάτω, στο νεροσυρμό που βουίζει! Όχι. Κάνεις πίσω. Δεν το αποφασίζεις, όχι, -εκείνο που αποφάσισε αυτή.”[15] Ο Ρόσμερ αντίθετα από τον Λώρη, παρασύρει την δεύτερη γυναίκα της ζωής του, στον χαμό. Ζητάει τρανταχτές αποδείξεις της αγάπης της. Είναι σα να ερωτεύεται εκ νέου την νεκρή πλέον Μπεάτα, για το θάρρος της να αυτοκτονήσει εξαιτίας του. Ο Ρόσμερ υποκινείται από εγωκεντρικό θαυμασμό ή ναρκισσισμό, να λατρεύει όχι την Μπεάτα που αυτοκτονεί εξαιτίας του, αλλά την πράξη της, της αυτοκτονίας. Η παράνοια ανέρχεται στο ζενίθ όταν η αυτοχειρία της Μπεάτα αποβαίνει το μέτρο σύγκρισης των δύο γυναικών, γεγονός που προκαλεί και ταυτόχρονα απειλεί την Ρεβέκκα. Η σύγκριση με την νεκρή ξεπερνάει τα ανθρώπινα όρια. Πώς να αντιπαλέψει το φάντασμα της Μπεάτα που θα έλεγε κανείς ότι επιστρέφει για να διεκδικήσει εκείνο που της ανήκε: τον Ρόσμερ; Είναι η αντεκδίκηση για εκείνα που είχε υποστεί, η εκδίκηση του νεκρού προς εκείνους που ανελέητα τον είχανε σπρώξει στο θάνατο; Ο Ρόσμερ προχωράει τώρα στην σύγκριση των δύο γυναικών: της Ρεβέκκας με την Μπεάτα. Το συμπέρασμα από εκείνη τη σύγκριση είναι απόλυτα σκληρό και τραγικό, καθώς επιμένει για την Ρεβέκκα ότι δε θα τολμούσε ό,τι είχε τολμήσει η νεκρή Μπεάτα:
“Ρόσμερ: Θα υπάρξει (ήττα). Δεν είσαι καμωμένη εσύ για να τραβήξεις το δρόμο της Μπεάτας. / Ρεβέκκα: Δεν το πιστεύεις; / Ρόσμερ: Καθόλου. Δεν είσαι συ σαν τη Μπεάτα. Δεν βρίσκεσαι κάτω από την επίδραση να σε κυβερνάει μια παραζαλισμένη αντίληψη για τη ζωή.”[16]
Η Ρεβέκκα αντίθετα από την Ελένη είναι έτοιμη να θυσιαστεί για την αγάπη του, για την εξιλέωσή της, για να τον σώσει και παράλληλα για “ό,τι καλύτερο έχει”. Οι εγωισμοί των ηρώων του Ίψεν, ισοπεδώνονται. Η Μπεάτα έχει φύγει και η δική τους ζωή κρέμεται στις τύψεις τους, για την απουσία της. Έχοντας παίξει ένα μακρό διαλογικό παιγνίδι, όπου όλα αποκαλύπτονται με συνταρακτική διαύγεια και ταπεινότητα, οι δύο ήρωες του δράματος, έχουν βεβαιωθεί ότι η ζωή τους δεν είναι τελικά εκείνη που θα ήταν, αν όλα ετούτα δεν είχαν διαδραματιστεί. Βέβαιοι για τα συναισθήματά τους και για την κοινή τους μοίρα, αποφασίζουν να εξιλεωθούν ακολουθώντας τον δρόμο της Μπεάτα: “Γιατί τώρα είμαστε ένα” καθώς λέει ο Ρόσμερ. “Τους πήρε η μακαρίτισσα η κυρά”, θα πει η Μαντάμ Έλσεθ[17] όταν ανακαλυφθεί η διπλή αυτοχειρία.
Στο Φασγά, αντίθετα από τη διαύγεια των σκέψεων και των κινήσεων των ηρώων του Ίψεν, η Ελένη συνεχίζει την πορεία της εγωιστικά σαρώνοντας τα πάντα ανάμεσα στον Λώρη και τον εαυτό της και με μία περιφρόνηση προς τον άντρα-Λώρη, που δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων στην πορεία της ζωής. Ο Λώρη ταπεινώνεται, γνωρίζοντας την ήττα. Οι γυναίκες της ζωής του παρουσιάζονται δυνατότερες και βιολογικά, ενώ εκείνος, ο άνθρωπος του πνεύματος, δεν έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα της ζωής του, που σημειώνεται από το κατεστραμμένο όνειρό του.
Ο Καζαντζάκης που επηρεάστηκε από το έργο του Ίψεν, με το Φασγά, ανοίγει στο ελληνικό δράμα της εποχής του, την είσοδο προς τον ευρωπαϊκό ρεαλισμό. Η ιστορία του, ως πρωτοποριακή, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το ξένο δράμα σε μία εποχή που οι Έλληνες συγγραφείς δεν τολμούν να αγγίξουν παρόμοια θέματα.
***
Βιβλιογραφία
Ίψεν Ερρίκος, Τα άσπρα άλογα ή Ρόσμερσχολμ (1886), Σειρά Παγκόσμιο Θέατρο: αρ. 114, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 1993.
Ibsen Henrik, Hedda Gampler, adapted by John Osborne, London & Boston 1989.
Νίκος Καζαντζάκης, Φασγά (1907), Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1977
Νικηφόρος Παπανδρέου, Ο Ίψεν στην Ελλάδα, Κέδρος
****
Υποσημειώσεις:
[1] Όπως έχει παρατηρηθεί και από τον Νικηφόρο Παπανδρέου στο κείμενό του Ο Ίψεν στην Ελλάδα Νικηφόρος Παπανδρέου, Ο Ίψεν στην Ελλάδα, Κέδρος.
[2] Νίκος Καζαντζάκης 1883-1957. Γράφει το Φασγά το 1907.
[3] Ηένρικ Ίψεν (Henrik Johan Ibsen 1828-1906, born in Skien 20th of March 1828) Νορβηγός δραματουργός. Γράφει το Ρόσμερσχολμ το 1886.
[4] Tο δράμα Φασγά του Ν. Καζαντζάκη και το δράμα Hedda Gabler[4] του Ίψεν, παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ομοιότητες. Από αυτές ξεχωρίζει το κάψιμο του έργου του ήρωα από την σύζυγό του, το οποίο είχε γράψει με την ερωμένη του.
[5] Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται και στο δράμα του Καζαντζάκη, Ιουλιανός ο Παραβάτης. Εδώ η Μαρίνα, -η ξεχωριστή και αγαπημένη συντρόφισσα του Ιουλιανού- και ο Ιουλιανός από κοινού –λόγω της σχέσης τους-, ωθούν την Ελένη, τη νόμιμη σύζυγο του αυτοκράτορα, σε αυτοχειρία με απαγχονισμό.
[6] Ο Λώρη το είχε γράψει με τη συνεργασία της ερωμένης-γραμματέα του, Ελένης, και το αποκαλεί παιδί του.
[7] Ίψεν, Ρόσμερσχολμ, ο.π., σ. 90.
[8] Ίψεν, ο.π., σ.96.
[9] Αυτόθι, σ. 97.
[10] Αυτόθι, σ. 98.
[11] Αυτόθι, σ. 98.
[12] Αυτόθι, σ. 99.
[13] Αυτόθι, σ. 99.
[14] Αυτόθι, σ. 107.
[15] Αυτόθι, σ. 108.
[16] Ίψεν, ο.π., σ. 109.
[17] Αυτόθι, σ.σ. 111-112.