Από την ποιητική μου συλλογή
«Λεπτομέρειες»
Σύδνεϋ 1998
*************************************************************************************
Ωδή στη Θήρα
Στη Θύρα πώς ξανάψαν οι ουρανοί
’κείνο το πρωιό!
***
Ανατρίχιασε η αυγή, αρχικά
Στο άκουσμα των βρυχηθμών του εγκέλαδου
Που τον ξυπνούσε η λάβα ξεσκασμένη,
Ψάχνοντας με βια να βρει
Της λύτρωσης τον δρόμο,
πιο πάνω ακόμα κι από το δροσερό
το κύμα του Αιγαίου.
Η Αφροδίτη κύτταξε με φρίκη
τον επερχόμενο χαμό,
ενώ η Θέτις τίναξε με πείσμα το κεφάλι.
Ήρθε η ώρα για να ξυπνήσει το θεριό.
Κι ήταν αλάθευτα αυστηρή η θεϊκή απόφαση,
για να σκορπίσει τα μηνύματα τριγύρω:
«Μα τι θαρρείτε επιτέλους ω θνητοί!..
Σα δε νοείτε τον θυμό τον θεϊκό,
ήρθε ο καιρός για να γευθείτε
το δικό σας γιατρικό!..»
***
Ήρθε και ξέρασε το μαύρο το βουνί
πανώρια κοκκινάδα’
κι αστράψανε τριγύρω οι ουρανοί,
σαν οι σπινθήρες σκόρπισαν συστάδα.
Κατακρημνίστηκε η γης,
κι η θάλασσα, ως εκόχλασε απ’ τη μάνητα,
λαίμαργα την κατάπιε.
Ξεχάστηκε και θράσεψε να φτάσει πιο ψηλά,
στα ουράνια διαμερίσματα… Δε νίκησε!
Γιατί αναδύθηκε η Θήρα η νιοβάπτιστη:
την είπαν Σαντορίνη.
Μαύρα τα σπλάχνα της και μαύρη η θωριά της
-σωστή μαγεία στου πελάγου την αχλή-
Με μια καρδιά που καίγεται στη φλόγα,
την φλόγα την αιώνια, την τρομερή!
Τέλος