Η κυρά- Σταματούλα (αφήγηση)
Από το τετράτομο (σε έναν τόμο!) βιβλίο μου για όλη την οικογένεια,
ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ (Β’ Έκδοση 2014)
Πέρασαν χρόνια από τότε, αλλά θυμάμαι αυτή την ιστορία καθαρά γιατί καθώς ήμουν μικρή, μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση.
Κοντά στην πόλη μας, μερικά χιλιόμετρα από το κέντρο της, σε ένα από τα γραφικότατα προάστιά της -ήταν τότε ένα μικρό-μικρό χωριό- ζούσε η κυρά-Σταματούλα. Για να βοηθήσει τον άντρα της στα έξοδά τους πουλούσε “μαζώματα”[1], που τα εύρισκε εύκολα στο μικρό κάμπο, δίπλα στο χωριό από το ένα μέρος, και στη λίμνη μας από τ’ άλλο. Αρκετές γυναίκες του χωριού έκαναν το ίδιο και μετέφεραν τα “μαζώματα” στην πολιτεία μας, σε μεγάλα κομμάτια υφάσματος, σε παλιά τραπεζομάντηλα ή σε παλιές, μεγάλες, γερές “μπόλιες” ή “φακιόλια” ή “μαντίλες”, που δέναν τις γωνιές τους κάνοντας ένα “μποξιά” ή “μπόγο”. Το φορτώνονταν λοιπόν στον ώμο ή αν ήταν μικρός τον πέρναγαν στα χέρια, πάνω από τον άγκωνα και μ’ αυτόν τον τρόπο έφερναν τα μαζώματα στη λαϊκή αγορά του Κουρμανιού, όπου τα πούλαγαν με την οκά κι αργότερα με το κιλό, για λίγες δραχμές.
Η κυρά-Σταματούλα λοιπόν, όσο μπορούσε πιο συχνά, πήγαινε, μετά το μεσημέρι κάποτε, σε διαφορετικά μέρη του κάμπου και μάζευε ζωντανά, καταπράσινα, δροσερά αγριόχορτα, τα διαφορετικά είδη μαζώματα. Κάποτε κι όταν μπορούσε, τ’ ανακάτευε με λίγα λάχανα απ’ τον κήπο της. Τα στοίβαζε καλά στις μεγάλες “μπόλιες” κι έπαιρνε μαζί της μια μικρή φορητή μπρούτζινη “μπαλάντζα”, είδος ζυγαριάς. Άλλοτε πάλι όταν κατάφτανε στην πολιτεία μας λιγάκι καθυστερημένα, έπιανε τα σπίτια στο Κάστρο και χτύπαγε τις πόρτες. Έτσι τη γνώρισε κι η μητέρα μου την κυρά-Σταματούλα, τη “λαχανού”, όπως την αποκαλούσαμε, πριν να μάθουμε τ’ όνομά της, και ήταν τακτική στην πόρτα μας.
Η μητέρα μου την πόναγε την καϋμένη τη γυναικούλα που μεγαλούτσικη στα χρόνια καθώς ήταν ή φαίνονταν ίσως, περπάταγε φορτωμένη, όλο το δρόμο από το χωριό για να πουλήσει τα χόρτα, για να σπουδάσει το “γιόκα” της, καθώς έλεγε. Βλέπετε δεν υπήρχε εκείνα τα χρόνια ταχτική συγκοινωνία, ανάμεσα στο χωριό της και στην πολιτεία μας.
Μια μέρα που η μητέρα μου την είδε πολύ κουρασμένη, τη λυπήθηκε και της πρότεινε να καθίσουν εκεί στη βεραντούλα μας και να πιούνε παρέα έναν καφέ, έτσι “για να πάρει μιαν ανάσα”.
-Αχ κόρη μου… θ’ αργέψω!.. είχε πει η κυρά-Σταματούλα με έγνοια.
-Κυρούλα, κάνε μια χάρη στον εαυτό σου… Σε θέλουμε να μας έρθεις κι αύριο με τα ωραία σου τα μαζέματα! είπε η μάνα μου για να την πείσει.
Έτσι η κυρά-Σταματούλα αποφάσισε πως ναι, θα κάθονταν να πιει ένα νεράκι και να πάρει έναν καφέ. Κάθισε λοιπόν στην άκρη συμμαζεμένη λες και φοβόταν μη λερώσει κάπου κι η μακριά υφασμένη μάλλινη μαύρη φούστα της ακούμπαγε στο τσιμεντένιο δάπεδο. Χαλάρωσε το “τσεμπέρι” της γύρω από το λαιμό, και σκούπισε το πρόσωπό της με τη μια άκρη του. Δίπλα της ακούμπησε τη ζυγαριά της και τη μεγάλη μπόλια με τα λιγοστά λάχανα και μαζέματα, που της είχαν απομείνει. Όταν η μητέρα μου γύρισε με τους καφέδες, η κυρά-Σταματούλα της ζήτησε να φέρει πίσω τη κανίστρα της, για να της “βάνει και τα χόρτα που ’χαν περσέψει”, καθώς είπε.
-Άργησα, και πού να τα πάγω τώρα τσούπρα; Λίγα μείναν, δώρο στα κάμω, είπε ξανά.
Γέλασε η μητέρα μου και της είπε:
-Άιντε κυρούλα και μη στενοχωριέσαι που δεν τα πούλησες. Έχω κάτι λίγες δραχμούλες που μού ‘μειναν, πάρτες κι αυτές.
Η μητέρα μου πήγε γρήγορα μέσα κι έφερε την καλαμωτή κανίστρα με τα χόρτα και το μικρό της δερμάτινο πορτοφολάκι με τα λίγα κέρματα. Ενώ έφτιαχναν τα υπόλοιπα χόρτα, μιλούσαν η μια στην άλλη.
Η μητέρα μου τη ρώτησε τότε.
-Έχεις μεγάλη φαμίλια, κυρούλα;
-Μια κόρη και το γιόκα μου τσούπρα. Αυτά μας έδωκε ο Θεός, αυτά έχουμε!.. Εσύ… πόσα έχεις του λόγου σου; ρώτησε τη μητέρα μου.
-Τρία παιδιά κυρούλα. Δυο κόρες κι ένα γιο.
-Να μας ζήσουνι τσούπρα μ’, και τα δικά σ’ και τα δικά μ’, να μας ζήσουνι, είπε στη μάνα μου πίνοντας λίγο νερό από το ποτήρι της.
-Νά ‘σαι καλά, είπε η μητέρα μου.
Η κυρά-Σταματούλα αναστέναξε όλη έγνοια.
-Ο Βάσως ο άντρας μου κι εγώ για το γιο παλεύουμι. Την κόρη την παντρέψαμαν μ’ ένα προκομμένο παιδί, δικό μας κάνε. Έχει καφενείο. Ε!.. βολεύουντι ξέρς. Τώρα με τσι τουρίστες πού ‘ρχουντι για το σπήλαιο…
-Ναι βέβαια αυτό το σπήλαιο θα φτιάξει το χωριό σας και σίγουρα θα μεγαλώσει. Και ποιος το ξέρει; κοντά είστε, μπορεί και να ενωθεί το χωριό σας με την πόλης μας και να γίνει ένα από τα προάστια της. Ακόμα βέβαια είναι αρχές. Κάτσε να τ’ ακούσουν όλοι οι Αθηναίοι και θα τους δεις νά ‘ρχονται προς τα δώ, εκατοντάδες για να το θαυμάσουν. Και οι άλλοι βέβαια έξω από την πατρίδα μας, οι ξένοι, είπε η μητέρα μου.
-Τώρα που μελέτησες τσ’ Αθηναίους να σ’ πω τσούπρα μ… Ο γιόκας μου σπουδάζει εκεί ‘δα στα μέρη τς… Πολλά λεφτά για το δικό μας κομπόδεμα… Πολλά σ’ λέω! Ο άντρας μ’ δουλεύει, αρμέγει κάτι λίγες αγιλάδις πού ‘χουμι και πουλάει το γάλα ‘δώθε. Ε!.. φκιάχν’ κι άλλα πράματα, κάτι λίγα, δηλαδής κάτι λιγοστά μαστορέματα πέρα-δώθε. Ξέρς, κάτι τοιχεία… κάτι μάντρις, κανά μπογιάτισμα… καμιά μαραγκοσύνη… και πορευόμαστε.
-Μπράβο σας κυρούλα! Συγχαρητήρια και στο γιο σας και σε σας. Να σπουδάζεις παιδί στην Αθήνα σήμερα, δεν είναι και μικρό πράγμα. Είστε αξιέπαινοι, είπε η μητέρα μου, με την ειλικρίνεια που τη διέκρινε.
Η κυρά-Σταματούλα είπε κι άλλα πολλά για τη ζωή της, τα βάσανά της και τις ελπίδες της. Η μητέρα μου την άκουγε με πολλή προσοχή και κούναγε το κεφάλι της συμφωνώντας με τη “λαχανού” μας .
Πέρασε αρκετός καιρός από εκείνη την ημέρα. Κάποια στιγμή όμως έπαψε νά ‘ρχεται και δεν τη βλέπαμε πια την κυρά-Σταματούλα τη λαχανού μας.
Μια μέρα όμως μια γειτόνισσά μας, η κυρά Τσεβή, που ψώνιζε επίσης από την κυρά-Σταματούλα, ήρθε στο σπίτι μας για να δει τη μητέρα μου. Εκεί που έπιναν τον καφέ τους, η συζήτηση τό ‘φερε στις πίτες.
-Έχω καιρό να φτιάξω πίτα. Υπάρχει όμως κι άλλος λόγος εκτός από την έλλειψη χρόνου… ομολόγησε η μάνα μου ένοχα και πριν αποσώσει την κουβέντα της, η κυρά Τσεβή βιάστηκε να πει το δικό της λόγο:
-Δεν είσαι μόνη. Κι εγώ τα ίδια. Δε θα ήταν υπερβολή να πω πως έχω να φτιάξω πίτα, από τότε που μού ‘φερε χόρτα τελευταία φορά η Κυρά-Σταματούλα.
-Κι εγώ! Ποιος ξέρει τι να συμβαίνει! είπε σκεφτική η μάνα μου.
-Δε τά ‘μαθες λοιπόν για τα βάσανά της; ρώτησε η κυρά Τσεβή.
-Όχι βέβαια! Από πού να τα ξέρω; απάντησε η μητέρα μου.
-Άκου να δεις τι έπαθαν οι κατακαϋμένοι γονείς, η λαχανού κι ο άντρας της δηλαδή. Είναι ολόκληρη ιστορία. Μου τά ‘πε μια δική τους.
“Στις περασμένες διακοπές, ήρθε ο γιος τους ο Τακούλης από την πρωτεύουσα. Καλοντυμένος, καλοχτενισμένος… Τον είδαν οι συγχωριανοί και θαύμασαν το γιο της κυρά-Σταματούλας και του κυρ-Βασίλη. Υπήρξαν βέβαια και κάποιοι που τους ζήλεψαν μέσα τους. Αλλά έτσι γίνεται στα χωριά όπου η κοινωνία είναι μικρή κι ο ένας ξέρει τον άλλον. Οι γονείς βέβαια καμάρωναν κι ήταν κατευχαριστημένοι νά ‘χουν το γιο τους κοντά τους, γιατί είχε περάσει χρόνος που δεν είχε έρθει, για να τον δουν. Στο διάστημα αυτό βέβαια αυτοί δούλευαν πολύ σκληρά για να του στέλνουν χρήματα, να μη του λείπουν τ’ αναγκαία τουλάχιστον: το φαγητό, το ενοίκιο, τα βιβλία του… ε, και λίγα για κανένα ρούχο! Τι στο καλό, νέος άνθρωπος ήταν, είχε ανάγκες! Οι ίδιοι στερούνταν τα πάντα, αλλά χαλάλι του! Μια μέρα θα γίνονταν ένας επιστήμονας κι όλα θα είχαν ξεχαστεί: οι θυσίες δηλαδή κι η φτώχεια τους!..
Ο Τακούλης που λες, αφότου τους επισκέφτηκε, γύρναγε πότε μόνος του εδώ στην πόλη και πότε με κάποιους φίλους από κάπου… άγνωστο από που, στις ταβέρνες και στα καφενεία της περιοχής, κι οι γονιοί του που δεν ήθελαν να τον κακοκαρδίσουν, μήτε και που έλεγαν τίποτα. Οι χωριανοί αναρωτιόνταν οι κακόμοιροι, πώς μπόραγε ‘τούτο το παιδί και βολεύονταν έτσι στις πλάτες των γονιών του, ή μήπως είχε πανίσχυρους φίλους; Πάντως ονειρεύονταν και τα δικά τους τα παιδιά να προκόψουν σαν το λεβέντη τον Τακούλη, που μια μέρα σα γιατρός -ξέρεις υποτίθεται ότι σπουδάζει ιατρική ο βλογημένος- θα έρχονταν πίσω στο χωριό τους για να τους κρατάει όλους, παιδιά, νέους και γέρους υγιείς.
Μα άκου τη συνέχεια!.. Μια μέρα ήρθε στο χωριό ένας φοιτητής, κι αυτός από την Αθήνα -κάποιος Αντρέας είπαν- από ένα γειτονικό χωριό, γυρεύοντας δουλειά για τις καλοκαιρινές του διακοπές, μια και δεν είχε πολύ μελέτη, ως τον Οκτώβρη. Στον καφενέ που λες όπου πήγε για να πάρει κάποιες πληροφορίες, συνάντησε τον Τακούλη της κυρά-Σταματούλας.
-Βρε Τακούλη!.. Εδώ κι εσύ; ρώτησε φιλικά.
-Έλα γειά σου… τι κάνεις; ρώτησε εκείνος χαμηλόφωνα και με κάποια ανησυχία.
-Καλά, καλά… είπε τώρα ο Αντρέας με μειωμένο τον ενθουσιασμό του. Να! ήρθα μπας και βρω καμιά δουλίτσα… Ξέρεις! Δε μου λες… εδώ κι αρκετόν καιρό, άκουσα πως άφησες το Πανεπιστήμιο. Τι κάνεις τώρα;
-Σσσσ!.. Μη φωνάζεις καϋμένε και μας ακούσουν!..
-Συγγνώμη;
-Τι συγγνώμη βρε Αντρέα. Θα σου εξηγήσω κάποια άλλη φορά. Τώρα μη βγάνεις τσιμουδιά.
Αλλά ο Αντρέας παρεξηγήθηκε από τη συμπεριφορά του Τακούλη και τον ειρωνεύτηκε:
-Δηλαδή… είναι μυστικό;
-Ε… όχι και μυστικό, αλλά… να δεν το είπα ακόμη στους γονείς μου. Θέλω να το μάθουν με το μαλακό, μάσησε τα λόγια του ο Τακούλης.
-Α κατάλαβα!.. και πιστεύω ότι αφού είναι τόσο σπουδαίο νέο… ίσως και να σημαίνει ότι σίγουρα παράτησες τις σπουδές σου κι ότι θα πιάσεις κάποια δουλειά;
-Όχι βρε αδερφέ!.. Πάλι λάθος!.. Άκου: Θα συνεχίσω, αλλά χωρίς άλλο, πρώτα θα πρέπει να ξεμπλέξω με κάποιες παρέες, κάποιες ανεπιθύμητες παρέες. Κατάλαβες;
-Περίπου!.. Αλλά και πάλι… πας κι έρχεσαι με τα χρήματα των δικών σου και να μη ξέρουν τίποτα… το βρίσκω λιγάκι… ξέρεις, παράξενο! είπε.
-Άσε άσε, είναι δικό μου πρόβλημα. Αρκετά όμως! θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή, κάπου αλλού. Και άκου! Δε θέλω να φτάσουν οι κουβέντες μας στ’ αυτιά των γονιών μου. Αυτό μπορεί και να τους σκοτώσει, είπε ο Τακούλης εκνευρισμένος από την όλη συζήτηση.
-Ε! Πάλι καλά. Έχεις ακόμη κάποια ίχνη συνείδησης. Αλλά δε χρειάζομαι εγώ κι οι κουβέντες μας αδερφέ για κάτι τόσο φοβερό! Εσύ μόνος σου κάνεις καλή δουλειά, είπε ο Αντρέας ειρωνικά.
Ο Τακούλης είχε χλωμιάσει με τα τελευταία δεικτικά λόγια του νεαρού φοιτητή. Άλλωστε κάποιοι θαμώνες του καφενείου είχαν αρχίσει να τους κυττούν επίμονα, πράγμα που τον έκανε ν’ ανησυχήσει φοβερά. Καλά τα είχε ταχτοποιημένα όλα… Ήταν ανάγκη να βγει μπροστά του τώρα αυτός ο Αντρέας; Έφυγε φανερά εκνευρισμένος, αφήνοντας τον Αντρέα να αμφιβάλλει για την ηθικότητά του και την ευσυνειδησία του, την ευαισθησία του, την κατανόηση και σε τελευταία ανάλυση, την αγάπη του προς τους γονείς του.
Κάποιοι στο καφενεδάκι πρόσεξαν τη συμπεριφορά του Τακούλη και μουρμούρισαν:
-Χμ!.. κάτι συμβαίνει με το παλληκάρι της Σταματούλας. Χαλασιά της, τς έρημης!
-Αμ’ ο Βασίλης; Ο φουκαράς είναι περήφανος για το γιατρό που θα βγάνει το σόι τς!
-Δε βαρυέσαι! Όποιος έχει τα γένεια έχει και τα χτένια Τάσσο μ’! Εμείς ας χαλεπούμε με τα δικά μας τα σικλέτια κι άστους, εφτούνους να ‘χουν κάνε τα δικά τς!..
Η συνάντηση κι η έντονη συζήτηση των δύο νέων στον καφενέ του χωριού έγινε αισθητή κι έφτασε μέχρι και τ’ αυτιά της κυρά-Σταματούλας.
-Ποιον είδες γιε μ’ στον καφενέ σήμερα; ρώτησε μ’ αληθινό ενδιαφέρον η μάνα του.
-Έεεεναν γνωστό μάνα! είπε εκείνος ενοχλημένος.
-Τόν ξεύρου κανακάρη μ’;
-Τον λένε Αντρέα Ζήση μάνα. Είναι από το γειτονικό χωριό, είπε πάλι ο Τακούλης σκεφτικά.
-Καλά γιε μ’ εσύ ξεύρεις… εγώ θα πάνω στου μπακάλη να ψουνίσω κάτι τις. Μη θέλς τίποτις;
-Ναι μάνα νά ‘σαι καλά… ένα κουτί τσιγάρα σε παρακαλώ!
-Αχ γιε μ’ τι τα καπνίζεις, το διάουλο; Καταστρέφς τη ‘γεια σ’ με δαύτα! Κι σπουδάζεις κι γιατρός! Τι να λεν τάχα ο κοσμάκης;
-Το ξεύρω μάνα… το ξεύρω! Αλλά θά ‘ναι και το τελευταίο… στο υπόσχομαι.
Στο μπακάλικο ο κυρ-Αργύρης ο ιδιοκτήτης τη ρώτησε κυττώντάς την λοξά:
-Τι κάνει ο Τακούλης θεια;
-Καλά ‘ναι το καψηρό Αργύρη μ’. Καλά είντο. Διακουπές έχει… να, να ξεκουραστεί μαθές σταλιά…
-Εσύ θεια μ’ πότε θα ξεκουραστείς κάνε; τη ρώτησε εκείνος με συμπόνια.
-Ε!… Θά ‘ρθει κι η σειρά μ’ Αργύρη μ’, θά ‘ρθει κι η σειρά μ’!.. Έχει ο Μεγαλουδύναμος!.. είπε η κυρά-Σταματούλα με αγαθότητα.
Ο κυρ-Αργύρης κούνησε το κεφάλι του σκεφτικός. Η μεσήλικη γυναίκα είχε γεράσει πριν από την ώρα της.
Περνώντας μπροστά από το καφενείο η κυρά-Σταματούλα άκουσε:
“Σωπάτι μωρές… η κυρά-Σταμάτου!”
Αυτή χαιρέτησε και προσπέρασε ήσυχα, σα να μην είχε ακούσει τίποτε. Εντυπωσιάστηκε όμως από τη συμπεριφορά τους. Σαν να διάκρινε στα βλέμματά τους τη συμπόνια και την ενοχή. Στο σπίτι έδωσε τα τσιγάρα στον Τακούλη και βάλθηκε να κάνει διάφορες μικροδουλειές. Είχε καιρό ως την ώρα που θα έρχονταν στο σπιτικό τους ο αγαπημένος της σύντροφος. Ξαφνικά ρώτησε τον Τακούλη:
-Δε μου λες γιε μ’, πήγες καθόλ’ στον καφινέ σήμερις;
-Ε… ναι, πήγα λιγάκι. Ήπια ένα τσίπουρο με κάτι συγχωριανούς.
-Α!.. κατάλαβα, είπε η μάνα του.
-Γιατί ρωτάς μάνα;
-Ε… να, έτσ’ αρουτάω γιε μ’. Αλλά θέλου και να ξεύρου κάτι τις. Αν μ’ αρουτήξ’ κανένας τς, πότις τελεύεις το Πανεπιστήμιου… τι θα κρένου; είπε σοβαρά η κυρά-Σταματούλα.
Ο Τακούλης κοκκίνησε και ξεροκατάπιε.
-Θα πείς ότι δεν ξέρεις, μάνα.
-Δε μου λες γιε μ’, εσύ ξεύρεις; επέμενε πάλι εκείνη.
-Τι ερωτήματα είναι ‘τούτα μάνα; ρώτησε ο Τακούλης εκνευρισμένος.
-Δηλαδής γιε μ’, μηδέ του λόγου σ’ ξεύρεις;
-Ξέρω… ξέρω… πώς δεν ξέρω! είπε εκείνος κατακόκκινος από την ντροπή του.
-Τότις γιε μ’ πες μ’ κι εμένα για να μάθου, γιατί ου κόσμους είναι παράξενους, κι θα μας κοροϊδέψουν κάνε!.. είπε γνοιασμένη.
-Ε… σε κανα-δυο χρόνια… Έτσι να λες αν σε ρωτούν, είπε φανερά νευριασμένος ο νέος άνθρωπος.
-Μα γιε μ’ παγαίνς κοντά έξ χρόνια εκειδά!.. Εγώ ξεύρου ότι ο κόσμους τελεύουν την ιατρική σ’ εξ χρόνια… Εσύ γιε μ’ αργάς… αργάς πολύ σ’ λέου! Ξεύρς που ο πατέρας σ’ κι εγώ κουραστήκαμε πολύ. Σχουλάσαμι γιε μ’. Πρέπει να μας βοηθήξεις λιγουλάκι κι εσύ.
Ο Τακούλης δε είπε τίποτα. Έφυγε από εκεί χωρίς να πει τίποτε. Η κυρά Σταματούλα δε μίλησε. Σηκώθηκε και βγήκε έξω. Ανάπνευσε βαθειά, κούνησε το κεφάλι της λυπημένη και κυττώντας στον ουρανό, έκανε το σταυρό της ταπεινά.
-Βοήθειά μας θεέ μ’ γιατί δεν ξεύρω αν αντέξου άλλο! Κάτι μας κρύβ’ ετούτο το πιδί!.. Το νιώθου μέσα μ’!
Πέρασαν δυο τρεις ημέρες. Ο Τακούλης δεν πάταγε πια στο καφενείο του χωριού, μα ούτε και που φαινόταν πουθενά. Έφευγε πρωί-πρωί και γύριζε βράδυ. Στο μυαλό του είχαν καρφωθεί τα ειρωνικά λόγια του Αντρέα: “Αλλά δε χρειάζομαι εγώ και οι κουβέντες μας αδερφέ για κάτι τόσο φοβερό! Εσύ μόνος σου κάνεις καλή δουλειά”. Είχε λοιπόν αποφασίσει να διορθώσει το κακό, για το οποίο αυτός ήταν ο μόνος υπεύθυνος.
Ένα πρωί λοιπόν που είχε σηκωθεί πριν ακόμη από τους γονείς του, έφτιαξε έναν καφέ και με μια βαλίτσα στο δίπλα του, είχε καθίσει και περίμενε. Η κυρά-Σταματούλα και ο κυρ-Βασίλης λαχτάρισαν.
-Μπα γιε μ’ πώς κι έτσι με τα κοκόρια; είπε η κυρά Σταματούλα.
-Ε, είπα κι εγώ να ξυπνήσω μια φορά με τα κοκόρια… Κακό είναι; είπε ο Τακούλης χαμογελώντας.
Φαινόταν ξεκούραστος χαρούμενος κι έτοιμος για κάτι πολύ σπουδαίο.
-Πού παγαίνεις πρωί-πρωί γιε μ’; ρώτησε με τη σειρά του ο κυρ- Βασίλης.
-Αποφάσισα να φύγω λίγο νωρίτερα πατέρα. Έχω έτοιμο το εισιτήριό μου. Ένας καλός φίλος μου βρήκε μια ολιγόωρη δουλίτσα σε νοσοκομείο, ώστε δε χρειάζεται πια να μου στέλνετε χρήματα. Το ταχτοποίησα εχτές και με περιμένουν να πάω. Έτσι λοιπόν αυτές τις διακοπές θα τις χρησιμοποιήσω για να συνηθίσω στη δουλειά και να έχω μερικά χρήματα για να εγγραφώ και να πάρω κάποια βιβλία που χρειάζομαι. Από δω και πέρα δε χρειάζεται να σκοτώνεσαι μάνα για μένα, κι εσύ πατέρα φρόντιζε για τους δυο σας μόνο. Δε θ’ αργήσω να τελειώσω και τότε δε θα χρειάζεται πια να κάνετε καμιά δουλειά. Θ’ αναλάβω εγώ όλα τα έξοδά σας. Αρκετά δουλέψατε στη ζωή σας!
Οι κακόμοιροι άνθρωποι άκουγαν και δεν πίστευαν.
-Πότε θα σε δούμι γιε μ’; τόλμησε να ρωτήσει η κυρά-Σταματούλα.
-Θα σας γράψω μάνα. Να μη στενοχωριέστε για τίποτα, ξέρω πολύ καλά τι κάνω, είπε σοβαρά ο Τακούλης.
Ο Τακούλης είχε πάρει την ειρωνεία αλλά και το κατηγορητήριο του Αντρέα πολύ σοβαρά. Επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα είχε πολλές δουλειές να ταχτοποιήσει. Ξέκοψε από κάποιες παρέες που δεν του έκαναν καθόλου καλό. Πραγματικά έπιασε δουλειά σε νοσοκομείο κι αυτό όχι μόνο θα του εξασφάλιζε κάποια χρήματα, αλλά θα τον βοηθούσε επίσης να συγκεντρωθεί στο τέλειωμα των σπουδών του, που τα δύο τελευταία χρόνια υπέφεραν από τα προσωπικά του προβλήματα. Διάνυε τώρα το πέμπτο έτος κι είχε αποφασίσει να σοβαρευτεί και να σταματήσει να παίζει τον ανεξάρτητο αλλά και ανεύθυνο φοιτητή. Έγραψε γρήγορα το πρώτο γράμμα στους γονείς του με τη διεύθυνση του νοσοκομείου μέσα αλλά και το τηλέφωνο για να επικοινωνήσουν μαζί του στην ανάγκη. Οι γονείς του κατάλαβαν πως κάτι που δεν πήγαινε καθόλου καλά, ξαφνικά είχε μπει σε καλό δρόμο. Η ανακούφισή τους επικυρώθηκε αργότερα, όταν ένα δεύτερο γράμμα του, τους επιβεβαίωνε ότι θα έρχονταν στις διακοπές του για να ιδωθούν αλλά μόνο για πέντε μέρες.
Ο Τακούλης είχε πέσει επάνω στον Αντρέα στο προαύλιο του Πανεπιστημίου μια μέρα καθώς έβγαινε από το αμφιθέατρο μετά την παράδοση ενός καθηγητού. Τον χαιρέτησε εγκάρδια:
-Τι βλέπω; ο Τακούλης! Τι γίνεσαι βρε θηρίο;
-Καλά είμαι. Τα νέα σου Αντρέα!.. είπε εκείνος απλά.
-Τα έμαθα, τα έμαθα τα καλά τα νέα και σε συγχαίρω!
-Φαίνεται πως έχεις καλούς πράκτορες αγαπητέ!.. είπε ο Τακούλης χαμογελώντας ειρωνικά.
-Όχι μην το παίρνεις έτσι φίλε! Πάρτο σα μια ευχάριστη διαπίστωση εκ μέρους μου! Γιατί τελικά έχεις συνείδηση και μάλιστα μεγάλη. Πώς αλλιώς εξηγείται αυτή η αλλαγή; Χαίρομαι, ειλικρινά χαίρομαι που γύρισες πίσω στο φοιτητικό μπουλούκι. Και… καλά τελειώματα! είπε ειλικρινά ο Αντρέας.
-Νά ‘σαι καλά. Έχεις δίκιο ότι και να πεις. Πάντως θα πρέπει να το ομολογήσω, πως κάποια λόγια σου εκείνο το απογευματάκι στο καφενείο, ενήργησαν σαν ιατρικό πάνω σε πληγή!.. Θα πρέπει να σ’ ευχαριστήσω έστω και εκ των υστέρων! ομολόγησε ο Τακούλης.
-Να μ’ ευχαριστήσεις συμπατριώτη! Γιατί όχι. Πάμε κάπου να κουβεντιάσουμε, παίρνοντας ένα αναψυκτικό, είπε ο Αντρέας εύθυμα.
-Εντάξει λοιπόν πάμε… απάντησε ο Τακούλης, και προχώρησαν μαζί έξω από το προαύλιο του Πανεπιστημίου.”
-Μα αυτή είναι καταπληκτική αφήγηση! Ώστε έτσι λοιπόν με την κυρά-Σταματούλα. Δε δουλεύει πια! Πόσο χαίρομαι γι’ αυτό, έστω κι αν τη χάσαμε την καλή μας τη λαχανού, είπε η μητέρα μου ήσυχα σαν και να συλλογίζονταν βαθειά τη στιγμή εκείνη.
-Βέβαια Μαίρη μου! Είναι ευχάριστο όταν τα παιδιά μπορούν έστω και μετά από το λάθος τους να ξεχωρίζουν το σωστό, το κακό από το καλό. Γιατί ο Τακούλης δεν ήταν κακός. Απλά φάνηκε αδύνατος σε κάποια στιγμή της ζωής του και ξεχάστηκε. Ευτυχώς που ένας άλλος νέος τον αφύπνισε και τα λόγια του τον ευαισθητοποίησαν. Έτσι σε λίγο καιρό ο Τακούλης θα είναι ένας επιστήμονας, και γονείς και συγχωριανοί θα είναι περήφανοι για την αφεντιά του, και με το δίκιο τους!
****
Υποσημειώσεις
[1] “Μαζώματα” ή “μαζέματα” ονόμαζαν τα χόρτα που φύτρωναν από μόνα τους σκόρπια στους κάμπους και που τα ξεχώριζαν και τα μάζευαν οι “κυρούλες”, γιατί ήταν κατάλληλα για τη διατροφή των ανθρώπων, καθώς περιείχαν πολλά ωφέλιμα συστατικά και καθόλου εντομοκτόνα. Αυτά τα ανακάτευαν κάποτε με καλλιεργημένα λάχανα και φτιάχνανε τις περίφημες λαχανόπιτες. Άλλοτε πάλι τα έβραζαν για να τα σερβίρουν σα σαλατικό, ιδιαίτερα με μπριζόλες ή με ψάρι.