Στον κυκαιώνα της μνήμης

Στον κυκαιώνα της μνήμης

Από το βιβλίο μου ποίησης, ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΜΟΥ ΚΥΡΙΕ! Σύδνευ 2000

 Α’ Το Ιστορικό

Ετούτη η άυλη μικρή, πώς ξέρει

γενναία να φτερουγίζει

(θαρρείς αχτίδα είναι

και laser beam

έτσι καθώς γλυστράει)

κι ακέρια δύναμη

αγγίζει τη φλόγα π’ απολίθωσε

χωρίς ποτέ να καταφέρει

τη θυσία της ουσίας!

Ω!.. Πώς την αγάπησα

του Φθινοπώρου τη βροχή!

Ποτίστηκα απ’ τη χάρη της βαθιά

 βαθύτερα απ’ τον πόρο.

Ήταν μόλις εχτές

που πέρναγα τα τείχη 

τα υγρά της 

το θόλο της, σαν τρώγλης

απ’ όπου ταξιδεύαν οι σταγόνες

μονότονες και ρυθμικές 

για να ενωθούν

μες το πνιγμένο, καλντερίμι.

Μαρτιάτικο πουλί με τραγουδήσανε

κι ήταν 13η

γούρικη μέρα του τρίτου.

Η Νίνα, η μαμή, ήταν η πρώτη

που καλοτύχισε τη μάνα μου

“‘τι ήταν” είπε

“σημαδεμένο το μωρό” της

-ήταν εκείνη η ελιά στ’ αριστερά 

τίποτε άλλο!

Μικρή η μάνα, η ταπεινή

και την αγάπησα

τη θεϊκιά, την ήμερη 

την πολυαγαπημένη

τη μικρή της μάνας της,

την κόρη.

Και τον πατέρα τον αψύ, σεβάστηκα

-όσο μπορούσα-

της βιοπάλης τον άνθρωπο

κι άντεξα στην αυστηρότητά του.

Χάρηκα το πνεύμα του

το ρωμαλέο, τ’ αγωνιστικό

και την φροντίδα του για ‘κείνα

-που όσα αυτός στερήθηκε-

τά ‘δωκε πλέρια στα παιδιά του.

Ξεριζωμένος-ξαναφυτεμένος

δρυς της Ανατόλιας

στήριγμα -ατσάλι- για όλους.

Και στης διαβίωσης

τον ανθρωπόφαγο αγώνα

ήταν ετούτος

δεινός πολεμιστής.

Τη μάνα την απλή

τη γλυκειά, τη σεμνή

την πηγή

της ατέλευτης αγάπης

την παραστάθηκε.

Την είχε ερωτευτεί την υφάντρα

σαν ήταν μόνο δεκαπέντε

έλεγε, χαμογελώντας στοργικά.

Έχω παππούδες άξιους εγώ!

Καθείς με τη σειρά του

σπουδαίος ήταν και τρανός.

Το σόι κι απ’ τις δυο μεριές

ήταν πολύ μεγάλο. 

 

Τον προπάππο μου

τον ‘λέγαν Προμηθέα

κι ήταν αυτός

που σαν τη νύχτα

των πήλινων παιδιών του 

λάμπρυνε

τον κάρφωσαν στον Καύκασο.

Θερμόαιμο αγγόνι εγώ

της γιαγιάς μου της Σεμέλης

και του γιού της

πού ‘χε τον τρόπο

να γεννά τριγύρω του Μαινάδες

σέρνω τον χασάπικο

αρχίζοντας με βήματα αργά

κι ύστερα δαρμένος από μάνητα

παρόμοιας εκείνης των Βακχών

σταθερά 

κι αφήνοντας νίκης ιαχές

στο φλογισμένο μονοπάτι της ζωής

χορεύω

το νικηφόρο το τραγούδι εκείνων

που είναι μυημένοι

 στην ιδέα

του σκότους, του φωτός!

Ήταν και άλλοι,

στο σόι μου

κάποιοι περίφημοι αοιδοί:

Εκείνος που τυφλός όντας 

λουζότανε στο φως

και μαζί του το πλήθος

σα φύτευε  σε όλων

τις καρδιές

άλγος, συγκίνηση και περηφάνια.

Άλλοτε πάλι τις έκανε

τις έρημες

να λυγίζουν απ’ την ταπείνωση 

την τόσο αφόρητη

πού ‘κανε  τη λύρα του να κλαίει.

Και άλλους ποιητάδες…

Εκείνον

πού ‘πλασε τη Θεογονία

ή σοφούς σαν τον μεγάλο

Γλύπτη

που σμίλευε με  την ψυχή του 

άλλες νέες κι αγνές.

 Πιστός στην αρετή

και πρωτοπόρος

το κώνειο προτίμησε

για να μη γίνει άπατρις.

Έχω κι άλλους προπαππούδες…

νεώτερους μεν

μα πάντα σπουδαίους:

τον  ‘Σκυλόσοφο’ κι εκείνους

που κατά καιρούς ιδρύσανε

μια Φιλική Εταιρία.

Είναι κι άλλοι… πολλοί…

 Κοραής, Ζωσιμάδες

Σολωμός και Μακρυγιάννης

κι ένας… άλλος ο Ψυχάρης

όσοι ανάμειξαν

στης αθανασίας τον αμφορέα

γεύση υπέρτατη και θεία:

της Νόησης, την είπαν!

Κι άλλους…

τους νεώτερους Ακρίτες

στη χώρα τ’ Αλεξάνδρου 

και στη λεβεντογέννα πατρίδα

της μάνας του

στο νουφαρονήσια

που κεντούν το γαλάζιο στοιχειό

και που πάλεψαν τον χάρο

στ’ αλώνια, στα βουνά

στη θάλασσα, στον ουρανό!

Κι ας μην ξεχαστούν

‘κείνοι π’ αγαπήσαν την Ιδέα

κι είπαν θα κυνηγήσουν το θεριό

ως τη μηλιά

κυνηγημένοι οι ίδιοι

από χίμαιρες αγάπης

για των ηρώων τη γη!

Κι άλλους είχα, πολλούς θειους

και συγγενείς απαράμιλλους

(το Νου μου ανασκαλεύουν

με το περίσσιο το μεγαλείο τους!)

Όμως και κάποιους

που σίγουρα με ντρόπιασαν:

ήταν οι Εφιάλτες

μέρος κι ετούτοι του δικού μου DNA

κι όλων οπού ανήκουν

στον λαμπρό τον αετώνα.

Με το Νου γεμάτο από το Λόγο

τις ιδέες, τα τραγούδια…

πώς τον πόθο ακονίζανε

για της λευτεριάς τον άνεμο

 πού στις αετοράχες έπνεε

γεμάτος οξυγόνο

θρέφοντας, θεριεύοντας την αγάπη

για κείνη και

την αθάνατη φαμίλια!

Με σόι δοκιμασμένο

στους  διωγμούς

έναν παππού και προπαππού

θαμμένους

στης Αφροδίτης το νησί

έμαθα ν’ αγαπώ τους όποιους

της Δύσης ή Ανατολής

που κατατρεγμένοι

χτύπησαν την πόρτα μου.

Τους απογόνους του Αβραάμ

αγάπησα

(ως ταπεινός Χριστιανός)

αφού μεγάλωσα

και έζησα μαζί τους

τον άρτο τους στο pass-over

γεύτηκα

και στο Θεό μου προσευχήθηκα

μέσα στην εκκλησιά τους. 

Ο καλοκάγαθος Ναούμ

και η γλυκιά η Νίνα

με πείσανε  πως ο  Θεός

λίγο πολύ μας έπλασε

στο ίδιο το καλούπι.

Και ο κακός ο Βύρωνας

(που ήτανε δικός τους)

μου έδειξε περίτρανα τα όμοια:

καλοί και κακοί

ζηλόφθονοι ή αγαθοί

είναι και οι δικοί τους.

“Όλοι παιδιά ενός Θεού”

ψιθύριζαν οι δικοί

και πότιζαν μες την ψυχή

αγάπης βότανο

για τον συνάνθρωπο.

 

Β’. Το Ιστορικό συνεχίζεται…

Τα πρωινά,

 κινώντας στο ταξίδι

της μόρφωσης της καθημερινής

στο νου μου είχα ένα:

του αύριο το πάλεμα

τη θέση μου σ’ αυτό.

Τα παραμύθια αγάπησα εγώ

κι ας λάτρεψα

τις ιστορίες του αγώνα

του πόνου και του άγχους

κι εκείνες του αδιέξοδου

πιότερο.

Αποκαμωμένος άλλοτε

απ’ τον πολύ θυμό

 το αίσιο το τέλος αποζητούσα. 

Μονότονα απογεύματα

 καρδιές σαρακοφαγωμένες

κρεμασμένες

στα πρεβάζια της μοναξιάς

τις σταγόνες χαζεύουν

σαν τους πόθους

 της κουρασμένης τους καρδιάς

τις μετράν

σαν τα ονείρατα

στις περασμένες άνοιξες.

Αγαπημένη μου…

 Της νοσταλγίας το εκκρεμές

κτυπά

αδιάκοπα σφυροκοπώντας

τα πυρωμένα μου μηνίγγια.

Ξέρω πως είσαι χίμαιρα

κι ακουμπισμένη

στην άφθαστη, την άκρη.

Στην αναμασημένη φυλλάδα

της ποίησης

και στο κελάδημα του σπίνου

στον πευκώνα

κούρνιασε το όνειρο

αγκαλιασμένο την ελπίδα. 

Πιασμένα τα δυο τους

-χέρι στο χέρι-

νυχτοήμερα τριγυρνάν

τα κάποια αχνάρια 

παράπλευρα στην καρδιά

ψάχνοντας

μια σταγόνα δάκρυου

και την ηλιαχτίδα

περασμένη στη μαύρη μπούκλα.

Στη βαρκούλα τραγουδάμε

πλέκοντας τα χέρια

γύρω απ’ τους ώμους

κι αθώα φιλώντας μας

τα μπουμπουκένια μάγουλα.

Το νερό της πρασινογάλανης

της φουρκισμένης νεραϊδογεννημένης

ως λένε πολλοί

(μα την αλήθεια, συνήθως είναι λάδι)

κι αναρωτιέται το παιδί

για τα φοβερά

που της καταλογίζουν

σαν την κακολογούν

την κατακαϋμένη. 

Είναι νεραϊδοφρύδα ετούτη

και σαγηνεύτρα

κι άκου με, που το λέω

την έχω ζήσει εγώ για χρόνους

κυνηγώντας

κάτω από τις γλυνιασμένες

πέτρες της

μικρές-μεγάλες γκριζωπές

καραβίδες, που κοκκίνιζαν

στην κόχλα του νερού.

 Ήταν βέβαια και τα μεγάλα

γκριζόμαυρα, φυκιασμένα στρείδια

που ζηλότυπα έκρυβαν μέσα τους

φίλντισι εξωτικό

και μια αλλόκοτη μάζα

που κάποτε η μυρωδιά της

σου χάλαγε το στομάχι.

Αδύνατο να είναι καταραμένη

ετούτη η πρασινογάλανη.

Γιατί αν ήταν έτσι

πώς θα την αγαπούσαμε εμείς

 παιδιά πράγμα

θα την τραγουδούσαμε

και θα την αγκαλιάζαμε

τις μέρες της κάψας

ή εκείνες τις αξέχαστες της εφηβείας

των ρομαντικών μας εξόδων

εκεί, στον παραλιακό της δρόμο

τον αγκαλιασμένο

με τα αιωνόβια πλατάνια

κυττώντας, με δέος πάντα

προς τη σπηλιά του επαναστάτη

 και δροσίζοντας τη ζέστη μας

στη γωνιά της Κυράς!

Νά ‘μαστε πάλι

στη μέση του καλοκαιριού

στην κάψα του oγδόου

στην όμορφη την καλαμιά

στις ψάθες τις πλεγμένες

και δίπλα το νησιώτικο

(που τ’ άνθια του τα ρόδινα

κλιμακωτά σκαρφάλωναν

τ’ ανάστημα το λίγο)

το βήμα μας να ομορφαίνει

καταμεσής, τις κάτασπρες πεζούλες

τα χαμηλά ιδιόρρυθμα σπιτάκια…

(παινέματα χιλιοειπωμένα

για το νησιώτικο στολίδι

της πρασινοκυματούσας).

Κι απάνω

π’ αρχίζαμε να ξεθαρρεύουμε

στ’ αστείο, στο τραγούδι

χωρίς να καταλάβουμε

νά ‘σου και σκαρφαλώναμε

στο εξωκλήσι το βυζαντινό

γνωστό για το κρυφό σχολειό.

Παιδιά κι εμείς

νιώθαμε με κατάνυξη

τη δυνατή-αόρατη παρουσία

των άλλων

μαγεία από το παρελθόν

να σιγοπαλεύει το ψαλτήρι

με τη γλώσσα τη δύσκολη

κάτω από τα σβησμένα μάτια 

του Αϊ-Καλόγερου.

Νιώθαμε μέσα μας βαθιά

του χώρου το μυστήριο

σα νά ‘μαστε ισκιώματα εκείνων

ως νά ‘τρεμε  φωτάκι τ’ αγιοκέρι

και στο ψαλτήρι

σα να χόρευε τ’ αλφαβητάρι

με τις δικές μας τις σκιές αντάμα

στα νοτισμένα, βανδαλισμών τοιχεία!

Με δέος και κατάνυξη

ακούγαμε ψιθυριστή φωνίτσα

κι απ’ τη νηστεία αδύναμη

να μεταλαμπαδεύει τα στοιχειά

των “μελιρρύτων ποταμών

της γνώσης.

Και το καλάθι ολόγιομο σταφύλια

και το καρπούζι τροφαντό

ελιές, τυρόψωμο και ώριμη τομάτα

πρώτο λαδάκι, αγνό

 ξυδάκι σταφυλένιο

στου Παντελεήμονα τον πλάτανο

αποκάτω

και δίπλα να στεγνώνουν

πλεγμένες ψαθωτές

καθόμαστε τα κουρασμένα παλικάρια

της πολιτείας αντικρύ…

Στη βάρκα πάλι μπαίναμε

και το ταξίδι του ονείρου

χαιρόμαστε

ίδια όπως και τώρα…

Καρφιτσωμένο

στα φιδίσια της τα κόρφια

πρασινοσκούφικο και λαγαρό

πώς της ταιριάζει!

Ω! Μα πάντοτε την άφηνε

να τ’ αγκαλιάζει άφοβο. 

Την εμπιστεύεται ετούτη τη νεράιδα. 

Ζούνε μαζί παντοτινά. 

Φαντάσου την:  γυναίκα

και το μοναδικό στολίδι της

-σαν τη βέρα-

αχώριστα, ως το τέλος,

τα δυο στοιχειά.

Έτσι την αγκαλιάζαμε και

 να γευτούμε τρέχαμε

τα πεύκα της ένα γύρω

και τον καρπό τους

και πλέκαμε βελονωτά

τα περιδέραια

και τα περνούσαμε

τριγύρω στο λαιμό

-όλον τον καιρό-

και Μάης ας μην ήταν

γεμάτοι από τις μυρωδιές

του ζωντανού του κόσμου

αγαπημένου, αμάραντου.

 Μια κορδελίτσα κάτασπρη

κάτασπρα τα καλτσάκια

το μπερεδάκι μάλλινο, λευκό

κι ένα πανέρι λουλουδάκια

σεμνά, γενναία κυκλάμινα

του γκρίζου μας χειμώνα

ή χειμωνιάτικο τριαντάφυλλο

λευκή ευλογία του Θεού

μέσ’ στην ομίχλη

του παγωμένου πρωιού.

Στεκόμαστε ξυλιασμένοι

στη λεωφόρο Ανεξαρτησίας

με μόνη τη φλόγα της πίστης

και του καθήκοντος

να μας θερμαίνει

την μπάντα περιμένοντας

να ηγέψει της ιεράς ακολουθίας

έτσι ώστε 

όλοι μαζί να αργοπερπατήσουμε

στην μακρινή, της πολιτείας, άκρη

τον δρόμο ακολουθώντας

του Αϊ-Νικόλα των Κοπάνων

(κάπου εκεί στα μισά του)

για το σπιτάκι

του φουστανελοφόρου Νεομάρτυρα.

Τον Μάρτη υποδεχόμαστε

με δίχρωμο “μαρτίτσι”

(διπλή κλωστή

κόκκινη και λευκή)

έχοντάς το περασμένο

στον καρπό μας

τον ήλιο να καλοπιάσουμε

μην και καταμαυρίσουμε

ίσως και αγριέψουμε

 που είμαστε κάτασπρα

και ροδαλά παιδιά.

Στο μπάσμα της Σαρακοστής

αφράτη στο καλάθι η λαγάνα

και ο καρπός ο θείος, της ελιάς

τ’ όμορφο μήλο και τ’ αχλάδι!

Γιορτάζαμε του αϊτού το πέταγμα.

Δες τους γονιούς

(που τρέμουν το παιδί τους)

να τον πετάν

ζυμαροκόλλητο τον αϊτό

 να κάνουν όποια χάρη

να δώσουν όποια χαρά

 ό,τι περνάει απ’ το χέρι τους.

Τι ευλογία ήταν η ζωή!

Μυστήριο

ο άνθρωπος πώς δένεται

με τα που του διδάξανε

και που τον νουθετήσανε.

Τα δέχεται αδιαμαρτύρητα

όλα, ως… την άλλη

την κάποια… τη στιγμή!

Σηκώνει φλάμπουρο-μπαϊράκι

και ξεκινά

για να πέσει με τα μούτρα

στον αγώνα, κι ενάντια

και τινάζει τα παπούτσια του

διώχνοντας από πάνω τους

τα “δικά τους”

τ’ αλλοτινά, τα “σκουριασμένα”

σαν τον μιασμένο κονιορτό!

Κι ο πόνος που μαδάει

τη μαργαρίτα της ψυχής…

-γιατί ο ανήφορος που τραβάει

άγνωστος… είναι-

κι ως εκείνο το παράξενο πρωιό

στην πόλη

των Αθανάτων Πολιορκημένων

όπου βρεθήκαμε εγκλωβισμένοι

ξαφνιασμένα πουλιά

κι ακόμη πιότερο σαστισμένα

απ’ το ξεδιάντροπο γιουρούσι του χακί…

στης ξεγνοιασιάς

στης νιότης την ψευδαίσθηση!

Αφήνοντας τα όνειρα εκεί πίσω

μαζί με την ελπίδα

και τη χαρά ξεχάσαμε

γιατί φουρτούνιασε ανείπωτο το άλγος

και λάβα καταπιεσμένη

πύρωσε τα μηνίγγια μας

πύρωσε τις καρδιές μας

και ρήμαξε το μέλλον μας

πάνω στης νιότης τον ανθό!

Τραυματισμένα ως τα σήμερα πουλιά

(υπάρχουν κι άλλοι αλήθεια σαν κι εμάς!)

τρέμουμε από οργή

στη σκέψη τ’ αδικήματος εκείνου

την ώρα του εγκλήματος

το χάσιμο του χρόνου

(στάσιμος παρέμεινε για κάποιους)

με τα σπασμένα τα φτερά

μέσα  κι έξω, από το κλουβί

και μές στο μεγαλύτερο

της συμβατικότητας!

 Και πώς μπορείς ξανά για να πετάξεις

πρώτα αν δε συγχωρήσεις…

κι ύστερα πώς θες για να ξεχάσεις;

 

Ήταν η Σπυριδούλα

η μελαψή της Κρήτης…

ο Λαοκράτης… ο ψηλός μας

 ο Λάκης ο μικρός μας

 κι η Μαργαρίτα του Πόντου…

Ήτανε κι άλλοι

που δεν τους θυμάμαι

εδώθε…

έχοντας περάσει ωκεανούς

που συντέλεσαν στο καταπόντισμα

μερίδας μου της μνήμης 

τρισαλίμονο!..

 

Ταραγμένα, ανήλεα

εξακολουθούν τα όνειρα

να επιτίθενται

βιαιοπραγώντας

σ’ εκείνο το τραγανό

-κατά τα άλλα-

πρωιό

μέσα σ’ εκείνη τη βαριά

-κατά τα άλλα συνήθη-

ομίχλη

που καλύπτει μ’ ενοχή τον φόβο

και κάνει τα χαμόγελα

να ψευτανθίζουν κρεμασμένα

στην τραγικότητα

της μισαλλοδοξίας.

Μα, γεννηθήκαμε ελεύθερα πουλιά

ή μήπως ήταν και αυτό

μέρος του εφιάλτη;

Και γιατί

μας σπάνε τις φτερούγες

και μας κλείνουν

σ’ απελπισιάς μαύρο κλουβί

και ο συμβιβασμός γίνεται διαταγή;

Κι η Αφροδίτη

 λεκιασμένη από ψεύδη και κέρδητα

 ‘κείνο το φλογισμένο μεσημέρι

πλήρωσε ακόμη μια φορά

το ανόμημα των εκτελεστών της

μιας αρμαθιάς

μισθωτών: καρικατούρες

Και δεν τελειώνει εδώ η προδοσία…

Είναι μερίδα κι ετούτη του DΝΑ μας

-ως είπαμε-

 κι ας οδυρόμαστε σαν κάποιοι

μας θεωρούν ανίκανους

να τηρήσουμε τη μνήμη μας

για τη Μνήμη των Οδυνών!..

Φεύγω

άλλη μια φορά γεμάτος ελπίδα.

Είδα στο φως

πως ο συμβιβασμός υπάρχει

για να μείνει

όμως…  μονάχα εδώ. 

Όχι εκεί, που εγώ τραβάω

εκεί, που εγώ ταξιδεύω

με τα φτερά μου, τα σπασμένα…

 ολάκερα, κατάγερα, δυνατά κι άφοβα

από τις συμβατικότητες

του μαρασμού και του ολέθρου.

Αγαπημένη μου…

Παραμερίζοντας τη θλίψη

που μ’ αγγίζει

και τις στιγμές ανείπωτης πικρίας

και μετάνοιας γι’ όλα

όσα δεν μπόρεσα να αποφύγω

να ομολογήσω θέλω τα κοινά:

πως πολύτιμη σταγόνα

είναι η ζωή στους αιώνες

και πως διαπράττουμε

ανόμημα μεγάλο

λεκιάζοντας τη θεία της εικόνα

με πίκρες που δαγκώνουν μας

περίσσειες

με δόντια όλο φαρμάκι και κακία…

Ω! κάποιοι προδομένοι

ξέχειλοι στους καϋμούς, στο μίσος

να τιμωρούνε μάθανε

εσένα ή εμένα!

 Της νοσταλγίας το εκκρεμές κτυπά

αδιάκοπα σφυροκοπώντας

τα πυρωμένα μου μηνίγγια.

Ξέρω πως χίμαιρα είσαι

που ακουμπισμένη αδιάκοπα

στην κουπαστή  της αιωνιότητας

με ψέγεις

για την αργοπορία μου

ή για τους πόθους που ξεφύτρωσαν

δίπλα στην ωριμότητα

μόλις που τα μικροπούλια είχαν πάρει

να χνουδίζουν στο χειλάκι τους. 

Δε ζήτησα εξηγήσεις απ’ τη Μοίρα

ούτε κι απ’ τη δική μου απόφαση. 

Γιατί όλα ήταν τυχαία

αξιοθαύμαστα

φορτωμένα με χιλιάδες εντυπώσεις

χαράς ή πίκρας

κάποτε ατόφια από ξύδι κι αίμα.

Τώρα που ο χρόνος γρήγορα κυλά

-σ’ αγύριστη ροή αλίμονο- 

παρασύροντας με ηλιακή ταχύτητα

όλα, όσα συμβαίνουν

κι εκείνα που είναι να γίνουν

κι όσα δεν έγιναν

ή έπρεπε να γίνουν

ούτε που θα βάνω το κεφάλι μου

στην άμμο

 στρουθοκαμήλι αγωνίας. 

Ατενίζω τη φύση μου άφοβα

εγώ, ο μελλοθάνατος

κι όλων των άλλων

συναδελφωμένοι καθώς είμαστε

οι άνθρωποι

σε ‘τούτο το ελάχιστο!

Παιγνίδι λοιπόν ο χρόνος

(παίζουμε αντάμα, αυτός κι εγώ)

κι είν’ η ζωή μου, λάμψη.

  

Επίλογος…

 Η ζωή…

σίγουρα δεν είναι

το τραγούδι του γαλάζιου πουλιού

ούτε απόλυτα το τραγούδι

του Βαρκάρη του Βόλγα

Είναι ποτήρι δάκρυου

 μια χούφτα γέλια

ένα όνειρο ξεθυμασμένο

στην πρώτη την αιώνια ηλιαχτίδα

  τραγούδια μες στον ήλιο

και μέσα στη βροχή είναι

κι εγώ

έχω μάθει να την αγαπάω

ως εκεί που θα φτάσει

 τέλος πάντων!..

 

 

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...