Ο δικός μου «Εαυτός»
Σύδνεϋ, 3/9/’18
Κατειλημμένος από ανείπωτη αδράνεια
παρακολουθούσα τύπο απρόσκλητο
που με γυρόφερνε..
Ποιος ήταν επιτέλους!
Πώς βρέθηκε στο διάβα μου!
Τα μάτια του επεδίωκα να δω…
Εις μάτην, δεν μπορούσα!
Δεν είχα εικόνα καθαρή!
Υπομονετικά περίμενα
Μήπως κι ακούσω κάτι…
Ίσως να ήθελε, κάτι…
Περπάτησε ολάκερο τον γύρο…
Ήρθε λοιπόν κι απέναντί μου
στάθηκε.
Με κοίταξε κατάματα θαρρώ
με βλέμμα απροσδιόριστο
λες και πέπλα αιθέρια
στα μάτια του κυμάτιζαν!
Δεν μίλησε! Περίμενα…
«Ποιος είσαι;»
ρώτησα αδιάφορα, δήθεν!
Παράξενο αλήθεια το ερώτημα.
Άγνωστος μεν, θύμιζε δε
κάτι απροσδιόριστα κοντινό!
Ήταν σαν να τον γνώριζα από κάπου…
Μα την αλήθεια…
Τόσο ασυνήθιστα όλα αυτά!
«Ποιος είσαι;» τόλμησα ξανά…
κομμάτι απηυδισμένος.
Έβλεπα… μιαν ανθρώπινη σκιά
που είχε ίσως ξεστρατήσει
από το Υπερπέραν
για να βρεθεί στον χώρο μου
και να την απαντήσω,
όλως τυχαία ετούτη την στιγμή!
Πάλι όμως ξεπηδούσε το έρμο το γιατί!
Σταμάτησε είπα να περπατά…
Με κοίταξε και πάλι
τα μάτια πάντα απροσδιόριστα…
Τον άκουσα που γέλασε… ή μήπως το φαντάστηκα!
«Νόμισα ότι ξέρεις!»
απάντησε ειρωνικά…
Απάντησα προσεκτικά και μάλλον αυστηρά.
«Όχι! Πως θες να ξέρω!
Για κάνε μου τη χάρη
γίνου διακριτικός!»
Αναρωτιόμουν για το περίσσιο θράσος
του επισκέπτη μου, την ‘καίρια βεβαιότητα!
Θαρρώ πως τώρα γέλασε.
Δεν ήμουνα καθόλου βέβαιος γι’ αυτό!
«Εγώ… Είμαι Εσύ…
Εσύ… Είμαι Εγώ!
Είμαι ο Εαυτός σου παιδί!
Μην κάνεις πως δεν ξέρεις!»
Πάγωσα εκείνη την στιγμή!
Τσιμπήθηκα…
Τα μάτια κράτησα κλειστά…
Σαν τ’ άνοιξα… ήταν ακόμη απέναντι!
Επίμονος ο τύπος! Πανικοβλήθηκα κομμάτι.
Με κοίταξε και πάντα ειρωνικά
μου πέταξε κατάμουτρα το ΓΑΝΤΙ!
«Θαρρείς πώς θα ξεφύγεις;
Είμαι Εσύ… η ΣΚΙΑ σου παιδί… η αληθινή!»
Κοκκίνησα… ένιωσα καίριο πανικό!
Πώς είναι δυνατόν ισκιώματα να βλέπω
Και να δηλώνουν πως είναι… ΕΓΩ!
«Ας κουβεντιάσουμε λοιπόν ΕΣΥ κι ΕΓΩ,
ΕΣΥ… και ο εαυτός σου!
Είμαστε Ένα… το Ορατό ΕΣΥ
και το Αόρατο ΕΣΥ… δηλαδή ΕΓΩ !»
Μπερδεύτηκα λιγάκι, τελικά όμως
το «έπιασα» το νόημα του άλογου-διαλόγου!
«Εντάξει! Και τώρα, ποιος είσαι αλήθεια,
τι θέλεις τελικά!»
Επέμενα κι αναρρωτήθηκα
«αν ήτανε Ο ΟΝΕΙΡΟΣ!»
Απάντησε κοφτά ευτούτη τη φορά.
«Τι θέλω; Τίποτε περισσότερο…
από του να συνάψουμε Ειρήνη επιτέλους!
Ας ταυτιστούμε το λοιπόν
κι ας ζήσουμε ως ΕΝΑ!»
Τον κοίταξα… βέβαιος πλέον,
πως ζούσα της τρέλας το παιχνίδι!
«Άκου λέει… Είναι ο εαυτός μου!»
σκέφτηκα παραλυμένος.
Ήμουνα τόσο συγχυσμένος!
«Δεν είναι καρναβάλι, παιδί!» είπε
και γέλασε.
«Γιατί τώρα; Πού ήσουνα τόσον καιρό;»
Αναρωτήθηκα, νιος άπιστος «Θωμάς»!
Εκείνος αποκρίθηκε
την σκέψη μου κατείχε!
«Πάντα μαζί σου ήμουνα,
μαζί σου πάντα θα είμαι…
Μην κάνεις τον ανόητο!
Μαζί σου πάντα αντιδρώ
διαφωνώ ή συμφωνώ,
μ’ εκείνα που χαϊδεύεις…
ή… και όταν θυμώνεις
για ψύλλου πήδημα
και την Μαγιά του Χρόνου σου
αρνείσαι να Παλεύεις,
τον Άρτο της Ζωής αρνείσαι
να Ζυμώνεις!»
Ταράχτηκα… Τινάχτηκα!
Ω! Βρισκόμουν στο κρεβάτι μου!
Ω! και Ο «ΕΑΥΤΟΣ ΜΟΥ»… έλειπε!
Δηλαδή; Τι τέλος σήμαινε αυτό;
Θυμήθηκα τα λόγια του!
Είχαμε όντως ταυτιστεί;
Το μέτωπό μου έτριψα
και στέναξα βαθιά!
Ξύπνιος πια για τα καλά,
τα σκέφτηκα όλα όσα
Η ΣΚΙΑ ΜΟΥ,
Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΟΥ,
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΜΟΥ
στου ύπνου το συμμαχικό πεδίο
είχε επισημάνει.
Ο Εαυτός μου ο Διττός,
Αρνητικός… ή Θετικός…
κι εγώ το Σώμα το Ζεστό
η κιβωτός
της ΜΙΑΣ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ,
στον χώρο ανάμεσά τους
αληθινά χαϊδεύομαι!
Στέναξα και το στήθος μου
πλημμύρισε οξυγόνο!
Ω! ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ!
Ο ΝΟΥΣ δουλεύει!
Ο ΝΟΥΣ διαλέγει!
Τι Ευτυχία!
Μπροστά μου στέκεται ο καιρός!
Κι αλήθεια πόσο χαίρομαι
δεν έχει ακόμη φέξει!
Ο Νους μου θα διαλέξει
πριν τον αγγίξει Κόκκινο…
πριν τον πλαντάξει η Πίεση
πριν το τσουνάμι «Πανικός»
με πνίξει… με αφανίσει!
Οι Προσδοκίες μου ανδρώνονται!
Είμαι Νέος, Γενναίος και Έτοιμος
για το πολύμορφο πεδίο της Ζωής!
Τέλος “….Και τω Θεώ Δόξα!”
ΕΣΩ ΕΤΟΙΜΟΣ…. Η ΖΩΗ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ!!!! ΕΣΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΣΟΥ ΕΑΥΤΟ ΑΝΘΡΩΠΕ. ΚΑΙ Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΣΟΥ ΕΠΙΣΗΣ!!!! ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΟ ΠΙΠΙΝΑ ΜΟΥ!!!!!
Μοῦ ἀρέσειΜοῦ ἀρέσει