Η προίκα της Διαμαντούλας
… Ιντερμέδιο…
Από την αυτοβιογραφία μου εν εξελίξει: …Ανάμεσα…στα A… k… Ω!..
“Παντρεύεται η Διαμαντούλα!” Το ευχάριστο νέο διαδόθηκε αστραπιαία από άκρη σε άκρη στη γειτονιά. Η Διαμαντούλα η μοναχοκόρη του κυρ-Δήμου, μετά από ενός χρόνου αρραβώνα, παντρευόταν τον αγαπημένο της Τάσσο, τον γιο του κυρ-Πέτρου Καρύδη, επίσης γείτονά μας, από την απάνω ρούγα της. Αυτό σήμαινε ότι την εβδομάδα, πριν από την Κυριακή του γάμου τους, θα διαδραματίζονταν κάποια πολύ σπουδαία πράγματα, μεταξύ των οποίων και η μεταφορά της προίκας της γειτονοπούλας μας, από το πατρικό της, στο νέο τους νοικοκυριό, του δικού της και του Τάσσου.
Ο κυρ-Δήμος, ο πατέρας της Διαμαντούλας, ήταν αξιόλογος άνθρωπος. Είχε μία μικρή βιοτεχνία, στην περιοχή της πόλης μας εκεί όπου στεγάζονταν και λειτουργούσαν τα περισσότερα εργαστήρια του χαλκού, του μπρούτζου και του σιδήρου. Ήταν αρχη-σιδηρουργός. Είχε την ευαισθησία του καλλιτέχνη και τη δύναμη του σιδηρουργού. Τα κάγκελά του ξεχώριζαν για τα σχέδιά τους και οι σιδερένιες πόρτες που σκάρωνε, έφερναν τη σφραγίδα του χεριού του. Η τελειότητά τους ήταν “σήμα κατατεθέν” της δουλειάς του, όπως συνήθιζε να λέει, όταν μιλούσε για την ποιότητά της, και με δικαιολογημένη σίγουρα υπερηφάνεια.
Έφτιαχνε μικρές ή μεγάλες σιδερένιες πόρτες, με παράξενα πουλιά ή παγώνια που η μακριά τους ουρά έφερνε ωραίες καμπύλες και τα λοφία τους διακρίνονταν για τη λεπτομέρειά τους. Θύμιζαν τα σκαλίσματα στο ξύλο του τέμπλου της Μητρόπολης της Πολιτείας μας, τόσο καλογραμμένα ήταν. Η σύνθεση των σχεδίων του περιείχε στοιχεία από την αρχαία ελληνική τέχνη και την Βυζαντινή. Δικαίως λοιπόν προτιμούσαν την δουλειά του και έτσι κέρδιζε αρκετά χρήματα.
Ο κυρ-Δήμος ήταν και καλός άνθρωπος. Δεν δίσταζε λοιπόν να βοηθάει και με το παραπάνω τους υπαλλήλους του, κυρίως όταν ήταν εργατικοί και νοικοκύρηδες σαν την αφεντιά του. Έκανε όμως και άλλα καλά που ο κοσμάκης μόλις που τα “μυρίζονταν”, γιατί ο κυρ- Δήμος σιχαινόταν την διαφήμιση της όποιας καλοσύνης. “Δεν πρέπει να γνωρίζει η αριστερά σου, τι ποιεί η δεξιά σου!”, έλεγε πολλές φορές, όταν συμβούλευε τους δικούς του ανθρώπους στο σπίτι του στην ευρύτερη οικογένειά τους ή τους υπαλλήλους του. “Αλλιώς δεν είναι καλοσύνη!”, συμπλήρωνε κατηγορηματικά.
Με το πέρασμα χρόνων ο κυρ-Δήμος είχε χτίσει ένα διώροφο σπίτι, από τα καλύτερα στη γειτονιά μας την καστρινή. Η είσοδός του σημειωνόταν από ωραία, βαριά, ξύλινη πόρτα, κεντημένη με σιδερένια σχέδια, φτιαγμένα από τα χέρια του. Η πόρτα αυτή, ήταν, σχεδόν πάντα, ανοιχτή την ημέρα, και άφηνε τους διαβάτες να θαυμάζουν, έστω και περαστικά, τον όμορφο κήπο του, που ήταν με τη σειρά του έργο της κυρά-Βασιλικής, της γυναίκας του.
Η γυναίκα του κυρ-Δήμου, γόνος παλιάς οικογένειας του τόπου, ήταν απλή ευγενική και γλυκόλογη, που τα πλούτη του άντρα της δεν την είχαν ξιπάσει. Ήταν μία αρχοντογυναίκα από τη φύση της. Από τα δύο παιδιά του Κυρ-Δήμου και της κυρά-Βασιλικής, ξεχώριζε η Διαμαντούλα που είχε τελειώσει την Παιδαγωγική Ακαδημία της πολιτείας μας και εργαζόταν ως υπάλληλος στο Δημαρχείο, περιμένοντας τον διορισμό της, της δασκάλας. Δεν υπήρχαν πολλές μορφωμένες νέες που είχαν το χαμόγελο, την καλοσύνη και την καταδεκτικότητα της Διαμαντούλας. Σεβόταν τις γειτόνισσες και πάντα γελαστή χαιρετούσε τις μαντηλοφορούσες γερόντισσες -τις “θειες”, κατά τη συνήθεια της εποχής- όταν περνώντας μπροστά από τα σπίτια τους, κυρίως τα καλοκαιριάτικα δειλινά, τις έβλεπε να δροσίζονται, καθισμένες στα σκαλοπάτια τους. Δεν δυσκολευόταν ν’ απαντήσει σε κάποια συνηθισμένη ερώτησή τους και ετούτες, με τον καιρό, είχαν να πουν τα καλύτερα για την θυγατέρα του κυρ-Δήμου.
Ο κυρ-Δήμος είχε κι άλλο παιδί, έναν γιο, τον Άνθιμο, που δεν θ’ αργούσε να τελειώσει την ιατρική. Ήταν ένα ψηλό παλικάρι, που δε δίσταζε να βοηθάει τον πατέρα του στις διακοπές του, παίρνοντας παραγγελίες ή βοηθώντας τον με τα λογιστικά του βιβλία. Ο κυρ-Δήμος, σαν λογικός άνθρωπος που ήταν, δε στεναχωριόταν για το ποιος θα αναλάβαινε την επιχείρησή του, όταν ο ίδιος κάποια στιγμή θα έπαιρνε τη σύνταξή του. “Κάποιος θα βρεθεί ν’ αγοράσει τα μηχανήματα, την επιχείρηση. Κάποιος θα την αγαπήσει σαν την αφεντιά μου. Ίσως και να τα πάρει ο Δημήτρης, “το δεξί μου χέρι”, αν καταδέχεται, που κοντεύει να με φτάσει στη τέχνη κι ας είναι παιδί ακόμα. Και αν γίνει αυτό, θα μπορώ και εγώ να τον επισκέπτομαι και να χαϊδεύω το παλιό μου φυσερό”, έλεγε ελπιδοφόρα. Ο Δημήτρης, ένας από τους τεχνίτες του αν και πολύ νέος, ήταν ήδη παντρεμένος με δύο παιδιά, και ήταν ο καλύτερος, ο πιο δουλευταράς, από όσους είχαν περάσει από το εργαστήρι του. “Σαν τον εαυτό μου, μπορεί και καλύτερος!” έλεγε για τον Δημήτρη ο κυρ-Δήμος και γελούσε γενναιόδωρα.
Όσο για τον αρραβωνιαστικό της Διαμαντούλας τι να πει κανείς. Ήταν σα “νά ‘χε γυρίσει ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι” που λένε, τόσο πια ταίριαζαν οι δυο τους. “Κι αν δεν ταιριάζεις, δεν συμπεθεριάζεις!” λέει πολύ σωστά ο λαός. Ο Τάσσος Καρύδης, ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος της Διαμαντούλας, τόσα όσα χρειάζονταν για να φαίνονται ωραίο και αρμονικό ζευγάρι. Επαγγελλόταν ως λογιστής και σαν τέτοιος είχε για πελάτες γνωστούς επιχειρηματίες και έτσι τον είχε γνωρίσει και τον είχε εκτιμήσει και ο κυρ-Δήμος. Τον είχε φέρει πολλές φορές στο σπίτι του για να κάνουν τα βιβλία της εφορίας και μ’ αυτόν τον τρόπο είχε γνωρίσει την Διαμαντούλα. Σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα της, σ’ αυτές τις επαγγελματικές συναντήσεις του κυρ-Δήμου με τον Τάσσο, η Διαμαντούλα έψηνε τον καφέ και τον σερβίριζε με κουλουράκια που τις περισσότερες φορές, τα έφτιαχνε μόνη της -συνήθως στις αργίες-, όταν ήθελε να γεμίσει τον καιρό της με κάτι διαφορετικό και να νοικοκυρευτεί και η ίδια, σαν την μητέρα της.
Ο Τάσσος είχε εκτιμήσει την συμπεριφορά της Διαμαντούλας και εκείνη τον είχε συμπαθήσει σαν άντρα που έδειχνε σεβασμό στο άτομό της και κυρίως γιατί “δεν ήξερε από κόλπα”. Ντόμπρος καθώς ήταν, την είχε ζητήσει από τον πατέρα της, και εκείνος είχε απαντήσει, ότι, “…μακάρι να γίνει!” και “…με την ευχή…” του, αλλά “…τον πρώτο λόγο τον είχε η μοναχοκόρη…” του. Η Διαμαντούλα που στο μεταξύ, είχε συμπαθήσει τον Τάσσο, ιδιαίτερα για την άψογη συμπεριφορά του απέναντί της, είπε το ναι στον ίδιο και αφού αρραβωνιάστηκαν με τις ευλογίες των γονέων τους -και από τις δύο πλευρές- ύστερα από αρραβώνα μερικών μηνών, είχαν αποφασίσει να κάνουν το γάμο τους.
Τα πεθερικά της Διαμαντούλας ήταν ξετρελαμένα με την νυφούλα τους και η κυρά Βασιλική έλεγε κιόλας, πως είχε αποκτήσει έναν δεύτερο γιο. Και καθώς ο Τάσσος ήταν ερωτευμένος με την Διαμαντούλα, όλοι έλεγαν πως αν το κράτος διόριζε την αγαπημένη του σα δασκάλα έξω από την πολιτεία μας, ο Τάσσος δε θα την άφηνε να φύγει από κοντά του, για να εργαστεί. Από μόνος του “…έφτιαχνε καλά χρήματα, τόσα που να τους φτάνουν και να περισσεύουν!”, είχε πει στα αρραβωνιάσματά τους. Η Διαμαντούλα είχε χαμογελάσει και είχε πει πως δεν ήταν άσχημα κι εκεί που εργαζόταν και ότι αν έπρεπε να μείνει εκεί, δεν την πείραζε. “Βλέποντας και κάνοντας. Έτσι δεν είναι Τάσσο μου;” είχε πει διακριτικά και μαλακά, γνωρίζοντας πώς να φερθεί σεβαστικά στον μέλλοντα άντρα της, μολονότι ήταν οικονομικά ανεξάρτητη.
Πέρασαν λοιπόν αυτοί οι λίγοι χειμερινοί μήνες και τώρα, στα τέλη της ευοίωνης Άνοιξης και στις αρχές του καλοκαιριού, σε λίγες μόλις ημέρες, παντρεύεται η Διαμαντούλα! Ο γάμος λοιπόν θα γίνει την Κυριακή της τρέχουσας εβδομάδας και σήμερα, Τετάρτη, νωρίς τ’ απόγευμα, θα έρθουν φίλες και συγγένισσές της και με τις άμαξες και τους βιολιτζήδες -όπως συνηθίζεται- θα κουβαλήσουν τα προικιά της από το πατρικό της, στο καινούργιο σπιτικό τους: του Τάσσου και το δικό της.
Αποβραδίς είχε δροσίσει τον τόπο μία ελαφριά βροχούλα σκορπώντας δροσιά και φρεσκάδα στις νοικοκυρεμένες αυλές της γειτονιάς, τονίζοντας τα πρωινά γραφικά χρώματα που τις χαρακτήριζαν. Τα ανθισμένα λουλούδια μοσχομύριζαν ζωντανεμένα από την πνοή της πρωινής δροσιάς. Οι ουρανοί από ενωρίς είχαν φορέσει το πιο φωτεινό τους γαλάζιο, σα να ήθελαν να προσθέσουν μία επιπλέον ευχάριστη νότα στο “πανηγύρι” της γειτονιάς. Γιατί αυτό ήταν ένα πραγματικό πανηγύρι. Ξέρετε τι σπουδαία υπόθεση είναι το κουβάλημα μιας προίκας;
Οι μικρές ή οι μεγάλες χαρές στη γειτονιά μας, όπως άλλωστε σε όλες τις γειτονιές της μικρής μας πολιτείας, μοιράζονταν ανάμεσα σε όλους τους γείτονες. Νέα, όπως ο γάμος της Διαμαντούλας, αναζωογονούσαν και ακόνιζαν τα πνεύματα, ξεσκόνιζαν το χιούμορ και το ενδιαφέρον έπαιρνε την θέση του στην πρώτη σειρά. Όλα γίνονταν αποδεκτά από όλους και με μεγάλο ενθουσιασμό, ανάμεικτο ωστόσο με κάποια μυστική, αθέλητη, ανθρώπινη ζήλεια και μία αναπόφευκτη σύγκριση των εποχών “…τότε και τώρα…”, καθώς ανακινούσε μνήμες γλυκόπικρες μιας άλλης περασμένης εποχής, της δικής τους νεότητας, του δικού τους γάμου, της δικής τους παρόμοιας γιορτής, σε χρόνους αλλοτινούς πικρούς, χαλεπούς, καθώς οι πόλεμοι στον τόπο μας ξαπόσταιναν μονάχα… για να επανέλθουν… Ήταν λοιπόν ένα σπουδαίο γεγονός γιατί είχε την ικανότητα να αναμοχλεύει τα συναισθήματα των απλών ανθρώπων της καστρινής μας γειτονιάς και είναι βέβαιο ότι η κουβέντα για το γεγονός θα κρατούσε για καιρό και έως ότου, κάποιο άλλο σημαντικό ή και λιγότερο ενδιαφέρον, καλό ή κακό θα συνέπαιρνε τον νου τους, όπως, ένας άλλος γάμος ή γεννητούρια, κάποιο βαφτίσι, μία ονομαστική γιορτή ή και… “ο κακός ο θάνατος!..” –”…μπα!.. δάγκωσε τη γλώσσα σ’!… μακριά από μας θυγατέρα!”-, μία θρησκευτική γιορτή ή ένα πανηγύρι, λιτανείες, εθνικές επέτειοι και πάει λέγοντας…
Εκείνη λοιπόν την Τετάρτη, το διώροφο του κυρ-Δήμου, λες και είχε φωτιστεί ολόκληρο από έναν ξεχωριστό ήλιο! Η βαριά εξώπορτα διάπλατα ανοιχτή, επέτρεπε στους περαστικούς να θαυμάσουν τα φρεσκοβαμμένα με άσπρο ασβέστη στο περίγραμμά τους, πεζούλια και τις σκουρόχρωμες μολυβένιες πλάκες της αυλής, όλα να λάμπουν στο φως του ήλιου. Παρόμοια ασβεστωμένες ήταν και οι πήλινες γλάστρες με τα ολάνθιστα λουλούδια και η φορτωμένη στο νιο μοσχομύριστο αγιόκλημα, πέργολα, συνέθεταν το πιο χαριτωμένο θέαμα που μπορούσε να φανταστεί κανείς.
Όλα αυτά κέντριζαν και τη δική μου φαντασία. Με έτρωγε η περιέργεια να δω κάθε τι που θα ήταν δυνατόν, να συλλάβω το συναίσθημα, που λες και ήταν κολλητική αρρώστια, μεταδίδονταν μέσα απ’ όλη ετούτη την δραστηριότητα στο σπίτι του αρχοντογείτονά μας.
-Γεια σου κυρά-Παρασκευή! Τά ‘μαθες; Θα πάρουν την προίκα της Διαμάντως, μου τό ‘πε ή ίδια η κυρά-Δήμαινα, έλεγε στην απέναντί της η γειτόνισσα, δίπλα από το σπίτι του κυρ-Δήμου.
-Ου! να σκάσω κυρά-Γιώργαινα! Τι όμορφα πράματα γίνονται στη γειτονιά μας. Καλή τύχη στς ανύπαντρες και στς ανύπαντρους. Και πού θα γέν’ ο γάμος; Μήπως ξεύρς;
-Εδώ, εδώ… στο σπίτι του κυρ-Δήμου… Αλλά η προίκα θα φύγει, θα πάει στο καινούργιο σπιτικό της Διαμάντως και του Τάσσου.
Δεν άργησαν να μαζευτούν και άλλες γειτόνισσες όσο μπορούσαν καλύτερα ντυμένες, η κάθε μια τους, άλλες με τις μαύρες ή μπλε λουλουδάτες μαντήλες ριγμένες στο κεφάλι άδετες για να δροσίζονται και άλλες έχοντας φορέσει μια καθαρή ποδιά πάνω από το καθημερινό φόρεμά τους. Όλες βρίσκονται εκεί μπροστά, στην πρώτη γραμμή, δίπλα -δίπλα κρατώντας ρύζι σε μικρές γαβάθες. Από ώρα είχαν παρακολουθήσει την κίνηση πίσω από τα μικρά παράθυρα στην Καστρινή γειτονιά. Ήταν δεν ήταν πέντε το απόγευμα. Η ζέστη ήταν μέτρια, και η σκιά είχε πέσει στη μία πλευρά του γραφικού στενού καστρινού δρόμου. Ακούστηκαν οπλές αλόγων.
-Έρχονται… έρχονται, χαλασιά μου! ακούστηκε η κυρά-Γιώργαινα.
Ντυμένη στα καλά της, άφησε τις γειτόνισσές της και βιαστική πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του κυρ-Δήμου. Βλέπετε η κυρά Γιώργαινα, είναι φιλενάδα της κυρά-Βασιλικής της κυρά-Δήμαινας.
Το περήφανο νιο άλογο στο καταστόλιστο μόνιππο που είχε μόλις φτάσει, φορούσε δερμάτινες παρωπίδες, έναν σταυρό στο κούτελο, μαστορεμένα ωραία δερμάτινα, στολισμένα χάμουρα, πρασινογάλανες και κόκκινες χάντρες και από κοντά μικρά κουδουνάκια, όλα περασμένα στο λαιμό του –χαϊμαλί- που κουδούνιζαν χαριτωμένα. Από αυτό, κατέβηκαν πέντε οργανοπαίχτες ήσυχοι, σοβαροί, κουβαλώντας τα γυαλιστερά και στολισμένα μουσικά τους όργανα, το κλαρίνο, το λαγούτο, το ντέφι, το ακορντεόν και το νταούλι. Με το ύφος ανθρώπων που ετοιμάζονται να προσφέρουν με την τέχνη τους, το καλύτερο, πιάνουν τις θέσεις τους στο δρόμο και ανάλογα με το όργανό τους και την συμβολή του στο πανηγύρι ετούτου του γεγονότος. Έτοιμοι πλέον, αρχίζουν να παίζουν έναν δημοτικό σκοπό, όπως ταίριαζε στην περίπτωση. Με αργά, υπολογισμένα βήματα, φθάνουν στην εξωτερική σκάλα του σπιτιού και ανεβαίνοντας τα λίγα σκαλοπάτια, από τον δρόμο φτάνουν στο κατώφλι της αρχοντικής αυλόπορτας, όπου τους καλωσορίζει ο αδερφός της Διαμαντούλας, Άνθιμος. Με αυτόν μπροστά ως οδηγό, περνούν στην αυλή, όπου τους υποδεικνύει πού πρέπει να καθίσουν, μέσα σ’ εκείνο τον φυσικό παράδεισο. Δεν σταματούν να παίζουν, ως την στιγμή που ετοιμάζονται να πιάσουν τα καθίσματα στο χώρο, που τους έχει παραχωρηθεί…
Οι οργανοπαίχτες πιάνουν τελικά τα καθίσματά τους, πάντα με την ίδια ιεραρχική σειρά της προσφοράς των οργάνων τους, στην συγκεκριμένη γιορτή. Αναπνέουν και ηρεμούν. Δοκιμάζουν και πάλι τα μουσικά τους όργανα πριν από την νέα παρουσίαση του πανηγυρικού τους προγράμματος μέσα στον ειδικό πλέον χώρο. Τα κοριτσόπουλα χωρίς να χάνουν λεπτό, τρέχουν πρόθυμα και χαμογελαστά και εναποθέτουν μπροστά τους τα καλωσορίσματα, πάνω σε τραπεζάκι: καράφα με ρακί, ποτηράκια και πικάντικους μεζέδες. Οι οργανοπαίχτες αφού δοκιμάζουν το ρακί, ευχόμενοι τα καλύτερα για τον επερχόμενο γάμο, αρχίζουν να παίζουν ωραίους δημοτικούς σκοπούς.
Ένας από αυτούς τραγουδάει με τη γλυκιά φωνή του και χτυπάει το ντέφι του με δεξιότητα, κρατώντας τον χρόνο, κάνοντας ταυτόχρονα τα μεταλλικά εξαρτήματα του οργάνου του, να δίνουν τον πιο ασυνήθιστο τόνο. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι “θα καιγόταν το πελεκούδ’” καθώς το γλέντι θα έπαιρνε και θα έδινε, και αυτό θα ήταν μονάχα η αρχή. Το μεγαλύτερο γλέντι θα ακολουθούσε την Κυριακή, την ημέρα του γάμου!
Κάποιοι καλεσμένοι βγαίνουν τώρα στην αυλή και χορεύουν στους δημοτικούς σκοπούς, ενώ συγγένισσες της οικογένειας, γυροφέρνουν προσφέροντας ποτά και μεζέδες, ακόμη και έξω, στις γειτόνισσες που κάθονται στα σκαλοπάτια ή όρθιες γύρω, γεμάτες περιέργεια και ανυπομονησία, για να δουν την προίκα, να σκορπίσουν πάνωθέ της το ρύζι και να ευχηθούν, τις πιο θερμές ευχές τους, στο ζευγάρι, που ετοιμάζεται να μοιραστεί ο ένας τη ζωή του άλλου.
Οι χορευτές ακούραστοι κολλούν τα εικοσάρικα και τα πενηντάρικα στα ιδρωμένα μέτωπα των οργανοπαιχτών, που παίζουν ακούραστα τον ένα σκοπό μετά τον άλλον. Ναι… αυτά ήταν μονάχα η αρχή, και όλα χαλάλι για την Διαμαντούλα. Τα άξιζε και με το παραπάνω.
-Αυτός θα είναι γάμος κατά πώς πρέπει, κυρά-Παρασκευή μου.
-Σα νά ‘χεις δίκιο κυρά-Λαμπρινή μου! Ο κυρ-Δήμος, άρχοντας με τα ούλα του, ξέρει να κρατάει τα “εθίματα”!
-Είναι κι η κυρά-Βασιλική… μην ξεχνάς! Εμ, πώς; Αυτή δα κρατάει από παλιά Γιαννιώτικη οικογένεια.
-Έρχονται κι άλλα μόνιππα! Αχ! τι όμορφα που τα κανόνισαν όλα στο Δημαίϊκο! Μπράβο τους! προσθέτει η κυρά-Τριανταφυλλιά.
Πράγματι δεν αργούν να φτάσουν δύο ακόμη μόνιππα. Αράζουν έξω από το αρχοντικό του κυρ-Δήμου στη σειρά.
“Ήρθαν!… Ήρθαν… τ’ αμάξια!” φώναξαν με χαρά κάποιες νέες συγγένισσες της οικογένειας και μπαίνοντας μέσα δεν άργησαν να ξαναβγούν από το γιορτινό σπιτικό γελώντας, μιλώντας και κρατώντας κατάλευκα σεντόνια που με τη βοήθεια των αμαξάδων τα στρώνουν καλύπτοντας τα καθίσματα των μόνιππων. Ύστερα επιστρέφουν μέσα στο σπίτι της Διαμαντούλας, για να ετοιμαστούν να μεταφέρουν τα προικιά της.
Οι αμαξάδες αφήνοντας για λίγο τα αμάξια τους μαζεύονται σε μία γωνιά και περιμένουν έξω από το αρχοντικό του κυρ-Δήμου, κουβεντιάζοντας. Ο Άνθιμος βγαίνει και τους καλεί να κοπιάσουν για ένα ποτό, αλλά εκείνοι αρνούνται ευγενικά. Δεν μπορούν, καθώς λένε, να αφήσουν τα “ζα” τους, μονάχα. Δεν αργούν να φέρουν τρεις καρέκλες κι ένα μικρό σκαμνάκι και τους καλούν να καθίσουν. Η Ανθούσα, μία νόστιμη νεαρή, παρουσιάζεται στο κατώφλι της μεγάλης αυλόπορτας, κρατώντας ένα δίσκο και περνώντας τον προσεκτικά ανάμεσα από τον κόσμο, κατευθύνεται χαμογελαστή προς τους αμαξάδες, για να τους τρατάρει. Οι άντρες ευχαριστημένοι από τα μεζεδάκια και τα ποτά, της εύχονται στα δικά της κάνοντάς την να κοκκινίσει από ντροπή.
Όλα είναι έτοιμα για το κουβάλημα και την τοποθέτηση της προίκας στα μόνιππα. Οι αμαξάδες βιάζονται πίσω σε αυτά για να βοηθήσουν, ηρεμώντας τα άλογά τους. Να ‘τες λοιπόν οι νεαρές συγγένισσες και οι φίλες, oι καλοντυμένες, oι χαρούμενες, oι χαμογελαστές, oι αναψοκοκκινισμένες -από την προσοχή που τραβούν πάνω τους και πάντα με τη σεμνότητα που άρμοζε στην περίπτωση- να βαστούν στην αγκαλιά τους μέρη από την προίκα.
Τι προίκα αλήθεια! Αρχοντική και σίγουρα κάποια από αυτά τα κομμάτια φαίνονται ότι είναι σπάνια και πανάκριβα. Κουβαλήθηκαν διαφορετικά παπλώματα προστατευμένα με βαριοκεντημένα σεντόνια, που τελείωναν σε φαρδιές σατέν φάσες ή κολλαρισμένη δαντέλα, μαξιλάρια και μαξιλάρες με καλύμματα παρόμοια όπως και τα σεντόνια κεντημένα και δαντελοστολισμένα, κουβέρτες διαφόρων ειδών, από καλοκαιρινές και μάλλινες καραμελωτές, ως μάλλινες φλοκάτες, με κοντό ή μακρύ φλόκο, κιλίμια και χαλιά ντόπια κι ανατολίτικα και ένα σωρό άλλα χαρακτηριστικά κεντήματα από τα χέρια της Διαμαντούλας, δίπλα σε άλλα, φτιαγμένα από χέρια συγγενικά ή φιλικά ή κάποιας ταλαντούχας κεντήστρας με πληρωμή.
-Βλέπετε μωρές γειτόνισσες τα κεντήματα της Διαμαντούλας; Λες και δεν τά ‘φτιαξαν χέρια ανθρώπου, παρά κάποιας ξωτικιάς! Τυχερός ο γαμπρός που παίρνει τέτοιο θηλυκό! θαύμασε η κυρά Τριανταφυλλιά.
-Και πού ‘σαι ακόμα κυρά Τριανταφυλλιά μ’! Τι θα δούμε ακόμα… περίμενε για! είπε η κυρά Παρασκευή που ήταν ενήμερη από την κυρά-Γιώργαινα, την φίλη της κυρά Δήμαινας.
Τελευταία προσθέτονται στα αμάξια οι νυχτικές, οι ρόμπες, τα φορέματα και τα παλτά της Διαμαντούλας: σατέν, μάλλινα κρεπ και καλοκαιριάτικα, ζορζέτες και μεταξωτά, που άφηναν στο πέρασμά τους το λεπτό άρωμα της λεβάντας. Κάθε φορά που οι κοπέλες ακουμπούν κάτι στα ήδη σεντονοκαλυμμένα αμάξια και το ταχτοποιούν, προσθέτουν και λευκά κουφέτα, ανάμεικτα με ρύζι. Από μακριά οι γειτόνισσες κάνουν κάτι παρόμοιο, βουτώντας το χέρι τους μέσα στις μικρές ή μεγάλες γαβάθες που κρατούν σ’ όλο το διάστημα της αναμονής τους, ραντίζουν με ρύζι, κουφέτα και με άπειρες ευχές την προίκα και τις κοπέλες που την κουβαλούν, κομμάτι-κομμάτι.
-Προκομμένο κορίτσι κυρά-Μαγδαληνή μου! Και τι καλότροπο, γλυκομίλητο και σεβαστικό κορίτσι, είναι το! Είπε η κυρά-Παρασκευή.
-Και μορφωμένο! Έχει όμως και καλή τύχη! Της ταιριάζει ο Τάσσος και μακάρι νά ‘χαν την καλή της τύχη όλα τα θηλυκά του κόσμου, κυρά-Παρασκευή! Και τα δικά μας έ; Είπε η κυρά-Μαγδαληνή
-Απ’ το στόμα σου και στ’ Θεού τ’ αυτί, κυρά-Μαγδαληνή μου!
-Φέρε μου κι άλλο ρύζι Ποινιώ μου! φωνάζει η κυρά-Μαγδαληνή γυρνώντας δίπλα της και πίσω. Δεν την ακούει την θυγατέρα της, ούτε και που τη βλέπει. Την ψάχνει με τα μάτια της επίμονα και μουρμουράει μοναχή της: “Πού τάχατις να πήγε το θηλυκό μ’;” Ξαφνικά την εντοπίζει στο κατώφλι του κυρ-Δήμου κρυμμένη από άλλα κοριτσάκια της γειτονιάς. “Πού να μ’ ακούσει τώρα!” σκέφτεται και βιάζεται στο σπίτι της, που βρίσκεται δύο σπίτια πέρα από το σπίτι του κυρ-Δήμου. Δεν αργεί να επιστρέψει στο πόστο της, κρατώντας μία σακούλα με ρύζι και κουφέτα που προφανώς ήταν το υπόλοιπο μείγμα εκείνου, που είχε ήδη ξοδέψει. Ξαφνικά αποφασίζει να μετακινηθεί. Έρχεται κοντύτερα στη σκάλα και ραντίζει ξανά και ξανά τα προικιά της Διαμαντούλας που εξακολουθούν να παρελαύνουν.
-Καλορίζικα νά ‘ναι… και στα δικά σας τσούπρες! Με το καλό και τα στέφανα Διαμαντούλα μας! εύχεται ξανά και ξανά, και μέσα της παρακαλάει τον Θεό να την αξιώσει να δει και να ζήσει η ίδια και ο άντρας της, μέρες παρόμοιας ευτυχίας για την θυγατέρα της και τον γιο της…
Μόλις τακτοποιούνται τα μόνιππα, δύο-δυο οι νιες ανεβαίνουν και κάθονται στο άδειο κάθισμα απέναντι από τα καλο-στοιβαγμένα προικιά, κρατώντας από ένα κεντημένο μαξιλάρι στα χέρια και περιμένουν. Οι ευχές ακούγονται τώρα από παντού και κάποια παράθυρα, που φαίνονταν κλειστά, ανοίγουν και το ρύζι πέφτει βροχή. Τα αμάξια, έτοιμα πια, ξεκινούν και προχωρούν με αργό ρυθμό, όπως ταίριαζε άλλωστε στο κουβάλημα μιας τέτοιας προίκας, την προίκα της αξιαγάπητης Διαμαντούλας.
Η γλώσσα των γειτόνων πάει ροδάνι. Πετούν μισο-μασημένες πονηρές σπόντες, βάζοντας την παλάμη μπροστά στο στόμα και σκύβοντας η μια στο αυτί της άλλης… τα μάτια τους να γυαλίζουν. Τα μυρωδάτα προικιά της Διαμαντούλας σύντομα θα έφταναν στον προορισμό τους, το καινούργιο σπιτικό τους, αυτής και του Τάσσου. Όταν με το καλό θα φτάσουν εκεί, τα ίδια κοριτσόπουλα, που με κέφι και μεράκι είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους στην τακτοποίηση της τρανταχτής προίκας, πάνω στα μόνιππα, θα στρώσουν το νυφιάτικο κρεβάτι, ακολουθώντας τις “ορμήνειες” μιας θειας, της Διαμάντως. Σύμφωνα με την παράδοση, θα καθίσουν ένα αγοράκι απάνω του, με την ευχή, η μοίρα και η θυγατέρα της η τύχη, να αξιώσουν το ζευγάρι να αποκτήσει τον διάδοχο, που με τη σειρά του θα εξασφαλίσει τη διαιώνιση του γένους των. Κατά το έθιμο τα κορίτσια θα κρατήσουν τρία κουφέτα από το νιοστρωμμένο νυφικό κρεβάτι. Κατά την γενική δοξασία “τα κουφέτα αυτά είναι μαγικά”, και τα κορίτσια θα τα βάλουν -από το ίδιο κιόλας βράδυ- κάτω από το μαξιλάρι τους, για τρείς συνεχόμενες νύχτες, καθώς έχουν τη δύναμη να υποκινήσουν τη μοίρα τους, να τους αποκαλύψει στον ύπνο τους και μέσα από όνειρο, τον… άντρα που θα πάρουν!
Τα παιδιά της γειτονιάς που έχουν παραταχτεί θαρρείς με σύστημα και κανονικά, χασκογελούν με την σειρά τους παρατηρώντας την συμπεριφορά των γυναικών της γειτονιάς τους και ακούγοντας τα κουτσομπολιά τους. Χαζεύουν με περιέργεια τα σούρτα-φέρτα όλων εκείνων που μετείχαν στο “πρώιμο πανηγύρι του γάμου της Διαμαντούλας”. Αργότερα τα ίδια αυτά παιδιά στην εφηβική τους ηλικία, κάθε φορά που θα θυμούνται το κουβάλημα της προίκας και γενικά αυτόν το γάμο, θα γελούν και θα μνημονεύουν όλα όσα διαδραματίζονταν γύρω τους. Κυρίως όμως τις κουβέντες που άρπαζαν από τις συζητήσεις των γυναικών της γειτονιάς, πονηρές και μη, που ανάλογα με το περιεχόμενό τους, γίνονταν άλλοτε σε ζωηρό και άλλοτε σε χαμηλό τόνο, λες και επρόκειτο για κάποια συνωμοσία, ή ίσως ένα φοβερό μυστικό. Οι επιτήδειοι της παρέας των παιδιών που έστηναν τα αυτιά τους, για να διασκεδάσουν με τα κουτσομπολιά και τα σχόλια των γειτονισσών, τελικά τα άρπαζαν και τα διαμόρφωναν σε πικάντικες ιστορίες, προσθέτοντας ανάλογα το έξτρα αλάτι και πιπέρι.
Ήταν γεγονός ότι οι γείτονες πανηγύριζαν με ενθουσιώδη τρόπο, λες κι επρόκειτο για δική τους υπόθεση. Μήπως άλλωστε δεν ήταν έτσι; Ναι, και βέβαια αφορούσε όλη τη γειτονιά. Ερήμωνε το αγαπητό Δημαίικο από τη δροσιά της Διαμαντούλας, αλλά και όλη η γειτονιά. Θα την “έχαναν”! Θα κατοικούσε στην άλλη άκρη της πολιτείας μας, όπου είχαν σκαρώσει το καινούργιο σπιτικό τους.
Ο κυρ-Δήμος που σαν δικός τους, είχε μεγαλώσει στο ίδιο με το δικό τους κλίμα, πίστεων και αντιλήψεων, είχε ανοίξει τις πόρτες του στην γειτονιά. Όλοι ήταν καλόδεχτοι, στην οικογενειακή τους γιορτή. Όλοι αγαπούσαν την Διαμαντούλα, “το διαμάντι της οικογενείας” του, όπως αποκαλούσε την κόρη του ο κυρ-Δήμος, την “καλούλα” της γειτονιάς τους και εύχονταν να γίνουν και τα άλλα κορίτσια (της γειτονιάς τους) καλά και τυχερά όπως αυτή.
Κάποια στιγμή είχε μαθευτεί ότι είχαν κιόλας αρχίσει να καταφτάνουν τα δώρα για το γάμο της Διαμαντούλας και του Τάσσου, στην καινούργια πια διεύθυνση του ζευγαριού. Η φαντασία των γειτόνων οργίαζε τώρα. Φαντάζονταν ό,τι μπορούσαν, για να καλύψουν τα πιθανά είδη των δώρων που οι δυο νέοι θα λάβαιναν. Προβλέπανε ακόμη και την λίστα των καλεσμένων του Δημαίικου και ήταν έτοιμοι να παρακολουθήσουν τα πάντα! Δεν μπορούσαν να φανταστούν καλύτερο τρόπο διασκέδασης από ετούτον. Όχι μόνο μπροστά στα πόδια τους αλλά και δωρεάν. Αυτό το γεγονός και ο επερχόμενος σε τρεις μέρες πατροπαράδοτος γάμος της Διαμαντούλας και του Τάσσου με την τελετή μέσα στην αυλή του κυρ-Δήμου και το γλέντι που θα το φούντωναν με τη ζεστή συμμετοχή τους οι ίδιοι οργανοπαίχτες, τραγουδώντας αυτή τη φορά στίχους όπως: “Σήμερα αποχωρίζεται η μάνα από την κόρη” και άλλους: “ωραία είναι η νύφη μας ωραίος κι ο γαμπρός μας…”, ω αυτό το γεγονός έδινε ζωή στην φτωχή κατά τα άλλα γειτονιά.
Ήταν βέβαιο τόσο όσο και ο γάμος της Διαμαντούλας, ότι οι γείτονες, δεν θα έχαναν για τίποτε ετούτο το «πανηγύρι». Θα παρακολουθούσαν τις φάσεις του γάμου που πλησίαζε. Πρώτα βέβαια την έξοδο της φρέσκοντυμένης νυφούλας, της Διαμαντούλας, από το Δημαίικο. Θα συνοδευόταν από τον πατέρα της στην εκκλησία. Ύστερα από την τελετή του γαμήλιου μυστηρίου, η Διαμαντούλα θα επέστρεφε από την εκκλησία, κρεμασμένη πια στο μπράτσο του Τάσσου. Θα ακολουθούσε τρικούβερτο το παραδοσιακό γλέντι και πριν αυτό τελειώσει τα νιόπαντρο ζευγάρι, θα επιβιβάζονταν στο αμάξι και θα αποχωρούσε οριστικά από το πατρικό της Διαμαντούλας. Στη συνέχεια οι δύο νέοι θα πήγαιναν στο σπίτι τους για να αλλάξουν και να φύγουν για το γαμήλιο ταξίδι τους. Επιτέλους… “…πού;” “Μα… στην Ρόδο!” Το γλέντι του γάμου θα συνεχιζόταν και ύστερα από την αναχώρηση των νεόνυμφων, πάντα με τη συνοδεία της δημοτικής μουσικής από τους γνωστούς οργανοπαίχτες.
-Στην Ρόδο! Τόσο μακριά; Τι λέτε; Ε! το πλούτος φαίνεται, δεν κρύβεται! Ου, μωρές γυναίκες και στις θυγατέρες μας!.. είχε πει με μεγάλο θαυμασμό η κυρά-Τριανταφυλλιά στις άλλες γειτόνισσες, όταν άκουσε για τον τόπο όπου θα έκαναν το γαμήλιο ταξίδι τους τα νιόπαντρα.
Και τις ακόλουθες ημέρες, όταν όλα αυτά θα είχαν τελειώσει και θα είχαν γίνει παρελθόν, ο κυρ- Δήμος και η κυρά Βασιλική θα κλαίγανε και θα γελούσανε, καθώς θα περνούσαν μπροστά από την άδεια κάμαρα της Διαμαντούλας τους, ή όταν πίνοντας ένα ζεστό ή ένα ποτό θα μελετούσαν τα καμώματά της από τα παιδικά της χρόνια, μέχρι και τη μέρα που την πήρε από κοντά τους, ο Τάσσος. Θα περίμεναν να τους επισκέπτεται με τον άντρα της, το νέο τους παιδί, και θα πρόσμεναν γεμάτοι ελπίδα να αναπληρώσουν αυτό το ζωτικό κομμάτι που απομακρυνόταν από τη ζωή τους, έστω και φαινομενικά, με ένα εγγονάκι, που τα παιδιά τους θα τους χάριζαν και που θα τους συντρόφευε μάλλον πολύ συχνά. Γιατί η σχέση τους με τα νιόπαντρα σίγουρα θα ενδυνάμωνε, όταν θα ερχόταν η στιγμή που θα χρειάζονταν τη βοήθειά τους, σε σχέση με τα εγγονάκια τους, τα παιδιά που η Διαμαντούλα και ο Τάσσος θα σκάρωναν στο εγγύς μέλλον.
Το παραπάνω που σα γεγονός είχε χαροποιήσει τους “γειτόνους”, θα μελετιόταν για εβδομάδες. Σίγουρα θα επεσκίαζε για καιρό κάθε τι άλλο στην γραφική, Καστρινή γειτονιά μας, ως το επόμενο σπουδαίο γεγονός που θα λάβαινε χώρα στη γειτονιά τους, όποιο κι αν ήταν αυτό, όπως το ήθελε ο Θεός και η μοίρα: γάμος, γέννηση, βαφτίσι, γιορτή, πανηγύρι ή θάνατος!
Τέλος
Η προίκα της Διαμαντούλας
… Ιντερμέδιο…
Πιπίνα Δ. Έλλη
(P.D. Elles)
Από την βιογραφία μου
εν εξελίξει
Τίτλος :
...Ανάμεσα ςta…
A... k… Ω!..
“Παντρεύεται η Διαμαντούλα!” Το ευχάριστο νέο διαδόθηκε αστραπιαία από άκρη σε άκρη στη γειτονιά. Η Διαμαντούλα η μοναχοκόρη του κυρ-Δήμου, μετά από ενός χρόνου αρραβώνα, παντρευόταν τον αγαπημένο της Τάσσο, τον γιο του κυρ-Πέτρου Καρύδη, επίσης γείτονά μας, από την απάνω ρούγα της. Αυτό σήμαινε ότι την εβδομάδα, πριν από την Κυριακή του γάμου τους, θα διαδραματίζονταν κάποια πολύ σπουδαία πράγματα, μεταξύ των οποίων και η μεταφορά της προίκας της γειτονοπούλας μας, από το πατρικό της, στο νέο τους νοικοκυριό, του δικού της και του Τάσσου.
Ο κυρ-Δήμος, ο πατέρας της Διαμαντούλας, ήταν αξιόλογος άνθρωπος. Είχε μία μικρή βιοτεχνία, στην περιοχή της πόλης μας εκεί όπου στεγάζονταν και λειτουργούσαν τα περισσότερα εργαστήρια του χαλκού, του μπρούτζου και του σιδήρου. Ήταν αρχη-σιδηρουργός. Είχε την ευαισθησία του καλλιτέχνη και τη δύναμη του σιδηρουργού. Τα κάγκελά του ξεχώριζαν για τα σχέδιά τους και οι σιδερένιες πόρτες που σκάρωνε, έφερναν τη σφραγίδα του χεριού του. Η τελειότητά τους ήταν “σήμα κατατεθέν” της δουλειάς του, όπως συνήθιζε να λέει, όταν μιλούσε για την ποιότητά της, και με δικαιολογημένη σίγουρα υπερηφάνεια.
Έφτιαχνε μικρές ή μεγάλες σιδερένιες πόρτες, με παράξενα πουλιά ή παγώνια που η μακριά τους ουρά έφερνε ωραίες καμπύλες και τα λοφία τους διακρίνονταν για τη λεπτομέρειά τους. Θύμιζαν τα σκαλίσματα στο ξύλο του τέμπλου της Μητρόπολης της Πολιτείας μας, τόσο καλογραμμένα ήταν. Η σύνθεση των σχεδίων του περιείχε στοιχεία από την αρχαία ελληνική τέχνη και την Βυζαντινή. Δικαίως λοιπόν προτιμούσαν την δουλειά του και έτσι κέρδιζε αρκετά χρήματα.
Ο κυρ-Δήμος ήταν και καλός άνθρωπος. Δεν δίσταζε λοιπόν να βοηθάει και με το παραπάνω τους υπαλλήλους του, κυρίως όταν ήταν εργατικοί και νοικοκύρηδες σαν την αφεντιά του. Έκανε όμως και άλλα καλά που ο κοσμάκης μόλις που τα “μυρίζονταν”, γιατί ο κυρ- Δήμος σιχαινόταν την διαφήμιση της όποιας καλοσύνης. “Δεν πρέπει να γνωρίζει η αριστερά σου, τι ποιεί η δεξιά σου!”, έλεγε πολλές φορές, όταν συμβούλευε τους δικούς του ανθρώπους στο σπίτι του στην ευρύτερη οικογένειά τους ή τους υπαλλήλους του. “Αλλιώς δεν είναι καλοσύνη!”, συμπλήρωνε κατηγορηματικά.
Με το πέρασμα χρόνων ο κυρ-Δήμος είχε χτίσει ένα διώροφο σπίτι, από τα καλύτερα στη γειτονιά μας την καστρινή. Η είσοδός του σημειωνόταν από ωραία, βαριά, ξύλινη πόρτα, κεντημένη με σιδερένια σχέδια, φτιαγμένα από τα χέρια του. Η πόρτα αυτή, ήταν, σχεδόν πάντα, ανοιχτή την ημέρα, και άφηνε τους διαβάτες να θαυμάζουν, έστω και περαστικά, τον όμορφο κήπο του, που ήταν με τη σειρά του έργο της κυρά-Βασιλικής, της γυναίκας του.
Η γυναίκα του κυρ-Δήμου, γόνος παλιάς οικογένειας του τόπου, ήταν απλή ευγενική και γλυκόλογη, που τα πλούτη του άντρα της δεν την είχαν ξιπάσει. Ήταν μία αρχοντογυναίκα από τη φύση της. Από τα δύο παιδιά του Κυρ-Δήμου και της κυρά-Βασιλικής, ξεχώριζε η Διαμαντούλα που είχε τελειώσει την Παιδαγωγική Ακαδημία της πολιτείας μας και εργαζόταν ως υπάλληλος στο Δημαρχείο, περιμένοντας τον διορισμό της, της δασκάλας. Δεν υπήρχαν πολλές μορφωμένες νέες που είχαν το χαμόγελο, την καλοσύνη και την καταδεκτικότητα της Διαμαντούλας. Σεβόταν τις γειτόνισσες και πάντα γελαστή χαιρετούσε τις μαντηλοφορούσες γερόντισσες -τις “θειες”, κατά τη συνήθεια της εποχής- όταν περνώντας μπροστά από τα σπίτια τους, κυρίως τα καλοκαιριάτικα δειλινά, τις έβλεπε να δροσίζονται, καθισμένες στα σκαλοπάτια τους. Δεν δυσκολευόταν ν’ απαντήσει σε κάποια συνηθισμένη ερώτησή τους και ετούτες, με τον καιρό, είχαν να πουν τα καλύτερα για την θυγατέρα του κυρ-Δήμου.
Ο κυρ-Δήμος είχε κι άλλο παιδί, έναν γιο, τον Άνθιμο, που δεν θ’ αργούσε να τελειώσει την ιατρική. Ήταν ένα ψηλό παλικάρι, που δε δίσταζε να βοηθάει τον πατέρα του στις διακοπές του, παίρνοντας παραγγελίες ή βοηθώντας τον με τα λογιστικά του βιβλία. Ο κυρ-Δήμος, σαν λογικός άνθρωπος που ήταν, δε στεναχωριόταν για το ποιος θα αναλάβαινε την επιχείρησή του, όταν ο ίδιος κάποια στιγμή θα έπαιρνε τη σύνταξή του. “Κάποιος θα βρεθεί ν’ αγοράσει τα μηχανήματα, την επιχείρηση. Κάποιος θα την αγαπήσει σαν την αφεντιά μου. Ίσως και να τα πάρει ο Δημήτρης, “το δεξί μου χέρι”, αν καταδέχεται, που κοντεύει να με φτάσει στη τέχνη κι ας είναι παιδί ακόμα. Και αν γίνει αυτό, θα μπορώ και εγώ να τον επισκέπτομαι και να χαϊδεύω το παλιό μου φυσερό”, έλεγε ελπιδοφόρα. Ο Δημήτρης, ένας από τους τεχνίτες του αν και πολύ νέος, ήταν ήδη παντρεμένος με δύο παιδιά, και ήταν ο καλύτερος, ο πιο δουλευταράς, από όσους είχαν περάσει από το εργαστήρι του. “Σαν τον εαυτό μου, μπορεί και καλύτερος!” έλεγε για τον Δημήτρη ο κυρ-Δήμος και γελούσε γενναιόδωρα.
Όσο για τον αρραβωνιαστικό της Διαμαντούλας τι να πει κανείς. Ήταν σα “νά ‘χε γυρίσει ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι” που λένε, τόσο πια ταίριαζαν οι δυο τους. “Κι αν δεν ταιριάζεις, δεν συμπεθεριάζεις!” λέει πολύ σωστά ο λαός. Ο Τάσσος Καρύδης, ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος της Διαμαντούλας, τόσα όσα χρειάζονταν για να φαίνονται ωραίο και αρμονικό ζευγάρι. Επαγγελλόταν ως λογιστής και σαν τέτοιος είχε για πελάτες γνωστούς επιχειρηματίες και έτσι τον είχε γνωρίσει και τον είχε εκτιμήσει και ο κυρ-Δήμος. Τον είχε φέρει πολλές φορές στο σπίτι του για να κάνουν τα βιβλία της εφορίας και μ’ αυτόν τον τρόπο είχε γνωρίσει την Διαμαντούλα. Σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα της, σ’ αυτές τις επαγγελματικές συναντήσεις του κυρ-Δήμου με τον Τάσσο, η Διαμαντούλα έψηνε τον καφέ και τον σερβίριζε με κουλουράκια που τις περισσότερες φορές, τα έφτιαχνε μόνη της -συνήθως στις αργίες-, όταν ήθελε να γεμίσει τον καιρό της με κάτι διαφορετικό και να νοικοκυρευτεί και η ίδια, σαν την μητέρα της.
Ο Τάσσος είχε εκτιμήσει την συμπεριφορά της Διαμαντούλας και εκείνη τον είχε συμπαθήσει σαν άντρα που έδειχνε σεβασμό στο άτομό της και κυρίως γιατί “δεν ήξερε από κόλπα”. Ντόμπρος καθώς ήταν, την είχε ζητήσει από τον πατέρα της, και εκείνος είχε απαντήσει, ότι, “…μακάρι να γίνει!” και “…με την ευχή…” του, αλλά “…τον πρώτο λόγο τον είχε η μοναχοκόρη…” του. Η Διαμαντούλα που στο μεταξύ, είχε συμπαθήσει τον Τάσσο, ιδιαίτερα για την άψογη συμπεριφορά του απέναντί της, είπε το ναι στον ίδιο και αφού αρραβωνιάστηκαν με τις ευλογίες των γονέων τους -και από τις δύο πλευρές- ύστερα από αρραβώνα μερικών μηνών, είχαν αποφασίσει να κάνουν το γάμο τους.
Τα πεθερικά της Διαμαντούλας ήταν ξετρελαμένα με την νυφούλα τους και η κυρά Βασιλική έλεγε κιόλας, πως είχε αποκτήσει έναν δεύτερο γιο. Και καθώς ο Τάσσος ήταν ερωτευμένος με την Διαμαντούλα, όλοι έλεγαν πως αν το κράτος διόριζε την αγαπημένη του σα δασκάλα έξω από την πολιτεία μας, ο Τάσσος δε θα την άφηνε να φύγει από κοντά του, για να εργαστεί. Από μόνος του “…έφτιαχνε καλά χρήματα, τόσα που να τους φτάνουν και να περισσεύουν!”, είχε πει στα αρραβωνιάσματά τους. Η Διαμαντούλα είχε χαμογελάσει και είχε πει πως δεν ήταν άσχημα κι εκεί που εργαζόταν και ότι αν έπρεπε να μείνει εκεί, δεν την πείραζε. “Βλέποντας και κάνοντας. Έτσι δεν είναι Τάσσο μου;” είχε πει διακριτικά και μαλακά, γνωρίζοντας πώς να φερθεί σεβαστικά στον μέλλοντα άντρα της, μολονότι ήταν οικονομικά ανεξάρτητη.
Πέρασαν λοιπόν αυτοί οι λίγοι χειμερινοί μήνες και τώρα, στα τέλη της ευοίωνης Άνοιξης και στις αρχές του καλοκαιριού, σε λίγες μόλις ημέρες, παντρεύεται η Διαμαντούλα! Ο γάμος λοιπόν θα γίνει την Κυριακή της τρέχουσας εβδομάδας και σήμερα, Τετάρτη, νωρίς τ’ απόγευμα, θα έρθουν φίλες και συγγένισσές της και με τις άμαξες και τους βιολιτζήδες -όπως συνηθίζεται- θα κουβαλήσουν τα προικιά της από το πατρικό της, στο καινούργιο σπιτικό τους: του Τάσσου και το δικό της.
Αποβραδίς είχε δροσίσει τον τόπο μία ελαφριά βροχούλα σκορπώντας δροσιά και φρεσκάδα στις νοικοκυρεμένες αυλές της γειτονιάς, τονίζοντας τα πρωινά γραφικά χρώματα που τις χαρακτήριζαν. Τα ανθισμένα λουλούδια μοσχομύριζαν ζωντανεμένα από την πνοή της πρωινής δροσιάς. Οι ουρανοί από ενωρίς είχαν φορέσει το πιο φωτεινό τους γαλάζιο, σα να ήθελαν να προσθέσουν μία επιπλέον ευχάριστη νότα στο “πανηγύρι” της γειτονιάς. Γιατί αυτό ήταν ένα πραγματικό πανηγύρι. Ξέρετε τι σπουδαία υπόθεση είναι το κουβάλημα μιας προίκας;
Οι μικρές ή οι μεγάλες χαρές στη γειτονιά μας, όπως άλλωστε σε όλες τις γειτονιές της μικρής μας πολιτείας, μοιράζονταν ανάμεσα σε όλους τους γείτονες. Νέα, όπως ο γάμος της Διαμαντούλας, αναζωογονούσαν και ακόνιζαν τα πνεύματα, ξεσκόνιζαν το χιούμορ και το ενδιαφέρον έπαιρνε την θέση του στην πρώτη σειρά. Όλα γίνονταν αποδεκτά από όλους και με μεγάλο ενθουσιασμό, ανάμεικτο ωστόσο με κάποια μυστική, αθέλητη, ανθρώπινη ζήλεια και μία αναπόφευκτη σύγκριση των εποχών “…τότε και τώρα…”, καθώς ανακινούσε μνήμες γλυκόπικρες μιας άλλης περασμένης εποχής, της δικής τους νεότητας, του δικού τους γάμου, της δικής τους παρόμοιας γιορτής, σε χρόνους αλλοτινούς πικρούς, χαλεπούς, καθώς οι πόλεμοι στον τόπο μας ξαπόσταιναν μονάχα… για να επανέλθουν… Ήταν λοιπόν ένα σπουδαίο γεγονός γιατί είχε την ικανότητα να αναμοχλεύει τα συναισθήματα των απλών ανθρώπων της καστρινής μας γειτονιάς και είναι βέβαιο ότι η κουβέντα για το γεγονός θα κρατούσε για καιρό και έως ότου, κάποιο άλλο σημαντικό ή και λιγότερο ενδιαφέρον, καλό ή κακό θα συνέπαιρνε τον νου τους, όπως, ένας άλλος γάμος ή γεννητούρια, κάποιο βαφτίσι, μία ονομαστική γιορτή ή και… “ο κακός ο θάνατος!..” –”…μπα!.. δάγκωσε τη γλώσσα σ’!… μακριά από μας θυγατέρα!”-, μία θρησκευτική γιορτή ή ένα πανηγύρι, λιτανείες, εθνικές επέτειοι και πάει λέγοντας…
Εκείνη λοιπόν την Τετάρτη, το διώροφο του κυρ-Δήμου, λες και είχε φωτιστεί ολόκληρο από έναν ξεχωριστό ήλιο! Η βαριά εξώπορτα διάπλατα ανοιχτή, επέτρεπε στους περαστικούς να θαυμάσουν τα φρεσκοβαμμένα με άσπρο ασβέστη στο περίγραμμά τους, πεζούλια και τις σκουρόχρωμες μολυβένιες πλάκες της αυλής, όλα να λάμπουν στο φως του ήλιου. Παρόμοια ασβεστωμένες ήταν και οι πήλινες γλάστρες με τα ολάνθιστα λουλούδια και η φορτωμένη στο νιο μοσχομύριστο αγιόκλημα, πέργολα, συνέθεταν το πιο χαριτωμένο θέαμα που μπορούσε να φανταστεί κανείς.
Όλα αυτά κέντριζαν και τη δική μου φαντασία. Με έτρωγε η περιέργεια να δω κάθε τι που θα ήταν δυνατόν, να συλλάβω το συναίσθημα, που λες και ήταν κολλητική αρρώστια, μεταδίδονταν μέσα απ’ όλη ετούτη την δραστηριότητα στο σπίτι του αρχοντογείτονά μας.
-Γεια σου κυρά-Παρασκευή! Τά ‘μαθες; Θα πάρουν την προίκα της Διαμάντως, μου τό ‘πε ή ίδια η κυρά-Δήμαινα, έλεγε στην απέναντί της η γειτόνισσα, δίπλα από το σπίτι του κυρ-Δήμου.
-Ου! να σκάσω κυρά-Γιώργαινα! Τι όμορφα πράματα γίνονται στη γειτονιά μας. Καλή τύχη στς ανύπαντρες και στς ανύπαντρους. Και πού θα γέν’ ο γάμος; Μήπως ξεύρς;
-Εδώ, εδώ… στο σπίτι του κυρ-Δήμου… Αλλά η προίκα θα φύγει, θα πάει στο καινούργιο σπιτικό της Διαμάντως και του Τάσσου.
Δεν άργησαν να μαζευτούν και άλλες γειτόνισσες όσο μπορούσαν καλύτερα ντυμένες, η κάθε μια τους, άλλες με τις μαύρες ή μπλε λουλουδάτες μαντήλες ριγμένες στο κεφάλι άδετες για να δροσίζονται και άλλες έχοντας φορέσει μια καθαρή ποδιά πάνω από το καθημερινό φόρεμά τους. Όλες βρίσκονται εκεί μπροστά, στην πρώτη γραμμή, δίπλα -δίπλα κρατώντας ρύζι σε μικρές γαβάθες. Από ώρα είχαν παρακολουθήσει την κίνηση πίσω από τα μικρά παράθυρα στην Καστρινή γειτονιά. Ήταν δεν ήταν πέντε το απόγευμα. Η ζέστη ήταν μέτρια, και η σκιά είχε πέσει στη μία πλευρά του γραφικού στενού καστρινού δρόμου. Ακούστηκαν οπλές αλόγων.
-Έρχονται… έρχονται, χαλασιά μου! ακούστηκε η κυρά-Γιώργαινα.
Ντυμένη στα καλά της, άφησε τις γειτόνισσές της και βιαστική πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του κυρ-Δήμου. Βλέπετε η κυρά Γιώργαινα, είναι φιλενάδα της κυρά-Βασιλικής της κυρά-Δήμαινας.
Το περήφανο νιο άλογο στο καταστόλιστο μόνιππο που είχε μόλις φτάσει, φορούσε δερμάτινες παρωπίδες, έναν σταυρό στο κούτελο, μαστορεμένα ωραία δερμάτινα, στολισμένα χάμουρα, πρασινογάλανες και κόκκινες χάντρες και από κοντά μικρά κουδουνάκια, όλα περασμένα στο λαιμό του –χαϊμαλί- που κουδούνιζαν χαριτωμένα. Από αυτό, κατέβηκαν πέντε οργανοπαίχτες ήσυχοι, σοβαροί, κουβαλώντας τα γυαλιστερά και στολισμένα μουσικά τους όργανα, το κλαρίνο, το λαγούτο, το ντέφι, το ακορντεόν και το νταούλι. Με το ύφος ανθρώπων που ετοιμάζονται να προσφέρουν με την τέχνη τους, το καλύτερο, πιάνουν τις θέσεις τους στο δρόμο και ανάλογα με το όργανό τους και την συμβολή του στο πανηγύρι ετούτου του γεγονότος. Έτοιμοι πλέον, αρχίζουν να παίζουν έναν δημοτικό σκοπό, όπως ταίριαζε στην περίπτωση. Με αργά, υπολογισμένα βήματα, φθάνουν στην εξωτερική σκάλα του σπιτιού και ανεβαίνοντας τα λίγα σκαλοπάτια, από τον δρόμο φτάνουν στο κατώφλι της αρχοντικής αυλόπορτας, όπου τους καλωσορίζει ο αδερφός της Διαμαντούλας, Άνθιμος. Με αυτόν μπροστά ως οδηγό, περνούν στην αυλή, όπου τους υποδεικνύει πού πρέπει να καθίσουν, μέσα σ’ εκείνο τον φυσικό παράδεισο. Δεν σταματούν να παίζουν, ως την στιγμή που ετοιμάζονται να πιάσουν τα καθίσματα στο χώρο, που τους έχει παραχωρηθεί…
Οι οργανοπαίχτες πιάνουν τελικά τα καθίσματά τους, πάντα με την ίδια ιεραρχική σειρά της προσφοράς των οργάνων τους, στην συγκεκριμένη γιορτή. Αναπνέουν και ηρεμούν. Δοκιμάζουν και πάλι τα μουσικά τους όργανα πριν από την νέα παρουσίαση του πανηγυρικού τους προγράμματος μέσα στον ειδικό πλέον χώρο. Τα κοριτσόπουλα χωρίς να χάνουν λεπτό, τρέχουν πρόθυμα και χαμογελαστά και εναποθέτουν μπροστά τους τα καλωσορίσματα, πάνω σε τραπεζάκι: καράφα με ρακί, ποτηράκια και πικάντικους μεζέδες. Οι οργανοπαίχτες αφού δοκιμάζουν το ρακί, ευχόμενοι τα καλύτερα για τον επερχόμενο γάμο, αρχίζουν να παίζουν ωραίους δημοτικούς σκοπούς.
Ένας από αυτούς τραγουδάει με τη γλυκιά φωνή του και χτυπάει το ντέφι του με δεξιότητα, κρατώντας τον χρόνο, κάνοντας ταυτόχρονα τα μεταλλικά εξαρτήματα του οργάνου του, να δίνουν τον πιο ασυνήθιστο τόνο. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι “θα καιγόταν το πελεκούδ’” καθώς το γλέντι θα έπαιρνε και θα έδινε, και αυτό θα ήταν μονάχα η αρχή. Το μεγαλύτερο γλέντι θα ακολουθούσε την Κυριακή, την ημέρα του γάμου!
Κάποιοι καλεσμένοι βγαίνουν τώρα στην αυλή και χορεύουν στους δημοτικούς σκοπούς, ενώ συγγένισσες της οικογένειας, γυροφέρνουν προσφέροντας ποτά και μεζέδες, ακόμη και έξω, στις γειτόνισσες που κάθονται στα σκαλοπάτια ή όρθιες γύρω, γεμάτες περιέργεια και ανυπομονησία, για να δουν την προίκα, να σκορπίσουν πάνωθέ της το ρύζι και να ευχηθούν, τις πιο θερμές ευχές τους, στο ζευγάρι, που ετοιμάζεται να μοιραστεί ο ένας τη ζωή του άλλου.
Οι χορευτές ακούραστοι κολλούν τα εικοσάρικα και τα πενηντάρικα στα ιδρωμένα μέτωπα των οργανοπαιχτών, που παίζουν ακούραστα τον ένα σκοπό μετά τον άλλον. Ναι… αυτά ήταν μονάχα η αρχή, και όλα χαλάλι για την Διαμαντούλα. Τα άξιζε και με το παραπάνω.
-Αυτός θα είναι γάμος κατά πώς πρέπει, κυρά-Παρασκευή μου.
-Σα νά ‘χεις δίκιο κυρά-Λαμπρινή μου! Ο κυρ-Δήμος, άρχοντας με τα ούλα του, ξέρει να κρατάει τα “εθίματα”!
-Είναι κι η κυρά-Βασιλική… μην ξεχνάς! Εμ, πώς; Αυτή δα κρατάει από παλιά Γιαννιώτικη οικογένεια.
-Έρχονται κι άλλα μόνιππα! Αχ! τι όμορφα που τα κανόνισαν όλα στο Δημαίϊκο! Μπράβο τους! προσθέτει η κυρά-Τριανταφυλλιά.
Πράγματι δεν αργούν να φτάσουν δύο ακόμη μόνιππα. Αράζουν έξω από το αρχοντικό του κυρ-Δήμου στη σειρά.
“Ήρθαν!… Ήρθαν… τ’ αμάξια!” φώναξαν με χαρά κάποιες νέες συγγένισσες της οικογένειας και μπαίνοντας μέσα δεν άργησαν να ξαναβγούν από το γιορτινό σπιτικό γελώντας, μιλώντας και κρατώντας κατάλευκα σεντόνια που με τη βοήθεια των αμαξάδων τα στρώνουν καλύπτοντας τα καθίσματα των μόνιππων. Ύστερα επιστρέφουν μέσα στο σπίτι της Διαμαντούλας, για να ετοιμαστούν να μεταφέρουν τα προικιά της.
Οι αμαξάδες αφήνοντας για λίγο τα αμάξια τους μαζεύονται σε μία γωνιά και περιμένουν έξω από το αρχοντικό του κυρ-Δήμου, κουβεντιάζοντας. Ο Άνθιμος βγαίνει και τους καλεί να κοπιάσουν για ένα ποτό, αλλά εκείνοι αρνούνται ευγενικά. Δεν μπορούν, καθώς λένε, να αφήσουν τα “ζα” τους, μονάχα. Δεν αργούν να φέρουν τρεις καρέκλες κι ένα μικρό σκαμνάκι και τους καλούν να καθίσουν. Η Ανθούσα, μία νόστιμη νεαρή, παρουσιάζεται στο κατώφλι της μεγάλης αυλόπορτας, κρατώντας ένα δίσκο και περνώντας τον προσεκτικά ανάμεσα από τον κόσμο, κατευθύνεται χαμογελαστή προς τους αμαξάδες, για να τους τρατάρει. Οι άντρες ευχαριστημένοι από τα μεζεδάκια και τα ποτά, της εύχονται στα δικά της κάνοντάς την να κοκκινίσει από ντροπή.
Όλα είναι έτοιμα για το κουβάλημα και την τοποθέτηση της προίκας στα μόνιππα. Οι αμαξάδες βιάζονται πίσω σε αυτά για να βοηθήσουν, ηρεμώντας τα άλογά τους. Να ‘τες λοιπόν οι νεαρές συγγένισσες και οι φίλες, oι καλοντυμένες, oι χαρούμενες, oι χαμογελαστές, oι αναψοκοκκινισμένες -από την προσοχή που τραβούν πάνω τους και πάντα με τη σεμνότητα που άρμοζε στην περίπτωση- να βαστούν στην αγκαλιά τους μέρη από την προίκα.
Τι προίκα αλήθεια! Αρχοντική και σίγουρα κάποια από αυτά τα κομμάτια φαίνονται ότι είναι σπάνια και πανάκριβα. Κουβαλήθηκαν διαφορετικά παπλώματα προστατευμένα με βαριοκεντημένα σεντόνια, που τελείωναν σε φαρδιές σατέν φάσες ή κολλαρισμένη δαντέλα, μαξιλάρια και μαξιλάρες με καλύμματα παρόμοια όπως και τα σεντόνια κεντημένα και δαντελοστολισμένα, κουβέρτες διαφόρων ειδών, από καλοκαιρινές και μάλλινες καραμελωτές, ως μάλλινες φλοκάτες, με κοντό ή μακρύ φλόκο, κιλίμια και χαλιά ντόπια κι ανατολίτικα και ένα σωρό άλλα χαρακτηριστικά κεντήματα από τα χέρια της Διαμαντούλας, δίπλα σε άλλα, φτιαγμένα από χέρια συγγενικά ή φιλικά ή κάποιας ταλαντούχας κεντήστρας με πληρωμή.
-Βλέπετε μωρές γειτόνισσες τα κεντήματα της Διαμαντούλας; Λες και δεν τά ‘φτιαξαν χέρια ανθρώπου, παρά κάποιας ξωτικιάς! Τυχερός ο γαμπρός που παίρνει τέτοιο θηλυκό! θαύμασε η κυρά Τριανταφυλλιά.
-Και πού ‘σαι ακόμα κυρά Τριανταφυλλιά μ’! Τι θα δούμε ακόμα… περίμενε για! είπε η κυρά Παρασκευή που ήταν ενήμερη από την κυρά-Γιώργαινα, την φίλη της κυρά Δήμαινας.
Τελευταία προσθέτονται στα αμάξια οι νυχτικές, οι ρόμπες, τα φορέματα και τα παλτά της Διαμαντούλας: σατέν, μάλλινα κρεπ και καλοκαιριάτικα, ζορζέτες και μεταξωτά, που άφηναν στο πέρασμά τους το λεπτό άρωμα της λεβάντας. Κάθε φορά που οι κοπέλες ακουμπούν κάτι στα ήδη σεντονοκαλυμμένα αμάξια και το ταχτοποιούν, προσθέτουν και λευκά κουφέτα, ανάμεικτα με ρύζι. Από μακριά οι γειτόνισσες κάνουν κάτι παρόμοιο, βουτώντας το χέρι τους μέσα στις μικρές ή μεγάλες γαβάθες που κρατούν σ’ όλο το διάστημα της αναμονής τους, ραντίζουν με ρύζι, κουφέτα και με άπειρες ευχές την προίκα και τις κοπέλες που την κουβαλούν, κομμάτι-κομμάτι.
-Προκομμένο κορίτσι κυρά-Μαγδαληνή μου! Και τι καλότροπο, γλυκομίλητο και σεβαστικό κορίτσι, είναι το! Είπε η κυρά-Παρασκευή.
-Και μορφωμένο! Έχει όμως και καλή τύχη! Της ταιριάζει ο Τάσσος και μακάρι νά ‘χαν την καλή της τύχη όλα τα θηλυκά του κόσμου, κυρά-Παρασκευή! Και τα δικά μας έ; Είπε η κυρά-Μαγδαληνή
-Απ’ το στόμα σου και στ’ Θεού τ’ αυτί, κυρά-Μαγδαληνή μου!
-Φέρε μου κι άλλο ρύζι Ποινιώ μου! φωνάζει η κυρά-Μαγδαληνή γυρνώντας δίπλα της και πίσω. Δεν την ακούει την θυγατέρα της, ούτε και που τη βλέπει. Την ψάχνει με τα μάτια της επίμονα και μουρμουράει μοναχή της: “Πού τάχατις να πήγε το θηλυκό μ’;” Ξαφνικά την εντοπίζει στο κατώφλι του κυρ-Δήμου κρυμμένη από άλλα κοριτσάκια της γειτονιάς. “Πού να μ’ ακούσει τώρα!” σκέφτεται και βιάζεται στο σπίτι της, που βρίσκεται δύο σπίτια πέρα από το σπίτι του κυρ-Δήμου. Δεν αργεί να επιστρέψει στο πόστο της, κρατώντας μία σακούλα με ρύζι και κουφέτα που προφανώς ήταν το υπόλοιπο μείγμα εκείνου, που είχε ήδη ξοδέψει. Ξαφνικά αποφασίζει να μετακινηθεί. Έρχεται κοντύτερα στη σκάλα και ραντίζει ξανά και ξανά τα προικιά της Διαμαντούλας που εξακολουθούν να παρελαύνουν.
-Καλορίζικα νά ‘ναι… και στα δικά σας τσούπρες! Με το καλό και τα στέφανα Διαμαντούλα μας! εύχεται ξανά και ξανά, και μέσα της παρακαλάει τον Θεό να την αξιώσει να δει και να ζήσει η ίδια και ο άντρας της, μέρες παρόμοιας ευτυχίας για την θυγατέρα της και τον γιο της…
Μόλις τακτοποιούνται τα μόνιππα, δύο-δυο οι νιες ανεβαίνουν και κάθονται στο άδειο κάθισμα απέναντι από τα καλο-στοιβαγμένα προικιά, κρατώντας από ένα κεντημένο μαξιλάρι στα χέρια και περιμένουν. Οι ευχές ακούγονται τώρα από παντού και κάποια παράθυρα, που φαίνονταν κλειστά, ανοίγουν και το ρύζι πέφτει βροχή. Τα αμάξια, έτοιμα πια, ξεκινούν και προχωρούν με αργό ρυθμό, όπως ταίριαζε άλλωστε στο κουβάλημα μιας τέτοιας προίκας, την προίκα της αξιαγάπητης Διαμαντούλας.
Η γλώσσα των γειτόνων πάει ροδάνι. Πετούν μισο-μασημένες πονηρές σπόντες, βάζοντας την παλάμη μπροστά στο στόμα και σκύβοντας η μια στο αυτί της άλλης… τα μάτια τους να γυαλίζουν. Τα μυρωδάτα προικιά της Διαμαντούλας σύντομα θα έφταναν στον προορισμό τους, το καινούργιο σπιτικό τους, αυτής και του Τάσσου. Όταν με το καλό θα φτάσουν εκεί, τα ίδια κοριτσόπουλα, που με κέφι και μεράκι είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους στην τακτοποίηση της τρανταχτής προίκας, πάνω στα μόνιππα, θα στρώσουν το νυφιάτικο κρεβάτι, ακολουθώντας τις “ορμήνειες” μιας θειας, της Διαμάντως. Σύμφωνα με την παράδοση, θα καθίσουν ένα αγοράκι απάνω του, με την ευχή, η μοίρα και η θυγατέρα της η τύχη, να αξιώσουν το ζευγάρι να αποκτήσει τον διάδοχο, που με τη σειρά του θα εξασφαλίσει τη διαιώνιση του γένους των. Κατά το έθιμο τα κορίτσια θα κρατήσουν τρία κουφέτα από το νιοστρωμμένο νυφικό κρεβάτι. Κατά την γενική δοξασία “τα κουφέτα αυτά είναι μαγικά”, και τα κορίτσια θα τα βάλουν -από το ίδιο κιόλας βράδυ- κάτω από το μαξιλάρι τους, για τρείς συνεχόμενες νύχτες, καθώς έχουν τη δύναμη να υποκινήσουν τη μοίρα τους, να τους αποκαλύψει στον ύπνο τους και μέσα από όνειρο, τον… άντρα που θα πάρουν!
Τα παιδιά της γειτονιάς που έχουν παραταχτεί θαρρείς με σύστημα και κανονικά, χασκογελούν με την σειρά τους παρατηρώντας την συμπεριφορά των γυναικών της γειτονιάς τους και ακούγοντας τα κουτσομπολιά τους. Χαζεύουν με περιέργεια τα σούρτα-φέρτα όλων εκείνων που μετείχαν στο “πρώιμο πανηγύρι του γάμου της Διαμαντούλας”. Αργότερα τα ίδια αυτά παιδιά στην εφηβική τους ηλικία, κάθε φορά που θα θυμούνται το κουβάλημα της προίκας και γενικά αυτόν το γάμο, θα γελούν και θα μνημονεύουν όλα όσα διαδραματίζονταν γύρω τους. Κυρίως όμως τις κουβέντες που άρπαζαν από τις συζητήσεις των γυναικών της γειτονιάς, πονηρές και μη, που ανάλογα με το περιεχόμενό τους, γίνονταν άλλοτε σε ζωηρό και άλλοτε σε χαμηλό τόνο, λες και επρόκειτο για κάποια συνωμοσία, ή ίσως ένα φοβερό μυστικό. Οι επιτήδειοι της παρέας των παιδιών που έστηναν τα αυτιά τους, για να διασκεδάσουν με τα κουτσομπολιά και τα σχόλια των γειτονισσών, τελικά τα άρπαζαν και τα διαμόρφωναν σε πικάντικες ιστορίες, προσθέτοντας ανάλογα το έξτρα αλάτι και πιπέρι.
Ήταν γεγονός ότι οι γείτονες πανηγύριζαν με ενθουσιώδη τρόπο, λες κι επρόκειτο για δική τους υπόθεση. Μήπως άλλωστε δεν ήταν έτσι; Ναι, και βέβαια αφορούσε όλη τη γειτονιά. Ερήμωνε το αγαπητό Δημαίικο από τη δροσιά της Διαμαντούλας, αλλά και όλη η γειτονιά. Θα την “έχαναν”! Θα κατοικούσε στην άλλη άκρη της πολιτείας μας, όπου είχαν σκαρώσει το καινούργιο σπιτικό τους.
Ο κυρ-Δήμος που σαν δικός τους, είχε μεγαλώσει στο ίδιο με το δικό τους κλίμα, πίστεων και αντιλήψεων, είχε ανοίξει τις πόρτες του στην γειτονιά. Όλοι ήταν καλόδεχτοι, στην οικογενειακή τους γιορτή. Όλοι αγαπούσαν την Διαμαντούλα, “το διαμάντι της οικογενείας” του, όπως αποκαλούσε την κόρη του ο κυρ-Δήμος, την “καλούλα” της γειτονιάς τους και εύχονταν να γίνουν και τα άλλα κορίτσια (της γειτονιάς τους) καλά και τυχερά όπως αυτή.
Κάποια στιγμή είχε μαθευτεί ότι είχαν κιόλας αρχίσει να καταφτάνουν τα δώρα για το γάμο της Διαμαντούλας και του Τάσσου, στην καινούργια πια διεύθυνση του ζευγαριού. Η φαντασία των γειτόνων οργίαζε τώρα. Φαντάζονταν ό,τι μπορούσαν, για να καλύψουν τα πιθανά είδη των δώρων που οι δυο νέοι θα λάβαιναν. Προβλέπανε ακόμη και την λίστα των καλεσμένων του Δημαίικου και ήταν έτοιμοι να παρακολουθήσουν τα πάντα! Δεν μπορούσαν να φανταστούν καλύτερο τρόπο διασκέδασης από ετούτον. Όχι μόνο μπροστά στα πόδια τους αλλά και δωρεάν. Αυτό το γεγονός και ο επερχόμενος σε τρεις μέρες πατροπαράδοτος γάμος της Διαμαντούλας και του Τάσσου με την τελετή μέσα στην αυλή του κυρ-Δήμου και το γλέντι που θα το φούντωναν με τη ζεστή συμμετοχή τους οι ίδιοι οργανοπαίχτες, τραγουδώντας αυτή τη φορά στίχους όπως: “Σήμερα αποχωρίζεται η μάνα από την κόρη” και άλλους: “ωραία είναι η νύφη μας ωραίος κι ο γαμπρός μας…”, ω αυτό το γεγονός έδινε ζωή στην φτωχή κατά τα άλλα γειτονιά.
Ήταν βέβαιο τόσο όσο και ο γάμος της Διαμαντούλας, ότι οι γείτονες, δεν θα έχαναν για τίποτε ετούτο το «πανηγύρι». Θα παρακολουθούσαν τις φάσεις του γάμου που πλησίαζε. Πρώτα βέβαια την έξοδο της φρέσκοντυμένης νυφούλας, της Διαμαντούλας, από το Δημαίικο. Θα συνοδευόταν από τον πατέρα της στην εκκλησία. Ύστερα από την τελετή του γαμήλιου μυστηρίου, η Διαμαντούλα θα επέστρεφε από την εκκλησία, κρεμασμένη πια στο μπράτσο του Τάσσου. Θα ακολουθούσε τρικούβερτο το παραδοσιακό γλέντι και πριν αυτό τελειώσει τα νιόπαντρο ζευγάρι, θα επιβιβάζονταν στο αμάξι και θα αποχωρούσε οριστικά από το πατρικό της Διαμαντούλας. Στη συνέχεια οι δύο νέοι θα πήγαιναν στο σπίτι τους για να αλλάξουν και να φύγουν για το γαμήλιο ταξίδι τους. Επιτέλους… “…πού;” “Μα… στην Ρόδο!” Το γλέντι του γάμου θα συνεχιζόταν και ύστερα από την αναχώρηση των νεόνυμφων, πάντα με τη συνοδεία της δημοτικής μουσικής από τους γνωστούς οργανοπαίχτες.
-Στην Ρόδο! Τόσο μακριά; Τι λέτε; Ε! το πλούτος φαίνεται, δεν κρύβεται! Ου, μωρές γυναίκες και στις θυγατέρες μας!.. είχε πει με μεγάλο θαυμασμό η κυρά-Τριανταφυλλιά στις άλλες γειτόνισσες, όταν άκουσε για τον τόπο όπου θα έκαναν το γαμήλιο ταξίδι τους τα νιόπαντρα.
Και τις ακόλουθες ημέρες, όταν όλα αυτά θα είχαν τελειώσει και θα είχαν γίνει παρελθόν, ο κυρ- Δήμος και η κυρά Βασιλική θα κλαίγανε και θα γελούσανε, καθώς θα περνούσαν μπροστά από την άδεια κάμαρα της Διαμαντούλας τους, ή όταν πίνοντας ένα ζεστό ή ένα ποτό θα μελετούσαν τα καμώματά της από τα παιδικά της χρόνια, μέχρι και τη μέρα που την πήρε από κοντά τους, ο Τάσσος. Θα περίμεναν να τους επισκέπτεται με τον άντρα της, το νέο τους παιδί, και θα πρόσμεναν γεμάτοι ελπίδα να αναπληρώσουν αυτό το ζωτικό κομμάτι που απομακρυνόταν από τη ζωή τους, έστω και φαινομενικά, με ένα εγγονάκι, που τα παιδιά τους θα τους χάριζαν και που θα τους συντρόφευε μάλλον πολύ συχνά. Γιατί η σχέση τους με τα νιόπαντρα σίγουρα θα ενδυνάμωνε, όταν θα ερχόταν η στιγμή που θα χρειάζονταν τη βοήθειά τους, σε σχέση με τα εγγονάκια τους, τα παιδιά που η Διαμαντούλα και ο Τάσσος θα σκάρωναν στο εγγύς μέλλον.
Το παραπάνω που σα γεγονός είχε χαροποιήσει τους “γειτόνους”, θα μελετιόταν για εβδομάδες. Σίγουρα θα επεσκίαζε για καιρό κάθε τι άλλο στην γραφική, Καστρινή γειτονιά μας, ως το επόμενο σπουδαίο γεγονός που θα λάβαινε χώρα στη γειτονιά τους, όποιο κι αν ήταν αυτό, όπως το ήθελε ο Θεός και η μοίρα: γάμος, γέννηση, βαφτίσι, γιορτή, πανηγύρι ή θάνατος!
Τέλος