ΜΙΑ ΤΡΥΠΑ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ, μονόπρακτο

 Πιπίνα Δ. Έλλη

Θέατρο 2010

ΜΙΑ ΤΡΥΠΑ ΣΤΟΝ  ΤΟΙΧΟ

Copyright Pipina D.Iosifidou-Elles

ISBN   978 0 9804894 6 0

Μία τρύπα στον τοίχο

Μονόπρακτo

Πρόσωπα

Ματίνα:                      σαράντα πέντε ετών, χήρα

Λαρίσσα:                    δεκατριών χρονών, κορίτσι, ανιψιά της Ματίνας

Τάσος:                       σαράντα χρονών, χωρισμένος, πατέρας της Λαρίσσας και αδερφός της Ματίνας

Ζάντρα:                      πρώην σύζυγος του Τάσου και μητέρα της Λαρίσσας

Μένιος:                      ο άντρας της Ζάντρας

Καίτη                          συμμαθήτρια της Λαρίσσας

Ντίνος                        συμμαθητής της Λαρίσσας

Αντιγόνη                     μητέρα της Καίτης

Νοσοκόμος Α’

Αστυνόμος

Σκηνή πρώτη

Η Ματίνα και η Λαρίσσα κάθονται στην μικρή κουζινο-τραπεζαρία και μιλάνε με σχετική ένταση.

Ματίνα:  Δεν έχεις εκλογές κορίτσι μου.  Να μάθεις λοιπόν να την αποφεύγεις.

Λαρίσσα:  Μα…

Ματίνα:  Όχι «μα»!  Να μάθεις.  Ξέρω τι συμβαίνει.  Τα γνωρίζω όλα τα καμώματά σας, της…  άσε…, και τα δικά σου!  Οι άλλοι μαθητές σας βλέπουν, οι γονείς τους σας βλέπουν και η γλώσσα πάει ροδάνι.  Είναι από ανησυχία, είναι από περιέργεια δεν το ξέρω.   Τα λόγια τους έφτασαν στ’ αυτιά μου και…

Λαρίσσα:  Τα ξέρει και ο μπαμπάς μου;

Ματίνα:   Εσύ τι λες;

Η Λαρίσσα την κοιτάζει στεναχωρημένη.

Λαρίσσα:  Τι να κάνω;   Ούτε και να την χαιρετάω όταν με χαιρετάει;

Ματίνα:  Τι να κάνουμε, η καλημέρα είναι του Θεού, δε λέω… Αλλά όχι πολλά μαζί της.   Αν πρέπει… ν’ αλλάζεις ακόμα και δρόμο.  Γιατί πίσω από τα φανερά υπάρχουν και τα δύσκολα…

Λαρίσσα:  (αναστατωμένη, με φωνή που τρέμει και έτοιμη να κλάψει) Μα θεία μου, γιατί μου μιλάς έτσι;  «ν’ αλλάζω δρόμο!»  Ξέχασες πως είναι η μητέρα μου;  Ξέρεις πως μου έλειψε.  Είναι κακό να θέλω να την γνωρίσω;

Ματίνα:  Εσένα σου έλειψε, εκείνης όμως  δεν της έλειψες!  Γιατί αν πραγματικά  ήθελε να σε γνωρίσει, θα ερχόταν σε επαφή μαζί μας και δε θα έκανε κρυφο-δουλειές.  Το θεωρείς έντιμο αυτό;  (Φανερά συγχυσμένη η Ματίνα, σταματάει, κοιτάζει το ταβάνι, κάνει το σταυρό της  και λέει:) Αχ Θεέ μου!  πώς μιλάω έτσι σ’ ένα παιδί δεκατριών χρονών;

Η Λαρίσσα φανερά απόμακρη κοιτάζει τα ακροδάχτυλά της με σκυμμένο κεφάλι. Τα πλέκει και επιμένει να τα κοιτάζει με περιέργεια.

Ματίνα:  Λοιπόν;

Λαρίσσα:  Λοιπόν; (σκέφτεται λίγο) Ε… εντάξει!

Ματίνα:  Τι εντάξει;

Λαρίσσα:  (Έντονα)  Εντάξει… θα κάνω αυτό που θέλεις!

Ματίνα:  Καταλαβαίνεις και συμφωνείς ή απλά κοιτάς να ξεμπερδέψεις μαζί μου;

Λαρίσσα:  Όχι θεία μου… συμφωνώ… αν και δεν καταλαβαίνω πολλά πράγματα.

Ματίνα:  Να θυμάσαι πάντα ότι σ’ αγαπούμε πολύ ο πατέρας σου κι εγώ για να θέλουμε να σε στεναχωρούμε.  Είναι μόνο για το καλό σου!

Λαρίσσα:  Μπορώ να φύγω τώρα;

Ματίνα:  Ναι, και να θυμάσαι αυτά που είπαμε. Έτσι;

Λαρίσσα:  Ναι θεία!

Η Λαρίσσα φεύγει, η Ματίνα πιάνει το τηλέφωνο και αφού πληκτρολογεί έναν αριθμό, μιλάει σε κάποιον. 

Ματίνα:  Τάσο, μιλήσαμε.  Της είπα.  Θέλει όμως λίγο παρακολούθηση το πράγμα.  Το παιδί μας είναι καλό, αλλά εκείνη είναι χαμένη.  Δεν ξέρουμε όμως τι θα κάνει η άλλη, για να συνεχίσει να τη βλέπει.

Τάσος:  Δεν πρέπει να τη συναντά καθόλου.  Σ’ αυτό επιμένω.

Ματίνα:  Με το μαλακό Τάσο μου.  Το παιδί πρέπει να καταλάβει.  Αλλιώς θα έχουμε προβλήματα.

Τάσος:  Πρέπει να φοβάται σου λέω.  Καλύτερα να φοβάται αυτή παρά εμείς.  Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά.

Ματίνα:  Οφείλουμε να μιλήσουμε στη Μελίσσα ανοιχτά, χωρίς προσχήματα.  Να καταλάβει, αλλιώς μπορεί και να μας θεωρήσει εχθρούς της,  και να καταφύγει στην Ζάντρα, που θα την καταστρέψει αναμφίβολα.  Απορώ που επανήλθε ύστερα από τόσα χρόνια.  Κάτι έχει στο μυαλό της.

Τάσος:  Ανησυχώ πολύ για την ακεραιότητα του παιδιού.  Κάτι έχει στο μυαλό της η Ζάντρα.

Ματίνα:  Θα σκεφτούμε  και θα ενεργήσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε.  Η Ζάντρα δεν έχει πολύ μυαλό.  Είναι επιπόλαια και αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει δυστυχώς.

Τάσος:  Εντάξει κλείνω τώρα.  Θα τα πούμε από κοντά.

Η Ματίνα σηκώνεται, προχωρά, πλησιάζει μία ντουλάπα από όπου τραβά το βάζο του καφέ και τη ζάχαρη.  Ενεργοποιεί το ηλεκτρικό δοχείο νερού και ετοιμάζει σε ένα μεγάλο φλυτζάνι το μείγμα για τον καφέ της. Κουνάει το κεφάλι της και μουρμουρίζει.  

Ματίνα:  Δες που μπλέξαμε πάλι με τη Ζάντρα!  Κάτι μού ‘λεγε πάντα μέσα μου πως θα ξαναφανεί και θα επιχειρήσει κάτι με το παιδί.  Καημένε Τάσο!  Δεν το είχες ψάξει καλά.  Την πήρες γιατί ήταν χαριτωμένη, την επιπολαιότητα που της χρεώνεις σήμερα, ούτε καν την είχες πιάσει… Τι να κάνω τώρα εγώ η κακομοίρα;  Στην ηλικία μου μία χαρά έχω μόνο: αυτό το παιδί!  Εγώ έγινα μάνα του και όμως… Έτσι είναι, έτσι είναι!

Σκηνή δεύτερη

Καίτη:  (συμμαθήτρια της Λαρίσσας την πλησιάζει χαμογελώντας) Γεια σου Λαρίσσα!

Λαρίσσα:  Γεια σου, τι κάνεις;

Μαθήτρια:  Καλά κι εσύ;

Λαρίσσα:  Καλά καλά

Καίτη:  (την κοιτάζει περίεργα) Όλα καλά λοιπόν.

Λαρίσσα: Ναι… γιατί; (δεν περιμένει απάντηση και συνεχίζει ενώ ταυτόχρονα αρχίζει να απομακρύνεται φανερά κατειλημμένη από άγχος:) Πρέπει να πηγαίνω!  Γεια σου!

Καίτη: (αμήχανη την κοιτάζει που απομακρύνεται:) Γεια σου!

Ντίνος:  (φωνάζει από μακριά:)  Καίτη, στάσου!

Η Καίτη περιμένει ένα λεπτό.  Ο Ντίνος βιάζεται κοντά της.

Ντίνος:  Γεια σου!

Καίτη:  Γεια σου…  Ντίνο!

Ντίνος:  Τι έπαθε αυτή;

Καίτη:  Χμ;  Δεν ξέρω.

Ντίνος:   Κι εσύ… λες και δεν περίμενες να με δεις…

Καίτη:  Αναρωτιέμαι για τη Λαρίσσα, ξέρεις.

Ο Ντίνος της προτείνει τσιγάρο.

Καίτη:  Δε νομίζεις ότι το παρακάνεις;

Ντίνος:  Γιατί;  απαγορεύεται;

Καίτη:  Είναι σα να γράφεις στα παλιά σου τα παπούτσια τον καθηγητή που περιδιαβάζει στην αυτή του σχολείου…

Ντίνος:  Είμαι δεκατεσσάρων χρονών ξέρεις…

Καίτη:  Μιλάς λες κι  είσαι τριαντάρης.  Να ήταν και καλό για την υγεία σου, θα έλεγα, εντάξει.   Θα σου ταχτοποιήσει τους πνεύμονές σου. Το ξέρουν οι δικοί σου αυτό που κάνεις;

Ντίνος:  Έλα τώρα, τι κάνω;   Δε βλέπεις πως είναι της μόδας;

Καίτη:  Βρες άλλες δικαιολογίες Ντίνο.  Είσαι ένας νεαρός μαθητής του Γυμνασίου που προσπαθεί να φανεί ανεξάρτητος και… πιο άντρας, αν μπορεί ποτέ να ισχυριστεί κανείς ότι το τσιγάρο είναι ένδειξη ανδρισμού!

Ντίνος:  Νά ‘τα μας!  Έλα τώρα παιδί μου!  Άσε τα μαθήματα!  Μα όλες οι γυναίκες ίδιες είσαστε τελικά:  πολύ περίεργα όντα!

Καίτη:  Εντάξει… Γεια σου λοιπόν και ελπίζω να ικανοποιήθηκες με όλα αυτά!

Η Καίτη απομακρύνεται βιαστικά, αφήνοντας τον Ντίνο ν’ αναρωτιέται.

Ντίνος:  Τι σου είναι το θηλυκό γένος!  Από αλλού κινήσαμε κι αλλού καταλήξαμε.

Λαρίσσα:  Γεια σου Ντίνο!

Ντίνος:  Α, η Λαρίσσα!  Από πού ξεφύτρωσες εσύ;   Δεν είχες φύγει βιαστικά από το σχολείο;  Ξαναγύρισες!  Τα νέα σου!

Λαρίσσα:  Βγήκα μια στιγμή και γύρισα.  Αυτό είναι όλο.

Ντίνος:  Ραντεβουδάκι; ραντεβουδάκι;

Λαρίσσα:  (κοκκινίζοντας) Σε παρακαλώ!

Ντίνος:  Εντάξει καταλαβαίνω.

Λαρίσσα:  Δε νομίζω… αλλά άστο.

Ντίνος:  Ναι… ας μη χαλάμε τις καρδιές μας με λεπτομέρειες.

Λαρίσσα:  Μα κάνεις λάθος Ντίνο!  Δεν πρόκειται για ραντεβού… μίλησα για λίγο με μια φίλη της θείας μου.

Ντίνος:  Πολύ κρυφό έτσι;

Λαρίσσα:  Δεν ξέρω τι εννοείς Ντίνο, όμως πρέπει να πηγαίνω.  Πάω να πάρω την τσάντα μου.  Θ’ αργήσω να πάω στο σπίτι μου, αν καθίσω λίγο ακόμα μαζί σου.  Γεια σου λοιπόν!

Ντίνος: (γελώντας πάντα πονηρά)  Γεια, γεια…  (γελάει και συμπληρώνει μιλώντας μόνος του) «Πρέπει να δω ποιον συναντά, επιτέλους».

Σκηνή τρίτη

Καίτη:  Ναι μαμά! Την είδα σου λέω κι άλλες φορές, να συναντά μία κυρία της ηλικίας σου και να μιλάνε προσεκτικά, λες και φοβούνται κάτι… κάποιον.. δεν ξέρω.  Άκουσε να σου πω για να καταλάβεις: πρόσφατα, μια-δυο μέρες πριν, μιλούσα με  τον Ντίνο -τον ξέρεις- στο σχολείο και για την παράξενη συμπεριφορά της Λαρίσσας.  Μου είπε ότι τον παραξενεύει η προσεκτική συμπεριφορά της Λαρίσσας και τα σύντομα σκασιαρχεία της στο τέλος της τάξης.  Είπε λοιπόν ότι τελικά την παρακολούθησε:  και ότι την είδε να συναντιέται με μια άγνωστη, που ήταν ολοφάνερο ότι την περίμενε. ……………………………………………………………………………………… Ντίνος:  «Απόρησα γιατί περίμενα να δω ένα αγόρι στη θέση της γυναίκας.  Μίλησαν για λίγη ώρα  και λίγο πριν χωρίσουν φιλήθηκαν και ενώ η Λαρίσσα βιάστηκε πίσω στο σχολείο, η κυρία απομακρύνθηκε γρήγορα από τον τόπο συνάντησης.  Αλήθεια τι κρύβουν;  Ρώτησα τη Λαρίσσα και είπε ότι είναι φίλη της».  Η αλήθεια μαμά είναι ότι η Λαρίσσα  έχει αλλάξει πολύ τελευταία.  Είναι φοβισμένη.  Κάποια παιδιά είπαν ότι μπορεί να είναι η μάνα της.  Εκείνη την ημέρα καθώς συζητούσαμε πέσαμε πάνω τους. Προφανώς είχαν αλλάξει την ώρα της συνάντησής τους ίσως και εξαιτίας μας. «Σωπάστε καλέ!» είπα τρομαγμένη.  Περάσαμε ωστόσο δίπλα τους λέγοντας μια καλησπέρα.  Η Λαρίσσα κατακοκκίνισε, αλλά μας χαιρέτησε, καθώς και η άγνωστη.»

……………………………………………………………………………………..

Αντιγόνη:  Κακό αυτό.  Ποια είναι άραγε η κυρία που συναντάει;  Να μην μπλεχτεί το κοριτσάκι σε κάποια βρωμο – δουλειά.  Ποιον μπορείς να εμπιστευτείς αυτές τις μέρες.  Πρέπει να τηλεφωνήσω στην Ματίνα.  Ευτυχώς που έχω κάποια σχέση μαζί της, αρκετή για να δικαιολογήσω την επέμβασή μου στην υπόθεση.  Πρέπει, πρέπει να της μιλήσω.  Οι κρυφές δουλειές είναι πάντα ύποπτες.  Αν ήταν κάτι σωστό η γυναίκα αυτή θα πήγαινε στο σπίτι τους.   Μπορείς να μου την περιγράψεις αυτή την κυρία;

Καίτη:  Ναι… νομίζω ότι μπορώ να μιλήσω κάπως γενικά για την εμφάνισή της: είναι ξανθιά, μετρίου αναστήματος, αδύνατη μάλλον, και…  έχει ανοιχτόχρωμα μάτια.

Αντιγόνη:  Χμ!.. Εντάξει.  Θα μιλήσω με τη Ματίνα.

Σκηνή τέταρτη

Ματίνα:  Ευχαριστώ Αντιγόνη.  Ναι, ναι, αναμφίβολα… Ευχαριστώ πολύ.

Η Ματίνα είναι προβληματισμένη. Η Αντιγόνη δεν είναι η πρώτη μητέρα που την ειδοποιεί για την Λαρίσσα και τις συναντήσεις της με την άγνωστη.  

Ματίνα: Πρέπει να κάνω πολλά περισσότερα αυτή τη φορά.  Δεν με ακούει η μικρή.  Οι προειδοποιήσεις μου δεν έπιασαν τόπο.  Δοκιμάζει, έχει περιέργεια, κυρίως όμως πόνο… κι εκείνη που λέει ότι είναι μάνα της και την αγαπάει, δεν της λέει την αλήθεια.  Πρέπει να φανώ αποφασιστική για το καλό της.

Φωνάζει τη Λαρίσσα. Τώρα Ματίνα και Λαρίσσα κάθονται στην μικρή κουζινο-τραπεζαρία και μιλάνε με σχετική ένταση.

Ματίνα:  Δεν έχεις εκλογές κορίτσι μου.  Να μάθεις λοιπόν να την αποφεύγεις.

Λαρίσσα:  Μα…

Ματίνα:  Όχι «μα»!  Να μάθεις.  Ξέρω τι συμβαίνει.  Τα γνωρίζω όλα τα καμώματά σας, της…  άσε…, και τα δικά σου!  Οι άλλοι μαθητές σας βλέπουν, οι γονείς τους σας βλέπουν και η γλώσσα πάει ροδάνι.  Είναι από ανησυχία, είναι από περιέργεια δεν το ξέρω.   Τα λόγια τους έφτασαν στ’ αυτιά μου και…

Λαρίσσα:  Τα ξέρει και ο μπαμπάς μου;

Ματίνα:   Εσύ τι λες;

Η Λαρίσσα την κοιτάζει στεναχωρημένη.

Λαρίσσα:  Τι να κάνω;   Ούτε και να την χαιρετάω όταν με χαιρετάει;

Ματίνα:  Τι να κάνουμε, η καλημέρα είναι του Θεού, δε λέω… Αλλά όχι πολλά μαζί της.   Αν πρέπει… ν’ αλλάζεις ακόμα και δρόμο.  Γιατί πίσω από τα φανερά υπάρχουν και τα δύσκολα, τα κρυφά.

Λαρίσσα:  (αναστατωμένη, με φωνή που τρέμει και έτοιμη να κλάψει) Μα θεία μου, γιατί μου μιλάς έτσι;  «ν’ αλλάζω δρόμο!»  Ξέχασες πως είναι η μητέρα μου;  Ξέρεις πως μου έλειψε.  Είναι κακό να θέλω να την γνωρίσω;

Ματίνα:  Εσένα σου έλειψε, εκείνης όμως  δεν της έλειψες!  Γιατί αν ήθελε πραγματικά  να σε γνωρίσει θα ερχόταν σε επαφή μαζί μας και δε θα έκανε κρυφο-δουλειές.  Το θεωρείς έντιμο αυτό;  (Φανερά συγχυσμένη η Ματίνα, σταματάει, κοιτάζει το ταβάνι, κάνει το σταυρό της  και λέει:) Αχ Θεέ μου!  πώς μιλάω έτσι σ’ ένα παιδί δεκατριών χρονών;

Η Λαρίσσα φανερά απόμακρη κοιτάζει τα ακροδάχτυλά της με σκυμμένο κεφάλι. Τα πλέκει και επιμένει να τα κοιτάζει με περιέργεια.

Ματίνα:  Λοιπόν;

Λαρίσσα:   Λοιπόν; (σκέφτεται λίγο) Ε… εντάξει!

Ματίνα:  Τι εντάξει;

Μελίσσα:  (Έντονα)  Εντάξει… θα κάνω αυτό που θέλεις!

Ματίνα:  Καταλαβαίνεις και συμφωνείς ή απλά κοιτάς να ξεμπερδέψεις μαζί μου;

Λαρίσσα:  Όχι θεία μου… συμφωνώ… αν και δεν καταλαβαίνω πολλά πράγματα.

Ματίνα:  Να θυμάσαι πάντα ότι σ’ αγαπούμε πολύ ο πατέρας σου κι εγώ για να θέλουμε να σε στεναχωρούμε.  Είναι μόνο για το καλό σου!

Λαρίσσα:  Μπορώ να φύγω τώρα;

Ματίνα:  Ναι, και να θυμάσαι αυτά που είπαμε. Έτσι;

Λαρίσσα:  Ναι θεία!

Η Λαρίσσα:  φεύγει, η Ματίνα πιάνει το τηλέφωνο και αφού πληκτρολογεί έναν αριθμό, μιλάει σε κάποιον.

Ματίνα:  Τάσο, μιλήσαμε.  Της είπα.  Θέλει όμως λίγο παρακολούθηση το πράγμα.  Το παιδί μας είναι καλό, αλλά εκείνη είναι χαμένη.  Δεν ξέρουμε όμως τι θα κάνει η άλλη, για να συνεχίσει να τη βλέπει.

Τάσος:  Δεν πρέπει να τη συναντά καθόλου.  Σ’ αυτό επιμένω.

Ματίνα:  Με το μαλακό Τάσο μου.  Το παιδί πρέπει να καταλάβει.  Αλλιώς θα έχουμε προβλήματα.

Τάσος:  Πρέπει να φοβάται σου λέω.  Καλύτερα να φοβάται αυτή παρά εμείς.  Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά.

Ματίνα:  Οφείλουμε να μιλήσουμε στη Λαρίσσα ανοιχτά, χωρίς προσχήματα.  Να καταλάβει, αλλιώς μπορεί και να μας θεωρήσει εχθρούς της,  και να καταφύγει στην Ζάντρα, που θα την καταστρέψει αναμφίβολα.  Απορώ που επανήλθε ύστερα από τόσα χρόνια.  Κάτι έχει στο μυαλό της.

Τάσος:  Ανησυχώ πολύ για την ακεραιότητα του παιδιού.  Κάτι έχει στο μυαλό της η Ζάντρα.

Ματίνα:  Θα σκεφτούμε  και θα ενεργήσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε.  Η Ζάντρα δεν έχει πολύ μυαλό.  Είναι επιπόλαια και αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει δυστυχώς.

Τάσος:  Εντάξει κλείνω τώρα.  Θα τα πούμε από κοντά.

Η Ματίνα σηκώνεται, προχωρά, πλησιάζει μία ντουλάπα από όπου τραβά το βάζο του καφέ και τη ζάχαρη.  Ενεργοποιεί το ηλεκτρικό δοχείο νερού και ετοιμάζει σε ένα μεγάλο φλυτζάνι το μείγμα για τον καφέ της. Κουνάει το κεφάλι της και μουρμουρίζει.  

Ματίνα:  Δες που μπλέξαμε πάλι με τη Ζάντρα!  Κάτι μού ‘λεγε πάντα μέσα μου πως θα ξαναφανεί και θα επιχειρήσει κάτι με το παιδί.  Καημένε Τάσο!  Δεν το είχες ψάξει καλά.  Την πήρες γιατί ήταν χαριτωμένη, την επιπολαιότητα που της χρεώνεις σήμερα, ούτε καν την είχες πιάσει… Τι να κάνω τώρα εγώ η κακομοίρα;  Στην ηλικία μου μία χαρά έχω μόνο: αυτό το παιδί!  Εγώ έγινα μάνα του κι όμως… Έτσι είναι… έτσι είναι!

Σκηνή πέμπτη

Λαρίσσα:  Ζάντρα, δε μου αρέσει να συναντιόμαστε σαν ένοχες, λες κι αυτό που κάνουμε είναι κακό, ή ότι συναντιόμαστε για να κάνουμε  κάτι κακό. ΑΝ το μάθει η θεία  Ματίνα θα στεναχωρηθεί πολύ γι’ αυτή την συμπεριφορά μου.

Ζάντρα:  Ποτέ δεν της άρεσα…

Η Ζάντρα γελάει σαν τρελή, ενώ η Μελίσσα την παρακολουθεί παραξενεμένη.

Λαρίσσα:  Δεν ξέρω γιατί μιλάς έτσι αλλά θα πρέπει να ξέρεις ότι ο πατέρας μου και η θεία Ματίνα είναι καλοί άνθρωποι, με μεγάλη καρδιά.  Αν είναι σωστό να βλεπόμαστε αφού είσαι η μητέρα μου, τότε το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να επιδιώξεις  να έρθεις σπίτι μας, και να μιλήσεις με την οικογένειά μου.

Ζάντρα:  Κάνε λίγη υπομονή.  Όλα θα γίνουν.  Σιγά-σιγά όλα θα μπούνε στη θέση τους.  Γνωρίζω καλά και τον πατέρα σου και τη Ματίνα.

Σα να μιλάει μόνη της

Ζάντρα:  Τον αγάπησα τον Τάσο.   Ξέρω τι άνθρωπος είναι.  Αυστηρός. Δε θα με συγχωρήσεις για το κακό που σας έκανα.

Λαρίσσα:  Ο πατέρας μου είναι καλός άνθρωπος και δίκαιος. Δε θέλεις να με καταλάβεις.  Τον αγαπάω… και αγαπώ και τη θεία Ματίνα γιατί μ’ αγαπάει.  Είναι η μητέρα που δεν είχα για δέκα χρόνια.  Με μεγάλωσε,  καταλαβαίνεις;  Έδωσε τη ζωή της για μένα.

Η Ζάντρα δε θέλει ν’ ακούσει άλλα.

Ζάντρα:  Καλά-καλά φύγε τώρα… και πρόσεχε.

Η Λαρίσσα διστάζει.  Η Ζάντρα την αγκαλιάζει και τη φιλάει.  

Σκηνή έκτη

Μένιος:  Τι έγινε με τη μικρή; Πως πάει η σχέση;

Ζάντρα:  Είναι πολύ δύσκολη.  Κολλημένη στον πατέρα της και στη θεία της.

Μένιος:  Διάβολε! Μάνα της είσαι.  Δεν μπορείς να την πείσεις για τα αισθήματά σου;  Πώς θα γίνει το πράγμα;  Αν θέλεις τις δόσεις σου… πρέπει να κάνεις τα αδύνατα δυνατά  να την καταφέρεις να σε ακολουθήσει.

Ζάντρα:  Ναι Μένιο, το ξέρω και προσπαθώ.  Μη νομίζεις ότι ενεργώ διαφορετικά από τη συμφωνία μας!

Ο Μένιος την πλησιάζει χαμογελώντας… την πιάνει από τους ώμους και τη σηκώνει.  Την αγκαλιάζει.  Εκείνη τρέμει.

 Μένιος:  Έλα, ξέρεις πόσο σ’ αγαπάω.  Είσαι πάντα το κορίτσι που θυσίασε ακόμα και την κόρη της για μένα.  Δεν το ξεχνώ.  Όμως η μικρή μας χρειάζεται.  Πώς θα αποσπάσουμε τα χρήματα που χρειαζόμαστε χωρίς αυτή.  Θα την έχεις μαζί σου, θα τη βλέπεις καθημερινά, θα την χαίρεσαι και κανένας δε θα ξέρει   ότι κρύβεστε και περισσότερο από όλους η κόρη σου.  Μόλις την καταφέρεις να σε ακολουθήσει θα φύγετε από εδώ μακριά.   Ποιος άλλωστε μπορεί να παρεξηγήσει μια μητέρα με το παιδί της;  Αλλά το δύσκολο είναι να την πείσεις να σε ακολουθήσει και επίσης να την κάνεις να το χωνέψει πως ό,τι κάνεις είναι για το καλό της.

Ζάντρα: (με αρρωστημένο ύφος) Ναι Μένιο, θα προσπαθήσω… Νομίζω ότι δε θ’ αργήσω να τα καταφέρω.

Σκηνή έβδομη

Ματίνα:  Άργησες Λαρίσσα!

Λαρίσσα:  Το ξέρω.  Αργήσαμε λιγάκι να βγούμε από την αίθουσα.

Ματίνα:  Να σε πιστέψω;

Λαρίσσα:  (κοκκινίζοντας) Τι να πω θεία;

Η Λαρίσσα βγαίνει κάποια στιγμή από την κουζινοτραπεζαρία και η  Ματίνα μιλά στον εαυτό της:

Ματίνα:  «Έμαθες να κρύβεσαι κοριτσάκι, και τι να κάνω;  Όλοι έχουν τα δικαιώματά τους: εσύ, ο πατέρας σου, η μάνα σου.  Μόνο εγώ δεν έχω… η θεία σου. Καρφώθηκα στο ρόλο ετούτο, κι όχι τυχαία.  Ούτε να σε μαλώνω μπορώ κακόμοιρο! Δε μου πάει το στόμα.  και ποιος ξέρει πού θα καταλήξει ετούτη η ιστορία των συναντήσεών σου με τη Ζάντρα».

Μπαίνει ο Τάσος  στην κουζινο-τραπεζαρία και η  Λαρίσσα, ακολουθεί.

Τάσος:  Μόνη σου μιλάς Ματίνα;

Ματίνα:  Ε… κάτι δικά μου…  σκέφτομαι… (απευθύνεται στη Μελίσσα)  Έλα κορίτσι μου, πήγαινε να αλλάξεις και να ετοιμάσουμε για το δείπνο.

Λαρίσσα:  Ναι θεία αμέσως.

Φεύγει η Λαρίσσα.

Ματίνα:  Εσύ πότε ήρθες; Ούτε που άκουσα την πόρτα ν’ ανοίγει.

Τάσος:  Πώς να μ’ ακούσεις;  Ήρθα από την πίσω πόρτα.  (πηγαίνει κοντά της και της μιλά εμπιστευτικά) Άκουσε: παρακολούθησα τη μικρή, και δεν ήθελα να γίνω αντιληπτός.

Η Ματίνα δαγκώνεται. Δεν μιλά.

Τάσος: Πες κάτι!  Ξέρω ότι διαφωνείς.  Άκουσε: Η Ζάντρα είναι μπλεγμένη με έναν κακοποιό. Δεν θα την αφήσω να καταστρέψει το παιδί μου.

Ματίνα: Τάσο μου, μάνα της είναι.  Πώς θα μπορέσει να κάνει κάτι τέτοιο; Ίσως να μετάνιωσε και θέλει να επανασυνδεθεί με το παιδί… με σένα.  Άλλωστε έχει νομικά δικαιώματα, αν το επιδιώξει αυτό και πιστεύω θα της επιτραπεί να βλέπει τη μικρή ή και να την παίρνει και μαζί της όπως συμβαίνει με τα χωρισμένα αντρόγυνα όταν έχουν παιδιά.

Τάσος:  Ναι αλλά εμείς δεν είμαστε απλά χωρισμένοι.  Η κυρία αυτή εγκατέλειψε την οικογενειακή στέγη εγκαταλείποντας μαζί και το παιδί της, για να φύγει μ’ άλλον άντρα.  Και τι άντρα!  Έναν αλητήριο, έναν σεσημασμένο ναρκομανή, κι ας το ήξερε.  Είχε δοκιμάσει το φρούτο από πριν… κι έτσι τη βόλευε να φύγει.  Πού άντρα, πού σπίτι; Τίποτα δεν υπολόγισε.  Όλα μπορούν να της συγχωρεθούν, αλλά η εγκατάλειψη ενός νήπιου είναι ασυχώρετη.  Άραγε, είναι άρρωστη η γυναίκα!  Και τώρα, βάζω στοίχημα ότι υπάρχει άλλος λόγος πίσω από την προσπάθειά της να τραβήξει το παιδί κοντά της.  Αυτό είναι που με σφάζει.  Δεν το λυπάται, μόνο και που του κατέστρεψε την ηρεμία του.  Παλιοθήλυκο! Αν την είχα εδώ μπροστά μου θα την έπνιγα μα τω Θεώ.

Ματίνα:  Σιώπα Τάσο μου, να χαρείς!  Θα σ’ ακούσει το παιδί!

Τάσος:  Διαφωνείς με αυτά που λέω;

Ματίνα:  Τάσο μου, μάνα της είναι. Έχει νομικά δικαιώματα στο παιδί.

Τάσο:  Κάνεις λάθος.  Το εγκατέλειψε το παιδί.  Το δικαστήριο δε θα της επιτρέψει ποτέ την κηδεμονία του.  Και ξέρεις γιατί;  Γιατί ζει με αυτόν τον παράνομο, τον ναρκομανή και δεν αμφιβάλλω ότι είναι ναρκομανής και η ίδια.   Έπρεπε να τη δεις,  τα χάλια της έχει.

Ματίνα:  Καταλαβαίνω την οργή σου και τους φόβους σου γιατί τα παρόμοια αισθάνομαι κι εγώ…

Τάσος:  Τότε τι κάθεσαι και μου λες; Αν τολμήσει να κάνει κάτι «νομικα» θα με βρει μπροστά της.   Αλλά δε θα τολμήσει το ξέρω αυτό. Έχει έναν χάλια φίλο… τα είπαμε… Αυτό φτάνει…

Ματίνα:  Τα ξέρω όλ’ αυτά και είμαι πάντα μαζί σου αδερφέ μου.

Τάσος:  Τι θα πει στον εισαγγελέα: «κύριε Εισαγγελέα μου τα’ αγαπάω το παιδί μου και το θέλω κοντά μου»;  Έτσι νομίζεις γίνονται αυτά;  «Πώς  κυρία μου Ζάντρα;  Έτσι το παίρνεις το παιδάκι από έναν νοικοκύρη, έναν έντιμο πατέρα που κάνει τα πάντα για το παιδί του, και το βάζεις σε οίκο ανοχής;

Ματίνα: Σιώπα για τα’ όνομα του θεού Τάσο μου!  Θα μας μισήσει το κοριτσάκι μας έτσι που μιλάμε και τότε ίσως αποφασίσει να το σκάσει με τη Ζάντρα, κι ας είναι όποια κι αν είναι!   Δεν ξέρει τίποτα απ’ όλα αυτά, ούτε και μπορεί δεν μπορεί να καταλάβει στην ηλικία της…

Τάσος:  Ναι καλά! Δεν της αρέσαμε της κυρίας Ζάντρας γιατί είχαμε ηθικούς κανόνες -όπως οι περισσότεροι έντιμοι οικογενειάρχες- και με το που τους πήρε χαμπάρι, επαναστάτησε και τό ‘σκασε με τον παλιάνθρωπο τον Μένιο!

Ο Τάσος τρέμει από τον θυμό του. Η Ματίνα προσπαθεί να τον ηρεμήσει.

 Ματίνα:  Έλα Τάσο μου… Δε σου κάνει καλό να το σκέφτεσαι έτσι το πράγμα!

Τάσος:  Και πώς πρέπει να το σκέφτομαι;  Τι πρέπει να κάνω;  Διαζύγιο πήρα!  Τι άλλο μπορούσα να κάνω για να προστατέψω εμάς όλους;

Ματίνα: Να μιλήσεις στη Ζάντρα και να βολιδοσκοπήσεις τους σκοπούς της.  Ταυτόχρονα να μιλήσεις και στο παιδί με μειλίχιο τρόπο.  Έτσι ώστε να μην οξυνθούν οι σχέσεις μας και συγκριθούν κάποια στιγμή με την συμπεριφορά της ασθενικής Ζάντρας.  Να μη δημιουργηθεί πρόβλημα και το παιδί στραφεί εναντίον μας.

Τάσος:  Δεν ξέρω τι λες,  ξέρω μονάχα πως αυτή τη δουλειά θα την κάνω μόνος μου.  Εσύ η αδερφή μου, είσαι η καλύτερη μάνα του παιδιού μου, και είσαι γιατί το κοριτσάκι μας εξελίχθηκε σε καλό, υπάκουο, ευγενικό και εργατικό παιδί.

Ματίνα: Πάντα έχεις δίκιο εσύ Τάσο… Προχώρα σταθερά προς την κατεύθυνση  που διάλεξες.  Να θυμάσαι όμως πως η μάνα όποια κι αν είναι, ότι κι αν είναι, αγαπάει το παιδί της.  Καλά ήταν να μην την είχες πάρει γυναίκα σου… Λάθος εκλογή Τάσο μου. Δεν ταιριάζατε αλήθεια.  Η Ζάντρα δεν ήταν φτιαγμένη για συζυγική συμβίωση, ζέψιμο… όχι…  Τέλος πάντων, τώρα να δούμε τι θα κάνουμε…

Η Λαρίσσα ακούει τη συζήτησή τους αθελά της.

Λαρίσσα:  Πάλι για τη Ζάντρα μιλάνε, τη μάνα μου.  Δεν την ξέρουν, ούτε την πραγματικότητα… ούτε και τη σχέση μας  Κάποια στιγμή πρέπει όλα να δουν το φως.  Δεν έχουν ιδέα για τη  Ζάντρα και την πραγματικότητα… Είμαι ίσως μικρή αλλά όχι τόσο μικρή ώστε να μην καταλαβαίνω.  Πώς ο πατέρας μου δεν μπόρεσε να δει;

………………………………………………………………………………………

«Ζάντρα: Τον αγάπησα τον πατέρα σου.  Έκανα ένα λάθος.  Αν και το μετάνιωσα,  δεν μπορώ να πλησιάσω τον Τάσο ούτε και να  του μιλήσω.  Φοβάμαι. Ανέκαθεν ήταν αυστηρός! Δεν τον μισώ… τον αγαπάω… γι αυτό  μου φτάνει που βλεπόμαστε έστω και κλεφτά…

Λαρίσσα:  Γιατί το έκανες αυτό Ζάντρα;

Ζάντρα:  Ποιο απ’ όλα;

Λαρίσσα:  Να… άφησες τον μπαμπά! Και…

 Η Ζάντρα με την ακατανόητη συμπεριφορά της εκπλήσσει τη μικρή.

 Ζάντρα:  Ήμουν κούφια και ανόητη.  Μετάνιωσα, αλλά ήταν πλέον αργά!

Λαρίσσα:   Και τι θα γίνει τώρα; Πρέπει να δεις τον μπαμπά μου. Να τους εξηγήσεις, να του πεις ότι μου είπες κι εμένα: ότι λυπάσαι για όλα, ότι μετάνιωσες και ότι τον αγαπάς, του ζητάς συγγνώμη… και ότι θέλεις να είμαστε όλοι μαζί…

Ζάντρα:  Τα σκέφτηκα όλ’ αυτά, αλλά να… δεν μπορώ και να ταπεινωθώ!  Τον φοβάμαι τον Τάσο!

Λαρίσσα:  Μα γιατί, τι σου έκανε;  Ο μπαμπάς μου είναι καλός άνθρωπος!

Ζάντρα:  Τι μου έκανε;  Τίποτα, αλλά να τώρα… φοβάμαι τα χειρότερα!

Η Λαρίσσα αγχώνεται. 

Λαρίσσα:  Ο μπαμπάς μου δεν είναι αγροίκος, αλλά δίκαιος και καλός!  Κάντο λοιπόν για χάρη μου.

Ζάντρα:  Εντάξει.  Άσε να το σκεφτώ λιγάκι.

Aγκαλιάζει τη Λαρίσσα που είναι κάπως επιφυλακτική απέναντί της και τη φιλά στα μαλλιά.

 Ζάντρα:  Αχ τι έκανα! Να μεγαλώνεις μακριά μου, να κουβαλάω την απέχθεια του Τάσου και επιπλέον να σε κάνω να υποφέρεις με το άρρωστο πια παιχνίδι των μυστικών μας συναντήσεων… (κλείνει τα μάτια και ψιθυρίζει) Αχ, παιδί μου!

Λαρίσσα: Έλα Ζάντρα, μην κάνεις έτσι, θ’ αρρωστήσεις και θα ‘ναι χειρότερα, ξέρεις.  Πρέπει να φύγω για να μην αργήσω πάλι και η Ματίνα αρχίσει να με ρωτάει για τα ‘γιατί’ και ‘τα πώς’.  Η αλήθεια είναι ότι η Ματίνα δε με μαλώνει θέλει μονάχα να μην αργώ για να μη στεναχωριέται ο μπαμπάς μου.  Θέλω να ξέρεις ότι τον αγαπώ πολύ τον πατέρα μου.  Ξέρει ότι συναντιόμαστε, και φοβάται…  Έλα, γεια σου…

Ζάντρα:  Εντάξει θα σε δω μεθαύριο…

Λαρίσσα:  Γιατί όχι αύριο;

Ζάντρα:  Έχω κάποια δουλειά…

Λαρίσσα:  Εντάξει, μεθαύριο μετά από το σχολείο, εδώ πάλι.

Απομακρύνονται από το σημείο συνάντησής τους και προς διαφορετική κατεύθυνση»

……………………………………………………………………………………..

Τάσος:  Για έλα εδώ Λαρίσσα! Ακούω ότι έρχεσαι κάπως αργά από το σχολείο.  Συμβαίνει κάτι που πρέπει να το ξέρω;

Λαρίσσα: Ναι μπαμπά.  Βλέπω τη Ζάντρα στα γρήγορα.  Θα σου το έλεγα κάποια στιγμή.   Δε θα σου το κρατούσα μυστικό, να το ξέρεις.

 Ο Τάσος κοκκινίζει.

 Τάσος:  Δεν είσαι ευτυχισμένη μαζί μου, θέλεις τον απαγορευμένο καρπό!

Λαρίσσα: Τον απαγορευμένο καρπό! Μπαμπά, ξέχασες ότι η Ζάντρα είναι η μαμά μου;  Και να ξέρεις μπαμπά, ότι είναι τόσο μεγάλο το κακό που είστε χωρισμένοι, που περισσεύει να μου λες ότι δεν πρέπει να τη συναντώ.  Είμαστε τόσες ώρες μαζί ενώ με τη Ζάντρα το πολύ-πολύ δεκαπέντε λεπτά κι αυτό όχι και κάθε μέρα.  Και δεν είναι κρίμα καλέ μπαμπά η μαμά μου;  Εσύ που είσαι τόσο γενναιόδωρος, γιατί δεν μπορείς να τη συγχωρήσεις;

Τάσος:  Δε θα ήθελα να σε στεναχωρήσω παιδί μου, αλλά η Ζάντρα μας εγκατέλειψε κι όχι εμείς τη Ζάντρα.  Μας εγκατέλειψε, εμένα που την αγαπούσα κι εσένα το μωρό της, μόλις τριών χρόνων. Ξέρεις πολλές μάνες να εγκαταλείπουν τα αγγελουδάκια τους για έναν άντρα; Το έκανε για έναν ξένο, έναν αλήτη.  Συγγνώμη παιδί μου, αλλ’ αυτό δεν μπορώ να της το συγχωρέσω… Πήραμε διαζύγιο βέβαια… Ο νόμος υποστήριξε εμένα. εξάλλου αυτή δεν ενδιαφερόταν για εμας!

Λαρίσσα: Όμως σου υπόσχομαι μπαμπά πως η Ζάντρα άλλαξε.  Λέει πως σ’ αγαπάει και ότι θα ήθελε να τρέξει για να σου ζητήσει συγγνώμη, αλλά να… σε φοβάται.

Τάσος:  Τι ειρωνεία! Φοβάται ο λύκος το πρόβατο;  Δε θέλω να συζητάω με το παιδί μου που είναι μόνο δεκατριών, για τέτοια πράγματα. Ξέρεις πόσα χρόνια έκανε να σε δει; δέκα ολόκληρα χρόνια! Τι έγινε στο μεσοδιάστημα; έπαθε αμνησία; (γελάει ειρωνικά) Ε, όχι… φαίνεται της έδωσε τα παπούτσια στο χέρι ο… Τι θα πρέπει να κάνουμε εμείς τώρα;  Να συγχωρέσουμε την επανάστασή της ενηλίκου που ωρίμασε τελικά –αν ωρίμασε και δεν συμβαίνει κάτι τι, ύπουλο!…

Η Λαρίσσα τον κοιτάζει λυπημένη.  Ο Τάσος πονάει βλέποντάς την έτσι. Σηκώνεται και την παίρνει από το χέρι και πάνε στον καναπέ. Δεν αφήνει το χέρι της ενώ της μιλάει.

 Τάσος: Άκουσε Λαρίσσα μου. Το Δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεσή μας, μας παραχώρησε όλα τα δικαιώματα που έχουμε.  Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε. Δεν είναι τουλάχιστον περίεργο το ότι εμφανίζεται ξαφνικά, ενώ ζει στην ίδια πόλη μ’ εμάς, και επιδιώκει μία όλο και περισσότερο στενότερη σχέση;

Λαρίσσα: Είπε ότι συνέβησαν πολλά στη ζωή της. Ότι ήταν πολύ άτυχη.

Τάσος: Τι να πει;  Από λόγια είναι η πρώτη!

Λαρίσσα: Είπε ότι κάποτε βρέθηκε σε μια φωτιά.

Τάσος:  Μάλιστα!

Μελίσσα:  Είδα ένα μεγάλο σημάδι στο μπράτσο της.   Τη ρώτησα να μάθω.

Τάσος:  Και;

Λαρίσσα:  Έίπε ότι βρέθηκε σε μια φωτιά ύστερα που χωρίσατε.

Τάσος:  Και λοιπόν; Κάνει ότι μπορεί για να συγκινήσει, η …

Λαρίσσα:  Δεν ξέρω τίποτα άλλο μπαμπά;

Τάσος:  Θα σου πω εγώ:  Ο φίλος της μεθούσε και έπαιρνε ναρκωτικά.  Αυτός έβαλε φωτιά στο μαγαζί μπροστά από το σπίτι, για να πάρει την αποζημίωση από την ασφάλεια.

Λαρίσσα:  Εσύ πώς τα ξέρεις όλ’ αυτά μπαμπά; Αφού λες ότι δεν ήξερες ούτε πού βρισκόταν!

Τάσος:  Από τις εφημερίδες.  Είναι κακός άνθρωπος, ‘μούτρο’, όπως λένε, αλλά είδες; δεν τον άφησε.

Λαρίσσα:  Λέει ότι αυτός ανέκαθεν την απειλεί πως αν τολμήσει κάτι τέτοιο θα της κάνει μεγάλο κακό.

Τάσος:  Μάλιστα!  Και τελικά… τα κατάφερε και έτσι τώρα ζητάει να επανέλθουν όλα στη θέση τους  όπως πριν 10 χρόνια! Ε, όχι! αυτό δεν μπορεί να γίνει.

 Ο Τάσος πιάνει το κεφάλι του.  Η Λαρίσσα τον παρακολουθεί ανήσυχη.

 Τάσος:  Ματίνα, για έλα λίγο εδώ σε παρακαλώ!

Ματίνα: (Τρέχοντας) Ναι Τάσο μου!

Τάσος:  Η Λαρίσσα θα πάει για ύπνο…

 Το κοριτσάκι σηκώνεται ανόρεχτα, αμίλητο. Η Ματίνα τον παρακολουθεί με την αυστηρότητα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο. Δεν κάθεται μαζί  του, παρά ακολουθεί τη μικρή στο δωμάτιό της. Κλείνει πίσω της την πόρτα.

Ματίνα:  Έλα Λαρίσσα μου… Αχ δεν αντέχω άλλο!

 Πλησιάζει τη Λαρίσσα που έχει καθίσει στο κρεβάτι της και αφού κάθεται δίπλα της, περνάει το μπράτσο της στους ώμους της με τρυφερότητα. Η Μελίσσα είναι σιωπηλή, δεν αντιδρά.

 Ματίνα:  Μάτια μου… ξέρεις πόσο σε αγαπάμε. Έτσι;  Νομίζω λοιπόν πως εσύ κι εγώ πρέπει να μιλήσουμε σα γυναίκες.  Θέλω να ξέρεις πως δε θέλω να σε στεναχωρώ μήτε στιγμή, αλλά το κάνω.  Ούτε και θέλω να κατηγορώ τη μητέρα σου, που καταλαβαίνω ότι καίγεσαι να τη γνωρίσεις καλύτερα.

Λαρίσσα: Αυτό είναι αλήθεια θεία Ματίνα.

Ματίνα: Δεν την έζησες, δεν την γνωρίζεις κι όμως τώρα ύστερα από δέκα συναπτά χρόνια, που μας κόστισαν, μας πόνεσαν και περισσότερο εσένα, έρχεται -αφού πρώτα έχει ψάξει- σε βρίσκει και κατορθώνει να σε πείσει, ότι πέρα από το γεγονός ότι είναι η φυσική σου μητέρα  -δυστυχώς αυτό μόνο είναι-  σε αγαπάει, κι εσύ, όπως είναι φυσικό, την πιστεύεις.  Την πίστεψες πολύ εύκολα παιδί μου, γιατί ήθελες, κι είναι το μό9νο φυσικό.  Όμως…

Λαρίσσα: Μα είναι η μητέρα μου Ματίνα! Μου έδειξε την ταυτότητά της, την άδεια οδήγησης, το Medicare card, φωτογραφία μου στο αμαξάκι μου με τον μπαμπά και μαζί της –την έχουμε, είμαι βέβαια ότι κάπου την είδα αυτή τη φωτογραφία.

Ματίνα: Στοιχηματίζω ότι σου ζήτησε να μην αποκαλύψεις σε κανένα για τις συναντήσεις σας.   Αυτό, όπως καταλαβαίνεις, είναι ένα κακό από μόνο του…

Λαρίσσα:  Μα θείτσα μου…

Ματίνα:  Άκουσέ με μάτια μου, σου το είπα ήδη ότι σε καταλαβαίνω!  Όμως για να είμαστε δίκαιοι, σωστοί άνθρωποι πρέπει να πούμε ότι ο πατέρας σου σου είπε όλη την αλήθεια.  Μπορεί η Ζάντρα να μην είναι κακός άνθρωπος, αποδείχτηκε όμως αδύνατη, άβουλη, σε σημείο να εγκαταλείψει το σπλάχνο της, τον άντρα της, το σπιτικό της.  Όλα για έναν ξένο, που όπως αποδείχτηκε υπήρξε και η καταστροφή της τελικά.   Ο Τάσος όμως, δεν κοίταξε άλλο θηλυκό παιδί μου.  εσύ είσαι η γυναίκα της ζωής του κι εσένα θέλει να σε δει να εξελίσσεσαι σε αξιόλογη νέα γυναίκα.   Όσο για μένα προτίμησα να σε μεγαλώσω, να γίνω η μάνα που δεν είχες και να σου αφιερώσω τη ζωή μου…  Είσαι το αστέρι μου και η ευτυχία σου είναι και δική μου.  Είσαι το παιδί μου κι ας μην σε γέννησα.

 Τα μάτια της Ματίνας υγραίνονται.  Είναι πολύ συγκινημένη. Η Λαρίσσα την αγκαλιάζει και τη φιλάει.

Λαρίσσα:  Αχ, θείτσα μου σ’ αγαπάω καλύτερα κι από μάνα μου, να το ξέρεις…

Ματίνα:  Το ξέρω, το ξέρω. Όμως δεν ήμουν εγώ και ο πατέρας σου που θεωρήσαμε τη Ζάντρα ακατάλληλη για το καλό σου.  Το δικαστήριο τα ζύγισε από δω, τα ζύγισε από εκεί κι αποφάσισε ομόφωνα ότι χάνει κάθε δικαίωμα να σε έχει.   Έπαιρνε επιβλαβείς ουσίες (κομπιάζει)… και συζούσε μ’ ένα ξένο, έχοντας εγκαταλείψει τα πάντα πίσω της.  Αυτή ήταν που δήλωσε στο δικαστήριο ότι αν ξαναζούσε την ίδια περίοδο θα έπραττε ακριβώς ότι είχε ήδη πράξει.

Λαρίσσα:  Μα θείτσα μου λέει ότι άλλαξε…

Ματίνα: Άλλαξε! Όχι δα! Τώρα έρχεται πίσω και κάνει κρυφοδουλειές γιατί είναι βέβαιο ότι τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή της… θα δεις… Θα φανεί το πράγμα.  Αλήθεια λυπάμαι πολύ που η μητέρα σου δεν είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι.   Δε θέλω να την στερηθείς όμως το δικαστήριο θα της το απαγορέψει κάθε επαφή μαζί σου αν πληροφορηθεί για τις ενέργειές της.  Δε νομίζω ότι άλλαξε κάτι στη ζωή της.

Λαρίσσα:  Άλλαξε, άλλαξε θείτσα μου.  Το είπε πολύ σοβαρά!

Η Ματίνα κουνάει το κεφάλι της, με λύπη. Δε μιλάει.

Λαρίσσα: Το είπε πολλές φορές…  είπε και για το μπαμπά, και για σένα… τα καλύτερα λόγια.

Ματίνα:  Άκουσε Λαρίσσα μου, έχω μια σκέψη.

Λαρίσσα:  (αγωνιά)    Θείτσα μου!

Ματίνα:  Όταν ξαναδείς τη Ζάντρα, πες της ότι θέλω να τη συναντήσω μαζί σου.  Θέλω να τη δω, να της μιλήσω, να δω πώς είναι ύστερα από τόσα χρόνια.

Λαρίσσα:  Εντάξει Θείτσα μου, ελπίζω να δεχτεί… και γιατί όχι… αν μ’ αγαπάει όπως λέει θα μου κάνει το χατίρι… δε νομίζεις…

Ματίνα: είναι για καλό… αυτό ξέρω εγώ.

Σκηνή όγδοη

Ζάντρα:  Γεια σου αγάπη μου…

Λαρίσσα:   Γεια σου Ζάντρα… Ζάντρα…

Ζάντρα:  Μελίσσα μου… σε βλέπω σκεφτική… συμβαίνει κάτι;

Λαρίσσα:  Να… η θεία μου η ματίνα μου ζήτησε να σου πω ότι θέλει να σε δει και να μιλήσετε.

Ζάντρα: (αναστατωμένη) Ναι… αν πρέπει… Γιατί όχι;

Λαρίσσα: (ευχαριστημένη) σε ευχαριστώ Ζάντρα! Είναι πολύ σπουδαίο να μιλήσετε με τη θεία μου, ξέρεις.  Θα μπορούσαμε να συναντηθούμε μαζί της σήμερα, τώρα;

Ζάντρα:  (πανικόβλητη) Τώρα; αυτή τη στιγμή;

Λαρίσσα: (με άγχος) Ναι, τώρα, τι πειράζει;  Η θεία μου είναι απέναντι στο πάρκο, δύο λεπτά μακριά μας…  με περιμένει. Μας περιμένει…

Ζάντρα: (κατακόκκινη) Καλά… αφού πρέπει…

Διασχίζουν το δρόμο για να περάσουν απέναντι στο πάρκο, η Λαρίσσα μπροστά, η Ζάντρα πίσω, στεναχωρημένη, αγχωμένη. Βλέπουν τη Ματίνα που περιμένει σε ένα παγκάκι του πάρκου, μπροστά σχεδόν και σε μικρή απόσταση από το δρόμο.  Εκείνη σηκώνεται μόλις έχουν πλησιάσει.  Χαιρετιούνται απλά, σα να μη συμβαίνει τίποτα. Η Ματίνα έχει καρφώσει τα μάτια της στα μάτια της Ζάντρας, αναστατωμένη. Εκείνη χαμηλώνει το βλέμμα της φοβισμένη.

 Ματίνα: Κάθισε Ζάντρα. Πώς είσαι λοιπόν;

Ζάντρα:  Καλά κι εσύ;

Ματίνα: Καλά είμαι. Εργάζεσαι κάπου εδώ κοντά;

Ζάντρα:  Όχι αυτή τη στιγμή.  Εργαζόμουν σε μία καφετερία αλλά έκλεισε το μαγαζί, και…

Ματίνα: Εδώ κοντά;

Ζάντρα: Όχι… στην πόλη…

Ματίνα:  Έχεις άντρα, παιδιά;

Ζάντρα:  Όχι βέβαια! (είπε ζωηρά)

Ματίνα:  Πού ήσουν όλον αυτόν τον καιρό;

Ζάντρα:  Εδώ στο Σύδνεϋ, πού αλλού;  Ζω στα Δυτικά προάστια.

Ματίνα:  Νοικιάζεις;

Ζάντρα:  Ναι.

 Η Λαρίσσα που παρακολουθεί με αγωνία αυτή τη συζήτηση, προαισθάνεται ότι η συμπεριφορά της Ζάντρας συνεπάγεται εξελίξεις.

 Ματίνα:  Πώς βολεύεσαι χωρίς εργασία αυτή την περίοδο;

Ζάντρα:  Ε… παίρνω το επίδομα ανεργίας για λίγο… ώσπου να βρω κάτι.

 Τώρα τα χέρια της τρέμουν.  Αρχίζει και ιδρώνει.  Η Λαρίσσα την κοιτάζει ερωτηματικά και η Ματίνα ανησυχεί.

 Ματίνα:  Σου συμβαίνει κάτι; Μήπως είσαι άρρωστη;

Ζάντρα:  (σκέφτεται δυνατά)  Πρέπει να φύγω… Ξέρετε… πρέπει να πηγαίνω τώρα…

Ματίνα:  Δε φαίνεσαι πολύ καλά… Εδώ πιο κάτω μέσα στο πάρκο υπάρχει ένα καλό Coffee Shop.  Πάμε να πιούμε έναν καφέ και ένα νερό για να συνέλθεις κι ύστερα φεύγεις.

Ζάντρα:  Δεν μπορώ… πρέπει να πηγαίνω… έχω ραντεβού με την κομμώτριά μου.

Λαρίσσα:  Ζάντρα, εσύ έχασες το χρώμα σου… δεν είσαι καλά.  Πάμε να πιεις κάτι για να συνέλθεις. Να πάρε το τηλέφωνο της θειας μου και μίλησέ της.

 Παίρνει το τηλέφωνο της Ματίνας και της το προτείνει.

 Ζάντρα:  Όχι… δεν μπορώ… μη με πιέζετε… πρέπει να φύγω…

Λαρίσσα: Μα δεν είμαστε εδώ ούτε ένα εικοσάλεπτο Ζάντρα!

Ζάντρα:  Δε γίνεται…

 Τρέμει σα να κρυώνει. Τα μάτια της φαίνονται παράξενα και το στόμα της χάσκει.

 Ματίνα: (επίμονα) Έχει δίκιο το κοριτσάκι σου Ζάντρα!  Μήπως είσαι άρρωστη;  Θέλεις βοήθεια, χρειάζεσαι κάτι;

Ζάντρα: Όχι, όχι, εκνευρισμένη είμαι!

Ματίνα: Γιατί;  Σε ενοχλούμε μήπως;

Ζάντρα:  Αφήστε με! 

Στην προσπάθειά της να σηκωθεί σωριάζεται στο κάθισμα.  Έχει χάσει τις αισθήσεις της.  Η Λαρίσσα βγάζει μία κραυγή φόβου και η Ματίνα τηλεφωνεί στο Α’ Βοηθειών.  Δεν αργεί το ασθενοφόρο.

 Νοσοκόμος Α’:  (ρωτάει τη Ματίνα και τη Λαρίσσα) Γνωστή σας η… κυρία;

Ματίνα:  Όχι ακριβώς, τη γνωρίσαμε εδώ στο πάρκο. Τι νομίζετε ότι της συμβαίνει;

 Ο Νοσοκόμος κουνάει το κεφάλι του περίεργα.  Εκείνη τη στιγμή έρχεται και η αστυνομία.

 Αστυνόμος:  Γεια σας παιδιά.

Οι δύο νοσοκόμοι τον χαιρετούν. 

 Αστυνόμος:  Τι έχουμε εδώ;

Νοσοκόμος Α’:   Υπόθεση… ναρκωτικών, φοβάμαι.

Αστυνόμος:  Γνωστή, γνωστή;

Νοσοκόμος Α’:   Ναι… δεν ξέρω πώς βρέθηκε εδώ… δύο τρείς φορές –πρόσφατα-, τη βρήκαμε μέσα ή έξω από νυκτερινά κέντρα, σε άλλη περιοχή.

 Η Λαρίσσα παρακολουθεί τρομοκρατημένη, σφιγμένη στο πλευρό της Ματίνας που παρακολουθεί λυπημένη τη διαδικασία της ετοιμασίας για την αποχώρηση του ασθενοφόρου.  Ο Αστυνομικός  γράφει κάποια πράγματα και αποχωρεί χαιρετώντας τους δύο Νοσοκόμους.

 Αστυνόμος: Ευχαριστώ παιδιά για την πληροφόρηση.

Οι δύο νοσοκόμοι δεν αργούν να αποχωρήσουν με τη Ζάντρα πάντα μέσα στο ασθενοφόρο, και με κατεύθυνση το πλησιέστερο νοσοκομείο. Η Ματίνα μιλάει στην Λαρίσσα που κλαίει βουβά και τρέμει από το σοκ της φριχτής αποκάλυψης.

Ματίνα: Λυπάμαι μάτια μου, που έπρεπε να πιεις το πικρό ποτήρι της φριχτής πραγματικότητας, του κόσμου στον οποίο ανήκει η Ζάντρα.  Θέλω να ξέρεις ότι ήλπιζα κάτι διαφορετικό από όλα αυτά που μαρτυρήσαμε σήμερα.  Ίσως και να είναι ευλογία Θεού αυτή η αποκάλυψη τελικά, και πάντα σε σχέση με τη σωτηρία σου παιδί μου.  Είσαι μικρή και αθώα και δεν μπορείς να γνωρίζεις τι κρύβει μέσα του ο άνθρωπος, ακόμη και όταν πρόκειται για την ίδια τη μητέρα σου.  Μπορεί να πει κανείς ότι αιτία της συμπεριφοράς της εξαρχής, υπήρξε η χρήση ναρκωτικών.  Άνθρωποι σαν τη Ζάντρα δε ζουν πολύ και τραβούν στο γκρεμό τους ανθρώπους που αγαπούν.  Δοξάζω το θεό που δεν πρόλαβε να σε μπλέξει κι εσένα!

Σκηνή ένατη

Μένιος:  Όχι μόνο δεν ακολούθησες τις συμβουλές μου αλλά έκανες και την τρελή για να αποφύγεις τις υποχρεώσεις σου απέναντί μου.  Από σήμερα αλλάζει ο συνεταιρισμός μας.  Τη θέση σου δίπλα μου θα την πάρει η Λίζα κι εσύ τη δική της.   Δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα περισσότερο…

Ζάντρα:  Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό.

Μένιος:  (ειρωνικά) Γιατί;

Ζάντρα:  Κατέστρεψα το σπίτι μου για σένα, έγινα ρεμάλι με τα ναρκωτικά και τώρα θέλεις να με καταστρέψεις ολοσχερώς γιατί δεν έλαβα μέρος στο βρώμικο παιχνίδι εναντίον των ανθρώπων που κοίταξαν ως τα σήμερα το παιδί μου;

Μένιος: Βούλωσέ το επιτέλους! Σε ανέχτηκα τόσα χρόνια… Μου χρωστάς ακούς; Μου χρωστάς!

Ο Μένιος χτυπάει τη γροθιά του θυμωμένος στον τοίχο που αδύνατος καθώς είναι τρυπάει. Εκείνη τον κοιτάζει φοβισμένη.  Ο Μένιος που βλέπει τον φόβο της γελάει σαρκαστικά.  Τότε κάτι αλλάζει. Η Ζάντρα ηρεμεί και ψύχραιμη ανοίγει και ψάχνει μία στιγμή μόνο την τσάντα της και ύστερα σε ανύποπτο χρόνο τεντώνει το μπράτσο της με το οπλισμένο χέρι.  Δεν παίρνει παρά μια ελάχιστη στιγμή: Σημαδεύει τον Μένιο που παρακολουθεί  τις κινήσεις της άλαλος, παράλυτος.  Ακούγονται απανωτοί πυροβολισμοί.  Ο Μένιος πέφτει στο πάτωμα νεκρός.   Η Ζάντρα ήρεμη όσο ποτέ πριν,  πλησιάζει στο τηλέφωνο και τηλεφωνεί.

Ζάντρα:  Εμπρός… Μόλις εκτέλεσα τον εκβιαστή μου…  Λέγομαι Ζάντρα …

Σκηνή δέκατη

Τάσος:  Γεια σου Ματίνα.   Η Λαρίσσα είναι εδώ;

Ματίνα:  Ναι αμέ! Από εκείνη την ημέρα που πήραν τη Ζάντρα με το Πρώτων Βοηθειών  όχι μόνο έρχεται ενωρίς αλλά είναι και πολύ ήρεμη.

Τάσος:  Ευτυχώς!  Διάβασα κάτι αποτρόπαιο στην σημερινή εφημερίδα και βούλιαξε η καρδιά μου.  Η Ζάντρα δεν πρόλαβε να βγει από τον Νοσοκομείο απεξάρτησης από τα ναρκωτικά… και πάνω σε ένα βίαιο καβγά με τον φίλο της, τον σκότωσε σε αυτοάμυνα προς τις απειλές του.  Άκου και το χειρότερο: Αυτός έκανε εκβιασμούς για να βγάζει χρήματα και επίσης ήταν ανακατεμένος με την παιδεραστία. Ακούς;  Πω, πω! τι να σου πω με πιάνει πανικός, κρυάδα στους σπόνδυλους και που το σκέφτομαι μόνο: το παιδί μας μόλις που γλύτωσε από τα χέρια τους… εγκληματικά μυαλά.

Ματίνα:  Θεέ μου, πώς να προστατέψουμε το παιδί μας απ’ αυτό το κακό;  Πώς να της εξηγήσουμε;  Πρόκειται για τη μητέρα της.

Μπαίνει η Λαρίσσα χλωμή και με μάτια θολά από το κλάμα.

Λαρίσσα: Τα άκουσα όλα μπαμπά και θεία Ματίνα. Αλλά μη φοβάστε, είμαι αρκετά μεγάλη για να ξεχωρίζω το καλό από το κακό.

Ο Τάσσος και η Ματίνα με μάτια υγρά και με ανοιχτές αγκαλιές τρέχουν προς το μέρος της.

Τάσσος:  Έλα Λαρίσσα μου. Ο Θεός σε φύλαξε, μας φύλαξε όλους από την καταστροφή.  Η Ζάντρα ήταν  χαμένη από τότε.  Είχε διαλέξει έναν δρόμο παράξενο γιατί.  Είπε ότι είχε αγαπήσει παράφορα και δεν μπορούσε να ζήσει μαζί μας.  Όπως βλέπεις είχε διαλέξει το στραβό δρόμο.  Μακριά από εμάς παιδί μου!  Λυπάμαι που δεν έχεις τη μητέρα που θα έπρεπε να έχεις, που άξιζες να έχεις, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου αλλά είσαι ευλογημένη που έχεις τη θεία Ματίνα και έναν πατέρα  που σε λατρεύει κυριολεκτικά.  Νέος μπορεί να είμαι ακόμα, αλλά ύστερα από το ζεμάτισμα που πήρα, δεν έχω σκοπό να αλλάξω τη ζωή μας.

Η Λαρίσσα τους αγκαλιάζει και χαμογελάει.

Λαρίσσα: Πιστεύω ότι είμαι το πιο τυχερό κορίτσι του κόσμου!

Τέλος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

‘Μία αληθινή Ιστορία Αγάπης’

 

Μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική, της εισαγωγής

στο περιοδικό Mana των Μάορι – New Zealand

για το βιβλίο της Patricia  Grace:  Ned and Katina : a true love story

και όσα αποσπάσματα του συγκεκριμένου τίτλου, 

εμπεριέχονται σ’ αυτό.

 από την Πιπίνα Δ. Ιωσηφίδου-Έλλη (Elles)

Πρόλογος

Ο Γιώργος Έλλης (G.Elles) Έλληνας – Αυστραλός και η Paeroa Hemara (nee Nathan), Νεοζηλανδέζα – Μάορι, αμφότεροι εργάζονται σε ψυχιατρείο του Σύδνεϋ ως Registered Nurses.  Όταν η P. Hemara κατόπιν επιδίωξής της, συναντήθηκε με τον Γ. Έλλη, του εξήγησε ότι ήθελε να τον συναντήσει, επειδή, όπως εκείνος, είχε μερίδιο στην Ελληνική Κληρονομιά. Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η P. Hemara, στο συνάδελφό της Γ. Έλλη, του παρουσίασε το Νεοζηλανδέζικο – Μάορι περιοδικό, Mana[1]. Στη συνέχεια και με σχετική συγκίνηση τον προέτρεψε να διαβάσει κείμενο του περιοδικού, εξηγώντας του πως ένα από τα σπουδαιότερα πρόσωπα της ιστορίας στην οποία αναφερόταν το συγκεκριμένο κείμενο, ο Ned Nathan, ήταν θείος της. 

Ο Γ. Έλλης έχοντας διαβάσει στο  περιοδικό Mana, το συγκεκριμένο σχόλιο και τα αποσπάσματα – δείγματα της δεδομένης ιστορίας, θεώρησε ότι ήταν πολύ ενδιαφέροντα κείμενα και στη συνέχεια της ζήτησε να δανειστεί το περιοδικό για να το δείξει «στη σύζυγό του», δηλαδή εμένα, «καθώς, ίσως και να με ενδιέφερε».  Πράγματι έτσι και έγινε. Διάβασα το συγκεκριμένο κείμενο – σχόλιο υπό τον τίτλο: «Μία Αληθινή Ιστορία Αγάπης».  Επρόκειτο για μία εισαγωγή από τους εκδότες του συγκεκριμένου περιοδικού στο βιβλίο της Patricia Grace που φέρει τον τίτλο: Ned and Katina : a true love story[2] και παράλληλα εμπεριέχει κάποια αποσπάσματα – δείγματα αυτού, με την πλάγια παραίνεση στο τέλος  του κειμένου, της αγοράς του καθόλα πρωτότυπου βιβλίου.

         Την ανάγνωση της εισαγωγής (και των αποσπασμάτων που εισηγείτο από το παραπάνω βιβλίο), το Νεοζηλανδέζικο – Maori περιοδικό Mana, την ακολούθησε η απόφασή μου να τη μεταφράσω στην ελληνική,  ούτως ώστε να μοιραστούν μαζί μου αυτό το ελάχιστο δείγμα από την όμορφη ιστορία της Patricia Grace, τη δοσμένη στην αγγλική, και άλλοι Έλληνες – Αυστραλοί και δη Έλληνες – Κρητικοί – Αυστραλοί. 

***********************

 

O νέος στρατιώτης του 28ου τάγματος, Ned Nathan, πληγωμένος στον αγώνα του 1941, για την Κρήτη, περπατώντας, βρέθηκε σ’ ένα ορεινό χωριό[3]. Εκεί νοσηλεύτηκε από μία νέα νοσοκόμα, θυγατέρα του παππά του χωριού, που φρόντισε για τη θεραπεία των  τραυμάτων του.

Εκείνη ωστόσο που τράβηξε την προσοχή του Ned, ήταν η μεγαλύτερη αδερφή της νοσοκόμας[4] του.  Από τη στιγμή που Ned είδε την μικροκαμωμένη Κατίνα με τα πυκνά, κυματιστά, μαύρα μαλλιά και τα μεγάλα μαύρα μάτια, αποφάσισε ότι αυτή ήταν η νέα που θα γινόταν γυναίκα του.  Καταδιωκόμενος, ανάμεσα στις εκατοντάδες στρατιωτών του Συμμαχικού στρατού που είχαν εναπομείνει στην Κρήτη μετά από την εισβολή των Γερμανών, ο Ned, κρύφτηκε σε σπηλιές και σε χωριά για περισσότερο από έναν χρόνο, με τη βοήθεια των εντοπίων που τον βοήθησαν διατρέχοντας τον κίνδυνο εκτέλεσης από τους Γερμανούς.   Αργότερα  ο Ned και ο ξάδερφός του Joe Angell, του οποίου είχε σώσει τη ζωή, συνελήφθησαν και ως αιχμάλωτοι πολέμου οδηγήθηκαν σε στρατόπεδο στα σύνορα Γερμανίας και Πολωνίας.

Ο Ned και η Κατίνα παντρεύτηκαν στην Κρήτη, τον Οκτώβριο του 1945.  Ήρθαν στη Νέα Ζηλανδία όπου εγκαταστάθηκαν στο Northland, στην περιοχή του Wellington και αργότερα κινήθηκαν βόρεια.   Ο Ned πέθανε το 1987, και η Κατίνα εννέα χρόνια αργότερα, το 1996.

Ήταν αρκετές οι φορές που τους γιους του ζεύγους  Ned και Κατίνας:   Alex, Μάνο και Evan Nathan, τους είχαν πλησιάσει άτομα που ήθελαν εγγράφως να αφηγηθούν την ιστορία των γονιών τους.   Εκείνοι επέλεξαν τελικά την Patricia  Grace  για τη συγγραφή της.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί οι νιόπαντροι: Ned και η Κατίνα ταξιδεύουν με προορισμό το πρώτο τους σπίτι  στο Northland».

***********************

Η επιστροφή στη Νέα Ζηλανδία

Μία εβδομάδα, ίσως και περισσότερο, πριν από τα Χριστούγεννα του 1945, ο Joe Angell, που τώρα ζούσε στο Portland, Whangarei, έλαβε ένα τηλεγράφημα από τον Ned, όπου του ζητούσε να είναι στο σιδηροδρομικό σταθμό της Waiotira, ορισμένη ημερομηνία και ώρα, για την άφιξη του  τραίνου που ταξίδευε βόρεια.

Ενωρίτερα εκείνο τον χρόνο,  που ο Ρωσικός στρατός είχε πλησιάσει ακόμη περισσότερο τη Γερμανία, και οι υπεύθυνοι των Γερμανικών φυλακών ανησυχούσαν για την προσωπική τους ασφάλεια, ο Joe Angell ήταν ανάμεσα στους διακόσιους άντρες  που βάδισαν ελεύθεροι έξω από το Stalag.  Για αρκετούς μήνες περιφέρονταν κάτω από άσχημες συνθήκες.  Πεινούσαν.  Πολλοί από αυτούς πέθαναν και εγκαταλείφθηκαν άταφοι στις άκρες του δρόμου.

Κάποια μέρα ωστόσο όλα αυτά τελείωσαν.  Οι Γερμανοί φρουροί αποχώρησαν βιαστικοί και γρήγορα οι Αμερικανοί  θα καταλάμβαναν τις θέσεις τους.  Ο Joe έφτασε στην Αγγλία την περίοδο που ο πόλεμος είχε τελειώσει, και δε θ’ αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι του.

Στην Αγγλία ο Joe είχε συναντηθεί με το Ned, που του είπε ότι προσπαθούσε να επιτύχει να του επιτραπεί να μείνει στην Αγγλία, ώστε να μπορέσει να επιστρέψει στην Κρήτη για να νυμφευτεί την Κατίνα.   Ο Joe που γνώριζε τους κανονισμούς του στρατού  και την απαγορευτική γραμμή που όφειλε να υπερπηδήσει ο φίλος του, θεώρησε ότι ετούτος είχε να αντιμετωπίσει μία αδύνατη αποστολή.  Δεν είχε όμως υπολογίσει την ‘σκυλίσια’ επιμονή του Ned, ‘χαρακτηριστικό της  οικογένειας Nathan’.

Το πλοίο Mooltan[5] άραξε στο Wellington στις 22 Δεκεμβρίου 1945, και ο Ned με την Κατίνα επιβιβάστηκαν στο τραίνο ατμού που θα τους μετέφερνε μέσω της κυρίας σιδηροδρομικής αρτηρίας, στο πρώτο σταθμό του ταξιδιού τους: το Auckland.  Στο Auckland, άλλαξαν τραίνο για το ταξίδι τους βόρεια, και στη συνέχεια, ύστερα από μερικούς σταθμούς, έφτασαν στη διασταύρωση του Waiotira, όπου ο Ned ήλπιζε ότι θα τον περίμενε ο Joe Angell.

Ο Joe αφηγείται την ιστορία του τραίνου που σταματά και την Κατίνα –την είχε συναντήσει για πολύ λίγο το απόγευμα της σύλληψής του- να κατεβαίνει από το τραίνο:  ‘Τέλος πάντων κατέβηκα στο Maungaturoto, και όταν η ταχεία σταμάτησε και είδα την Κατίνα και το Ned, φώναξα: ‘Κατίνα!’  Με τη σειρά της, εκείνη φώναξε: ‘Γιάννη, Γιάννη, Γιάννη’ και ρίχτηκε πάνω μου, ενώ όλοι κοίταζαν κι αναρωτιόνταν: ‘–Έι, ποια είναι αυτή η παράξενη στην εμφάνιση, ξένη γυναίκα,  μ’ ετούτον τον Μaori άντρα;’  Αγκαλιαστήκαμε.  Ήταν τόσο ευχάριστο να ξανασυναντήσω την Κατίνα,  που αντιπροσώπευε όλους εκείνους τους συμπατριώτες της στο  νησί της Κρήτης, που με φρόντισαν.  Τη θεώρησα μέρος εκείνων των υπέροχων  ανθρώπων που με ‘κοίταξαν’ στις δύσκολες στιγμές μου.  Τα παιδιά τους μου προσέφερναν το δικό τους κομμάτι ψωμί. Η οικογένεια προτιμούσε να στερηθεί εκείνη, παρά ένας Νεοζηλανδός  στρατιώτης.  Είναι τιμητικό, κι αυτή  είναι η αλήθεια’.

Ο Joe συνεχίζει περιγράφοντας ‘τον σύζυγο που έλαμπε’, να περπατά πίσω, και να απολαμβάνει εκείνη τη στιγμή της συνάντησής των δύο του Joe και της γυναίκας του.  Παρά το γεγονός ότι η Κατίνα είχε συναντήσει τον  Joe για σύντομο χρονικό διάστημα,  εκείνη η βραχεία συνάντηση είχε διατηρηθεί ζωντανή μέσα της, εξαιτίας των επιστολών του Ned προς αυτή, από τη φυλακή του και στα οποία, σπάνια δεν ανέφερε  τον ξάδερφο, που αποκαλούσε ‘John’ (Giovanni ή Γιάννη).

Κάποια στιγμή, όλοι μαζί: το ζεύγος και ο Joe, επιβιβάστηκαν στο επόμενο τραίνο και ταξίδεψαν ως τον επόμενη σταθμό, το Dargaville, όπου και πάλι επρόκειτο να αλλάξουν τραίνο, όμως αυτή τη φορά, θα τους μετέφερε στον τελευταίο σταθμό του ταξιδιού τους,  στον προορισμό τους, το Maropiu.

Στο Dargaville, είχε κατέβει από το Waipoua, όπου έμενε, η μητέρα του Ned, Σόφη, και περίμενε για το γιο της, για τον οποίο πάντα πίστευε μέσα της ότι θα ξαναδεί, και αντίθετα με τις αναφορές που έλεγαν ότι ήταν νεκρός ή ότι αγνοείτο.  Περίμενε επίσης να γνωρίσει τη νέα νύφη της, για την οποία ο Ned είχε μιλήσει στα γράμματά του με τόσο ενθουσιασμό.

Προτού αναχωρήσουν από  το Dargaville η Σόφη, ο Ned, η Κατίνα και ο Joe, επισκέφτηκαν την πόλη καθώς είχαν λίγο χρόνο στη διάθεσή τους, και εκεί η Κατίνα δοκίμασε για πρώτη φορά ψάρι και τηγανιτές πατάτες, από το ψαράδικο Matich στο Victoria Street. Τρώγοντας το φαγητό τους από τα περιτυλίγματα εφημερίδας, πέρασαν το δρόμο απέναντι, για να καθίσουν στην κυκλική πλατεία της πόλης.

Στο τραίνο, στο  δρόμο για το σπίτι, η Σόφη εκμυστηρεύτηκε στο Ned, ότι μολονότι τα ξαδέρφια του ισχυρίζονταν ότι τον είχαν δει νεκρό, εκείνη ποτέ δεν τον θρήνησε.  Είπε μάλιστα ότι την μοιραία εκείνη ημέρα της μάχης είχε ακούσει τη φωνή του και είχε αισθανθεί ότι μολονότι κάτι κακό του είχε συμβεί, είχε ωστόσο επιζήσει.  Είπε ακόμα, ότι όταν αργότερα είχε αναφερθεί ότι είχε τραυματιστεί και πως ήταν αγνοούμενος, το ήξερε πως θα επέστρεφε, μετά από το τέλος  του πολέμου.

Σε λιγότερο από μία ώρα το τραίνο τους είχε αφιχθεί στο σταθμό του Maropiu, όπου στην πλησίον γέφυρα, τους περίμενε μεγάλο πλήθος ανθρώπων για να καλωσορίσουν το ζευγάρι.  Ήταν οι συγγενείς του Ned από το Ahikiwi, στην πραγματικότητα όλοι οι άνθρωποι του Ahikiwi.  Για  το καλωσόρισμα των νιόπαντρων είχε στολιστεί η γέφυρα με μεγάλες φτέρες ponga, πλεγμένες με λουλούδια.

Ακούστηκε η παραδοσιακή κραυγή από το πλήθος που περίμενε και ο Ned, η Κατίνα και ο Joe, συνοδευόμενοι από τη Σόφη προχώρησαν πάνω και πέρα από τη γέφυρα, ενώ οι άνθρωποι τραγουδούσαν εκτελώντας χορούς και haka[6] προς τιμήν τους.

Από εκεί, όλοι μαζί προχώρησαν προς τη θάλασσα του Ahikiwi, που ήταν δεκαπέντε λεπτά μακριά από το σταθμό.  Στο σημείο εκείνο έγινε  η επίσημη υποδοχή  καλωσορίσματος η οποία συμπεριλάμβανε προσευχή, ομιλίες, τραγούδια και χαιρετισμούς, που συνοδεύτηκαν από φαγοπότι καλωσορίσματος, για την επιστροφή τους στη γη των πατέρων τους.   Όλοι ήταν περίεργοι να μάθουν: ‘Ποιοι ήταν αυτοί οι δύο άνθρωποι;  Ποιες ήταν οι εμπειρίες του άντρα;  Ποιος ήταν τώρα, ύστερα από όλα αυτά που του είχαν συμβεί; Και ποια ήταν εκείνη η μικροκαμωμένη, όμορφη, μαυρομαλλούσα γυναίκα, με τα μικρά πόδια, που είχε έρθει από την άλλη άκρη του κόσμου για να γίνει μέλος  της οικογενείας μας, φέροντας μαζί της τη γλώσσα της και την προγονική κληρονομιά της;

***********************

Τη φάρμα στο  Ahikiwi, τη διαχειριζόταν ο  Wiki, αδερφός του Ned.  Εκεί θα έμεναν ο Ned και η Κατίνα μέχρις ότου θα ήταν σε θέση να μεταφερθούν στη δική τους γη.  Ήταν δύο ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, τα πρώτα καλοκαιρινά Χριστούγεννα της Κατίνας.

Αρκετές από τις  επόμενες ημέρες, συγγενείς ήρθαν κι έμειναν ή ήρθαν κι έφυγαν.  Ο Joe Angell έμεινε και συναντήθηκε με τη μητέρα του που ζούσε όχι πολύ μακριά, και επομένως μπορούσε να μείνει για λίγο με το γιο της και επίσης να συναντήσει το Ned και τη γυναίκα του.  Κι εκείνη, όπως η Σόφη, δεν είχε ακούσει για τον απόντα γιο της μέχρι την εποχή που πληροφορήθηκε ότι είχε συλληφθεί και είχε φυλακιστεί από τους Γερμανούς.

Ήταν πολυάσχολη εκείνη η περίοδος στη φάρμα, με τις θημωνιές να στηθούν και τους μεγάλους κήπους να καλλιεργηθούν, ανάμεσα στις περιόδους, καθημερινά, που διέθεταν για τη συγκομιδή του γάλατος.  Κορόμηλα και ροδάκινα ωρίμαζαν στα δέντρα και οι κουζίνες είχαν κίνηση εξαιτίας της κατασκευής της μαρμελάδας, της σάλτσας και του τουρσί.

Ο Ned προσαρμόστηκε γρήγορα στον κύκλο της καθημερινής δουλειάς, αντίθετα η Κατίνα δεν επιτρεπόταν να κάνει τίποτα.  Οι γυναίκες του σπιτιού προσπαθούσαν  να την προσέχουν και να την κάνουν να αισθάνεται σα στο σπίτι της.  Στο μεταξύ εύρισκαν τρόπους επικοινωνίας μαζί της, κάνοντας ότι μπορούσαν με τα λίγα αγγλικά της, που ωστόσο καλυτέρευαν σιγά-σιγά.  Άκουγαν με θαυμασμό τις συζητήσεις ανάμεσα στο Ned και στην Κατίνα που γίνονταν  σε μία γλώσσα για την οποία δεν είχαν κάποια προηγούμενη εμπειρία.

***********************

Το νέο χρόνο ο Ned και η Κατίνα άρχισαν να κοιτάζουν τις φάρμες που ήταν για πούλημα.  Υπήρχε μερίδιο από την οικογενειακή γη για το Ned, αν ήθελε να γίνει διαχειριστής φάρμας, όμως εκείνος αποφάσισε ν’ αφήσει το μερίδιό του στα άλλα μέλη της οικογένειας και να χρησιμοποιήσει το βοηθητικό δάνειο, που δικαιούνταν να πάρει ως απόστρατος.  Τα κυβερνητικά δάνεια  και οι πολιτικές που αφορούσαν γη πολλών Μaori ιδιοκτητών, προκαλούσε οικονομικές  και πρακτικές δυσκολίες  για τους ιδιοκτήτες.  Με την αγορά δικής του γης θα ελευθέρωνε τον εαυτό του από αυτά τα προβλήματα και επίσης από τις οικογενειακές πολιτικές, που πάντα τους περικύκλωναν.

Είχαν αρκετές εκλογές συμπεριλαμβανομένης κι εκείνης να πάρουν τη φάρμα παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων δίπλα στην αδερφή του και τον άντρα της που είχαν εγκατασταθεί μόνιμα σε κομμάτι γης στο Wekaweka, στο νότιο Hokianga.  Το γεγονός ότι υπήρχε οικογένεια κοντά τους, ήταν καλό,  κι αυτό άλλωστε υπήρξε ο καταλυτικός παράγων για την απόφασή τους.  Ο  Ned έκανε το παζάρεμα για την αγορά του κτήματος.

Το σπίτι τους –δύο δωμάτια, μπάνιο, σαλόνι/τραπεζαρία και κουζίνα-  δεν ήταν μεγάλο, σε σύγκριση με το συνηθισμένο σπίτι φάρμας στη Νέα Ζηλανδία και ήταν ίσως μικρότερο και πιο άδειο, από εκείνο όπου είχε συνηθίσει να ζει η Κατίνα.  Το μαγείρεμα γινόταν σε μία κουζίνα που έκαιγε ξύλα και το πλυσταριό με το χάλκινο καζάνι, τις λεκάνες πλυσίματος και το στραγγιστήρι, ήταν χωριστά από το σπίτι.  Νερό δεν υπήρχε.  Το νερό για την κουζίνα, το μπάνιο και το πλυσταριό, μεταφερόταν με σωληνώσεις από τανκς που γέμιζαν με βρόχινο νερό.  Υπήρχε τουαλέτα στο πίσω μέρος του σπιτιού.

Η Κατίνα δεν άργησε να διαμορφώσει το σπίτι τους σύμφωνα με το γούστο της, χρησιμοποιώντας ζωηρόχρωμα πλεκτά στο χέρι, καλύμματα κρεβατιού,  στρογγυλά  πετσετάκια δαντέλας, επίσης φτιαγμένα στο χέρι, τραπεζομάντηλα, καλύμματα για τα μέρη της πολυθρόνας όπου ξεκουράζονται τα χέρια και το κεφάλι, σακούλια και κεντήματα που έφεραν δαντέλα γύρω-γύρω.  Άλλα αντικείμενα του νησιού της για τα οποία μιλούσε η ίδια, ήταν τα πήλινα βάζα και τα πιάτα που στόλιζαν τοίχους και ράφια.

Η Κατίνα περίμενε τώρα να γεννηθεί το πρώτο τους παιδί. Ο Αλέξανδρος -ονομάστηκε σύμφωνα με το ελληνικό έθιμο που θέλει το πρώτο παιδί να παίρνει το όνομα του παππού, στην προκειμένη περίπτωση του Αλέξανδρου Τοράκη-  γεννήθηκε στο νοσοκομείο της Rawene, στις 22 Ιουλίου 1946.  Της Κατίνας δεν της άρεσε το γεγονός ότι στο νοσοκομείο νοσηλευόταν χωριστά από άλλες μητέρες, που ήταν συγγένισσες του Ned.   Εκείνη την εποχή το νοσοκομείο ήταν διηρημένο και οι Maori γυναίκες νοσηλεύονταν σε χωριστούς θαλάμους.

***********************

Όπως ο Ned και ο John βρήκαν εφικτή και εξυπηρετική την από κοινού συνεργασία τους στα χωράφια τους, παρόμοια η Κατίνα και η αδερφή του Ned, Φοίβη, περνούσαν το χρόνο τους μαζί, πότε στην κουζίνα της μιας ή της άλλης, ή άλλοτε στους κήπους ή στα λιβάδια.  Εκείνη την εποχή η Φοίβη και ο John είχαν ήδη πέντε παιδιά  πέρα των δώδεκα χρόνων.  Αργότερα απέκτησαν άλλα δύο.   Η Φοίβη πήρε υπό την προστασία της την Κατίνα και την εξοικείωσε στη ρουτίνα της ζωής σε Νεοζηλανδέζικη φάρμα.

Η Κατίνα συνηθισμένη στα χορταρικά στο ορεινό χωριό της στην Κρήτη,  διαπίστωσε ότι το κρέας, κύρια διατροφή των Kiwi ιδιοκτητών φάρμας, συχνά τρωγότανε μέχρι και τρεις φορές την ημέρα.  Στην Κρήτη ο αγρότης ή ο βοσκός  έπαιρναν στα χωράφια για φαγητό ποσότητα ψωμιού, ελιών, τυριού και νερού, ενώ στη Νέα Ζηλανδία   υπήρχε το ‘smoko’[7] και κάποτε έπρεπε να ετοιμαστεί γεύμα, για να το πάρουν στα λιβάδια.

Η χρήση του ζωικού λίπους για το ψήσιμο, το τηγάνισμα κρέατος και τα  λαχανικά, ήταν νέες εμπειρίες για την Κατίνα.   Ελαιόλαδο δεν υπήρχε, μπορούσε ν’ αγοραστεί στα φαρμακεία και σε μικρές ποσότητες μόνο, και οπωσδήποτε δεν προοριζόταν για μαγείρεμα.

Γρήγορα η Κατίνα έφερε νέο στυλ στην κουζίνα της φάρμας και παρουσίασε μερικά από τα δικά της Κρητικά φαγητά, για να τα μοιραστεί με τους άλλους.  Αυτά συμπεριλάμβαναν πιάτα αρνιού με μυρωδικά και λεμόνι, starka[8] φτιαγμένο από το υγρό που επιπλέει αφού πρώτα χωρίζεται από το φρέσκοπηγμένο βούτυρο και που εξαιτίας της πλούσιας γεύσης του χρησιμοποιείται ως βάση για πολλά φαγητά, χορτόπιτες και φαγητά κατσαρόλας που συχνά είχαν τα φασόλια σαν κύριο υλικό, και λαχανικά: όπως πιπεριές, τομάτες, κολοκυθάκια και λουλούδια από κολοκυθιές γεμισμένα με δικό της γέμισμα.

Για να προσθέσει ποικιλία στο ψωμί μαγιάς: στο takakau[9] και το paraoa parai[10] είδη άρτου που ψήνονταν στις κουζίνες των Maori, η Κατίνα πρόσθεσε το ψωμί με μυρωδικά, με μπαχαρικά και στεγνά φρούτα καθώς και τα σκληρά παξιμάδια που ο  Ned δεν μπορούσε να τα μασήσει όταν πρωτογνώρισε την Κατίνα.

***********************

Τα γράμματα της Κατίνας στην οικογένειά της και στους φίλους της  στην Ελλάδα αναφέρονταν στη γέννηση των παιδιών τους και στην πρόοδό τους, στην καθημερινότητά της, στον κήπο της, στη ζωή της στη Νέα Ζηλανδία, στη γη, στο τοπίο, στη γλώσσα, στους ανθρώπους και στην καλοσύνη που της έδειξε η οικογένεια του  Ned.  Σε κάθε περίπτωση, όπως είχε πει και ο Ned, η Κατίνα είχε κατακτήσει μία πολύ εξέχουσα θέση στις καρδιές της μητέρας του και της λοιπής οικογένειάς του».

***********************

Article and extracts from: Mana : Issue 90 : The Maori magazine for everyone : October –November 2009 : http://www.manaonline.co.nz

Picture courtesy of State Library of Victoria.

Mooltan, with Ranger on board, set off on her maiden voyage on 5 October 1923, via the Suez Canal for Sydney, Australia.  She arrived on 21st December 1923, calling at Colombo, Ceylon (Sri Lanka) and Melbourne on her way. She would make the voyage to Australia many times carrying countless thousands of immigrants to a new life in Australia. In 1933 she carried Douglas Jardine’s MCC cricket test team back home to Britain after the controversial ‘Bodyline’ Test Series. (Bodyline, also known as ‘fast leg theory’ was a cricketing tactic devised by the English cricket team to combat the extraordinary batting skill of Australia’s Don Bradman.) In 1938 alterations were made to Mooltan which allowed her to carry chilled beef.

After the outbreak of the WWII, Great Britain and her allies needed ships for troops and equipment; on 6th September 1939 Mooltan was requisitioned for service as an armed merchant cruiser. She was converted and her second funnel was taken off to improve the firing arc of her anti-aircraft guns. Later in the war a shorter funnel was replaced. As an armed merchant cruiser, and always with Ranger at hand, SS Mooltan served in the South Atlantic, and never lost a single merchant ship placed in her care. She personally survived a number of enemy attacks. In 1941 she carried troops to the Middle East Campaign, and in May 1942 she took part in the North African landings at Oran, Algeria as part of Operation Torch. In Nov.1942 Mooltan and Ranger were present at the North African landings at Arzeu. She returned to P & O after the war, was reconditioned and returned to passenger service; mostly Ministry of Transport emigration work, the so called ‘Ten Pound Poms’, an assisted emigration scheme operated by the Australian Government.

In April 1949 Mooltan docked in Tilbery after one of her passengers died of smallpox. For three days the Belfast built vessel was placed under quarantine before anyone could disembark. Five more of the passengers died. The incident was discussed in the Westminster Houses of Parliament, and records can still be read in Hansard. On the 23rd of January 1954 Mooltan was sold for £150,000 to British Iron and Steel Corporation (Salvage) Ltd and was broken up.

Rang Her main task was to deliver passengers to and from the Mooltan when a port was too shallow for the larger ship to enter.

S.S.Mooltan.

Picture courtesy of State Library of Victoria.

er survived and was a working

Pipina D. Iosifidou-Elles

37 Bray Street,

DUNDAS NSW 2117

Tel: 02 96384444

email:  pipinaelles@hotmail.com

Two Books

  1. poetry (in Greek and English)

Titles:

  1.   Naked Silence
  2. Foreigners in Every Land

 

  1. Theatre 2009 (Translation from Greek)

Four one Act plays

  1. Unexpected

 

[1] Mana : η λέξη είναι συνώνυμη με  τις έννοιες της  υπερηφάνειας (self – esteem) και της αξιοπρέπειας  των Νεοζηλανδών – Μάορι.

[2] Patricia Grace, NED & KATINA:  a true love story, Penguin Group (NZ),  2009.

[3] Σκλαβοπούλα: βρίσκεται Ν.Δ. της Κρήτης, στην περιοχή Σέλινο, που χαρακτηρίζεται ως μέρος των Λευκών  Ορέων  και έχει υψόμετρο 649μ.  από την επιφάνεια της θάλασσας.  Το 1940, το χωριό είχε τριακόσιους κατοίκους που ανήκαν σε δεκαπέντε με είκοσι οικογένειες.  Η  οικογένεια του Αλέξανδρου Τοράκη, του ιερέα, κατοικούσε στην αριστερή πτέρυγα του χωριού τη γνωστή ως τα Παππαδιανά, ενώ το μεσαίο  μέρος  του χωριού μαζί με την «κεφαλή»,  ονομάζεται Κάτω Χωριό. Η δεξιά πτέρυγα του χωριού  είναι γνωστή ως  Μέσα Χωριό, Patricia Grace, ο.π.,  σς.127-128.

[4] Πρόκειται για την Κατίνα Τοράκη, θυγατέρα του ιερέα Αλέξανδρου Τοράκη,  που ήταν η δασκάλα του χωριού.  Ο Ned την αγάπησε από την πρώτη τη στιγμή που την αντίκρισε.

[5] Με την έναρξη του ΙΙ Παγκόσμιου Πολέμου η Μ. Βρετανία και οι σύμμαχοί της χρειάζονταν  πλοία για τη μεταφορά των στρατευμάτων τους και των όπλων τους.   Στις 6/9/1939 το πλοίο Mooltan, καλέστηκε να υπηρετήσει ως πολεμικό εμπορικό-επιβατηγό πλοίο.  Ύστερα από μετατροπές προς το σκοπό αυτό,  υπηρέτησε στον Ν. Ατλαντικό,  και ποτέ δεν έχασε εμπορικό πλοίο υπό την προστασία του.  Το  1941  τάχθηκε για να  μεταφέρει στρατό για την εκστρατεία στη Μέση Ανατολή και γενικά εξακολούθησε να παραβρίσκεται όπου καλείτο.   Μετά τη λήξη του πολέμου  μετατράπηκε εκ νέου σε επιβατηγό και  ως τέτοιο χρησιμοποιήθηκε από το Υπουργείο Μετανάστευσης της Αυστραλίας .

[6] Παραδοσιακός χορός των Μάορι της Νέας Ζηλανδίας.

[7] Διάλειμμα για το κάπνισμα τσιγάρου ή ακόμη για καφέ ή τσάι.

[8] Συνήθως πρόκειται για βότκα με επιπρόσθετη γεύση του φρούτου Kiwi.  Εδώ έχει άλλη έννοια.

[9] Ψωμί των Μάορι, φτιαγμένο με αλεύρι και baking powder.

[10] Τηγανιτό ψωμί των Μάορι.

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Εἰκόνα Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Twitter. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...