Δ’. 4. Καζαντζάκης – Ίψεν και το τρίγωνο των σχέσεων των φύλων
Εισαγωγή
Το τρίγωνο των σχέσεων των φύλων: Το τρίγωνο σχέσεων μεταξύ ανθρώπων διαφορετικού φύλου, ή το γνωστόν ως Ιψενικό τρίγωνο, είναι ένα κοινό φαινόμενο στην κοινωνία που παρατηρήθηκε και έλαβε ανάλογης προσοχής από τους διανοούμενους της εκάστοτε εποχής από αρχαιοτάτων χρόνων. Αρκεί να αναφέρουμε εδώ την υπόθεση της Μήδειας και του Ιάσονα ή την υπόθεση της Κλυταιμνήστρας και του Αγαμέμνονα. Και στις δύο περιπτώσεις ένα τρίτο πρόσωπο ξεκινάει μία καινούργια κατάσταση ανεπιθύμητη για το ένα τουλάχιστο πρόσωπο. Η Μήδεια αντιμετωπίζει την απομάκρυνσή της από τον Ιάσονα όταν αποφασίζει αυτός να παντρευτεί την Ελένη την κόρη του Κρέοντα. Στην υπόθεση του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας το θύμα αρχικά είναι η Κλυταιμνήστρα που βρίσκει τον εαυτό της προδομένο από τον Αγαμέμνονα επανειλημμένα, κυρίως όμως όταν αυτός φέρνει στο σπίτι της την «βάρβαρη» Κασσάντρα.
Ανάμεσα στα δράματα του Σαίξπηρ ξεχωρίζει το δράμα Άμλετ, όπου ο βασιλιάς και πατέρας του Άμλετ, δολοφονείται από τον αδερφό του για να πάρει τη θέση του στο θρόνο και στην καρδιά της βασίλισσάς του. Αργότερα στον Τολστόϊ στην Αννα Καρέννινα η ανάγκη για ικανοποίηση πέρα από τη συζυγική ζωή, βρίσκει την ηρωίδα να προδίδει τα πάντα για τον έρωτα του Βρόνσκη εκτοπίζοντας παράλληλα την Κίττυ, που άπειρη και ανώριμη καθώς ήταν, υπήρξε πολύ εύκολη εκμηδένιση. Στη Νιέτοσκα του Ντοστογιέφσκι ο άντρας φαίνεται να περιπαίζει τη γυναίκα απατώντάς την, ενώ στον Παίχτη του, η Παυλίνα χρησιμοποιεί μία παράδοξη μέθοδο προσέγγισης-αποχής προς τον άντρα που αγαπάει, τον Αλεξέι, κάνοντάς τον να υποθέσει ότι είναι ερωτευμένη με τον Άστλευ. Στο έργο του Μπελούκιν ο Βαρκάρης του Βόλγα, η αριστοκράτισσα Βέρα έρχεται να πάρει τη θέση της λαϊκής Βαρισούχας δίπλα στον βαρκάρη του Βόλγα Φεντώρ για πολύ διαφορετικούς λόγους από ότι στις προηγούμενες υποθέσεις. Και στον Στέφαν Τβάιχ σε δύο ιστορίες του Το συνταραχτικό μυστικό και στον Φόβο, η γυναίκα διασκεδάζει βάζοντας προσωρινά έστω στη ζωή της ένα άλλον άντρα.
Οι σχέσεις των φύλων εξακολουθούν να παρουσιάζουν παρόμοιες καταστάσεις ή διακυμάνσεις λιγότερο ή περισσότερο στην λογοτεχνία. Στον Καζαντζάκη παρόμοια σχέση εμφανίζεται στην τραγωδία Ιουλιανός ο Παραβάτης ανάμεσα στην Ελένη τη βασίλισσα και την αγαπημένη του βασιλιά τη Μαρίνα. Η Ελένη επιχειρεί αυτοχειρία ενώ η Μαρίνα και ο βασιλιάς αφανίζονται με δηλητηρίαση. Στον Χατζόπουλο η ψυχοκόρη Τάσω στο ομώνυμο μυθιστόρημα εκτοπίζεται από τη μνηστή του γιατρού, γεγονός αναπόφευκτο εξαιτίας κοινωνικών και οικονομικών λόγων. Η οικογένεια και το όνομα ή η κοινωνική τάξη και η οικονομική δύναμη, αποτελούν τα στοιχειώδη προσόντα για την επιτυχή σύζευξη. Τα άλλα απλά συμπληρώνουν ένα αρχινημένο κεφάλαιο. Και στο Ξημερώνει τον ρόλο του παρείσακτου ανάμεσα στο ζεύγος έχει ο κουνιάδος της Λαλώς, που έρχεται να εκτοπίσει τον αδερφό του από τη θέση του, μέσα στο ίδιο το σπιτικό του. Στο περίφημο δράμα του Μάτεση Το φάντασμα του Ραμόν Ναβάρο, ο αντιήρωας σύζυγος πέφτει θύμα ομήγυρης γυναικών: της γυναίκας του και της υπηρέτρας τους σε ένα παράδοξο περιβάλλον γυναικοκρατικό κατ’ αντίθεση με εκείνο του δικού του σπιτιού, όπου κυριαρχούσε ο άντρας.
Συγκρίνοντας δύο μεγάλους Καζαντζάκη και Ίψεν, στο τρίγωνο σχέσεων: Η Ελένη στο θεατρικό Φασγά[1], μοιάζει με τη Ρεβέκκα του Ίψεν στο Ρόσμερσχολμ[2], καθώς εισχωρεί ανάμεσα στο αντρόγυνο και εκτοπίζει τη Μπεάτα, οδηγώντάς την στην αυτοκτονία. Έχει επίσης κοινά και με την Μαρίνα, την συντρόφισσα του Ιουλιανού, που μαζί, ωθούν την Ελένη σε απαγχονισμό. Η Ρεβέκκα του Ίψεν είναι η δυνατότερη γυναίκα του τριγώνου, και το ξέρει: “Μου φαινόταν πως υπήρχαν δυο υπάρξεις εδώ, και έπρεπε να γίνει ανάμεσά τους εκλογή, Ρόσμερ. Ή η μια ή η άλλη” λέει, ενώ ο Κρολλ που την κατηγορεί για τη στάση της, την παρακινεί να πει με θυμό: “Μα και υποθέτετε λοιπόν πως ενεργούσα με ψύχραιμη λογική!” Το ίδιο θα μπορούσε να πει και η Ελένη στο Φασγά, δικαιολογώντας τις πράξεις της έναντι της Μαρίας. Γεγονός παραμένει η ενσυνείδητα μυστική, από τους άλλους, προσπάθεια: “Ήθελα να φύγει από τη μέση η Μπεάτα. Με έναν οποιοδήποτε τρόπο” ομολογεί[3] η Ρεβέκκα, και επιδεικνύει με τα λόγια της την αποφασιστικότητα με την οποία ενήργησε, αλλά και το επιτυχές αποτέλεσμα. Παρόμοια με την Ελένη, που ως γραμματέας του Λώρη, άσκησε ήσυχα και μεθοδικά, επίδραση επάνω του, και η Ρεβέκκα χρησιμοποίησε τον Ρόσμερ ως υποχείριό της, όπως σημειώνει ο ίδιος μετά: “Ρόσμερ: Ποτέ δεν είχες πιστέψει σε μένα. Ποτέ δεν είχες πιστέψει πως θα ήμουν άξιος να φέρω σε νικηφόρο πέρας αυτή την υπόθεση. / Ρεβέκκα: Είχα πιστέψει ότι οι δυο μας εμείς μαζί, θα φτάναμε να το κατορθώσουμε. / Ρόσμερ:Δεν είναι αλήθεια. Είχες πιστέψει πως εσύ μονάχη θα κατόρθωνες κάτι μεγάλο στη ζωή. Πως εμένα μπορούσες να με μεταχειριστείς ως όργανο για το σκοπό σου. Πως μπορούσα να σου είμαι χρήσιμος στα σχέδιά σου. Αυτό είχες πιστέψει.”[4]. Η Ρεβέκκα όμως κάνει κάτι που η Ελένη του Φασγά δεν τολμάει. Αποδέχεται ότι εισχώρησε ανάμεσα στο αντρόγυνο με έναν σκοπό: την ατομική της επιτυχία, για τη δική της ευτυχία. Επιχείρησε ένα σχέδιο και επέτυχε όπως θαρραλέα ομολογεί: “Ρεβέκκα: Είναι πραγματικά η αλήθεια, πως κάποτε άπλωσα τα δίχτυα μου για να καταφέρω να εισχωρήσω μέσα εδώ στο Ρόσμερσχολμ. Γιατί ελογάριαζα πως εδώ μέσα χωρίς άλλο θα κατόρθωνα να κάμω την τύχη μου. Με τούτονε ή με κείνονε τον τρόπο, με έναν οποιοδήποτε τρόπο δηλαδή.” Η Ρεβέκκα τελικά είχε σταματήσει σε ένα σημείο: όταν δηλαδή που ερωτεύτηκε τον Ρόσμερ[5]. Ομολογεί μία πάλη ανάμεσα στην Μπεάτα και το άτομό της, που αποτελεί στοιχείο παράλληλο της διαμάχης της Ελένης με τη Μαρία στο Φασγά[6]. Ο Ίψεν παρουσιάζει τη Ρεβέκκα δυνατότερη από το αντρόγυνο, σύμφωνα με τον Ρόσμερ, και η Ρεβέκκα απαντάει: “Σε γνώριζα καλά ώστε να το ξέρω, -ήταν αδύνατο να φτάσω σε σένα, χωρίς πρώτα να γίνεις λεύτερος και στις σχέσεις και στο πνεύμα”[7]. Αργότερα η Ρεβέκκα λέει ότι ο Ρόσμερ ήρθε στον εαυτό του, μόνο αφού έφυγε η Μπεάτα, και με τη δική της παρουσία[8]. Διαφέρει τελικά η Ρεβέκκα, από την Ελένη του Φασγά, στο ότι ομολογεί, πως έχοντας αγαπήσει τελικά τον Ρόσμερ ήταν ευτυχισμένη στην απλή συνύπαρξη με εκείνον, χωρίς απαιτήσεις[9]. Ο Ρόσμερ επιδιώκει την απόδειξη της αγάπης της -σαν από εκδίκηση- όταν την ρωτάει αν είναι έτοιμη να ακολουθήσει το δρόμο της Μπεάτας, για χάρη του. Ο εγωισμός του ηττημένου, από τις συγκυρίες της ζωής, άντρα, έχει αγγίξει τα όρια του παροξυσμού[10]. Είναι εκείνος που την πιέζει τώρα ασφυκτικά κάνοντας σύγκριση των δύο γυναικών: “… Ένας ίλιγγος σε τραβάει κάτω, στο νεροσυρμό που βουίζει! Όχι. Κάνεις πίσω. Δεν το αποφασίζεις, όχι, -εκείνο που αποφάσισε αυτή.”[11] Ο Ρόσμερ αντίθετα από τον Λώρη, παρασύρει τη δεύτερη γυναίκα της ζωής του στο χαμό. Ζητάει αποδείξεις της αγάπης της. Τη συγκρίνει με τη νεκρή Μπεάτα και επιμένει ότι δε θα τολμούσε ό,τι είχε τολμήσει εκείνη: “Ρόσμερ: Θα υπάρξει (ήττα). Δεν είσαι καμωμένη εσύ για να τραβήξεις το δρόμο της Μπεάτας. / Ρεβέκκα: Δεν το πιστεύεις; / Ρόσμερ: Καθόλου. Δεν είσαι συ σαν τη Μπεάτα. Δεν βρίσκεσαι κάτω από την επίδραση να σε κυβερνάει μια παραζαλισμένη αντίληψη για τη ζωή.”[12] Η Ρεβέκκα αντίθετα από την Ελένη είναι έτοιμη να θυσιαστεί για την αγάπη του και την εξιλέωσή της, αλλά και για να τον σώσει, καθώς και “ό,τι καλύτερο έχει”.
Οι εγωισμοί των ηρώων του Ίψεν ισοπεδώνονται. Η Μπεάτα έχει φύγει και η δική τους ζωή κρέμεται στις τύψεις τους, για την απουσία της. Έχοντας παίξει ένα μακρό διαλογικό παιγνίδι όπου όλα αποκαλύπτονται με σοκαριστική διαύγεια και ταπεινότητα, οι δύο ήρωες του δράματος, έχουν βεβαιωθεί ότι η ζωή τους δεν είναι τελικά εκείνη που θα ήταν, αν όλα ετούτα δεν είχαν διαδραματιστεί. Βέβαιοι επιπλέον για τα συναισθήματά τους ακολουθούν το δρόμο της Μπεάτας: “Γιατί τώρα είμαστε ένα” καθώς λέει ο Ρόσμερ. “Τους πήρε η μακαρίτισσα η κυρά”, θα πει η Μαντάμ Έλσεθ[13] όταν ανακαλυφθεί η διπλή αυτοχειρία. Στο Φασγά ο Λώρης είναι εκείνος που γνωρίζει την ταπείνωση και την ήττα. Οι γυναίκες παρουσιάζονται δυνατότερες βιολογικά, ενώ εκείνος, ο άνθρωπος του πνεύματος, δεν έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει το κατεστραμμένο όνειρό του.
Ο Ίψεν στο θεατρικό Τα άσπρα άλογα, παρουσιάζει τον Κρολλ, να αποδέχεται τις υποθετικές αδυναμίες της Ρεβέκκας, ως γυναίκας και την Ρεβέκκα να αντιδράει ανάλογα δείχνοντας έτσι μία αρκετά ισορροπημένη αξιολόγηση των φύλων: “Ω, μα οπωσδήποτε, δεν έχω καμιάν απαίτηση από σας, ως γυναίκα που είστε, να πάρετε καθορισμένη στάση στην πολιτική αυτή διαμάχη, -στον εμφύλιο αυτό σπαραγμό θα μπορούσα να πω αξιόλογα,- που λυμαίνεται τον τόπο”. Η Ρεβέκκα απαντά στην προκληση του Κρολλ: “Ναι, αλλά νομίζω, ότι και σεις αντεπιτεθήκατε αρκετά τσουχτερά.” αποδεικνύοντας έτσι, απροσδόκητα, ίσως, ότι όχι μόνο ήταν ενημερωμένη αλλά και τολμηρή, ώστε να εκφέρει αδίστακτα τη γνώμη της[14].
[1] Νίκος Καζαντζάκης 1883-1957. Γράφει το Φασγά το 1907.
[2] Ε.Ίψεν. Τα άσπρα άλογα, Ρόσμερσχολμ, Σειρά Παγκόσμιο θέατρο: Αριθ.114, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 1993,
[3] Ε.Ίψεν. Τα άσπρα άλογα, Ρόσμερσχολμ, ο. π., σ. 90.
[4] Αυτόθι, σ. 96.
[5] Αυτόθι, σ. 97.
[6] Αυτόθι, σ. 98.
[7] Αυτόθι, σ. 98.
[8] Αυτόθι, σ. 99.
[9] Ε.Ίψεν. Τα άσπρα άλογα, Ρόσμερσχολμ, ο. π., σ. 99.
[10] Αυτόθι, σ. 107.
[11] Αυτόθι, σ. 108.
[12] Αυτόθι, σ. 109.
[13] Αυτόθι, σσ.111-112.
[14] Ε.Ίψεν. Τα άσπρα άλογα, Ρόσμερσχολμ, ο.π., σ. 15.