«Ο Οθέλλος Ξαναγυρίζει» του Νίκου Καζαντζάκη
Μία Πολυδιάστατη Υπόθεση
(Παρουσίαση στο Πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ, Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών, Κυριακή 8 Αυγούστου, ώρα 6-8.30μ.μ., στην αίθουσα, Old Geology Lecture Theatre(A11), Old Geology Building The University of Sydney, yr. 1999)
Εισαγωγή
Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει του Ν. Καζαντζάκη, είναι θεατρικό έργο, γραμμένο σε πεζό λόγο και η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι η απλή δημοτική. Χαρακτηριστικό στοιχείο ως προς τη δομή του έργου, είναι ότι συμπεριλαμβάνει τρεις πράξεις.
Εισαγωγικό σημείωμα στο τεύχος 848, έτος 1962, πληροφορεί ότι το θεατρικό ετούτο, παραχωρήθηκε από τη δεύτερη σύζυγο του Ν. Καζαντζάκη, Ελένη, στο περιοδικό Νέα Εστία και προφανώς ως εκείνο τον χρόνο, ήταν ανέκδοτο.
Ο Παντελής Πρεβελάκης σημειώνει ότι το έργο γράφτηκε στην περίοδο 1936-1937 και το χαρακτηρίζει: “Comedie Πιραντελλικής νοοτροπίας” . Την ίδια περίοδο, ο Καζαντζάκης μεταφράζει για το Βασιλικό θέατρο, το έργο του Πιραντέλλο Απόψε αυτοσχεδιάζουμε, το Φάουστ του Γκαίτε και πολύ πιθανόν, τον Οθέλλο του Σαίκσπηρ, σύμφωνα με την άποψη του Πρεβελάκη . Η επίδραση των έργων αυτών, στο θεατρικό του Καζαντζάκη Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει, είναι διαφανής.”
Επιδράσεις
Οι μορφές της αέναης πάλης των φύλων, υπήρξαν ουσιώδης πηγή έμπνευσης στη λογοτεχνία όλων των εποχών. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το πάθος της θανάσιμης ζήλειας. Στα ελληνικά γράμματα, από τα Ομηρικά έπη ως τους κλασσικούς δραματουργούς και ως το Βυζαντινό έπος του Διγενή Ακρίτα, η πραγματικότητα και τα παραδείγματα της αντιπαράθεσης των φύλων έχουν εμπνεύσει στους λογοτέχνες τους ιστορίες έρωτα και πάθους που έληξαν με τον αφανισμό του ενός ή και των δύο ηρώων, κάποτε μάλιστα και των δικών τους.
Από τα μέσα του 19ου αι. και εξής, αξιόλογοι Ευρωπαίοι συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και οι Νορβηγοί Δραματουργοί Ίψεν και Στρίντμπεργκ , επηρέασαν τη διεθνή λογοτεχνία με θεατρικά έργα, των οποίων επίκεντρο υπήρξε όχι απλά η πάλη των φύλων και οι συνέπειές της, αλλά και οι συνέπειες της επιβολής της μητριαρχικής τάξης των πραγμάτων. Στα θεατρικά έργα του Καζαντζάκη καθώς και σε πεζά του, απαντούν παρόμοια στοιχεία που υποδηλώνουν τις επιδράσεις που δέχτηκε από το άμεσο ή έμμεσο περιβάλλον του και οπωσδήποτε μέσω της παιδείας του αλλά κυρίως με την επαφή και μελέτη των έργων Ελλήνων και Ευρωπαίων φιλοσόφων ή λογοτεχνών. Ο πολύνοος Ν. Καζαντζάκης που προερχόταν από κοινωνικό περιβάλλον με δυνατό Ελληνικό και δη Κρητικό πατριαρχικό υπόβαθρο, τάχτηκε υπέρ της πατριαρχικής τάξης των πραγμάτων.
Ο Καζαντζάκης έχει προσωπική πείρα της αντιπαλότητας ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα. Τη Γαλάτεια, την πρώτη σύζυγό του -εξέχουσα φυσιογνωμία μεταξύ των διανοουμένων της Ελλάδας, της εποχής- ως προς το μεγαλύτερο μέρος της συζυγικής ζωής τους, την αντιμετώπισε εκ του μακρόθεν. Όσον αφορά τη σχέση τους, τα πιστεύω της Γαλάτειας προσέκρουσαν στα εκ διαμέτρου αντίθετα, πιστεύω, του Καζαντζάκη. Ουσιαστικά ο ποιητής δεν ενδιαφερόταν, ούτε πίστευε στον γάμο ή στην ισότητα των φύλων και πολύ περισσότερο στο δάμασμα του άντρα από τη γυναίκα, και ως προς ετούτο, δεν ήταν ο μόνος Έλληνας ή Ευρωπαίος συγγραφέας ή διανοούμενος που έτρεφε αυτού του είδους τις πεποιθήσεις .
Ο Καζαντζάκης που ζει μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Ευρώπη, μακριά από τη Γαλάτεια, στο θεατρικό του, Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει, υποστηρίζει και δικαιώνει ως ένα σημείο τον αγώνα της Μαρίκας -καλλιτέχνιδας του θεάτρου- για την επαγγελματική ανεξαρτησία της και κατά συνέπεια και την προσωπική της. Σε ετούτο το θεατρικό του όπως και στο Ξημερώνει, ο Καζαντζάκης αποδέχεται και υποστηρίζει το κίνημα της προσπάθειας των Ελληνίδων της εποχής του, για τη χειραφέτησή τους.
Ήδη από τον τίτλο του έργου διαφαίνεται ότι ο ποιητής μας δανείζεται για το θέμα του, κάποια βασικά στοιχεία από τη γνωστή τραγωδία του Σαίκσπηρ, Ο Οθέλλος, ο Μουρίτης της Βενετίας . Μία προσεκτική όμως ανάγνωση του θεατρικού του, μαρτυρά επιπλέον, τη διπλή επίδραση σε ετούτο, του Ιταλού θεατρικογράφου Πιραντέλλο, μέσω των έργων του: 1. Απόψε αυτοσχεδιάζουμε και 2. Έξη πρόσωπα ζητούν συγγραφέα .
Το θεατρικό έργο του Πιραντέλλο, Απόψε αυτοσχεδιάζουμε, είναι μία ιστορία ζήλειας , “της πιο τρομερής ζήλειας που υπάρχει, της ζήλειας για το Παρελθόν”, που αφού κυριεύει τον άντρα τον κάνει να μαίνεται στη σκέψη ότι η γυναίκα που αγαπά είναι δυνατόν να σκέφτεται την εποχή της νεότητάς της. Ο Καζαντζάκης με χαρακτηριστική δεξιοτεχνία εφαρμόζει την τεχνική των δύο έργων του Σικελού συγγραφέα, στο θεατρικό του, Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει. Παρόμοια όπως στο έργο του Πιραντέλλο, στο θεατρικό του Καζαντζάκη θέμα είναι η θανάσιμη ζήλεια του νιόπαντρου ηθοποιού, ο οποίος θεωρεί την επαγγελματική συμπεριφορά της γυναίκας του -επίσης ηθοποιού-, σοβαρά ύποπτη, ώστε να φτάσει στο σημείο να την σκοτώσει.
Ο τίτλος του θεατρικού ενδυναμώνει και περιβάλλει το θεατρικό του Ν. Καζαντζάκη, με ένα ποσοστό αίγλης, αυτής που προέρχεται μέσω του δανείου, από τον πρότυπο τίτλο του έργου του Σαίκσπηρ. Σε ετούτο αίρεται το φαινόμενο της ζήλειας και δη η παρουσίαση της θανάσιμης ζήλειας, ως διαχρονικού φαινομένου και ως τέτοιο ενισχύεται από διάφορα άλλα παραδείγματα ζηλοτυπίας, όπως η ζήλεια της Κλυταιμνήστρας προς τον Αγαμέμνονα (της γυναίκας προς τον άντρα) στην Ορεστειάδα του Αισχύλου, η ζήλεια του σαικσπηρικού Οθέλλου προς την Δεισδαιμόνα (του άντρα προς την γυναίκα), ή ακόμη το παράδειγμα του Φάουστ του Γκαίτε, ο οποίος πουλά την ψυχή του στον Μεφιστοφελή, ως παθιασμένος ζηλωτής της δύναμης και της σοφίας.
Η υπόθεση του θεατρικού έργου του Ν. Καζαντζάκη, Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει: Ο «κύβος ερρίφθη», ο Διευθυντής διαλέγει ποιο θέμα θα υιοθετήσει το έργο που θα ανεβάσει το θεατρικό σχήμα του οποίου ηγείται· το θέμα του αφορά τη ‘συζυγική ζήλεια’.
Ο Διευθυντής που κινείται πλέον προς ετούτη την κατεύθυνση, ψάχνει ανάμεσα στους θρυλικούς εκπροσώπους του πάθους της ζήλειας, εξετάζοντας τους γνωστούς ήρωες ή μάλλον αντιήρωες της λογοτεχνίας. Ανάμεσα στους δυστυχείς εκπροσώπους του φοβερού πάθους, τους χαρακτήρες-φαντάσματα που παρελαύνουν μπροστά του, εκλέγει τον Οθέλλο, τον Μουρίτη ήρωα του Σαίκσπηρ. Ετούτος θα αποβεί το μοντέλο του στη διαδικασία της νέας πλέον θεατρικής δημιουργίας ή άλλως, στο πλάσιμο ενός νέου θεατρικού έργου. Το ρήμα: «ξαναγυρίζει» στον τίτλο του θεατρικού, αποκαλύπτει εν μέρει τη διάθεση του συγγραφέα να χρησιμοποιήσει ως πρότυπό του για τη δημιουργία ενός άλλου νέου έργου, έναν παλιό και πολύ διάσημο εκπρόσωπο της συζυγικής ζήλειας, και επίσης τη διαχρονικότητα της ζήλειας, ως πάθους.
Στην πορεία της μελέτης του συγκεκριμένου θεατρικού δημιουργήματος, διαπιστώνεται ότι το θέμα που πραγματεύεται ο συγγραφέας, αφορά τη συμβολική «επιστροφή του Οθέλλο», καθώς ο χαρακτήρας και ο ψυχισμός του ήρωα του Σαίξσπηρ, υπό το «δέρμα ενός άλλου άντρα, σαν ρόλος πλέον», εντοπίζονται και εξακριβώνονται και ως χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ηθοποιού Αλέκου, ενός σύγχρονου άντρα, που εκ των συγκυριών ταυτίζεται με τον ρόλο του, του Οθέλλο.
Ο διάλογος του θεατρικού έργου ξεχειλίζει από αστείες εκφράσεις, που σκοπό έχουν, να προκαλέσουν γέλιο στο κοινό. Τονίζεται έτσι το κωμικό ή σατιρικό στοιχείο του έργου, το οποίο αν και αντιτίθεται στη σοβαρότητα του θέματος, συν-υφίσταται ως το παράλογο στοιχείο του έργου. Η κωμικο-τραγωδία –όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί- Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει, τελειώνει απρόβλεπτα.
Το ξεκίνημα του στησίματος του θεατρικού έργου: Με την έναρξη του θεατρικού έργου οι ηθοποιοί παρουσιάζονται ενώπιον του κοινού, ως απροετοίμαστοι, σε σχέση με εκείνα που πρόκειται ν’ ακολουθήσουν. Παρέχεται έτσι η εντύπωση εδώ, ότι πρόκειται για πείραμα με γνώμονα την παιδεία σε σχέση με το Θέατρο. Πρόκειται δηλαδή για τη γνώση του Θεάτρου ως λειτούργημα και ως επιχείρηση, για την εμπειρία, το ένστικτο και το ταλέντο του Διευθυντή-σκηνοθέτη, ως προς την εκλογή του έργου που θα ανεβαστεί, και επιπλέον η ικανότητα και το ταλέντο των ηθοποιών, που από κοινού με την καθοδήγηση του Διευθυντή σκηνοθέτη, μετουσιώνουν σε πραγματικότητα ό,τι κατατίθεται στο κείμενο.
Ο Διευθυντής-σκηνοθέτης, δηλώνει την έναρξη της πρώτης πράξης του θεατρικού. Οι ηθοποιοί: ο Αλέκος, “ο άξεστος επαρχιώτης” που ως φάντασμα του Οθέλλο, ονειρεύεται την “ήσυχη αστική ζωή” , η σύζυγός του Μαρίκα, που δείχνει ενθουσιασμό για τους “αραπάδες” και ο Μήτσος το πειραχτήρι, που παρακολουθώντας τη βάσανο του Αλέκου-Οθέλλο, εύχεται όλες οι περίφημες τραγωδίες να είχαν αίσιο τέλος , οι τρεις αυτοί ηθοποιοί, ορίζουν το βασικό τρίγωνο της δράσης-αντίδρασης. Ο Διευθυντής-σκηνοθέτης αν και θεωρείται ότι λειτουργεί σε άλλο επίπεδο εκτός σκηνής, εμπλέκεται σε ετούτο το τρίγωνο των ηθοποιών του, καθώς όλοι τους συνεργάζονται από κοινού, για το ανέβασμα του θεατρικού έργου, τουτέστιν αφενός την επιτυχία του ως θέμα και θέαμα και αφετέρου ως εμπόρευμα.
Το έναυσμα για την εκλογή της υπόθεσης του έργου: Έναυσμα επομένως για την εκλογή της υπόθεσης του έργου, από τον Διευθυντή-σκηνοθέτη, αποτελεί η συμπεριφορά ζήλειας του νιόπαντρου ηθοποιού Αλέκου, ο οποίος παρουσιάζεται να θίγεται από την επαγγελματική συμπεριφορά της γυναίκας του Μαρίκας, συναδέλφου-ηθοποιού, του αυτού θεατρικού ομίλου. Πώς ξεκινά; Η ολοφάνερη ζήλεια του, παρακινεί τον συνάδελφό τους Μήτσο, να τον αποκαλέσει “Οθέλλο” , παρομοιάζοντάς τον με τον συνώνυμο σαιξπηρικό ήρωα. Το επεισόδιο και το παρανόμι “Οθέλλος”, συντελούν στην έμπνευση του Διευθυντή-σκηνοθέτη, το διττό στοιχείο που τον ωθεί να εκλέξει ως θέμα του έργου που θα ανεβάσουν, τη συζυγική ζήλεια και ειδικά εκείνη του τραγικού Οθέλλο.
Τα στάδια της δύσκολης και επίπονης διαδικασίας της επιλογής όλων των συνισταμένων, με στόχο την επιτυχία του θεατρικού πειράματος: Το πρώτο μέρος της παράστασης χρησιμοποιείται ως προπαρασκευή εισαγωγής στο κύριο θέμα. Είναι δύσκολη και επίπονη η διαδικασία της εκλογής του κατάλληλου υλικού-έργου για την συγκεκριμένη ομάδα των ηθοποιών που διαθέτει ο θίασός του. Όταν τελικά ο Διευθυντής–σκηνοθέτης αποφασίζει ως θέμα για το νέο έργο του, τη συζυγική ζήλεια , οφείλει στη συνέχεια να βρεί την κατάλληλη ιστορία, κ.ο.κ.
Διαπιστώνεται ότι η όλη διαδικασία απαιτεί την συγκέντρωση και την αποφασιστικότητα του Διευθυντή-σκηνοθέτη, ως απάντηση στο δίλλημά του. Στη σκέψη του αναδύονται και περιδιαβάζουν κάποιοι ήρωες , των οποίων τα φαντάσματα παρουσιάζονται και εμπλέκονται μαζί του σε συζήτηση, μία διαδικασία που τον βοηθά στην τελική του απόφαση ως προς την επιλογή του θέματος του θεατρικού. Καθώς επιλέγεται ως θέμα η συζυγική ζήλεια, και δη του συζύγου προς τη σύζυγό του, ακολουθεί η εκλογή ηθοποιού με προσωπικότητα αντίστοιχη προς εκείνη, του ζηλιάρη συζύγου. Όταν τελικά επιλέξει την ιστορία του, υποβάλλεται περαιτέρω στην διαδικασία της εκλογής των καταλλήλων ηθοποιών, για την επιτυχή ενσάρκωση των μυθικών ηρώων της ιστορίας του. Το χωρίο του έργου που περιγράφει την παραπάνω διαδικασία, αποκαλύπτει την επίδραση που δέχτηκε ο Καζαντζάκης από το θεατρικό έργο του Πιραντέλλο: Έξη πρόσωπα ζητούν συγγραφέα.
Η επιτυχής εκλογή του χαρακτήρα, έτσι ώστε να ταιριάζει με την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή ή της πρωταγωνίστριας του θιάσου: Πρώτο παρουσιάζεται το φάντασμα της Κλυταιμνήστρας, ηρωίδας της Αισχυλικής τραγωδίας: Ορεστειάς. Ο Διευθυντής εμπλέκεται σε ένα διάλογο μαζί της που αποκαλύπτει την πορεία των σκέψεών του: η πρωταγωνίστρια του θεάτρου Μαρίκα, δεν είναι ζηλόφθονη σαν την Κλυταιμνήστρα, που κατ’ ουσία είναι ένας θηλυκός Οθέλλος και επομένως δε μπορεί να την αναστήσει στη σκηνή, ως ηθοποιός. Αυτό το γεγονός έχει και περεταίρω συνέπειες. Καθώς στην Ορεστειάδα, μία βασίλισσα, η ζηλόφθονη Κλυταιμνήστρα εκδικείται τον Αγαμέμνονα και καθώς στο θίασό τους δεν υπάρχει χαρακτήρας-ηθοποιός, αντίστοιχος προς τον χαρακτήρα της, η Κλυταιμνήστρα όχι μόνο δεν συγκινεί και δεν ενδιαφέρει τον Διευθυντή, αλλά τον πείθει τελικά ότι εκ των πραγμάτων, η Κλυταιμνήστρα, ως ηρωίδα Αισχυλικής Τραγωδίας, είναι καιρός να αναπαυθεί. Μέσω αυτής της θέσης του Διευθυντή-σκηνοθέτη, ο Καζαντζάκης εκφράζει την πίστη του και αποκαλύπτει την τάση του, να μετακινηθεί από τις ελληνικές θέσεις σχετικά με το παραδοσιακό θέατρο και τον κλασικισμό, σε ετούτο και να στραφεί προς το Ευρωπαϊκό δράμα.
Ο Διευθυντής-σκηνοθέτης παρεμβάλλει την αδυναμία της Κλυταιμνήστρας να του επιβληθεί ως φάντασμα, με την αντίστοιχη, ενός άλλου δυστυχισμένου φαντάσματος, The Canterville Ghost . Σειρά έχει το φάντασμα του τραγικού γέρου-φιλόσοφου Φάουστ, ζηλωτή της δύναμης και της σοφίας, που και ετούτο, απορρίπτεται από τον Διευθυντή-σκηνοθέτη , παρόμοια όπως συνέβη, με το φάντασμα της Κλυταιμνήστρας .
Τελικά το φάντασμα του Οθέλλο κατορθώνει να πείσει τον Διευθυντή-σκηνοθέτη για την εκλογή της υπόθεσης, στην οποία πρωταγωνιστεί ως αντιήρωας, τελικά. Η υπόθεση Οθέλλος, επιβάλλεται στον Διευθυντή-σκηνοθέτη, ως μία τραγική ιστορία έρωτα, πάθους και ζήλειας. Θεωρεί ότι αξίζει ν’ ανεβεί στη σκηνή , γιατί όπως υποστηρίζει το φάντασμα του Οθέλλο, πρέπει να κοινοποιηθεί το αίσιο τέλος της ιστορίας του και όχι εκείνο που δίδαξε ο Σαίκσπηρ . Σαν παντοτινός άντρας ο Οθέλλος, ενδιαφέρεται για την εξωτερική εμφάνιση της γυναίκας στο πλάι του. Την περιγράφει: “μια ξανθή γυναίκα-στρουμπουλή, αφράτη,… κ’ ένα κεντημένο μαντηλάκι…” Καθώς ο Οθέλλος του Σαίκσπηρ μπαίνει σε μία νέα διάσταση, χάνει την αλλοτινή γοητεία του. Ο Καζαντζάκης τον απλοποιεί, τον ισοπεδώνει στην πορεία του θεατρικού έργου του, καθώς παρουσιάζεται να είναι τόσο αληθινός όσο και η φανταστική ιστορία του. Ο ποιητής θα μας αποκαλύψει στην πορεία ότι ο δικός του Οθέλλος σκιαγραφεί ένα άλλο πρόσωπο: εκείνο του άρτιου, του ιδανικού ηθοποιού.
Ο Αλέκος στον πρωταγωνιστικό του ρόλο, του Οθέλλο: Ο Αλέκος, ο πρωταγωνιστής του θιάσου, εκ φύσεως ζηλιάρης και νιόπαντρος – γυναίκα του είναι η συνάδελφός του Μαρίκα- αναδύεται στο μυαλό του Διευθυντή-σκηνοθέτη ως το φαβορί, ο ιδανικός χαρακτήρας για την ενσάρκωση του Οθέλλο του Σαίξπηρ. Με γνώμονα τα περί ταύτισης του ηθοποιού με τον ρόλο του και τανάπαλιν, η σκέψη και στη συνέχεια η απόφαση του Διευθυντή-σκηνοθέτη, ενισχύουν την ορθότητα της κρίσης του, ότι δηλαδή ο χαρακτήρας του ζηλιάρη συζύγου στο ο Οθέλλος ξαναγυρίζει, βρίσκει έναν σύγχρονο εκπρόσωπό του στον “ζηλιάρη” ηθοποιό-σύζυγο, Αλέκο.
Έχουμε ήδη πειστεί ότι η προτίμηση του Διευθυντή-σκηνοθέτη, για τον αντιήρωα που εκδικείται από ζήλεια, και των συνεργατών του, επιβάλλεται μάλλον από τους αληθινούς χαρακτήρες των ηθοποιών του θιάσου και όχι από το φύλο αυτών. Ο Καζαντζάκης αποκαλύπτει στον αναγνώστη του ότι ο δικός του Οθέλλος έχει μόνο ένα σημείο επαφής με τον σαικσπηρικό ομόλογό του: ‘τη συζυγική ζήλεια’. Η μεταμόρφωση του Οθέλλο-φάντασμα σε Αλέκο, γίνεται απροειδοποίητα, προκαλεί έκπληξη και εντυπωσιάζει η ανεπαίσθητη θα μπορούσε να πει κανείς, παρέμβαση της νέας τεχνοτροπίας. Περνάμε από το αλλοτινό φανταστικό, στον ρεαλισμό της σκηνής του θεάτρου. Το παιχνίδι των εναλλασσομένων χαρακτήρων στο -διττό για τον κάθε έναν χαρακτήρα ξεχωριστά- γνωστό Ιψενικό τρίγωνο: Οθέλλου-Αλέκου, Δεισδαιμόνας-Μαρίκας, Γιάγου-Μήτσου, κρύβει πολλαπλές εκπλήξεις στην πορεία του έργου. Ο Διευθυντής-σκηνοθέτης κρατά την ιδιότητά του ως το τέλος και μόνο σε σχέση με τον επαγγελματικό ρόλο του, αλλά το κρυφό γράμμα της φιλόδοξης ηθοποιού Μαρίκας –μολονότι φοβάται για τις αντιδράσεις του συζύγου της Αλέκου-, τον μετουσιώνει κάποτε, στον υποτυπώδη ρόλο του σαικσπηρικού Κάσσιου.
Το πολυδιάστατο του έργου: Ο Καζαντζάκης είναι εξαιρετικά κατατοπισμένος, σχετικά με το θεατρικό έργο σα λογοτεχνικό προϊόν αλλά και σαν εφαρμόσιμη θεατρική παραγωγή στον Ελλαδικό χώρο και στην Ευρώπη . Μεταξύ των αμέτρητων φίλων και συνεργατών του στην Ελλάδα , συμπεριλαμβάνονται άτομα που σχετίζονται με το Θέατρο άμεσα ή έμμεσα. Έχει μελετήσει θέατρο, γράφει Θέατρο, γνωρίζει πολλούς θεατρικούς παράγοντες. Υιοθετώντας λοιπόν μία συνισταμένη ιδιορρυθμιών στις τραγωδίες του επιτυγχάνει την αποτελεσματική μετάδοση των μηνυμάτων του. Είναι βέβαιος ότι μολονότι η επαναστατικότητά του επεκτείνεται και σε αυτό το είδους του λογοτεχνήματος, θα βρει την απήχηση που στοχεύει τελικά.
Ο Καζαντζάκης με το Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει δίνει ένα έργο διαφορετικό, που ανήκει περισσότερο στα θεατρικά του της πρώιμης θεατρικής του παραγωγής, ως προς το είδος, τη μορφή, τα μηνύματα, την έκταση του κειμένου, την αφθονία των πηγών που χρησιμοποιεί, τις επιδράσεις που δέχεται από κλασσικούς και συγχρόνους δραματουργούς και τις οποίες άφοβα επιτρέπει να διαφανούν στο κείμενό του. Ο ποιητής, αν και δαιδαλώδης, επιδιώκει ν’ απασχολήσει τη σκέψη του αναγνώστη του με απλά και διαυγή μηνύματα, που αφορούν πέρα από την υπόθεση, το θέατρο συνολικά σαν καλλιτεχνικό-κοινωνικό λειτούργημα ταυτόχρονα όμως και ως κερδοσκοπική επιχείρηση στο πλαίσιο της εποχής του.
Ξεπερνώντας τη βασική διάσταση της υπόθεσης του έργου, ο συγγραφέας επεκτείνεται, απροσδόκητα ίσως, προς άλλες διαστάσεις τεχνικής υφής, παρόμοια με τον Πιραντέλλο στο θεατρικό του: Απόψε αυτοσχεδιάζουμε. Συγκεκριμένα, επισημαίνονται οι ακόλουθες διαστάσεις:
1. Το χρονικό πλαίσιο
2. Το θεατρικό έργο, προϋποθέσεις για την εκλογή του
3. Το Θέατρο καλλιτεχνικό-κοινωνικό λειτούργημα, επιχείρηση
4. Ο ρόλος και τα καθήκοντα του Διευθυντή-Σκηνοθέτη
5. Ο ρόλος (συνείδηση – συναίσθημα – αποστασιοποίηση) τα καθήκοντα, η εμπειρία και το ταλέντο των ηθοποιών
Η ανάλυση των παραπάνω διαστάσεων, αποκαλύπτει τα πιστεύω του ποιητή για την ασυνεννοησία, τη μυστικότητα και τη ζήλεια στη συζυγική ζωή και παράλληλα τα σημαντικά στοιχεία τα οποία σχετίζονται με το Θέατρο το οποίο με τη σειρά του, ως ζωντανό σύνολο, διέπεται από πολλούς, ιδιάζοντες κανόνες.
Εξέταση των παραπάνω διαστάσεων
1. Το χρονικό πλαίσιο, περιλαμβάνει:
α’. έμμεσα: την κλασσική περίοδο (Αισχύλου: Ορεστειάς) και τη νεότερη, τη μετά τον 16ο αι. εποχή (Σαίκσπηρ: Οθέλλος, ο Μουρίτης της Βενετίας, Goethe: Faust, Οscar Wilde: The Canterville Ghost)
β’. άμεσα: την εποχή του ποιητή (Λουίτζι Πιραντέλλο: Απόψε αυτοσχεδιάζουμε και Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα)
γ’. το μέλλον σε προφητικό πλαίσιο, σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία .
Σχετικά με το γ’ του «χρονικού πλαισίου», είναι γνωστό ότι στο ανδροκρατούμενο ελληνικό περιβάλλον της εποχής του ποιητή και υπό την ευρωπαϊκή επίδραση, η γυναίκα δοκιμάζεται στην προσπάθειά της να πετύχει την αναγνώριση της όποιας πνευματικής ή επαγγελματικής της προσφοράς, μεταξύ άλλων περισσότερο παραδοσιακών ιδιοτήτων της. Αργά αλλά σταθερά, αγωνίζεται για την κατάκτηση των δικαιωμάτων της. Είναι η εποχή γυναικών περιωπής, όπως της Πηνελόπης Δέλτα , της Κυβέλης Αδριανού , της Μαρίκας Κοτοπούλη , της Γαλάτειας Καζαντζάκη , της Μέλπως Μερλιέ-Λογοθέτη , της Λιλίκας ή Έλλης Αλεξίου , της Λιλίκας Νάκου , της Μέλπως Αξιώτη , της Διδώς Σωτηρίου , της Μαργαρίτας Λυμπεράκη , της Εύας Βλάμη , της Μελίνας Μερκούρη , της Λιλής Ζωγράφου, και άλλων. Ως διανοούμενη και καλλιτέχνιδα η Ελληνίδα ηγείται κινήματος για τη χειραφέτησή της και μέσα στον δικό της κοινωνικό χώρο. Η επιτυχία της και η επιβολή της δεν εξαρτώνται μόνο από το κοινωνικό της status ή από τον πλούτο της, αλλά και από τη δημοσιότητά της, η οποία συχνά οφείλεται στην υποστήριξή της από κοινωνικούς κύκλους και σε σχέση με το ταλέντο της και τον επαγγελματισμό της.
2. Το θεατρικό έργο, προϋποθέσεις για την εκλογή του : Ο ποιητής διαγράφει ένα πλαίσιο προϋποθέσεων για το προτιμητέο έργο:
“Θέμα μοντέρνο, ζωντανό, της σύγχρονης ζωής μας… Αγωνίες, ελπίδες του καιρού μας… Μα όχι χοντροκοπιές, άξεστο πρώτο υλικό, όπως είναι στη ζωή… Να τις κάμω τέχνη, τέχνη… Να αυτό θέλω!” .
Στον ηθοποιό Μήτσο που προτείνει για θέμα του έργου, τη ζωή όπως τη βλέπει από το παράθυρο του γραφείου, ο πεπειραμένος Διευθυντής-σκηνοθέτης, απαντά με στοχασμό για την μεταμόρφωση του ακατέργαστου υλικού στα χέρια του ποιητή και τονίζει το ρόλο του στην εκτίμηση των όψεων της ζωής και το “λαγάρισμα” αυτών, επιστρατεύοντας την πνευματική του επιδεξιότητα:
“Ακόμα… Ακόμα… Άσε να περάσουν μερικές γενεές… να λαγαρήσει… να γίνει τέχνη… τέχνη… Τώρα είναι ακόμα ακατέργαστο υλικό – ζωή. Δεν το βλέπεις; Μούστος. Άμα κατασταλάξει, Μήτσο, θα γίνει κρασί και θα το πιούμε !”
Ο Πιραντέλλο πιστεύει στη δύναμη του καλλιτεχνικού δημιουργήματος, που αφού φτάσει σε κάποιο ύψος, ξεφεύγει από τα χέρια του δημιουργού του και αποκτά την αυτονομία του. Κάτι ανάλογο διαπιστώνεται και στο Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει. Αφού αρχίζει με μία κατεύθυνση Α από το Διευθυντή-σκηνοθέτη, στην εξέλιξή του λυτρώνεται και χαράζει τη δική του τροχιά. Ανεξαρτητοποιείται, αποβαίνει ένα νέο δημιούργημα υπό την επίδραση δυνατών συναισθημάτων, απροσδόκητων αντιδράσεων και πράξεων του Διευθυντή-σκηνοθέτη και των ηθοποιών που το ερμηνεύουν. Ένα νέο έργο γεννιέται: Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει του Ν. Καζαντζάκη.
3. Το Θέατρο: καλλιτεχνικό–κοινωνικό λειτούργημα – επιχείρηση: Σχετικά με το τι αντιπροσωπεύει το Θέατρο μέσα στο ευρύτερο καλλιτεχνικό φάσμα μιας κοινωνίας και πώς λειτουργεί σαν ανεξάρτητη συλλογική υπόσταση, διακρίνονται κάποιοι ορισμοί:
α’. Τι είναι Θέατρο
β’. Ο σκοπός του Θεάτρου
γ’. Η τέχνη στο Θέατρο.
Θα εξετάσουμε τον καθένα από αυτούς τους ορισμούς χωριστά:
α’. Τι είναι θέατρο: Ο Διευθυντής-σκηνοθέτης μας αποκαλύπτει την άποψη του ποιητή στη συζήτησή του με τον ηθοποιό Μήτσο:
“Το θέατρο είναι παιχνίδι … είναι φαντασία… Παίζουμε… Παίζουμε για να ξεσκάσουμε λίγο απ’ τις καθημερινές έγνιες… Για να τις ξεχάσουμε… όχι για να τις κουβαλήσουμε εδώ μέσα!..”
Και ακόμα:
“Όποιος έρχεται στο θέατρο, σου λέω, αφήνει στο διάδρομο το καπέλο του, το μπαστούνι του και τις έγνιες. Δυο-τρεις ώρες. Παίρνει εισητήρι, ταξιδεύει σε μια χώρα καλύτερη, που υπάρχει μονάχα στη φαντασία μας… Αλαφρώνει. Κι ύστερα παίρνει πάλι το καπέλο του, το μπαστούνι του και τις έγνιες του… Και ξαναγυρίζει λίγο παρηγορημένος στην καθημερινή ζωή…”
Ο Μήτσος ο οποίος έχει ακούσει με προσοχή τον Διευθυντή- σκηνοθέτη συμπεραίνει και αξιολογεί με τη σειρά του το Θέατρο. Του αποδίδει ικανότητες ισχυρής επίδρασης σε τέτοιο βαθμό ώστε να το χαρακτηρίζει ως “το όπιο του λαού!” . Ο συγγραφέας μας επηρεάζει με την άποψή του ως ένα σημείο. Εξαρτάται από την ευαισθησία του θεατή, από τον ψυχισμό του και από τις εμπειρίες του. Η μίμηση των ανθρωπίνων χαρακτήρων και πράξεων στα έργα που παρουσιάζει το Θέατρο κάποτε με θαυμαστό ομολογουμένως τρόπο, επηρεάζουν τον θεατή, μάλλον καταφατικά. Μέσα από την θέαση μορφών της ζωής επηρεάζεται η αισθητικότητα του θεατή. Οι δοθείσες καταστάσεις ερμηνευμένες καταλλήλως από τους ηθοποιούς, συμφωνούν ή διαφωνούν με τη ζωή του θεατή. Επικρατεί η πίστη ότι δίπλα στη διασκέδαση διδάσκεται ή καθοδηγείται.
β’. Ο σκοπός του Θεάτρου: Ο Διευθυντής τονίζει ποιος είναι ο βαθύτερος σκοπός του Θεάτρου. Το θέαμα στοχεύει στη απαλλοτρίωση του κοινού από την καθημερινότητα. Τονίζει με στόμφο την προσφορά του θεάτρου ως λειτούργημα πλέον και ως μέσον διακύμανσης των ενδόμυχων πτυχών της ανθρώπινης ψυχής, των διαστάσεών της που αναδύονται κάτω από απροσδιόριστες καταστάσεις: “Να δουν” οι θεατές και να κατανοήσουν “τι γκρεμός είναι η ψυχή του ανθρώπου και να τρομάξουν μια στιγμή…” .
Η γραμμή που χωρίζει τον ορισμό α’. από τον β’. αποτελεί είδος αμυδρής απόχρωσης στον γενικό ορισμό του Θεάτρου.
γ’. Η τέχνη στο Θέατρο:
“Όχι έτσι! Θα της σπάσεις το χέρι! Μη σέρνεις αγριοφωνάρες! Να συγκρατιέσαι. Η τέχνη δεν είναι βάρβαρο ασυνάρτητο ξέσπασμα… Πόσες φορές να σας το πω; Είναι πειθαρχημένο πάθος” .
Ο Διευθυντής-σκηνοθέτης αναφερόμενος στην τέχνη μιλά για “πειθαρχημένο πάθος”. Ο πρωταγωνιστής του Αλέκος ως Οθέλλος, είναι ακριβώς το αντίθετο. Δεν έχει τη δύναμη της αυτοκυριαρχίας. Δεν μπορεί να κρύψει το συναίσθημά του της ζήλειας έναντι της Δεισδαιμόνας-Μαρίκας, να χαλιναγωγήσει το πάθος που τον έχει κατακυριέψει υπό την επίδραση του ρόλου του. Η βάναυση συμπεριφορά του έναντι της Δεισδαιμόνας-Μαρίκας προδίδει ότι έχει χάσει τον έλεγχο του εαυτού του. Αυτό εξοργίζει τον Διευθυντή-σκηνοθέτη μόλο που είχε πετύχει το επιδιωκόμενο: την ταύτιση του Αλέκου με τον τραγικό σαιξπηρικό Οθέλλο. Με τη σειρά του λοιπόν παύει να συγκρατείται και φωνάζει προσπαθώντας να επικοινωνήσει μαζί του τα καθήκοντά του, του ηθοποιού και τον σωστό τρόπο συνεργασίας των ηθοποιών πάνω στη σκηνή και άσχετα με τα προσωπικά τους συναισθήματα.
Ο νιόπαντρος και ζηλιάρης Αλέκος ενδεδυμένος τον ρόλο του Οθέλλο, βρίσκει την ευκαιρεία απροκάλυπτα πλέον να δείξει το πάθος της ζήλειας του. Ο Διευθυντής-σκηνοθέτης που προσπαθεί από το πόστο του να ισορροπήσει τις καταστάσεις που δημιουργούνται επί της σκηνής και να ωθήσει τους ηθοποιούς να αποστασιοποιηθούν από τον ρόλο τους, να αφαιρέσουν σαν ένα ρούχο την προσωπικότητά τους από το σώμα τους και να φορέσουν τον ρόλο τους σαν ένα άλλο-ξένο, απαιτεί τώρα την αυτοκυριαρχία του Αλέκου-ηθοποιού, για την τέχνη και για τίποτα περισσότερο, όταν υποδεικνύει:
“Δεν είναι τέχνη αυτό, σου λέω!.. Λαγάρισε το πάθος, καθάρισε την καρδιά σου. Ανέβα απάνω από την καθημερινή ζωή, κάμε τέχνη!………… Δεν είναι αυτό θέατρο…”
Ως τώρα έχει βγει ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα: ότι η τέχνη που δημιουργείται στο θέατρο, είναι η συνισταμένη των προσπαθειών των ταλαντούχων, Διευθυντή-σκηνοθέτη και των ηθοποιών, καθώς δημιουργούν επί της σκηνής, καθοδηγούμενοι από πολύπλοκους κανόνες, τεχνικούς, αισθητικούς και ηθοπλαστικούς.
4. Ο ρόλος και τα καθήκοντα του Διευθυντή-σκηνοθέτη: Ο ποιητής οριοθετεί ένα αυστηρό πλαίσιο συμπεριφοράς και υποχρεώσεων για εκείνους που υπηρετούν το θέατρο. Από τη θέση του στην κορυφή στην πυραμίδα του οργανισμού, επωμίζεται επίπονες ευθύνες. Πλην της εκλογής του κατάλληλου έργου, σπουδαίο χρέος του είναι να απονέμει τους ρόλους με βάση την προσωπικότητα ενός εκάστου των ηθοποιών του. Ο Διευθυντής-σκηνοθέτης έχοντας υπόψη τους δύο Οθέλλο: το πρότυπο, τον Οθέλλο του Σαίκσπηρ και τον Αλέκο-Οθέλλο (κατά μίμηση του σαιξπηρικού), απευθύνεται στον δεύτερο συσταίνοντάς του, να “μην αγριεύει” όπως ο Μουρίτης στρατηγός, και δικαιολογείται με το διφορούμενο: “τα νεύρα μας έγιναν ντελικάτα τώρα, στρατηγέ μου” . Αποβλέπει στο να υπογραμμίσει και να προειδοποιήσει για το αναμενόμενο άγχος όλων των παραγόντων κατά τη διάρκεια της εργασίας τους στη σκηνή, κυρίως όμως το άγχος του Οθέλλου «του», του Αλέκου, στο ρόλο του πρωταγωνιστή.
Για τη σωστή παραγωγή του έργου, εξυπακούεται η στενή συνεργασία του με τους ηθοποιούς και η επιβολή πειθαρχίας. Φαινομενικά ασυγκίνητος και αδιάφορος για τα προσωπικά αισθήματα των ηθοποιών επάνω στο σανίδι της σκηνής, διδάσκει, παραινεί και κατευθύνει, ασκώντας διαρκή πίεση. Έχοντας υπόψη του τους συντελεστές της επιτυχίας, στην “ανάγκη” , χρησιμοποιεί ανορθόδοξους ή επικίνδυνους τρόπους. Υπεράνω όλων τίθεται η επιτυχία του θεατρκού έργου.
Η επιβεβαίωση του Οθέλλο προς τον Διευθυντή-σκηνοθέτη ότι θα γίνει “αρνάκι’’, αφού πρώτα κομματιάσει τον Γιάγο (Iago στον Σαίκσπηρ) για το κακό που του έκανε, μολονότι αστεία και ταυτόχρονα φλεγμονική, είναι το ζητούμενο. Αυτό που ακριβώς επιδιώκεται στο έργο που δημιουργείται, δηλαδή η ανάδυση της τραγικότητας μέσα από τη σάτιρα. Οι αντιδράσεις του Οθέλλο-Αλέκου ή τανάπαλιν, όχι μόνο δεν αγγίζουν τον διευθύνοντα την όλη παραγωγή, αλλά τον ικανοποιούν στο έπακρο, τελικά.
Το σατιρικό στοιχείο του έργου ενισχύεται από αποκαλύψεις όπως αυτή της επιθυμίας του νέου πλέον Οθέλλο (Αλέκου) να εγκατασταθεί στην εξοχή με τη Δεισδαιμόνα, να ασχολείται με τον κήπο του και να κάνει μια ντουζίνα αρσενικά “αραπόπουλα”, δεν τον κολακεύει ως ήρωα της δικής του περιωπής. Τελικά οι αποκαλύψεις, πρώτα του ονείρου του, των σχεδίων του για το μέλλον του και ακόμη περισσότερο όταν ομολογεί την ελπίδα του πως με τη σύνταξη του στρατηγού, θα περνά: “Ζωή και κότα” , εξαλείφουν και το τελευταίο ίχνος αίγλης του πρότυπου, του σαιξπηρικού Οθέλλο.
Χαρακτηριστική καινοτομία στο Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει, είναι το ενοχοποιητικά μυστικό γραμματάκι της επαγγελματικά φιλόδοξης Δεισδαιμόνας-Μαρίκας, προϊόν της εφευρετικότητας του Διευθυντή-σκηνοθέτη, αντί για το μαντήλι της Δεισδαιμόνας στο έργο του Σαίκσπηρ. Ο Οθέλλος-Αλέκος που το ανακαλύπτει θυμωμένος ρωτά το συνάδελφό του Γιάγο-Μήτσο αν και ετούτο το θεωρεί “παιχνίδι” του Διευθυντή-σκηνοθέτη. Εκείνος από οίκτο του αποκαλύπτει για το σχέδιο-στόχο του Διευθυντή: “να βγει από τα ίδια τα σπλάχνα” τους “το έργο του”. “Κατάλαβες τι σατανική εφεύρεση;” ρωτά τον Οθέλλο-Αλέκο, προσπαθώντας να τον βοηθήσει στην κατανόηση του ρόλου του , στην κατανόηση των ενεργειών του Διευθυντή- σκηνοθέτη.
Η αγωνία του Διευθυντή-σκηνοθέτη για την ποθητή επιτυχία του έργου, κορυφώνεται στην τρίτη πράξη και αποδεικνύει το δικό του βαρύ χρέος για την προσφορά του στη τέχνη του Θεάτρου. Μιλά για την “ανάγκη”, το επιτακτικό χρέος του, του Διευθυντή, πού θα πρέπει να χαράξει τη χρυσή τομή ώστε να μη συγκρουστούν οι χαρακτήρες και τα συμφέροντα όλων των παραγόντων, κυρίως όμως το γενικό συμφέρον: εκείνο της επιτυχίας του θεατρικού έργου που ανεβάζουν. Λέει λοιπόν:
“Πώς θα πάρει άραγε φωτιά ο Οθέλλος χωρίς όμως να καεί… Ίσια ίσια όσο μου χρειάζεται;…….. Βγαλμένα όχι από το αθάνατο κείμενο παρά από τη ζωντανή καρδιά του ανθρώπου… και πώς θα μπορέσω να συγκρατήσω και να οδηγήσω το πάθος του και να το κάμω τέχνη; Βαρύ, επικίντυνο έργο… Δύσκολο, δύσκολο πολύ… Σα να θες να κάμεις αγάλματα μα όχι από πηλό ή πέτρα παρά από φλόγες… Αχ! η ψυχή του ανθρώπου!…… Κάποτε η καρδιά μου πιάνεται… Μου έρχεται να φωνάξω… ν’ ανοίξω τα μάτια της… να δουν… Μα κρατιέμαι… Όχι! όχι! Έτσι πρέπει να γίνει είναι ανάγκη!” .
Και εδώ όπως σε όλα τα θεατρικά του Καζαντζάκη μία γυναίκα, η ηθοποιός Μαρίκα-Δεισδαιμόνα, σπρώχνει τον ήρωα Οθέλλο-Αλέκο στην κορυφή, η οποία στην προκειμένη περίπτωση εκπροσωπείται από την τέλεια ερμηνεία ενός δύσκολου ρόλου, του Καζαντζακικού -αυτή τη φορά- ήρωα Οθέλλο -αντιήρωα στην ουσία-, ο οποίος δολοφονεί άδικα την αγαπημένη του Δεισδαιμόνα, υποκινούμενος από την αρρωστημένη ζήλεια του.
5. Ο ρόλος και τα καθήκοντα των ηθοποιών: Στο Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει, ο ποιητής υποδεικνύει ότι οι ηθοποιοί παρουσιάζονται επί της σκηνής χωρίς κάποια ιδιαίτερη αμφίεση: “με τα καθημερινά τους ρούχα, αμακιγιάριστοι. Κάθε πρόσωπο μπορεί να πάρει το όνομα του ηθοποιού που το παίζει”.
Τα “καθημερινά ρούχα” και η απουσία του μακιγιάζ, διέπουν την ανεπιτήδευτη παρουσίαση, την άνεση κινήσεων, την συνειδητοποίηση της προσωπικής απόδοσης του δοθέντος ρόλου. Ουσιαστικότερος όμως στόχος του Διευθυντή-σκηνοθέτη είναι να παροτρύνει τον ηθοποιό στην απόδοση του ρόλου του χωρίς τη μάσκα του μακιγιάζ, σα να θέλει να γυμνώσει παράλληλα την προσωπικότητά του τη στιγμή της ταύτισής του με το ρόλο του: να παίξει έτσι συμμετέχοντας “ψυχή τε και σώματι”. Μ’ αυτόν το τρόπο ο ρόλος παύει να είναι επιδερμικός, αποβαίνει συναίσθημα συμβατικής ταυτοποίησης. Ο Διευθυντής-σκηνοθέτης πετυχαίνει την τέλεια ταυτοποίηση του χαρακτήρα του φανταστικού ήρωα, με τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή του, Αλέκου, ο οποίος με τη σειρά του -ως από φυσική ροπή- και ως να έχει δεχτεί με είδος ένεσης στο αίμα του, το μυστήριο της ταυτοποίησής του με τον φανταστικό ήρωα του σαικσπηρικού Οθέλλο, παγιδεύεται στο ρόλο του σαν υπνωτισμένος. Το εγχείρημα του Διευθυντή-σκηνοθέτη εκλαμβάνεται, ως άκρως επικίνδυνο για τον ευαίσθητο ηθοποιό.
Αποδεικνύεται πως η ηθοποιία παρά το γεγονός ότι παρουσιάζεται να έχει δική της υπόσταση-διάσταση, στην πραγματικότητα διατελεί υπό εξάρτηση. Ο επαγγελματίας ηθοποιός με τη συμμετοχή του στην υψηλή τέχνη του Θεάτρου, μεταλαβαίνει της δυνατότητας ν’ απολαύσει το ζητούμενο: να ενσαρκώσει αγαπημένους ρόλους, να μεθύσει από την επιτυχία του, να αισθανθεί ότι αποβαίνει το αγαπημένο είδωλο των θεατών, να ερωτευτεί και να τον ερωτευτούν θαυμαστές ή θαυμάστριες, στοιχεία τα οποία συνδέονται με την όποια βαθμίδα δημοτικότητας και επιτυχίας, δίπλα στα όποια οικονομικά κέρδη τα οποία θα απολάβει.
Υπάρχει όμως και άλλο πρόσωπο του ιδίου νομίσματος: το τίμημα της τέχνης όχι σπάνια αποβαίνει βαρύ, καθώς ο ηθοποιός ως άτομο ζωντανό, διακινείται μόνιμα ανάμεσα στην προσωπική του ζωή και σε εκείνη του Θεάτρου, στοιχεία, τα οποία από κοινού σχηματίζουν μία συνισταμένη ανεξαρτήτων διαστάσεων που επιδρούν αλλήλοις. Εάν λοιπόν πρωταρχικό καθήκον του ηθοποιού είναι να δίνει τον εαυτό του στο Θέατρο τότε η προσωπική του ζωή οφείλει να απαλλοτριώνεται από την επαγγελματική. Στέκει όμως αυτό απόλυτα; γιατί τότε θα γινόταν λόγος όχι απλά για διττή ζωή, αλλά για διττή προσωπικότητα, αφενός την αληθινή και αφετέρου εκείνη του ρόλου που υποδύεται.
Ο Καζαντζάκης θέλει να πιστεύουμε ότι αυτό είναι και δεν είναι εφικτό. Η ηθοποιία, ανεξάρτητη, ως τέχνη, επηρεάζει και επηρεάζεται από την προσωπικότητα των ασκούντων αυτήν. Ως τέτοια συχνά προκαλεί ρήξη μεταξύ της ατομικής και της επαγγελματικής ζωής εκείνων οι οποίοι την ασκούν. Πόσοι από τους ηθοποιούς έχουν τη δύναμη να αποστασιοποιούνται του εκάστοτε ρόλου τους, και να μπορούν να ζουν ανεπηρέαστοι την προσωπική τους ζωή ; Το επόμενο ερώτημα είναι: ζητείται από τους ηθοποιούς να ηγούνται διττού βίου για όσο διάστημα υποδύονται έναν ρόλο; Η απάντηση είναι και ναι και όχι. Αυτό θα ήταν το ιδεώδες για την ακεραιότητα της προσωπικότητας του ηθοποιού, αλλά είναι γεγονός ότι ούτε αυτό ισχύει απόλυτα. Συμπέρασμα: Η αποστασιοποίηση του ηθοποιού από τον ρόλο του είναι ευχής έργο, ένας άθλος ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις αποβαίνει ακατόρθωτος. Από το συμπέρασμα αυτό, το δεύτερο σκέλος, αφορά τον ηθοποιό Αλέκο, καθώς όταν υποδύεται το ρόλο του καζαντζακικού Οθέλλο αδυνατεί να αποστασιοποιηθεί από αυτόν. Δεν μπορεί ως προσωπικότητα, χαρακτήρας, ή ψυχή, να σταθεί απέναντι από τον ρόλο του και να τον αντιμετωπίσει σαν ανεξάρτητη, φανταστική υπόσταση, ξένη προς τον εαυτό του. Του δίνεται με πάθος για την άψογη ερμηνεία του και ακούσια ή εκούσια ταυτίζεται απόλυτα μαζί του. Κατά συνέπεια χαρακτηριστική είναι η δικαιολογημένη αντίδρασή του στην τρίτη πράξη, όπου κλιμακώνεται το πάθος της θανάσιμης ζήλειας του προς τη Δεισδαιμόνα-Μαρίκα. Έχοντας ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του κάποια στιγμή –επιστρέφοντας δηλαδή στην προσωπική του πραγματικότητα τη δεδομένη στιγμή-, αντιδρά εναντίον του Θεάτρου όχι μόνον ως καλλιτεχνικού και οικονομικού οργανισμού, αλλά κυρίως για την επίδραση που ασκεί στην προσωπικότητά του. Κατηγορεί το Θέατρο ως ηθικό αυτουργό εκείνου που αισθάνεται και εκείνου που παρασύρεται να πράξει. Απευθύνεται προς τον διευθύνοντα τον οργανισμό του Θεάτρου αλλά και το πλήθος, του οποίου η παρουσία αποτελεί σπουδαίο παράγοντα για την ύπαρξη και την επιβίωσή του:
“Στο διάολο η παλιοπαράγκα σου, οι εισπράξεις, το εμπόριο! Κλείνει το κατάστημα, Κυρίες και Κύριοι! Ξεπουλήσαμε όλους τους πόνους, τα δάκρυα, τα σωθικά του ανθρώπου! Ξεπουλήσαμε όλα τα παχιά λόγια, τις παρομοιώσεις, τις λιγούρες, τις προστυχιές, τους έρωτες… Καληνύχτα σας! Το κοκόρι πια δε θέλει να παλέχει… Δεν μπορεί, αφέντες μου, δεν μπορεί… Να! Κοιτάχτε το! Απόμεινε χωρίς φτερά, χωρίς νύχια, χωρίς μάτια… Και τρέχουν τα αίματα… Καληνύχτα σας αφεντικά… Δε θέλω να τη σκοτώσω… Δε θέλω…”
Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει επιτρέπει στον αναγνώστη να διακρίνει άνετα τη σύγκρουση των διαφορετικών διαστάσεων ανάμεσα στις οποίες διακινούμενος ο ηθοποιός, ταλανίζεται. Τελικά όμως καθήκον και συμφέρον του είναι η όποια υποχώρηση, συμβατικότητα ή ποσοστό συμβολής που του υπαγορεύονται, για το συμφέρον του Θεάτρου όχι μόνο ως καλλιτεχνικού, κοινωνικού λειτουργήματος αλλά και ως επιχείρηση.
6. Το Κοινό : Το Κοινό αναντίρρητα αποτελεί, ζωτικότατο κύτταρο του Θεάτρου. Χωρίς κοινό δεν υφίσταται Θέατρο. Τα παρόμοια άλλωστε ισχύουν για οποιαδήποτε εκδήλωση που αφορά την προσέλευση κοινού, θεατών-ακροατών. Αν δε γεμίσουν τα καθίσματα δε σημειώνεται αυτό που λέμε επιτυχής θεατρική παράσταση, επιτυχής ομιλία, επιτυχής παρουσίαση ενός βιβλίου, κτλ. κτλ.
Ο Διευθυντής-σκηνοθέτης, ως συντονιστής του Θεάτρου, φροντίζει για τη θετική αντίδραση του Κοινού. Η επιτυχία του Θεάτρου συνδέεται άμεσα με την ποιότητα του τελικού προϊόντος και το μέτρο της επιτυχίας του καθορίζεται από την κριτική του κοινού. Το χειροκρότημα είναι η αυθόρμητη έκφραση επιδοκιμασίας του ενθουσιώδους κοινού, αυτό που εκλαμβάνεται ως η απόλαυση του ηθοποιού, αυτό που τον ελκύει μέχρι το τέλος της ζωής του και τον ωθεί να μην μπορεί ν’ αποχωριστεί τα ‘φώτα της ράμπας’, κάποτε και με το κόστος της σχέσης του με αγαπημένα πρόσωπα.
Στο Ο Οθέλλος Ξαναγυρίζει, ο ποιητής τοποθετεί στο κοινό μερικούς “βαλτούς” θεατές, παρόμοια με τον Πιραντέλλο στο έργο του Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε. Ρόλος τους είναι να υπογραμμίσουν την αδιόρατη γραμμή μεταξύ της αλήθειας και της φαντασίας . Το πείραμα σημειώνει επιτυχία. Ο ευαισθητοποιημένος θεατής επηρεάζεται σε υψηλό βαθμό, καθώς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει την τεχνική του εμπνευσμένου σκηνοθέτη, ως προς την επιτυχία του έργου.
Ο Οθέλλος-Αλέκος όμως με την πειστικότητα της απόδοσης του ρόλου του, πετυχαίνει και αναστατώνει τους θεατές. Έχουν πειστεί ότι ο Οθέλλος-Αλέκος, ο ζηλόφθονος σύζυγος, ο πρωταγωνιστής του δράματος, αληθινά σκοτώνει επί της σκηνής τη Δεισδαιμόνα-Μαρίκα. Άλλωστε ο Διευθυντής-σκηνοθέτης βοηθάει στην περαιτέρω εδραίωση της πρώτης εντύπωσης, καθώς συμβουλεύει να καλεστεί η αστυνομία. Ο Γιάγος-Μήτσος με τη σειρά του ενισχύει αυτή την πίστη, πλέον, αφού αντί να την αποκαλέσει Δεισδαιμόνα όταν την μεμψιμοιρεί, χρησιμοποιεί το πραγματικό της όνομα: “δύστυχη Μαρίκα” . Είναι ‘φανερό’ ότι έχει συμβεί το αναπόφευκτο. Παύει λοιπόν η Μαρίκα να παριστάνει τη Δεισδαιμόνα. Έχει αφανιστεί ως Μαρίκα από το χέρι του συζύγου της, Αλέκου. Ο ρόλος τους τους παρέσυρε σ’ ένα αληθινά τραγικό τέλος, πέρα από την παράσταση και την υποκριτικότητα ως ηθοποιών! Ο Οθέλλος-Αλέκος γελά σαν τρελός. Έχει αποδώσει το ρόλο του πιστά: σκότωσε τη Δεισδαιμόνα-Μαρίκα! Όλοι έχουν πεισθεί ότι ο Οθέλλος ή Αλέκος σκότωσε τη Δεισδαιμόνα ή Μαρίκα. Από την πλατεία τρεις “βαλτοί” ρωτάν τι ακριβώς συμβαίνει. “Σκοτώστε τον το φονιά” φωνάζει κάποιος . Το θεατρικό έχει κριθεί: έχει διασφαλιστεί η επιτυχία του. Αν υπήρχε ένας δείκτης αλήθειας εκείνη τη στιγμή οι θεατές θα ανέβαζαν την βελόνα του, στο μέγιστο ποσοστό της. Ο Διευθυντής-σκηνοθέτης κρατάει το κλειδί του μυστικού, υποκλίνεται στο κοινό και συμβουλεύει ηρεμία. Η αποκάλυψη έρχεται με χαριτωμένο τρόπο: η Δεισδαιμόνα σηκώνεται, ο Γιάγος πηδά στη σκηνή και ο Οθέλλος χαμογελά και υποκλίνεται στο κοινό. Το τέλος που ανακουφίζει τους εν απορία θεατές, ενισχύει τη συγκεκριμένη άποψη για το δράμα, την πειστική εμψύχωση των ηρώων του και την επιτυχή σκηνοθεσία του.
Επιτέλους το Καζαντζακικό πείραμα ολοκληρώνεται. Η έκπληξη που επιφυλάσσεται στο τέλος του έργου, είναι τελικά ο καρπός της σύλληψης του επιδέξιου Διευθυντή-σκηνοθέτη: να διδάξει ένα πρωτοποριακό, για τα ελληνικά δεδομένα θεατρικό έργο, μέσα από ένα πλαίσιο προϋποθέσεων για το Θέατρο ως λειτούργημα καλλιτεχνικό, κοινωνικό αλλά ταυτόχρονα και ως οικονομικό ίδρυμα.
Ο Διευθυντής-σκηνοθέτης έχοντας επωμιστεί πλήρη την ευθύνη του επικίνδυνου πειράματος της ταύτισης των χαρακτήρων των ηθοποιών του θιάσου του με εκείνους των ρόλων του δράματος, πέτυχε στο να πείσει τους θεατές τους. Ως διευθύνων απέδειξε υπευθυνότητα στην επιλογή: α’ των ηθοποιών του, β’ του θεατρικού έργου, γ’ στη συγκέντρωση της προσοχής του στην κατά βήμα απόδοση της υποκριτικής τέχνης των ηθοποιών του. Με το κατάλληλο έργο, με ένα ζωντανό παράδειγμα παρμένο μέσα από τη σύγχρονη εποχή, πέτυχε να υπογραμμίσει τις φοβερές συνέπειες του κτητικού εγωισμού, της έλλειψης διαλόγου, του αχαλιναγώγητου πάθους της ζήλειας, διαχρονικά ανθρώπινα μειονεκτήματα αλλά συχνά και χαρακτηριστικά στις σχέσεις μεταξύ δύο αγαπημένων, μεταξύ δύο συντρόφων, μεταξύ των δύο φύλων. Ακολουθώντας το ταλέντο του, την εμπειρία του και το ένστικτό του και εφαρμόζοντας τη δική του πρωτότυπη πορεία, έδωσε στο θεατρόφιλο κοινό “το άλλο” έργο, μία πολυδιάστατη υπόθεση, έναν ανορθόδοξο Οθέλλο, όπου το ύστατο και επικίνδυνο ανθρώπινο πάθος της ζήλειας, μπορεί να συγκλονίσει, ακόμη και μεταμφιεσμένο σε είδος κωμωδίας. Αποδεικνύεται ότι οι συμμέτοχοι του οργανισμού ‘Θέατρο’ από κοινού με το Κοινό, μπορούν να παραλληλιστούν με παλινδρομικά κύματα που αλληλοεξαρτώνται μέσα στο χώρο όπου συν-διδάσκονται το όποιο δράμα.
Ο Καζαντζάκης μας έδωσε ένα πολύ ενδιαφέρον δράμα. Μέσα από τη ρευστή πολυπλοκότητά του μας μύησε στο δίλημμα και στο άγχος των ταλαντούχων ηθοποιών, στην ψυχολογία του ευσυνείδητου -προς πάσα κατεύθυνση-σκηνοθέτη και όλων μαζί αυτών των παραγόντων-και πολλών άλλων που εργάζονται στα παρασκήνια- και οι οποίοι συνιστούν τον οργανισμό ‘Θέατρο’. Μας μύησε στον αγώνα τους για την επίτευξη του τέλειου αποτελέσματος με απώτερο στόχο τελικά, να κερδίσουν τις εντυπώσεις του θεατρόφιλου Κοινού που αποτελεί το θερμόμετρο της επιτυχίας του οργανισμού ‘Θέατρο’.
Βιβλιογραφία-Βοηθήματα
Johann Wolfgang Von Goethe, Faust, Parts One & Two, translated by George Madison Priest, Publisher William Benton, Great Books Britannica, 24th printing, 1982.
Ερρίκος Ίψεν, Βρικόλακες, Μετάφραση Γ.Ν. Πολίτης, Πρόλογος Φώτος Πολίτης, (Henrik Ibsen, Gengangere), σειρά Παγκόσμιο Θέατρο, αρθ. 46, Βιβλιοπωλείο Δωδώνη.
Henrik Ibsen, Hedda Gampler, adapted by John Osborne, London & Boston 1989.
Ν. Καζαντζάκης, Ιουλιανός ο Παραβάτης, Θέατρο, Β’ Τόμος, Εκδόσεις Ε. Καζαντζάκη, Αθήνα 1998, σ.σ. 125-319.
Ν. Καζαντζάκης, Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει, Νέα Εστία, έτος 1962, τεύχος 848, σ.σ. 1522-1569.
Κ. Παλαμάς, Τρισεύγενη (Δράμα σε τέσσερα μέρη), Άπαντα, Τόμος τέταρτος, Β’ έκδοση, Γκοβόστης, “Πρόοδος”, Αθήναι, σσ. 183-292.
Λουίτζι Πιραντέλλο, Απόψε αυτοσχεδιάζουμε (Luizi Pirandello, Questa sera sirecita a sogetto), Πρόλογος-Μετάφραση: Δημήτρης Μυράτ, Σημείωμα: Μάριος Πλωρίτης, “Δωδώνη”, Σειρά Παγκόσμιο Θέατρο: Αριθ. 60, σσ. 13 και 27.
Π. Πρεβελάκης, Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας, Αθήνα 1958, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σ. 334.
Π. Πρεβελάκης, Τετρακόσια Γράμματα, του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, Εκδόσεις Ε.Καζαντζάκη, Αθήνα 1984, σ. 385.
Shakespeare (The Illustrated Stratford), Othello, The Moor of Venice, Chancellor Press, London 1982, pp. 863-893.
Αύγουστος Στρίντμπεργκ, Ονειρόδραμα (Augustus Strindberg, Ett dromspel), Μετάφραση Αλέξης Σολομός, Εκδόσεις “Δωδώνη”, Αθήνα-Γιάννινα 1986.
Αύγουστος Στρίντμπεργκ, Η Σονάτα των φαντασμάτων, (Augustus Strindberg, Spoksonaten) μετάφραση: Κ.Δαμιανού, Παγκόσμιο θέατρο Εκδόσεις “Δωδώνη”, Αθήνα-Γιάννινα, 1986, σ. 28).
Αύγουστος Στρίντμπεργκ, ο Πατέρας (Augustus Strindberg, The Father) Εισαγωγή μετάφραση: Ανδρέας Μαραγκός, Εκδόσεις “Δωδώνη”, Αθήνα-Γιάννινα 1985 Τραγωδία σε τρεις πράξεις.
Α. Στρίντμπεργκ, Δεσποινίς Τζούλια (Fraulein Zulie), Μετάφραση: Πέλος Κατσέλης, Πρόλογος: Άγγελος Τερζάκης, Σειρά: Παγκόσμιο Θέατρο, Αριθ. 57, εκδόσεις “Δωδώνη”, Αθήνα σ. 84.
Oscar Wilde (The Complete Stories, Plays and poems), The Canterville Ghost , O’ Mara Books Ltd., London 1990, p.p. 201-202.