α. Θεσσαλονίκη, η Νύμφη του Θερμαϊκού : Άλλες ενδιαφέρουσες πόλεις της Μακεδονίας
Στο περαιτέρω κείμενο εξετάζεται χωριστά η όμορφη πρωτεύουσα της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, την οποία ο λαϊκός τραγουδιστής την αποκάλεσε «Μεγάλη Φτωχομάνα! » αλλά και μερικές άλλες πόλεις ή τοποθεσίες της Μακεδονίας, με ιδιάζοντα γεωγραφικό, ιστορικό ή Θρησκευτικό χαρακτήρα: Σέρρες, Δράμα, Κοστί, Στάγειρα Αμφίπολη, Άγιον Όρος, Καβάλα….
Γενικά: Επιστρέφοντας στον ίδιο δρόμο ερχόμαστε τώρα στην Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, η οποία ιδρύθηκε το 315 π. Χ. από τον Μακεδόνα βασιλιά Κάσσανδρο, γιο του στρατηγού Αντίπατρου. Το αρχαιότερο όνομα της Θεσσαλονίκης είναι Θέρμη, εξ ου και η ονομασία του κόλπου της, Θερμαϊκός. Ο ίδιος ο Κάσσανδρος την βάφτισε Θεσσαλονίκη, δίνοντάς της το όνομα της γυναίκας του Θεσσαλονίκης, θυγατέρας του Φιλίππου του Β’ και αδερφής του Μ. Αλεξάνδρου, από άλλη μητέρα. Η Θεσσαλονίκη γεννήθηκε όταν ο Φίλιππος επιδιδόταν επιτυχώς στην επέκταση του κράτους του στην Θεσσαλία. Επιστρέφοντας νικητής στην Πέλλα, ανήγγειλε ότι το νέο του παιδί θα ονομαζόταν Θεσσαλονίκη, δηλαδή: «Νίκη στην Θεσσαλία».
Η Θεσσαλονίκη αποτελεί την κορωνίδα της Ελλάδας στην βόρεια επικράτειά της, και επεκτείνεται μεταξύ του Ιονίου πελάγους Δυτικά, και του Έβρου, Ανατολικά. Ως η δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Ελλάδας, θεωρείται η συμπρωτεύουσά της, δίπλα στην πρωτεύουσά της Αθήνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι βρίσκεται υπό την σκιά της ή ότι την αμιλλάται. Η Νύμφη του Θερμαϊκού έχει τον δικό της χαρακτήρα, τουτέστιν, ζωηρή νυχτερινή ζωή, καλά μουσεία, σκόρπια ρωμαϊκά ερείπια και σπουδαίες Βυζαντινές εκκλησίες. Ολόκληρη η περιοχή, συμπεριλαμβανομένης και της γραφικής Χαλκιδικής χερσονήσου, απλωμένη καθώς είναι ως την Μεσόγειο, προσφέρει οράματα προόδου. Για τον ίδιο λόγο οι Αθηναίοι και οι Χαλκιδείς της Ευβοίας, αποίκησαν την Χερσόνησο τον 7ο αι. π. Χ., εξ ου και το όνομά της (Χαλκιδική).
Με την επιβολή των Ρωμαίων το 168 π. Χ., η Θεσσαλονίκη αποβαίνει πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Η θέση της επί του Θερμαϊκού, οδήγησε στην κατασκευή της Εγνατίας οδού από τους Ρωμαίους, ώστε να διευκολύνεται η όποια είδους επικοινωνία από την Αδριατική ως τον Ελλήσποντο, ή τα Δαρδανέλλια. Λόγω της στρατηγικής θέσης τους η Θεσσαλονίκη και η γύρω περιοχή, υπέστησαν τις συνεχείς επιδρομές και τις καταστροφές των σλαβικών φύλων από το Βορρά και επιπλέον των Γότθων και των Γαλατών, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της βαθμιαίας παρακμής, της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου.
Ιστορικές περίοδοι: Αξίζει να σημειωθούν εδώ, κάποιες σημαντικές ιστορικές περίοδοι της Θεσσαλονίκης καθώς και η ικανότητά της να εξασφαλίζει συχνά κάποια προνόμια ή κάποιες ευνοϊκές συνθήκες, με τους εκάστοτε κατακτητές της, για την διατήρηση των παραδόσεών της. Καταγράφω λοιπόν χρονολογικά, όσες υπέπεσαν στην αντίληψή μου:
*Το 904, ο Λέων ο Τριπολίτης, Άραβας ναύαρχος, από την Τρίπολη της Φοινίκης, κυριεύει και λεηλατεί την Θεσσαλονίκη.
*Το 1185 η Θεσσαλονίκη λεηλατείται από τους Νορμανδούς και
*Την περίοδο 1204-1207 αποβαίνει φέουδο – βασίλειο του Μαρκήσιου Βονιφατίου του Μομφερατικού (1154-1207), ενός από τους αρχηγούς της Δ’ Σταυροφορίας.
*Το 1205, ο σταυροφόρος αυτοκράτορας Βονιφάτιος, εγγυάται με επίσημα σφραγισμένο έγγραφο, την φύλαξη των εθίμων του λαού της Θεσσαλονίκης και την ελευθερία της πόλης .
*Το 1243, η Θεσσαλονίκη διαπραγματεύεται με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη, για την επιστροφή της στους κόλπους της Αυτοκρατορίας και πετυχαίνει εκ νέου μία εγγύηση για την διατήρηση των δημοτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών της .
*Το 1246, η Θεσσαλονίκη υπεισέρχεται εκ νέου στο Βυζάντιο (όπως στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο).
*Το 1343, η πόλη παραδίνεται στην λαίλαπα του εμφυλίου πολέμου και επικρατεί το επαναστατικό καθεστώς των «Ζηλωτών» .
*Το 1423, ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος παραδίνει την πόλη εν ονόματι του και εν ονόματι του ονόματος των πολιτών της, στους Βενετούς, με τον όρο τον οποίο αποδέχεται η Βενετία, ότι ως οι νέοι κύριοι της πόλης, θα εγγυούνταν μεταξύ άλλων και την διαφύλαξη των πατροπαράδοτων ηθών και εθίμων των κατοίκων .
Η γεωγραφική της θέση και το κόστος της: Η Θεσσαλονίκη είναι σημαντικότατο κέντρο διασταυρώσεων του Νότου με τον Βορά, της Δύσης με την Ανατολή. Και όταν αποβαίνει η δεύτερη μεγαλύτερη πολιτεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Βενετοί σταυροφόροι και διάφοροι άλλοι, θαλασσοπορούν, πλέοντας και ακολουθώντας τις ακτές που εκτείνονται μεταξύ Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης. Όταν οι Οθωμανοί Τούρκοι ξεκινούν τις επιδρομές τους από την Ανατολή, περικυκλώνουν τα Βαλκάνια, κατακτώντας πρώτα τα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης. Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Μουράτ Β’, λαμβάνει χώραν το 1430, είκοσι τρία χρόνια ενωρίτερα από την κατάληψη της Βασιλεύουσας.
Στις ημέρες μας, ο επισκέπτης που καταφθάνοντας από την θάλασσα, εισέρχεται στον Θερμαϊκό, εντυπωσιάζεται από την όψη της συγκεκριμένης πλευράς της πολιτείας. Συγκροτήματα πολυκατοικιών (χαρακτηριστικό των Μεσογειακών παραθαλασσίων πόλεων) ορθώνονται κατά μήκος της παραλιακής ζώνης, δηλαδή της Λεωφόρου Νίκης, ξεκινώντας από το λιμάνι στα δυτικά και ως τον Λευκό Πύργο ανατολικά. Βορείως του Λευκού Πύργου βρίσκεται η περιοχή, όπου ετησίως λαμβάνει χώρα η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης. Το Πανεπιστήμιό της επίσης, βρίσκεται βόρεια. Οι άλλες σπουδαίες κεντρικές οδοί της πόλεως, η Μητροπόλεως, Τσιμισκή και Ερμού, είναι παράλληλες της παραλιακής Λεωφόρου Νίκης. Από τον Λευκό Πύργο ξεκινάει η Λεωφόρος Μεγάλου Αλεξάνδρου και αποτελεί την λεωφόρο της Θεσσαλονίκης κατά μήκος της Νέας Παραλίας. Ετούτη η λεωφόρος διασχίζοντας όλο το μέτωπο της Νέας Παραλίας, καταλήγει στο ‘Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης’. Διασταυρώνεται δε, με τους κεντρικούς άξονες της 3ης Σεπτεμβρίου, της 28ης Οκτωβρίου, Μάρκου Μπότσαρη και Γεωργίου Παπανδρέου. Παλαιότερα ο ίδιος οδικός άξονας έφερε την ονομασία Λεωφόρος Τζων Κένεντι.
Στις αρχές του 20ού αι. η ίδια περιοχή χαρακτηριζόταν από την παρουσία μιναρέδων που καταστράφηκαν, είτε στην μεγάλη πυρκαγιά του 1917, όπου σχεδόν τρία τέταρτα της πόλης έγιναν στάχτη, είτε από τους Έλληνες, σε κάποιες διαφορετικές περιπτώσεις (όταν δοθείσης ευκαιρίας οι Έλληνες προέβησαν σε αντεκδικήσεις, εξαιτίας του αφανισμού των δικών τους εκκλησιών), είτε από αλλόθρησκους (σε μεγάλο ποσοστό). Στην πυρκαγιά του 1917, καταστράφηκαν 9.500 σπίτια και 70.000 κάτοικοι βρέθηκαν άστεγοι. Προς το τέλος του 1920, η πόλη επανασχεδιάστηκε και χτίστηκε με ευρείς δρόμους και μεγάλες πλατείες. Τα προβλήματα οξύνθηκαν εκ νέου με την εισροή Ελλήνων προσφύγων από τη Μ. Ασία -συμπεριλαμβανομένου βεβαίως και του Πόντου-, όταν έγινε η ανταλλαγή πληθυσμών το 1923.
Το 1977, η Θεσσαλονίκη εξελέγη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Το 1978, δοκιμάστηκε από δυνατό σεισμό, κατά τον οποίο πολλά νέα κτίρια, υπέστησαν σοβαρές ζημίες, και παρόμοια πολλές Βυζαντινές εκκλησίες, από τις οποίες κάποιες -και ίσως οι περισσότερες-, δεν έχουν ακόμη διορθωθεί.
Ιστορικά κατάλοιπα της πόλης: η Παλιά Άνω Πόλη, το Κάστρο, ρωμαϊκά κατάλοιπα, οι μονές της Θεσσαλονίκης: Το παλαιότερο τμήμα της πόλης της Θεσσαλονίκης είναι το Κάστρο. Εδώ βρίσκεται η παλιά τουρκική συνοικία, που οι στενοί δρόμοι της στριμώχνονται γύρω από ένα Βυζαντινό φρούριο στις πλαγιές του όρους Χορτιάτη. Είκοσι λεπτά από το κέντρο και μέσα στην Ακρόπολη, υπάρχουν σήμερα καλές ταβέρνες. Τον 14ο αι. ο λόφος αυτός ήταν καλυμμένος με μικρά μοναστήρια. Ετούτον τον αιώνα, η μονή των Βλαττάδων της Θεσσαλονίκης, αποβαίνει Πνευματικό κέντρο και ενόσω η πόλη βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή. Τα μοναστήρια του λόφου γενικά δεν έχουν διασωθεί. Ορισμένες εκκλησίες, όπως η εκκλησία του Αγίου Νικόλα του Ορφανού, η οποία φέρει εξαιρετικά φρέσκος, έχουν διατηρηθεί. Οι εκκλησίες του Αϊ-Ηλια και της Αγίας Αικατερίνης, αντιπροσωπεύουν ενδιαφέρουσες εξελίξεις στην αρχιτεκτονική του Σταυρωτού Τρούλου, ο οποίος αποκορυφώνεται (αρχιτεκτονικά) στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Τα καλής ποιότητας μωσαϊκά των Αγίων Αποστόλων -με σκηνές από τη ζωή του Χριστού- είναι τόσο ψηλά, που για να τις δει κανείς οφείλει να χρησιμοποιήσει κιάλια.
Πίσω από την παραλιακή ζώνη των πολυκατοικιών, η Παλιά Άνω Πόλη περικυκλωμένη από ρωμαϊκά και Βυζαντινά τείχη και σκορπισμένη μέσα στις κυκλοφοριακές αρτηρίες, και επίσης με τα δρομάκια που προορίζονται για τους πεζούς, φυλά με ζήλο τον ιστορικό θησαυρό της σύγχρονης πολιτείας, που απλώνεται στα πόδια της, τουτέστιν: ρωμαϊκά ερείπια, βυζαντινές εκκλησίες και εβραϊκοί τάφοι, που χάνονται στο πράσινο των πλατειών ή τα χρωματισμένα σπίτια της.
Η Θεσσαλονίκη παρότι είναι γνωστή ως Βυζαντινή πόλη, αξιοθέατο σύμβολό της είναι ο γνωστός και όχι τόσο «λευκός»- Πύργος της, ο οποίος κτίστηκε τον 15ο αι. και χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή, κατά την διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας. Εδώ το 1826, και κατά διαταγή του Σουλτάνου Μαχμούτ του Β’, έγινε η σφαγή των γενιτσάρων της φρουράς του, οι οποίοι είχαν επαναστατήσει εναντίον του. Τότε ο Πύργος αιματοκυλίστηκε και όταν τελικά καθαρίστηκε, ονομάστηκε ‘Λευκός’ και απέβη τελικά αξιόλογο Βυζαντινό Μουσείο, το οποίο επιδεικνύει στους επισκέπτες του, ενδιαφέροντα φρέσκος και εικόνες. Εσωτερικά ο Πύργος έχει σκαλοπάτια που ακολουθούν το κυκλικό του σχήμα, ενώ στα τοιχία του, παρεμβαίνουν παράθυρα τα οποία επιτρέπουν την θέα τμημάτων της πόλης. Ολοκληρωμένη θέα της ιστορικής πολιτείας της Θεσσαλονίκης, προσφέρουν οι επάλξεις του Πύργου.
Όσον αφορά τα ρωμαϊκά κατάλοιπα της πόλης, ετούτα μοιράζονται κατά μήκος δύο κυρίων λεωφόρων, της Εγνατίας και του Αγίου Δημητρίου, οι οποίοι οδηγούν στην παραλία. Τα συγκεκριμένα κατάλοιπα, ανήκουν στην ρωμαϊκή Αγορά και στο Ωδείο του συγκροτήματος του Παλατιού του Γαλέριου, το οποίο βρίσκεται κατά μήκος της οδού Δημητρίου Γούναρη. Όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε χωριστεί επίσημα σε ανατολική και Δυτική, ο Γαλέριος, κατέστησε την Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα του ανατολικού τμήματος. Με ετούτη την κίνηση, η πόλη έγινε η 2η σημαντική (πόλη) του Βυζαντίου και σαν τέτοια γνώρισε πνευματική και οικονομική ανάπτυξη. Ο Γαλέριος έχτισε το συγκρότημα του παλατιού (τον 4ο αι.), έχοντας επιλέξει την Θεσσαλονίκη ως τόπο της κατοικίας του. Τα ερείπια του παλατιού είναι σκορπισμένα στην μέση της πλατείας Ναβαρίνου. Ας σημειωθεί ότι η Στοά Θριάμβου (συνώνυμη του Γαλέριου), κτίστηκε το 303 μ. Χ., εις μνήμην της νίκης του Γαλέριου εναντίον των Περσών, το 297. Ο Γαλέριος έγινε γνωστός για τις άδικες καταδίκες που επέβαλε στους Χριστιανούς, καθώς και για το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλήτη (280-305), μετέπειτα πολιούχου της πόλης.
Δίπλα στα ρωμαϊκά τείχη συνυπάρχουν τα βυζαντινά. Στα βόρεια, τα τείχη μήκους πέντε μιλίων και ύψους από 30-36 πόδια, ενώνονται με τα τείχη της Ακρόπολης. Τα τείχη ξανακτίστηκαν τον 4ο και 5ο αι. από τον Οσμίδα, ενώ επιδρομές των βαρβάρων τον 5ο αι. και 6ο αι., ανάγκαζαν τους ενίοτε άρχοντες να τα ενισχύουν. Η ευκολία με την οποία οι Σαρακινοί κατέλαβαν την πόλη το 904, λόγω της απροσεξίας των κατοίκων, οδήγησε στην εκ νέου ενίσχυσή τους, και κυρίως για την αντιμετώπιση του κινδύνου που προέβαλαν οι Βούλγαροι. Τον 13ο και 14ο αι. η δυναστεία των Παλαιολόγων έκανε επιδιορθωτικές εργασίες στα τείχη και στο Επταπύργιον (Ακρόπολη). Η αδιαφορία της Βενετίας συνέβαλε στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, που με την σειρά τους έδωσαν μεγάλη σημασία στα τείχη της Θεσσαλονίκης.
Το σπουδαιότερο κτίριο στο παλατιανό σύμπλεγμα του Γαλέριου είναι η Ροτόντα και αποτελεί υπόδειγμα της κυκλικής ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Ο Γαλέριος επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει την Ροτόντα ως μαυσωλείο του. Σκοτώθηκε όμως σε μάχη και το σώμα του δεν επεστράφη από τους εχθρούς του, ώστε να ενταφιαστεί στν Θεσσαλονίκη. Με την εγκαθίδρυση του Χριστιανισμού, η Ροτόντα μετατράπηκε σε εκκλησία από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’, στα τέλη του 4ου αι. Έτσι δημιουργήθηκε η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου τον 4ου αι., η παλαιότερη από τις εκκλησίες που ακολούθησαν. Οι αγιογραφίες ανάγονται στις αρχές του 5ου αι. καθώς οι άγιοι που εικονίζονται απέβησαν μάρτυρες επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Αργότερα, και κατά την διάρκεια της Τουρκικής κατοχής, οι αγιογραφίες καταστράφηκαν, και διατηρήθηκαν μόνο εκείνες που υπήρχαν κάτω από τον Θόλο. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου, μεταβλήθηκε σε μωαμεθανικό τέμενος, από τον Σουλεϊμάν Χορτατζή Εφέντη, το 1590, και τότε προσετέθη μιναρές, που έχει απομείνει μισός. Σήμερα ο συγκεκριμένος ναός λειτουργεί ως μουσείο, καθώς συμπεριλαμβάνεται στα ‘Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης, ως «Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ» .
Στην Πάνω Πόλη, βρίσκονται επίσης διάφορες εκκλησίες, όπως του Οσίου Δαυίδ, ο οποίος θεωρείται ότι κτίστηκε από την Θεοδώρα, θυγατέρα του Βαλέριου. Τα μωσαϊκά της είναι του 5ουαι. και η ομορφιά του καλλιτεχνήματος προέρχεται από το όραμα του Ιεζεκιήλ, από την παράσταση του νεαρού Χριστού, από τα εκλεπτυσμένα χρώματα και από τον συνδυασμένο συμβολισμό. Δύο ακόμη εκκλησίες του 5ουαι. είναι: 1. η βασιλικού ρυθμού, εκκλησία της Παναγίας Αχειροποίητου, (που σημαίνει «φτιαγμένη χωρίς χέρια» ), 2. η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου , η μεγαλύτερη ελληνική εκκλησία που χτίστηκε τον 7ο αι., στον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου, και είναι επίσης, βασιλικού ρυθμού. Η κρύπτη του Αγίου Δημητρίου θεωρείται ότι έχει χτιστεί εκεί όπου άλλοτε ήταν τα ρωμαϊκά λουτρά, χώρος εντός του οποίου μαρτύρησε ο Άγιος. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι οι παραπάνω εκκλησίες: Η Παναγία η Αχειροποίητος, και εκείνη του Αγίου Δημητρίου, φέρουν αρχιτεκτονική η οποία μιμείται το κλασσικό ελληνικό οικοδόμημα.
Μία άλλη εκκλησία, εκείνη της Αγίας Σοφίας, κτίστηκε τον 8ο αι. και εκπροσωπεύει την πρώτη απόπειρα αλλαγής του Βασιλικού ρυθμού, σε αρχιτεκτονική Θόλου. Ο θόλος της διακοσμείται με καλοδιατηρημένα μωσαϊκά που αναπαριστάνουν την Ανάληψη και εικονίζει τους 12 Αποστόλους σε συζήτηση, δύο Αγγέλους και την Παρθένο Μαρία, παραστάσεις που χωρίζονται μεταξύ τους, με δέντρα και οι άγιοί τους θεώνται τον Παντοκράτορα, τον Παντοδύναμο Χριστό.
Παρενθετικά θα πρέπει ίσως να τονιστεί το γεγονός, ότι τον 9ο αι. αιώνα που ακολουθεί, και κατά την διάρκεια της περιόδου της Μακεδονικής Δυναστείας ([867-1057], ιδρυτής της οποίας υπήρξε ο Βασίλειος ο Μακεδόνας [867-886]), η Θεσσαλονίκη δεν ήταν σημαντική πόλη. Επιπλέον, στην διάρκεια ετούτης της Βυζαντινής περιόδου, η πολιτεία ζει δύο μεγάλες θεολογικές διενέξεις όπως ακολουθούν: 1. Την Εικονοκλασία , τον 8ο και τον 9ο αι. και πολύ αργότερα. 2. Τον Ησυχασμό , που εισηγήθηκε από τους μοναχούς του Όρους Άθως, τον 14ο αι. με κύριο εκπρόσωπό του τον Γρηγόριο Παλαμά.
Συνεχίζοντας με την αναφορά στα μεσαιωνικά θρησκευτικά μνημεία, από Παλαιοχριστιανικά χρόνια (από τον 4ο αι.) έως και την Υστεροβυζαντινή περίοδο (13ος-14ος αι.), και στους ναούς που έχουν ήδη αναφερθεί: της Παναγίας Αχειροποίητου (5ος αι.), του Αγίου Δημητρίου (7ος αι.) και της Αγίας Σοφίας (8ος αι.), παρουσιάζονται χρονολογικά αυτή την φορά και οι ναοί, που σε προηγούμενη σελίδα ετούτου του κειμένου, αναφέρονται σε σχέση μόνο με τον ρυθμό της αρχιτεκτονικής τους ή την διακόσμησή τους και είναι: της Παναγίας των Χαλκέων (11ος αι.), της Αγίας Αικατερίνης (13ος αι.), του Αγίου Παντελεήμονα (14ος αι.), των Αγίων Αποστόλων (14ος αι.), του Αγίου Νικολάου του Ορφανού (14ος αι.), του Σωτήρος (14ος αι.), η Μονή Βλατάδων (14ος αι.), ο ναός του Προφήτη Ηλία (14ος αι.) και τα βυζαντινά λουτρά (14ος αι.)
Σύγχρονη εποχή: Όσο για την σύγχρονη Θεσσαλονίκη, ετούτη διακρίνεται για το φημισμένο Πανεπιστήμιό της, που γεμίζει την πολιτεία ζωή και κίνηση με το φοιτητόκοσμό που συχνάζει στα μπαράκια και στα καφέ γύρω από το Λευκό Πύργο.
Ανάμεσα στα μεγάλα συγκροτήματα διαμερισμάτων που χαρακτηρίζουν την πρόσοψη της Θεσσαλονίκης στον αφικνούμενο από την θάλασσα ταξιδιώτη, διακρίνονται κάποια παλιά μέγαρα, από τα οποία ξεχωρίζει εκείνο που φιλοξενεί το Δημοτικό Μουσείο Τέχνης και μαρτυρεί με τα περιεχόμενα, την ποικιλότητα των κατοίκων της.
Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης -όπως έχει ήδη αναφερθεί- προσθέτει στην πόλη την αίγλη εμπορικού κέντρου, καθώς προσελκύει πάμπολλους επισκέπτες από τα λοιπά διαμερίσματα της Ελλάδας και από διάφορες χώρες των Βαλκανίων.
Στη Θεσσαλονίκη υπάρχει και το τούρκικο σπίτι με τον ξύλινο σκελετό –μουσειακής, τρόπον τινά, φύσης-, στην οδό Αποστόλου Παύλου 17, όπου φημολογείται, ότι το 1880, γεννήθηκε ο Κεμάλ Αταρτούκ (πέθανε το 1938) ο ιδρυτής του Τουρκικού κράτους. Το «σπίτι του!», που έχει επισκευαστεί, έχει εξελιχθεί σε μουσείο, και ο όποιος πιθανός επισκέπτης του, οφείλει να επισκεφτεί την Τουρκική Πρεσβεία (γωνία Αγίου Δημητρίου) και να παρουσιάσει το διαβατήριό του. Στις ημέρες μας ωστόσο, φημολογείται ότι ο Αταρτούκ γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριουδάκι έξω από τον Λαγκαδά, καλούμενο, Χρυσαυγή . Οι πληροφορίες κατατίθενται από τους Πομάκους της Θράκης και αλλαχού στη Μακεδονία, όπως παρουσιάζεται από τα κείμενα στην ηλεκτρονική τους διεύθυνση: zagalisa.gr.
Συνεχίζουμε… Διάφοροι δρόμοι οδηγούν Ανατολικά της Θεσσαλονίκης. Στα Β.Α. της, βρίσκονται οι Σέρρες και ανατολικότερα, η Δράμα. Οι δύο πόλεις υπήρξαν ιδιαίτερης σημασίας στην Βυζαντινή και στην Οθωμανική περίοδο, και εξακολουθούν να είναι εύπορες, επαρχιακές πόλεις. Ωστόσο και οι δύο δοκιμάστηκαν από τις επιδρομές των Βουλγάρων, οι οποίοι το 1913, στην υποχώρησή τους, παράδωσαν τις Σέρρες στις φλόγες.
Η γη και τα χωριά που βρίσκονται στην περιοχή μεταξύ Σερρών και Δράμας, και εκείνη προς την θάλασσα, είναι κυρίως αγροτικές. Χαρακτηριστική είναι η συγκέντρωση των Σαρακατσάνηδων στα περίχωρα των Σερρών και της Δράμας, για τον εορτασμό των Αγίων: Κωνσταντίνου και Ελένης, την 21η Μαΐου. Οι πιστοί επιδίδονται σε μία ιεροτελεστία στο χωριό Λαγκαδάς, τα ‘αναστενάρια’ , όπου κρατώντας την εικόνα των Αγίων, περπατούν ξυπόλυτοι πάνω σε μισοσβησμένα κάρβουνα. Διατηρήθηκε στην περιοχή σαν έθιμο, από τους απογόνους προσφύγων από το χωριό Κοστί (το όνομα αποτελεί συντομογραφία του [ονόματος] Κωνσταντίνου), της ανατολικής Θράκης.
Αφήνουμε πίσω μας αυτές τις πόλεις και ερχόμαστε στην ενδιαφέρουσα για πολλούς λόγους, περιοχή της Χαλκιδικής. Στην Χαλκιδική κατ’ αρχήν ανήκει η γενέτειρα του Αριστοτέλη, τα Στάγειρα. Το μαρμάρινο άγαλμά του κοιτάζει από εδώ στον κόλπο της Ιερισσού. Η χερσόνησος της Χαλκιδικής, μοιάζει με ακρωτηριασμένη παλάμη, που εκτείνει τα τρία δάκτυλά της στο Αιγαίο, και ίσως περισσότερο από ποτέ, τα τελευταία χρόνια ελκύει πολλούς τουρίστες αλλά και πληθυσμό που εγκαθίσταται στις περιοχές της. Έτσι έχει δημιουργηθεί μία αξιοσημείωτη πολεοδομική και τουριστική ανάπτυξη. Δίπλα στα ξεχωριστά αρχαιολογικά, βυζαντινά, πολιτιστικά χαρακτηριστικά της, ξεχωρίζει η γνωστή σπηλιά των Πετραλώνων, όπου βρέθηκαν απολιθώματα και ένα κρανίο Νεάντερταλ 700.000 χρόνων, αποδείξεις παρουσίας συνοικισμού στην Παλαιολιθική περίοδο, από τις παλαιότερες στην Ευρώπη. Η σπηλιά Πετράλωνα, φέρει σταλαγμίτες και σταλακτίτες.
Στην κλασσική περίοδο, οι Αθηναίοι και οι Χαλκιδείς είχαν δημιουργήσει αποικίες στην Χαλκιδική χερσόνησο. Ετούτες απέβησαν πεδία μαχών του Πελοποννησιακού πολέμου. Η Ποτίδαια ήταν εκείνη που είχε προκαλέσει τον πόλεμο εκ μέρους της Σπάρτης του 432 π. Χ., και εδώ διεξήχθη η αποφασιστική μάχη για την πρώτη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου. Η μάχη της Αμφίπολης έθεσε τέλος σε ετούτη την διένεξη, δέκα χρόνια αργότερα. Εκείνη την μακρά πολεμική περίοδο των πενήντα χρόνων, τα ελληνικά στρατεύματα συγκρούστηκαν κατά μήκος της ελληνικής γης και οι στόλοι τους ναυμάχησαν στις ακτές της. Ευρήματα φυλάσσονται στο μουσείο του Πολύγυρου.
Η Αμφίπολη, είναι παραθαλάσσια, και έχει το συνώνυμο λιμάνι το οποίο βρίσκεται στον κόλπο Ορφανού ή Στρυμονικό, και ιδρύθηκε από τους Αθηναίους τον 5ο αι. π. Χ., σε Θρακική περιοχή που ονομαζόταν «Οι εννέα Δρόμοι». Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Πέρσες κατά την εκστρατεία τους εδώ, είχαν συλλάβει εννέα αγόρια και ισάριθμα κορίτσια και τα έθαψαν ζωντανά, ως εξιλαστήρια θυσία, για τον κατευνασμό των Θεών τους. Η ονομασία της, «γύρω από την Πόλη», οφείλεται στην θέση της, σε θηλιά του ποταμού Στρυμόνα. Η τοποθεσία της Αμφίπολης υπήρξε στρατηγική καθώς επέβλεπε την κίνηση του λιμανιού και τα ζηλευτά μεταλλεία χρυσού, στο όρος Παγγαίον. Στις μέρες μας, το σε τραπεζοειδές σχήμα, πλατό της πόλης, είναι διάσπαρτο από μέλη σπασμένων αγαλμάτων, φέρει μωσαϊκά της ελληνιστικής περιόδου και θεμέλια Χριστιανικού ναού Βασιλικού ρυθμού.
Από τους τρεις δακτύλους της Χαλκιδικής Χερσονήσου, στο πιο Ανατολικό βρίσκεται το όρος Άθως (ετούτο είναι γνωστό στους περισσότερους από τους Έλληνες ή και τους Ξένους), από το οποίο και μετονομάστηκε η περιοχή. Η φήμη του Όρους οφείλεται στα μοναστήρια, στα οποία μονάζουν ερημίτες μοναχοί, άγιοι -τρόπον τινά- άνδρες, εξ ου και το όνομα Άγιον Όρος. Εδώ, τον 9ο αι. περίπου, αρχίζουν να καταφεύγουν μοναχοί και εκατό χρόνια αργότερα ιδρύθεται το πρώτο μοναστήρι, της Αγίας Λάβρας, από τον Άγιο Αθανάσιο, το 963 μ. Χ. Ο Άγιος Αθανάσιος, ήταν φίλος και συμβουλάτορας του πρώτου ευεργέτη του Αγίου Όρους, του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά . Αργότερα πλήθυναν τα μοναστήρια, καθώς οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου υποστήριζαν την ίδρυσή τους με χρήματα, παροχή γης και θησαυρών. Με τον τρόπο αυτόν όλα τα μοναστήρια απέβησαν πλούσια. Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου μνημονεύονται ακόμα στις εκκλησίες του Αγίου Όρους και οι αυτοκρατορικοί κατάλογοι φυλάσσονται με αφοσίωση στις βιβλιοθήκες, εκάστου μοναστηριού.
Ο Άγιος Πέτρος ο Αντωνίτης, είναι ο περισσότερο γνωστός καλόγερος της περιοχής, θεωρείται ότι έζησε σε σπηλιά του Αγίου Όρους, επί πενήντα χρόνια. Κάποιοι από τους μοναχούς, ακολουθούν το παράδειγμά του (του Αγίου Πέτρου του Αντωνίτη), ζούνε δηλαδή φτωχικά και σπάνια εμφανίζονται δημόσια. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι οι μοναχοί του Αγίου Όρους, δεν ζούνε όλοι σε ετούτα τα μοναστήρια, τα οποία αριθμούν είκοσι. Ζούνε σε κελιά ή ‘σκήτη’, είναι παραρτήματα των μοναστηριών, και χρησιμοποιούνται ως ερημητήρια των μοναχών, και βρίσκονται σε διάφορα μέρη της χερσονήσου (του Αγίου Όρους). Είναι επίσης γνωστό ότι στο Άγιον Όρος, απαγορεύεται η προσέλευση γυναικών και οι άρρενες που επιθυμούν να το επισκεφτούν, υποχρεώνονται να υποβάλλουν αίτηση για την αποδοχή τους.
Διασταυρώνοντας τον Στρυμόνα Ποταμό με γέφυρα, που φυλάσσεται από το Λέοντα της Αμφίπολης, ένα τεράστιο άγαλμα που ανακατασκευάστηκε από τα κομμάτια του 4ου και 5ου αι. π. Χ., ο δρόμος οδηγεί προς την Καβάλα. Διατρέχει την όμορφη πράσινη κοιλάδα ανάμεσα στα όρη Παγγαίον και Σύμβολον και περνά από χωριά, με σπίτια που φέρουν στέγες με πλάκες μολυβένιες και έχουν πανοραμική θέα. Η Καβάλα που σε σχήμα αμφιθεατρικό, επεκτείνεται από το λιμάνι ως τους πευκοφυτευμένους λόφους της, είναι μία από τις ομορφότερες πόλεις της Ελλάδας. Στην αρχαιότητα υπήρξε αποικία της Θάσου έφερε το όνομα Νεάπολις, και εξελίχθηκε σε σπουδαίο λιμάνι κατά την περίοδο των Ρωμαϊκών και των Χριστιανικών χρόνων, καθώς επικοινωνούσε με την πόλη των Φιλίππων
Κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων η Καβάλα βρίσκεται υπό την κατοχή των Βουλγάρων επί επτά μήνες. Ελευθερώνεται την 6 Ιουνίου 1913 και ενσωματώνεται με την Ελλάδα. Στα νεότερα χρόνια αποβαίνει το κέντρο επεξεργασίας και εξαγωγής του ταμπάκου που καλλιεργείται στις γύρω περιοχές. Οι αποθήκες του ταμπάκου βρίσκονταν στην παραλιακή ζώνη της πόλης. Σήμερα ετούτη η αλλοτινή δραστηριότητα στην Καβάλα μαρτυρείται σε ένα πολύ ενδιαφέρον μουσείο.
Η εξέλιξη της πόλης και η οικονομική της ευημερία που της επέτρεψαν να απορροφήσει 25.000 πρόσφυγες από την Θράκη και την Μ. Ασία, διακόπηκε μόνο από την αναστάτωση που προκάλεσε η Βουλγαρική κατοχή στην διάρκεια των Α’ και Β’ Παγκοσμίων πολέμων. Η Καβάλα έλαβε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα, οργανώνοντας ομάδες Ελλήνων ανταρτών και αποβαίνοντας σταθμός για την μεταφορά και απονομή στρατιωτικών εφοδίων και όπλων. Η εφημερίδα Σημαία, υπήρξε η φωνή που υποστήριξε την ελευθερία της Μακεδονίας.
β. Προσωπικότητες της Μακεδονίας
Μετά αυτή την σύντομη περιήγηση στον χώρο της Μακεδονίας, περνάμε σε έναν άλλο χώρο, εκείνον των προσωπικοτήτων της, οι οποίοι προέρχονται από τις διάφορες πόλεις της και οι οποίοι διακρίνονται για τα ποικίλα προσόντα τους. Σε ετούτη την αναφορά τηρείται μία χρονολογική πορεία που ξεκινάει από τον 5ο αι. με τον Στοβαίο Ιωάννη, γραμματικό και συγγραφέα Ανθολογίας της Ελληνικής Γραμματείας. Ακολουθούν δύο άντρες, με το όνομα: Ποσείδιππος, οι οποίοι έζησαν τον 4ο και 3ο αι. Ο ένας από ετούτους, καταγόταν από την Κασσάνδρεια της Χαλκιδικής και ήταν ποιητής της νέας Αττικής κωμωδίας, ενώ ο δεύτερος Ποσείδιππος, ήταν επιγραμματοποιός και καταγόταν από την Πέλλα.
Τον 4ο αι. γεννιέται ο Αριστοτέλης, ο περίφημος Σταγειρίτης διδάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ο συγγραφέας του γνωστού έργου Αθηναίων Πολιτεία. Ο Αριστοτέλης κατέφθασε στην Αθήνα το 367, στην εφηβική ηλικία των δεκαεπτά (17) χρονών. Μαθήτευσε δύο χρόνια στην Σχολή του Πλάτωνα και ύστερα από τον θάνατο του διδασκάλου του, επισκέφτηκε τον συγγενή του Ερμεία, ηγεμόνα του Αταρνέως στην Τρωάδα και από εκεί ήρθε στην Μακεδονία, κατόπιν πρόσκλησης του Φιλίππου, για την ανάληψη της εκπαίδευσης του Αλεξάνδρου.
Το έργο του Αριστοτέλη χαρακτηρίζεται για την σαφήνειά του, την πρακτικότητα της σκέψης και την σοφή διάταξη. Το έργο του είναι τεράστιο, καθώς κανένα πεδίο γνώσης, δεν του ήταν άγνωστο. Οι επιστήμες, Αστρονομία, Μετεωρολογία, Φυσική, Ζωολογία, Βοτανική, Λογική, Ψυχολογία, Αισθητική, Ρητορική, Ποιητική, Πολιτικά, Ηθική, υπήρξαν αντικείμενα της έρευνας του φιλοσόφου, με την καθολική διάνοια. Και ενώ ο Πλάτων με την θεωρία των Ιδεών επιχειρεί να γεφυρώσει τα γήινα με τα υπεραισθητά, ο Αριστοτέλης καθιστά την φιλοσοφία γήινη. Ο Πλάτων δεν αποδέχεται την ύλη, ενώ ο Αριστοτέλης έχει ως κύριο αντικείμενο της μελέτης του, την ύπαρξη του αισθητού κόσμου και προσπαθεί να ερμηνεύσει και να υποτάξει με τα αισθητήριά του, τις «έννοιες» . Ο Αριστοτέλης ήταν επίσης εκείνος, ο οποίος έκανε την σημαντική παρατήρηση για τους Έλληνες ως χαρακτήρες, τουτέστιν: «ότι ζώντας σε ένα κλίμα που μετέχει και από την Ασία και από την Ευρώπη, συνδυάζουν και των δύο ομάδων τα προτερήματα» . Αξιοσημείωτο είναι επίσης και το γεγονός ότι ο ανιψιός του Αριστοτέλη, ο καλούμενος Καλλισθένης, καταγόταν από την Όλυνθο της Χαλκιδικής και ήταν ιστοριογράφος, σύγχρονος μάλιστα του Μ. Αλεξάνδρου.
Από την π. Χ. περίοδο περνάμε στον 13ο-14οαι., περίοδο όπου έζησε ο Πανσέληνος Μανουήλ, Βυζαντινός Αγιογράφος της Μακεδονικής Σχολής. Μία άλλη προσωπικότητα την ίδια χρονική περίοδο (13ος-14ος αι.), υπήρξε ο Βλαστάρης Ματθαίος, Βυζαντινός λόγιος μοναχός και κοινωνιολόγος από την Θεσσαλονίκη.
Το 1675, ο Μακεδόνας λόγιος Γεώργιος Κονταρής, δημοσιεύει σε απλή γλώσσα μία Ιστορία για την αρχαία Αθήνα. Αφιερώνει το έργο του σε δύο πλούσιους Αθηναίους και στην προσφώνησή του, υπογραμμίζει και εξαίρει το δέσιμο της αρχαίας ελληνικής ιστορίας με τη νέα ελληνική, όταν προσφωνεί: «είμεσθεν απόγονοι τοιούτων μεγάλων και σοφών αντρών». Στο έργο του χαρακτηρίζει τους Τούρκους ως «ασεβές και βάρβαρο έθνος» και στο τέλος εκφράζει μία εκ βαθέων ευχή του: να καταστρέψει ο Θεός τους Τούρκους και να ξαναδώσει στο Γένος την ελευθερία .
Αντίθετα από τον λόγιο Γεώργιο Κονταρή, ο Μανολάκης Καστοριανός, πλούσιος έμπορας και ένας από τους γουναράδες της Καστοριάς, ανήκει στους πρώτους Έλληνες εμπόρους, οι οποίοι εργάστηκαν συστηματικά για την σύσταση σχολείων και την καλλιέργεια των γραμμάτων , στην υπόδουλη Ελλάδα. Είναι οι χρόνοι μιας εποχής, που οι Έλληνες του εξωτερικού, όχι μόνο αποκτούν πολλά χρήματα, αλλά χρησιμοποιούν την ευπορία τους για την προώθηση της παιδείας στην πατρίδα τους. Παρατηρείται έντονο το φαινόμενο της ευεργεσίας εκ μέρους των εκπατρισθέντων Ελλήνων, προς τον τόπο της καταγωγής τους και προς την Ελλάδα εν γένει.
Από την εύπορη Καστοριά είναι και ο Θωμάς Μανδακάσης , γιατρός, ο οποίος ζούσε και ασκούσε το λειτούργημά του στην Λειψία. Η αγάπη του για την Ελλάδα τον οδήγησε να αφιερώνει τα κέρδη του στην έκδοση ελληνικών βιβλίων, καθώς και ο ίδιος ήταν συγγραφέας. Το 1760 εκδίδει το βιβλίο του «Περί των αοράτων δια των ορατών εννοουμένων πραγμάτων», τίτλος που παρά το γεγονός ότι ενθυμίζει τη θεωρία των «Ιδεών» του Πλάτωνα, δεν έχει καμία σχέση μαζί της. Ο Θωμάς Μανδακάσης, αποβαίνει ηθικολόγος όταν γράφει το ακόλουθο: «οι άνθρωποι πολλά την σήμερον πολιτικοί είναι, και δε θέλουν κατά πρόσωπον να πτύουν υποκριτάς και ψεύστας». Και αλλού: «την σήμερον οι άνθρωποι τους πλουσίους αυτών, άρχοντας ψευδώς τους ονομάζουν». Κάποτε ο Μανδακάσης γράφει και στίχους, ο σκοπός των οποίων είναι καλύτερος από την έκφρασή τους. Γράφει και δικαιολογώντας τη λόγια γλώσσα του Καισάριου Δαπόντε, τιμά την κοινή :
Συ δε την γλώσσαν την απλήν, μην την καταφρονήσης,
ότι αρίστη και αυτή ως θέλει την γνωρίσης.
Και τόσας χάριτας γλυκάς και νοστιμάδας έχει,
όπου και όλων των εθνών τας γλώσσας υπερέχει.
Τον 18ο αι. παρατηρείται ότι το ενδιαφέρον για την ιστορία γενικά, παίζει σημαντικό ρόλο στα πράγματα της εποχής. Επεκτείνεται πέρα από την πολιτική ή την θρησκευτική ιστορία. Επικρατεί μία συγγραφική δραστηριότητα, αρκετά όμως από τα σημαντικά έργα που δημιουργούνται, μένουν ανέκδοτα. Παράδειγμα αποτελεί η εργασία του Γεωργίου Ζαβίρα, Νέα Ελλάδα. Ο Γεώργιος Ζαβίρας (1744-1804), Μακεδόνας έμπορας, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Δύση, και κυρίως στην Ουγγαρία. Αγαπούσε τα γράμματα, συνέγραψε πολλά πράγματα και επίσης μετάφρασε κείμενα. Ατυχώς όλα σχεδόν τα γραπτά του έμειναν ανέκδοτα και κατά συνέπεια πολλά από αυτά χάθηκαν. Διασώθηκε μία Περιήγησή του στη Γερμανία. Στο έργο του Νέα Ελλάδα, ο συγγραφέας καταθέτει βιογραφική αναγραφή των Ελλήνων λογίων επί της Τουρκοκρατίας. Το έργο αυτό δημοσιεύτηκε μεν το 1872, όταν όμως ήταν ακόμη χειρόγραφο, είχε χρησιμοποιηθεί από πολλούς.
Την τελευταία εικοσαετία του 18ου αι., δραστηριοποιείται συγγραφικά και ο Μακεδόνας Γεώργιος Ρουσιάδης (1783-1854), που πέρα από άλλα έργα του, μετάφρασε και τον Όμηρο. Η κριτική των συγχρόνων του γι’ αυτή την μετάφραση, δεν υπήρξε αρκετά επιεικής.
Από τους συγγραφείς που γράφουν τον 19ο αι., πολλοί είναι Μακεδόνες, που γνωρίζονται και τιμούν αλλήλους. Ο Μιχαήλ Περδικάρης , ένας ακόμη από αυτούς, μολονότι η καταγωγή του ανάγεται στην Κεφαλονιά, είναι γέννημα και θρέμμα της Κοζάνης. Παρόμοια όπως οι άλλοι της εποχής του, έγραψε αρκετά έργα, τα οποία όμως έμειναν αδημοσίευτα. Μπόρεσε και εξέδωσε τον Ερμήλο του το 1817 ή Δημοκριθηράκλειτο και τον ίδιο χρόνο ένα πεζό με τον τίτλο, Προδιοίκησις εις τον Ερμήλον.
Ο Δημοκριθηράκλειτος είναι ποίημα σε ένα τόμο 460 σελίδων, και παρουσιάζεται ως πρώτος τόμος. Είναι μία δυνατή σάτιρα για την κοινωνία της εποχής του ποιητή. Φαίνεται να έχει γραφτεί το 1806. Ο Μ. Περδικάρης ελέγχει τον κλήρο και την άρχουσα τάξη με τρόπο που είναι δύσκολο για κάποιον άλλον, να επαναλάβει τους στίχους του. Ελέγχει τους Νεοϊδεάτες, αποκαλεί τους αρχιερείς γενίτσαρους, χτυπάει τη νηστεία και χλευάζει τις ευχές των ιερέων. Γράφει και για τον Βολταίρο, χαρακτηρίζοντάς τον με τα ακόλουθα επίθετα: «αχρείος, σαρκολάτρης, κακόφρων και στραβός». Κατακρίνει ακόμα και τον Καταρτζή , ο οποίος γεννημένος την περίοδο μεταξύ του 1720-1725, σταδιοδρόμησε στις Αυλές της Μολδοβλαχίας, έφτασε στο αξίωμα του Μεγάλου Λογοθέτη, και πέθανε το 1807. Φέρεται και εναντίον του Ρήγα γράφοντας μεγάλο βιβλίο με τον τίτλο: Κατά Ψευδοφιλελλήνων. Το θέμα του ποιήματος έχει παρθεί από τον Λούκιο (όνομα Αγίων και Παπών), ο οποίος μνημονεύεται και στο έργο. Καθώς το περιεχόμενο του ποιήματος άρεσε στο αναγνωστικό κοινό της εποχής, κυκλοφόρησε με επιτυχία και ιδιαίτερα στην Μακεδονία. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, το πρόσεξε και η Εκκλησία, η οποία όμως το καταδίκασε.
Ο Γεώργιος Σακελλάριος (1765-1838), γνωστός του Μ. Περδικάρη, συμπατριώτης του, γιατρός και ποιητής, δεν είναι ηθικολόγος στιχουργός, μήτε διδακτικός, περιγραφικός ή αλληγορικός. Οι φιλοδοξίες του είναι λογοτεχνικές. Εκτός από έργα για την επιστήμη του όπως μία Ελληνική Αρχαιολογία, μεταφράζει επιπλέον τον Ανάχαρση και άλλα ιστορικά έργα. Παράλληλα με τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα, ο Σακελλάριος, ενδιαφέρεται και έχει μία συλλογή αρχαίων νομισμάτων. Υπάρχουν πληροφορίες που υποστηρίζουν ότι το 1789, εισήγαγε στην Ελλάδα τον ‘σαικσπηρισμό’, με το έργο του Ρωμαίος και Ιουλία, τραγωδία σε πεζό, σε πέντε πράξεις.
Το ποιητικό έργο του Γ. Σακελλαρίου εμπεριέχεται σε τόμο που δημοσιεύτηκε το 1817 με τον τίτλο, Ποιημάτια. Ετούτα διακρίνονται για την θλίψη του ποιητή, η για την συγκίνηση την οποία προκαλεί ο ανθρώπινος πόνος και όχι η τέχνη. Αλλού πάλι, ετούτα τα ποιήματα χαρακτηρίζονται για την πατριωτική τους έμπνευση. Στην συλλογή Ποιημάτια (μεταγενέστερο ποιητικό έργο), του Γ. Σακελλαρίου διαπιστώνεται μία ποιοτική βελτίωση, συγκριτικά με την πνευματική παραγωγή των προηγουμένων ποιητικών του συλλογών. Ο Σακελλάριος σχετίζεται με τον Περδικάρη, με τον Βηλαρά και τον Χριστόπουλο. Θαυμάζει τον τελευταίο (Χριστόπουλο), τον οποίον θεωρεί ως άλλον νεότερο Ανακρέοντα, δεν εγκρίνει όμως τον τόνο του. Ο ίδιος είναι αυστηρός ως προς τις πεποιθήσεις του και εστραμμένος στην μελαγχολία και τον στοχασμό στην ζωή. Στο έργο του Αντιβακχικά «κατά των Βακχικών του κυρίου Χριστόπουλου» γράφει:
Έξω έξω τα κροντήρια,
έξω πλόσκες και ποτήρια.
Στην λογοτεχνική κίνηση που παρατηρείται την περίοδο του 18ου αι., οι Μακεδόνες μετέχουν ενεργά με την συνεισφορά τους. Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος , θεωρήθηκε ο μεγάλος ποιητής της γενιάς του. Σύγχρονος του Γ. Σακελλαρίου, γεννήθηκε στην Καστοριά το 1772, και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Βουκουρέστι, όπου και πέθανε το 1847. Κατάγεται από εκλεκτή Φαναριώτικη οικογένεια. Το πέρασμα των χρόνων και η διδασκαλία του Καταρτζή, τον οδηγούν σε μία φυσικότερη γλώσσα. Αν και αρχίζει την συγγραφική σταδιοδρομία του, με το έργο του: Γραμματική της Αιολοδωρικής, το 1805, τον ίδιο χρόνο ακολουθεί το δράμα του, ο Αχιλλέας. Το πνεύμα του έργου, σύμφωνο με το πνεύμα της εποχής, θίγει την διχόνοια μεταξύ των Ελλήνων, ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που απασχολεί και ανησυχεί την ελληνική διανόηση της εποχής.
Όταν είμεσθ’ ενωμένοι, κ’ η Ελλάς ευδοκιμεί
Και καμμία δεν την βλάφτει εχθρική επιδρομή.
Το 1811 εκδίδονται τα Λυρικά του Χριστόπουλου, στα οποία πιστεύεται ότι ανήκει και μία σάτιρα για την γλώσσα, η οποία τιτλοφορείται: Όνειρο και με την οποία ο συγγραφέας στρέφεται κατά του Κοραή. Οι άκρως Δημοτικιστές της εποχής στους οποίους ανήκει, πολεμούν τον ‘κοραϊσμό’. Από ετούτο το κύμα αντίθεσης, γεννιούνται έργα, όπως το Όνειρο του Χριστόπουλου ή τα Κορακίστικα του Νερουλού. Τον ίδιο χρόνο (1811), ο Χριστόπουλος εγκωμιάζει σε επιστολή του την κωμωδία του Νερουλού.
Ο Χριστόπουλος πέρα από το ποιητικό του έργο, έχει συγγράψει και πεζά τα οποία αποκαλύπτουν την λογιότητά του. Έγραψε αρχαιολογικές μελέτες , ασχολήθηκε με θέματα της αρχαίας φιλοσοφίας, με θέματα ιστορικής φύσεως, αλλά και πολιτικά θέματα. Έκανε επίσης μεταφράσεις αποσπασμάτων από την Ιλιάδα του Ομήρου και από τα βιβλία του Ηρόδοτου.
Ο Χριστόπουλος μελετήθηκε και επηρέασε λογοτέχνες όπως τον: Διονύσιο Σολωμό , ο οποίος έχει υπόψη του τα γλωσσικά βιβλία του Χριστόπουλου, ή τον Βηλαρά, ο οποίος τον μιμείται μεν, αλλά το ποίημά του Άνοιξη, υπερτερεί της δικής του δουλειάς, όπως αναφέρει ο Νικόλαος Δραγούμης στα απομνημονεύματά του. Ο δε Ηλίας Τανταλίδης, Φαναριώτης (1818-1876), ο οποίος σύμφωνα με τον Δημαρά , μπορεί να θεωρηθεί ο τελευταίος Φαναριώτης ποιητής, στα πρώτα του ποιήματα, δέχεται με την σειρά του την επίδραση του Χριστόπουλου, από ποιήματα για παράδειγμα, στα οποία προτιμάει μεν την καθαρεύουσα, αλλά γράφει και «χυδαϊκά».
Ένα άλλος αξιόλογος Μακεδόνας συγγραφέας, είναι ο Κασομούλης Νικόλαος (1795-1881), από την Κοζάνη, ο οποίος υπήρξε αγωνιστής του 1821 και συγγραφέας απομνημονευμάτων, που τα συγκεντρώνει σε τρεις τόμους με τον τίτλο: Στρατιωτικά Ενθυμήματα. Ο Ν. Κασομούλης, αν και με μικρή σχετικά μόρφωση, έκανε μεγάλη προσπάθεια να εκλεπτύνει τη γλώσσα του. Σύμφωνα με τον Δημαρά, αν έγραφε πιο φυσικά, «θα είταν ένας πολύ μεγάλος συγγραφέας». Ο Ν. Κασομούλης ο οποίος μετέχει στον Αγώνα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, τον παρουσιάζει (τον Αγώνα), εκ των ένδον. Έχει ιστορική συνείδηση και προσπαθώντας να φτάσει στην αλήθεια, προχωρά με αυστηρότητα στην ανίχνευση των ψυχών των ηρώων και παρόμοια στα κατορθώματά τους.
Ανάμεσα στους λογίους, εκδότες, ευεργέτες και άλλους εν γένει, επιφανείς άντρες της Μακεδονίας, διακρίνεται ο αρχιτέκτων Λύσανδρος Καυταντζόγλου (1811-1885), από την Θεσσαλονίκη, γόνος της μεγάλης θεσσαλονικιώτικης οικογενείας Σπανδωνή και αρχιτέκτονας της Σχολής Κλασσικισμού . Σε δωρεές της οικογενείας Καυταντζόγλου, οφείλεται επίσης η ίδρυση του Εθνικού Καυταντζόγλειου Σταδίου, Θεσσαλονίκης.
Και ερχόμαστε στον Ίωνα Δραγούμη (1878-1920) ο οποίος χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Ίδας, γράφει το έργο του, Μαρτύρων και ηρώων αίμα, ιστορία εμπνευσμένη από τον Μακεδονικό Αγώνα, που κορυφώνεται με το θάνατο του Παύλου Μελά (1904). Το 1909 παρουσιάζει το έργο του, Σαμοθράκη και το 1911, το δημιούργημά του, Όσοι ζωντανοί. Τα βιβλία αυτά ακολουθούν την γραμμή του πρώτου έργου του, χαρακτηρίζονται δηλαδή για το στενό πολιτικό προσανατολισμό τους. Παρουσιάζουν τον χαρακτήρα των Νεοελλήνων ύστερα από το 1897, την πολιτική κατάσταση που αναδύεται και που εκφράζεται στην πολιτική του Ε. Βενιζέλου.
Άλλοι ταλαντούχοι άνδρες είναι: ο Ριάδης Αιμίλιος (1880-1935), από την Θεσσαλονίκη, συνθέτης της Εθνικής Σχολής.
Ο Σωτηριάδης Γεώργιος (1852-1942), αρχαιολόγος από το Σιδηρόκαστρο, πρωτεύουσα της επαρχίας Σιντικής του νομού Σερρών, ο Πρώτος Πρύτανης του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ο Χατζής Βασίλειος (1870-1915), Καστοριανός, γνωστός ζωγράφος-θαλασσογράφος.
Ο Αργυρός Ουμβέρτος (1882-1963), ζωγράφος από την Καβάλα, καθηγητής ΑΣΚΤ, ακαδημαϊκός.
Ο Σβώλος Αλέξανδρος (1892-1956), νομικός και πολιτικός από το Μοναστήρι, καθηγητής Πανεπιστημίου και Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Εφέδρων Αξιωματικών στη διάρκεια της Κατοχής.
Ο Αχιλλέας Τζαρτζάνος (1873-1963), γνωστός φιλόλογος και γλωσσολόγος από το Τύρναβο, συγγραφέας σπουδαίων εγχειριδίων των Γυμνασιακών Σπουδών, σε σχέση με την κλασσική φιλολογία. Γνωστά το Λεξικό ανωμάλων ρημάτων του Τζαρτζάνου και το Συντακτικό του, που διδάχτηκαν στο Γυμνάσιο στη δεκαετία του 1960. ( Π.Έλλη: Ακόμα τα κρατώ και τα χρησιμοποιώ!»
Ο Βαφόπουλος Γεώργιος (1903), από την Θεσσαλονίκη.
Ο Καραμανλής Κωνσταντίνος (1907-1998), από τις Σέρρες, ο πολιτικός, δικηγόρος, πρωθυπουργός (1955-1963, 1974-1980) και Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (1980-1985).
Ο Κόκκας Πάνος (1919-1963), δημοσιογράφος, εκδότης και νομικός από την Θεσσαλονίκη.
Ο Ταχτσής Κώστας (1927-1988), πεζογράφος και ποιητής από την Θεσσαλονίκη. Γνωστό το έργο του Το τρίτο Στεφάνι και από τις συνέχειες στην Ελληνική τηλεόραση. Ο Κ. Ταχτσής έζησε στην Αυστραλία για ένα διάστημα, εργαζόμενος ως τραπεζοϋπάλληλος.
Ο Βουδούρης Άρης (1927-1990), γνωστός επιχειρηματίας και εκδότης.
Ο Μπακόλας Νίκος (1927-1999), πεζογράφος κριτικός και δημοσιογράφος.
Ο Μαρωνίτης Δημήτριος (1929), γνωστός, σύγχρονος κλασσικός φιλόλογος καθηγητής Πανεπιστημίου και κριτικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ο Χριστιανόπουλος Ντίνος (1931), (ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη), ποιητής, πεζογράφος, φιλόλογος, και κριτικός.
Ο Βασιλικός Βασίλης (1934), συγγραφέας από την Καβάλα.
Ο Χειμωνάς Γεώργιος (1939), γνωστός πεζογράφος-ψυχίατρος, από την Καβάλα.
Ο πρόσφατα απολιπών Μανώλης Αναγνωστάκης, ιατρός και ποιητής, που γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1925 και υπήρξε ένας από τους αναγνωρισμένους ποιητές της μεταπολεμικής περιόδου. Ως μέτοχος στην Εθνική Αντίσταση και στον εμφύλιο, καταδικάστηκε σε θάνατο από στρατοδικείο, φυλακίστηκε και εξορίστηκε στην Μακρόνησο. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στην αγγλική γαλλική και ιταλική και μελοποιήθηκαν από τους: Θεοδωράκη, Θάνο Μικρούτσικο, Αγγελική Ιωαννάτου και Μιχάλη Γρηγορίου. Πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 23 Ιουνίου 2005.
Αναμφίβολα τα ονόματα της περιόδου του 20ου αι. τα οποία αναφέρθηκαν δεν είναι τα μόνα. Υπάρχουν αξιόλογοι δημιουργοί σε όλους τους χώρους της τέχνης, όπως στην μουσική ο Σαββόπουλος, ο οποίος γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη από πατέρα Φαναριώτη και μητέρα πρόσφυγα από την Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας, ο Γιώργος Καφτατζής από τις Σέρρες, ο σύγχρονος Αγάπιος Σαχίνης από την Θεσσαλονίκη, ξυλογλύπτης, δημοτικός σύμβουλος και αγωνιστής και άλλοι.
Σημείωμα της συγγραφέα: Η εργασία όμως αυτή οφείλει να σεβαστεί τα χρονικά όρια που της δόθηκαν. Κλείνω λοιπόν εδώ και σας ευχαριστώ.
Βιβλιογραφία
Beck, Hans-Georg, Η Βυζαντινή Χιλιετία, Μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, Γ’ Έκδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000.
Robert Graves, Greek Myths, Book Club Associates London, 1995.
Δημαράς, Κ. Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Τρίτη Έκδοση, Ίκαρος, 1964.
Έλλη (Elles), Πιπίνα, Μακεδόνες, Σύδνεϋ 1995.
Ηροδότου Ιστορία, Εισαγωγή, μετάφραση σχόλια Αδ. Θεοφίλου, Πάπυρος, Αθήναι 1953.
Insight Guides, Greece, APA Publications, second Edition, 1991.
Παπασταύρου Ιωάννης, Αρχαία Ιστορία, Εκδόσεις «Η Περιστερά», Εν Αθήναις 1963, Έκδοσις 4η.
Τεγόπουλος-Φρυγάκης, Ελληνικό Λεξικό, Εκδόσεις Αρμονία Αθήνα, Γ’ Έκδοση 1990.
Για κάποιες από τις επιπλέον πληροφορίες, χρησιμοποιήθηκε οι ιστοσελίδες: http://www.macedonian-heritage.gr
http://www.kaftanzoglio.gr/stadium3.html