ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΟΜΟΣ Α’. A’.Για την Ελληνική Γλώσσα Α’. 1. Ιστορία της Νέο-Ελληνικής Γλώσσας (History of the Greek language)

ΜΕΛΕΤΕΣ, ΤΟΜΟΣ Α’

Α’. Για την Ελληνική Γλώσσα

 

Α’. 1. Ιστορία της Νέο-Ελληνικής Γλώσσας

(History of the Greek language)

Sydney, April 1995

Η νεοελληνική γλώσσα δεν αποτελεί φαινόμενο γλωσσικού στρώματος απομονωμένου ή ανεπηρέαστου από τις προηγούμενες μορφές της ελληνικής.

Η χρήση διαφορετικών μορφών της γλώσσας σε διαφορετικές καταστάσεις ή περιπτώσεις1, είναι χαρακτηριστική ακόμη και για τα πρώιμα στάδια της ελληνικής γλώσσας, από τότε δηλαδή, που παρουσιάζεται σα γραπτός λόγος. Στην αρχαία ελληνική, δίγλωσσος2 είναι εκείνος που έχει την ικανότητα να ομιλεί δύο γλώσσες.

Μέχρι τα μέσα του 4ου αι. μ. Χ. οι ελληνικές κοινότητες χρησιμοποιούν για τις πολιτικές και θρησκευτικές υποθέσεις τη διάλεκτο των μελών τους, αλλά η λογοτεχνία είτε ήταν γραπτή είτε προφορική, χρησιμοποιεί διαφορετικό γλωσσικό ιδίωμα. Στα ομηρικά έπη για παράδειγμα, χρησιμοποιείται ένα γλωσσικό μείγμα που είναι αποτέλεσμα της μακράς εξέλιξης της γλώσσας και πιθανόν να ανάγεται στα μυκηναϊκά χρόνια. Το ομηρικό γλωσσικό ιδίωμα διατηρήθηκε στην επική ποίηση, κυρίως σε εκείνη η οποία ήταν γραμμένη σε εξάμετρα και μεταγενέστερα, άσχετα με την ιδιάζουσα γλώσσα ή ντοπιολαλιά των ελληνικών πολιτειών, από όπου προέρχονταν οι επικοί ποιητές.

Η χορική ποίηση τον 17ο αι., διακρίνεται για την ομηρική υποδομή της, αν και είναι γραμμένη σε ακαθόριστη δωρική γλωσσική μορφή. Η δε αττική τραγωδία δεν χρησιμοποιεί την αττική διάλεκτο αλλά μείγμα, δηλαδή, τα μεν διαλογικά μέρη γράφονται σε γλωσσικό ιδίωμα που πλησιάζει την αττική διάλεκτο με κάποια ιωνικά στοιχεία (στη φωνολογία, τη μορφολογία και το  λεξιλόγιο), ενώ τα λυρικά μέρη της γράφονται, πλησιέστερα στην γλώσσα της χορικής λυρικής ποίησης.

Υποσημειώσεις

1 Ψυχάρης.

2 Η λέξη διγλωσσία δεν φαίνεται να απαντά στην αρχαία ελληνική.

…………

Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Μακεδόνων, καλλιεργήθηκε μια κοινή ελληνική γλώσσα, που απέβη το βασικό μέσο επικοινωνίας και προσχώρησε βαθμηδόν και στις αγροτικές περιοχές. Στα σχολεία του ελληνόγλωσσου κόσμου και προς το τέλος του 1ου π. Χ. αι., παρατηρείται ένα κίνημα προς τον κλασικισμό. Σύνθημα ετούτου του κινήματος είναι η στροφή και η μίμηση προς τους αττικούς συγγραφείς του 5ου και του 4ου αι. Τον 2ο αι μ. Χ., παρατηρείται διάκριση ανάμεσα στην αττική γλώσσα που έχαιρε εκτίμησης και στην απλή ελληνική ή ελληνιστική κοινή, της οποίας οι αναφορές στα λεξικά της εποχής, χαρακτηρίζονται για την περιφρόνησή τους προς αυτή. Και ενώ οι επίσημες ομιλίες και όλη η λογοτεχνία παρουσιάζονται σε αττικίζουσα ελληνική γλώσσα, τα συγγράμματα για θέματα τεχνικής φύσης ή άλλες επίσημες επικοινωνίες, εντός της ρωμαϊκής πλέον επικράτειας, χρησιμοποιούν την ελληνιστική κοινή γλώσσα. Τα απολογητικά συγγράμματα που απευθύνονται στους μορφωμένους ειδωλολάτρες είναι σε αττικίζουσα ελληνική, ενώ η γλώσσα των μικρών χριστιανικών κοινοτήτων είναι στην κοινή ελληνιστική και σε επίπεδο της καθομιλουμένης.

Όταν τον 4ο μ. Χ. αι. άρχισε να διαδίδεται ο Χριστιανισμός και να εξαπλώνεται στην ανώτερη κοινωνική τάξη, μέλη της τα οποία είχαν αττικίζουσα εκπαίδευση, καταλάμβαναν όλο και περισσότερες θέσεις στην εκκλησία, η οποία εκ τούτου απέβη βαθμηδόν, πολύ ισχυρή. Τα δογματικά και τα ποιμενικά συγγράμματα, αλλά και το κήρυγμα των Μεγάλων Πατέρων, είναι γραμμένα στην κλασικίζουσα λογοτεχνική ελληνική γλώσσα, που αποκτά έτσι ιδιαίτερη αίγλη και ιερότητα, ιδιαίτερα στα λαϊκά πλήθη που δεν έχουν εκπαιδευτεί σε αυτή και επομένως τους είναι δυσνόητη.

Ετούτη λοιπόν την περίοδο παρατηρούνται δύο ιδιώματα: α.       εκείνο της αττικίζουσας ελληνικής, και

β. το ιδίωμα της κοινής ελληνικής, που χρησιμοποιείται συχνά σε καθομιλουμένη και παραλογοτεχνική ιδιωματική μορφή, από την εκκλησία, για λαϊκά έργα ευλάβειας και η προέλευσή της είναι περισσότερο επαρχιακή.

Ως τον 7ο αι. οι δομικές αλλαγές στη μορφολογία και στη σύνταξη της ελληνικής γλώσσας, προμηνύουν τη ρήξη ανάμεσα στην αρχαία και στη νέα ελληνική γλώσσα.

Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν τρεις διαφορετικές γλωσσικές ομάδες:

α. την κλασικίζουσα αττική ελληνική

β. τα λογοτεχνικά της κοινής ελληνικής (τεχνικά και επίσημα έγγραφα), και

γ. την ομιλούμενη κοινή ελληνική των εκλαϊκευμένων έργων.

Στη δεκαετία του 640 και ως το τέλος της Εικονομαχίας, δηλαδή στα μέσα του 9ου αι., παρατηρείται ότι η αττικίζουσα ελληνική έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί και χρησιμοποιείται μόνο από την εύπορη τάξη, ως διακριτικό γνώρισμά της. Τον 9ο αι. που έχει πλέον εγκαθιδρυθεί το Βυζαντινό κράτος, παρατηρείται μία νέα παλινδρόμηση προς την αρχαιότητα στους πνευματικούς κύκλους. Με τη βοήθεια λεξικών και εγχειριδίων οι συγγραφείς αναλαμβάνουν τη δεξιοτεχνία των προγόνων τους. Αυτός ο νεοκλασικισμός δεν είναι μίμηση των κλασσικών Αθηναίων, αλλά μίμηση των γλωσσικών στοιχείων στα λογοτεχνικά κείμενα και δεν έχει σχέση όπως είναι κατανοητό, με την ομιλούμενη. Το μεγαλύτερο μέρος της πεζογραφίας, που δεν ήταν λογοτεχνία, χρησιμοποιεί την κοινή ελληνική των τεχνικών συγγραφέων της αρχαιότητας. Και παρόλο που διέφεραν τα γλωσσικά στοιχεία της από εκείνα της κοινής ομιλούμενης, δεν γίνεται ενσυνείδητη προσπάθεια αποφυγής της. Έτσι πολλά έργα όπως συγγράμματα ιατρικής, τα μαθηματικά, οι νόμοι, οι εγκυκλοπαίδειες, απομνημονεύματα και αυτοκρατορικά εγχειρίδια για την εξωτερική πολιτική, γράφονται σε ετούτη τη γλώσσα.

Η καθημερινή ωστόσο μορφή της κοινής ελληνικής, έμεινε έξω από τη γραμματεία της εποχής. Στα μέσα του 10ου αι., πολλά λαϊκο-θρησκευτικά έργα γράφονται στην κλασικίζουσα ελληνική. Έτσι παρατηρείται μία νέα παραλλαγή της διγλωσσίας, δύο επίπεδα της λόγιας ελληνικής:

 

α. για τη λογοτεχνία χρησιμοποιείται η κλασικίζουσα και β. για τον επίσημο προφορικό λόγο η μη κλασικίζουσα.

Η ομιλούμενη δε χρησιμοποιήθηκε στον γραπτό λόγο, εκτός από ένα σατιρικό επίτευγμα, τον 12ο αι.

Η γλωσσική κατάσταση πήρε τροπή στους τελευταίους αιώνες της βυζαντινής περιόδου (1261-1453). Το μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνικής πεζογραφίας γράφεται σε κλασικίζουσα γλωσσική μορφή ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονται παραλλαγές κειμένων, αποκλασικοποιημένες, δηλαδή παραφράσεις, όπου ασυνήθιστες λέξεις και σπάνιοι συντακτικοί τύποι αντικαθίστανται από πιο οικεία στοιχεία. Παρά το γεγονός ότι στο Βυζάντιο υπάρχει η τάξη των πολύ μορφωμένων, δε φαίνεται να είναι πρόθυμοι ετούτοι ή δεν δύνανται να καταβάλλουν την απαιτούμενη προσπάθεια να κατανοήσουν την κλασικίζουσα αττική γλώσσα.

Τον 14ο αι. στην Ευρώπη, παρουσιάζεται γραπτή λογοτεχνία σε γλωσσική μορφή που πλησιάζει την ομιλούμενη. Είναι ένα φαινόμενο φυσικό και παράλληλο προς εκείνο που λάβαινε χώρα στην Ιταλία. Στο Βυζάντιο όμως παρατηρείται μία ανάμειξη γλωσσικών στοιχείων της ομιλούμενης γλώσσας και της κλασικής παράδοσης, και σε αναλογία η οποία ποικίλλει. Η μεν δημώδης λογοτεχνία πραγματεύεται ελαφρά θέματα, η δε πεζογραφία χρησιμοποιεί την κλασικίζουσα γλώσσα. Έτσι η δημώδης λογοτεχνία δεν επικρατεί ούτε σε ετούτη την χρονολογική φάση.

Στην ελληνική χερσόνησο και στην περίοδο της τουρκικής κατοχής (1453-1821), η πορεία της γλώσσας ως ζωντανού οργανισμού εν εξελίξει, δεν παύει να υφίσταται. Στην Κρήτη παρατηρείται η ανάπτυξη μίας τοπικής δημώδους λογοτεχνίας, η οποία είναι απαλλαγμένη από αρχαϊκά στοιχεία. Το γλωσσικό ιδίωμα της δημώδους λογοτεχνίας, χρησιμοποιείται στα θεατρικά έργα και σε περισσότερο ευαίσθητες, αλλά δυναμικές μορφές της, στην ποίηση. Οι Κρητικοί, όπως και αλλού στον ελληνόφωνο πληθυσμό, στον πεζό λόγο χρησιμοποιούν την κλασικίζουσα γλώσσα. Στην Κύπρο παρατηρείται ένα ανάλογο φαινόμενο με εκείνο στην Κρήτη, μόνο που η τοπική διαλεκτική μορφή της γλώσσας χρησιμοποιείται και στις δύο μορφές του λόγου: στον πεζό και στον ποιητικό λόγο.    Ετούτη η λογοτεχνία παραμένει απομονωμένη και τον 16ο αι. παύει να υφίσταται.

Ο 18ος αι., είναι ο αιώνας των Φαναριωτών. Σημειώνεται η ακμή του δημοτικού τραγουδιού και η διάσταση ανάμεσα στην εκκλησιαστική και στην λαϊκή παιδεία. Είναι η εποχή που το δημοτικό τραγούδι στην ελληνόφωνη γη, απαλλαγμένο από «λόγια αττικιστικά στοιχεία», συνεχίζει την παράδοση του αρχαίου ελληνικού τραγουδιού. Παράλληλα διαμορφώνεται μία τάση για τη λόγια επεξεργασία του δημοτικού τραγουδιού σε μικτή μορφή. Τελικά παρουσιάζεται μία λόγια μορφή η οποία αποβλέποντας στον λαό, αναγκαστικά χρησιμοποιεί τη γλώσσα του. Αντιπρόσωποι αυτών των τριών ρευμάτων είναι ο Κοραής, ο Κάλβος και ο Σολωμός3.

Το γλωσσικό ζήτημα στο τέλος του 18ου αι., παίρνει νέα μορφή υπό την επίδραση του Διαφωτισμού, την αφύπνιση της συνείδησης του ελληνικού λαού σε σχέση με την καταγωγή τους, και με την ίδρυση των ελληνικών σχολείων σε πόλεις της Οθωμανικής Ελλάδας4, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στα αστικά κέντρα της δυτικής Ευρώπης, όπου διαπρέπει η ελληνική παροικία.

Σκύβοντας ωστόσο αναλυτικότερα στο φαινόμενο της εξέλιξης της γλώσσας, είναι φανερό ότι το γλωσσικό πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται, καθώς οι Έλληνες είναι διηρημένοι ως προς το γλωσσικό θέμα, εφόσον υπάρχει μία ομάδα Ελλήνων οι οποίοι επηρεασμένοι από τη Γαλλική επανάσταση, επιθυμούν και επιδιώκουν την αφύπνιση των σκλαβωμένων Ελλήνων και την επανάστασή του για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού5, και μία άλλη οι οποίοι δεν θέλουν την ουσιαστική και ριζική αυτή αλλαγή, αλλά θέλουν τα πράγματα να παραμείνουν ως έχουν. Κέντρο ετούτων των τελευταίων υπήρξε το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και η εύπορη κοινωνία των Φαναριωτών, που όντως απολάμβαναν της εξουσίας και της δύναμης και εύλογα, είχαν αντιρρήσεις με ετούτο

Υποσημειώσεις

3 Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, 3η έκδοση Ίκαρος 1964, σ. 2.

4 Ευαγγελίδης, 1938.

5 Κοραής και Ζωσιμάδες.

………..

το πολύ σπουδαίο ζήτημα. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ αντιμετώπισε ως σατανική την παραμέληση της γραμματικής της κλασσικής γλώσσας, η οποία στόχο είχε να αποτρέψει κατά τη γνώμη του τον πιστό από την οδό της σωτηρίας6 και προς τούτο εξέδωσε σχετική εγκύκλιο.

Το 1774 αρχίζει να ανεβαίνει η αστική τάξη και να εκφράζει τις πνευματικές της ανάγκες. Η εκκλησία περνά στη συντηρητικότητα και στη συνέχεια αντιδρά. Η περίοδος που προηγείται του 1821, σημαδεύεται από τριμερή γλωσσική διαίρεση. Η γλώσσα του λαού, η απλή δημοτική, θεωρήθηκε από τους Έλληνες, ότι είχε ανάγκη στοιχείων της κλασικίζουσας ελληνικής, ως μέσον έκφρασης της λογοτεχνίας αλλά και μεταφράσεων επιστημονικών ή φιλοσοφικών βιβλίων από τη Δύση. Η ελληνική πνευματική κίνηση εξασθενεί προφανώς στα χρόνια του Αγώνα. Διατηρείται όμως και ανθεί εκτός των ελληνικών συνόρων, σε άλλες ελληνόφωνες αποικίες της Ευρώπης. Μετά από τον αγώνα του 1821, παρατηρείται νοσταλγία για την περασμένη ακμή του Έθνους και ενισχύεται η μνήμη της αρχαίας δόξας.

Το νεοελληνικό κράτος που συστάθηκε το 1830, υιοθετεί την κλασικίζουσα δημοτική ή καθαρεύουσα, ως την επίσημη γλώσσα και ως τη γλώσσα που έπρεπε να διδαχτεί στη δημόσια εκπαίδευση. Η λογοτεχνία και η εκπαίδευση με τον τρόπο αυτό απομακρύνονται και πάλι από τον μέσο Έλληνα. Τελικά η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο όταν πολλοί χρησιμοποιούν στην γραφή τους έναν ακραίο κλασικισμό. Φτάνει στην αποκορύφωσή της με τα έργα του Παναγιώτη Σούτσου (1806- 1868) και του Αλέξανδρου Ραγκαβή (1809-1892), αλλά και με το έργο του Κ. Κόντου7 (1834-1909), Γλωσσικαί παρατηρήσεις.

Τα Επτάνησα που ήταν για αιώνες υπό την ενετική κυριαρχία και κατόπιν βρετανικό προτεκτοράτο (ως το 1864), τα καθιστούσε απρόσβλητα από το γλωσσικό πρόβλημα που επικρατούσε στο νεοελληνικό κράτος. Είχαν κάποια αδύνατη σύνδεση με την

Υποσημειώσεις

6 Κορδάτος, 1973.

7 Κ. Κόντος, μαθητής του Ολλανδού C. G. Cobet (1813-1889).

………..

Κρητική σχολή του 17ου αι. και όφειλαν πολλά στην Ιταλία, αφού η γλώσσα της και η ποίησή της ιδιαίτερα, ήταν γνωστές στις ανώτερες τάξεις και στον αστικό πληθυσμό των νήσων γενικά. Αντιπρόσωποι αυτής της γλώσσας είναι ο Ι. Τυπάλδος (1814-1883), ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1857), ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879), που υπήρξαν περαιτέρω και οι θεμελιωτές της ποίησης στην Ελλάδα.

Το 1880 το γλωσσικό θέμα παίρνει πλέον καθαρά πολιτική χροιά. Οι νέοι ποιητές, όπως ήταν ο Κωστής Παλαμάς, γράφουν ποίηση στη δημοτική, ενώ η πεζογραφία είναι περισσότερο συντηρητική. Παράδειγμα μικτής γλώσσας παρουσιάζει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο οποίος γράφει τους διαλόγους του στην ομιλούμενη και το κείμενό του στην καθαρεύουσα, ενώ οι περιγραφές ή οι παρεκβάσεις είναι στην αττικίζουσα καθαρεύουσα. Το 1888 ο Ι. Ψυχάρης δημοσιεύει το περίφημο κείμενό του: Το Ταξίδι μου που αποτελεί δημοτικιστικό μανιφέστο. Το 1901 ο οπαδός του Ψυχάρη, Αλέξανδρος Πάλλης, μεταφράζει στη δημοτική την Καινή Διαθήκη και την δημοσιεύει. Τότε όμως συμβαίνουν τα εξής παράδοξα:

1.καταδικάζεται με εγκύκλιο από τον πατριάρχη Ιωακείμ

2.επαναστατούν οι φοιτητές

3.πέφτει η κυβέρνηση του Θεοτόκη.

Ο Μιστριώτης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1908, θεωρεί τους δημοτικιστές ως όργανα ξένων δυνάμεων. Μετά από το κείμενο του Ψυχάρη: Το ταξίδι μου και είκοσι χρόνια αργότερα, όλοι οι λογοτέχνες γράφουν στην δημοτική. Η καθαρεύουσα παρέμεινε η γλώσσα του κράτους, των δικαστηρίων, του επιστημονικού και τεχνικού λόγου, της πολιτικής, τη δημοσιογραφίας και της εκπαίδευσης.

Το γλωσσικό θέμα συνδέθηκε και με το Μακεδονικό ζήτημα. Ο Ίων Δραγούμης διανοούμενος και ανήκων στο διπλωματικό σώμα της τότε Ελλάδας, πέτυχε να συνδέσει την προσπάθεια της γλωσσικής και εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με τα εθνικά όνειρα της εποχής του. Αγωνιστής για την αναγνώριση από την ελληνική κυβέρνηση, του αγώνα των ελληνοφώνων πληθυσμών της Μακεδονίας, της Θράκης, της Ηπείρου, του Πόντου και της

Μικράς Ασίας, κυρίως όμως των Μακεδόνων και των Θρακών, αγωνίστηκε μαζί με πολλούς άλλους για την εγκαθίδρυση της δημοτικής γλώσσας στο ελληνικό έθνος. Το 1905, συμμετείχε στην ίδρυση της «Εταιρείας της Εθνικής Γλώσσας», μαζί με τους Σ. Ραμά, Α. Καρκαβίτσα, Κ. Χατζόπουλο, Ι. Κονδυλάκη, Φ. Μάτσα, Λ. Πορφύρα, Γ. Σωτηριάδη και Δ. Πετροκόκκινο, που στόχο είχε την μεταρρύθμιση της παιδείας και την χρήση της δημοτικής γλώσσας. Μαζί με τα επίλεκτα μέλη του «Αδερφάτου» που δημιουργήθηκε αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και ύστερα απέκτησε

«πανελλήνια εμβέλεια», έπαιξε καταλυτικό ρόλο σε ετούτο το σώμα της Κωνσταντινούπολης, αλλά και στο δεύτερο σκέλος της, στην Αθήνα (1909). Ιδρυτικό μέλος του «Εκπαιδευτικού ομίλου» (1910), απέβη η ψυχή του νέου ετούτου οργάνου και ο «φυσικός αρχηγός», όπως τον χαρακτήρισε ο Α. Πάλλης8.

Ο δημοτικισμός του Ίωνα σχετιζόταν άμεσα με το καλό του Έθνους. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας χαρακτηρίζονται από τον Δραγούμη ως οπισθοδρομικοί και βολεμένοι, στην καθημερινότητα. Τη δημοτική γλώσσα την χαρακτηρίζει με αρρώστια: «χρυσή και αξιαγάπητη… που δεν έρχεται μόνη, φέρνει μαζί της χίλια μύρια καλά, σέρνει σωρούς και αρμαθιές ιδέες, αντίληψες, σκέψες, αισθήματα καινούργια, δροσερά, ανοιξιάτικα, τέτοια, που μόνο να τα συγκρίνης με τους σωρούς και τους όγκους τους μεγαλόπρεπους της αρχαιοπρέπειας των περασμένων γενεών, αμέσως διαγνώνεις πως ετούτα είναι ψόφια, ενώ τα σημερινά είναι ζωντανά»9. Τονίζει ότι «η γλώσσα που μιλεί ο λαός και μεις είναι γλώσσα μας», και θεωρεί την καθαρεύουσα «απομεινάρι της ζωής».
Πολλά ήταν τα επεισόδια που διαγράφησαν εναντίον των δημοτικιστών, στο διάστημα που ήταν καθιερωμένη η καθαρεύουσα. Το 1917 ο Βενιζέλος στις 11 Μαΐου, όριζε με διάταγμα, τα αναγνωστικά των τεσσάρων πρώτων τάξεων και τα βιβλία της αριθμητικής της τρίτης, μέχρι και την έκτη τάξη, να

Υποσημειώσεις

8 Κ. Α. Βακαλόπουλος, Ίων Δραγούμης, Μαρτύρων και ηρώων αίμα, Εκδοτικός οίκος αδερφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 108-109.

9 Κ. Α. Βακαλόπουλος, Ίων Δραγούμης, Μαρτύρων και ηρώων αίμα, ο. π., σ. 109.

…………

είναι στην κοινή ομιλούμενη. Η διάταξη του Βενιζέλου καταργήθηκε το 1921 και τα βιβλία που είχαν συσταθεί το 1917, εκδόθηκε διάταγμα να συγκεντρωθούν και να καούν. Στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου (1945-1949), η δημοτική γλώσσα οπισθοδρόμησε, καθώς συνδέθηκε με τον κομμουνισμό και φιλοσλαβισμό. Ωστόσο από το 1945 έως το 1949, η δημοτική υπήρξε η γλώσσα της εκπαίδευσης για τα τέσσερα πρώτα χρόνια εκπαίδευσης (στοιχειώδους εκπαίδευσης).

Από το 1967-1974 επαναφέρθηκε η καθαρεύουσα σα μέσο διδασκαλίας στα κρατικά σχολεία, ενώ τιμωρήθηκαν με εξορία οι δάσκαλοι που δίδασκαν τη δημοτική. Η λογοτεχνία εξακολούθησε να γράφεται στη δημοτική και ήταν η γλώσσα που είχε καθιερώσει το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ως επίσημη. Μετά από την κατάρρευση της Χούντας το 1974, η νέα κυβέρνηση αποβαίνει ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής. Την άνοιξη του 1976, νομοθεσία, για πρώτη φορά, καθιστά τη δημοτική ως την επίσημη γλώσσα, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η καθαρεύουσα μελετάται στα σχολεία ως αντικείμενο μελέτης και όχι ως διδακτέα γλώσσα. Το 1976 κηρύσσεται ως η επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους. Ο πρώτος νόμος που συντάχτηκε στη δημοτική, εκδόθηκε το καλοκαίρι του 1977 και σε σχέση με τους γεωργικούς συνεταιρισμούς.

Οι νόμοι είναι γραμμένοι σε καθαρεύουσα γλώσσα και η εκκλησία τη χρησιμοποιεί στις επίσημες επικοινωνίες της, όπως πάντα, και κατ’ αντίθεση προς το κήρυγμα ή το ποιμενικό της έργο στα οποία εφαρμόζεται η ομιλούμενη.

Βοηθήματα

Κ. Α. Βακαλόπουλος, Ίων Δραγούμης, Μαρτύρων και ηρώων αίμα, Εκδοτικός οίκος αδερφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991, σσ.108-110.

Robert Browning, Η ελληνική γλώσσα μεσαιωνική και νέα, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1991, σελ. 244-259.

Κ. Θ. Δημαράς. Η ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τρίτη έκδοση, Ίκαρος 1964, πρόλογος σ. ζ-ιε’, σ. 2.

……………………..

 

 

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...