Α’.1. Η Ανανέωση του Μύθου στην Τέτaρτη Διάσταση του Γιάννη Ρίτσου, Σύδνεϋ 1997
Από τον Τόμο Γ’ της σειράς μου ΜΕΛΕΤΕΣ
Αίας
Αίας: Η πίεση προσδοκιών συνόλου, σε εξέχον πρόσωπο:
Στο ποίημα Αίας, ο Ρίτσος ακολουθεί όπως πάντα τον μύθο για να μιλήσει, να φιλοσοφήσει πάνω σε πολλά και διαφορετικά θέματα, τονίζοντας ιδιαίτερα την πίεση που μπορεί να ασκήσει κύκλος ανθρώπων με τις προσδοκίες του, σε εξέχον πρόσωπο. Στη θέση ετούτη τοποθετείται ο Αίας. Παραπονιέται για την συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω του, γιατί δεν μπορεί να τους μοιάσει, να μπει στο ‘ρούχο’ τους. Κάποτε που αισθάνθηκε ανήμπορος, όχι μόνο δεν τον συμπόνεσαν οι συνάνθρωποί του αλλά θύμωσαν κιόλας μαζί του, σα να τους είχε προδώσει. Τελικά, αισθάνεται ότι υπάρχει κάποια αμοιβαιότητα στις συμπεριφορές αυτές καθώς θεωρεί ότι και ο ίδιος τους πρόδωσε, έχοντας πρώτα προδώσει τον εαυτό του.
Ο Αίας του αρχέτυπου μύθου αισθάνεται αδικημένος, επειδή τα όπλα του Αχιλλέα προσφέρονται στον Οδυσσέα και όχι σε αυτόν. Όταν όμως αποφασίζει να εκδικηθεί τους Αχαιούς γι’ αυτό, αρρωσταίνει, γίνεται αλλόφρων υπό την επήρεια της θεάς Αθηνάς, που είναι η προστάτιδα των Αχαιών. Σε ετούτη την κατάσταση έρχεται εναντίον αγέλης ζώων και πιστεύοντας ότι είναι οι Αχαιοί, σφάζει πολλά από αυτά. Όταν συνέρχεται από την αλλοφροσύνη του, ντροπιασμένος από την πράξη του, αυτοκτονεί, μπήγοντας το σπαθί του στο πλευρό του.
Στο ποίημα Αίας του Ρίτσου δεν λείπουν και πάλι οι εικόνες που τοποθετούν τον συνώνυμο ήρωα στους δύο κόσμους: εκείνον του κλασσικού μύθου και τον άλλον της νεοελληνικής πραγματικότητας, της εποχής του ποιητή. Παράλληλα υπάρχουν μαρτυρίες από την Καινή Διαθήκη και την περίοδο του διωγμού των Πρώτων Χριστιανών από τους Ρωμαίους.
«Ένα άσπρο φεγγάρι… ανέβαινε απ’ την Ίδη[1]», «-ένα άσπρο μαντίλι όπως παιδιά που παίζαμε τυφλόμυγα στη Σαλαμίνα», «μέσα σε μια μεγάλη, σκοτεινή εκκλησία μες στο λιοπύρι, κι οι εικόνες / Χλωμές, ψηλές, κάτι μιλάνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα για σένα- Ένα πελώριο φίδι[2], ένα λιοντάρι μ’ ένα αγκάθι στο πέλμα[3], / Ένα κομμένο κεφάλι στο δίσκο[4], δυο μάτια σκιασμένα». Το φεγγάρι προσωποποιείται στην έκφραση «είχε ασβεστώσει το δρόμο» και επί πλέον μας δίνεται, όπως συμβαίνει συχνά στο έργο του Γ. Ρίτσου, μία χαρακτηριστική, φανταστική εικόνα χρωμάτων, μέσα από την περιγραφή[5].
Το αίσθημα της Απομόνωσης και του Μίσους:
Στην απομόνωσή του ο Αίας καταθέτει ότι αισθάνεται να τον κατασκοπεύουν. Νιώθει το μίσος των Ατρειδών: «κι ο Τεύκρος[6] να λείπει στα βουνά», λέει με παράπονο για τη συμπεριφορά του Τεύκρου. Περιγράφει το ιστορικό του πάθους του και τη χαρά του που ήταν ζωντανός[7]. Η σκηνή των κοπαδιών των γλάρων του εμπνέει εκ νέου την εμπιστοσύνη για τη ζωή, τον γαληνεύει και τον απαλλάσσει από τα προβλήματά του: «-ούτε τον θάνατο των άλλων ούτε και τον δικό μου αποζητώ», λέει απολογητικά. Επιπλέον δεν στεναχωριέται «για την απάτη των Θεών», «την αυταπάτη του», ούτε και για «τη χλεύη των συμπολεμιστών του». Αισθάνεται άγγιχτος από αυτά τα στοιχεία γιατί βρίσκεται μακριά[8]. Θεωρεί τα όπλα άχρηστα και ισχυρίζεται ότι ο φόβος για τον εχθρό είναι ασήμαντος σε σύγκριση μ’ εκείνον έναντι ενός φίλου «που ξέρει τις κρυφές πληγές κι εκεί σημαδεύει»[9]. Αισθάνεται λύπη για τη συμπεριφορά των συναδέρφων του στην Τροία. Αναφέρεται στον ηρωισμό τους, μιλά για την αχαριστία των Ατρειδών και τον υλισμό τους, τις πονηριές, τις απάτες και τους φόβους τους. «ως πότε;» αναρωτιέται με πίκρα και πιστεύει ότι κυβερνώνται από την κοινή για όλους τους ανθρώπους, μοίρα του θανάτου. Όταν φτάσει εκείνη η ώρα, την όποια ημέρα για τον καθένα, λέει αναφερόμενος στους Ατρείδες: «… κι’ εκείνοι θα σταθούν γυμνοί μπροστά στη νύχτα». Τίποτα πια δεν ωφελεί ούτε: «η κλεμμένη ασπίδα, όσο ωραία και μεγάλη», προφανώς του Αχιλλέα.
Οι Νεκροί:
Οι νεκροί έχουν το προνόμιο να είναι «ανεξέλεγκτοι, αόρατοι» κι επιπλέον «απρόσβλητοι». Ο Αίαντας ομολογεί τελικά ότι τους ζήλεψε[10]. «Στη γέφυρα διασταυρώθηκαν μ’ ένα μπουλούκι τσιγγάνων», λέει για τους νεκρούς, όμως κανείς από τους τσιγγάνους (που θεωρούνται ότι έχουν την ικανότητα να διαβάζουν την ανθρώπινη μοίρα), «δεν τους διέκρινε». Αντίθετα οι μύλοι που αλέθουν τον καφέ (οι τσιγγάνοι διαβάζουν την ανθρώπινη μοίρα στο αναποδογυρισμένο φλιτζάνι που σημαδεύεται από τον πάτο του αλεσμένου καφέ) )«σπιθίουν άξαφνα» «και τα εφτά κατάμαυρα άλογα έσκυψαν το κεφάλι τους στο χώμα· τέντωσαν το αυτί» (είναι γνωστή η διαίσθηση των ζώων) και μονάχα η αρκούδα (Ρωσία) στάθηκε στα «πισινά της πόδια… εμποδίζοντας την κίνηση του κόσμου»[11].
Η πίκρα:
Η πίκρα του Αίαντα διαφαίνεται μέσα από τους συλλογισμούς του για την αναγνώριση των ανδραγαθιών του από τους Έλληνες ή μη, για τη δική του θέση, και τελικά[12] κυριεύεται από είδος απελπισίας καθώς μιλά για το μάζεμά του κάτω από την ασπίδα του. Αποζητά έναν άλλον άντρα ίσον του, ώστε να μιλήσουν. Μιλά ενώπιον του θανάτου τελικά, θεωρώντας ότι αυτός είναι η μόνη πραγματικότητα στη ζωή του ανθρώπου τελικά: «Μονάχα ο θάνατός μας / είναι του καθενός μας ο ίσος. Όλα τ’ άλλα πρόχειρη λάμψη, / συμβιβασμοί, προσχήματα, εθελοτυφλίες»[13].
Ο Αίας αναφέρεται επίσης στο διάλογο, σε ένα περιστατικό ανάμεσα στον εαυτό του και στην μητέρα του[14]. Η συζήτησή τους περιστρέφεται στα πηγάδια και στη σχέση τους με τους ανθρώπους, και θεωρεί ότι έχουν κάτι κοινό. Στις φράσεις «μια όμορφη γυναίκα πνιγμένη», «που δε λέει να πεθάνει», που είναι «καρτερική, καρτερική», τονίζεται η διττότητα του ανθρώπου ή η δική του, η σύμπτυξη των ουσιαστικών συστατικών του άρρενος και θήλεος παρόμοια όπως στην αρχαία φιλοσοφία (Ηράκλειτος, Σωκράτης ή και στον σύγχρονο λαϊκό πολιτισμό στον πρωταγωνιστή του Θεάτρου Σκιών, Καραγκιόζης).
Υποσημειώσεις
[1] Στην Γ’ Ραψωδία της Ιλιάδας, απαντά η προσφώνηση ‘Ζευ πάτερ, Ίδηθεν μεδέων, κύδιστε μέγιστε,’ όπως είναι οι στίχοι: 276 (σ.276 ) ή 320 (σ.166) , Ομήρου Ιλιάς, Εισαγωγή εις το Ομηρικόν έπος υπό ΒΙΛΑΜΟΒΙΤΣ, Μετάφρασις και σημειώσεις ΝΙΚ. Ι. ΣΙΦΑΚΙ, εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ – 1940.
[2] Πρόκειται πιθανόν για τον Πύθωνα, νεότερο γιο της Γης και του Τάρταρου, το μεγαλύτερο τέρας που είχε γεννηθεί. Ο Πύθωνας από τους μηρούς και κάτω ήταν στριφτά ερπετά, και τα χέρια του που ήταν 100 λεύγες προς την όποια κατεύθυνση, σχηματίζονταν από αμέτρητα κεφάλια ερπετών αντί για χέρια. Το υπόλοιπο σώμα του και μέχρι την κεφαλή του, άγγιζε τ’ αστέρια, και τα μεγάλα φτερά του, σκίαζαν τον ήλιο. Τα μάτια του έβγαζαν φωτιά και καυτές αχνιστές πέτρες έβγαιναν από το στόμα του. Robert Graves, Greek Myths, Illustrated Edition, Cassell Ltd., 1985, σσ. 53-54.
[3] Ίσως πρόκειται για τον μάρτυρα Στέφανο που σύμφωνα με την Ιστορία των πρώτων Χριστιανών και υπό τη δίωξη των Ρωμαίων είχε συλληφθεί και είχε ριφθεί στην αρένα με τα λιοντάρια για να παλέψει μέχρι ήττας και να κατασπαραχτεί τελικά. Για καλή του τύχη όμως βρέθηκε αντιμέτωπος με το λιοντάρι που κάποτε είχε συναντήσει στο κυνήγι και που το είχε απαλλάξει από τον πόνο αγκαθιού βυθισμένου στο πέλμα του, που δεν του επέτρεπε να περπατήσει. Το λιοντάρι στάθηκε δίπλα του γλείφοντας τον. Είχε αναγνωρίσει τον σωτήρα του. Αυτό το περιστατικό του είχε σώσει τη ζωή.
[4] Πρόκειται αναμφίβολα για τον Ιωάννη τον πρόδρομο που αποκεφαλίστηκε από τον Ηρώδη για χάρη της Σαλώμης.
[5] Γ. Ρίτσος, Αίας, ο. π., σ. 233.
[6] Σύμφωνα με τον μύθο ο Τεύκρος ήταν γιος του Τελαμώνα και της Ησιόνης και αδερφός του Αίαντα, ιδρυτή της Σαλαμίνας της Κύπρου. Όταν ο Αίας βρέθηκε σε ανάγκη, ο Τεύκρος δεν τον βοήθησε. Τότε ο Αίας (Τελαμώνας) τον απόδιωξε κι αυτός κατέφυγε στην Κύπρο αρχικά και αργότερα στη Σιδώνα (Βιργιλίου Αινειάδα, Ι , 620). Οι Έλληνες κατά την περίοδο του Εμφυλίου είχαν μπερδευτεί αθεράπευτα. Μέχρι σήμερα η κομματικοποίηση δεν αφορά απλά ιδεολογία ή αντιλήψεις, αλλά μάλλον την ανάγκη του ‘‘ανήκειν’’ για την μεγαλύτερη εξυπηρέτηση στην καθημερινότητα και κυρίως σε σχέση με την εργασία και την μονιμότητά της, επομένως με την εξασφάλιση πόρων ζωής. Κάποτε οι Έλληνες θα πρέπει να επιδιώξουν να διορθώσουν αυτή την αναπηρία που διαιωνίζεται αρχίζοντας σα μάστιγα από την περίοδο κατοχής στους Τούρκους, και σταματά την πρόοδο του τόπου.
[7] Γ. Ρίτσος, Αίας, ο. π., σ. 235.
[8] Αυτόθι, σ. 236.
[9] Αυτόθι, σ. 236.
[10] Οι νεκροί είναι οι μόνοι ελεύθεροι τελικά καθώς είναι απαλλαγμένοι από όλα τα δεινά που βιώνει ο Έλληνας στον τόπο του και κυρίως σε εποχές που αλλάζει το πολιτικό κλίμα και εναντίον των ατομικών και της οικογενείας του συμφερόντων,
Γ. Ρίτσος, Αίας, ο. π., σ. 238.
[11] Η αρκούδα συμβολίζει συχνά τη Ρωσία του εικοστού αι., αυτόθι, σ. 238.
[12] Αυτόθι, σ. 240.
[13] Γ. Ρίτσος, Αίας, ο. π., σ. 241.
[14] Αυτόθι, σ. 242.