“Minima Moralia” Kόkkινο! Ιστορία

“Minima Moralia”
Kόkkινο!
Ιστορία

Όχι, ο Μένιος δε μπορούσε να το καταλάβει γιατί οι αδερφές του η Μαρίκα και η Ντόλη επιτρέπονταν να φορούν κόκκινα κορδελάκια ή καλτσούλες, φορεματάκια, μπλουζάκια… στο χρώμα της ζωής. Γιατί η μαμά του η Κλεοπάτρα, φορούσε εκείνο το ζωηρό όμορφο κόκκινο κραγιόν στα καλογραμμένα χείλια της και το παρόμοια κόκκινο βερνίκι στα νύχια της, ενώ αυτός που τόσο αγαπούσε αυτό το όμορφο, ζωηρό χρώμα αυτός ο Μανώλης, που γιόρταζε στην περίφημη, στην πολυαγαπημένη γιορτή των παιδιών τα Χριστούγεννα, δεν επιτρεπόταν να το απολαύσει, γιατί «ήταν λέει αγόρι»!
Και όμως η φύση ήταν γεμάτη από αυτό το ζεστό και λαμπερό χρώμα: φλογερά κατακόκκινα τριαντάφυλλα, λαμπερές άλικες παπαρούνες, βελούδινα κρίνα και ζεστά γαρύφαλλα… Θα πρέπει επομένως και ο Πλάστης ν’ αγαπούσε αυτό το υπέροχο χρώμα, αφού το είχε υιοθετήσει και το επιδείκνυε ποικιλοτρόπως: στα λουλούδια, στα πουλιά, στα χρώματα της ίριδας…
Και η κλεμμένη από τον Προμηθέα φωτιά για το χατίρι των ανθρώπων, στο τζάκι τους; Μήπως κι αυτή δεν ήταν σε αποχρώσεις του κόκκινου ή μήπως τ’ αναμμένα ξύλα όταν έπαιρνε να τ’ αφήσει η φλόγα τους, δεν είχαν εκείνο το ακατανίκητο κόκκινο που τύφλωνε με τη φλόγινη λάμψη του! Και η πορφύρα; Δεν ήταν τάχα το αντιπροσωπευτικό χρώμα των αυτοκρατόρων, των βασιλέων, των αρχόντων και του πολυπόθητου Αγίου Βασίλη; Ήταν βέβαια και τα κόκκινα αυγά της Λαμπρής. Δεν αποτελούσαν άραγε δείγμα χαράς και λαμπρότητας που συνδεδεμένο με την Ανάσταση του Κυρίου συμβόλιζε το χρώμα του αίματος, αυτή την ίδια τη ζωή μας;
Ω, ναι! Σίγουρα ο Μένιος -χαϊδευτικό βέβαια του Μανώλης- ένιωθε ότι το «χρώμα» που αγαπούσε: το κόκκινο, ήταν ευλογημένο από την ίδια τη φύση. Παρηγοριόταν λοιπόν μ’ αυτό το σκεπτικό, και μεγαλώνοντας όλο και περισσότερο δικαιολογούσε αυτή την έλξη του προς το απαγορευμένο, γι αυτόν, χρώμα. Μεγάλωνε όμως ανάμεσα σε δύο αδερφάδες που τον κανάκευαν όπως όλοι οι άλλοι -εννοείται οι μεγάλοι- χαριτολογώντας:
«Μα είσαι αγόρι… Μένιο σε λένε! Οι άντρες δε φορούν τέτοια χρώματα… Έλα, εσένα σου πάει όμορφα το γαλάζιο, το άσπρο… το κίτρινο!»
Έτσι ο «καϋμένος» ο Μένιος, ενόσω ήταν στην ηλικία που οι άλλοι αποφάσιζαν για το ντύσιμό του, δεν είχε φορέσει κάτι σε χρώμα κόκκινο και ας φλεγόταν από αυτήν την επιθυμία του. Κι όταν οι αδερφούλες του έπαιζαν με κούκλες που τις χαϊδολογούσαν ή τις φιλούσαν, κουκλόσπιτα και τα συναφή, και ο Μένιος σαν παιδάκι, ήθελε να παίξει μαζί τους ή να τις μιμηθεί, για να είναι ισότιμο μέλος της παρέας τους, ο πατέρας του καμάρωνε λέγοντας πως ο γιος του από μικρός έδειχνε περίτρανα τις προτιμήσεις του: του άρεσαν οι γυναίκες! Ήταν λοιπόν βέβαιο πως κάποιες από τις προτιμήσεις του είχαν κιόλας παρεξηγηθεί.
Αυτά όλα συνέβαιναν στο Μένιο την περίοδο της ζωής του κατά την οποία δεν είχε το κύρος να επιβάλει τη θέλησή του, ώστε να κάνει εκείνα που του άρεσαν ή τον εξέφραζαν. Ένιωθε λοιπόν απομονωμένος μέσα στην ίδια την οικογένειά του. Σ’ αυτή την ανισόρροπη για τον αισθηματισμό του κατάσταση, οφείλεται κατά κόρον η μεταγενέστερη συγκέντρωσή του στην τέχνη και οι καλές επιδόσεις του!

Κάποια στιγμή, ενήλικος πλέον, είχε κάνει τις σπουδές του, και ήταν βέβαιος για τον επαγγελματκό προσανατολισμό του και το ρόλο του στη ζωή. Είχε επιλέξει και είχε επιδοθεί σ’ εκείνο που τον εξέφραζε ουσιαστικότερα: στις εικαστικές Τέχνες οι οποίες σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του και με την αντίληψή του άνοιγαν τους ορίζοντες ως προς τις ροές και κατευθύνσεις της ανθρώπινης κοινωνίας, απανταχού. Η παγκοσμίως κοινή, γλώσσα των εικαστικών, δεν είχε σύνορα. Η Τέχνη ήταν το αμεσότερο μέσον επικοινωνίας με το κοινωνικό σύνολο, χωρίς να τον εκθέτει σ’ αυτόν. Ήταν γεγονός ότι πολλές από τις συμπεριφορές των συνανθρώπων του τον ενοχλούσαν, καθώς διαπίστωνε όλο και περισσότερο ότι προσκολλούνταν σε κούφια θέματα και φτηνές ανάγκες. Ο Μένιος γνώριζε επακριβώς τι του άρεσε και δεν θα επέτρεπε στους άλλους να του υπαγορεύουν και να του επιβάλλουν τα θέλω τους και τις απόψεις τους. Η Τέχνη του εξασφάλιζε –έτσι του λάχιστον πίστευε- την ελευθερία τόση όση χρειαζόταν για να είναι ευτυχισμένος.
Ο «ζωγράφος» -έτσι αποκαλούσαν το Μένιο οι φίλοι του-, από τα πρώτα κιόλας στάδια της ανεξαρτητοποίησής του μέσω της Τέχνης, θεώρησε τον εαυτό του ελεύθερο να χαράξει τη δική του κατεύθυνση στην πορεία της ζωής, και να διαφοροποιείται άφοβα από τη «μάζα», έχοντας πλήρη επίγνωση του τι εστίν «ελευθερία του πνεύματος». Ο φιλελευθερισμός του, άρχισε ν’ αποκαλύπτεται απτά πλέον, με τις επιλογές των θεμάτων του στα έργα του της Τέχνης. Στον προβληματισμό του που πέρα από το άτομό του, αφορούσε τη νεολαία, τις επερχόμενες γενιές και το μέλλον της ανθρωπότητας εν γένει, επιχειρούσε μέσα από τις δημιουργίες του ελπιδοφόρες απαντήσεις. Στη δουλειά του διαπίστωνε κανείς διάχυτη την αισιοδοξία του για το αύριο. Το μαρτυρούσε το δυάχυτο φως, που αναδυόταν μέσα από τη συνουσία χαρούμενων διαβαθμίσεων του γαλάζιου και του πράσινου, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο έκφρασης της ζωής. Οι αποχρώσεις του κόκκινου, από απαλές ως καυτές, ήταν στοιχεία που χάριζαν την ευχαρίστηση και ενέπνεαν το θαυμασμό εκείνων που πιστοί πλέον ακόλουθοί του, παρακολουθούσαν ανελλιπώς τις εκθέσεις του. Το ελεύθερο της σκέψης του δεν εκφραζόταν μόνο μέσα από την αέναη προσπάθεια για προβληματισμό και απαντήσεις στα έργα του, ούτε περιοριζόταν στα εκπροσωπευτικά δείγματα της δουλειάς του. Το εξέφραζε ατημέλητα και με την προσωπική του εμφάνιση. Αν και δεν είχε την αλλοτινή σημασία πλέον, είχε υιοθετήσει σα σήμα κατατεθέν της προσωπικότητάς του το χρώμα που του είχε απαγορευτεί στις υπό έλεγχο ηλικίες, καθώς θεωρείτο συνώνυμο του θηλυκού γένους. Τώρα πια σε δίσταζε να ντύνεται με ρούχα που έφεραν το χρώμα της ζωής. Αρχικά είχε δέσει ένα κόκκινο μαντίλι με ασυνάρτητα μαύρα σχέδια, στο κεφάλι του και είχε φορέσει κόκινες κάλτσες με εντυπωσιακά σχέδια, που προκλητικές ξεμύτιζαν στις άκρες των παντελονιών του, συνήθως ξεθωριασμένα jeans. Εκείνο το μαντίλι του το έδενε σφιχτά και κρατούσε συμαζεμμένα προς τα πίσω, τα μακρυά σγουρά μαλλιά του. Άλλωστε δεν ήταν ο μόνος που το έκανε. Το συνήθιζαν οι εξεζητημένοι, οι εκκεντρικοί νέοι. Του άρεσε τόσο πολύ αυτό που έκανε που όλο και περισσότερο διάλεγε τα ρούχα του σε κόκκινο χρώμα. Φανταχτερές μεταξωτές γραβάτες με γραμμικά σχέδια και πουλλόβερ, ξάφνιαζαν με τις κόκκινες αποχρώσεις τους.
Κάποια στιγμή οι σπουδές του και το έργο του είχαν αναγνωριστεί. Ήταν ένα ξεχωριστό ταλέντο. Προήχθη λοιπόν και διορίστηκε ακαδημαϊκός καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Η τέχνη του είχε πάρει κάποια συμβολική μορφή τελικά: ήταν μία αποκαλυπτική αντίθεση στον κόσμο της καλλιτεχνίας που μαρτυρούσε ότι ο προκάτοχός της ήταν ένας «ήσυχος επαναστάτης», που από πίστη στον εαυτό του και στον συνάνθρωπο, εξέφραζε τον σκεπτικισμό του «με πάθος μεν… αλλά χωρίς φόβο!»
Από την πρώτη κιόλας στιγμή εντυπωσίαζε τον συνομιλητή του με την άνεση, την αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη και την ευδιαθεσία που διέκριναν το λόγο του. Ήταν ο «ένας», ο «χαρακτήρας», ο «τύπος», εκείνο το διαφορετικό που στέκει από μόνο του, που ξεχωρίζει.
Ο όμορφος χαρακτήρας του διέθετε και τα εφόδια για ν’ αντιμετωπίζει τα υπονοούμενα «κάποιων εντίμων» συναδέλφων του καθώς και μερικών από τους φοιτητές του, που στην πορεία του χρόνου κάποια στιγμή έχοντας αποθρασυνθεί από την έλλειψη αντιδράσεων εκ μέρους του, δε δίσταζαν να πετάνε υπονοούμενα όχι μόνο «πίσω από την πλάτη του», αλλά και ενώπιόν του. «Άσπονδοι φίλοι» είχαν φροντίσει να φτάσουν στ’ αυτιά του κάποια δήθεν «κρυφά» σχόλια εναντίον του κι απ’ αυτά ορμώμενος είχε αρχίσει να λαβαίνει υπόψη του και να σημειώνει την περιέργεια των ενημερωμένων που τον πλησίαζαν για να τον συναντήσουν κι από κοντά. «Δεν ήταν θέαμα διάβολε. Καλλιτέχνης ήταν και δάσκαλος!» Με τον καιρό, ωστόσο άρχισε ν’ αναρωτιέται και να ψάχνεται. Σίγουρα δεν υπήρχε τίποτα μέμψιμο στη συμπεριφορά του. Δεν είχε κάνει κάτι δραματικά ασυνήθιστο. Πέρα από την ιδιορρυθμία του: την αγάπη του για το κόκκινο τι άλλο υπήρχε που να τον διαφοροποιεί, που να τον παρουσιάζει λιγότερο ευϋπόληπτο από άλλους; Αυτή όμως ήταν η δική του άποψη και πίστη. Μήπως θα έπρεπε ν’ αρχίσει ν’ ανησυχεί, και να λάβει κάποια μέτρα; Γιατί εκείνοι, οι κάποιοι αντιδραστικοί φοιτητές τον είχαν βαφτίσει «κοκκινοσκουφίτσα» και εν αγνοία του ενέπλεκαν το όνομά του, σε φανταστικά ανέκδοτα και αστείες ιστορίες.

Κάποια συνάδερφος και καλή φίλη, επιχειρώντας να τον προειδοποιήσει για τις διαστάσεις της φημολογίας γύρω από το άτομό του στους φοιτητικούς κύκλους, είχε πετάξει την προειδοποίησή της -αν και αδέξια- στη διάρκεια ενός διαλείμματος για καφέ: «Θα έλεγα, πως αν και το γεγονός ότι αγαπάς υπερβολικά το κόκκινο, δεν πειράζει, όμως… γενικά, η στάση σου, και… η απόστασή σου από το άλλο φύλο…» είχε κομπιάσει και βλέποντας την ερώτηση στα μάτια του Μένιου είχε επιχειρήσει να συμπληρώσει βιαστικά τη σκέψη της: «Άραγε είναι άδικο που τα παιδιά σε αποκαλούν…» Για δεύτερη φορά είχε σταματήσει ντροπιασμένη, αλλά ο Μένιος με χαριτωμένο ύφος την είχε βοηθήσι συμπληρώνοντας: «κοκκινοσκουφίτσα»;
Έχοντας πει τον τίτλο που του είχαν κολλήσει οι «φίλοι του» ο Μένιος είχε γελάσει ανοιχτόκαρδα και της είχε εξηγήσει τους δικούς του λόγους και τα αίτια, που ξεκινούσαν από την παιδική του ηλικία. «Ας αρχίσω από το κόκκινο χρώμα… Σίγουρα είναι ψυχολογικό αυτό που με ωθούσε από παλιά, να το υιοθετήσω, το γεγονός ότι ήμουν το αγόρι ανάμεσα στις δύο ζωηρές αδερφές μου που πρωτοστατούσαν σε όλα, σα μεγαλύτερές μου. Η μητέρα μου, αν και μου έδειχνε μία σχετικά ιδιαίτερη αδυναμία –ήμουν «το μοναχό ανάμεσα σε δύο θηλυκά»- στις αντιθέσεις μου με τις αδερφές μου, σα γυναίκα έπαιρνε τελικά το μέρος τους. Δε ζήλευα τις αδερφές μου τις αγαπούσα και τις αγαπάω, αποτελούσα όμως εξαίρεση στο οικογενειακό μας περιβάλλον: ήμουν μόνος, διάβολε. Πεισμάτωνα για πολλά, και περισσότερο για το απαγορευμένο χρώμα: το κόκκινο, που ήταν κυρίαρχο γύρω μου. Το υιοθέτησα λοιπόν ενσυνείδητα τελικά, και το έκανα σύμβολο της ειρηνικής «επανάστασής μου». Συμβολίζει τη ζωή μου, την ψυχοσύνθεσή μου, απροκάλυπτα τώρα πια καθώς έπαιξε σπουδαίο ρόλο σ’ αυτή. Απέβη ξέρεις ένδειξη ενός νέου είδους επαφής με τις αδερφές μου και τη μητέρα μου, ένδειξη δηλαδή της κοινότητας των προτιμήσεών μας και επομένως μία ομοιογενής ταυτότητα: ήμουν ένας άλλος άνθρωπος σαν εκείνες και σαν τέτοιος δεν ήθελα να είμαι διαφορετικό σε τίποτα από αυτές… Τελικά ο πατέρας μου -αν και τον έβλεπα σχετικά λίγο-, αποτέλεσε το σταθερό και δυναμικό αντίβαρο σε όλη την ιστορία, και συνετέλεσε στο να κατανοήσω τελικά τι ακριβώς ήθελα από την μικρή οικογενειακή κοινωνία μας αλλά και την ευρύτερη τελικά. Στις αργίες, όταν τρέχαμε κοντά του οι αδερφές μου κι εγώ, προσπαθώντας να τον μονοπωλήσουμε ο καθείς μας, με ξεχώριζε και με σήκωνε στα στιβαρά του χέρια ενώ μου φώναζε: «έλα εδώ εσύ κακόμοιρο, που σ’ αφήνω όλη μέρα στα χέρια τριών γυναικών!» Με αγκάλιαζε, με φιλούσε με απομάκρυνε από τις αδερφές μου και μου μάθαινε να παίζω σκάκι και ποδόσφαιρο… Ήθελε με τον τρόπο του να μου πει πως εκείνες ήταν γυναίκες, ενώ εγώ και εκείνος είμαστε άντρες και είχαμε κάτι άλλο κοινό μεταξύ μας, κάτι σα μυστικό, όπως ίσως να ήταν το κόκκινο χρώμα για εκείνες. Όμως εγώ δεν ήθελα να ξεχωρίζουμε. Μου άρεσε η ένωση μ’ όλους τους άλλους ασχέτως φύλου. Εγώ ήθελα να είμαι απλά ένας άνθρωπος, ίσος με όλους: και με τις γυναίκες και με τους άντρες. Όμως θέλω να πιστέψεις πως δεν είχα κανένα παράπονο από την οικογένειά μου, από τη ζωή μου. Και είναι σημαντικό που οι αδερφές μου δεν στεναχωριόνταν για την προσοχή του πατέρα μου προς εμένα. Εντάξει! Έχει αποδειχτεί ότι οι γονείς μπορούν να κάνουν το καλύτερο για τα παιδιά τους κι εκείνα να μην είναι ευχαριστημένα. Ευτυχώς δεν προέκυψε κάτι τέτοιο. Καθώς μεγάλωνα, κατάλαβα τελικά αυτό που είπα παραπάνω: ότι παρά τις διαφορές μας του φύλου, τις διαφορές μας στο ντύσιμο, κορίτσια και αγόρια έχουν το ουσιαστικότερο ως κοινό: είναι άνθρωποι και σαν τέτοιοι είναι ίσοι με όλους… σε όλα. Πιστεύω λοιπόν ότι δε βγήκα σακατεμένος ψυχολογικά από εκείνη την κάποια «μοναξιά μου» ανάμεσα σε τόσες γυναίκες. Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Και το σπουδαιότερο είναι ότι εντελώς συμπτωματικά «εξελήχθην» σε «φλογερό» καλλιτέχνη, απόλυτα συγκεντρωμένο στην Τέχνη και φυσικά εδώ συμπεριλαμβάνονται και οι όποιες ιδιαιτερότητες… και επομένως και το γεγονός ότι είμαι οπαδός του κόκκινου… του χρώματος της ζωής…» Ο Μένιος όταν είχε σταματήσει είχε γελάσει δυνατά και ανοιχτόκαρδα. Η φίλη του τον είχε αγκαλιάσει και τον είχε μαλώσει: «Πρόσεχε αγόρι μου! πρόσεχε… οι φοιτητές σου δεν είναι ευγενείς και πολιτισμένοι σαν την αφεντιά σου! Είναι έτοιμοι για παρεξηγήσεις! Έχω λόγους ν’ ανησυχώ και σε παρακαλώ να πάρεις τα μέτρα σου». «Καλή μου, θέλω να πιστεύω ότι ο Δημιουργός ενεφύτευσε στον άνθρωπο το ελάχιστο ήθος… “minima moralia”… Χαμογέλασε λοιπόν!»
Παρά τις προειδοποιήσεις από το περιβάλλον του, ο Μένιος, δεν εννοούσε να μετριάσει την ευγένειά του, την προθυμία του, ή ακόμη να καμουφλάρει την ευαισθησία του. Δεν μπορούσε ν’ αλλάξει. Ήταν πάντα ο ίδιος: ξέγνοιαστος, καλός και ευγενικός μέσα από την ιδορρυθμία του. Είχε επιγράψει με πολύ καλλιτεχνία: “minima moralia” και το είχε κρεμάσει στον τοίχο απέναντι από το γραφείο του, δίπλα στην είσοδο του ατελιέ της Σχολής. Ήταν ευδιάκριτα εντυπωσιακό για οποιονδήποτε που εισερχόταν-εξερχόταν, αν και για κάποιους δυσκολονόητο. Σε κάποια όμως γωνιά του μυαλού του είχε σφηνωθεί η ανάγκη της διαπίστωσης των αντιδράσεων απέναντί του. Λες και πειραματιζόταν με εκείνη την φράση-άποψή του και περίμενε για κάποια ουσιαστική αντίδραση: άραγε θα επιχειρούσε κάποιος, κάποτε, να προσπαθήσει να τον σπρώξει στα άκρα;

Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Ο Μένιος είχε αναλάβει κάποια πράγματα για το χριστουγεννιάτικο πάρτυ της Σχολής και ετοίμασε επίσης, μία στολή Αη-Βασίλη. Ήθελε να τους εκπλήξει με την καλλιτεχνική παρουσία του. Έτσι λοιπόν στη γιορτή ο Μένιος-Άη-Βασίλης ανέβηκε στο μικρόφωνο και αφού είπε τα γνωστά για την περίσταση και κάποια εποχικά αστεία, αφήνοντας έτσι ν’ αποκαλυφθεί και η ταυτότητά του, πρόσθεσε:
«Είστε λοιπόν όλοι ευχαριστημένοι από τη δουλειά του χρόνου;»
Οι φοιτητές ούρλιαξαν ευχαριστημένοι και για τα καλά μέσα στο πνεύμα των Εορτών που πλησίαζαν:
«Ναι… Ναι… Γεια σου Μένιο, με τα κόκκινά σου!»
Ο Μένιος γελώντας πλατιά φώναξε:
«Ήρθε λοιπόν η στιγμή να ευχηθούμε όλοι μας καλή χρονιά και ίσως ν’ αποφασίσετε να με αποκαλείτε Αη-Βασίλη από δω και πέρα, και την Κοκκινοσκουφίτσα, ως την αγαπημένη μου! Θα το προτιμούσα ξέρετε!»
Είχε γίνει σάλος. Φωνές χειροκροτήματα και ευχές για τον αγαπητό Μένιο. Οι περισσότεροι τον θαύμαζαν και τον εκτιμούσαν. Ξαφνικά όμως ακούστηκε ένα «γιουχάϊσμα»:
«Ου…ου… ου… ου… ου…!»
Αυτό σταμάτησε το σάλο και ο φοιτητής που είχε «γιουχαΐσει» τον καθηγητή-Μένιο ξανακούστηκε. Ήταν μάλλον μεθυσμένος. Τα μάτια του γυάλιζαν και τα χείλια του έτρεμαν. Ο Μένιος χαμογέλασε αρχικά αμήχανα, ύστερα όμως ρώτησε ευγενικά, πάντα από το μικρόφωνο:
«Δεν επιδοκιμάζετε αγαπητέ… Μα δεν πειράζει… Άλλωστε όλοι έχουμε τις προτιμήσεις μας!»
«Κοκκινοσκουφίτσα… Άκουσε λίγο, δε μας αρέσουν τα κόκκινα, ούτε ο Άη-Βασίλης. Εξήγησέ μας επιτέλους, γιατί τα κόκκινα;»
Ο Μένιος προσπάθησε ν’ αποφύγει περεταίρω συζήτηση με τον φασαριώδη «τύπο», κατεβαίνοντας από το μικρόφωνο. Ο μεθυσμένος όμως τον πλησίασε και με θράσος ξαναρώτησε κομπιάζοντας στα λόγια του από τον λόξιγκα:
«Έχεις… κάποια… ιδιαιτερότητα Μένιο; Ίσως… το κόκκινο… να μην είναι μόνο… το χρώμα που ερεθίζει τους ταύρους… αλλά και… » σταμάτησε κυττάζοντας γύρω του.
Ύστερα με το κεφάλι χαμηλωμένο, για να μην τον βλέπουν καλά οι γύρω, και με ασταθή βήματα απομακρύνθηκε και βγήκε από την αίθουσα.
Το ατυχές επεισόδιο είχε σημαδέψει τη βραδυά. Στα πηγαδάκια των φοιτητών και άλλων παρόντων στην εκδήλωση, είχε συζητηθεί η θρασύτητα του νέου. Το πλήθος ήταν με το μέρος του Μένιου: «Μα είναι πράγματα αυτά, στην εποχή μας; Αν θέλει ο άλλος να είναι Άγιος Βασίλης ή Κοκκινοσκουφίτσα εμάς τι μας νοιάζει; Ο Μένιος σαν άνθρωπος και σαν καθηγητής είναι Ο.Κ. κι αυτό φτάνει».

Είχαν περάσει τρεις ή τέσσερις ημέρες από εκείνη τη γιορτή. Καθώς πλησίαζε το τέλος του χρόνου και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, θα έκλειναν για αρκετό διάστημα, πολλοί από το προσωπικό και κάποιοι από τους φοιτητές που δεν ήταν από το Σύδνεϋ και δεν είχαν υποχρεώσεις ή λόγους να μένουν στην πόλη του Ιδρύματος, είχαν κιόλας φύγει για τα σπίτια τους. Ο Μένιος εξακολούθησε να εργάζεται ανεπηρέαστος από εκείνο το άτυχο επεισόδιο της Χριστουγεννιάτικης γιορτής στη Σχολή. Κάποιοι όμως από τους εναπομείναντες μαθητές του, είχαν αλλάξει στάση απέναντί του. Ο Μένιος αναγκάστηκε να υπομένει την κακόγουστη ειρωνία τους και την αδέξια καμουφλαρισμένη περιφρόνησή τους. Ήταν βέβαιος ότι αυτή η συμπεριφορά σχετιζόταν αποκλειστικά μ’ εκείνη τη βραδιά της γιορτής. Ή μήπως είχαν συμβεί και άλλα που δεν είχαν υποπέσει στην αντίληψή του; Παρά τα αναπάντητα ερωτηματικά του και τις σκέψεις του, συνέχισε απτόητος. Είχαν μείνει ελάχιστες μέρες. Ύστερα από τις διακοπές, ήταν βέβαιος ότι το επεισόδιο θα είχε ξεχαστεί και ότι όλα θα επανέρχονταν στη θέση τους.

Ένα βράδυ, γυρίζοντας στο σπίτι του από κάποια συνάντηση με συνάδελφό του, όταν είχε πλέον φτάσει, είχε πλευρίσει το πεζοδρόμιο, είχε παρκάρει και είχε ανοίξει την πόρτα τ’ αυτοκινήτου του για να βγει. Ξαφνικά και από το πουθενά, είχε εμφανιστεί εκεί μπροστά του μία παρέα από τρία ή τέσσερα άτομα. Τον άφησαν να βγει και να κλείσει το αυτοκίνητό του. Όχι δεν ήθελαν να τον κλέψουν. Δεν ενδιαφέρονταν για τ’ αυτοκίνητό του. Είχαν έρθει γι αυτόν. Ο Μένιος προσπάθησε να μείνει ήρεμος και να μμην αντιδράσει. Δε μίλαγε λοιπόν και περίμενε. Δεν μπορούσε να διακρίνει τα πρόσωπά τους, ούτε ν’ ακούσει τις φωνές τους, αφού δε μιλούσαν. Ένας όμως έβγαλε στα γρήγορα ένα μικρό στιλέτο, που γυάλισε μέσα στη νύχτα και κρατώντάς το προς το μέρος του, είπε χωρίς περιστροφές και με αλλοιωμένη φωνή από την έντονη ειρωνία ενώ οι άλλοι γέλαγαν κοροϊδευτικά: «Ακολούθα μας… Κοκκινοσκουφίτσα!» «χαχάνισε».
Ο Μένιος ακολούθησε τους άντρες χωρίς να πει λέξη. Ήταν βέβαιος πλέον ότι επρόκειτο για φοιτητές και φίλους τους.
Ήρθε στο μυαλό του ο φοιτητής στην αίθουσα της γιορτής. Δεν μπορούσε όμως να είναι βέβαιος γι’ αυτό. Σταμάτησαν μπροστά σ’ ένα μαύρο αυτοκίνητο και ο άντρας που είχε μιλήσει και πριν, τον διάταξε να μπει μέσα και να καθήσει στο πίσω κάθισμα. Επιβιβάστηκαν όλοι και ο Μένιος βρέθηκε να κάθεται ανάμεσα σε δύο από τους άντρες. Τελικά διαπίστωνε ότι οι απαγωγείς του ήταν τρεις. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και κινήθηκε με μέτρια ταχύτητα ώσπου κατάληξε σε ένα άγνωστο πάρκο. Από τη συντομία της διαδρομής ο Μένιος κατάλαβε ότι δεν ήταν και πολύ μακριά από το διαμέρισμά του. Είχε όμως αρχίσει ν’ ανησυχεί, καθώς οι άντρες κρύβονταν πίσω από μαύρα μεγάλα γυαλιά και απέφευγαν να μιλήσουν. Αρκετά αισιόδοξος ακόμη κι εκείνη τη στιγμή της απαγωγής του, ήθελε να πιστεύει ότι επρόκειτο για φάρσα με σκοπό να τον ταπεινώσουν, να τον σοκάρουν. Τίποτα περισσότερο.
Ο ίδιος πάντα άντρας τον διάταξε να βγει από το αυτοκίνητο. Όταν όλοι είχαν κατέβει, προχώρησαν μέσα στο φτωχά φωτισμένο πάρκο ώσπου έφτασαν σ’ ένα στεγνό συντριβάνι. Τότε ο ίδιος πάντα άντρας τον διέταξε:
«Άντε τώρα ρε π….η κάνε μας ένα στριπ-τηζ, να δούμε τι χρώμα είναι και τα βρακιά σου! Κόκκινα ρε μ….α; Ή μήπως δε φοράς;» Κάποιος από αυτούς γέλασε. Ο οδηγός που ήταν και ο αρχηγός της κλίκας, του είπε να «σκάσει».
Ο Μένιος καταντροπιασμένος από την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα, δε μίλησε. Κατάλαβε ότι αν αντιστεκόταν, ίσως να τους προκαλούσε να επιχειρήσουν ακόμη χειρότερα εις βάρος του. Ή μήπως δεν είχε διαβάσει ή ακούσει δεκάδες ιστορίες απαγωγής, κακοποίησης, βιασμού, φόνου! Είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί σοβαρά, τώρα. Δεν ήταν δειλός, κάθε άλλο. Αλλά ένας εναντίον τριών, σίγουρα ήταν χαμένη προσπάθεια, αν όχι σκέτη βλακεία. Υπάκουσε λοιπόν κι άρχισε να βγάζει όσο πιο αργά μπορούσε τα ρούχα του. Ένα-ένα τα έπιαναν οι άντρες της παρέας και τα πετούσαν στον αέρα και όπου πήγαιναν. Γελούσαν ξεδιάντροπα και πέταγαν ανόητα και κακόγουστα πειράγματα:
«Κοκκινοσκουφίτσα… πώς σου αρέσει ο κακός λύκος! Καλέ… θα σου έφτανε να ζήσεις την ιστορία… ατόφια, όπως έχει γραφτεί;»
Ο Μένιος διαπίστωσε όλο και περισσότερο, ότι η διάθεσή τους δεν ήταν να κάνουν ένα αστείο, αλλά να τον εξευτελίσουν και ποιος ξέρει τι θα επακολουθούσε επιπλέον. Αισθανόταν λύπη και θυμό, γιατί με την αφελή συμπεριφορά του, είχε επιτρέψει σε κάποιους άνανδρους να φτάσουν σε σημείο να του συμπεριφέρονται με τέτοιο εξευτελιστικό τρόπο. Εκείνοι κύτταζαν τώρα τα εσώρουχά του. Μιλούσαν μεταξύ τους χασκογελώντας:
«Βρε μ….α, δε βλέπω κόκκινα! Άλλο χρώμα είναι! Κι εσύ που έβαλες στοίχημα ότι θά είναι φτιαγμένα από κόκκινη δαντέλλα!» είπε ένας από αυτούς, με κοροϊδευτική φωνή.
Ένας άλλος με επίσης προσποιητή φωνή, πρόσθεσε.
«Ε… και; Μπορεί όλα τα κόκκινά του να ήταν άπλυτα κι αποφάσισε να χρησιμοποιήσει άλλα, με διαφορετικό χρώμα».
«Να σου πω… φίλε! Δεν αλλάζει τίποτα. Εμείς θα κάνουμε όπως είπαμε και μια άλλη φορά… θα δούμε…» είπε ο πρώτος που φαίνοταν καθαρά πλέον ότι ήταν ο μπροστάρης της παρέας και της επιχείρησης.
«Λες να είναι ο νεαρός της Χριστουγεννιάτικης γιορτής; Κι αν ακόμη ήταν… δε μπορώ να είμαι βέβαιος… μήπως θυμάμαι το πρόσωπό του;» σκέφτηκε ο Μένιος αστραπιαία προσπαθώντας να σκεφτεί κάτι θετικό. Μα δεν μπορούσε. Με την κόψη του στιλέτου πάντα στραμμένη απάνω του, υποχρεώθηκε γυμνός καθώς ήταν, ν’ ανεχτεί τους τέσσερις άντρες να τον περιπαίζουν και να τον αγγίζουν.
Ξαφνικά ο ένας από αυτούς άλλαξε διάθεση και βάζοντας το πόδι του ανάμεσα στα πόδια του Μένιου τον υποχρέωσε να γονατίσει.
«Ωραία! Έτοιμος είναι μάγκες… Έχει κανείς από σας όρεξη;» ρώτησε με τον πιο χυδαίο τόνο.
Ένας από τους άντρες πάτησε τον Μένιο στην πλάτη κα αμέσως ύστερα τον έσπρωξε στο πλάι.
«Ασιχτίρ… ξεφτίλα!..» τον έβρισε.
Ο Μένιος περίμενε τα χειρότερα τώρα πια, αλλά δε μιλούσε, για να μην υποδαυλίζει τα πάθη τους. Οι άντρες αγανάκτησαν τελικά με τη σιωπή του.
«Κοκκινοσκουφίτσα, δεν έχεις να πεις τίποτα για όλα αυτά; Μίλα ρε π….η!» φώναξε ένας από τους άντρες.
Ο Μένιος εξακολούθησε να μη μιλάει και δύο από αυτούς τον κλώτσησαν άγρια στα πλευρά. Για πρώτη φορά, παρόλο που είχε τρίξει τα δόντια του για να μη βγάλει άχνα, δεν τα κατάφερε και γρύλιξε από τον πόνο.
«Πανάθεμά σε μ….α ! Θέλεις να δείξεις ότι είσαι άντρας! Ήθελα νά ‘ξερα πόσοι σε πήδηξαν!», είπε πάλι ο ένας από εκείνους που τον είχαν κλωτσήσει.
Τελικά ο αρχηγός τους διέταξε:
«Εντάξει… αφήστε τον… ό,τι σκατά κι αν είναι… δική του δουλειά… Πήρε ένα μάθημα να μην είναι τόσο μ….ας κάθε φορά που τον φωνάζουν Κοκκινοσκουφίτσα…»
Αυτό ήταν λοιπόν. Τους είχε πειράξει το γεγονός ότι δεν είχε αντιδράσει με θυμό ή με την επιβολή κάποιας τιμωρίας προς τους ενόχους για τον τίτλο που του είχαν κολλήσει. Δεν είχε αντιδράσει με τα δικά τους μέτρα. Με αυτά που κατά τη γνώμη τους, εκπροσωπούσαν τον αντρισμό τέλος πάντων. Καταλάβαιναν καλύτερα τη βία, την τιμωρία την εκδίκηση. Τους είχε σοκάρει η μειλιχιότητά του, η ηρεμία του.

Οι τρείς άντρες είχαν εγκαταλείψει το Μένιο γυμνό, κατάκοιτον, εκεί στο υγρό και κρύο περιβάλλον του πάρκου. Οι αστυνομικοί που περιπολούσαν την περιοχή, τον είχαν βρεί ύστερα από μερικές ώρες, να κρύβεται μέσα στις φυλωσιές γυμνό. Έφερε μεγάλα μωλωπίσματα από τις κλωτσιές, που του είχαν καταφέρει οι απαγωγείς του, και βρισκόταν σε κατάσταση υποθερμίας. Τον κάλυψαν με μία κουβέρτα και ύστερα άλλη μία ασημένια και τον οδήγησαν σε νοσοκομείο. Ευτυχώς, και παρά το γεγονός ότι ήταν άσχημα χτυπημένος, δεν είχε σπασμένα κόκκαλα. Συνήλθε σχετικά γρήγορα από την υποθερμία και η περιποίηση δίπλα στα παυσίπονα τον βοήθησαν να μην πονάει. Ωστόσο το επεισόδιο δεν ήταν μία απλή υπόθεση. Είχε σοκαριστεί. Οι εφημερίδες μίλησαν για ένα άτυχο περιστατικό που είχαν προκαλέσει «κάποιοι διεστραμμένοι» σε βάρος γνωστού ακαδημαϊκού. Μίλησαν για παρεξήγηση, για άδικη επίθεση και για ανθρώπινα δικαιώματα, λες και ο Μένιος είχε ανάγκη από τέτοιου είδους υποστήριξη. Δεν ήταν παρά «ένας συνηθισμένος άνθρωπος πέρα από το γεγονός ότι ήταν ένας καλλιτέχνης». Όχι δεν είχε πει τις υποψίες του, δεν είχε εξηγήσει το τι, ή το γιατί. Πίστευε ότι όφειλε να προστατεύσει τον Πανεπιστημιακό χώρο και να δώσει σ’ εκείνους που τον «μακέλεψαν» κατά κάποιο τρόπο, να σκεφτούν και ίσως -με κάποιο θαύμα- μπορεί και να μετανοούσαν.
Ο ίδιος όταν είχε ερωτηθεί είχε πει ότι ήθελαν να τον ληστέψουν… γεγονός, που δεν εξηγούσε απόλυτα, γιατί τον είχαν ξυλοφορτώσει και τελικά τον είχαν αφήσει ολόγυμνο. Σκεφτόταν το διάλογό των βασανιστών του από πάνω του και πίστευε ότι την είχε γλυτώσει φτηνά. Σε τι θα ωφελούσαν άλλωστε οι εξηγήσεις και τα πολλά λόγια εκ μέρους του; Τι θ’ άλλαζε; Ακόμη κι αν ήξερε τα πρόσωπα των τιμωρών του, δε θα τους κατέδιδε. Ήταν απόλυτα βέβαιος ότι προέρχονταν από το δικό του περιβάλλον, από τους φοιτητές του στη Σχολή Καλών Τεχνών, καθώς είχαν χρησιμοποιήσει για το πρόσωπό του τα γνωστά στο περιβάλλον της εργασίας του, επίθετα. Ίσως μάλιστα η όλη ιστορία να είχε ξεκινήσει από κάποιο ανόσιο στοίχημα μεταξύ φοιτητών με ακραίες απόψεις για τον ίδιο και για «τη φύση του». Ίσως ακόμη, κίνητρο αυτής της επίθεσης, να ήταν η κακία τους, ή η αντιπάθεια στο πρόσωπό του. Ήθελαν να τον προκαλέσουν για να βεβαιωθούν για εκείνα που υποστήριζαν σε σχέση με το άτομό του και τελικά «εν αποδείξει», να τον τιμωρήσουν. Ίσως και να έφταναν στο βιασμό με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα και ίσως ο Μένιος να είχε γλυτώσει από τύχη και μόνο. Ευτυχώς που την τελευταία στιγμή είχαν υπακούσει στον αρχηγό τους, γιατί όπως εξελισσόταν το επεισόδιο θα μπορούσαν να είχαν προχωρήσει σε φοβερότερες και άνανδρες «ποινές» εναντίον του. Τελικά το ερώτημα που θα έπρεπε ν’ ανησυχεί την κοινωνία, ήταν μήπως εκείνοι οι παράνομοι νέοι άνθρωποι, ήταν στην ουσία διεστραμμένοι κακοποιοί, άσχετα αν καλύπτονταν από την ιδιότητά τους του φοιτητή. Ο Μένιος το υποπτευόταν αυτό. Κάτι έπρεπε λοιπόν να κάνει ο ίδιος προς αυτήν την κατεύθυνση!

Για μεγάλο διάστημα ο Μένιος ένιωθε αποτυχημένος. Αυτή η απόπειρα της απαγωγής και του διασυρμού του, τον έκαναν να σκεφτεί σοβαρά σε υπερθετικό βαθμό. Κατάλαβε ότι οι φίλοι του δεν είχαν άδικο. Δεν είχε λάβει τα μέτρα του. Ύστερα όμως απ’ αυτό, όφειλε να το κάνει. Δεν ήταν δυνατόν να πιστεύει στην ανθρώπινη καλωσύνη ως απαράβατο κανόνα. Αυτή απουσίαζε από πολλούς για λόγους ανεξήγητους, ιδιάζοντες ή και από κληρονομικότητα…
Καθώς όμως ο Μένιος σε γενικές γραμμές, ήταν τύπος που αντιμετώπιζε με αισιοδοξία και τα δυσκολότερα, κάποια στιγμή ξαναβρήκε τον εαυτό του. Ήταν ακόμη νέος και είχε αποφασίσει ότι όφειλε για την ακεραιότητά του, τη φήμη του και την εργασία του, να μην προσελκύει και να μην ερεθίζει με τις συνήθειές του, με τις ιδιορρυθμίες του, με τον τρόπο ζωής, με την επικοινωνία του και με την ελεύθερη έκφραση και τη χρήση αγαπημένων του συμβόλων, εκείνους από τους συνανθρώπους του που είχαν ελάχιστη ή μηδέν ανεκτικότητα στις εξαιρέσεις. Tελικά το «Minima Μoralia» ίσχυε για τις εξαιρέσεις. Πάντα ειλικρινής είχε επίγνωση ότι η όλη κατάσταση είχε δημιουργηθεί εξαιτίας της διαφορετικότητάς του. Είχε καταλήξει να θεωρεί ότι ανήκε στο περιθώριο. Ότι ο άνθρωπος -παρά τα φαινόμενα- δεν είναι ποτέ ελεύθερος. Δεν ισχύει καθόλου το περίφημο: «ελευθερία του ατόμου». Αναμφίβολα όλα είναι συσχετικά. Επικρατεί χωρίς άλλο, η ανάγκη του συμβιβασμού: δηλαδή, εάν ο άνθρωπος θέλει να επιζήσει οφείλει να προσαρμοστεί ή άλλως και εν όψει του θα υποστεί τις συνέπειες της αδιαφορίας του προς την άποψη του συνόλου.
Ο Μένιος, ήταν βέβαιος ότι δεν είχε πειράξει ποτέ του κανέναν και ούτε ήθελε να παρακινήσει τέτοιου είδους ενέργειες. Πέρα λοιπόν από κάθε υπόνοια σκοπιμότητας και εν αγνοία του, είχε υποδαυλίσει κάποια μορφή δυσμένειας εναντίον του, κάποια μομφή, απόλυτα τιμωρητέα. Ένιωθε λύπη για τους νέους που είχαν εμπλακεί σ’ εκείνο το λυπηρό επεισόδιο, καθώς ο ίδιος έτρεφε κατανόηση προς τους μαθητές του, προς τους νέους τους αυριανούς πολίτες της κοινωνίας τους. Πίστευε ακράδαντα ότι οι νέοι χρειάζονταν την υποστήριξη όλων για τη σωστή κατεύθυνσή τους, και αναμφισβήτητα το ίδιο ίσχυε και στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου δίδασκε. Επιπλέον θεωρούσε απαραίτητη την αμοιβαία εκτίμηση και συνεργασία καθηγητών και φοιτητών. Υπό την ιδιότητα του καθηγητού, είχε βοηθήσει τους φοιτητές του, διδάσκοντάς τους όσο μπορούσε καλύτερα και πιο σωστά, μεταδίδοντάς τους τις δικές του γνώσεις και συστήνοντάς τους νέες ιδέες. Ενθάρρυνε τη συμμετοχή των μαθητών του στις συζητήσεις τους και την κατάθεση των απόψεών τους. Το κυριότερο ίσως όλων ήταν η εκ μέρους σύσταση τρόπων για τη μελλοντική τους πρόοδο και για την επαγγελματική αποκατάστασή τους.
Κακόβουλοι άνθρωποι υπήρχαν παντού και πάντα. Νέος ακόμη ο ίδιος, είχε παραβλέψει μία τέτοια πιθανότητα. «Αν είσαι καλός, έντιμος, συνεπής, θα εισπράξεις τα ανάλογα», έλεγε, και το πίστευε… ως την ημέρα που υπήρξε θύμα αυτής της τραγικής περιπέτειας. Γιατί άλλωστε θα έπρεπε να υποψιάζεται ότι μπορεί να συμβούν τα χειρότερα στον Πανεπιστημιακό χώρο και μάλιστα ανάμεσα σε νέους και μορφωμένους ανθρώπους; «Δεν μπορείς ν’ αποδίδεις με επιτυχία αν πιστεύεις ότι οι νέοι που διδάσκεις είναι «τέρατα». Είναι βέβαιο όμως ότι κάποιοι χαρακτήρες, απλά ντύνονται τη μόρφωση, δεν την αφομοιώνουν. Το τελευταίο έχει να κάνει με την μεστή προσωπικότητα και τον ανάλογο χαρακτήρα. Κάποια λοιπόν πράγματα είχαν παρερμηνευτεί από τους καλοθελητές της τάξης, και κάποιοι είχαν αποφασίσει να δοκιμάσουν, να διαπιστώσουν και ίσως ακόμη και να τιμωρήσουν, την «θρασεία» διαφορετικότητα του Μένιου. Το ερωτηματικό: «ποιο ήταν αλήθεια το αιτιατό εκείνης της ειδεχθούς επίθεσης;» είχε εξερευνηθεί κι απαντηθεί με τη βοήθεια τριών άλλων ερωτήσεων από τον παθόντα Μένιο:
1. ήταν αυτός ο ίδιος σαν παρουσία-εικόνα και ο τρόπος ζωής που διήγε, ενισχυμένα από το κατατεθέν χρώμα της αρεσκείας του, το κόκκινο;
2. ήταν η συμπεριφορά των φοιτητών, αντίκτυπο μιας κοινωνικής συμπεριφοράς;
3. ή ήταν τελικά ο συνδυασμός των δύο προηγουμένων;
Κατέληξε ότι ίσχυε η 3η ερώτησή του. Η προσωπικότητά του και ο ρόλος του στη Σχολή είχαν παρεξηγηθεί. Αισιόδοξος και καλόβολος ο ίδιος, δεν είχε αντιληφθεί ότι πίσω από τους υπαινιγμούς και τα πειράγματα που έφταναν ως τα αυτιά του συχνά και μάλλον άφοβα κρυβόταν η έλλειψη σεβασμού προς τη θέση του ακαδημαϊκού που εκπροσωπούσε. Εκ των υστέρων αναγνώρισε ότι όφειλε ν’ αναθεωρήσει τον τρόπο επικοινωνίας του με τους απέναντί του. Άλλωστε σύμφωνα με την ψυχολογία του πλήθους, που στη χειρότερη περίπτωση υπαγορεύει τη συμπεριφορά αγέλης ζώων, τρεις ερεθισμένοι φοιτητές μαζί, είναι μάλλον επικίνδυνη υπόθεση: κάτι σαν ομάδα σκυλιών. Αυτό είχε ήδη εξακριβωθεί.

Ο Μένιος ήταν ευτυχισμένος με τις ασχολίες του και με τη δουλειά του. Είχε για ερωμένη του, την Τέχνη, που του είχε κλέψει την ψυχή. Είχε ακούσει πολλά για τους ανθρώπους που δίνονται στην τέχνη που τους εκφράζει, καθώς και για την παρερμηνεία αυτής της εκλογής. Για πρώτη φορά όμως κατανόησε ότι οι συνάνθρωποί του στην άλλη όχθη -της καθημερινότητας κυρίως- δυσκολεύονται ν’ αποδεχτούν άτομα σαν την αφεντιά του, ακόμη και σε μία εποχή όπου όλα φαίνεται να εξελίσσονται σε ρυθμούς εξωφρενικούς και μέχρι… αυτοκτονίας. Αυτοκτονίας; θα ρωτήσει κανείς. Ναι, έτσι, γιατί λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν την αληθινή ευτυχία της ζωής, που έχουν μάθει να πορεύονται σ’ αυτήν, και να σέβονται τον εαυτό τους και τους συνανθρώπους τους, να αποδέχονται τις ιδιορρυθμίες τους και τις εκλογές τους, όπως αυτές φαίνονται και όχι να ερευνάται αδιάκριτα η ιδιωτική τους ζωή, μήπως και βρεθεί κάτι άλλο, που ίσως και να κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα. Λίγοι είναι ευτυχισμένοι μ’ εκείνα που έχουν, λίγοι εγκλείουν έναν υγιή ψυχισμό και ακόμη λιγότεροι είναι οι πραγματικοί άνθρωποι. Πολλοί μάλιστα που δεν αξιολογούν τη ζωή όπως της αξίζει, επιλέγουν την έξοδό τους από αυτήν καθώς η κοινωνία δεν έχει την ικανότητα να υποθάλπει την εξυγίανσή τους.
Τα εκατομμύρια των ανθρώπων που παλεύουν καθημερινά για να εξασφαλίσουν τη σιγουριά μέσα στη ζωή, μια, και αλοίμονο, δεν υπάρχει εγγύηση γι αυτήν, όφειλαν να προστατεύουν την ύπαρξή τους. Είναι πολύ σκληρό να το αποδεχτεί ο άνθρωπος, όμως στην ουσία δεν υπάρχει κοινωνικό πρόσωπο, δεν υπάρχει φιλευσπλαχνία, κατανόηση ή σεβασμός, παρά μία κοινωνία με τους δικούς της ρυθμούς, μιας επιβεβλημένης αυτοσυντήρησης και ενός αλλοπρόσαλλου αλληλοσπαραγμού, της κεντροπάθειας και της εγωπάθειας και μίας σκληρής απομόνωσης. Ας μη πιστεύει λοιπόν κανείς στο αναληθινό, δηλαδή σε μία αυτοσχέδια ουτοπία.
Και το κόκκινο, το ζωηρό χρώμα της ζωής, το χρώμα του Μένιου, έγινε ξαφνικά το κόκκινο που έφερνε εμετικές αντιδράσεις, αντιδράσεις βίας σε κάποιους που έπαιρναν «στα χέρια τους το δίκιο των απόψεών τους» για να γίνουν τιμωροί -ταύροι και ταυρομάχοι την ίδια στιγμή. «Για φαντάσου! Ποιος θα το περίμενε αυτό!» σκεφτόταν ξανά και ξανά και κουνούσε το κεφάλι του ο Μένιος λυπημένος, λες και δεν ήθελε ν’ αποδεχτεί, πως ο άνθρωπος για να επιζήσει στη ζούγκλα που λέγεται κοινωνία, οφείλει να γίνει conformist. Ο περιθωριοποιημένος δεν εισχωρεί τελικά στα κελιά ετούτης της κυψέλης, που όσο κι αν προοδεύει τεχνολογικά, εξακολουθεί να εκτρέφει σαρκοβόρα, που θα νόμιζε κανείς ότι ανήκουν στην παλαιολιθική εποχή, όπως αυτή διαπιστώθηκε στην κοιλάδα Νεάντερταλ.
Ο Μένιος αποφάσισε ότι το κόκκινο ως σύμβολο της ειρηνικής επανάστασής του, πέρα από την χωρίς σκοπό και επιδιώξεις επίδειξή του, ήταν πάνω απ’ όλα προσωπικό. Σκοπός του δεν ήταν να εξάπτει η να προσελκύει άρρωστα ανθρωπάκια. Ένας ελεύθερος άνθρωπος σαν εκείνον, δε χωράει σε καλούπια που υπαγορεύονται σκοπίμως από άλλους. Συνεπής και έντιμος στην εργασία του και το εργασιακό του περιβάλλον, είχε επιδείξει το ταλέντο του και τον επαγγελματισμό του και με το παραπάνω. Αγαπούσε τον συνάνθρωπο και το είχε αποδείξει επανειλημμένα με την προσπάθειά του να βοηθήσει τους νέους που ακολουθούσαν την Τέχνη. Ήταν όμορφες οι παρέες των ανθρώπων, μεικτές από τα δύο φύλα και ο ίδιος είχε ερωτευτεί κάποτε θερμά. Όμως, όταν είχε διαπιστώσει την απομάκρυνσή του από τους στόχους του, είχε αποφασίσει για το δρόμο που θ’ ακολουθούσε, για τη δική του ανάπτυξη και μεγάλωμα: την ανάπτυξή του και την ωρίμανσή του κοντά στην Τέχνη και μόνο μ’ αυτήν. Η Τέχνη εξακολουθούσε ν’ αποτελεί την ευλογημένη διέξοδό του Μένιου. Η αφοσίωσή του σ’ αυτήν ήταν θέμα εκλογής και η ανάγκη του να συνάψει σχέσεις με το άλλο φύλο, μία ενσυνείδητη πλέον εκλογή που είχε μπει στο συρτάρι σκοπίμως. Η αποχή των ανθρώπων από τις σχέσεις με το άλλο φύλο δεν είναι ό,τι ιδανικότερο για την πλειοψηφία. Ούτε όμως ήταν μοναδικά και επιτακτικά απαραίτητο στη ζωή ενός άντρα ή μιας γυναίκας, η ερωτική σχέση με το άλλο φύλο, ή η όποια ερωτική σχέση, τέλος πάντων. Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει χωρίς το σεξ, συγκεντρωμένος στην Τέχνη ή στην μελέτη, απομονωμένος στο δικό του δημιουργικό χώρο, χωρίς την αίσθηση στέρησης ευχαρίστησης και ικανοποίησης.
Ο Μένιος ήξερε τι ήθελε. Αν προέκυπτε κάτι στη ζωή του, που να οδηγούσε στη φυσική σχέση με το άλλο φύλο, ίσως και να το αποδεχόταν, εκείνη όμως τη στιγμή το απέκλειε, καθώς δεν ήταν έτοιμος. Όχι! Η ανεξαρτησία του από το άλλο φύλο, η ελευθερία του ήταν ένα πρέπει, εκείνη την περίοδο της ζωής του, καθώς χρειαζόταν να μοιράζει όλο το χρόνο του ανάμεσα στην εργασία του και στην Τέχνη του. Η ζωγραφική του ήταν τα πάντα γι αυτόν. Το κόκκινο που αντιπροσώπευε τώρα πια μία συνεχή ένδειξη διαμαρτυρίας εναντίον της απαγόρευσής του, ως εξαιρετέου από την κοινωνία, υψωνόταν ως η σημαία του Μένιου του «ζωγράφου». Το χρώμα της ζωής, τα χρώματα γενικά, αποδείχτηκαν κατάλληλα ή ακατάλληλα, αρεσκείας ή το αντίθετο από κάποιους και ευτυχώς όχι από όλους. Υπήρχαν βέβαια και οι άλλοι, εκείνοι που υπέφεραν από αχρωματοψία!
Κάποια στιγμή έπρεπε «να σπάσει» το γκέτο που δημιουργούσαν οι αντιλήψεις-προλήψεις γύρω από πολλά πράγματα. Ποιος είπε πως ένας οποιοσδήποτε Μένιος, δεν είχε το δικαίωμα να μαγειρεύει ή να σκουπίζει ή και να πλένει ό,τιδήποτε χρειαζόταν να πλυθεί; Και ποιος θα μπορούσε να του υπαγορέψει το γαλάζιο ή το λευκό σα χρώματα αρρένων… το ροζ, το κόκκινο και όλα τα χρώματα της μαγικής ίριδας, ότι ήταν κατάλληλα για το ένα ή το άλλο φύλο… για τα παιδάκια ή για τους ενηλίκους; «Τέτοια ‘ακαταλαβίστικα’ ήταν αηδίες στην τελική! Τα χρώματα υπάρχουν για να χαροποιούν όχι μόνον εκείνους που τα βλέπουν, αλλά κι εκείνους που τα φορούν. Το υποδεικνύει η φύση από μόνη της».
Ένας χαρακτήρας σαν το δικό του, μπορούσε να βρει διέξοδο, όσο ήταν δυνατόν να υιοθετήσει και να ασκήσει εκείνο το οποίο αισθανόταν ότι θα αποδώσει, εκείνο που θα τον έκανε να χαρεί και να ικανοποιηθεί. Η ελευθερία της αποδοχής της δικής του ανάγκης, τον είχε άλλωστε βοηθήσει ν’ αγαπάει εξίσου όλα τα χρώματα και τις αποχρώσεις της ζωής, να τα χρησιμοποιεί, να τα τρέπει σε έκφραση, ώστε να πάψουν οι αντιδράσεις και οι συνέπειές τους, εναντίον του.
Τελικά η συμβατική έστω ελευθερία θα πρέπει να είναι σεβαστή από όλους και όχι να παρεξηγείται και να διαστρεβλώνεται. Τι θα ήταν η ζωή του ανθρώπου χωρίς τις ιδιαιτερότητες και τα ταλέντα του, τη χαρά της δημιουργίας και την καλή θέλησή του για την αποδοχή του διαφορετικού;
Ο Μένιος με θάρρος και με γενναιότητα είχε αποφασίσει, ότι δε θα δείλιαζε και θα υπερασπιζόταν τις πίστεις του και τις αγάπες του. Θα υποστήριζε το διαφορετικό εφόσον δεν έβλαπτε. Η καταπολέμηση της διαφορετικότητας ήταν στην ουσία προκατάληψη και δημιουργούσε πρόβλημα. Θα προχωρούσε στη ζωή με περισσότερη ευθύνη έναντι του εαυτού του και χωρίς ν’ αδιαφορεί για την κοινωνική αντίδραση. Μάθαινε όλο και καλύτερα να ευαισθητοποιείται έναντι εκείνων που ούτως ή άλλως έχουν προβλήματα -άσχετα με τη διαμόρφωση της κοινωνίας- αλλά και να προφυλάσσεται από αυτούς. Ο Μένιος δεν είχε κατηγορήσει ποτέ του κανέναν. Κι αυτό, γιατί απλά ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τον άνθρωπο, και άσχετα με το φύλο του.
Καθώς το διαφορετικό εκφράζεται άριστα με την Τέχνη ήταν βέβαιο ότι δεν ήταν δυνατόν να παρεξηγηθεί ή να προκαλέσει αντιδράσεις. Η κοινωνία είχε προ πολλού αποδεχτεί την επανάσταση στην Τέχνη και την ιδιαιτερότητα της εκφρασής της, όχι ως διαστρέβλωση πλέον αλλά ως επέκταση των ιδιαιτεροτήτων του καλλιτέχνη.

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Εἰκόνα Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Twitter. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...