Ε. Άγγελος Σικελιανός Ε. 1. Σικελιανός, ο “αλαφροΐσκιωτος” από την Λευκάδα

Ε. Άγγελος Σικελιανός

Ε. 1. Σικελιανός, ο “αλαφροΐσκιωτος” από την Λευκάδα

Ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός και το θρησκευτικό συναίσθημα: Το 1914, στα γραφεία του Εκπαιδευτικού Ομίλου, συναντώνται οι δύο ποιητές ο Άγγελος Σικελιανός και ο Ν. Καζαντζάκης και γρήγορα τους δένει μία στενή φιλία. Η Έλλη Αλεξίου (αδελφή της Γαλάτειας Αλεξίου – Καζαντζάκη), ονομάζει τους δύο άντρες “πνευματικούς αδελφούς” και ο Πρεβελάκης , “αδερφοποιτούς’’. Οι δύο πνευματικοί νέοι αμέσως, μόλις γνωρίζονται, αποφασίζουν να κάνουν περιήγηση – προσκύνημα στο Άγιο Όρος , και στη συνέχεια αναχωρούν εντός τριημέρου. Η περιήγηση αυτή διαρκεί σαράντα ημέρες και η φιλία η οποία αναπτύσσεται ανάμεσά τους, μολονότι παρουσιάζει διαφορετικές φάσεις, διατηρείται μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Το 1915, μία περίοδο που το ελληνικό κράτος ταράσσεται από τη διαφωνία Ε. Βενιζέλου και βασιλέως Κωνσταντίνου, ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός των οποίων η φιλία εξελίσσεται, περιηγούνται την Ελλάδα. Αρχίζουν το ταξίδι τους τον Ιανουάριο, επισκέπτονται το Δαφνί, την Ελευσίνα, την Καισαριανή, τους Δελφούς, το Μέγα Σπήλαιο, την Κόρινθο, τις Μυκήνες, το Άργος, την Τεγέα, τη Σπάρτη, το Μυστρά. Από τον Απρίλιο μέχρι και τον Ιούνιο, ο Καζαντζάκης βρίσκεται στην Αθήνα με τη σύζυγό του Γαλάτεια και μελετά Bergson, Tagore, Claudel, Eucken, Croiset και άλλους. Σχεδιάζει να γράψει έργα, σχηματίζει τίτλους γι’ αυτά, δηλώνει ποιοι είναι οι διανοούμενοι που επηρεάζουν τη σκέψη του, ποιους χρησιμοποιεί ως υπόδειγμα προς μίμηση στο γράψιμό του και τέλος κηρύσσει ως διδασκάλους του, τον Όμηρο, τον Δάντη (Dante) και τον Μπερξόν (Bergson). Στο ημερολόγιό του, γράφει ότι η “εξέλιξη” σε σχέση με τις εκλογές του, οφείλεται στις εκδρομές που έχει κάνει με φίλους ή με δικούς του ανθρώπους, στις αναγνώσεις των Dante, Rodin, Bergson, Claudel και άλλων, και στον φίλο του τον Άγγελο Σικελιανό. Από τον Ιούλιο ως και τον Σεπτέμβριο , ο Καζαντζάκης μετακινείται ταξιδεύοντας μόνος ή με την σύζυγό του Γαλάτεια και με το ζεύγος Σικελιανού. Σε ετούτα τα ταξίδια, η Γαλάτεια γνωρίζει τον Α. Σικελιανό από κοντά, και στο έργο της, Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι , συγκρίνοντας τον άντρα της Καζαντζάκη, με τον Σικελιανό (τον οποίο εδώ, αποκαλεί Γλαύκο), εκφράζει τον θαυμασμό της για τον Λευκαδίτη ποιητή και τον χαρακτηρίζει “γενναίον”.
Τα ανεξίτηλα ίχνη του “Αλαφροΐσκιωτου”, Σικελιανού: Ο Πρεβελάκης έγραψε χωριστά για τον Σικελιανό, τον οποίο, όπως λέει, γνώρισε καλύτερα αργότερα, όταν είχε ήδη πλησιάσει και μελετήσει το έργο του μεγάλου Επτανήσιου Ποιητή, ο οποίος διαπνεόταν από διαφορετικό, φιλοσοφικό οίστρο στην πνευματική του δημιουργία, από τον αντίστοιχο του Καζαντζάκη. Μιλάει για την μοναδική εμπειρία του και χαρακτηρίζει ευλογία το γεγονός ότι έζησε κοντά στους δύο κορυφαίους άντρες της ελληνικής λογοτεχνίας, οι οποίοι δε φοβούνταν να ονομάσουν τους εαυτούς τους ‘Θεούς’ .
Ως επίτιμος πλέον διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών , ως φίλος και δεινός θαυμαστής του Καζαντζάκη και του Σικελιανού , ο Π. Πρεβελάκης επιλέγει ως θέμα της ομιλίας του, τη φιλία που άνθισε ανάμεσα στους δύο άντρες και παρά τις αντιθέσεις τους, οι οποίες ξεκινούσαν από το διαφορετικό άμεσο περιβάλλον και το ευρύτερο κοινωνικό εντός των οποίων είχαν γαλουχηθεί. Ο Σικελιανός, αντίθετα με τον Καζαντζάκη, δε βίωσε μία τραυματική παιδική ηλικία , διότι η ιδιαίτερη πατρίδα του, Λευκάδα, διήγε ειρηνικό βίο, κατ’ αντίθεση προς την Κρήτη την ιδιαίτερη πατρίδα του Καζαντζάκη, και επίσης η σχέση των γονέων του, εν γένει, υπήρξε αρμονική. Ο πατέρας του, Ιωάννης Σικελιανός, χρημάτισε καθηγητής ξένων γλωσσών, στη μέση εκπαίδευση.
Ξεκινώντας από το ιστορικό της φιλίας του Κρητικού και του Λευκαδίτη, που εξελίσσεται στη διάρκεια της περιοδείας τους στο Άγιον Όρος, ο Πρεβελάκης προχωρά στην περίοδο του προσανατολισμού των δύο, ως προς τον χαρακτήρα τους και στην αλλαγή κατεύθυνσης της αλληλοεπίδρασής τους αργότερα, καθώς στην πορεία των σχέσεών τους, συνειδητοποιούν εκείνα που τους ενώνουν ή τους χωρίζουν. Ετούτη η τελευταία περίοδος -της συνειδητοποίησης όπως παραπάνω- υπήρξε δραματική για τις σχέσεις των δύο ποιητών. Βαθμηδόν το χάσμα ανάμεσά τους βαθαίνει, καθώς ο Καζαντζάκης έχει πάρει θέση έναντι των φιλοσοφικών ρευμάτων στην Ευρώπη, αντίθετα προς τον Σικελιανό που εμμένει πιστός στον Ελλαδικό χώρο και την μακραίωνη παράδοσή του.
Η σχέση του Καζαντζάκη με τον Σικελιανό τον αιθέριο και κατειλημμένο από τη Μούσα του, την ποίηση, τον λάτρη της αθανασίας, τον “Πέτρο τον Ποιητή”, όπως τον αποκαλεί στο έργο του Συμπόσιο, επισφραγίζει την άποψη, ότι μολονότι κατά καιρούς κατέχεται από διαφορετικές ιδεολογίες, τελικά ενδιαφέρεται για τις ενέργειες του ατόμου, που θεωρεί τον εαυτό του πνευματικό δημιουργό και πιστεύει ότι οι δραστηριότητές του, μπορούν να αλλάξουν τον “ρυθμό του κόσμου” .
Λογοτέχνες της ίδιας γενιάς οι δύο χαρισματικοί άνδρες, έμελλαν να αντιπροσωπεύσουν την Υψηλή Τέχνη τους, ως οι κορυφαίοι της στη Λογοτεχνία των Νεοελλήνων και να τη φημίσουν έξω από τα ελληνικά σύνορα. Ξεχωριστό κοινό χαρακτηριστικό των δύο ανδρών, υπήρξε η αγάπη για την ελληνική Δημοτική γλώσσα. Η Ελένη Καζαντζάκη χαρακτήρισε τη γνωριμία τους ως “θεϊκό δώρο” και ο Α. Σικελιανός, θεωρήθηκε “ένας αδερφός” για τον Ν. Καζαντζάκη .
Παράδοση, έρωτας, θρησκεία, φύση: θεμελιώδη στοιχεία στο έργο του Α. Σικελιανού: Ο Σικελιανός όπως ο Καζαντζάκης έγραψε ποίηση, θέατρο-τραγωδίες, άρθρα ποικίλου περιεχομένου, ημερολόγιο, ομιλίες. Ο έρωτας και η γυναίκα κατέχουν εξέχουσα θέση στη ζωή του. Με την Αμερικανίδα λάτρη της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, Εύα Πάλμερ, κατέληξε σε γάμο ύστερα από ένα σφοδρό αμοιβαίο αίσθημα. Από το έργο του Αλαφροΐσκιωτος, αφιερώνει ειδικά στην Εύα και το τελευταίο κομμάτι που επιγράφεται, χρυσόφρυδη . Αυτό, μαζί με το κομμάτι, Το έργο, αποτελούν το κλείσιμο του ποιήματος, που στο σύνολό του -και μέσα από το συμβολισμό του-, υπαγορεύεται από το αίσθημα της ευτυχίας του δημιουργού του, κοντά στην Εύα. Η καλή σχέση των γονέων του, είχε θέσει τις βάσεις για την ψυχική του διάθεση στη σχέση του με το άλλο φύλο. Θεωρεί τον έρωτά του, δώρο προς τη γυναίκα και παράλληλα αυτός, ο ποιητής, αποτελεί τον μύθο του τραγουδιού του, για τους αναγνώστες του.
Ο έρωτας του Σικελιανού προς τη γυναίκα, είναι εντελώς ανεξάρτητος από τον έρωτα που του εμπνέει η πνευματική δημιουργία. Τα δύο ετούτα διαφορετικά στοιχεία, τον εμπνέουν και τον λυτρώνουν, μέσα από ένα είδος διονυσιακής μέθης, που υπερβαίνει τα ανθρώπινα όρια. Δίπλα στη απαραίτητη γυναικεία παρουσία και στον έρωτα, και κοντά στα άλλα υπαρξιακά στοιχεία της προσωπικότητάς του, ο Σικελιανός χρειάζεται και τιμά τους γονείς του και με παρόμοια ισχύ, την Αρχαιοελληνική παράδοση, δίπλα στην αντίστοιχη Νεοελληνική-Χριστιανική.
Το φυσικό περιβάλλον του εμπνέει αγάπη προς την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια. Στους Στίχους του, όπως απλά τιτλοφορεί τον Πρόλογο στη Ζωή , κατανοεί κανείς την αφοσίωση του λυρικού ποιητή στη φύση, στην πατρίδα και στην καταγωγή, στη θρησκεία, στο άλλο φύλο και στην οικογένεια, με τρόπο, που αποκαλύπτει τη φυσική ειρηνική συνύπαρξη και συγχώνευση όλων ετούτων των στοιχείων στο πνεύμα του. Ετούτα τα χαρακτηριστικά μολονότι απαντούν και στον εμπνευσμένο Αλαφροΐσκιωτο, στο έργο του Στίχοι, ξεχωρίζουν και αναπτύσσονται.
Το φιλόμουσο Επτανησιακό περιβάλλον συντελεί ώστε ο Σικελιανός να ενστερνιστεί το πνεύμα της μουσικής, την εποχή που η ηπειρωτική Ελλάδα διανύει δύσκολες ιστορικές στιγμές. Η “αιθεροκύμαντη” σκέψη του, είναι προϊόν του συνδυασμού: γη, ουρανός, θάλασσα. Στον Αλαφροΐσκιωτο, ως κύτταρο της φύσης, ο Σικελιανός, της πλέκει τραγούδια, συνδυάζοντας στοιχεία μυστικισμού από την προγονική του κληρονομιά παλιά και νέα, τα οποία δένει όμορφα μεταξύ τους: τον Διόνυσο, την Αριάδνη, την Κυβέλη, την Περσεφόνη ή τον Πλούτωνα, την Ορφική θεογονία και τον Προμηθέα, με τον Χριστιανισμό. Ως μουσουργός και ποιητής, υιοθετεί τα χαρακτηριστικά της λατρείας του συμβόλου του Θρακιώτη Λυράρη Ορφέα: την αγνότητα και τη γαλήνη μιας άλλης ζωής, που ακολουθεί την παρούσα, στοιχεία που συμπίπτουν με εκείνα του Χριστιανισμού. Για να πλέξει τους μύθους του, στηρίζεται στις τρεις θρησκευτικές τελετουργίες μυστικισμού των θεών που λατρεύονται από τους αρχαίους Έλληνες: του Ορφέα στη Θράκη, του Διόνυσου στην Ελευσίνα και του Απόλλωνα στους Δελφούς. Αναπλάθοντας το μυστικισμό των αρχαίων Ελλήνων μέσα του, τον μετουσιώνει σε μείγμα, που εμπεριέχει σα σε φυσική κατάληξη τα Νεοελληνικά Χριστιανικά δεδομένα, τα οποία αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησής του. Στον Αλαφροΐσκιωτο, ανασταίνεται ως αρχέφηβος, δηλαδή ως νέος εμβαπτισμένος στο αρχαίο πνεύμα.
Ο Σικελιανός και οι ξένες επιρροές: Στην εποχή του Σικελιανού και του Καζαντζάκη, οι Έλληνες λογοτέχνες δεν περιορίζονται στη μελέτη των εντοπίων λογοτεχνών ή άλλων πνευματικών ανθρώπων. Στον πνευματικό Έλληνα, τον διανοούμενο, τον δημιουργικό συγγραφέα, υπάρχει έντονη η ανάγκη να γνωρίσει τον εκτός της Ελλάδας χώρο, να σπουδάσει εντός αυτού και να μελετήσει αν είναι εφικτό, και ίσως ακόμη να ενστερνιστεί τις θεωρίες των φημισμένων παιδαγωγών και φιλοσόφων ετούτου του χώρου. Κάποτε όμως οι ξένοι φιλόσοφοι συντελούν και στη νόθευση των σκέψεων και του τρόπου γραφής των νέων Ελλήνων, που διψάνε για γνώση και επιδιώκουν να διευρύνουν την σκέψη τους μέσα από το παγκόσμιο κλίμα της εποχής τους και ακόμη να ανυψώσουν το επίπεδο του τρόπου γραφής τους, με την γνωριμία τους. Πρόκειται για τους γνωστούς ξένους φιλοσόφους του 19ου αιώνα: Friedrich Wilhelm Nietzsche (Νίτσε), W. James, Bergson (Μπερξόν), τους οποίους ασπάστηκαν, όχι μόνο Έλληνες αλλά και ξένοι διανοούμενοι, όπως ο Maurice Barrès (Μωρίς Μπαρές), ο Paul Claudel (Πωλ Κλωντέλ) ή ο D’ Annunzio, Gabriele (Ντ’ Αννούντσιο) .
Στο τέλος του 19ου αιώνα, αρχές του 20ου, διάφοροι συγγραφείς και φιλόσοφοι θεωρούν την ποίηση ως μέσον έκφρασης “αρρήτων βιωμάτων”, ως όργανο “γνώσης των υπεραισθητών” . Έχει ξεπεραστεί ο ρομαντισμός, σύμφωνα με τον οποίο, η ποίηση ενσάρκωνε υψηλές ιδέες, ο Βίκτωρ Ουγκώ ονόμαζε τον ποιητή “ιερό ονειροπόλο” και προέτρεπε τα πλήθη να τον ακούν και να τον ακολουθούν. Οι συμβολιστές του 20ου αιώνα, υποστηρίζουν ότι οι ποιητές κατέχουν εμπειρίες και ικανότητες που άλλοτε ήταν προνόμιο των μάντεων και των μυστικοπαθών. Σύμφωνα με τον Νίτσε η ποίηση είναι όργανο, το οποίο με το στοιχείο της φαντασίας, συντελεί στη χαλάρωση και θεωρεί απαραίτητο συστατικό της ικανότητας των ποιητών, να προλέγουν τα μελλούμενα.
Ο Καζαντζάκης στην αρχή της καριέρας του επηρεάζεται από τον Ιταλό ποιητή Ντ’ Αννούντσιο, όπως μαρτυρείται στο έργο του Όφις και Κρίνο . Ο Βάρναλης , στα “Φιλολογικά Απομνημονεύματά” του , επίσης ομολογεί, ότι δέχτηκε την επίδραση του Ντ’ Αννούντσιο καθώς και ο Περικλής Γιαννόπουλος , σύγχρονος πεζογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από την Πάτρα. Ο Σικελιανός παρόμοια όπως οι παραπάνω διανοούμενοι, δέχτηκε την επίδραση του Ντ’ Αννούντσιο στην περίοδο που κατέχεται από προγονολατρεία, καθώς κοινό σημείο του με τον Ιταλό ποιητή, είναι η αγάπη προς την αρχαιότητα. Υπό την επίδρασή του έγραψε τον Αλαφροΐσκιωτο , χωρίς τελικά να γίνει ακόλουθός του ή ακόλουθος οποιουδήποτε άλλου Ευρωπαίου. Ο Σικελιανός που αγαπούσε εξίσου με την αρχαία Ελλάδα, τη σύγχρονη και τον πολιτισμό της, στράφηκε αργότερα προς την ελληνοχριστιανική παράδοση. Και καθώς εκ πείρας, ο Σικελιανός, θεωρεί επιζήμιες και “προβληματικές” τις επιδράσεις από το όποιο ξένο φιλολογικό περιβάλλον, προσκολλάται στα στοιχεία της πολιτιστικής του κληρονομιάς και στη φύση του τόπου του. Από τα ποιήματά του, το Θαλερό είναι απόηχος της φυσιολατρείας του , ενώ η Ιερά οδός εκφράζει τον μυστικισμό του. Στο συμβολικό ποίημα η Μητέρα του Θεού, η Φύση παρίσταται ως η Παναγία και ο Χριστός, ως ο Άνθρωπος. Το Πάσχα των Ελλήνων , περιλαμβάνει ένα σύνολο στοιχείων: το αίμα, τη φύση, την ψυχολογία του ανθρώπου που τον ελκύει, το ζωντανό που βρίσκεται δίπλα του, στη φύση. Στην ποίησή του, η μετάβαση από την πολυθεΐα στο μονοθεϊσμό γίνεται σχεδόν ανεπαίσθητα, με τρόπο απλό, ομαλό, φυσικό. Στον Ελλαδικό χώρο, ο Σικελιανός, δέχτηκε την επίδραση του Κωστή Παλαμά, από την οποία όμως προσπάθησε συνειδητά, να ανεξαρτητοποιηθεί .
Ο Σικελιανός και ο ρόλος του “Ποιητή”: Ο Σικελιανός, ως δημιουργός πνευματικού έργου, μεταμορφώνεται στα ποιήματά του σε ιεροφάντη και θεό. Όπως αποκαλύπτει ο ίδιος στον Λυρικό Βίο , το έργο του τον αντιπροσωπεύει σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Ονομάζει τον ποιητή, Στοχαστή και Μυστικό, και τους ποιητές γενικά, “γνήσιους”, “αυτοδίδακτους”, “πρωτόγονους”, “καθαυτό εδαφικούς” οργανισμούς, από “την άποψη της ψυχικής τους ζωτικότητας” . Από ετούτη την οπτική γωνία ο ρόλος των δύο φίλων Ν. Καζαντζάκη και Α. Σικελιανού, υπήρξε επαναστατικός-δημιουργικός, καθώς και οι δύο παρέκλιναν της πορείας των λοιπών συγχρόνων ποιητών, εντός του ελλαδικού χώρου. Ο Β. Καραλής, υποστηρίζει ότι είναι οι πρώτοι που εισάγουν την “οντολογική κατηγορία του μετά”, και αναφέρεται στον “μετα-κομμουνισμό”, από την πλευρά του Καζαντζάκη και στη “μετά-λογική” και “μετα-διαλεκτική σκέψη”, από την πλευρά του Σικελιανού . Ως προς τις πεποιθήσεις τους για το ρόλο του ποιητή, στο διάστημα που περιοδεύουν στο Άγιο Όρος, υπάρχει σύμπνοια ανάμεσα τους . Ο Σικελιανός, πιστεύει ότι ο ποιητής, παρόμοια με τον κάθε άνθρωπο, εγκλείει μέσα του όλα τα στάδια της οργανικής εξέλιξης του κόσμου, μόνο που ετούτος, από παιδί διαισθάνεται πως ζει σε μυστική συμβίωση με το Παν . Οι Λευκαδίτες συμπατριώτες του τον αποκαλούσαν “Αλαφροΐσκιωτο” και ο Παλαμάς στα Δεκατετράστιχά του , τον αποκαλεί, “Αλαφροΐσκιωτο Λυράρη”.
Ο Αλαφροΐσκιωτος: ο Οδύσσειος Νόστος του Σικελιανού: Στον Αλαφροΐσκιωτο ο Σικελιανός είναι ο νεαρός ποιητής που έχοντας επισκεφτεί τον Άδη, επιστρέφει ως μετεμψυχωμένος αρχέφηβος, και ετούτο μας θυμίζει το μεταγενέστερο θεατρικό του Καζαντζάκη, Κούρος. Παραλληλίζει το ταξίδι του, με τον πολύσημο Ομηρικό Οδύσσειο Νόστο. Από τη θέση του αρχέφηβου ανακαλύπτει τα φυσικά αγαθά του Ιονίου, μέλλει να συναντήσει τους ήρωες Οδυσσέα και Αχιλλέα και να ακούσει τον ‘Πρωτοποιητή’, τον Όμηρο, που παρόμοια με τον Σολωμό, τον αποκαλεί “Γέροντα”. Ο τίτλος εγκλείει θαυμασμό, σεβασμό και λατρεία προς τον δημιουργό του αρχέτυπου των επικών ποιητών, Όμηρο. Από το άγιο πρόσωπο αυτού περιμένει την ευλογία για να σώσει το τάμα και στρέφεται προς άπαντα τα όντα που κατοικούν το νησί του, τους θεούς, τους ανθρώπους, τα ζωντανά. Ο ποιητής -μείγμα γήινων και θεϊκών στοιχείων- μεταμορφώνεται σε διαφάνεια υπό τον ήλιο και το θνητό μέρος της ύπαρξής του, μετουσιώνεται σε πνεύμα.
Ο Πρεβελάκης στο έργο του, Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας , δηλώνει ότι ο Σικελιανός θεωρεί το λαό χωριάτη, από τον τρόπο που αναφέρεται σε αυτόν στον Αλαφροΐσκιωτο, όπως για παράδειγμα στο κομμάτι του: Τα γύρα μου . Στο μετέπειτα ωστόσο μελέτημά του: Α. Σικελιανός, ο Πρεβελάκης μετατοπίζεται από αυτή την άποψη και υποστηρίζει ότι ο Σικελιανός θεωρεί τον λαό ως μια κοινωνική τάξη, παρόμοια όπως αυτή είναι για τον Μπαλζάκ ή τον Εμίλιο Ζολά.

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...