Ε.2. Καζαντζάκης-Σικελιανός Καζαντζάκης-Σικελιανός: δύο διαφορετικά, εξίσου φωτεινά μονοπάτια!

Ε.2. Καζαντζάκης-Σικελιανός Καζαντζάκης-Σικελιανός: δύο διαφορετικά, εξίσου φωτεινά μονοπάτια! 

Η γνωριμία Καζαντζάκη – Σικελιανού στα γραφεία του Εκπαιδευτικού Ομίλου στις 11 Νοεμβρίου 1914, θα σημάδευε τη ζωή των δύο δραματικά. Η μεγάλη έλξη ανάμεσα τους συνέβαλε ώστε τρεις ημέρες μετά από τη γνωριμία τους, να αποχωρήσουν μαζί για ένα σαρανταήμερο προσκύνημα στο Άγιο Όρος. Η πορεία στο πνευματικό-μοναστικό περιβάλλον, παρείχε στους δύο νέους την ευκαιρία και την ελευθερία να σκεφτούν και να συζητήσουν για όλα εκείνα για τα οποία οι νέοι πνευματικοί άνθρωποι αναρωτιούνται, και εναγωνίως αναζητούν απαντήσεις. Δίπλα στα παράφορα σχέδια για το πώς θα έσωζαν την ψυχή τους, κρατούν ημερολόγια , απαραίτητο στοιχείο ταυτότητας στην εποχή τους. Ο Καζαντζάκης στο ημερολόγιό του και στην Αναφορά στον Γκρέκο, κάνει λεπτομερή καταμέτρηση των μονών που επισκέφθηκαν οι δυο τους και εκμυστηρεύεται ότι αυτή η εμπειρία του, τον βοήθησε να δει καθαρά τον Κόσμο και τη θέση του ανθρώπου, εντός του. Λέει ακόμη πως τον “Κάποιον” που αναζητούσε να ανακαλύψει σε αυτή την περιήγηση, δεν τον βρήκε τελικά. Στην Αναφορά στον Γκρέκο, και στο κεφάλαιο ΙΘ’ που επιγράφεται Ο φίλος μου ο ποιητής-Άγιον Όρος, ο Καζαντζάκης δίνει μια δραματική εισήγηση, σε αυτό που εκτιμάται, ως στενή σχέση ανάμεσα σε ετούτον και τον Λευκαδίτη ποιητή. Εδώ ο Καζαντζάκης προσφωνεί: “Ήταν ο ποιητής ετούτος από το γένος των αϊτών” , και αποκαλύπτει τη γνώμη του για τον νέο φίλο του και την πνευματικότητά του. Στην πορεία ωστόσο συμπεραίνει ότι ο φίλος του δε διαπνέεται από βαθιά, τη φιλοσοφική διάθεση, ώστε να καταπιάνεται με υψηλούς συλλογισμούς, αλλά ότι στοχαζόταν με εικόνες και ποιητικές παρομοιώσεις . Πιστεύει ότι είναι αντίθετοι ως χαρακτήρες, γιατί –όπως δηλώνει- ενώ ο ίδιος ενδιαφερόταν για το σύνολο, ο Λευκαδίτης αντίθετα, ενδιαφερόταν για το άτομό του. Πιστεύει ότι ο Σικελιανός λυτρωνόταν μέσα από την ποίησή του και τις πεποιθήσεις του ως άτομο για το άτομό του, αντίθετα προς τον εαυτό του που λυτρωνόταν μέσα από την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει λύτρωση. Περιγράφοντας τη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα του Λευκαδίτη φίλου του, λέει πως ήταν υπάκουος, πρόθυμος, χαρούμενος, γελαστός, αισιόδοξος και ονειροπόλος νέος άνθρωπος. Ότι είχε μεγάλη ιδέα για το άτομό του, αντίθετα από εκείνον, που σκληροτράχηλος καθώς ήταν, με πολλά ερωτήματα και μεταφυσικές αγωνίες, δεν εντυπωσιαζόταν από τη φανταχτερή εμφάνιση και μάντευε το περιεχόμενο του κρανίου, πίσω από το ωραίο πρόσωπο. Ότι ο ίδιος δεν ήταν αφελής, ότι γνώριζε ότι δεν είχε γεννηθεί πρίγκιπας, ομολογεί όμως, ότι μοχθούσε να γίνει. Δηλώνει μάλιστα την πεποίθηση, ότι οι δυο τους μέσα από ετούτες τις σοβαρές αντιθέσεις, θα αποτελούσαν τον “άρτιο άνθρωπο”. Ποικίλα είναι και τα συμπεράσματα που απορρέουν από το ημερολόγιο του Καζαντζάκη, καθώς εξιστορεί τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις τους, αυτού και του Σικελιανού –και για τον Θεό μεταξύ άλλων- , ή εκείνες με τους μοναχούς των μονών που επισκέφτηκαν . Υπό την επίδραση του θεοκρατικού περιβάλλοντος στο οποίο περιοδεύουν και την έμπνευση που ετούτο γεννάει, στα υπάρχοντα ερωτηματικά τους προστίθενται νέα. Oι δύο φίλοι βρίσκονται στη μεταβατική ή υπερευαίσθητη σφαίρα, όπου η εμπειρία δεν επιτρέπει την αποδοχή εντολών ή την καθοδήγηση και προωθεί στην έρευνα για την αιτία (“the reason”), σύμφωνα με τον Καντ . Ο Καζαντζάκης αναλογιζόμενος στον αργότερα βίο του, τις μακρινές ημέρες στο Άγιον Όρος, ομολογεί πώς ως νέοι άνδρες, ετούτος και ο Σικελιανός, κάποιες στιγμές κατέχονταν από το συναίσθημα της μυϊκής δύναμης και την προερχόμενη εξ αυτής, αιώρηση . Αξιολογεί τη σχέση του με τον Σικελιανό, ως τη φιλία δύο νέων, ερωτευμένων από κοινού, με την πνευματική δημιουργικότητα και με το μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Το ενδιαφέρον των δύο για την αλήθεια υπήρξε το μόνο φυσικό, και η αποστολή του συγγραφέα και κυρίως του συγγραφέα της φιλοσοφίας, μπορεί να θεωρηθεί ότι έγκειται στην ανακάλυψη, στη δήλωση και στη διάδοση της αλήθειας και στις βαθιές έννοιες . Ο Καζαντζάκης κλείνει το σχετικό κεφάλαιο στο έργο του Αναφορά στον Γκρέκο, με συμβολικό ρομαντισμό, χρησιμοποιώντας ένα χαϊκάι του Σικελιανού: “-Είπα στη μυγδαλιά: “Αδερφή, μίλησέ μου για το Θεό.” Κι η μυγδαλιά άνθισε” . Η πορεία στο Άγιο Όρος στάθηκε μνημειώδης για τους δύο φίλους. Η Άννα Σικελιανού σε συνέντευξή της στην Κατερίνα Λαμπρινού , αναφερόμενη στις σχέσεις των δύο ποιητών Καζαντζάκη και Σικελιανού, πιστεύει ότι μέσα από την πορεία και την παραμονή των δύο ανδρών στο Άγιον Όρος, ο μεν Λευκαδίτης ποιητής εμπνεύστηκε το ποιητικό του έργο: Πάσχα των Ελλήνων ο δε Κρητικός, το μυθιστόρημα: Ο Φτωχούλης του Θεού, έργα ορόσημα στη σταδιοδρομία τους. Το 1915, ο Καζαντζάκης υπογραμμίζει το συναίσθημα της δύναμης που τον κατακλύζει, εντός της φύσης που τον περιτυλίγει: είναι νέος, δυνατός και γεμάτος δημιουργική διάθεση. Σύμφωνος με το ρητό: “νους υγιής εν σώματι υγιή”, συνδέει το μυαλό του, που “είναι φωτεινό και σίγουρο” , με το σώμα του και την ομορφιά της φύσης. Προγραμματίζει τον τρόπο ζωής που θέλει να ηγηθεί και ενδιαφέρεται για την άσκηση, ως μέσου καταστολής των ανθρωπίνων αδυναμιών του. Στο στάδιο αυτό της ενσυνείδητης φροντίδας για την προσωπική του εξέλιξη και πρόοδο, προφανώς κατέχεται από αισιόδοξη φιλοδοξία. Στο πρόγραμμά του για μελέτη συμπεριλαμβάνονται “οι μεγάλοι Δάσκαλοι: ο Όμηρος, ο Δάντε, ο Μπεργκσόν”. Η μελέτη του Δάντη, ανοίγει νέους ορίζοντες στο νου του: “Οι φιλοδοξίες μου με ταράζουν και με κεντρίζουν”, ομολογεί. Προετοιμάζεται, οργανώνεται για το μέλλον του, και συμπεραίνει ότι ο προσχεδιασμός της πνευματικής του πορείας, είναι συνέπεια: α’. των επισκέψεών του στο Άγιον Όρος, στο Μυστρά, στους Δελφούς, β’. της μελέτης των Dante, Rodin, Bergson, Claudel και γ’. της συντροφιάς του με τον Σικελιανό. Για μεγάλο διάστημα οι δύο διανοούμενοι-δημιουργοί, ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός, διατηρούν μία καλή σχέση. Διαπιστώνονται οι αλληλοεπιδράσεις τους, ο αμοιβαίος σεβασμός και ο θαυμασμός. Κάποτε ωστόσο ετούτα τα στοιχεία, ξεπερνώντας τα όρια της καλής σχέσης και διάθεσης, γεννούν τις αναμεταξύ τους αντιδράσεις, καθώς και την κάποια -ίσως ακόμη και υποσυνείδητη- ζήλεια, φαινόμενο καθόλου σπάνιο μεταξύ διανοουμένων. Πέρα από αυτά, εξακολουθούν να τους δένουν δύο πολύ σημαντικά ζητήματα: η πίστη προς τη δημοτική γλώσσα και η “συνείδηση της ιστορίας τους”. Έκαστος εξ αυτών και με το δικό του τρόπο, προσπαθεί να κατανοήσει το δεσμό της αρχαίας Ελλάδας με το Βυζάντιο. Ο Κρητικός ταξιδεύει ανάμεσα στον Προμηθέα και στον Ιουλιανό τον Παραβάτη, στον Οδυσσέα και στο Χριστό, στο Νικηφόρο Φωκά και στον Καποδίστρια, και ο Λευκαδίτης αγκαλιάζει το θεό Διόνυσο -τον οποίο έντεχνα ταυτίζει με τον Χριστό στην ποίησή του- και ταξιδεύει αδιάκριτα ανάμεσα στη μυθογραφία και στη χριστιανοσύνη, που την υιοθετεί ως παράδοση, παρόμοια όπως το Δημοτικό τραγούδι. Την περίοδο ετούτη τείνουν επίσης να διαμορφωθούν οι κοσμοθεωρίες των δύο ανδρών. Ο Καζαντζάκης έχει ήδη πάρει θέση έναντι των φιλοσοφικών ρευμάτων της Ευρώπης και ο Σικελιανός εμμένει πιστός στον ελλαδικό χώρο και την παράδοσή του. Ο Καζαντζάκης έχει επιπλέον, μετακινηθεί από την πρώην θέση του, του εθνικιστή . Στη διένεξη Βενιζέλου και στέμματος που οδηγεί σε εθνικό διχασμό, οι δύο άνδρες τάσσονται σε διαφορετικά στρατόπεδα: ο μεν Σικελιανός, υπέρ του Βασιλέως και δημοσιεύει σχετικά ποιήματα στην εφημερίδα, Ακρόπολη, ο δε Καζαντζάκης εμμένει με τον Βενιζέλο . Η αδιαμφισβήτητη διαφορά ανάμεσά τους διογκώνεται με την διαφορετική πορεία των ιδεών τους και επομένως και με την διαφορετική κατεύθυνσή τους, ως προς την πνευματική τους δημιουργικότητα. Αν και οι δύο δημιουργοί δεν αλληλογραφούν τακτικά, ο ένας παρακολουθεί την πνευματική πορεία του άλλου, εκ του μακρόθεν. Ακολουθούν διαφορετικά και εξίσου λαμπρά μονοπάτια. Παράλληλη με τις κοινές απόψεις τους για το ρόλο των ποιητών έναντι του πλήθους, είναι και η κοινή πίστη, ότι είναι δυνατόν να γίνουν ιδρυτές νέων θρησκειών , και από αυτή τη θέση τους, σχεδιάζουν την ίδρυση μίας νέας θρησκείας. Ο Σικελιανός δεν εγκαταλείπει τις ιδέες του περί μεσσιανισμού ως το 1940, και μετακινείται από ετούτη τη θέση με τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Στον Πεζό Λόγο, ορίζει το νόημα της λέξης Θεός , ως μία ανεξάντλητη, αρμονική και τεράστια ενέργεια που περιφρουρείται από τον άνθρωπο. Ο Καζαντζάκης ωθούμενος από την έντονη ανάγκη για απομόνωση, καταφεύγει σε μοναστήρια, σαν σε άσυλα παρηγοριάς. Δεν είναι βέβαιο αν η άσκηση μπορεί να εξυπηρετήσει τον ποιητή ως μέσο εξιλέωσης, όμως η απομόνωση τον βοηθά στον απολογισμό των πράξεών του, στην αποδοχή των ευθυνών του και στην παραμυθία, με την υψηλή δημιουργία. Το 1920 επισκέπτεται ένα μοναστήρι στους Δελφούς και από εδώ, έρχεται σε ένα άλλο στην Κρήτη, όπου ολοκληρώνει την τραγωδία του “Ηρακλής” . Ο Σικελιανός, επισκέπτεται τους Αγίους Τόπους, τον Απρίλιο του 1921, γεγονός που επισφραγίζει τη Χριστιανική του κατεύθυνση και την αναζήτηση έμπνευσης. Στον πρόλογό του στο ποίημά του “Ζωή”, ο Σικελιανός τονίζει την ανάγκη του της αυτογνωσίας, με την μέθοδο της αυτοδιδαχής, για την κατανόηση της ελληνοχριστιανικής παράδοσης, την οποία έχει υιοθετήσει, ως δική του . Ο Σικελιανός που αναγνωρίζει και σέβεται τη διαφορετικότητα του Καζαντζάκη, του γράφει για τα αισθήματά του απέναντι του και την κοινή αποστολή τους . Ο Καζαντζάκης που έχει συγκεντρωθεί στη συγγραφή των έργων του και στην εξασφάλιση οικονομικών πόρων για τη δημοσίευσή τους, αποδέχεται –παρόμοια όπως ο Σικελιανός-, τη διαφορετικότητά τους και συναντάται μαζί του στη Συκιά, τον Οκτώβριο του 1921. Ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός -37 και 36 ετών αντιστοίχως-, περιοδεύουν μαζί, στην Αττική. Καζαντζάκης, Σικελιανός, ομόπνοοι μέσα από τη διαφορετικότητά τους και ενώπιον της ελληνικής τραγωδίας στην Ανατόλια: Η Μικρασιατική Καταστροφή: Καθώς εξακολουθεί να υπάρχει η ανάμεσά τους αλληλοεπίδραση, αποφασίζουν να ζήσουν από κοντά το θαύμα της επαναστατικής μεταμόρφωσης της Ρωσίας . Ο Σικελιανός ενδιαφέρεται, για τα ιστορικά φαινόμενα στη Ρωσία , κάποια στιγμή μάλιστα παραινεί και αυτόν τον Βασιλιά να μετακινηθεί από τις θέσεις του σχετικά με τη Δύση και να “υψώσει το στάχυ της ισονομίας μπρος στο πρόσωπο του Λαού Του” . Το ταξίδι των δύο φίλων στη Ρωσία ματαιώνεται και ο Καζαντζάκης βιάζεται να αποδώσει το συγκεκριμένο γεγονός, στην υποτιθέμενη λιποψυχία του Σικελιανού. Ο Κρητικός ποιητής με τη διαμονή του στην Ευρώπη, έχει εξελιχτεί σε σοβαρό, αυστηρό και σιωπηλό σκεπτικιστή, που δε συμμερίζεται τον ενθουσιασμό του εναπομένοντος νέου στην καρδιά, Σικελιανού. Είναι διατεθειμένος να ανακόψει ή να μετριάσει τον ενθουσιασμό του Σικελιανού, που επηρεασμένος ακόμη, από τα κοινά οράματά τους, στο διάστημα, που από κοινού, είχαν αναλώσει στο Άγιον Όρος, ενδιαφέρεται για την εύρεση μοναστικού χώρου και προς τούτο προτείνει το “Παλάτι της Πεντέλης” . Ο Καζαντζάκης όμως δεν ανταποκρίνεται στις εκκλήσεις του. Παρά τις διαφορές ανάμεσά τους οι δύο διανοούμενοι, κατέχονται από τις ίδιες ανησυχίες, ελπίδες και αγάπες σε ό,τι αφορά την πατρίδα τους και τους συμπατριώτες τους, εντός ή εκτός του ελλαδικού χώρου. Απόδειξη αποτελούν οι αντιδράσεις των δύο, στο άκουσμα της συγκλονιστικής είδησης της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922. Ο Γ. Μπούρλος πληροφορεί πώς ο Σικελιανός αντέδρασε κλαίγοντας κλεισμένος για τρεις ημέρες . Την περίοδο που ακολουθεί τη Μικρασιατική Καταστροφή, συγκλονισμένος από την εθνική συμφορά των Ελλήνων, συλλαμβάνει την ιδέα της αναβίωσης των Δελφικών Εορτών, συνεισφορά για την αναπτέρωση του κλονισμένου ηθικού του Ελληνικού Λαού. Η θεωρία του για το ρόλο του ποιητή, ως ηγεύοντος του λαού ή ως Μάντη ή ως “Μεγάλου Μύστη” , κορυφώνεται, με την πραγματοποίηση των Δελφικών Εορτών, το 1927. Οι Εορτές αρχίζουν με την παράσταση της αρχαίας τραγωδίας: Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου, έργο που συμβολίζει την προσπάθεια αναγέννησης του έθνους, με την επιστροφή στις ρίζες του. Αυτό επιβεβαιώνεται περισσότερο, καθώς οι Δελφικές Εορτές συμπεριλαμβάνουν αθλοπαιδιές, χορούς και τραγούδια της υπαίθρου με τοπικές ενδυμασίες, έκθεση χειροτεχνημάτων και άλλα, ελληνικά στοιχεία που ενθουσίαζαν τον ίδιο τον Σικελιανό και που προσπαθούσε να μεταδώσει αυτόν τον ενθουσιασμό του, στους γύρω του . Ο Καζαντζάκης από την άλλη πλευρά, γράφει στη Γαλάτεια από τη Βιέννη και της ζητάει πληροφορίες από τον τύπο, για τα γεγονότα της Καταστροφής. Την ίδια εποχή αρρωσταίνει από το εξάνθημα που ονομάζει herpes και το αποδίδει σε στενοχώρια . Σε άλλη επιστολή από το Βερολίνο, προς τη Γαλάτεια , περνάει σε αντιδράσεις θυμού και εκφράζει τις σκέψεις του για το μέλλον της Ελλάδας . Θεωρεί το πένθος του χαμού μιας ελληνικής πατρίδας, της “Ανατόλιας”, πανελλήνιο και είναι οργισμένος με τους Έλληνες που αποκαλεί “άθλιους Ρωμιούς”, για την προτίμησή τους στην εξουσία του Βασιλέως αντί του Βενιζέλου, εκείνη την κρίσιμη ιστορική περίοδο και όπως είναι επόμενο, οργίζεται για τη συμπεριφορά του βασιλόφρονος Σικελιανού . Την πρώην σύμπνοια ανάμεσα στους δύο ποιητές, την παραμερίζει μία βουβή σύγκρουση που έρποντας ανάμεσά τους, ωθεί στην απομάκρυνση του ενός από τον άλλον. Ο Καζαντζάκης διανύει μία περίοδο όπου, καθώς δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του, κυρίως σε σχέση με τις προσδοκίες του πατέρα του , καταλήγει σε υπερβολικό άγχος και θέλει να πεθάνει , αρνούμενος έτσι, το δώρο της ζωής. Το άγχος του συνδέεται τα μέγιστα και με την απομάκρυνσή του από τον Σικελιανό, στην οποία πιθανόν να συνέβαλε και η κοινή απογοήτευσή τους, εξαιτίας της άγονης αναζήτησής τους για κοινόβιο. Επιπλέον το γεγονός ακόμη ότι ο Σικελιανός έχει την οικονομική άνεση να συγκεντρωθεί με επιτυχία -αρχικά στην ποίησή του-, αργότερα στην Ιδέα της Αναγέννησης των Δελφικών Εορτών, είναι αρνητικό στοιχείο για τη σχέση του με τον Καζαντζάκη, που αφενός θεωρεί την προσπάθεια του Λευκαδίτη αρνητική για την ποίησή του, αφετέρου γιατί ο ίδιος παλεύει για την εξασφάλιση οικονομικών πόρων απαραιτήτων στην πνευματική του δημιουργικότητα. Παρά το γεγονός ότι και οι δύο διανοούμενοι έχουν αποδεχτεί πως ο καθείς τους ακολουθεί το πεπρωμένο του , ο χωρισμός τους βαραίνει. Την περίοδο που ακολουθεί τη Μικρασιατική Καταστροφή ο Καζαντζάκης διέρχεται μία σοβαρή κρίση. Έχει απομακρυνθεί από τον Σικελιανό, η αυτοσυγκέντρωσή του τον απομονώνει και στο νου του εκκολάπτεται η κοσμοθεωρία του, όπως την παρουσιάζει αργότερα στην Ασκητική . Θέλοντας μάλιστα να επισφραγίσει το χάσμα που διευρύνει ανάμεσά τους η κοσμοθεωρία του, γράφει στο Σικελιανό ότι οι δρόμοι τους “χωρίστηκαν”. Στη Γαλάτεια κηρύσσει μέσω επιστολής ότι απομακρύνθηκε από “πολλούς φίλους”, και αναφέρεται στην επιστολή του στον Σικελιανό. Καταθέτει ότι έχει παρακολουθήσει τα ενδιαφέροντα και τη δράση του Λευκαδίτη ποιητή και έχει πειστεί, ότι αυτός παρεκκλίνει της αποστολής του ως ποιητή, ακολουθώντας δρόμο διάφορο των ικανοτήτων του ή του προορισμού του Ο Καζαντζάκης ενοχλείται από την πορεία του Σικελιανού. Βέβαιος για τη δική του εσωτερική δύναμη, εξηγεί στον Σικελιανό, για την αμετάκλητη απόφασή του να τον αφήσει στην πορεία του: “…νιώθω πως ο Θεός μου βαδίζει ολοένα στην ερημιά και θέλει να περάσει τον τελευταίο άθλο: την ελπίδα…”, του γράφει. Ο Σικελιανός ανταπαντάει καυστικά, πίσω από τη φαινομενική του “μειλιχιότητα”: “Ελπίζω πως θα μόχεις συγχωρήσει, αν που και πότε σκέφτηκα να Σου θυμήσω την αγάπη μου, και τούτο γιατί ξέρω πως στηρίζεται βαθιά μου σε μια αιώνια βάση, σαν ο σάπφειρος σκληρή, πολύτιμη και λεία”. Συνεχίζει: “Αλλ’ αν, όπως λες, ο Θεός σου έχει βυθίσει και βυθίζεται στην ερημία, για να ξεπεράσει και τον ύστερο άθλο, την ελπίδα, στην ψηλότερη διαπόρθμευση, οποιαδήποτε κι αν είναι, δεν θα ξαφνιστείς πιστεύω αν μέ ‘βρεις, σαν από καιρό φτασμένο, ν’ αγρυπνώ, να καρτερώ και ν’ αγναντεύω.” . Μολονότι καθείς τους χαράζει τη δική του πνευματική τροχιά, αλληλογραφούν εκ νέου . Η Ελένη πληροφορεί ότι το 1924, μάταια ο Καζαντζάκης -μόνος ή με τον Σικελιανό-, είχε χτυπήσει πόρτες για την εύρεση ησυχαστηρίου για τον εαυτό του και τους ομόπνους φίλους. Οι δύο άνδρες επιδιώκουν τον “Ησυχασμό”, πνευματική μέθοδο για ηθική τελείωση, αυτό που αποκαλείται “Ησυχαστική πρακτική των μοναχών του Αγίου Όρους”, πληροφορεί ο Πρεβελάκης . Επιδιώκουν την “νήψιν” , να πετύχουν ώστε τα σώματά τους να αποβούν “ναοί του Αγίου Πνεύματος” . Όμως ο διακαής πόθος τους δεν υλοποιείται και ο Καζαντζάκης εκμυστηρεύεται στον Πρεβελάκη “τη μεγάλη του πίκρα”, όταν συλλογίζεται τον Σικελιανό. Όπως λοιπόν τότε που ο Σικελιανός είχε πρωτογνωρίσει τον Καζαντζάκη, του είχε αφιερώσει ποίημά του, πράττει τα παρόμοια και στο συμβολικό χωρισμό τους . Ο Πρεβελάκης γνωστοποιεί την πληροφόρησή του από τον Σικελιανό , σχετικά με ετούτο το ποίημα (το 1939) . Ο Καζαντζάκης στέλνει στον Λευκαδίτη ποιητή την Ασκητική . Από τις επιστολές του Σικελιανού προς τον Καζαντζάκη , διαπιστώνεται το αμετακίνητο της κοσμοθεωρίας του πρώτου. Ο Λευκαδίτη βαδίζει πάντα την “ίδια οδό” της αγάπης προς τα οικεία, τα πάτρια και ταυτόχρονα ανθρώπινα, όπως άλλοτε είχε κάνει ο Δ. Σολωμός . Αντίθετα ο Καζαντζάκης στο διάστημα της παραμονής του στο Ηράκλειο, σχεδιάζει “παράνομη πολιτική δράση” χωρίς επιτυχία. Στις 29/7/1924, σε επιστολή στο Σικελιανό σταλμένη από το Ηράκλειο , ο Καζαντζάκης, υπογραμμίζει την πνευματική του κατεύθυνση και τους στόχους του. Εκμυστηρεύεται τον τρόπο της ζωής του στη μοναχικότητα δίχως φίλους, την ελευθερία του και τα συναισθήματά του προς τους άλλους και κάνει την απάνθρωπη ευχή για τον εαυτό του: “Ο Θεός να δώσει σε όλη μου τη ζωή να βαστάξει η ερημία τούτη κ’ η σιωπή”. Παρ’ όλες τις αντιθέσεις και τα παράδοξα της επικοινωνίας τους, οι δύο άνδρες εξακολουθούν να μιλούνε σε υψηλό πνευματικό επίπεδο, χωρίς να αποφεύγεται κάποτε και ο ανάμεσά τους αιχμηρός τόνος . Από το θέρος του 1924 , και για τα επόμενα δεκαοχτώ χρόνια, οι δύο ποιητές δεν επικοινωνούν. Ο Καζαντζάκης εξακολουθεί να ψέγει τον Σικελιανό για την κατά την άποψή του “επιπόλαιη ζωή του” , και ο Σικελιανός κάνει κάτι ανάλογο επικοινωνώντας με την κοινή φίλη τους, Έλλη Λαμπρίδη . Η άποψη του Καζαντζάκη, για τον ενθουσιασμό του Πρεβελάκη έναντι του Σικελιανού, ως “νεανικής πλάνης”, αποκαλύπτει στοιχεία αντιζηλίας αφενός για την επιτυχία του Σικελιανού στις Δελφικές Εορτές και αφετέρου για την προσέλκυση του Πρεβελάκη προς τον Σικελιανό. Εξακολουθεί να επιμένει λοιπόν, στην άποψη ότι ο Σικελιανός σαν ποιητής πήγαινε χαμένος . Αργότερα, το 1940, σε τυχαία συνάντηση της Ελένης Σαμίου και του ζεύγους Σικελιανού, ο Λευκαδίτης ποιητής εκφράζει την επιθυμία του να συναντήσει τον Καζαντζάκη , καθώς ωθείται από την ανάγκη επικοινωνίας με τον αγαπημένο σύντροφο των νεανικών του χρόνων. Δεν ανταμώνουν, για να συναντηθούν τελικά, στο σπίτι του κοινού φίλου, Πρεβελάκη . Το χρονολόγιο ως εκείνη τη στιγμή, αποκαλύπτει πόσο δύσκολο ήταν για τους δύο άντρες, να αποκοπούν εντελώς ο ένας από τον άλλον. Στην περίοδο που ακολουθεί την επανασύνδεσή τους, ο Καζαντζάκης γράφει το μυθιστόρημα Καπετάν Μιχάλης και το δράμα Κούρος, τα οποία αναφέρονται αντιστοίχως, όχι μόνο στη σχέση του Καζαντζάκη με την ιστορική τύχη της Κρήτης, αλλά και “στην ανάλυση της προσωπικής του σύγκρουσης σε ασυνείδητο επίπεδο με τον πατέρα του και με τον Σικελιανό”. Στον Κούρο, “ο λυτρωτής αρχέφηβος” είναι ο ίδιος ο Σικελιανός, όπως παρουσιάζεται στον ποίημά του: ο Αλαφροΐσκιωτος. Άσχετα όμως προς όλα, όσα κατά καιρούς, δήλωνε ο Καζαντζάκης, για τις διαφορετικές προσπάθειες έκφρασης του Σικελιανού, εξακολουθεί να πιστεύει στο ποιητικό του ταλέντο, και το δείχνει με διάφορες ενέργειες όπως την αφιέρωση της Τερτσίνας “του Άγγελου Σικελιανού” την πρώτη από όλες. Και όταν εξέδωσε την Οδύσσεια, έστειλε το αντίτυπο ‘Θ’ στον Σικελιανό με την αφιέρωση: “Του μεγάλου αδερφού Άγγελου Σικελιανού, πάντα, Ν. Καζαντζάκης, Πάσχα 1939”. Όταν ύστερα από τις δεύτερες Δελφικές Εορτές η Ελληνική Κυβέρνηση αποφασίζει να αναθέσει την οργάνωσή τους σε σώμα εκλεγμένο από την Βουλή των Ελλήνων , ο Σικελιανός σταματά τα Δελφικά κηρύγματα (1936) και συγκεντρώνεται στην ποιητική δημιουργία . Διανύει περίοδο οικονομικής και ψυχικής δυσχέρειας και αποζητά τον φίλο της νεότητάς του, Καζαντζάκη . Ο Πρεβελάκης, αποβαίνει θετικός συνδετικός κρίκος των σχέσεων των δύο ποιητών . Το 1938, περίοδο του χωρισμού των δύο λογοτεχνών, η Έλλη Λαμπρίδη , κοινή φίλη, δηλώνει από το ραδιόφωνο ότι ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός, είναι “οι δυο σήμερα μεγάλες πραγματικότητες της Ελλάδας!” και φέρνει τους δύο και τη σχέση τους στο προσκήνιο της ελληνικής επικαιρότητας. Το 1940, όταν ήταν γεγονός πλέον ο πόλεμος στην Ελλάδα και οι μεν δεξιοί κατηγορούν τον Καζαντζάκη ως πληρωμένο κομμουνιστή από την Μόσχα, oι δε αριστεροί ως πράκτορα του Intelligence Service, ο Σικελιανός του συμπαρίσταται, στέλνοντας με την Ελένη Σαμίου καλλιγραφημένο ποίημά του, και το μήνυμα αν θέλει να πάνε στην Ήπειρο . Ο Πόλεμος τους ξαναφέρνει κοντά . Οι δύο ποιητές ανταλλάσσουν επιστολές οι οποίες διακρίνονται για την αγάπη, την κατανόηση, την λεπτότητα και την ευαισθησία . Αν ο Σωκράτης μιλούσε με τη γλώσσα της σωφροσύνης και η Σαπφώ με την γλώσσα της αγάπης – έρωτα, ανάμεσα στους ομόπνοους συντρόφους τους, οι ποιητές μας συνδύασαν και τα δύο . Αποτέλεσμα αυτής της σημαίνουσας αλληλογραφίας, υπήρξε η άφιξη του Σικελιανού και της Άννας στην Αίγινα . Η Ελένη Καζαντζάκη αφηγείται στο έργο της Ν.Κ. ο Ασυμβίβαστος, την κοινή διαβίωσή τους στο νησί και συγκρίνει τους δύο άντρες . Πέρα όμως από τις κοινές εμπειρίες τους στο παρελθόν τους δύο άντρες τους ενώνουν και κοινές αποτυχίες, που σχετίζονται με τα πολιτικά της εποχής. Με την αποχώρηση των Ναζί οι δύο ποιητές, μαζί και οι Βλαχογιάννης και Παρθένης, κηρύσσονται μέλη της Ακαδημίας, με διάταγμα της νέας, υπό τον Γ. Παπανδρέου Κυβέρνησης, όταν καταφθάνει στην Αθήνα ως Κυβερνήτης, στα μέσα Οκτωβρίου 1944. Τελικά όμως απορρίπτονται . Ο Καζαντζάκης δε διστάζει να προβαίνει στο μεταξύ σε νέες ενέργειες ηγεσίας, όπως το 1945 ως Πρόεδρος της “Σοσιαλιστικής Εργατικής Ένωσης” ή το 1946 όταν ιδρύει την “Διεθνή του Πνεύματος” Ένωση , παρόμοια όπως είχε κάνει στο Ηράκλειο το 1924. Με την υπόθεση του βραβείου Νομπέλ τα πράγματα ανάμεσα στους δύο ποιητές είναι και πάλι γκρίζα . Αργότερα και ενώ βρίσκεται στο Λονδίνο , ο Καζαντζάκης παραπονείται για τον Σικελιανό”, σε σχέση με το βραβείο Νομπέλ, καθώς ο ίδιος είχε προσφέρει τεράστιο πνευματικό έργο σε διεθνές επίπεδο. Όπως επεξηγεί ο Γιάννης Μαγκλής , το αδίκημα εναντίον του, οφειλόταν στην αρνητική μεσολάβηση υψηλών προσώπων από τον Ελλαδικό χώρο. Η επιθυμία του για την αναγνώριση και την επιβράβευση των πνευματικών του αγώνων, σχετιζόταν και με την οικονομική του κατάσταση, καθώς πάντα χρειαζόταν οικονομικούς πόρους για τη διαβίωσή του, τη συγγραφή και έκδοση των βιβλίων του και για τα ταξίδια του. Τελικά όμως τα σχετικά με τις φιλοδοξίες ή τις απογοητεύσεις των δύο ποιητών, αποδεικνύονται κάποια στιγμή μάταια: ο Σικελιανός που υποφέρει από την καρδιά του από το 1946 , πλήγεται από εγκεφαλικό επεισόδιο το 1950, και την 19η Ιουνίου 1951, αποβιώνει . Ο Καζαντζάκης που βρίσκεται στην Αντίπολη” πληρώνοντας φόρο τιμής στη μνήμη του αποθανόντος φίλου, του αφιερώνει τη μετάφραση του της Θείας Κωμωδίας. Στην αφιέρωσή του γράφει: “il miglior fabro del parlar materno” . Το κεφάλαιο της μακροχρόνιας σχέσης των δύο ανδρών, που έμελλε να σημαδέψει το βίο τους και να επηρεάσει τις σχέσεις τους με τους γύρω και αυτή την Πολιτεία, κλείνει μάλλον τραγικά.

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Εἰκόνα Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Twitter. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...