Είναι φιλοσοφική η θέση του Ν. Καζαντζάκη έναντι της γυναίκας; Η γνώση του καλού και του κακού και η γυναίκα (copyright: Dr Pipina D. Elles of Flinders University, Adelaide S.A.)

Είναι φιλοσοφική η θέση του Ν. Καζαντζάκη έναντι της γυναίκας; Η γνώση του καλού και του κακού και η γυναίκα

Απόσπασμα μόνο από την Διδακτορική Διατριβή μου, υπό τον τίτλο:  Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ (The Presence of Women in Kazantzakis’ Theatre Plays, by Dr Pipina D. Elles) χωρίς τις υποσημειώσεις

Η νιτσεϊκή επίδραση στον Καζαντζάκη, στο θέμα γνώσης του καλού και του κακού, αντικατοπτρίζεται στo Αναφορά στον Γκρέκο, στο επεισόδιο με την “Ιρλαντέζα” , όπου ο ποιητής παρουσιάζεται να μην υποτάσσεται στην φύση του, αλλά στο θυμοειδές . Δικαιολογεί την συμπεριφορά του, ως νοσηρή υποταγή στον φόβο μιας υπερβατής δύναμης: “Όταν άνοιξα τα μάτια, ξέκρινα το Χριστό να με κοιτάζει αγριεμένος… ένα παμπάλαιος φόβος με είχε ξαφνικά κυριέψει.” Πάντα υπό την επίδραση αυτού του φόβου συμπληρώνει: “[…] τον Αδάμ και την Εύα δε μαγαρίζουν ατιμώρητα, μαθές, στο σπίτι του θεού, μπροστά στα μάτια της Παρθένας…” Ποιος είναι αυτός ο “παμπάλαιος φόβος’’ του ποιητή; Είναι απλά ο φόβος που προφανώς σχετίζεται με την αυστηρότητα που υπαγορεύει η ορθοδοξία στις σχέσεις των φύλων; Είναι η γνώση του καλού και του κακού σύμφωνα πάντα με την ελληνοχριστιανική παράδοση της εποχής του και η υποταγή του σε ό,τι θεωρείται χρηστό; Ή μήπως δίπλα σε ετούτον τον παραδοσιακό φόβο της ορθοδοξίας υπάρχει και ένας άλλος επίσης “παμπάλαιος φόβος” που τον ταλαιπωρεί, και που εκπροσωπείται από τον πατέρα του, τον “λιόντα”, που από ενωρίς νουθετεί τον γιο του Νίκο Κ., προσπαθώντας να χαράξει στην συνείδησή του, ότι οφείλει να επιδοθεί ψυχή τε και σώματι στην προετοιμασία της προσφοράς του στην Κρήτη, γεννώντας έτσι την ενοχή της διαφωνίας του, μαζί του;
Διαπιστώνεται ότι ο Καζαντζάκης έχει σοβαρούς λόγους, να επιθυμεί την πνευματική και σωματική του ακεραιότητα και να φροντίζει να διαφυλάξει τον εαυτό του από εκείνα που θεωρεί επικίνδυνες επιδράσεις, από όπου κι αν προέρχονται αυτές, δηλαδή, είτε από το άμεσο ή από το έμμεσο περιβάλλον του. Ενωρίς λοιπόν και αποφασιστικά φροντίζει να απαλλαγεί από επικίνδυνες έξεις και κυρίως από τις ανθρώπινες ανάγκες. Προσφέρει τον εαυτό του στην πνευματικότητα, με στόχο να εξελιχθεί στον διανοούμενο που θα περιφρονήσει τον “ζωντανό θάνατο”, αποκαλύπτοντας όπως ο ίδιος λέει, “μιαν αφιλάνθρωπη ψυχή Εβραίου Προφήτη” . Είναι βέβαιο ότι στο έργο του: Ο Φτωχούλης του Θεού, το πλέξιμο του ιστορικού του Φραγκίσκου της Ασίζης, φανερώνει τον αμέριστο θαυμασμό του για τους αρνητές των επιγείων.
Σύμφωνα με τον Ν. Καζαντζάκη, το “κακό – καλό” αποτελούν τις δυο όψεις ενός νομίσματος , αλλού όμως παρουσιάζει την σχέση αυτών των δύο αντιθέτων ως άποψη προσωπική, που απορρέει από την δική του βιωματική εμπειρία και παρά το γεγονός ότι παρουσιάζει πειστικά στοιχεία για την υποστήριξή της, δεν παύει να αποτελεί μία υποκειμενική άποψη. Εξηγούμε: ο Καζαντζάκης, χωρίς να αποδέχεται τα πάντα, κυρίως στο θέμα της χειραφέτησης της γυναίκας, ασπάζεται και θαυμάζει το πνεύμα των φιλοσόφων της εποχής του στην Ευρώπη, η οποία εξακολουθεί να επηρεάζεται, θετικά μάλλον, από την κληρονομιά των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Έτσι οι αρχικά θρησκευτικής υφής αντιλήψεις του, για την σχέση των: καλού – κακού, αλλοιώνονται στην συνέχεια από τον αγαπημένο του δάσκαλο Νίτσε και την σκληρή θεωρία του. Κατά συνέπεια η επί του θέματος θεωρία, δεν περιορίζεται στην θρησκευτικότητά του, αλλά επεκτείνεται περαιτέρω στις κοινωνικές εκφάνσεις της ζωής και εξελίσσεται σε βασικό στοιχείο και στις σχέσεις των φύλων. Για παράδειγμα: ότι είναι καλό για έναν αντρα π.χ. ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας, είναι ίσως κακό για κάποιον άλλον, ιδιαίτερα αν είναι πνευματικός τύπος, όπως ο ποιητής. Η ακόμη, ότι η γυναικεία παρουσία μολονότι εμφανίζεται να φέρει δύο όψεις: θεϊκή- δαιμονική, τελικά, παρατηρεί ο ποιητής στο έργο του, Ο Βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, τα δύο αυτά αποτελούν τη διττή όψη του ενός: “Bλέπεις μια γυναίκα όμορφη σαν τα κρύα τα νερά και περπατάει στη γης κι η καρδιά σου χαίρεται· και ξαφνικά ανοίγει η γης και χάνεται. Που πάει ποιος την παίρνει; Αν είναι φρόνιμη λέμε την πήρε ο Θεός, αν είναι τσαχπίνα, λέμε την πήρε ο διάολος. Μα εγώ σου λέω, αφεντικό και σου ξαναλέω: Θεός και διάολος είναι ένα!” λέει ο Ζορμπάς. Εδώ, φανερά ο Καζαντζάκης απομακρύνεται από την Χριστιανική άποψη και περνά στην πλήρη ισοπέδωση των δύο αντιθέτων. Ο ποιητής που οριοθετεί την σχέση του με την γυναίκα, όπως τον έχει πείσει η Νιτσεϊκή φιλοσοφία και ο Βουδισμός, στο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά φέρει τον ομώνυμο ήρωά του να λέει: “-Όπου κι αν με αγγίξεις, είπε βογκώ· είμαι γεμάτος πληγές. Τι κάθεσαι και μου τσαμπουνάς για γυναίκες; Εγώ σαν κατάλαβα πως ήμουν άντρας αληθινός, ούτε γύριζα να τις δω. Κι αν γύριζα, τις άγγιζα μια στιγμή, έτσι πηδηχτά σαν κόκορας, κι έφευγα, “Τα βρωμοκούναβα, έλεγα, οι βρωμοπαπαδιές, θένε να μου ρουφήξουν τη δύναμη, φτου να χαθούν!”
Μελετώντας Βούδα ο Καζαντζάκης, μπαίνει σε μία νέα δοκιμασία και εφοδιασμένος πλέον πλησιάζει άφοβα το μυστήριο και την πραγματικότητα της ύπαρξης του ανθρώπου. Στο Αναφορά στον Γκρέκο αναφέρεται σε περιστατικό, κατά την περίοδο της βουδικής άσκησής του, με ένα κορίτσι σε πάρκο στο Πράτερ. Δικαιολογεί την άρνησή του να την ακολουθήσει, ως αποτέλεσμα της επίδρασης της βουδικής θεωρίας στο άτομό του: “Μας βλέπει ο Βούδας” λέει και συνεχίζοντας εξηγεί: “Είχα βουλιάξει στο Βούδα. Ένα κίτρινο λιοτρόπι είχε γίνει ο νους μου, κι ο Βούδας ήταν ο ήλιος και τον ακολουθούσα να ανατέλνει, να μεσουρανεί και να χάνεται…”
Οι θεωρίες του Νίτσε και ο Βουδισμός, προφανώς βρίσκουν εύφορο έδαφος μέσα του. Ο Βουδισμός του παρέχει ένα σοβαρό υπόβαθρο, ένα άλλοθι, θα μπορούσε να πει κανείς, για την αποδοχή του μοναχισμού και ακόμη την άσκηση της σεξουαλικής αυθυποβολής -φαινομενικά τουλάχιστον-, χωρίς κάποιο αίσθημα ενοχής ή μειονεκτικότητας, αν υποτεθεί ότι δεν πρόκειται περί παθολογικής κατάστασης, αλλά μύηση χάριν της αναγκαιότητας για την πνευματική δημιουργία. Ο Καζαντζάκης, αποκηρύσσει την σάρκα, την πηγή πολλών αναγκών και ασπάζεται την απομόνωση ή τον μοναχισμό, στην προσπάθειά του για την πνευματική του ακεραιότητα, την ανάταση και την εξάγνισή του. Υπογραμμίζει την αυτοσυγκέντρωσή του στους στόχους του, την μελέτη και την συγγραφή. Ανάμεσα στα παραδείγματα αυτής της ανάγκης του, του μονιά (οutsider), αναφέρει και το ακόλουθο περιστατικό, που συνέβη τότε που ήταν νεαρός φοιτητής στη Γαλλία . Λέει ότι η σπιτονοικοκυρά του, περιεργείται για την “αφύσικη” συμπεριφορά του, την διαφορετική από εκείνη των άλλων νέων της ηλικίας του και ότι την πείθει -και ταυτόχρονα επιχειρεί να πείσει και τον αναγνώστη-, ότι αυτή η “κατάσταση”, ο τρόπος ζωής που διήγε (φοιτούσε, μελετούσε και έγραφε μόνο), ήταν απολύτως φυσική. Στα ερωτηματικά που αίρει μια τέτοια συμπεριφορά, οι απαντήσεις μπορεί να είναι ποικίλες, ανάλογα με το πώς την αντιλαμβάνεται ο μελετητής και εντός των ορίων της γνωριμίας του με τον βίο και τα κείμενα του ποιητή και άλλων, όσων έχοντας βρεθεί στον στενό κύκλο των γνωριμιών του, έγραψαν γι’ αυτόν. Το 1923, ο Καζαντζάκης γράφει στην Γερμανίδα Έλσα Λάγκε συνεπαρμένος από τα νιάτα της, για την τέχνη και την δημιουργική ικανότητα του ανθρώπου και την χαρακτηρίζει “Η τέχνη είναι για μένα μια έξοδο δειλίας, μια μεγάλη, μεγάλη αμαρτία.” Συμπεριλαμβάνει άραγε ανάμεσα στην δημιουργική ικανότητα του ανθρώπου και εκείνη της διαιώνισης του είδους του; Και βέβαια όχι. Τον Καζαντζάκη δεν τον απασχολεί η μέσω της ερωτικής σχέσης, δημιουργία, που ο καρπός της χαρακτηρίζεται για την φθορά του, την αληθινή θνησιμότητα. Εννοεί, τα πνευματικά του παιδιά, τα έργα του, που γεννιούνται από την συνουσία του με την τέχνη. Στην ίδια επιστολή του (στην Έλσα Λάγκε) ρωτά και συμπεραίνει: “Τι είναι αυτός ο κόσμος; Από πού; Κατά πού; Γιατί; Δόξα σοι ο Θεός, δεν υπάρχει απάντηση! Δημιουργούμε αυτή την απάντηση κάθε μέρα με το δάκρυ μας, το γέλιο και το αίμα. Δόξα σοι ο Θεός! Είμαστε λεύτεροι, δίχως ελπίδα και δίχως αφέντη!” Ο ποιητής αισθάνεται ελεύθερος, έχοντας αποκηρύξει τους παραδοσιακά φυσικούς δεσμούς των φύλων . Εδώ οφείλουμε να αναφέρουμε και μία άλλη άποψη: ότι δηλαδή ο Καζαντζάκης υποστηρίζοντας τις θέσεις του για αυτοσυγκέντρωση, πνευματική παραγωγή και πνευματική ανάταση, παραπλανεί τους πάντες, αφού στην ουσία δεν επεδίωκε να γίνει γνωστός ως συγγραφέας, αλλά ως ιδρυτής θρησκείας. Δηλώνει σχετικά, ο Ευάγγελος Παπανούτσος: “… ξεκίνησε για να γίνει όχι μυθιστοριογράφος, όπως δοξάστηκε, αλλά ιδρυτής Θρησκείας… Ένας αυστηρός, ανένδοτος, αρνούμενος τα πάντα έξω από το αθλητικό Εγώ (τούτο είναι του κόσμου ολόκληρου του φυσικού και του πνευματικού ο πλάστης) και τον αδιάκοπο αγώνα του, ιδεαλισμός περήφανος και απαισιόδοξος, ένα κράμα βουδισμού και επικουρισμού, είναι η μεταφυσική του Καζαντζάκη…” Και στην τελευταία αυτή υπόθεση, σαφώς είναι απαγορευμένη η γυναικεία παρουσία.
Στην εισαγωγή του της μετάφρασης της Ασκητικής , ο Κ. Friar, συμπεραίνει από επιστολή του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη , πως ο Καζαντζάκης θεωρεί ιδανικό πρότυπο για τον εαυτό του, την εικόνα του Εβραίου προφήτη, όπως του Ισαΐα ή του Ιεζεκιήλ . Ο Καζαντζάκης μπόρεσε και συνδύασε τον ποιητή και τον πραγματιστή, χωρίς να αλλοιώσει την σύλληψη του οραματισμού του. Είναι άλλωστε γνωστό ότι ενδιαφερόταν όχι για τους ανθρώπους, αλλά για τον Ένα, με σκοπό να δημιουργήσει τον Υπεράνθρωπο, όχι όπως τον εννοούσε ο Νίτσε αλλά τον Υπεράνθρωπο ο οποίος προσπαθεί να καταβάλει τα ανθρώπινα όρια, ακολουθώντας την διδασκαλία του Βούδα, όπου τονίζεται πως ο άνθρωπος είναι μια γέφυρα και όχι ένα τέλος. Αυτός ο Υπεράνθρωπος θα πρέπει να υψωθεί από τα ένστικτα, τα ανθρώπινα καθημερινά και την κουλτούρα, και να παλεύει για τα υπερβατά. Στην Ασκητική ωστόσο ο Θεός που βρίσκεται φυλακισμένος στον άνθρωπο και ζητά την απελευθέρωσή του από αυτόν, είναι αντίθετος προς τον Βούδα, που ζητά τον απόλυτο μηδενισμό ή την αιώνια ένωση με το Σύμπαν. Στο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά ο Καζαντζάκης αναφέρεται στην ιστορία του πηγαδιού, που θυμίζει το όραμα στην Πολιτεία του Πλάτωνος . Ενήλικος πλέον εξακολουθεί να γοητεύεται από την λέξη αιωνιότητα και την σημασία της: “Τη στιγμιαία τούτη αιωνιότητα που τα κλείνει όλα, περασμένα και μελλούμενα…” , γράφει στην Ασκητική. Από εδώ αρχίζει η πορεία για την λύτρωσή του, τονίζει. Είναι γεγονός ότι οι λέξεις -έννοιες αποβαίνουν σταθμοί-κλειδιά στην ζωή του ποιητή. Κάθε φορά που συναντά μία λέξη παράγοντα, π.χ. τις λέξεις : πορεία , ευθύνη , ανάγκη , φλόγα , αγωνία , χρέος , κραυγή , χάος , πνοή , ανήφορος , ανηφόρισμα , πόλεμος , αγώνας , άβυσσος , ή τις λέξεις: ‘‘Η Αδικία, η Σκληρότητα, η Λαχτάρα, η Πείνα’’ , τις χρησιμοποιεί με τον γοητευτικότερο τρόπο, που μόνο αυτός ξέρει να χειρίζεται. Η λέξη λευτεριά μάλιστα, αποτελεί την κατακλείδα του Καζαντζάκη, καθώς θέλει να πιστεύει ότι η ακοή της λέξης καθαυτής και μόνο, οδηγεί στην ποθητή λύτρωση. Μία ουτοπία ίσως για τον απλό άνθρωπο, καθόσον οι λέξεις άσχετα με την σημασία τους, παραμένουν απλά λέξεις και μόνον άνθρωποι, όπως ο εαυτός του, ζωντανεύουν το περιεχόμενό τους και την έννοια που κρύβεται πίσω από την γραπτή μορφή τους, και την ενεργοποιούν . Η όλη πορεία του, όπως παρουσιάζεται και στο Ασκητική, είναι τα σκαλοπάτια του προς την σωτηρία. Ο φιλόθεος ποιητής, έχοντας αγαπήσει τον Χριστό, τον Νίτσε, τον Λένιν, μετακινούμενος διαρκώς, προσκολλάται στην ουσία που χάσκει πίσω από το όνομα Βούδας, για να προχωρήσει τελικά, αν και επηρεασμένος, από την βουδική διδασκαλία, στις δικές του θρησκευτικές θέσεις, αν μπορούμε να τις αποκαλέσουμε έτσι, όπως τις δίνει στο βιβλίο του, Ασκητική. Ο Colin Wilson αποκαλεί τον Καζαντζάκη “Θρησκευτικό φιλόσοφο που σταυρώθηκε στο σταυρό της μεταφυσικής…”

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Εἰκόνα Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Twitter. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...