Οι Στίχοι του Άρτου, Ποίηση

ΠΟΙΗΣΗ

Πιπίνα Δ. Ιωσηφίδου-Έλλη
(Pipina D. Iosifidou-Elles)

Βιβλίο Πρώτο

Οι Στίχοι του Άρτου

To Whoever Values
The Essence of Life

 

Εγκύμων ο άρτος
και ώριμα
τα απειροελάχιστα μόριά του
κοχλάζουν
έτοιμα να εκτιναχτούν
μόλις χαραχτεί
η κρούστα του.
Τα μυστικά του σπυριού
κείνται στο DNA τους…
***

Ξένος, με το που πάτησα
σε ξένη γη
την ξαναγάπησα, ακούς;
φλογερότερα, παρά ποτέ…

Ο ανάπλους της ήταν ευοίωνος.

Λαλιά μου… οι λέξεις…
τις λέξεις… ω, λέξεις…
ω, γλώσσα μου!

Φυλαχτό μου της τρέλας
στης Μνήμης τα κρησφύγετα,
κλωσσούσες με υπομονή
το πάθος μου για σένα.
Με οίκτο με θωρούσες
μ’ έκλαιγες, με πονούσες
πως μ’ έχανες θαρρούσες.
Δεν τό ‘νιωθες,
μόνο δικός σου ήμουν;

Προσευχήθηκα
κι ω, φως, αναδύθηκες

φως από φως του Νου,
μονάκριβή μου!
Σ’ ανάστησε η ανάγκη
σ’ ανύποπτο χρόνο!
Σε ξαναύρισκα δική μου
άλλοτε, τώρα, παντοτινά….
Αδηφάγο κι αν ήταν ταξίδι,
Νους πυρπολεί το στερέωμα.
Στην στασιμότητα μ’είχαν καρφώσει
ανάγκες, ξένες μου.
Πάλι με χρόνους…

‘Καλώς σε βρήκα!..
γεννήτρα της σκέψης!
Προσκυνώ σε!
Νοήματα, συμβόλα,
προσκυνώ σας.
Αδελφωμένη μαζί σας
οπλισμένη τη δύναμή σας
ανηφορίζω’ στέναξα.

Ω, γλώσσα μου!
Νά ‘τες, οι λέξεις…
τις λέξεις… ω, λέξεις!..
Λαλιά μου!

Νά’τες… πώς ξεπετιούνται
απ’ την αχλή νάρκης,
ολόκορμες, αληθινές
και με τυλίγουν!
Πυρετός που με καίει…
να μ’ αναλώσουν δέχομαι.

Λαλιά μου… είναι οι λέξεις…
εγώ, είμαι… οι λέξεις είναι…
οι λέξεις είναι… εγώ είμαι!..’

Καλόδεχτες στον ήλιο
της δημιουργίας
δικαιοδόχισσες του πολιτισμού μου,
όλες σοφές, όλες σωστές
καλόδεχτα της γλώσσας μου
μερίδια.
Πάλι, ξανά, αγγίζω τες,
απλώνω τες στη χάρτα,
όσο μπορώ πιο ταιριαστά
αγάπες, αιώνια θησαυρισμένες.
Να ζωγραφίσω προσπαθώ
όνειρα δύσβατα…
του Νόστου…
το Ίλιον ν’ αποθανατίσω
τα πάθη του Δυσσέα
στον μυριοστό αγώνα του.
Πηνελόπη εγώ…
τα της Ιθάκης να καταθέσω
τ’ ακούσματα τόσων…
Αφγανιστάν, Σερβίας, Ιράκ,
της ματωμένης γης
των διαμαντιών.
Και τ’ άλλα
τα μικρά, τα μεγάλα…
καμώματα του έρωτα
δοσίματα αγάπης,
αιωνιότητας την αγωνία
κι όσα μπορέσω… απ’ τ’ άλλα,
τα διάφορα… τ’ ατέλειωτα…

***

Βρέθηκα έτσι μπροστά
στα σκαλοπάτια.
Υψώνονταν μπροστά μου…
Και αυθόρμητα χρεώθηκα
να τ’ ανεβώ…
Ήτανε δύσκολο
κι ας φαίνονταν παιχνίδι,
στην αρχή.
Ένα, ένα λοιπόν
και κάθε π’ ανέβαινα
ένα νέο,
ξοδευόμουν ανελέητα…
Να φτάσω όσο ψηλότερα
μπορούσα…
στοιχημάτισα…
Κι έγιναν έτσι
καθοδήγησης σταθμοί,
ερμαί κι ορόσημα…
χωρίς κανονική πυξίδα…

Έκτοτε, έρμαιο ανάμεσά τους
με μία γραφίδα προσπαθώ
στη χάρτα να τοποθετηθώ…

Κι είν’ ευλογία
που βρίσκομαι εδώ,
κι ακόμα αναρριχώμαι
σκαλοπάτια.

Μια ενοχή το στήθος μου
βαραίνει,
μα επιμένω στις ιδέες μου
σε μία ομήγυρη
που αρνείται να γνωρίσει…
Ξέρω, δεν μου ταιριάζει
του ηγεύοντος ο ρόλος,
και είμαι βέβαια
πως οι στίχοι,
κατεστημένα ν’ αλλάξουν,
δεν μπορούν.

***

Αισθάνομαι ένοχη…
Για την οικογένεια
που άφησα στην Ιθάκη
τους φίλους που υπέφεραν
για τις κατευθύνσεις τους,
και για εκείνους
που τους επέτρεψαν
να με ξεγράψουν
κι ας αγαπιόμασταν…
και για την σπουδαία
γλώσσα μου
που αδυνάτισε μέσα μου
με τη φυγή μου…

Ένοχη λοιπόν απέναντι
σε όλους και σε όλα….
και επιπλέον…ένοχη
που θέλω να εισχωρήσω
σ’ έναν κύκλο
που καταδυναστεύεται
από Γίγαντες!

***

Η ζωή έκανε
κι εξακολουθεί
να κάνει τις τομές της.
Δεν ξέρει από συμπάθεια,
διαβαίνει ίδια πάντα
και μόνο εμείς αλλάζουμε
στο χρονοδιάγραμμά της
με το πέρασμά μας
με την ευτυχία μας
με τη συμφορά μας
και με το τέλος μας,
που προσπαθούμε
-σαν τη μισή περάσουμε-
να το απομακρύνουμε
όσο μπορούμε περισσότερο
από δίπλα μας.

Έλα τώρα…
όλοι τον φοβούνται…
ακόμη και οι Δεινόσαυροι!

***

Δεν είμαστε αχάριστοι
είμαστε όμως άνθρωποι…
αγαπούμε το φως
και δεν το απαρνούμαστε
ακόμη κι όταν υποτίθεται
ότι είμαστε δίπλα στο σκοτάδι…
Δεν είναι παράλογο λοιπόν
που η γνώμη την καταδιώκει
που πέρασε την τομή
των αντιπαραθέσεων
και ακμαία…
ζει και το δάνειό της…
Ευπρόσδεκτο…
κι ας φορολογείται βαρέως
για χάρη του!

Κρέμασε σκόρδο πάνω της !

***

Στον τροπικό του Καρκίνου
ανέπνεε…

Η Κλωθώ την εξόρισε
σ’ άλλη διάσταση…
Κρατά το τρίγωνο
και το τεράστειο ομμάτι
διατηρείται… αεικίνητο.
Δεν ξέρει από αρμύρα
ή θολούρα.

Έκτοτε κινείται στον τροπικό
του Αιγόκερου…

***

Κρυψώνες της ειρήνης
Επάλξεις, χαρακώματα
και μια πανώρια Θύρα
να διαπερνά με μάτι φλόγας
εκείνα, του ξένου.

Αλοίθωρα από τη λάμψη
του θεάματος, εκείνα
πασχίζουν να κατανοήσουν
το τραχύ τοπίο.

Ο ξένος έχει την ελπίδα
αμπαρωμένη
στα στηθόκαστρα.
Μετράει τα τοιχεία
αφουγκράζεται τις γέφυρες
που σειούνται στον αγέρα,
και διαπραγματεύεται
με τον Νου
πώς να τα περάσει,
πώς να μαρτυρήσει
τα μυστικά τους.
Θωρακισμένο το θεριό
ψάχνει για άκρα
να πατήσει
να περπατήσει,
να τρέξει…
Όχι από φόβο,
ονειρεύεται να λύσει
τα μάγια
που το κάρφωσαν
στον βράχο.

Δεν ενδιαφέρεται πια
για τον θαυμασμό,
τη ζήλεια
ή την κακία των περαστικών…

***

Ο αδερφός του ήταν ανέκαθεν

αδιάφορος για τη μοίρα του.
Ακόμη κι όταν τον είχε κρεμάσει
στον βράχο ο ‘Βασιλιάς’.
Απαξιούσε λοιπόν
ν’ απαλύνει τη μιζέρια του
όταν τον ‘ταχτοποιούσε’ ο αϊτός.

Κάποια στιγμή μάλιστα
που βαρέθηκε τον ηρωϊσμό του
του φώναξε με μίσος:
‘Ποιος θέλει τέτοια δόξα;
Μόνο οι τρελοί του είδους σου
πιστεύουν πως
με τα βασανιστήριά τους
εισπράτουν την αθανασία!’

***

Σχισμάδα τα μάτια του
απ’ την οργή.
‘Εσύ φταις Θεέ,
εσύ μ’ επλασες
αυτό που είμαι.
Αν ήσουν άγιος,
αν ήσουν καλός,
θα ήμουν όμοιός σου!
Παράτα με λοιπόν,
δε σε φοβάμαι!’
ύβρισε.

***

Κρεμασμένος στο κενό ο Νους
έτοιμος να σπείρει
τα δώρα του, ήταν
κι ύστερα να θερήσει
τον καρπό τους,
χάριν της κάθαρσης.

Μελένια χτένα τιθάσσευε
την κώμη του
και το γλαυκό των ματιών του
όμοια μ’ ατσάλι άστραφτε.
Αλύγιστος γρανίτης
το σώμα του
και τα φτερά του θαλλερά,
άθικτα από τον πύρινο λαίλαπα
που έσπειρε στον κάμπο
της αμαρτίας, ήταν.

Έγραψαν πως ούτε
η αρμύρα κατάφερε
να φέρει πίσω τη ζωή…

***

‘Άπιστη… καταραμένη!’ έκραξε
κι έσυρε λεριασμένο το σπαθί.
Η ψυχή φτερούγισε άτακτα
σκιασμένη στον αιώνα
από την αδικία του,
από τη δυσπιστία του.

Κι εκείνος…
-κύρης της ήταν-
ακόμη την περιφρονεί.
Ούτε που έψαξε ποτέ
να μάθει την αλήθεια.
Πώς θα μπορούσε
ν’ ανατρέψει τώρα πια
το τραγικό γεγονός…
αφού και ο πλάστης του
να τον αλλάξει
δεν μπορεί…
νεκρός κι αυτός,
κι από αιώνες!

Ω, Shakespeare!..

***

Μην ψάχνεις!
Τον είδαν…
-Αστραπή που κάλπαζε ήταν
που περνούσε κρυφά
την Καστρόπορτα-
ο μανδύας του
βιαζόταν
απ’ τον δαιμονισμένο βοριά
και τ’ άτι του
χλιμίντριζε απ’ τον πόνο.

Μην ψάχνεις!
Λάβα ήταν το χνώτο του
και τα σπιρούνια του έλυωναν
την πέτρα και το μέταλλο.
Ο αφρός του ατιού του
παχύ δηλητήριο
κι ο ίδρωτας ποτάμι.

Μην ψάχνεις!
Τον κατάπιε η αφέγγαρη νύχτα.
Και μια λάμια μόνη
στην πετρωμένη ερημιά,
παρακολουθούσε κοκκαλωμένη
από τον τρόμο…
ο σκελετός της έτρεμε
τα κόκκαλά της κροτάλιζαν:

‘Είπα… και λέω
-πάντα θα το λέω…
Μην ψάχνεις!’

***

Στην άλλη όχθη πια
ζυγίζει το πέρασμα:
τα ναύλα
τη βάρκα
τη γέφυρα
το βάρος του.
Το ξέρει,
δεν αξίζει το πισωγύρισμα.
Μεγάλη η φασαρία!
Αποφασίζει λοιπόν
ότι δε θα τον παλέψει
για τίποτα και πουθενά.
Τι σήμερα… τι αύριο!
Και χίλια… νά ‘χε ζήσει
ο χρόνος φθείρεται…
τρώγοντας τον ίδιο
τον εαυτό του… άλλωστε!

***

Ο Ρήγας κύτταξε τρομαγμένος
το κλίμα της τρέλας
της εκδίκησης.
Μα ήταν κάμωμά του!
Ακόμη κι ο Άγγελος
σαν είχε πιεί άθελά του,
είχε μεταμορφωθεί σε τέρας
σαν εκείνους…
Τον είχαν παρασύρει
οι Εύες του Λωτ.

Ο Ρήγας τον είδε,
τ’ αναστημένο
σπλάχνο του
-ήταν και δεν ήταν-
το χέρι του ήταν,
χέρι φονιά ήταν
κι ετοιμαζόταν να πράξει
τα παρόμοια… σ’ εκείνον…
στα Σόδομα και Γόμορα.

***

Το κεντρί της δηλητηρίασε
τα όνειρά τους.

Άλλοτε εκείνος, Αετός,
είχε ψηλοκαβαλλήσει
την τρέλα…
και είχε τολμήσει παιχνίδια
με το βυζομάχαιρο.
Κι εκείνο είχε ζωντανέψει
στα μυαρά χέρια του
κι ανίερο, είχε θερίσει…
Το κεντρί κατόρθωσε
και τ’ απόδιωξε
-ήταν η αγάπη των σπλάχνων της-
‘Φύγε από πάνω μου….
πόσο θα σε κουβαλώ
στα στήθια μου;
Τραβα! Καιρός
να μου φέρεις
και τα παιδιά μου!’
έκραξε αδίστακτα.

***

Αγέρωχοι οι κορμοί
συνομώτησαν
κατά της μοίρας.
Είχαν αποφασίσει
να ξερριζωθούν,
να φύγουν
να βαδίσουν
να φυλαχτούν
να γνωρίσουν…
Μην το μάθει μόνο
ο εχθρός τους μισερός,
πριν από τη μαζική τους
μετανάστευση.

***

Την κάρφωσε προσεκτικά
στον έβενο, δίπλα στον αυγερινό
που μόλις είχε προβάλλει.
Μόλις προλάβαινε…
Η νύχτα έφευγε κυνηγημένη
από το φως πού κάλπαζε…
Βιαζόταν να τους παντρέψει
πριν να τον πυρπολήσει
η φωτιά του Απόλλωνα!
Τι καταλάβαινε από έρωτες
κι αμαρτίες ετούτος!
Ήταν μόνο Θεός!

***

Ήταν ρίζα τετραγώνου…
Μπέρδεμα προμήνυε
η κίνησή της…
Είχε προστρέξει στον Νόμο
για τα δίκαιά της…

‘Η ρίζα του είμαι…
με πέταξαν όμως παράμερα.
Δεν είχα γρόσια
να το κρατήσω!
Είσαι ο Νόμος…
Βοήθα να γυρίσω
στη θέση μου!’
δήλωσε
και το σύννεφο που σηκώθηκε
αντάριασε το Δικαστήριο…

Μα ποιοι ήταν οι εκβιαστές;
‘ποιοι άλλοι
παρά οι τελώνες
και οι φαρισσαίοι!’

***

Κάτσε να δεις…
η κουκαμπάρα
θα γελάσει με
το μακάβριο αστείο…
Ποιος είδε ψύλλο
να παντρεύεται αράχνη;
Αυτή το μόνο που κατέχει
είναι…
να εμπλέκει τους εραστές της
και ύστερα
να τους καταβροχθίζει!..

Δύο φορές χορταμένη,
δύο φορές ένοχη,
πλάσμα του Θεού κι αν είναι.

***

Οι νότες κυττάχτηκαν.
Τα χέρια, άγουρα, νια…
χαρισματικά ήταν…
Πού είχαν μάθει
να χαϊδεύουν…
να τιθασσεύουν…
με τέτοια εμπειρία,
με πάθος ερωτικό,
ωριμότητας…

Ναι, έτσι ξαφνικά,
δημιουργήθηκε η σχέση,
και συντελέστηκε το θαύμα.
Τα λάτρεψαν
εκείνα τα χέρια
τους δόθηκαν!
Μαζί μάγευαν.

Τα χέρια τιθάσσευαν
ανάσταιναν…
παρήγαν μελωδία
που σαγήνευε
που γεννούσε
συναισθήματα,
έξαρση και οίστρο
επανάστασης
ηρωϊσμού
αυτοθυσίας…

Χέρια…
του μυαλού
και της ψυχής…
Χέρια…

***

Η ανθισμένη κερασιά μίλησε
με το ρόδινο φουστάνι της.

Στο πάρτυ της
είχε μεθύσει το μελισσάκι
κι εκείνη ευτυχισμένη
-θα γινόταν μυριομάνα-
άφησε τ’ ανθοπέταλά της
να γλυστρήσουν…
στο πράσινο της μάνας της…
αιώνια ελπίδα του αύριο.

Ρόδια, κεράσια, βύσσινα
Όλα τα όμορφα παιδιά
στη χοάνη της ευδοκίμησης!

***

Ανάγκη ορμής
ανέβασε την πίεσή της…

Το αίμα της φούσκωσε
τις σήραγγες της ζωής,
κι έτσι πλημμύρισε
ο κάμπος…
Ακόμη τώρα συζητιέται
η πλημμύρα.
Τα είχε πνίξει όλα!

Η Κιβωτός δεν ήταν
σ’ ετοιμότητα
ώστε να σώσει
έστω και κάποια
σκονίδια ζωής….

***

Παιδί κι αν είναι
ξέρει για τη μαγεία
της αθωότητας.
Δική του κι αν είναι
του την κλέβουν,
την διασύρουν
την καταπατούν
την δολοφονούν
οι κοινωνίες
όπου κι αν ζει…
κι ας κραυγάζουν
μέσα από εκκωφαντικές
εκστρατείες
για τη σωτηρία του
από τα μύρια δεινά,
που όμως ευλογούν.

***

Το φωτοστέφανο
έπλεε προσεκτικά.
Κάποτε πλησίασε,
ακούμπησε απαλά
στην κεφαλή του.
Το κύτταξε παραξενεμένος.
Δεν καταλάβαινε τον λόγο.
Ήξερε πως εκείνο
Αγγέλους μόνο
καταδεχόταν.
Ήταν δυνατόν
να είχαν χειροτερέψει
τόσο πολύ οι γύρω του;

***

Πόρνη την ανέβαζαν…
πόρνη την κατέβαζαν
εκείνες που, από πρώτο χέρι,
κατείχαν
τα του ‘λειτουργήματος’.

Πέταξαν λοιπόν
τον πρώτο λίθο
εναντίον της!
Μισούσαν κάθε τι
που τις εκπροσωπούσε,
πάντα όμως κρατούσαν
μάτια κι’ αυτιά στραμμένα
στο πίσω σακκί….

***

I. Σβήσε το φως…
ο δρόμος με τα μαγαζιά
που υποθάλπουν
τη θανάσιμη τρέλα,
καταλήγει στη θάλασσα
δίπλα στον ‘τουριστικό’

πλακόστρωτο δρομίσκο.

Pataya! Pataya! Pataya!

Τα κόκκινα φανάρια του
και σβηστά ακόμη,
λάμπουν ανάμεσα
στα πεζούλια,
δίπλα στο πλακόστρωτο
των δρομίσκων,
στ’ αγαλματάκια
αθώων παιδιών,
στους μικροσκοπικούς
ναΐσκους του Βούδα
τους φορτωμένους
μ’ εξωτικά φρούτα…
γι’ αλαφροΐσκιωτους monks…
Η πύρινη λάμψη τους
τορπιλίζει πάθη,
μεταμορφώνεται
σε γλώσσες δαίμονα
φωλιάζει στις ματιές
των πεινασμένων κοριτσιών…
γλύφει την υπόληψη,
την περηφάνεια
γεννά χαμηλά ένστικτα…
για την τροφή, το νοίκι,
το στολίδι, το φτιασίδι…

Στη δύση του κάματου,
στην παραλιακή ζώνη
εκεί, όπου λήγει ο δρόμος
με τα κόκκινα φανάρια,
τ’ απόκρυφα γίνονται φανερά.

Ξέχνα τον παράδεισο…
έναν παράδεισο
που τρέφει τους τουρίστες
με φαγητά αμφίβολης
θρεπτικής αξίας,
τους φτωχούς με coconuts,
και το ισχνό πορτοφόλι
των κοριτσιών
με τα δολλάρια
Ευρωπαίων γερόντων
αγοραίων εραστών
των διακοπών!

Pataya! Pataya!

Ω, Pataya!

***

II. Το νησί το φτάσαμε επιτέλους…
Το πλοιάριο διαλυόταν
κάθε πού ‘γδερνε τον αφρό
ή ο αφρός εκείνο
κι αντιστεκόταν λυσσαλέο.

Το νησί το φτάσαμε…
Και η άμμος αλλιώτικη
λες κι άρρωστη.

Το νησί το φτάσαμε
και πολυθρόνες
αραδιασμένες,
βρώμικες, τιμωρημένες
από τα στοιχειά της φύσης
κι από τ’ ατέλειωτα
γυμνά σώματα
ξαλμυρισμένα από τον ίδρωτα
και τ’ αντιηλιακά…
Κι απάνωθέ τους
-για να προστατεύονται-
τεράστιες ομπρέλες
ν’ αντιστέκονται
εξίσου δαρμένες
απ’ την αρμύρα ανέμων,
που αέναα γλύφουν τον αφρό
της ανατολίτικης θάλασσας.

‘Φτάσαμε!’ ιδού το νησί
ανάμεσα στα άλλα…
μια ανταριά, μια ερημιά,
ένα ρέμπελο πράσινο καπέλο
στην χαμηλή κορφή του
και μια κορδέλα άμμου
δίπλα σ’ απρόσωπα
ξενοδοχεία του…
Απέναντι…
κοντά-μακρυά…
κι αόρατο πια…
το Pataya!

***

III. Το πλεούμενο, ξεκίνησε
χωρίς κανένα φως,
τη στιγμή που ο ήλιος
μας καληνύχτιζε
κι εμείς εκείνο,
και το νησί το έρημο,
το φαινομενικά γεμάτο…

Tρέχαμε με την ίδια μανία
όπως στον ερχομό μας…
αυτή τη φορά
για να συναντήσουμε
το σκοτάδι.
Μόνο που τώρα μας πέδευε
αλλιώτικη, αγωνιώδης
μια προσδοκία
ή μήπως κι ήταν προσευχή
στους κύρηδες που φούσκωναν
το κύμα της αφέγγαρης ώρας.

Πώς και πώς
θα την πιάσουμε,
αχ, τη στεριά,
πώς και πώς
θα προσαράξουμε
το δαρμένο σκάφος
στον φιλόξενο
-σίγουρα πια-
όρμο της Pataya;

***

Πέρασε μπροστά μου…
Τό ‘να του μπράτσο έσφιγγε
υδροχόη
τ’ άλλο του τελείωνε
σε μπρούτζινο λαγίνι.

Σπονδή πήγαινε να κάνει
και τρισάγιο,
να ξεβασκάνει το μάτι
που πανούργο επισκοπούσε
τ’ αλλόφρονα βήματά του
γύρω από το λείψανο
βασανισμένης μυρτιάς
που μάταια την στεφάνωνε
κλαίουσα
η απέρριτη δάφνη.

Μέρα μεσημέρι
ο ήλιος χρύσιζε τη λίμνη
την έφτιαχνε
ηλιόλουστο καθρέφτη.

***

Μέρα μεσημέρι και
τα νούφαρα ξεκόρμισαν
φτεροκόπησαν απάνωθέ της.
Περιστέρια θες,
πεταλούδες πες
στροβίλισαν μεθυσμένα
λυκνίστηκαν σ’ ερωτικό χορό,
για την αγάπη…
για την αθανασία…

Μαγεύτηκε ο ‘τρελός’
και τά ‘φτασε στους άλλους,
που μέτρησαν λόγια οίκτου:
‘Αλαφροΐσκιωτος,
ο κακομοίρης!’
‘Κείνο το βράδυ ήταν,
που τα νούφαρα
αγάπησαν τον ‘τρελό’
και πέταξαν κοντά του.
Τον χάϊδεψαν, τον φίλησαν,
κι αβρά τα πέταλά τους,
σκέπασαν και νανούρισάν τον…

Η αυγή ‘ταν πού ‘φερε
τους περίεργους κοντά του.
Ήταν στ’ αλήθεια όμορφος
‘ο τρελός μας’
-γαμπρός ντυμένος
στα τόσα νουφαροπέταλα!-
να κύτταζει με έκσταση
τον γαλάζιο αιθέρα…
της αισιοδοξίας αποπαίδι!

***

I. Τα ποδήλατα άπλωσαν
φτερά…
Πέταξαν πάνω
από τα παλιά διώρροφα,
του Κάστρου
πάνω από
την πρασινισμένη λίμνη…
σκαρφάλωναν στον ουρανό.

Δεν χωρούσαν στην πόλη
με τους στενούς δρόμους
με τον συνωστισμό
παντός είδους…
με τον τρελό ανταγωνισμό
της μηχανής
που προσφέρει την άνεση
μ’ αντίτιμο τη μόλυνση
του δηλητηρίου…

***

II. Τα φιλιά φτεροκόπησαν…
Ταξίδευαν από το Ίλιον
προς την Ιθάκη…

Πέταξαν πάνω από θάλασσες
πάνω από πολιτείες
κι έφτασαν σε Κάστρο…
σε λίμνη στοιχειωμένη…
λατρεμένη…

Στην Ιθάκη πια
τα φτερωτά ποδήλατα
του καλλιτέχνη,
τ’ ακολούθησαν μαγεμένα.
Φιλιά, φτερά, ποδήλατα…
προσγειώθηκαν
κάπου κοντά στη λίμνη
της Κυράς…
να πάρουν την ανάσα…

Τ’ όνειρο αναστήθηκε
και ξάπλωσε στη χάρτα
το παραμύθι
του νεκρού, τώρα πια,
καλλιτέχνη
και της ξένης ποιήτριας
από το Ίλιο
που λάτρευε την Ιθάκη της!

Στον Γιαννιώτη ζωγράφο Βασίλη Καζάκο
και στη μνήμη των παιδικών μας χρόνων…
«Χωρίς τους ακαδημαϊκούς τίτλους σου, τώρα πια…»

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...