ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ – ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΝΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Απόσπασμα από την Διδακτορική μου Διατριβή: Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ (The Presence of Women in Kazantzakis’ Theatre Plays) / © Δρ Πιπίνα Δ. Έλλη (Dr Pipina D. Elles)
Εισαγωγή
Για την κατανόηση των ιδιαζόντων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του Ν. Καζαντζάκη, και την ερμηνεία των απόψεών του έναντι της γυναίκας στην ζωή του, και της γυναίκας μύθου στα θεατρικά του και παρεπιπτόντως στα λοιπά έργα του, καλό είναι να εξεταστούν οι απόψεις άλλων συγγραφέων και διανοουμένων σε σχέση με την γυναίκα εντός και εκτός Ελλάδας, από το παρελθόν και ως την εποχή του Καζαντζάκη (βίοι παράλληλοι προς τον δικό του) για τον ίδιο λόγο. Στην πορεία ετούτου του πονήματος, διαπιστώνεται ότι ο Ν. Καζαντζάκης σκέπτεται, ενεργεί και γράφει, υπό την επήρεια του κοινωνικού, πολιτικού, οικονομικού και πνευματικού πλαισίου εντός του οποίου ζει, και ότι η εν γένει στάση του έναντι της γυναίκας, στην ζωή και στο έργο του, αντικατοπτρίζουν ποσοστιαία τουλάχιστον, ετούτο το πλαίσιο. Καθώς τα παρόμοια ισχύουν και για τους άλλους συγγραφείς ή διανοούμενους, η μελέτη των έργων μερικών μόνο από αυτούς (Ελλήνων, Ευρωπαίων, Ρώσσων, Αμερικανών), συνδράμει τους μελετητές του στην ανάλυση και κατανόηση των ιστορικών, πολιτικών ή κοινωνικών φαινομένων στην δοθείσα χρονική περίοδο.
Όταν ο Καζαντζάκης καταπιάνεται με την μελέτη ή και την μετάφραση έργων της κλασσικής Ελληνικής Γραμματολογίας (αρχίζοντας από τον Ησίοδο, Όμηρο, Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, τους Έλληνες τραγικούς Αισχύλο , Ευριπίδη, και Σοφοκλή, συνεχίζοντας με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη), με την αντίστοιχη νεώτερη (Ελληνική Δημώδη Ποίηση, ή τους νεότερους εκπροσώπους των Γραμμάτων όπως τον Σ. Μυριβήλη, τον Γ. Ψυχάρη, τον Μακρυγιάννη και άλλους) και οπωσδήποτε με την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή Γραμματολογία, και τους εκπροσώπους της (όπως ετούτοι καταγράφησαν σε προηγούμενα κεφάλαια), διαπιστώνεται ότι ο Καζαντζάκης υπολογίζει και αξιολογεί το έργο τους, και από αυτό υιοθετεί στον λόγο του κάποια στοιχεία που τον εκφράζουν. Οι επιδράσεις των κυρίαρχων φιλοσοφικών ρευμάτων και των εκπροσώπων τους, στην Ευρώπη της εποχής του, όπου αναλώνει μεγάλο μέρος της ζωής του, αποτυπώνονται έντονα κάποτε στο έργο του, κυρίως στα θεατρικά του και παρά το γεγονός, ότι ακολουθεί μία ξεχωριστή, δική του πορεία στον κόσμο της δημιουργίας. Οι σπουδές του στην Ευρώπη αρχικά και αργότερα η ιδιότητα του δημοσιογράφου της εφημερίδας, Η Καθημερινή, του επιτρέπουν να ταξιδέψει εκτεταμένα εκτός Ελλάδος, να ερευνήσει, να καταγράψει την ιστορία (τον αφορά ιδιαίτερα η ιστορία και η πνευματική κίνηση και οι εκπρόσωποί της), το κοινωνικό -πολιτικό – οικονομικό επίπεδο, στους χώρους της αποστολής του, καθώς έρχεται σε επαφή με πρόσωπα της επικαιρότητας, αξιωματούχους, πολιτικούς, ευγενείς “δια κληρονομικότητας” και ευγενείς του πνεύματος και της τέχνης. Ο Καζαντζάκης τρέφει ιδιαίτερο σεβασμό στην όποιας μορφής δύναμη του ανθρώπου και ιδιαίτερα στον επίμονο αγώνα του να φτάσει εκεί που μπορεί, και από αυτήν την θέση, χρησιμοποιεί τις γνωριμίες του για να υποστηρίξει το άτομό του σε πολλές και διαφορετικές περιστάσεις, στις μακροχρόνιες ανάγκες της θητείας του, ως συγγραφέας και διανοούμενος. Επιδιώκει την δύναμη και την επιρροή, στοιχεία απαραίτητα για την ανάδειξή του στους πνευματικούς κύκλους μάλλον, παρά στα αξιώματα, στα οποία κατά καιρούς ανέρχεται, καθώς όχι μόνο δεν τον εκφράζουν, αλλά ως χρονοβόρα, αναλώνουν μεγάλο μέρος από τον πολύτιμο χρόνο, που χρειάζεται για την υψηλή, πνευματική δημιουργικότητά του. Επίμονος και ακούραστος εργάτης του γραπτού λόγου, επιτυγχάνει τους στόχους του και το συγγραφικό έργο του αναγνωρίζεται στην Ευρώπη και πέραν αυτής, ενόσω ζει.
Στη διατριβή ετούτη έχει εμπεριστατωθεί, ότι ο Καζαντζάκης εκτιμά την γυναίκα ως φίλη που τον σέβεται, τον αγαπά και τον εξυπηρετεί, παρόμοια όπως συμβαίνει και με τους άρρενες φίλους του. Αν και στα έργα του, είναι ελάχιστοι οι αντρικοί χαρακτήρες που παραλληλίζονται με την γυναίκα, η εικόνα που σχηματίζεται είναι, ότι ο ποιητής συχνά ξεχωρίζει τους ανθρώπους για την δύναμη του χαρακτήρα τους, και άσχετα με το φύλο τους. Στον θεατρικό λόγο του Καζαντζάκη διαπιστώνεται ότι όταν ο άνθρωπος δεν κατέχεται από πνευματικές ανησυχίες και κατευθύνσεις, αν δεν μοιάζει με τον διονυσιακό Ζορμπά, θεωρείται ‘‘χωμάτινος’’, όπως ο Επιμηθέας, στην Τριλογία Προμηθέας. Είναι βέβαιο ότι τους ξεχωρίζει για το πνευματικό τους επίπεδο, την εξυπνάδα τους, την κοινωνική-οικονομική τους θέση και την δύναμή τους, καθώς η επιτυχία οφείλεται στην δυναμική ικανότητα του ανθρώπου, στην αποφασιστικότητα, στον ειδικό τρόπο ζωής και στις θυσίες του. Ακόμα και όταν η δύναμη κληροδοτείται, ως συνέπεια διαδοχής, απαιτεί την ικανότητα εκείνου που την κληρονομά, για να διατηρηθεί. Στο δράμα Χριστόφορος Κολόμβος, για παράδειγμα, η βασίλισσα Ισαβέλλα ως κάτοχος του θρόνου της Ισπανίας, οφείλει να διαθέτει ικανότητες αντίστοιχες του ύψους της κοινωνικής θέσης που της κληροδοτήθηκε. Παρά ταύτα ο Χ. Κολόμβος είναι η άλλη, η αντρική δύναμη που κατευθύνει τις αποφάσεις της της βασίλισσας. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι η γυναίκα-μύθος του Καζαντζάκη, άσχετα με το επίπεδό της: απλή, δυναμική, ή διανοούμενη, εξαρτάται κατά κανόνα από την βούληση του άντρα. Διαπιστώνεται επίσης ότι πέρα από το περίγραμμα της δύναμης μέσω κληρονομικότητας, ο ρόλος της παρουσιάζεται ελάχιστα ιεραρχικός, και στο οικογενειακό περιβάλλον, είναι κυρίως οργανικός και ότι ετούτο επιτυγχάνεται μέχρι ενός σημείου, με τον γάμο και την μητρότητα και κορυφώνεται στην περίοδο του γήρατος. Διαπιστώνεται ότι ο Καζαντζάκης που υιοθετεί μία πορεία σκληρής πειθαρχίας στην ζωή του για την επίτευξη των πνευματικών στόχων του, πλάθει τους ήρωες του με μοντέλο τον εαυτό του. Τους παρουσιάζει απάνθρωπους, αδίστακτους, αποφασισμένους να επιβάλλουν με τον ηρωισμό τους, ιδιότητες και στόχους που συνθέτουν την συνταγή για την επίτευξη της αθανασίας. Προέρχονται από τον διεθνή κατάλογο προσωπικοτήτων, κατέχουν ανώτατα αξιώματα, είναι εκπρόσωποι-αρχηγοί θρησκείας, ήρωες-επαναστάτες, τολμηροί εξερευνητές, ήρωες της ελληνικής μυθολογίας, της αρχαιοελληνικής ιστορίας, βασιλείς του Βυζαντίου, κυβερνήτες του νεοσύστατου νεοελληνικού κράτους. Οι γυναίκες ‘‘του’’, βασίλισσες, αρχόντισσες, γυναίκες του λαού, δούλες στις αυλές των αρχόντων ή πόρνες, κατώτερες των ηρώων του, εξυπηρετούν την φύση τους, που ορίζεται από την δυναμική της διαιώνισης του ανθρώπου. Με το ταπεινό προφίλ τους, αποτελούν τον πυρήνα της διάκρισης, υπογράμμισης της προσωπικότητας των ηρώων του και τον τίτλο του μάρτυρος. Ο αμόρφωτος, βωμολόχος ήρωας του Καζαντζάκη, στο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, υπαρξιστής και ήρωας-ψυχή, με την δικαιολογία ότι η ζωή είναι πρόσκαιρη και δε χρειάζεται να την παίρνει κανείς στα σοβαρά, όχι μόνο δεν καταδικάζεται για τις καταχρήσεις του, αλλά παρουσιάζεται να επιχειρεί επιπλέον να πείσει τον νεαρό διανοούμενο του μυθιστορήματος (τον συγγραφέα) και τους αναγνώστες του, για την ορθότητα της φιλοσοφίας του. Ο διονυσιακός ήρωας Ζορμπάς, εκπροσωπεί την Ύπαρξη και την Φύση και ο νεαρός συνεταίρος του ή ο συγγραφέας, διανοούμενος, τον Λόγο και την Ουσία. Ως τέτοιος ο Ζορμπάς κηρύσσει ελεύθερα τις απόψεις του για την γυναίκα. Θεωρεί ότι είναι όργανο ικανοποίησης του άρρενος, ένα κακόμοιρο πλάσμα, που χωρίς τον άντρα, ούτε να ζήσει μπορεί, αλλά ούτε να λειτουργήσει σαν ανεξάρτητη μονάδα. Την συχαίνεται, την ίδια στιγμή που την αγαπάει, και έτσι εκπληρώνει την αποστολή του ως μέλος της κοινωνίας στην οποία ζει .
Η θέση της Γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα
Στην προϊστορική περίοδο, η γυναίκα διαδραματίζει διαφορετικό ρόλο. Χαίρει τιμών ως μητέρα, συγκρινόμενη με την Γη ή με την φύση, μέσα από το θρησκευτικό σύστημα. Η εξουσία λοιπόν κατευθύνεται από την μητριαρχική τάξη των πραγμάτων. Στην ελληνική κοινωνία, ακόμη και στην μεταομηρική περίοδο, επικρατεί η εύνοια προς την Δήμητρα, μητέρα της Γης και οι γυναίκες ως μητέρες, τοποθετούνται ευνοϊκά. Ακολουθεί η περίοδος της υπερίσχυσης των εννοιών Θεός και Αγαθό και η θέση των γυναικών ως προστατευμένου φύλου, αλλοιώνεται. Κατά την ελληνική μυθολογία, η πάλη των Θεών, του Ποσειδώνα και της Αθηνάς, ακολουθείται από την ισοτιμία των φύλων που αργότερα χωλαίνει . Παρατηρείται επίσης ότι οι πόλεις-κράτη, φέρουν διαφορετικές αντιλήψεις για την γυναίκα. Στην Σπάρτη αποδίδεται μεγάλη σημασία στην παραγωγικότητα της γυναίκας, γι’ αυτό όταν οι γυναίκες δεν αποκτούν παιδιά, αποπέμπονται από τον σύζυγό τους. Στην Αθήνα, την εποχή του Αλκιβιάδη, ισχύει ο θεσμός της προίκας και όταν ένας πατέρας δεν προικίζει την θυγατέρα του, ετούτη εκλαμβάνεται ως νόθο παιδί. Στην Αθήνα των κλασσικών χρόνων η οικογένεια μοιάζει περισσότερο με την οικογενειακή μονάδα των ημερών μας. Ο Έλληνας της αρχαιότητας χαρακτηρίζεται ηπιώτερος από τον αισθησιακό Ανατολίτη, που αργότερα συντηρεί χαρέμι ή από τον Ρωμαίο που φέρεται ως ο σκληρός αρχηγός της οικογένειας. Η γυναίκα προστατεύεται μέχρι τα πενήντα χρόνια της και κυκλοφορεί με την συνοδεία κάποιου, της δούλας της, για παράδειγμα. Μετά το πεντηκοστό έτος της κυκλοφορεί ελεύθερα. Ως νέα, σύζυγος, διαζευγμένη ή χήρα, σε πολλές περιπτώσεις παραμένει αιώνια “ανήλικη” καθώς δε χαίρει αντρικής προστασίας. Συχνά η γυναίκα επιδεικνύει επιβολή εντός ή εκτός σπιτιού, κάποτε μάλιστα και αυθαιρεσία. Το καθεστώς της “σανδαλοκρατίας”, που μας δίνουν τα αγγεία με αστείες εικονογραφήσεις, εκτεινόταν από τα παιδιά και τους σκλάβους, ως τον “ψευτοάρχοντα και κύριο”, γράφει ο Πλάτων και στα παραδείγματα που αναφέρει, συμπεριλαμβάνει την συμπεριφορά των γυναικών που συνοδεύουν την Λυσιστράτη ή το παράδειγμα της Ξανθίππης του Σωκράτη. Μέσα από τους Διαλόγους του και τους Νόμους, ο Πλάτων, γνωστοποιεί πίστεις, απόψεις και νόμους της εποχής του για την γυναίκα. Συνιστά μάλιστα στους ανθρώπους να προσέχουν την Γη, την φυσική τους μητέρα, περισσότερο από τα παιδιά τους, καθώς αυτή είναι Θεά και βασίλισσά τους και οι ίδιοι, οι αγνοί της υπήκοοι. Κοινοποιεί ότι κατά τον αθηναϊκό νόμο, η γυναίκα δεν συμμετέχει στα θέματα διανομής της κληρονομιάς, ούτε στην τοποθέτηση των παιδιών της, στην οικογένεια . Στο VΙ βιβλίο των Νόμων καταγράφεται αντίδραση άρρενος για την ευνοϊκά κείμενη νομική θέση της γυναίκας, στην Αθηναϊκή κοινωνία.
Η μετατόπιση από το μητριαρχικό σύστημα στο πατριαρχικό, επιτελείται στην Κρητική-Μινωϊκή περίοδο, σύμφωνα με τον Όμηρο , τον Ησίοδο , και αργότερα σύμφωνα με τους Έλληνες τραγωδούς, τον Σοφοκλή στα έργα του: Αντιγόνη και Ηλέκτρα , τον Ευριπίδη στα έργα του, Εκάβη, Άλκηστις , Τρωάδες, Φαίδρα, Μήδεια -ως θύμα, θύτη και εκδικήτρια γυναίκα- Ελένη (του Τρωϊκού πολέμου). Για τον σημαντικό τραγωδό Ευριπίδη , οι αρχαίοι Έλληνες, πίστευαν ότι ήταν ένας σκυθρωπός ερημίτης. Στις ιστορίες τους, φέρεται να διατηρεί μακριά γενειάδα και να ζει απομονωμένος σε σπηλιά της Σαλαμίνας, που παρέχει θαλάσσια θέα. Επικρατούσε επιπλέον η αντίληψη ότι ο μεγάλος τραγικός μισούσε την κοινωνία, ότι ολημερίς σκεφτόταν και έγραφε, είχε πολλά βιβλία και απεχθανόταν οτιδήποτε δεν ήταν μέγα ή υψηλό. Δεν του άρεσαν οι γυναίκες, γιατί θεωρούσε ότι δεν μπορούσαν να πλησιάσουν το αίτημά του για το φύλο τους. Στις τραγωδίες του ωστόσο, ο σημερινός μελετητής, ανακαλύπτει ότι η κοινωνία του Ευριπίδη επικεντρώνεται στην γυναίκα , την οποία περιβάλλει με αίγλη και ανωτερότητα ακόμη και όταν διαπράττει παρανομίες. Οι ηρωΐδες του: Μήδεια, Άλκηστις, Τρωάδες, Ελένη, Ανδρομάχη, Βάκχες, Εκάβη, Ιφιγένεια (στην τραγωδία του Ιφιγένεια εν Ταύροις), διακρίνονται για την δικαιολογημένη εκδικητικότητά τους -όπου υπάρχει-, για το ήθος τους, την δυναμικότητα και τον ηρωϊσμό τους, εντός της ανδροκρατούμενης κοινωνίας και την αντιμετώπισή της, με αξιοπρέπεια.
Οι προσπάθειες του Αριστοφάνη, να υποστηριχτούν οι γυναίκες στην Αθηναϊκή κοινωνία, όπως ήταν φυσικό, προσέκρουσαν στο παραδοσιακό της υπόβαθρο. Με τις κωμωδίες του επιχείρησε να επικοινωνήσει ότι οι γυναίκες είναι ικανές και ισότιμες με τον άντρα ως προς την ευστροφία του πνεύματος και στο θάρρος. Στο έργο του Εκκλησιάζουσαι μερικές Αθηναίες με αρχηγό την Πραξαγόρα, αποφασίζουν να εκπροσωπίσουν τις γυναίκες των Αθηνών στην Βουλή. Είναι βέβαιες ότι μπορούν να κυβερνήσουν ακόμη και την πολιτεία τους, “εφόσον αυτές είναι επιτέλους οι διαχειρίστριες της οικονομίας στην οικογένεια, από αυτές εξαρτώνται οι άντρες συναισθηματικά και σεξουαλικά, και αυτές γεννούν τα παιδιά τους, μεταξύ πολλών άλλων” . Στην Λυσιστράτη , ο Αριστοφάνης διακωμωδεί την ανάμειξη της φεμινίστριας Αθηναίας στην πολιτική και την προσπάθειά της να αφυπνίσει τις εκπροσώπους του φύλου της ακόμη και στην Σπάρτη, που επίσης ελληνικό κράτος, αντιμάχεται την πατρίδα της, Αθήνα, στο γνωστό Πενηντακονταετή Πόλεμο. Θα αναφερθεί εδώ και ο τίτλος της γυναίκας ‘‘εταίρας’’ στην Αθήνα της κλασσικής περιόδου, που αφορούσε ως τίτλος πλούσιες, κοσμικές και διανοούμενες γυναίκες. Ο Σωκράτης στον διάλογό του με την Θεοδότη εξομοιώνει το επάγγελμα της πόρνης με κάθε άλλη επαγγελματική ενασχόληση. Την λέξη την συναντούμε επίσης στο Βυζαντινό Λεξικό Σουΐδα του 10ου αι., που δίνει τον ορισμό του ουσιαστικού ‘εταίρα’ και επιπλέον κατονομάζει κάποιες Εταίρες της Κορίνθου -‘‘Κορίνθιαι’’-, όπως τις αποκαλεί. Στο Συμπόσιο, αναδύεται ως πνευματικά καλλιεργημένη μέσα από την διαλεκτική, μία σοφή θηλυκή παρουσία, η Διοτίμα .
Καταγράφεται λοιπόν ότι στους τελευταίους πέντε αιώνες π. Χ., γίνεται μία πιστοποίηση της παρουσίας γυναικών στην υψηλή σφαίρα της νοημοσύνης, χώρο που ανήκει πρωτίστως στον άντρα. Στον Φαίδρο, ο Σωκράτης αναφέρεται στην θεία τιμωρία του Στησίχορου -γιου του Εύφημου, στιχοποιού και φιλοσόφου-, επειδή είχε διασύρει την ωραία Ελένη. Ο ποιητής εξαγνίζεται και επανευρίσκει την όρασή του, μόνο όταν κάνει την ακόλουθη δήλωση μετανοίας: “Είναι εσφαλμένος εκείνος ο λόγος μου -η αλήθεια είναι ότι δεν επιβιβάστηκαν στα πλοία, ούτε ποτέ πήγαν στα τείχη της Τροίας” . Στον Θεαίτητο ωστόσο, ο Σωκράτης υποβαθμίζει τον ρόλο της μαμής που συμπαραστέκεται την γυναίκα, στον τοκετό, όταν υποστηρίζει ότι οι γυναίκες φέρνουν στον κόσμο παιδιά, που δεν είναι άλλοτε αληθινά και άλλοτε ψεύτικα, ώστε να καθίσταται δύσκολο να ξεχωρίζουν τα δεύτερα από τα πρώτα. Αντίθετα ο δικός του ρόλος, αν και παρόμοιου με εκείνον της μαμής, διαφέρει, γιατί δεν συμπαραστέκεται τα σώματα ανθρώπων -των αντρών εδώ-, αλλά τις ψυχές εκείνων που εγκυμονούν πνευματικά. Υποστηρίζει ότι η επιτυχία της τέχνης του έγκειται στην εξονυχιστική εξέταση: αν η σκέψη που ο νους του νέου προβάλλει, είναι ψευδές είδωλο ή αν είναι ευγενής και αληθινή γέννηση του νεανικού του νου. Ο τοκετός για την διαιώνιση του ανθρώπου περνά σε δεύτερη μοίρα, και εξυψώνεται ο τοκετός των προϊόντων της ψυχής και του Νου, πίστη που υιοθετείται και από τον Ν. Καζαντζάκη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η βιογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο έργο του Πλούταρχου Βίοι Παράλληλοι, όπου καταγράφεται η άμεμπτη συμπεριφορά του Μεγάλου Μακεδόνα προς τις γυναίκες της οικογενείας του ηττηθέντος Δαρείου, την μητέρα του, την γυναίκα του και τις δύο θυγατέρες του. Η συμπεριφορά του Μεγάλου Αλεξάνδρου υπογραμμίζει την αναβάθμιση της θέσης της γυναίκας, επί της βασιλείας του.
Με την ενθάρρυνση του συμβουλάτορά του Παρμενίωνα , ο Αλέξανδρος, συνδέεται με την Βαρσίνη, θυγατέρα του Αρτάβαζου και χήρα του Μέμνονα.
Στην Ελλάδα του 19ου και 20ου αιώνα
Η εκστρατεία του Ελληνικού Τύπου για τα δικαιώματα της γυναίκας: Ήδη το 1866 ο Αθηναίος Πάνος Δ. Ηλιόπουλος, εκδότης του γυναικείου περιοδικού Άρτεμις, είναι ένας από τους υποστηρικτές των δικαιωμάτων της γυναίκας, της οποίας την ελευθερία θεωρεί απαραίτητο παράγοντα για την πρόοδο της κοινωνίας. Το 1867 παρουσιάζεται ένα ακόμη περιοδικό Η Θάλεια, που εκδίδει η Πηνελόπη Λαζαρίδου και την περίοδο 1897-1898 το γυναικείο περιοδικό Η Οικογένεια με διευθύνουσα την Άννα Σερουίτου, δίπλα σε άλλες εκδόσεις .
Το 1887 κάνει την εμφάνισή της στην Ελλάδα η Εφημερίς των Κυριών υπό την διεύθυνση της Καλλιρόης Παρρέν και αποτελεί την πρώτη εφημερίδα για την χειραφέτηση των γυναικών, όπως πληροφορεί η Ε.Βαρίκα. “Η Εφημερίς των Κυριών” αποτελεί το διαβατήριο της γυναίκας της εποχής, καθώς εδώ διατυπώνονται ποικίλες γνώμες, απόψεις και θέσεις διανοουμένων ή μη, γυναικών, που αφορούν τους γυναικείους προβληματισμούς και προτείνουν λύσεις . Η εφημερίδα που έχει “οργανικούς δεσμούς” με τον διεθνή φεμινισμό, κυκλοφορεί ως το 1908. Αφορά την γυναίκα της ελληνικής κοινωνίας, και η Βαρίκα πιστεύει ότι δεν είναι προϊόν μίμησης των φεμινιστικών κινημάτων της Ευρώπης ή της Αμερικής, όπως υποστήριξαν μερικοί Έλληνες διανοούμενοι και αναφέρει τον Ε. Ροΐδη στο κείμενό του: Αι γράφουσαι Ελληνίδες , όπου ο συγγραφέας υποστηρίζει την έλλειψη πραγματικής αιτίας, για την αντίδραση των γυναικών στην ελληνική κοινωνία.
Οι νεώτεροι Έλληνες συγγραφείς και η γυναίκα
Και από την πρόοδο στον τομέα της πληροφόρησης μέσω των μέσων ενημέρωσης ερχόμαστε στους νεότερους Έλληνες συγγραφείς τον 19ο και 20ο αιώνα. Σπουδαίες είναι οι άποψεις-μαρτυρίες των συγγραφέων για την σχέση των φύλων, στο ελληνορθόδοξο κοινωνικό και πολιτικό-οικονομικό περιβάλλον των νεωτέρων χρόνων. Στην εκάστοτε ιστορική περίοδο, ο χριστιανισμός και η εκκλησία του διαδραμάτισαν αρνητικό ρόλο έναντι της γυναίκας. Ακόμη και ο κυριότερος εκπρόσωπός της, ο Χριστός, διαψεύστηκε και παραμερίστηκε από την Εκκλησία, όταν οι άγιοι Πατέρες της φτάνοντας στα άκρα του ασκητισμού, καταφέρθηκαν εναντίον της, προστατεύοντας πρώτα τον εαυτό τους, από τον “πειρασμό” της. Πολλοί ήταν εκείνοι που υποστήριξαν την γυναίκα, πολλοί όμως και εκείνοι που την καταδίκασαν ως πλάσμα κατώτερο από τον άντρα. Κατάλοιπα αυτής της μακροχρόνιας αντίληψης διατηρούνται ακόμα στην ελληνική επαρχία, όπου η φτώχια και η μισαλλαδοξία κατά της Ελληνίδας, την υποχρεώνει ακόμη στην πατροπαράδοτη “δουλεία της”, στον άντρα. Ακόμη δεν έχει τα μέσα να ξεφύγει από τον κλοιό της και υποκύπτει στην δυσειδαιμονία της απομόνωσης, στα απόμακρα χωριά της.
Εμμανουήλ Ροΐδης: Από τους Έλληνες του εξωτερικού ο Εμμανουήλ Ροΐδης , στο πρώτο ήμισυ του 19ου αι., στο βιβλίο του Πάπισσα Ιωάννα , που το περιεχόμενό του ονομάζει “Μεσαιωνική Μελέτη”, πραγματεύεται την προσωπικότητα της Ιωάννας, θαυμαστής γυναικείας προσωπικότητας, που κατορθώνει να αναρριχηθεί στο ύψιστο αξίωμα της ιεραρχίας της Δυτικής Εκκλησίας, του Πάπα, παραβιάζοντας αρσενικά κεκτημένα. Πετυχαίνει να την παρουσιάσει εφάμιλλη με τον άντρα σε όλα τα πεδία γνώσεως, ευφυΐας και τόλμης . Τονίζοντας την ρήση του Ιησού, ο Ροΐδης: “Ουκ εν άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος”, εξηγεί την ανάγκη του ανθρώπου για την αναζήτηση της αλήθειας . Διακωμωδεί το ρόλο των αντρών σε σχέση με την γυναίκα και διασκεδάζει τοποθετώντας τις γυναίκες σε επίπεδο, απαράδεκτο για την αντροκρατούμενη εποχή του. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εκκλησιαστικής ιστορίας, λέει ότι οι γυναίκες που είχαν πνευματικά ενδιαφέροντα παρόμοια με τους άντρες, ενδεδυμένες σαν καλόγεροι κατέφευγαν στα κοινόβια των αντρών από τους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού . Και ενώ ο Καζαντζάκης θεωρεί ότι γυναίκες σαν την Αγία Θέκλα, αποβαίνουν ηρωικές παρουσίες, ο Ροΐδης σκώπτει τις ερωτικές διαθέσεις μερικών από αυτές. Αξιοσημείωτο γεγονός στην “μελέτη” του βίου της Πάπισσας Ιωάννας, είναι η εμφάνιση των Αγίων. Ίδας και Λιόββας , παρόμοια με την εμφάνιση της Αρετής και της Κακίας στον μυθολογικό Ηρακλή. Πέρα από την απαράμιλλη ικανότητα της Ιωάννας να αναρριχηθεί και να κατακτήσει τον παπικό θρόνο, τον Ροΐδη τον ενδιαφέρει το άτοπο ατύχημά της, να μείνει έγκυος . Η γυναικεία φύση της την προδίδει τελικά, εκμηδενίζοντας μία λαμπρή πορεία απάτης. Η παρέμβαση της Ιωάννας στα αντρικά άδυτα και δη στον παπικό θρόνο, τιμωρείται με θάνατο. Η κοινωνία της εποχής, δεν είναι έτοιμη να αποδεχτεί την ισοτιμία των φύλων και πολύ περισσότερο την απάτη θήλεος σε υπερθετικό βαθμό.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης : Αποδείξεις της αρνητικότητας στην ελληνική κοινωνία της εποχής, έναντι της γυναίκας, καταγράφονται με τραγική παρρησία στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Η Φόνισσα. Διαπιστώνεται πως η γέννηση θηλυκού στην οικογένεια, αποτελεί είδος συμφοράς ή αναθέματος. Το αδίκημα δύσκολα συμβιβάζεται με την παρουσία του. Ηρωΐδα του αφηγήματος είναι η θειά Χαδούλα ή Φράγκισσα ή Φραγκογιαννού, μία ιδιόρρυθμη γυναίκα, που αγανακτισμένη από το κατεστημένο της τραγικής θέσης της γυναίκας στην κοινωνία της, αναλαβαίνει τον ρόλο της λυτρώτριας ανήλικων θηλυκών υπάρξεων. Ο Α. Παπαδιαμάντης, ανήκει σε εκείνους που επεχείρησαν να απομυθοποιήσουν τον ρόλο της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία της εποχής του, να την ανυψώσουν ως παρουσία, υποδεικνύοντας παράλληλα την καταπίεσή της από τον άντρα και την Πολιτεία. Η Φόνισσα, αποτελεί κλασσικό παράδειγμα ακραίας γυναικείας αντίδρασης –είδος παραλογισμού- εναντίον του ελληνικού κοινωνικού κατεστημένου.
Ανδρέας Καρκαβίτσας: Από το έργο του Καρκαβίτσα διαπιστώνεται ότι οπουδήποτε εντός του Ελλαδικού χώρου, επικρατεί μία ανάλογη αντίληψη της κοινωνίας, για την γυναίκα, προς εκείνη που παρουσιάζει ο Παπαδιαμάντης στο, Η φόνισσα. Μεγάλο μέρος της Ελλάδας βρίσκεται ακόμη υπό την Τουρκική κατοχή και η κοινωνία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους δεν έχει απαλλαγεί από την νοοτροπία της υποτέλειας, του δασμού στον αφέντη και την υποταγή της γυναίκας στον όποιο αφέντη της. Τον χαρακτήρα των γυναικών στο “Νυχτερέμι της Θεσσαλίας […] κατά τις εκβολές του Πηνειού […]” , πραγματεύεται ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, στο μυθιστόρημά του Ο Ζητιάνος , για να παρουσιάσει πόσο άβουλες, αδιάφορες, χωρίς ευαισθησία ή μητρικό ένστικτο, είναι οι εθισμένες στην υποτέλειά τους, γυναίκες, του συγκεκριμένου τόπου. Η καταστολή των φυσικών ιδιοτήτων της γυναικείας ψυχής, η εγκληματική αδιαφορία των γυναικών για τα βρέφη που εγκυμονούν, η απουσία του μητρικού ένστικτου, προκαλούν αποστροφή και οφείλονται στην μακροχρόνια καταπίεση των αντρών επί των γυναικών, ενόψει του οικονομικού συμφέροντος. Οι γονείς καθιστούν τα παιδιά τους “σακάτικα”, ώστε αργότερα να προκαλούν τον οίκτο των συμπολιτών τους και να τον εκμεταλλεύονται, για πενιχρές απολαβές. Ο Καρκαβίτσας υπογραμμίζει τις συνέπειες της φτώχειας, της στέρησης της παιδείας και την εξ αυτών κατάπτωση του ήθους των πολιτών μιας συγκεκριμένης ελληνικής κοινωνίας, σε μία περίοδο, όπου η πρόσφατη απελευθέρωσή τους, από τους Τούρκους, απαιτεί την γέννηση δυνατών και υγειών ελληνοπαίδων. Στην σαθρή και πωρωμένη αυτή κοινωνία άντρες και γυναίκες, ανταγωνίζονται για τα πρωτεία της διαφθοράς, στην επιβολή του κακού. Τα φύλα, εξίσου, συμμετέχουν στην δημιουργία του καταθληπτικού τοπίου.
Γιάννης Ψυχάρης: Η αξιοπιστία της γυναίκας και η ελαφρότητα του χαρακτήρα της είναι στοιχεία που κατά κόρον απασχολούν τον Γ. Ψυχάρη , σύγχρονο των προηγούμενων Ελλήνων συγγραφέων. Ο επαναστάτης της γλώσσας στο βιβλίο του Το Ταξίδι, κατατάσσεται υπέρ του άρρενος . Αξιολογεί τα είδη αγάπης: την άδολη αγάπη προς την μάνα και την πρώτη-αξέχαστη αγάπη. Γελοιοποιεί την συμπεριφορά των γυναικών, καταθέτοντας πως προσποιούνται ότι κατέχουν κάποια εκπαίδευση, διαφιλονικώντας όχι για την ουσία της γλώσσας παρά μόνο για την προφορά της. Στους κύκλους του συγγραφέα επικρατεί η άποψη ότι η γυναίκα στερείται ικανοτήτων ώστε να κατέχει θέση στον πνευματικό κόσμο, που κατ’ απόλυτο σχεδόν τρόπο αποτελεί πεδίο δράσης των αντρών.
Κωσταντίνος Χατζόπουλος: Τα παρόμοια αν όχι δεινότερα, απονέμονται στην γυναίκα της ελληνικής επαρχιακής κοινωνίας, του Κ. Χατζόπουλου , στο έργο του, “Ο Πύργος του Ακροπόταμου”. Υπογραμμίζεται η άθλια θέση της γυναίκας στην φτωχή ελληνική επαρχία, όπου τρομακτικές ανάγκες ωθούν τον άντρα να την υπολογίζει ως οικονομικό βάρος. Κατά συνέπεια η γυναίκα αγοράζει τον άντρα με την προίκα της -εφόσον υπάρχει-, εάν επιθυμεί να δημιουργήσει οικογένεια ή και για να μη φέρει το στίγμα της γεροντοκόρης. Με αυτούς τους όρους, το θήλυ αποβαίνει θλιβερό συμπλήρωμα της ζωής του άντρα και κατ’ εξοχήν αναπαραγωγικό εξάρτημα. Ο άντρας από την θέση ισχύος, που εύλογα του έχει παραχωρηθεί από την κοινωνική αντίληψη, εκμεταλλεύεται την φτωχή γυναίκα, που ελπίζοντας στον έρωτα και στην αγάπη, δοκιμάζει να τον κερδίσει. Στην βαριά ατμόσφαιρα του έργου, σημειώνεται ακόμη μία τραγική συνέπεια του κοινωνικού κατεστημένου: ο άρρωστος ανταγωνισμός, μεταξύ δύο αδερφών (Μαριώς και Κούλας) για την κατάκτηση του αρσενικού .
Παρόμοια και στην δεύτερη ιστορία του ιδίου βιβλίου, Τάσω, ο Χατζόπουλος παρουσιάζει μία άλλη όψη της θέσης της φτωχής γυναίκας: την απελπισμένα ερωτευμένη πρωτόγονη γυναίκα (Τάσω), που θεωρείται μία αγνώμων εκδικήτρια για τις κινήσεις της να αναζωπυρώσει μία αλλοτινή σχέση. Ο Χατζόπουλος δίνει το στίγμα της αντίληψης της κοινωνίας της εποχής του: η φτώχια, η έλλειψη παιδείας και η ανωριμότητα, καθιστούν την Τάσω παράλογη και αδιάφορη για την κατακραυγή της κοινωνίας . Το έργο, καταθλιπτικό, απαθανατίζει μία αποκρουστική πλευρά της ελληνικής κοινωνίας της εποχής του συγγραφέα, όπου έχουν απαλειφθεί οι αλλοτινές αξίες. Υπογραμμίζεται η έλλειψη ανθρωπιάς στον άντρα, ενώ η παρουσία της γυναίκας είναι τριτοκοσμική.
Κωνσταντίνος Θεοτόκης: Μία διαφορετική περίπτωση της αδυναμίας της γυναίκας στον χώρο της, ξεπηδάει από το έργο του Κ. Θεοτόκη στο μυθιστόρημά του, Η Ζωή και ο Θάνατος του Καραβέλα. Ένας μοχθηρός γέροντας ο Καραβέλας, τρέφει αγάπη και μίσος προς τις γυναίκες. Η πίστη του ότι οι γυναίκες θα κάνανε τα χειρότερα, σε σύγκριση με τους άντρες, αν δεν τις συγκρατούσε η ντροπή , σαρώνει τους ηθικούς φραγμούς που του επιβάλλει η κοινωνία, η οποία ταυτόχρονα του επιτρέπει να εξελιχτεί σε θρασύδειλο και επικίνδυνο άτομο . Άλλος άντρας του έργου, ο πατέρας (Γιάννης) της νέας (Αμαλίας), γνώστης των άγραφων νόμων της κοινωνίας τους, αναγνωρίζει την καταδίκη της κόρης του . Ο συγγραφέας έντεχνα αποδεικνύει την ευκολία με την οποία ένα κακόβουλο άτομο μπορούσε να διαβάλει και να καταστρέψει μία γυναίκα, σε ένα στενό χώρο της εποχής του, όπου οι στενές αντιλήψεις επέτρεπαν μοτίβα εκδίκησης εναντίον της.
Έχει ήδη διαπιστωθεί από τα προηγούμενα ότι η δυσπιστία του άντρα στην γυναίκα, είναι έμφυτη (το είδαμε ετούτο στον Γ. Ψυχάρη). Αυτό μας φέρνει σε ένα άλλο διήγημα επίσης του Κ. Θεοτόκη, Οι Δύο Αγάπες . Σημειώνεται και εδώ ένας αριθμός γυναικών . Ο πρόχειρος και ασυνείδητος αντιήρωας, με την ευλογία της κοινωνίας, σχετίζεται ταυτόχρονα με δύο γυναίκες: με την χήρα και με την άπειρη νέα (Μαρία), με υπόσχεση γάμου, καθιστώντας αντιμέτωπες τρεις οικογένειες. Οι δύο γυναίκες, η χήρα και η μνηστή, αποφασίζουν για την τιμωρία του, που δεν πραγματοποιείται, ενόψει απειλής εκ μέρους των αρρένων εκπροσώπων των οικογενειών τους. Η ιστορία αποκαλύπτει το διπλό πρόσωπο του δικαίου της κοινωνίας: οι άντρες διασύρουν, οι άντρες τιμωρούν. Οι άντρες όχι μόνο δεν ενεργούν για την υπεράσπιση της υπόληψης των γυναικών, αλλά παρακινούνται από διάθεση εκδίκησης, η οποία αποβλέπει αφενός στην ταπείνωση του εγωισμού των αντιπάλων και αφετέρου στην ικανοποίηση του δικού τους. Αμφότερα τα έργα του Θεοτόκη μαρτυρούν την εξάρτηση των γυναικών από τον άντρα, την προσπάθειά τους να φανούν αξιοπρεπείς, την υποχώρησή τους στην αγάπη και τις δυσανάλογες συγκριτικά με τον άντρα, θυσίες τους.
Στρατής Μυριβήλης : Η Ελληνική κοινωνία επιμένει στις θέσεις της έναντι της γυναίκας και στην διάρκεια του βίου του Στρατή Μυριβήλη. Στα έργα του (στην τριλογία του Η Παναγιά η Γοργόνα , Η Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια, Η Ζωή εν Τάφω και στην νουβέλα, Ο Βασίλης ο Αρβανίτης ) αν και αλλάζουν οι ιστορίες, οι γυναίκες και η θέση τους στην επαρχιακή κοινωνία της εποχής, ως στοιχεία, παραμένουν αναλλοίωτα. Η γυναίκα εξακολουθεί να είναι αδύναμη στο περιβάλλον της. Είτε είναι ένα αγνό πλάσμα (Σμαραγδή), είτε μία καλλιεργημένη γυναίκα (Σαπφώ), ή μία γυναίκα που αναγκάστηκε να αμαρτήσει (η Λαμπρινή και οι κόρες της οι ‘‘Λαμπρινές’’), εκλαμβάνεται ως είδος στοιχειού από την καθυστερημένη κοινωνία του χώρου της, στοιχειού που ταλαιπωρεί τον δικαιούχο άντρα. Χαρακτηριστικό είναι το εξής φαινόμενο: ενώ οι άντρες προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την ανυπεράσπιστη γυναίκα, οι προστατευμένες γυναίκες την παρακολουθούν με ζήλεια και έχθρα και συνωμοτούν από κοινού με τους άντρες (τους) εναντίον της, για να προασπίσουν, εν ονόματι μιας δικής τους, ειδικής ηθικής, τα δικά τους συμφέροντα. Η αντιπαλότητα τους ξεκινά από την αβεβαιότητα τους σε σχέση με όλους και με όλα. Οι ηρωΐδες του Μυριβήλη θεωρούνται επικίνδυνες στην κοινωνία τους, εξαιτίας της διαφορετικότητάς τους.
Στο Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια, του Μυριβήλη, παρατηρείται ένα επιπλέον φαινόμενο. Ο μορφωμένος ήρωας (Λεωνής Δρίβας), που επιστρέφει με ηττημένο φρόνημα από τον καταστροφικό πόλεμο στην ‘‘Μικρασία’’, κατευθύνεται από προκαταλήψεις που έχει αποκτήσει, ζώντας αυτήν την πολεμική τραγωδία . Η ηρωίδα (Σαπφώ) παραμένει αδύναμη και απροστάτευτη εντός μιας κοινωνίας όπου οι μεν εκπρόσωποι του φύλου της την μισούν για την διαφορετικότητά της (είναι όμορφη, δασκάλα (μορφωμένη) και χήρα) οι δε άντρες που την ποθούν, την θεωρούν εύκολη και ακίνδυνη λεία, καθώς είναι απροστάτευτη. Από τις γυναίκες του μυθιστορήματος, μόνο μία κατανοεί το δράμα της, η επίσης μορφωμένη αδερφή του ήρωα (Αδριανή), επισκέπτρια στο νησί.
Μάρκος Λαζαρίδης : Στο διήγημα του Μάρκου Λαζαρίδη: Τα Κοκκινομάλλικα της Άννας , και αντίθετα προς τον Ψυχάρη, η γυναικεία αξιοπιστία διακυβεύεται σε προσωπική κλίμακα. Οι δύο γυναίκες του αφηγήματος: νύφη και πεθερά, εκπροσωπούν την αδυναμία του φύλου τους. Η ηρωΐδα (Άννα), διαπιστώνει με λύπη την απομάκρυνση του συζύγου της (Δημήτρη) από κοντά της. Αιτία της στάσης του είναι τα “κοκκινομάλλικα” παιδιά τους. Η παρανοϊκότητα του άντρα ενισχύεται από την συμπτωματική συμπεριφορά των αρρένων συγχωριανών του. Η υποστήριξη της Άννας από την πεθερά της, δεν υπολογίζεται. Οι δύο γυναίκες: μάνα-πεθερά και σύζυγος αδυνατούν να πείσουν τον γιο-σύζυγο, του οποίου οι υποψίες συγκεντρώνονται στον άτυχο κοκκινομάλλη του χωριού (Τραυλαντώνη). Ο άντρας πείθεται μόνο, όταν το νέο παιδί τους, που συλλαμβάνεται και γεννιέται στο διάστημα της νοσηλείας του Τραυλαντώνη σε νοσοκομείο, έχει επίσης κόκκινα μαλλιά.
Άγγελος Τερζάκης: Στο Δεύτερο κυρίως ήμισυ του 20ου αι., και μέσα από το έργο των Ελλήνων συγγραφέων που γράφουν αυτήν την περίοδο, διαπιστώνεται μία ελάχιστη αλλαγή ως προς την θέση της γυναίκας, κυρίως στα αστικά κέντρα. Βλέπουμε λοιπόν την αθηναϊκή κοινωνία αυτής της περιόδου, με τα μάτια του Άγγελου Τερζάκη μέσα από το έργο του: Η Μενεξεδένια Πολιτεία. Οι γυναίκες που παρουσιάζει, είτε εξεζητημένες με ιδιαίτερη τάση φιλαρέσκειας και έλλειψη ευθύνης, όπως η σύζυγος του Μελέτη, Μαλβή, Όλγα , είτε νεάζουσες ηλικιωμένες , με δύσκολο χαρακτήρα όπως η Μελπομένη Ποντικενά, συγκρίνονται με την στωϊκή, αυστηρή μορφή της θείας Ευτέρπης, που στερείται ανεκτικότητας . Η κεντρική, νεαρή ηρωΐδα Σοφία ή Σοφίκα που έχει μεγαλώσει με τον έναν από τους γονείς, τον πατέρα, είναι ο ιδανικός τύπος της νέας της εποχής: ήσυχη, γελαστή, με αρχές, νοικοκυρά, και ερωτευμένη με τον νέο στην ηλικία, συνεργάτη, του πατέρα της, Γιάννη Μαρούκη. Στην ιστορία ξεχωρίζει για τις πρωτοποριακές ιδέες της , ακόμη μία νέα, η Αγγελική. Εκπροσωπεί την επαναστάτρια της εποχής της και κουβαλά μεταφυσικές αγωνίες, προνόμιο κατά κόρον, των αντρών. Η Αγγελική έχει ωριμάσει πρόωρα, έχοντας αναγκαστεί να αντιμετωπίσει την σκληρή πραγματικότητα της ζωής , και παρά το γεγονός, ότι η αθηναϊκή κοινωνία έχει φτάσει σε ένα ανεκτικότερο για την γυναίκα επίπεδο, στο οποίο μπορεί και χωράει ο τύπος της, ή η προσωπικότητά της. Η Αγγελική δείχνει αλληλεγγύη έναντι της άπειρης Σοφίας, τρέφει γι’ αυτήν τρυφερά, σχεδόν μητρικά, συναισθήματα. Οι άντρες, Μελέτης Μαλβής και Γιάννης Μαρούκης, μαλακοί, κοινωνικοί τύποι, σχετίζονται με το άλλο φύλο στα πλαίσια του φυσικού.
Παντελής Πρεβελάκης: Τη γυναίκα της επαρχιακής κοινωνίας, που τρέφει ιδανικά και κατέχει άποψη, παρουσιάζει ο Παντελής Πρεβελάκης στο έργο του: Ο Ήλιος του Θανάτου . Εκπροσωπείται από τύπους, οι οποίοι αν και υπό εξάρτηση, ανεξαρτητοποιούνται μέσα από το δικό τους μικρόκοσμο. Υπογραμμίζονται, η αισθηματικά εξαρτημένη από τον άντρα, γυναίκα και ο τύπος της ταπεινής υπηρεσίας της οικογένειας, η Γιακουμίνα, που κυττάζει μόνο την δουλειά της . Υπάρχει επίσης ένας αριθμός γυναικών που αποτελεί την ομήγυρη συγχωριανών της ταξιδεμένης στην χώρα, θείας Ρουσάκη. Η συμπεριφορά και ο διάλογός τους, αποτελούν στερεότυπα της απλότητας του βίου τους, της συντροφικότητάς τους, στην έλλειψη των αντρών. Η θεία ως η πρεσβυτέρα της ομήγυρης, ελέγχει τις συμπεριφορές τους. Οι απλές αυτές γυναίκες αν και παρουσιάζονται ως έξυπνες και καλοσυνάτες, πιστεύουν στα μηνύματα των ονείρων και σε άλλα σημάδια, στα οποία ορκίζονται και στα οποία στερώνουν τις ευχές τους. Η προτίμηση καταφυγής της θείας στη χριστιανική παράδοση: το τάμα στον “άγιο του”, μαρτυρεί τον άρρηκτο δεσμό της Ελληνίδας της εποχής, με την Ορθοδοξία. Παράλληλα με την ελπίδα της χριστιανικής πίστης, σημειώνεται και η διαφορά των φύλων στο ζήτημα της προσευχής: οι άντρες προσεύχονται όρθιοι και οι γυναίκες γονατιστές. Στο μυθιστόρημα καταγράφεται επιπλέον η συμπεριφορά της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία, στην περίοδο του πολέμου . Με περισσή λεπτομέρεια περιγράφονται χαρακτηριστικές συνήθειες -ως και ατομικές- του γυναικείου κόσμου, που υπογραμμίζουν την καθημερινότητα σε συνδυασμό με την κουλτούρα του τόπου . Γοητεύει ο τύπος της θείας Ρουσάκη που γνωρίζει λαϊκά παραμύθια: “ζώμυθους” , και γιατροσόφια . Είναι φυσιολάτρις, βλέπει τα ζώα σαν ανθρώπους, τα ονοματίζει και τα λυπάται, ενώ στους ανθρώπους ξεχωρίζει ζωώδη καμώματα . Η περιγραφή της θείας αποτελεί ύμνο στην γυναίκα του τόπου και της εποχής του Π. Πρεβελάκη . Ανάμεσα στο ‘‘θηλυκομάνι’’ του συγκεκριμένου μυθιστορήματος του Π. Πρεβελάκη, ξεχωρίζει η τολμηρή ανιψιά του Νταμολίνου, Αλίκη, που η μόρφωσή της (μιλά γαλλικά), την κατατάσσει εκτός του παραδοσιακού χώρου της θείας Ρουσάκη. Παρουσιάζεται ακόμη μία ομάδα λαϊκών γυναικών: οι “τρανόκορμες”, “λιομαζώχτρες”, που αντίθετες με την Αλίκη, αντιμετωπίζουν την παρουσία του έφηβου (Γιωργάκη) , με το θάρρος της παρέας.
Σε άλλο μυθιστόρημα του Π. Πρεβελάκη: Η Κεφαλή της Μέδουσας, ο ήρωας αποκαλύπτει την επίδραση του “διδαχού του” στο άτομό του . Ο Π. Πρεβελάκης, όπως ο δάσκαλός του Καζαντζάκης, δεν είναι φειδωλός στις απόψεις του για την γυναίκα , παρά το γεγονός ότι την βλέπει με συμπάθεια και αναγνωρίζει τον ρόλο της στην ζωή. Η δική του πορεία, ανθρώπου έτοιμου να δώσει τα πάντα στην καριέρα του, δεν αφήνει περιθώρια για γυναικεία συντροφιά . Ο Π. Πρεβελάκης μετακινείται από την θέση αυτή, στο δράμα του: το Τρελό Αίμα . Η γυναίκα (Ελένη) επικοινωνεί την ανάγκη της για σύντροφο και διακηρύσσει το ιερό προνόμιο της μητρότητας. Είναι γενναία, γεμάτη αυταπάρνηση και μετανοεί. Η αυτοκτονία της ωστόσο, αποκαλύπτει, αισθηματικά αδύνατη, προσωπικότητα . Στο δράμα Ηφαίστειο , που αναφέρεται στον απελευθερωτικό αγώνα της Κρήτης , ο Π. Πρεβελάκης μοιράζει το ηρωικό βάθρο, στον άντρα και στην γυναίκα.
Ηλίας Βενέζης: Στο έργο του Βενέζη, Αιολική Γη , οι γυναίκες δρουν με κύρος, παρόμοια όπως ο άντρας. Τα δυνατά στοιχεία ζήλειας και εκδίκησης μεταξύ των γυναικών για την εύνοια του άντρα, αποτελούν το αλατοπίπερο της υπόθεσης. Πέρα από την Ντόρις-άτομο, διακρίνονται δύο ζεύγη γυναικείων σχέσεων: Ντόρις-Άρτεμη και Ντόρις-Αγγέλα . Η Ιρλανδέζα (Ντόρις), η νέα γυναίκα του τόπου (Άρτεμη), και η τολμηρή και παράνομη νέα (Αγγέλα). Η Ιρλανδέζα από την θέση της (ισχυρής οικογένειας), παρακινεί την περιέργεια των απλών ανθρώπων με την διαφορετικότητά της. Είναι ξένη, δεν την καταλαβαίνουν και αυτό τους υπαγορεύει την απόσταση και τον σεβασμό. Δεν καταλαβαίνουν την αγάπη της, την νοσταλγία της ή τις κινήσεις της, όταν κυττάζει την θάλασσα ή διαβάζει το βιβλίο της, για ώρες. Το γεγονός ότι μιλάει μία ξένη γλώσσα, αποτελεί φαινόμενο για τους αμόρφωτους ζευγάδες . Διαθέτει ικανότητες και δεν δυσκολεύεται να οργανώσει επιχείρηση προς βοήθεια του κυνηγού της . Οι άντρες υποχωρούν στην αποφάσή της (και ο σεβάσμιος πεθερός της, γέρο-Βηλαράς) να διελευκάνει τον φόνο του κυνηγού. Αντιμετωπίζει άφοβα τον αγροίκο πολεμιστή (Παγίδα) . Η τόλμη, το πείσμα και η αποφασιστηκότητά της την παρακινούν να μην υποχωρεί στην θέληση των δυνατών αντρών, στο βίαιο κλίμα που επικρατεί στην περιοχή τους, εξαιτίας του λαθρεμπορίου και του πολέμου που προμηνύεται, θεωρούνται δυναμικά και μάλλον ανδρικά προσόντα.
Γιώργος Θεοτοκάς: Η ελληνική κοινωνία στο έργο Λεωνής, του Γιώργου Θεοτοκά και κυρίως σε σχέση με την θέση της γυναίκας, πλησιάζει την σημερινή. Τόπος δράσης του έργου, είναι η κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη της εποχής του συγγραφέα. Οι εδώ αναφορές αφορούν κυρίως την ανώτερη εύπορη τάξη και την μεσαία. Η θέση των γυναικών προσδιορίζεται ανάλογα με τους ρόλους των. Η γιαγιά του Λεωνή, που ανήκει σε μία ταλαιπωρημένη γενιά, αντίθετα προς τον γενναίο παππού του, είναι ευαίσθητη για τους απογόνους της και την τύχη τους, στο πολεμικό περιβάλλον τους. Οι καμαριέρες, εξαιτίας της ανύπαρκτης παιδείας τους, δεν καταλαβαίνουν τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίζονται στην Πόλη και αντιμετωπίζουν τον πόλεμο, σαν μέσα από “παραμύθι” . Τα κοριτσάκια μιας οικονομικά άνετης τάξης, κυκλοφορούν ή παίζουν ελεύθερα στα πάρκα, υπό την επίβλεψη νταντάδων ή γκουβερνάντων. Κατατίθεται ότι η δυνατή κοινωνική θέση, ενθαρρύνει την ελευθερία κινήσεων στην γυναίκα (Νίτσα) . Στην ομάδα των γυναικών που εκλέγουν πώς να ζουν , ανήκει και η αδιάφορη για τις κοινωνικές αντιλήψεις, φεμινίστρια μητέρα, της Ελένης Φωκά. Καθώς η σημασία της μόρφωσης στη γυναίκα της εποχής είναι χαρακτηριστικό πλεονέκτημα, η νεαρή Ε. Φωκά ταξιδεύει στην Αθήνα για να μελετήσει λογοτεχνία . Στο έργο του Γ. Θεοτοκά, υπογραμμίζεται επιτακτική η ανάγκη της γυναίκας να εξασφαλίσει σύντροφο, ο οποίος θα την προστατεύει και θα την συντηρεί, παρόμοια όπως στα άλλα ελληνικά λογοτεχνικά έργα που εξετάστηκαν μέχρι στιγμής. Ο αναγνώστης πληροφορείται παράλληλα τα περί των απόψεων των νεαρών για τις κοπέλες, την διαδικασία της γνωριμίας τους καθώς και το τι αποκομίζουν από την συντροφιά τους . Περιγράφεται επίσης ομάδα ιερόδουλων (και παρόμοια όπως στον Βούδα του Καζαντζάκη, ο ρόλος τους θεωρείται εποικοδομητικός σε σχέση με την κοινωνία τους), καθώς και η γυναίκα που διαβάζει την τύχη, η μάντισσα Πυθία (όπως η μάνα, στον Πρωτομάστορα του Καζαντζάκη). Παράλληλα κατατίθενται πληροφορίες που συμβάλλουν στην ιστορική αξία του έργου. Πληροφορούμεθα για παράδειγμα ότι οι κομψές Τούρκισσες δε φορούν το γιασμάκι και πως η γυναίκα ως νοσοκόμα -συνήθως εθελοντικά -, επιτελεί κοινωνικό λειτούργημα .
Παύλος Μάτεσης: Και ενώ στα μέχρι στιγμής ελληνικά λογοτεχνικά έργα, έχει εξεταστεί η θέση της γυναίκας υπό εξάρτηση και ως δεύτερης τάξης μέλους της κοινωνία στην οποία διατρίβει, περνούμε σε μία αντίστροφη θέση, όπου η γυναίκα καθορίζει την πορεία, του υπό εξάρτηση, συζύγου της. Ο Παύλος Μάτεσης στο θεατρικό του: Το Φάντασμα του Κυρίου Ραμόν Νοβάρο ζωγραφίζει τρεις γυναίκες – μέγαιρες, αντρογυναίκες -, που ως αγέλη λύκων είναι έτοιμες να κατασπαράξουν τον αντι-ήρωα (Αντωνάκη). Κάθε συλλογισμός ή πράξη του Αντωνάκη, εξουσιάζεται από την γυναίκα του , που την αποκαλεί “κυρία” του, εφόσον θεωρεί το άτομό του, δουλικό της. Η αντιστροφή των ρόλων των φύλων, ξεκινά με την πεθερά του, συνεχίζεται με την γυναίκα του και συμπληρώνεται από την υπηρεσία τους . Ο Αντωνάκης πιστεύει ότι η σύζυγός του τον σιχαίνεται , επειδή αδυνατεί να αντιμετωπίσει την μέγαιρα μάνα της. Η επιτακτική ανάγκη του να αποδεσμευτεί από την γυναικεία εξουσία, παρεμποδίζεται από την αδυναμία του, χαρακτηριστικό που χειροτερεύει όλο και περισσότερο την θέση του. Η υπηρεσία τους καταλήγει να αναπληρώνει την θέση της εκλιπούσης πεθεράς του και του φέρνεται εξίσου απαίσια, με την δικαιολογία ότι δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα της προς αυτόν. Έναντι της παρούσας γυναικοκρατίας, αντιπαρατίθεται η αντροκρατία της παλιάς οικογένειάς του, καθώς ο πατέρας του εξακολουθεί ακόμη και μετά θάνατον, να αδικεί την μητέρα του . Με τον απολογισμό της ζωής του ο ήρωας συμπεραίνει, ότι τα βάσανά του οφείλονται στα οικονομικά του. Επικρατεί η πίστη ότι το χρήμα αναβαθμίζει-υποβαθμίζει την δύναμη των φύλων. Στερημένος και των απλών ακόμη ευχαριστήσεων, του σύζυγου, αρρωσταίνει . Πείθεται ότι οι γυναίκες τον μάγεψαν και συμπεραίνει ότι απέτυχε: πρώτον, στην εκλογή της γυναίκας του και δεύτερον, στο γεγονός ότι άφησε την μάνα του ανυπεράσπιστη, στα χέρια του πατέρα του . Απελευθερώνεται από την ανίατη δυστυχία του, με θανατηφόρο άλμα.
Γιώργος Σκούρτης: Η ανάγκη για σύντροφο και δημιουργία οικογενειακού κυττάρου, δεν αφορά μόνο την γυναίκα, αλλά και τον άντρα. Και ο άντρας μπορεί να είναι γήινος, με απλές ανάγκες, χωρίς απαιτήσεις για πνευματική διάκριση και μεγαλεία, και με όνειρο μια καλή γυναίκα ή ένα παιδί, όπως είναι ο Επιμηθέας αδερφός του ήρωα, στην ομώνυμη τριλογία Προμηθέας του Καζαντζάκη. Το απλό όνειρο, δύο τέτοιων αντρών που μοιάζουν με αλήτες, παρουσιάζει ο Γ. Σκούρτης στο θεατρικό του Οι Νταντάδες. Οι δύο άντρες Πέτρος και Παύλος , πιστεύοντας στις προοπτικές βελτίωσης των οικονομικών τους, καταστρώνουν σχέδια για το μέλλον: επιθυμούν μία γυναικούλα και από ένα παιδάκι ο καθείς τους, όπως λέει ο Παύλος, διαφορετικού φύλου, που θα τα μεγαλώσουν, και θα τα παντρέψουν μεταξύ τους: “[…]χωρίς να τους λείψει τίποτα. Του πουλιού το γάλα θα τους δίνουμε… Και θα τα στείλουμε σχολείο να μάθουν γράμματα, πολλά γράμματα, θα τα ντύσουμε ωραία και θα τα μάθουμε καλούς τρόπους!.. Θα τα κάνουμε ανθρώπους άξιους στην κοινωνία, θα ξεπλύνουν τη ντροπή μας. Τότε η κοινωνία θα μας συγχωρέσει. Και στο τέλος θα τα παντρέψουμε. Το παιδί σου θα πάρει το παιδί μου. Θα γίνουμε και συμπέθεροι!” Η επιθυμία τους, τους τοποθετεί στο αυτό επίπεδο με τις απλές γυναίκες και εμπεδώνει το συμπέρασμα ότι οι κοινοί θνητοί έχουν κοινούς πόθους, κοινά όνειρα.
Ιάκωβος Καμπανέλης: Μία νεώτερη έκδοση της αθηναϊκής κοινωνίας δίνει ο Ιάκωβος Καμπανέλης (2 Δεκεμβρίου 1922 (στην Νάξο) έως 29 Μαρτίου 2011) στα έργα του: Η Αυλή των Θαυμάτων και Έβδομη Μέρα της Δημιουργίας , όπου πραγματεύεται μέσα από μικρή κλίμακα την μεγαλύτερη εικόνα της προβληματικής Αθηναϊκής κοινωνίας, την μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ανταρτοπόλεμο, περίοδο, καθώς και εκείνη της μαζικής μετανάστευσης στην Αυστραλία την περίοδο 1950-1960. Όπως και σήμερα, η Αθηναϊκή κοινωνία ευνοεί εκείνους που ευπορούν. Πολλοί από τους κατοίκους της -ετούτη την περίοδο- υποφέρουν από την ανεργία, και το φαινόμενο της αθλιότητας, δεν σπανίζει. Αρκετοί ζουν ακόμη σε σπίτια με αυλές, όπου ενοικιάζουν δωμάτια. Με την παρέλαση τύπων και επεισοδίων ο Ι. Καμπανέλης παρουσιάζει με σοκαριστικό ρεαλισμό την θέση της γυναίκας και την σχέση της με τον άντρα, στην άθλια πραγματικότητα της μεταπολεμικής περιόδου.
Στην Αυλή των θαυμάτων, περιγράφεται η ζωή κάποιων από αυτούς που μοιράζονται την γνωστή αυλή. Η ομάδα των ανθρώπων, γυναίκες και άντρες, αποτελεί ένα πολυπρόσωπο σκίτσο, που το σφραγίζει η κακομοιριά και η φτώχεια. Όπου υπάρχει έλλειψη χρημάτων, υπάρχει αφθονία προβλημάτων. Στο έργο απαντούν διάφοροι τύποι γυναικών: η μεγαλομανής-ξενομανής νησιώτισσα (Αννετώ) , η παρηκμασμένη Ελληνορωσίδα αρχόντισσα (Όλγα) παντρεμένη με έναν αδύνατο χαρακτήρα, ο λαϊκός τύπος γυναίκας (Βούλα), ο τύπος της ‘‘Πηνελόπης’’ που περιμένει την επιστροφή του ταξιδιώτη άντρα της (Μαρία), η γυναίκα που εκπροσωπεί την Μικρασιάτισσα πρόσφυγα της εποχής (Αστά), και η όμορφη-φτωχή νέα (Ντόρα), που ονειρεύεται τον πλούσιο γάμο για να λυτρωθεί από το άθλιο περιβάλλον της . Οι άντρες (Στέλιος) και ο τύπος (Μπάμπης) , και οι σχέσεις τους με το άλλο φύλο, αποτελούν μέρος του κοινωνικού προβλήματος στην Αθήνα, της εποχής.
Όπως και στα άλλα θεατρικά του Α’ Τόμου, στο: Η Έβδομη Μέρα της Δημιουργίας ο Ι. Καμπανέλης παρουσιάζει έναν αριθμό γυναικών, στην “αυλή”, σε διαφορετικούς ρόλους: την σύζυγο (Άννα) που απομονώνεται, την ερωτευμένη ανέλπιδα φίλη (Ελένη), την φιλόδοξη νέα (Χριστίνα) που παρωτρύνει τον γείτονά της (Αλέξη) να ενεργοποιηθεί για το μέλλον του , γίνεται φιλενάδα του και ύστερα σύζυγός του. Οι άντρες της αυλής οι οποίοι ανήκουν στην ίδια τάξη με τις γυναίκες, θυσιάζονται για την εξασφάλιση του επιούσιου. Αυτήν την περίοδο οι εργασίες σπανίζουν, και πολύ περισσότερο για τις γυναίκες, οι οποίες δυσκολεύονται στην επαγγελματική τους κατεύθυνση, καθώς η μόρφωση εξακολουθεί να είναι προνόμιο των ευπόρων . Έτσι αν μία νέα είναι ταμίας σε κινηματογράφο (Χριστίνα), θεωρείται ότι έχει καλή δουλειά και ακόμη καλύτερη αν είναι σχεδιάστρια εταιρείας. Η νέα της εποχής μπορεί να περνά την ελεύθερη ώρα της κεντώντας (Ελένη), είναι ευαίσθητη, θαυμάζει τον άντρα (Αλέξη) για τα ταλέντα του, παραβλέπει το γεγονός ότι δεν εργάζεται για χρήματα και προθυμοποιείται να τον εξυπηρετήσει. Η διάθεση και το συναίσθημα της γυναίκας είναι καθαρό, έντιμο.
Στο τρίτο θεατρικό του Τόμου Α’, του Ι. Καμπανέλη, Η Ηλικία της Νύχτας οι γυναίκες, πάντα αδύνατες και καταπιεσμένες από το κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον τους, από κοινού με τους άντρες τους -αν και σε καλύτερη θέση- υφίστανται τα παρόμοια, καθώς ανήκουν στην λαϊκή μάζα. Άλλα πρόσωπα είναι ο σκληρός ιδιοκτήτης (Καράς), άνθρωπος του συμφέροντος, που περιφρονεί την ανώριμη εξαιτίας της καταπίεσής του, σύζυγό του, και ο γιος τους (Δημήτρης), ο οποίος ως αντίθετος του κυνικού πατέρα του, χαρακτήρας, αποβαίνει επίσης θύμα του. Ξεχωρίζει η ενοικιάστρια (Μαρίνα), που εξυπηρετεί την σύζυγο του Καρά, έχει επίγνωση του χαρακτήρα του και της δικής της κοινωνικής-οικονομικής αδυναμίας . Μνημονεύεται επίσης η αγαπημένη (Σύλβια) του Δημήτρη, η οποία θεωρείται αμφιβόλου ηθικής από τους άσπονδους φίλους της παρέας τους , και η φίλη (Καίτη) μία αδύνατη και ασταθής προσωπικότητα. Όπως στα θεατρικά των: Μάτεση και Σκούρτη και στον Καμπανέλλη το οικονομικό πρόβλημα, κατευθύνει τις ζωές των ανθρώπων της αυλής και επισφραγίζει την μοίρα τους.