Ο Ελληνικός Λαός και το Τραγούδι του
Το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι / Τραγούδια-Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου / Ιστορικά Άσματα, Τραγούδια της Ξενιτιάς
©Δρ Πιπίνα Δ.Έλλη
(Dr Pipina D. Elles, Of Flinders University, Adelaide, S.A )
Πρόλογος
Ο λυρισμός των ατόμων μιας απλής κοινωνίας στους σπουδαιότερους σταθμούς της ζωής τους, όπως είναι η γέννηση ενός παιδιού, η βάπτιση, ο γάμος, η αρρώστια, η ξενιτιά, ο θάνατος, ο πόλεμος, η ήττα, η άλωση ενός τόπου, ο σεισμός και άλλα, συχνά εκφράζεται και με στίχους, που πολλές φορές τραγουδιούνται.
Σε μια τέτοια περίσταση, τα λόγια τα πρωτολέει ο ταλαντούχος ριμαδόρος της μικρής κοινωνικής ομάδας με μουσικότητα. Τα πρώτα αυτά λόγια επαναλαμβάνονται αργότερα από κάποιον άλλον ή και από σύνολο ταλαντούχων της ίδιας ομάδας ή κάποιας γειτονικής, που έτυχε να τα ακούσουν ίσως ακόμη και μελοποιημένα. Στην επανάληψη του προφορικού λόγου είναι αυτονόητες οι προσθέσεις ή αφαιρέσεις νέων λέξεων ή φράσεων από τον επόμενο ριμαδόρο, όπως υπαγορεύονται από τη δική του ικανότητα και επιπλέον επειδή η μνήμη του δεν συγκρατεί όλα όσα είχε ακούσει. Χωρίς να αλλάζει τα μοτίβα επιτρέπει στον εαυτό του, τον αυτοσχεδιασμό. Κάποτε μάλιστα στην πραγματοποίηση αυτής της διαδικασίας, ο δημοτικός τραγουδιστής παραπλανάται από παρόμοιες έννοιες ή λέξεις που υπέπεσαν στην προσοχή του από άλλα τραγούδια, ίσως και διαφορετικού θέματος και επειδή «τον βολεύουν» προσθέτει ή συνταιριάζει τις λέξεις ή τους στίχους που δανείζεται από αυτά. Αυτός ο κύκλος δραστηριότητας, συντελεί στη δημιουργία του δημοτικού τραγουδιού και τις πιθανές παραλλαγές του. Καθώς η όλη διαδικασία της δημιουργίας του διαδραματίζεται με εργαλείο τον προφορικό λόγο, απαντά κυρίως σε κοινωνίες όπου η γνώση της γραφής είναι ανύπαρκτη, αδύνατη ή μηδαμινή.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε στην Ελλάδα στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, και παράλληλα με άλλους λαούς της Βαλκανικής Χερσονήσου που μοιράζονταν την ίδια τύχη. Επειδή πρόκειται για προφορικό λόγο, είναι δυνατόν να έχουν περάσει στην εποχή μας δημοτικά τραγούδια, των οποίων οι στίχοι και τα μοτίβα ανήκουν σε ένα ή σε περισσότερα από εκείνα τα αυτοσχέδια τραγούδια. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να παρασύρει τον μελετητή, να προσθέσει σε αυτά τα μουσικά κληροδοτήματα που είχαν την τύχη να φτάσουν ως την εποχή του με ημιτελή φαινομενικά μορφή, στίχους άσχετους, καθώς πιστεύει ότι οι στίχοι αυτοί αποτελούν μέρος του τραγουδιού που θεωρεί ημιτελές. Δυστυχώς όμως αυτό και όταν ακόμη είναι σωστό, είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Κάτι ανάλογο συνέβη με τον Νίκο Πολίτη, μελετητή του Δημοτικού τραγουδιού, γνωστού από τη συλλογή του: “Το ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι”.
Ο Ν. Πολίτης υποστήριξε ότι η επανόρθωση των ελλείψεων ενός δημοτικού τραγουδιού είναι δυνατή όταν υπάρχουν άφθονες παραλλαγές, καθόσον αλληλοσυμπληρώνονται. Η ενέργεια όμως αυτή χαρακτηρίστηκε ως είδος «αυθαιρεσίας», κυρίως από μεταγενεστέρους μελετητές, γεγονός που υπαγορεύει την διαφύλαξη της όποιας μορφής στην οποία απαντά ένα δημοτικό τραγούδι.
Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι που έχει πατρίδα του την επί πέντε περίπου αιώνες, υπό την τουρκική κατοχή, Ήπειρο, καλλιεργήθηκε σε όλες τις περιοχές του ελληνικού χώρου. Είναι ίσως η σπουδαιότερη έκφραση ενός ταλαιπωρημένου λαού, του ελληνικού, που αιώνες παράδερνε υπό την τουρκική κατοχή, στερημένος τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ανάμεσα στα οποία τα σπουδαιότερα είναι τα δικαιώματα της εκπαίδευσης και της ελεύθερης θρησκευτικής κατεύθυνσης.
Το δημοτικό τραγούδι προσφέρει λογοτεχνικές εκπλήξεις στον ερευνητή και αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών. Στις μέρες μας η μελέτη του δημοτικού τραγουδιού επιτρέπει έμμεσα τη γνώση της ελληνικής παράδοσης της περιόδου εκείνης, που αποκαλύπτει ότι οι ρίζες της διακλαδώνονται σε προγενέστερες περιόδους που κάποτε φτάνουν έως και την αρχαία.
Το δημοτικό τραγούδι αποτελεί σημαντικό φορέα διάσωσης των ηθών, εθίμων, αντιλήψεων και δοξασιών του ελληνικού λαού της καθημερινότητας, της χρονικής περιόδου στην οποία ανάγεται. Με άλλα λόγια το δημοτικό τραγούδι επιτρέπει στο μελετητή να σχηματίσει μια εικόνα που πλησιάζει -αν δεν απεικονίζει- της καθημερινής πραγματικότητας του ελληνικού λαού της περιόδου της τουρκικής κατοχής, η οποία είναι πιθανόν και να έχει διαφύγει στις λεπτομέρειές της, την προσοχή και την αξιολόγηση που της άρμοζαν, από τους σύγχρονους λόγιους αυτής της εποχής και οι οποίοι προέρχονται ως επί το πλείστον, από εύπορες οικογένειες, καθόσον η μόρφωση αποτελεί κεκτημένο προνόμιο των πλουσίων.
Τα ενδιαφέροντα των λογίων της εποχής, διαφέρουν εκείνων του λαού, διότι απουσιάζει η αξιόλογη πνευματική ή κοινωνική επικοινωνία ανάμεσά τους. Και όταν ή όπου υπάρχουν πληροφορίες για τα ήθη, τα έθιμα, τις αντιλήψεις, τις πίστεις και τις δοξασίες του λαού, στα διασωθέντα ιστορικά ντοκουμέντα ή στα κείμενα των λογίων, δεν σημειώνονται με την απαιτούμενη ρεαλιστική έμφαση που τους αρμόζει, αλλά μάλλον συμπτωματικά, όπως άλλωστε συνέβη και με τη δημοτική ποίηση.
Ο Νίκος Πολίτης θεωρεί ότι η καταγραφή του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού αποτελεί σπουδαίο μέρος των μνημείων του λόγου του ελληνικού λαού. Στην εισαγωγή του σχετικού βιβλίου του, τονίζει τη σημασία του:
“Εξαίρετον αναντιρρήτως θέσιν μεταξύ των μνημείων του λόγου του ημετέρου λαού κατέχουν τα τραγούδια’ όχι μόνον ως ισχυρώς κινούντα την ψυχήν δια το απέριττον κάλλος, την αβίαστον απλότητα, την πρωτοτυπίαν και την φραστικήν δυναμιν και ενάργειαν, αλλά και ως ακριβέστερον παντός άλλου πνευματικού δημιουργήματος του λαού εμφαίνοντα τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του έθνους. Εις τάλλα είδη του λόγου, τας παροιμίας και τους μύθους, τα παραμύθια και τα αινίγματα, ων η μετάδοσις από λαού εις λαόν είναι ευχερής και συνήθης, τα παρειδύσαντα πολυπληθή ξένα στοιχεία καθιστούν δύσκολον την διάκρισιν του οθνείου από του ιθαγενούς. Αλλ’ εις τα τραγούδια και τας παραδόσεις ο εθνικός χαρακτήρ αποτυπώνεται ακραιφνής και ακίβδηλος”.
Έναντι του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, παρόμοια με εκείνη του Νίκου Πολίτη, θέση, έλαβε και ο Γάλλος μελετητής Φωριέλ, γνωστός φιλέλληνας, τον 19ο αιώνα. Ο Φωριέλ υποστήριξε τις ελληνικές θέσεις στην κρίσιμη περίοδο των αγώνων των Ελλήνων για την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού –που οδήγησαν τελικά στην επανάσταση του 1821- σχετικά με το θέμα της συνέχειας της ελληνικότητας των κατοίκων της ελληνικής χερσονήσου, έναντι του Γερμανού ιστορικού Φαλμεράγιερ, ο οποίος υποστήριζε σοβαρή ποσοστιαία -αν όχι κυρίαρχη- παρουσία του σλαβικού στοιχείου, στην Ελληνική χερσόνησο. Ο Φωριέλ τόνισε ότι το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, αυτούσιο, αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη της ελληνικότητας του λαού της ελληνικής χερσονήσου. Χαρακτήρισε μάλιστα τη γλώσσα των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, ως την ωραιότερη ανάμεσα στις γλώσσες της Ευρώπης.
Το Μοιρολόγι : Το μοιρολόγι εννοιολογικά: Από το ελληνικό Δημοτικό τραγούδι, το μοιρολόγι και οι μορφές του, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για τον πλούσιο λυρισμό τους, αλλά επιπλέον γιατί σε αυτά, παράλληλα με τις μνείες τις εποχής στην οποία διαπλάθονται, απαντούν και άλλες ιδιάζουσες –μνείες-, που ανάγονται στην περίοδο της αρχαιότητας και του Βυζαντίου.
Η λέξη μοιρολόγι -η σημασία της είναι γνωστά στους Έλληνες- φέρεται να έχει δύο διαφορετικές ερμηνείες, έτσι όπως υποστηρίζεται από δύο διαφορετικές ομάδες μελετητών.
Η λέξη κατ’ αρχήν είναι σύνθετη από δύο μικρότερες, τις: Μοίρα + Λόγος ή την Μύρα + Λόγος. Οι γλωσσολόγοι την ερμηνεύουν ανάλογα με την μορφή ή την γραφή που φέρει το πρώτο της συνθετικό, δηλαδή η λέξη μοίρα ή μύρα (μοιρο-λόγι, μυρο-λόγι). Έτσι κάποιοι από αυτούς υποστηρίζουν την ορθογραφία της λέξης με –οι= μοίρα, και ως τέτοια ερμηνεύεται το τραγούδι μεμψιμοιρίας, ενώ άλλοι υποστηρίζουν την ορθογραφία της με –υ = μύρα που σημασιολογικά ερμηνεύεται ως μύρωμα του νεκρού συνοδευόμενου από θρηνώδες άσμα.
Η διττή γραφή του ακουστικά τουλάχιστον, ενός όρου, χαρακτηρίζει δύο διαφορετικές αλλά ταυτόχρονες πράξεις, θα μπορούσε να πει κανείς, εφόσον εκτελούνται αμφότερες σε κάποια φάση της προετοιμασίας του νεκρού. Όταν πριν από τον ενταφιασμό εκτίθεται «για υστερνή» πλέον φορά ο νεκρός, το μοιρολόγι των δικών ή των φίλων μπορεί να συνοδεύεται με προσφορά λουλουδιών ή μυρωδάτων φυτών όπως είναι ο βασιλικός και άλλα, για να επικρατεί στην ατμόσφαιρα διάχυτο ένα φυσικό άρωμα.
Το μοιρολόγι σε τελική σημασιολογική ανάλυση, αποτελεί ως έμπρακτη έκφραση πλέον, το τραγούδι του πόνου και της μομφής κατά της ανθρώπινης μοίρας, εναντίον της ίδιας της φύσης του ανθρώπου, εναντίον της φύσης, εναντίον του Χάρου. Το μοιρολόγι ορμώμενο από αυτή τη θέση, δηλαδή από το στενό οικογενειακό-φιλικό περιβάλλον, μεταφέρεται στο ευρύτερο κοινωνικό, ή από την προσωπική υπόθεση και την περαιτέρω οικογενειακή, στην ευρύτερα κοινωνική του υφή, ως θρηνώδες άσμα πλέον για να εκφράσει τον βαθύ πόνο που προκαλούν, ορισμένα γεγονότα ή πράξεις ιστορικής υφής, συνόλων ή ατόμων μιας κοινωνίας. Για να κατευνάσει λοιπόν τον καθολικό πόνο της η Λαϊκή Μούσα, τραγούδησε με θρηνώδη άσματα την ιστορική καταστροφή εθνικών συνόλων ή ατόμων σε πολεμική εμπλοκή ή την άλωση σπουδαίων πόλεων, όπως της Αδριανούπολης και της Κωνσταντινούπολης, ή τη δυστυχία που έπληξε ηρωικούς χώρους όπως την Πάργα, την Κρήτη ή τα Γιάννινα.
Παράλληλα, ο λαός χρησιμοποίησε το θρηνώδες άσμα, για να εκφράσει τον πόνο του χωρισμού της ξενιτιάς, που είναι εξίσου ανυπόφορος με τον χωρισμό αγαπημένων από θάνατο. Την εποχή αυτή είναι δύσκολη ως ακατόρθωτη υπόθεση η αντιμετώπιση των αποστάσεων, καθώς πέρα από τα χρήματα που χρειάζονται και δεν υπάρχουν, απαιτούνται επιπλέον μεγάλα χρονικά διαστήματα για ένα μακρινό ταξίδι, και παράλληλα τα μέσα μεταφοράς είναι δυσεύρετα. Εξάλλου τα ταξίδια δυσχεραίνονται από τους κατακτητές ή τους κακοποιούς. Οπωσδήποτε και τα μέσα επικοινωνίας, όπως η επιστολογραφία, υπήρξαν συχνά αδύνατα αν όχι ανύπαρκτα.
Από τις ομάδες του μοιρολογιού που θα εξεταστούν σε αυτό το μελέτημα, αρχικά θα μας απασχολήσει το μοιρολόγι στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον και το πώς ετούτο διαμορφώνεται περαιτέρω στην κοινωνία της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας.