Καντάδες…
Από την ανέκδοτη Αυτοβιογραφία μου!
Copyright: Δρ Πιπίνα Δ. Έλλη (Dr Pipina D. Elles)
Αν νομίζετε πως οι καντάδες ήταν χαρακτηριστικό των Επτανησιωτών μόνο, λυπάμαι αλλά θα σας διαψεύσω. Στα Γιάννινα και εννοώ εδώ το Κάστρο μας, είχαμε αξιόλογους νέους που τραγουδούσαν όλα εκείνα τα πανέμορφα μεταπολεμικά τώρα πια τραγούδια, που τα συνώδευαν με καταπληκτικό ταλέντο στο παίξιμο της κιθάρας. Ο Λάκης του Γάκη και τα αδέρφια του που εργάζονταν ως υποδηματοποιοί, όπως ο πατέρας τους στην οδό Καλλάρη, αν θυμάμαι καλά, τραγουδούσαν πανέμορφα. Περνούσαν κάτω από τα παράθυρα της Καστρινής της φτωχογειτονιάς και με τη μελωδία τους την έκαναν να φαντάζει σαν η πλουσιότερη γειτονιά των Ιωαννίνων. Το παίξιμό τους και το τραγούδι τους δεν γνωρίζω αν τιμούσε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Νομίζω πως αγαπούσαν τόσο πολύ αυτό που έκαναν, που ξεκουράζονταν από τον καθημερινό πολύωρο μόχθο τους γυρνώντας τα βράδυα, έχοντας κλείσει το μαγαζί τους ή έχοντας αφήσει την παρέα τους κάπου έξω, για να πάνε για ξεκούραση και ύπνο στο σπίτι τους, που βρίσκονταν λίγο πιο κάτω από το σπίτι μας. Ήταν μία πολυμελής οικογένεια που τα παιδιά τους συνεχώς χαμογελούσαν και φαίνονταν ευτυχισμένα. Θυμάμαι τη μητέρα τους και κυρίως τα δύο κορίτσια τη Φωφώ και την Πίτσα, που φρόντιζαν να βοηθούν τη μητέρα τους στην προσπάθειά της να φροντίζει τη μεγάλη οικογένειά τους. Η μεγαλύτερη από τις δύο θυγατέρες της, η Φωφώ, ήταν μοδίστρα και η νεότερη, η Πίτσα, πήγαινε στο Γυμνάσιο. Με την Πίτσα είμαστε σχεδόν συνομήλικες. Βλεπόμαστε στο Γυμνάσιο συχνά και κουβεντιάζαμε. Ήταν ωραίοι, ευχάριστοι και γελαστοί άνθρωποι.
Ένας άλλος αξιόλογος κιθαρίστας στην πόλη μας, ήταν ο Τάκης Μουσαφίρης, ο οποίος εργαζόταν στο μαγαζί των Κυριαζή και Χολέβα, στο κτήριο της οδού Αβέρωφ, καλούμενο Μέγαρο Τοσίτσα, ως ωρολογοποιός, όταν τον γνώρισα κάπως καλύτερα, ώστε να χαιρετιόμαστε. Μόλις είχα τελειώσει το Γυμνάσιο Θηλέων. Αργότερα έγινε γνωστός και στον καλλιτεχνικό κόσμο των Αθηνών με την κιθάρα του και τις συνθέσεις του. Ο Τάκης ήταν ευγενέστατος νέος και με ήθος. Αργότερα η ικανότητά του στο τραγούδι και στην κιθάρα, τον απέσπασαν από την δουλειά εκείνη του ωρολογοποιού, στην οποία είχε προσφέρει αρκετά χρόνια και με επιτυχία.
Γενικά η πολιτεία μας διακρίνονταν για την αγάπη της στη μουσική: την Δημοτική, και την σύγχρονη, και επίσης στην παρουσίαση συνολικής απόδοσης με χορωδίες. Θυμάμαι στο δημοτικό ότι στο διδασκαλείο της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας, δίδασκε μουσική στους σπουδαστές, ο κ. Μαργαρίτης, ένας αδύνατος λευκομάλλης και μάλλον ηλικιωμένος καθηγητής. Τον θυμάμαι σε κάποιες μεγάλες εορτές όπου συμμετείχαν όλα τα σχολεία του ιδρύματος των Ζωσιμαδών. Κρατούσε την μπαγκέτα του και διηύθυνε από μία μικρή εξέδρα τοποθετημένη μπροστά στο σύνολο της χορωδίας των σπουδαστών. Πόσο την αγαπούσα την μουσική… πόσο αγαπούσα την χωρωδία… αυτό το μείγμα των φωνών από την Πρώτη ως την Τρίτη φωνή, ίσως και την Τέταρτη. Μου άρεσε το σόλο τραγούδι, μου άρεσε και η χωρωδία… Και εκείνο το μαντολίνο που έπαιζε ο κ. Κουνάβης, ο δάσκαλός μας στην έκτη τάξη, συνοδεύοντας το μουσικό μας ταξίδι… ναι… ήταν απόλυτα μαγευτικό…
Το Γυμνάσιό μας με τη βοήθεια της καθηγήτριάς μας της μουσικής, της δεσποινίδας Όλγας Μέντζου, σπουδαίας βιολονίστριας, είχε αποδόσει αρκετά καλά, σε σημείο ώστε με τη βοήθειά της πάντα, να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας ως χορωδία, στο φιλόμουσο κοινό της πολιτείας μας, και στην γνωστή αίθουσα του «Παλλάδιου», το 1960-61 αν θυμάμαι καλά.
Προσωπικά είχα προτάσεις από τη Δεσποινίδα Μέντζου μετά την αποφοίτησή μου από το Γυμνάσιο Θηλέων Ιωαννίνων, να συνεχίσω με τη χορωδία της πόλης μας «η φωνή σου έχει ένα χαρακτηριστικό μέταλλο», έλεγε και ξανάλεγε και είχε προσπαθήσει να με πείσει κάποιες φορές που είχαμε συναντηθεί στο δρόμο όταν πλέον φοιτούσα στο Πανεπιστήμιο… Μετά ζαήλαμε καθεμιά μας στα δικά της…
Παρόμοια είχε προσπαθήσει και πολύ ενωρίτερα από την δεσποινίδα Μέντζου, όταν ακόμη ήμουν μικρή μαθήτρια στο Γυμνάσιο Θηλέων, ο τέως στρατηγός Σταμόπουλος που εν αγνοία μου με άκουγε να τραγουδάω από το σπίτι του (τα σπίτια μας τα χώριζε ένα στενός διάδρομος) και μάλλον συχνά, από τα παράθυρα μας και μέσω των δικών του! Αποδείχτηκε πως το παράθυρό του ήταν συχνότερα, από ότι φαινόταν, ανοιχτό και από το δικό μας δωμάτιο ακούγονταν το τραγούδι μου. Μέναμε τότε όλη η μεγάλη οικογένειά μας, στην οδό Μανωλιάσσης -σήμερα Ναπολέοντος Ζέρβα-, στο σπίτι του καθηγητή κ. Σούλη (με ενοίκιο), ο οποίος ζούσε μόνιμα στην Αθήνα. Αυτός λοιπόν ο στρατηγός Σταμόπουλος, αδελφός του δικηγόρου Φωτίου Σταμόπουλου, του οποίου το μαγαζί ενοικίαζε ο πατέρας μου για πολλά χρόνια, στη οδό Λόρδου Βύρωνος, είχε προσπαθήσει κατ’ επανάλειψη να πείσει τον πατέρα μου, να με γράψει στο μοναδικό τότε Ωδείο Ιωαννίνων επί της οδού Αβέρωφ στην γωνία που κοιτάζει την Κάτω Πλατεία της πόλεως στον 2ο όροφο, γιατί θα μπορούσα να γίνω «μία δεύτερη Ν. Μούσχουρη» στην Ελλάδα, κι αυτό ήταν πολύ σπουδαίο για μένα την οικογένεια μας, την Πόλη μας και τη χώρα μας!» Πού ν’ ακούσει τέτοια πράγματα ο “στενοκέφαλος”, στα τέτοια, πατέρας μου: «Δε θα την κάνω με τα χέρια μου του δρόμου!» είχε πει όσες φορές που το είχαν προτείνει αυτός και κάποιοι φίλοι ή και άλλοι που με είχαν ακούσει από μικρή να τραγουδώ. Αργότερα στο Πανεπιστήμιο στο πρώτο έτος, είχε δημιουργηθεί μία χορωδία υπό τη διεύθυνση του Καθηγητού μας της Λαογραφίας κ. Δημήτριου Λουκάτου και συμμετείχα για το λίγο διάστημα που έζησε.
Στην Αυστραλία ήταν σα να έχασα τη φωνή μου. Δεν τραγουδούσα πια. Θαρρείς και είχα ξεχάσει τα τραγούδια που τραγουδούσα, θαρρείς και είχα χάσει τη μνήμη μου στον τομέα αυτό. Η φωνή μου έχασε με το πέρασμα του χρόνου την ελαστικότητά της. Το μέταλλό της αλοιώθηκε, αν και σήμερα ακόμη μπορώ να καυχηθώ για την ορθοφωνία μου και την ικανότητα να συλλαμβάνω τους ήχους, κάθε οργάνου χωριστά. Οι φωνές των μωρών μας ήταν ένα άλλο είδος μουσικής πότε χαρούμενης και πότε λιγότερο ευχάριστης και πολύ φοβάμαι είχε κυριαρχήσει με τρόπο απόλυτο στην ακοή μου και διαπερνούσε τις πτυχές της ψυχής μου.
Γυρνώντας πίσω στις χορωδίες της πόλης μας θα ήθελα να τονίσω ότι όπως ήταν γνωστό στην εποχή εκείνη οι άρρενες μαθητές, είχαν στο Γυμνάσιό τους καθηγητή της μουσικής τον κύριο Σαράντη, ο οποίος είχε οργανώσει μία πολύ ωραία εκκλησιαστική χορωδία στο Αρχιμαντριό, την εκκλησία της Παναγίας. Πολλοί έλεγαν ότι αυτή η χορωδία είχε γίνει κατά τα Κερκυραϊκά πρότυπα… αλλά τι σημασία είχε; Προσωπικά μου άρεσε πάρα πολύ. Τον άκουγα όταν ο πατέρας μου ήθελε να ανάψει ένα κερί στην Παναγία του Αρχιμαντριού! Ο κ. Σαράντης ήταν από την Κέρκυρα και επομένως της Κερκυραϊκής Σχολής… Θαυμάσια λοιπόν… είχε εμβολιαστεί η πολιτεία μας με αίμα εκτός της και πάντα προς όφελος των κατοίκων της. Αργότερα έμαθα και για την Εκκλησία των Ευαγγελιστών (πίσω από το πάρκο του Άλσους των Ηρώων Ιωαννίνων πάντα ) και την χορωδία τους, που σήμερα ακόμη το άγιον έτος του 2019 είναι ενεργή! Μπράβο τους!
ΤΕΛΟΣ