Τα παιδιά του Δαυίδ…
Copyright: Πιπίνα Δ. Ιωσηφίδου – Έλλη (Dr Pipina D. Elles)
Απόσπασμα από την Ανέκδοτη Αυτοβιογραφία μου
Η πολιτεία μας είχε τους ξεχωριστούς τους δικούς της ξεχωριστούς ανθρώπους, τους Εβραίους της, συνήθως αγαπητούς, που πάλευαν να κερδίσουν τίμια το ψωμί τους. Ήταν αξιοπρεπείς και καθώς ζούσαμε πολύ κοντά, μαζί τους, μοιραζόμαστε ο ένας τις συνήθειες του άλλου. Κάποιοι από αυτούς είχαν παντρευτεί χριστιανές, ενώ κάποιοι από τους χριστιανούς είχαν παντρευτεί Εβραίες, που είχαν βαπτιστεί χριστιανές πριν από τον γάμο τους. Δύο ή τρεις φορές πήγαμε ως οικογένεια στην Εβραϊκή Συναγωγή, ως καλεσμένοι, όπως στον γάμο της Λόλας και του Μιχέλη ή στην περιτομή του πρώτου γιου τους.
Είχαμε λοιπόν φίλους Εβραίους, όπως είχαμε και χριστιανούς. Η μητέρα μου με την θεία μου Ελιζαμπέτα, είχαν αναπτύξει φιλικές σχέσεις με δύο γυναίκες που έφεραν το ίδιο πρώτο όνομα -Νίνα- και οι οικογένειές τους ήταν γνωστές και πολύ αξιοπρεπείς, στην μικρή κοινωνία του Κουρμανιού και του Κάστρου.
Η μία οικογένεια ήταν του έμπορα, Ναούμ, που πουλούσε είδη κρεββατοκάμαρας… κρεββάτια και τα παρόμοια, στην αρχή της οδούς Ανεξαρτησίας και στα δεξιά πλευρά της. Ο Ναούμ και η Νίνα -είχαν δύο κόρες- την πρώτη τους την είχαν ονομάσει Άννα, την δεύτερη δεν θυμάμα. Η άλλη οικογένεια ήταν του Άλμπερτ και της Νίνας και είχαν δύο γιους. Η Νίνα του Αλμπερτ, ήταν αδερφή των: Μιχέλη και Σαμίκου που είχαν το γαλακτοπωλείο στην οδό Καλλάρης, κοντά στο εμπορικό των θείων μου.
Στο Pass-Over ή το Πάσχα των Εβραίων -όπως λέγαμε εμείς οι Γιαννιώτες-, έφτιαχναν ένα ελαφρύ ψωμί, τετράγωνο και τραγανό σαν μαλακιά γαλέτα , σε αναπαράσταση ίσως του μάνα. Έδιναν και σε εμάς, τα πιτσιρίκια των οικογενειών ποιυ νοίκιαζαν τα σπίτια τους, αλλά η μητέρα μου μας απαγόρευε να το τρώμε, καθώς σχετιζόταν με την γιορτή τους, του Πάσχα. “Η φιλία φιλία, και η θρησκεία θρησκεία”, έλεγε τονίζοντας η μάνα μου τη διαφορά της πίστης μας από τη δική τους. Προσπαθούσε με επιχειρήματα να μας πείσει, ότι δεν πρέπει να ασπαζόμαστε κάποια πράγματα, ασύμφωνα με τη δική μας θρησκεία, χάριν της φιλίας. Όταν φύγαμε από το σπίτι του Μιχέλη, είχα κλείσει τα επτά μου χρόνια.
Πολλοί από τους συμπολίτες μου -τουλάχιστον οι Γιαννιώτες- που αγαπούν την λογοτεχνία και τους απασχολεί η πνευματική ζωή του τόπου- γνωρίζουν τον Γιοσέφ Ελιγιά, τον Εβραίο που με τους στίχους του, που έφερε κοντά τους Χριστιανούς και τους Εβραίους, καθώς ο ίδιος είχε αγαπήσει την πολιτεία μας αύτανδρη, με τα ελαττώματά της και τα καλά της.
“Το μεγάλο παιδί το αγαθό το πιστό
που ήταν όλος καρδιά καλωσύνη
αν κι Εβραίος πάει να βρη το Χριστό
στων ψυχών που τη λεν βιβλική τη γαλήνη .”
Σ’ αυτό το σημείο, θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η ευλογημένη πολιτεία, η δική μας πολιτεία, έχει αναδείξει ανθρώπους που αγάπησαν και καλλιέργησαν τη λογοτεχνία, και εξακολουθεί να γεννάει ανήσυχους διανοούμενους, που με τον όποιας μορφής γραπτό λόγο, υψώνουν τη φωνή τους για τα κοινά, τα πανανθρώπινα κεκτημένα, που οι αδιάντροποι τείνουν να παζαρεύουν με στόχο την τελική καταλυσή τους.
Και δε θα ξεχάσουμε να μνημονεύσουμε εδώ και πάλι τους ευεργέτες μας Εβραίους και Χριστιανούς, που βοήθησαν την ιδιαίτερη πατρίδα τους, και πέρα από αυτήν την χαροκαμμένη εν γένει Ελλάδα, ξεπληρώνοντας μάλιστα τα δάνειά της μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως ο Γεώργιος Αβέρωφ, τραπεζίτης στην Αίγυπτο.
ΤΕΛΟΣ