Η στοιχειωμένη λεωφόρος (The spooky Highway )

Απόσπασμα από την νουβέλα (όπως στην επιγραφή… )

“Η Στοιχειωμένη Λεωφόρος” 

Copyright: Πιπίνα Δ. Έλλη (Pipina D. Elles)

**********************

“Εκεί λοιπόν, στην περίφημη πλέον «στοιχειωμένη» λεωφόρο, στο Oxley Hwy, τα είχαν καταφέρει να φτάσουν μόλις πριν κλείσει το δίωρο. Επικρατούσε μία εκκωφαντική γαλήνη. Η φύση υποκρινόταν ότι κοιμόταν. Η ζωή έσφιζε σιωπηλή, σαν την κουφόβραση…
-Πολύ περίεργο… δε νομίζεις; Κι αυτό εκεί, το ασυνήθιστο φως! Τι νά ‘ναι τάχατις; ρώτησε η κυρά Λαμπρινή η μητέρα της Τίνας.
Ο Θάνος την κύτταξε και κούνησε το κεφάλι.
-Γυναίκα! Αυτό είναι που λένε το νεκροταφείο της φύσης, έστω κι αν αυτά τα φυτά είναι καταπράσινα, επομένως ολοζώντανα. Όσο για το φως… δαίμονας ή παράδεισος… τι σε νοιάζει και τι σε σκιάζει, μεγάλη γυναίκα που είσαι;
-Βρε λείπουν και τα πετεινά… Τι άραγες να σημαίνει ετούτο; μήπως έρχεται κανένας σεισμός; είπε η μητέρα του Τζορτζ.
-Μπορεί και να φτάσαμε μετά από το σεισμό… είπε μυστηριωδώς ο Λάμπρος.
Ένα γλυκύτατο γαλαζοπράσινο χρώμα επικρατούσε σ’ όλη την ατμόσφαιρα. Η ομορφιά της γαλήνης θα πρέπει να ήταν στο αποκόρυφο της αποκάλυψής της. Η Τίνα κύτταξε τον «Τζόρτζη» με αγάπη. Ήξεραν που βρίσκονταν. Το περιβάλλον ετούτο το είχαν ζήσει, το είχαν ονειρευτεί.
Σταμάτησαν σε μία στροφή. Και τότε είδαν. Ήταν εκεί μπροστά τους εκείνος, όμορφος ψηλός με ξανθά μαλλιά που έλαμπαν θαρρείς, με μάτια που φάνταζαν σαν καταγάλανοι ουρανοί. Ντυμένος σε μία φωσφορίζουσα γαλαζοπράσινη στολή, στεκόταν στην άκρη του δρόμου, δίπλα στα πανύψηλα δέντρα και περίμενε… Τους περίμενε…
«Τζόσλυ!» ψιθύρισε η Τίνα χωρίς όμως ν’ αρθρώνει λέξη φωναχτά. «Ήρθες να μας πάρεις. Φίλε μου δε θέλω να σ’απογοητέψω, όμως δε θέλω ν’ αφήσω τα παιδιά μου και τους γέρους γονείς μας… Άσε μας να πεθάνουμε κοντά τους… Σε ικετεύω…» Έκπληκτη και πάλι η Τίνα άκουσε τον Τζόσλυ να της απαντάει: «Τίνα, δε θέλω να σου στερήσω τους αγαπημένους σου. Όμως δε θα σε χαρούν για καιρό… πεθαίνετε εσύ και ο Τζορτζ και η μόνη ελπίδα σας είναι να έρθετε μαζί μας στον δικό μας πλανήτη. Εκεί υποσχέθηκα στο Λάμπρο, ότι θα προσπαθήσουμε για την αγάπη τους προς εσάς και τη δική σας προς αυτά να κάνουμε ό,τι μπορούμε καλύτερο! Ηρέμησε λοιπόν… Είναι προσωρινά τα μέτρα αυτά. Κοιμήσου». Ο Τζορτζ διαισθάνθηκε την επαφή της Τίνας με τον Τζόσλυ. Τελικά άκουσε τον Τζόσλυ να τον καλεί να βοηθήσει την Τίνα να ξεπεράσει αυτό το στάδιο του πόνου… «Πώς;» ρώτησε ο Τζορτζ. «Κύτταξέ την στα μάτια και θα καταλάβει» απάντησε ο Τζόσλυ. Ο Τζορτζ κύτταξε την Τίνα επίμονα στα μάτια με μια πρωτόγνωρη λατρεία. Την αγαπούσε και ποτέ ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε νιώσει πόσο θα του έλειπε, όταν θα τους χώριζε ο θάνατος. Ήταν καταπληκτικό αυτό που τους συνέβαινε. Ξαφνικά μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη της και να επικοινωνεί μαζί της. «Είναι γιατί πεθαίνουμε;» ρώτησε τον Τζορτζ η Τίνα. «Όχι βέβαια! Είναι γιατί έχουμε γίνει κομμάτι σαν τον Τζόσλυ. Μας μετέφερε τις ικανότητές του τηλεπαθητικά. Είναι υπέροχο!.. Θέλω να σου πω ότι σ’ αγαπάω και θέλω να γίνουμε καλά και να ξαναζήσουμε φυσικά τη ζωή μας… εδώ στη γη ή σ’ άλλον πλανήτη… αδιάφορο… Με κατάλαβες;» Η Τίνα χαμογέλασε αχνά: «Θαρρώ πως ναι… είσαι ανεπανόρθωτος καλέ μου!» «κι εσύ πολύ γλυκειά, καλή μου!» απάντησε ο Τζορτζ χαρούμενος κιόλας γι αυτή τη σπουδαία τηλεπικοινωνία. «Είμαι πολύ κουρασμένη. Θέλω να κλείσω τα μάτια μου!» «Όχι δεν μπορείς. Σε λίγο θ’ ανταμώσουμε τον Τζόσλυ από πολύ κοντά, και θα δεις την θετική εξέλιξη των πραγμάτων. Πλησιάζουμε… Ένα μόλις βήμα, μία στιγμούλα μόνο απέχουμε από την ανατροπή αυτής της κατάστασης. Υπομονή. Μην αφήνεις στιγμή το νου σου να αποτραβηχτεί από τον δικό μου. Μ’ ακούς; Δεν μπορώ να ζήσω στιγμή χωρίς εσένα. Θα το κάνεις λοιπόν για χάρη μου. Πρέπει να ζήσεις για μένα!..»
Η Τίνα άνοιξε τα μάτια της. Είχε χάσει το κοντρόλ τους. Τον κύτταξε με παράπονο. «Κουράστηκα θέλω να κοιμηθώ καλέ μου. Λυπήσου με!» Ο Τζορτζ έσφιξε την παλάμη της με μία ύστατη προσπάθεια. Βρήκε τη δύναμη και τη φίλησε στα μαλλιά και τα δάκρυά του κύλησαν ζεστά στις δικές της παρειές.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στον Τζόσλυ. Ο Λάμπρος και ο παππούς άνοιξαν βιαστικά τις πόρτες. Ο Τζόσλυ μετακινήθηκε ήρθε κοντά τους.
-Όλα έτοιμα; ρώτησε σιγανά.
-Ναι, όλα έτοιμα, είπε ο Λάμπρος. Έλα Μαίρυλιν. Ελάτε λοιπόν.
Ο παππούς οι γιαγιάδες και η Μαίρυλιν βγήκαν γρήγορα από το αυτοκίνητο.
-Που πάμε γιε μου; ρωτησε η γιαγιά από τη μεριά της Τίνας.
-Θα μεταφέρουμε τη μαμά και τον μπαμπά στο νοσοκομείο γιαγιά. Και μας χρειάζονται όλους αλήθεια.
-Με τι θα πάμε παιδί μου;
-Με αεροπλάνο γιαγιά.
-Και ύστερα;
-Δεν υπάρχει ύστερα γιαγιά! Περίμενε και θα δεις.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει το λόγο της. Ένα μεταλλικό ιπτάμενο όχημα που έμοιαζε με λεωφορείο είχε προσγειωθεί αθόρυβα, καταμεσίς του δρόμου, εκεί σε απόσταση λίγων βημάτων. Ο Τζόσλυ ακούμπησε την παλάμη του δίπλα στην είσοδο. Ένα φως έλαμψε και αμέσως ύστερα η είσοδος στο ασυνήθιστο ετούτο όχημα, άνοιξε. Δύο άνθρωποι με απόκοσμο ύφος σιωπηλοί και ευκίνητοι έσπευσαν να βοηθήσουν τους δύο ασθενείς.
«Όλοι έτοιμοι λοιπόν;» ρώτησε ο Τζόσλυ τα δύο αδέρφια τηλεπικοινωνιακά. Εκείνα ένευσαν καταφατικά.
Σε πέντε-επτά λεπτά όλοι είχαν επιβιβαστεί. Το όχημα, εγκατέλειψε το δάπεδο του δρόμου ήσυχα και ξαφνικά, όπως ακριβώς είχε εμφανιστεί. Ο Τζόσλυ παρακολουθούσε και επέβλεπε τα πάντα μέσα σ’ εκείνο το μεταφορικό μέσο. Η Τίνα και ο Τζορτζ μεταφέρθηκαν σε ένα ιδιαίτερο τμήμα του οχήματος, που χωριζόταν από τους άλλους με ημιδιάφανη συρτή πόρτα. Η Μαίρυλιν δάγκωνε τα χείλια της νευρικά και ο Λάμπρος προσπαθούσε να ηρεμήσει τις γιαγιάδες.
-Μα γιε μου, δεν ακούω, δεν βλέπω τίποτα.
-Έχεις δίκιο κυρά συμπεθέρα! είπε ο Θάνος στη μητέρα του Τζορτζ.
-Λάμπρο μου πού είμαστε παλλικάρι μου; Δεν πιστεύω να μας έχουν απαγάγει aliens; ρώτησε πάλι εκείνη.
Ο παππούς γέλασε.
-Μπράβο συμπεθέρα! Από πού τά ‘μαθες εσύ αυτά; ρώτησε χαμογελώντας ο Θάνος.
-Τι λες συμπέθερε; Πού ζούμε; Πίσω στο χωριό πενήντα χρόνια πριν; Τόσα έργα βλέπουμε. Τόσα διαστημικά. Έτσι κι αλλιώς αυτό που έγινε με τον Τζόρτζη και την Τίνα ακόμη δεν το έχουμε καταλάβει.
Ο παππούς γελάει.
-Ε… και τι θα λέγατε γερόντισσες αν πηγαίναμε μία βολτίτσα στο διάστημα. Ε;
-Θα έλεγα ότι θα ήταν υπέροχα. Αφού είμαστε όλοι μαζί… τι σημασία έχει; Και στου διαόλου θα πήγαινα αν είμαστε μαζί… Τι θαρρείς; Φοβάμαι; απάντησε η γυναίκα του και η μητέρα του Τζορτζ διαφώνησε κουνώντας την κεφαλή της
-Αχ, μωρ’ συμπεθέρα να με σχωρνάς… αλλά είναι αμαρτία να μιλάς έτσι.
-Συγγνώμη συμπεθέρα μου έχεις δίκιο. Φταίει ο άντρας μου που μου λέει ανοησίες. Ανοησίες λέει, ανοησίες θ’ ακούσει, είπε η μητέρα της Τίνας.
-Έλα γιαγιά κι εσύ γιαγιά Μαίρη… Σας παρακαλώ ηρεμείστε. Ό,τι κάνουμε το κάνουμε για τον μπαμπά και τη μαμά. Όπου και να πάνε ή να πάμε… αρκεί να τους δούμε και πάλι καλά, είπε η Μαίρυλιν με υπομονή.
-Ναι θυγατέρα μου. Έτσι είναι.
Ο παππούς απευθύνθηκε στο Λάμπρο.
-Πώς σου φαίνεται γιε μου αυτό το ιπτάμενο λεωφορείο;
-Πολύ όμορφο παππού, πολύ αναπαυτικό και πολύ ήσυχο; Κι εσένα; ρώτησε με τη σειρά του ο Λάμπρος.
-Ναι θα συμφωνήσω μαζί σου. Να σε ρωτήσω γιε μου. Αυτός ο Τζόσλυ… τι μέρος του λόγου είναι; Τον άκουσα κομμάτι στο όνειρό μου, τα κουβεντιάσαμε –δε λέω- αλλά να, ξέρω κι εγώ; Εσύ που με νιώθεις… δυσκολεύομαι να καταλάβω κάποια πράγματα. Καλό παλικάρι φαίνεται… λιγομίλητο… έτσι; ρώτησε τελικά ο παππούς.
Ήταν μάλλον νευρικός, αγχομένος ο παππούς ο Θάνος.
-Ο σωτήρας των γονιών μου, είναι παππού. Και ετοιμάζεται να μας βοηθήσει άλλη μια φορά, απάντησε ο Λάμπρος σιγανά.
-Ναι καλά… αυτό το κατάλαβα… Πού πάμε γιε μου; Πες μου την αλήθεια, είπε ο Θάνος.
-Στον πλανήτη Άρτεμη παππού.
-Πού είναι αυτό το μέρος παιδί μου; Το όνομα είναι δικό μας, αρχαιοελληνικό. Μπας και με δουλεύεις Λάμπρο μου; επέμενε να ρωτάει με νευρικότητα ο παππούς.
-Οι περιστάσεις δεν το επιτρέπουν αυτό παππού και το γνωρίζεις. Είναι ένα πειραματικό χωριό… Νομίζω, δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Θα μας φιλοξενήσει για λίγο ώσπου να δούμε πώς θα βοηθηθούν οι γονείς μου.
-Και εμείς; έπρεπε να έρθουμε κι εμείς;
-Ναι παππού. Γιατί δεν ξέρουμε πόσος καιρός χρειάζεται γι αυτή την υπόθεση. Πώς να σας αφήναμε ολομόναχους πίσω; Ο Τζόσλυ υπήρξε πολύ γενναιόδωρος και φιλόξενος παππού. Δε νομίζεις;
Ο παππούς έχει και δεν έχει πειστεί με όλα όσα συμβαίνουν τόσο γρήγορα και χωρίς επιπλοκές. Κάθεται όμως σιωπηλός και με μισόκλειστα μάτια σκέφτεται. Παρακολουθεί τη γυναίκα του και τη συμπεθέρα του. Η αλήθεια είναι ότι δεν του άρεσε να ταξιδεύει στον αέρα και τώρα πήγαινε στο διάστημα. Δεν ήταν όπως εκείνα που έβλεπε στον κινηματογράφο ή στα επίκαιρα. Εδώ ταξίδευαν χωρίς μάσκες, χωρίς προβλήματα… Δεν ήταν ενδιαφέρον; Σκέφτηκε τις γερόντισσες…
«Κακομοίρες! Δεν μας λένε ολάκερη την αλήθεια! Όμως τι σημασία έχει; Όλα γίνονται από αγάπη στον Τζορτζ και στην Τίνα μας… Επομένως…» σκέφτεται με συμπόνοια.
Είναι «δαρμένος κορμός» ο παππούς που αντέχει πιότερο στη συμφορά και στον πόνο. Δεν είναι σπουδαίο το μυστικό του. Απλά έχει τη συνταγή του να είσαι άνθρωπος. Έχει αποδεχτεί ότι «η ανθρώπινη μοίρα σ’ ένα μόνο τους εξισώνει όλους πάνω στη «ρημάδα τη γη: στο θάνατο!» Κανείς δεν ξέφυγε ποτέ από αυτόν, γιατί αυτή είναι η σειρά εκείνου που γεννιέται: να ζει και να πεθαίνει… τα υπόλοιπα είναι μικροπράγματα που καρυκεύουν το χρόνο για να περνάει, εφόσον η ανθρώπινη αποστολή έχει έρθει σε πέρας με την αναπαραγωγή, όπως ορίζει η όλη αυτή υπόθεση. Μαθές είναι το έξυπνο κόλπο της Φύσης, ένας κύκλος που αν δεν τον αποδεχτείς, γίνεσαι πολύ δυστυχισμένος καθώς όλοι οι αγαπημένοι σου κάποια στιγμή σ’ αφήνουν ή τους αφήνεις. Αιώνιος ύπνος είναι αδερφέ! Αυτός είναι και μην το ψάχνεις παραπέρα!» έλεγε ο παππούς συλλογισμένος, όταν άκουγε ότι κάποιος αποδημούσε στο όνειρο! Το είχε φιλοσοφήσει το «θέμα» και αυτή τη στιγμή πετώντας για ένα άλλον πλανήτη σκεφτόταν ότι «ο θάνατος είναι μία πολυτέλεια στην τελική!»

Ένας Αρτεμήσιος -έμοιαζε με τον Τζόσλυ-, ευγενικός και σιωπηλός εμφανίζεται σπρώχνοντας ένα τρόλεϋ με ράφια. Σε κάποια από αυτά υπάρχουν καλυμμένα πλαστικά σκεύη. Φαίνεται να εμπεριέχουν τροφή. Σε άλλα είναι αραδιασμένα σφραγισμένα πλαστικά κύπελλα, με φανερά πόσιμο περιεχόμενο. Ευγενικά ρωτάει τον παππού αν είναι καλά και αν θέλει να φάει ή να πιει κάτι. Ο παππούς σκέφτεται μία στιγμή και ύστερα μπαίνει στον πειρασμό να πει «ναι». Όχι γιατί πεινάει αλλά από περιέργεια. Για να δει τι είδος τροφών ή ποτών περιέχουν, αυτά τα πλαστικά σκεύη. Ένα πράγμα δεν βλέπει: μαχαιροπήρουνα, κουτάλια… Ο άνθρωπος που φέρει το όνομα Ταλ σε είδος φραγίδας πάνω στη στολή του, απλώνει το χέρι του και ακουμπώντας το κάθισμα του παππού στο μπράτσο της πολυθρόνας του, βοηθάει στο να παρουσιαστεί ένα τετράγωνο, σαν τραπεζάκι. «Πού να το φανταστώ αυτό;» σκέφτεται ο παππούς, και προσπαθεί να κρύψει την έκπληξή του από εκείνο το ξαφνικό. Οι δυο ηλικιωμένες γυναίκες κυττάζουν με απορία. Δεν ήταν ότι δεν ήξεραν από αεροπλάνα, «αλλά όλο αυτό το πράγμα, ήταν κομμάτι αλλοιώτικο», έτσι είχε πει κάποια στιγμή η γιαγιά Μαίρη στη συμπεθέρα της τη Λαμπρινή, τη μητέρα της Τίνας.
-Μωρ’ συμπεθέρα μου, τι μας μέλλεται να ιδούμε ακόμα; λέει η Λαμπρινή σκύβοντας προς τη μεριά της Μαίρης.
-Νεωτερισμοί συμπεθέρα μου! απαντά εκείνη ήσυχα.
Ο Ταλ σερβίρει σε όλους ένα καλυμένο σκέυος και ένα κύπελλο.
Προχωράει στη Μαίρυλιν και στο Λάμπρο.
-Ευχαριστώ… μόνο το κύπελλο, λέει η Μαίρυλιν.
-Παρακαλώ πάρτε και το σκεύος. Χρειάζεστε το περιεχόμενό του. Ταξιδεύετε σε άλλον Γαλαξία, συμβούλεψε ο Ταλ.
-Μωρέ γιε μου, τι σόϊ προζύμι είναι ετούτο; ρωτάει ξαφνικά ο παππούς, τη στιγμή που οι δύο ηλικιωμένες γυναίκες κύτταζαν σαστισμένες το περιεχόμενο του σκεύους, που ο ευγενής Ταλ τους είχε προσφέρει.
Ο Λάμπρος ψύχραιμα, ανοίγει το δικό του και πιάνοντας με τα δάχτυλά του τον κύβο, που αλήθεια μοιάζει με ζύμη, το μασουλάει χωρίς να μιλάει. Η Μαίρυλιν τον ακολουθεί. Οι υπόλοιποι κυττάζουν σαστισμένοι.
-Έλα παππού! Ξέρεις ότι μόνο σωστά πράγματα προσφέρει το ευγενές προσωπικό του αεροσκάφους. Δοκιμάστε και θα δείτε, είπε ο Λάμπρος
Μια ευφορία κατέλαβε τον Λάμπρο. Λες και είχε ξαφνικά αναζωογονηθεί. Στην πορεία πήρε το κύπελλο και το άνοιξε προσεκτικά. Ένα ροζ υγρό -μύριζε μούρα- έλαμπε μέσα στο κύπελλο. Το ήπιε αργά. Ήταν τόσο δροσιστικό!
– Λάμπρο! Ξέρεις τι μου θυμίζουν αυτά; Το μάνα και το νέκταρ… είπε σιγανά η Μαίρυλιν.
Ο Λάμπρος κούνησε το κεφάλι του.
-Δε θ’ απορούσα αν μου έλεγαν ότι όντως είναι αυτά.
Η γιαγιά Μαίρη κύτταξε τη συμπεθέρα της τη Λαμπρινή.
-Συμπεθέρα, ξέρεις τι λένε οι γραφές για το μάνα! Λες να πετάμε στον Παράδεισο; είχε ακούσει το διάλογο των νέων.
-Πού να ξέρω η κακομοίρα; απάντησε η Λαμπρινή.
Δεν μπορούσε να το βάλει στο στόμα της εκείνο το πράγμα. Ένιωθε πως αμάρταινε για το χατήρι του «ανθρώπινου» φαγητού. Να μην πιει όμως κάτι; Άνοιξε λοιπόν προσεκτικά το κύπελλο. «θα το δοκιμάσω κι ό,τι βγει», σκέφτηκε και ακούμπησε το κύπελλο στα χείλια της.
-Είναι πολύ καλό συμπεθέρα μου! Δοκίμασέ το, πιές το, σου λέω αλήθεια, είπε η Μαίρη που την έβλεπε διστακτική.
Ο παππούς μεσολάβησε.
-Δεν βλέπετε τ’ αγγόνια μας; Τι φοβάστε γριές γυναίκες;
-Καλά λες Θάνο μου, είπε η Λαμπρινή και αφού δοκίμασε λίγο από το ποτό, άρχισε τώρα να μασουλάει αργά τον κύβο που ήταν μέσα στο σκεύος απάνω το τραπεζάκι της.
-Δεν είναι καλό; Ε; ρώτησε ο Θάνος τη γυναίκα του.
-Έχεις δίκιο άντρα μου! Φαίνεται… βιταμινούχο! Τι λες; Αισθάνομαι κιόλας καλύτερα, είπε εκείνη ψευτοχαρούμενη.
-Έτσι ε; Για να δούμε! γέλασε η Μαίρη και δάγκωσε κι εκείνη ένα μικρό κομματάκι από εκείνο που της έμοιαζε με μισόστεγνη μαγιά. Καμμία σχέση όμως με την όποια μαγιά. Αυτό ήταν «μια χαρά νόστιμο», έτσι ακριβώς, όπως είχε πει η Μαίρυλιν για να τους πείσει να το φάνε.
Έτσι όπως αναπαύονταν στις πολυθρόνες τους, τους αγκάλιασε ο ύπνος. Δεν υπήρχαν όνειρα, παρά μόνο ένας ύπνος βαθύς, ευεργετικός, αναζωογονητικός, θαυματουργός. Ένα είδος σταθερού παραβάν σύρθηκε αυτόματα και χώρισε το χώρο των ηλικιωμένων, από εκείνο των νέων.
Ο Τζόσλυ συνοδευμένος από τον Ταλ και ένα τρίτο μέλος του πληρώματος, τον Μόρνο, ήρθε και στάθηκε έξω και μπροστά από το θάλαμο όπου όλη η οικογένεια είχε αποκοιμηθεί χωριστά από εκείνο τον ιδιαίτερο χώρο όπου νοσηλεύονταν ο Τζορτζ και η Τίνα, ακριβώς απέναντί τους.
-Τι νομίζεις Μόρνο; Θα τα καταφέρουμε μαζί τους; ρώτησε ο Τζόσλυ.
-Καπετάνιε ανησυχώ για τους γέροντες, απάντησε ο Μόρνο.
-Γέροντες! Αυτοί που αποκαλείς «γέροντες», είναι ακμαιότατοι. Τι νομίζεις ότι είναι ο Τζορτζ και η Τίνα αυτή τη στιγμή; Δύο αναστημένοι νεκροί που μέχρι τη στιγμή που ήρθαν και μας βρήκαν, τραβούσαν κατ’ ευθείαν στον αφανισμό. Είναι μία σπουδαία ευκαιρία να δοκιμάσουμε σε αυτούς τον ορό της «μακροζωίας», το Αρτεμίσιο 2. Οι γέροντες δε θα αρρωστήσουν ή θα υποφέρουν, αν διατηρήσουμε κάποια ισορροπία στο περιβάλλον τους και τη δίαιτά τους. Το ζεύγος Λαβίδη είναι που χρειάζεται την προσοχή μας καθώς η περίπτωσή τους είναι εξαιρετικά σπάνια. Αν το Αρτεμίσιο 2 επιφέρει τα ποθητά αποτελέσματα, τότε θα μας δοθεί η ευκαιρία να διαπιστώσουμε κατά πόσον είναι εφικτό να μακροημερεύσουν οι γήινοι. Επιπλέον γεννάται η πιθανότητα της παροχής αυτού του αγαθού στους γήινους, κάποια στιγμή στο μέλλον, αν και όταν αυτοί θα έχουν ωριμάσει. Στην χειρότερη περίπτωση ίσως να περιοριστεί η προσπάθειά μας στη μύηση της «αρτεμίσιας μέθοδου μακροζωΐας με limitations».
Ο σπόρος της φυλής μας, αν και αδερφός εκείνου των Ελλήνων του Υπερπέραν, έχοντας εξελιχθεί στον πλανήτη μας, έχει τα προνόμια της μακροβιότητας και της ευφυΐας. Η διαφοροποιημένη σύνθεση της Γης, ως πλανήτη και η ατμόσφαιρά της, καθορίζουν τη βραχυπρόθεσμη διαβίωση των κατοίκων της. Για την επιτυχία αυτής της επαναστατικής μεθόδου, όπως γνωρίζεις, εργάστηκαν και αγωνίστηκαν για δεκάδες χρόνια οι προκάτοχοί μας και εμείς -οι συνεργάτες μου και εγώ- συνεχίζουμε το αξιόλογο έργο τους και για τα δύο στάδια αυτού του βιολογικού πειράματος, πρωταρχικά για το Αρτεμίσιο 1, που εφαρμόστηκε στην περίπτωση του Τζορτζ και της Τίνας, είπε ο Τζόσλυ και συνέχισε σε τόνο που επεβεβαίωνε την έγνοια του:
-Είναι δύσκολο να οργανώσει κανείς τους σημερινούς εκπροσώπους του αρχαιοελληνικού στοιχείου και τους λοιπούς γήινους, γενικά. Όπως είπα και πριν, τα γονίδια του αρχαιοελληνικού στοιχείου έχουν αλλοιωθεί με την είσοδό τους στο γήινο περιβάλλον. Επικράτησε μία κατάσταση που επιδεινώθηκε με την πάροδο του χρόνου. Οι αντιξοότητες που αντιμετώπισαν οι αληθινοί απόγονοί τους, συνετέλεσαν, ώστε σήμερα, μαζί με τους άλλους κατοίκους της Γης, να υστερούν ως προς τα χαρίσματα που τους διέκριναν αρχικά και κυρίως ως προς την αντικειμενικότητα, τη γενναιοδωρία… «την ανθρωπιά», όπως λένε μονολεκτικά.
Κατ’ αρχήν στερούνται της ομόπνοιας. «Τρώγονται» για τα προσωπικά τους συμφέροντα και αφήνουν τη ζήλεια να προκαλεί χάσματα ανάμεσά τους. Δεν προοδεύουν για το καλό του συνόλου ή του τόπου αλλά για το άτομό τους. Η φράση «γιατί αυτοί και όχι εμείς… όχι εσύ αλλά εγώ!..» απέβη σύνθημα που αποδεικνύει την κοντοφθαλμία τους. Οι κλίκες και τα μικροσυμφέροντα, το ρουσφέτι και η λασπολογία, διαφαίνονται στην καθημερινότητα και αυτό το συνονθύλευμα, βάζει φρένο στην πρόοδο του έθνους, και του κάθε έθνους, εννοείται. Εν ολίγοις… συμβάλλουν αρνητικά στην πολιτική ζωή του τόπου. Αυτό το νεοτερίζον καθεστώς οδηγεί τις νέες γενεές να σκύβουν το κεφάλι, να σηκώνουν τα χέρια ψηλά και να υποκύπτουν στο κατεστημένο… έτσι μοιρολατρικά.
Μιλάμε για τους απογόνους των αρχαιοελλήνων και γενικότερα για τους γήινους… Ναι… Είναι ακόμη κομμάτι θερμόαιμοι, ξεροκέφαλοι… τυφλοί. Και όταν ακόμη δεν είναι είναι άχρηστοι για τον εαυτό τους ή για την κοινωνία, δε βλέπουν με διορατικότητα το μέλλον και επαναλαμβάνουν λάθη, που ιστορικά θα έπρεπε να τους είχαν καταστήσει σοφούς. Η ασυνειδησία τους σκοτώνει. Όσο για τους άλλους, τα άλλα «σπουδαία» και μη, έθνη… έχουν παρόμοια και χειρότερα προβλήματα…
-Τελικά πόσοι είναι Ο.Κ. από αυτούς; Πώς μπορεί κανείς να διαπιστώσει και να αξιολογήσει πέρα από τα γενικά χαρακτηριστικά, που δεν ακούγονται καθόλου ενθαρρυντικά, για την οποιαδήποτε προσέγγιση σε σχέση με τους ορούς της μακροημέρευσης; ρώτησε τελικά ο Μόρνο.
-Έχεις δίκιο να θέτεις ένα τέτοιο ερώτημα. Πέρα από τις εναντίον «καταγγελίες», οφείλουμε να δοκιμάσουμε. Πιστεύω ότι και αυτή τη στιγμή υπάρχουν πολλοί εκλεκτοί απόγονοι των αρχαιοελλήνων αναμφίβολα και αρκετοί από τους άλλους που ανήκουν σε άλλες εθνικότητες. Όταν το λέω αυτό εννοώ την ανάγκη για την περαιτέρω εξακρίβωση ύπαρξης τέτοιων μονάδων.
Είπα παραπάνω, ότι οι σημερινοί Έλληνες, οι νεοέλληνες διακρίνονται για τα πολλά ελαττώματά τους. Θα ήταν άδικο αν δεν λέγαμε και για την άλλη όψη του ιδίου νομίσματος: λέμε λοιπόν την ίδια στιγμή ότι χαρακτηρίζονται και για τα σπάνια προτερήματά τους: τη φιλοξενία τους για παράδειγμα, την αγάπη προς τη ζωή, την εκτίμηση του γέλιου, την προτίμηση της διαλεκτικής για χάρη της φιλοσοφίας… Ένα χαρακτηριστικό τους είναι η αδερφωσύνη τους έναντι ενός κοινού αντιπάλου, οπουδήποτε κι αν βρίσκονται. Τότε παραμερίζοντας τα μεταξύ τους, συσπειρώνονται και αυτό είναι ίσως από τα πιο δυνατά φαινόμενα που έχω διαπιστώσει στη ζωή μου. Υπάρχει και κάτι άλλο… ίσως μοναδικό… η γενναιοδωρία κάποιων χαρισματικών Νεοελλήνων προς το έθνος, προς τους συμπατριώτες τους, σε μέρες δυστυχίας.
Ο Τζόσλυ μιλούσε με συμπάθεια και θέρμη. Ήταν ολοφάνερο ότι το γένος των Ελλήνων, η προέλευσή τους, η μυθιστορία και η ιστορία τους τον συγκινούσαν ιδιαίτερα. Ο Μόρνο όμως ήθελε να μάθει περισσότερα για τις απόψεις του Τζόσλυ. Είχε υπόψη του πολλά από εκείνα που ο Τζόσλυ είχε εκθέσει με έγνοια. Εξέφερε τη γνώμη του για τις σκέψεις του Τζόσλυ.
-Τζόσλυ, με όλο το σεβασμό, θα μου επιτρέψεις να πω τη γνώμη μου. Παρόλα όσα είπες λοιπόν, πολύ φοβάμαι ότι το δώρο της μακροζωίας δε θα επιφέρει καλό στον πλανήτη Γη. Είναι απαράδεκτα τα πάθη, τα μειονεκτήματα εν γένει, που τους χαρακτηρίζουν. Δε θα μπορέσουν να τιθασσεύσουν την κατάσταση στον πλανήτη τους, όπως επετεύχθη με τον δικό μας. Έχουν πορευτεί χιλιάδες χρόνια με τον τρόπο αυτό. Το θέμα αυτοσεβασμού και αλληλοσεβασμού -ανθρώπινη μονάδα προς ανθρώπινη- και προς το συγκεκριμένο σύστημα, είναι θέμα εσωτερικού πολιτισμού. Έχουν εξελιχθεί και τα βιώματά τους αποδεικνύονται πολύ ισχυρά. Είναι σχεδόν αδύνατον να εκτροχιαστεί ένα όχημα από την πορεία του, όταν οι τροχοί του ζεμένοι για αιώνες, ταυτίστηκαν μαζί του! Αν σήμερα ζουν μέχρι τα ογδόντα χρόνια τους –αρκετοί, τέλος πάντων- η δυνατότητα πεντακοσίων χρόνων ζωής -όπως συμβαίνει στον πλανήτη μας- μου φαίνεται τερατώδης. Δε θα λειτουργήσει… εφόσον λείπει η αυτοσυγκράτηση και αποβαίνουν έρμαια των παθών τους. Αφού αδιαφορούν για το ότι η υπερβολή φέρνει την αυτοκαταστροφή, τότε και η μακροζωία θα αποβεί καταστρεπτική. Θα δημιουργήσει φριχτές καταστάσεις σε έναν πλανήτη όπου δεν υπάρχει αλληλοσεβασμός. Όλα τα προτερήματα ή χαρακτηριστικά που διακρίνουν ένα πολιτισμένο πλανήτη σαν τον δικό μας ή τους άλλους, τους παρόμοιους με τον δικό μας στον Γαλαξία μας, αποτελούν ουτοπία για τη Γη. Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε όταν κάποιοι ισχυροί γήινοι με προσβάσεις, πληροφορηθούν και αντιληφθούν περί τίνος πρόκειται, από την πρώτη κιόλας στιγμή θα επιδιώξουν την απόκτησή του και την μονοπώλησή του. Αν δεν επιτύχουν την αποκλειστικότητα του «φοβερού μυστικού» τότε θα φροντίσουν να αφανίσουν τους «εκλεκτούς», με τρόπους που μόνο αυτοί γνωρίζουν καλά…
Να σου θυμίσω αυτό που ήδη κατέχεις. Η γήινη επιστήμη επιδιώκει εδώ και χιλιάδες χρόνια να ανακαλύψει το μυστικό της μακροζωίας ή και της αθανασίας. Και μόνο οι «κάποιοι» άγγιχτοι είχαν πάντα το προνόμιο να το δοκιμάσουν. Να μιλήσουμε για την ταρίχευση ή μουμιοποίηση; Για τις δοξασίες για την μετά τον θάνατο ζωή και τα επακόλουθά τους; Η Γη δεν δύναται να φιλοξενήσει ένα Σούπερ Γένος. Κατάλαβέ το Τζόσλυ. Εξάλλου αυτό δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Εμείς οι ίδιοι δεν είναι δυνατόν να επιτρέψουμε στα μεγάλα σύνολα να εισχωρήσουν στη ζώνη διαρκείας της ζωής. Τελικά δεν είναι σοφό να παίξουμε με τη μοίρα των ανθρώπων του πλανήτη της Γης, επιμένει ο Μόρνο.
Ο Τζόσλυ κουνάει το κεφάλι του σκεφτικά. Ο Μόρνο έχει δίκιο. Είναι ένας σοφός μελετητής της αναζήτησης για την αιωνιότητα, διακεκριμένος στον πλανήτη τους και σε όλο τον Γαλαξία τους. Συνεργάζονταν οι δυο τους για μακρά περίοδο στο χώρο της επιστήμης για τη βελτίωση της μακροζωίας και της ποιότητάς της. Γνωρίζουν και σέβονται ο ένας τον άλλον για δεκάδες χρόνια. Η επιστήμη τους δεν είναι τυχαία. Οι πρόγονοί τους, χιλιάδες χρόνια πριν, είχαν θέσει τις βάσεις της γι αυτό και είχε προοδεύσει και τα θαυμαστά αποτελέσματά της είχαν εφαρμοστεί με επιτυχία πρώτα στον δικό τους πλανήτη και αργότερα και σε άλλους εντός του Γαλαξία τους.
Τώρα σε αυτό το μόριο του χρόνου είχαν καταλήξει στο πόρισμα ότι όφειλαν χάριν της επιστήμης και πειραματικά, να τα δοκιμάσουν και σε όντα αλλοτρίων πλανητών, εξωαρτεμησίων. Ήταν όμως αλήθεια λογικό; Ή ήταν ρομαντισμός που αν εφαρμοζόταν θα είχε ολέθριες συνέπειες;

Ο Τζόσλυ επικεφαλής του τμήματος της επιστημονικής μονάδας για την μακροβιότητα και την ποιότητά της, είχε αντιμετωπίσει τις αρχές του πλανήτη τους και τελικά είχε αποφασιστεί, η γνώση των αποτελεσμάτων των ερευνών τους, να μείνει εντός της επιστημονικής μονάδας. Υπερίσχυσε η άποψη ότι η γνωστοποίηση και η διαθεσιμότητά του θα είχαν οδυνειρά αποτελέσματα για το κατεστημένο του πλανήτη Άρτεμη. Όφειλαν να προστατεύσουν τον κόσμο τους και να φανούν αυτάρκεις σε ό,τι αφορούσε περαιτέρω σχετικές απόπειρες και πειράματα για ένα μεγάλο διάστημα. Δεν μπορούσαν να προείπουν για μελλοντικά σχέδια ή μέτρα.
Η ζωή των ανθρώπων τους ήταν μακρά, όμορφη, δημιουργική. Το γήρας, οι ασθένειες, οι επιδημίες ήταν άγνωστα στην προστατευτική ατμόσφαιρα που οι Αρτεμήσιοι είχαν πετύχει να δημιουργήσουν από αιώνες. Ο θάνατος ήταν αποδεκτός ως το κλείσιμο ενός φυσικού βιολογικού κύκλου. Ψυχιατρικοί ασθενείς δεν υπήρχαν, κι αν παρουσιάζονταν, η μέθοδος θεραπείας τους ήταν αποτελεσματική καθώς η ανθρωπιστική, προσωπική προσέγγιση του ασθενούς είχε τα επιθυμητά αποτελέσματά της. Το κοινωνικό σύστημα δεν άφηνε κενά για τη δημιουργία βιοπορισμού μετ’ εμποδίων, δυστυχίας, άγχους και παρανόησης. Τι άλλο θα μπορούσε να θέλει όποιοσδήποτε, οπουδήποτε στο Σύμπαν;
Οι Αρτεμήσιοι παντρεύονταν νέοι και ως ένα όριο ηλικίας, για την καλή σύλληψη της νέας ζωής και την υγιεινή ανάπτυξη του εμβρύου. Γεννιούνταν λοιπόν τα παιδιά, από ανθρώπους νέους και ήταν φυσικό να μεγαλώνουν μαζί με τους γονείς τους, ώστε ως νεαροί βλαστοί να αποκομίσουν τα μέγιστα από το οικογενειακό περιβάλλον κατ’ αρχήν και από το κοινωνικό στη συνέχεια, απαραίτητα συστατικά ώστε να αποβούν με τη σειρά τους άξιοι γόνοι των πατέρων τους και άξια μέλη του πλανήτη Άρτεμη.
Τα διδασκαλεία τους ήταν ένας μικρόκοσμος του μεγάλου και η επιμόρφωση των βλαστών τους άρτια. Η εισαγωγή στα ανώτατα ιδρύματα ήταν εκλογή και απόφαση των σπουδαστών. Υπήρχαν τόσα διαφορετικά είδη σπουδών και μία ισορροπημένη διανομή των μαθητών, που αποδείκνυε την αποδοχή της αξίας όλων των γνώσεων.
Οι τέχνες και οι επιστήμες θριάμβευαν και ο κοινωνικός βίος κυλούσε στα όρια της ευπρέπειας και της ευτυχίας.
Τα κέντρα συγκέντρωσης και ψυχαγωγίας ήταν εκείνα που βοηθούσαν στην αποδοχή και συμμετοχή του κοινωνικού πλαισίου του Άρτεμης. Οι κυνηγοί κυνηγούσαν τα χαριτωμένα ζώα τους όχι για να τα σκοτώσουν, αλλά για να τα συλλάβουν και να τα αφήσουν εκ νέου ελεύθερα. Οι ψαράδες ψάρευαν στα όμορφα ποτάμια τους για να απολαύσουν ψάρια ιδιόμορφα, διαφορετικά από εκείνα του πλανήτη Γη. Οι βοσκοί τους ήταν επιστήμονες που εξέτρεφαν όμορφα και υγιή ζώα, ενώ οι πτηνοτρόφοι ευδοκιμούσαν ως επιστήμονες παρέχοντας αληθινή τροφή στα πουλερικά και ελευθερία σε αυτά, ώστε να μην αρρωσταίνουν. Η εμπορία διεξαγόταν με χαρακτηριστική ιδιορρυθμία. Πουλούσαν τα προϊόντα τους και το συνάλλαγμα ήταν νομίσματα από αλλόϊ και χρυσό.
Τα κακοποιά στοιχεία ήταν σχεδόν ανύπαρκτα, οι συνωμοσίες αδιανόητες και οι εξωτερικοί εχθροί προέρχονταν από πολύ μακριά: από το Σκότος του Μύθου, την αντίπαλη μερίδα του Άρτεμη, μερικά εκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά, που όμως συρρικνώνονταν σαν απόσταση, εξαιτίας της ταχύτητας της μεταφοράς τους, που την εξασφάλιζαν με τη βοήθεια του ηλιακού φωτός. Για την αντιμετώπιση των εχθρών τους, οι Αρτεμήσιοι χρησιμοποιούσαν για να «κονταροχτυπηθούν», το Ουράνιο Αλώνι. Τα διαστημόπλοιά τους μικρά και αποτελεσματικά, διέθεταν ακτινοβολία που αφάνιζε το αντίπαλο σκάφος. Οι ελάχιστοι αντίπαλοί τους δεν είχαν τολμήσει για γενεές να διανοηθούν επίθεση εναντίον του πλανήτη Άρτεμη. Έτσι ο πλανήτης τους, άξιος του τίτλου του, είχε αρκετους λόγους να πιστεύει ότι ήταν άρτια οργανωμένος.
Πώς αλήθεια είχε ευνοηθεί ο σπόρος τους; Δεν ταλαιπωρήθηκε ενώ ταξίδευε micro-κόκκος στην κοσμική σκόνη; Ή μήπως είχε ευνοηθεί από την ίδια τη «Θεά»; Ποια Θεά, την Άρτεμη; Αν και μιλάμε για μύθο του αδερφού σπόρου των Αρχαιοελλήνων και όχι για την πραγματικότητα, άραγε το όνομα που είχε πάρει ο πλανήτης τους είχε σχέση με το όνομα της Θεάς; Αν και ήταν δύσκολο να απαντηθεί, ωστόσο η Άρτεμη που προς τιμήν της ο πλανήτης τους είχε πάρει το όνομά της, υπήρξε σημαντική προπατορική προσωπικότητα του πλανήτη τους, μία επιστήμων όμοια όπως ο αδερφός της Απόλλων. Ίσως λοιπόν από αυτούς τους δικούς τους επιστήμονες, Την Άρτεμη και τον Απόλλωνα είχαν γεννηθεί οι ομώνυμοι Θεοί των Αρχαιοελλήνων!
Όπως είχε πει ο Τζόσλυ, ο πλανήτης τους είχε μνήμη του γένους των Αρχαιοελλήνων και κατά συνέπεια συνεχίστηκε να διατηρείται το αρχικό ενδιαφέρον των προγόνων τους και στους μεταγενέστερους. Προέρχονταν από μία φυλετική οικογένεια; Ήταν αδερφοί; Κανείς δεν ήξερε. Το ατέλειωτο σύστημα των files των, αναγόταν σε χιλιάδες δικά τους χρόνια και όμως δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη αναφορά… παρά αργότερα και μέσω της επιστήμης των, γεννήθηκε η βεβαιότητα στους μετέπειτα ότι ναι, θα πρέπει να υπήρχε κάποια συσχέτηση μεταξύ του γένους των Αρτεμησίων και του γένους των Αρχαιοελλήνων. Η ονομασία σήμαινε κάτι πολύ πιο σπουδαίο, που όμως δεν είχαν κατορθώσει μέχρι τότε να το εξιχνιάσουν. Τότε που οι Έλληνες ζούσαν στο Υπερπέραν, ήταν άραγε τόσο κοντά τους, ώστε οι Αρτεμήσιοι να διατηρούν τόσο δυνατή τη μνήμη του Ελληνικού Πάνθεου; Ήταν αργότερα που η κοινή αυτή μνήμη μεταφέρθηκε από το αρχαιοελληνικό γένος και με τρόπους παρόμοιους με τους δικούς τους, στον πλανήτη Γη;
Παρόμοια με το αρχαιοελληνικό γένος, είναι δυνατόν και οι Αρτεμήσιοι -χιλιάδες χρόνια πριν- να πίστευαν στους δώδεκα Θεούς. Όμως ακόμη κι αν ήταν έτσι, είχε αλλάξει! Η πίστη τους ήταν τόσο πολύπλοκη όσο και το κοινωνικό τους σύστημα. Ένας αριθμός κωδίκων διέπετο της τάξης που επικρατούσε στην κοινωνία τους και το μυστικό της αρμονίας του πλανήτη τους ήταν ο αλληλοσεβασμός και η απόλυτη συνενόηση. Είχε πάρει χιλιάδες χρόνων προσπάθεια και καλή θέληση για να φτάσουν εκεί που βρίσκονταν. Χωρίς λοιπόν οι ίδιοι να πιστεύουν στο αρχαιοελληνικό Πάνθεο, είχαν πειστεί για την κοινότητα των δύο κόσμων: του αρχαιοελληνικού και των Αρτεμησίων. Οι τελευταίοι, είχαν δανειστεί από τους πρώτους ό,τι είχαν θεωρήσει ωραίο και ικανό να προσαρμοστεί στο δικό τους γένος και να ταυτιστούν μαζί του.
Ήταν ο πλανήτης τους η ουτοπία των γήινων; Οι Αρτεμήσιοι χωρίς εγωϊσμό θα έλεγαν αναμφίβολα: είμαστε ευτυχισμένοι να είμαστε εμείς. Ο πλανήτης τους ήταν μικρός και χαριτωμένος τυλιγμένος σε μία άϋλη γαλαζοπράσινη, προστατευτική σφαίρα. Τα επιβλαβή αέρια και τα όποια υλικά που κυκλοφορούσαν στον Γαλαξία τους, ξαφνικά ή απρόβλεπτα ή ακόμη και εκείνα τα συνηθισμένα, αδυνατούσαν να διαπεράσουν την υπέροχη αυτή αιθέρινη ασπίδα. Οι χώροι στους οποίους ζούσαν ήταν εκ νέου προστατευμένοι με ένα άλλο αέρινο θόλο που είχαν εφεύρει οι πρόγονοί τους χιλιάδες χρόνια πριν από εκείνους τους σημερινούς.
Τα πάντα απάνω στον πλανήτη Άρτεμη είχαν ένα ζωηρό χρώμα κάτι που τον έκανε να διαφέρει από τη γη. Δεν είχε όμως σημασία. Αν και το χρώμα τους ήταν κάπως χλωμότερο από εκείνο των ανθρώπων, ένιωθαν ότι πλησίαζαν τους κατοίκους της και ιδιαίτερα τους Έλληνες. “

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...